ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, “Πρόσκληση σε Δείπνο”

I.

«Είναι σαν να σε καλεί στο Δείπνο της Βασιλείας του ο Θεός και συ του λες: Ευχαριστώ, δεν έρχομαι γιατί νηστεύω (ή: έχω φάει).

-Έλα έστω για ένα ποτό, έναν καφέ, ένα φρούτο.

-Δυστυχώς δεν μπορώ. Με… περιμένουν!

Εκείνος επιμένει: Έλα τουλάχιστον στη συντροφιά μας και μην πάρεις τίποτα. Να σε νιώσουμε τουλάχιστον ανάμεσά μας.

Του απαντάς: Δεν γίνεται άλλη φορά;

Αυτός για Σένα κλαίγοντας πικρά το Δείπνο της Βασιλείας του ακυρώνει. Και όσοι ετοιμάζονται να προσέλθουν, εμβαίνουν στ’ αυτοκίνητά τους ήσυχα, πηγαίνουν σπίτι τους να κοιμηθούν. Η νύχτα τους σκεπάζει με το χιόνι. Παρθένο πόδι πλέον δεν εισχωρεί στην ουδετέρα ζώνη. Κόκορας λαλεί».

II.

«Είναι όμως και άλλοι που φλέγονται να έρθουν στο Δείπνο – το λαχταράν μ’ όλη τους την ψυχή, μ’ από φόβο διστάζουν, από αδεξιότητα τρομάζουν, από λειψή θαρρώ κοινωνικότητα το πρόσωπό τους αποστρέφουν.

Αυτούς ο Θεός τους προσκαλεί κάθε φορά με τη μεγίστη ευγένεια.

-Όχι, όχι, όχι.

Τους λέει περάστε, προσέλθετε, φως και πνοή μου, επανέλθετε στην τράπεζάν μου!

Όμως ετούτο ακριβώς τους ταράζει. Ποιος είπε του Κυρίου πως δεν θα ήθελαν να είναι οι πρώτοι και οι καλύτεροι στο Δείπνο του; Πεινούν πολύ. Μήνες και χρόνια να γευτούνε φαγητό, μήνες και χρόνια να εναγκαλισθούν και ν’ ασπασθούν εαυτούς και αλλήλους.

Μην πείτε πως ο Θεός δεν προσπάθησε να τους συμπαρασύρει στο Δείπνο του κι αντάξια να τους τιμήσει σκίζοντας θύρες και παραπετάσματα για να έμπουν με την αόρατη ακολουθία τους.

Με φιλάνθρωπην ως πάντα τυραννία τους ελκύει στον οίκο του. Καλεί το δούλο του και λέει: Πάρε αυτές τις προσκλήσεις και όσους πετύχεις στο δρόμο “ανάγκασον εισλεθείν, όπως γεμισθή ο οίκος μου”· εάν αναλάβω τας πτερύγας μου κατ’ όρθον, θα σε πάρω μαζί μου – έτσι λέει ο Ψαλμός.

Και ο δούλος εξέρχεται. Μα στη βιάση του απάνω σκοντάφτει, γκρεμίζεται, χάνεται.

Ο Κύριος του Δείπνου ακαρτερεί. Και περνάνε. Και περνάνε οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, ωσάν πολιορκητικές μηχανές. Θεέ μου, λέει ο Θεός, και τώρα τι θα κάνω;

Βρίσκει μια κούκλα ρούχινη, την πιο παλιά, την πιο μαδημένη της παιδικής του ηλικίας· τη βάζει δεξιά του. Εις το όνομα των Απόντων, των Πεινασμένων και των Διψασμένων, εις το όνομα της αδιαιρέτου Αγίας αυτής Τριάδος, αρχίζουμε να μνημονεύουμε τα εκλεκτά εδέσματα».

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, «Πρόσκληση σε Δείπνο», στο: Μεθιστορία, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1996, 21-22.