Ας μιλήσουμε και κάπως έτσι για τους πρόσφυγες

«Μύριζε η Εκκλησία λιβάνι κι αγριολούλουδα· από τα στενά παραθυράκια του τρούλου, με τα πολύχρωμα τζάμια, έμπαιναν πράσινες, κόκκινες, γαλάζιες οι στερνές αχτίδες του ήλιου και φώτιζαν τον Παντοκράτορα· τον είχε με τα ίδια του τα χέρια ζωγραφίσει, χρόνια τώρα, ανάσκελα ξαπλωμένος στις σκαλωσιές. Τον είχε στορίσει όχι άγριο κι οργισμένο, όπως τον θέλει η συνήθεια, παρά θλιμμένο, βασανισμένο και χλωμό, σαν πρόσφυγα. “Πρόσφυγας είμαι κι εγώ”, μουρμούρισε ο παπα-Γιάνναρος ζωγραφίζοντάς τον, “πρόσφυγας, μ’ έδιωξαν από τα χώματά μου, πέρα από την ήμερη γλυκοαίματη Θράκη, και σκαρφάλωσα εδώ, στ’ άγρια ηπειρώτικα βουνά, και μάχουμαι και δέρνουμαι να κάμω τα θεριά ανθρώπους. Πρόσφυγας είναι κι ο Χριστός στη γης ετούτη και πρόσφυγα θα τον ζωγραφίσω”. Πήρε κίτρινες και πράσινες μπογιές και του λίγνεψε τα μάγουλα και του ‘γειρε κάτω τα χείλια, του ‘βαλε ζάρες στο λαιμό – και μονάχα γύρα από τα μάτια του χάραξε μακριές χρυσές αχτίδες, που φώτιζαν και γέμιζαν ελπίδες το πολυτυραννισμένο του πρόσωπο”.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Οι Αδερφοφάδες, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, 143.