ΕΘΝΟΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ο τρώσας και ιάσεται

Του Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Από τη Μυθολογία και την εποχή του Τρωικού Πολέμου γνωστή είναι η προφητεία του Απόλλωνα προς τον Τήλεφο, γιό του Ηρακλή και της Αύγης: «ο τρώσας και ιάσεται», πείθοντάς τον ότι για το τραύμα του στο μηρό θα βρει τη γιατρειά του από τον Αχιλλέα, ο οποίος και τον είχε τραυματίσει. Ως απόφθεγμα και μάλιστα προερχόμενο από τη σοφία των Αρχαίων Ελλήνων, είναι αυτονόητο ότι και σήμερα αυτό μπορεί να έχει τη σημασία του, φτάνει εκείνος ή εκείνη που κάμει τη ζημιά να έχει τη διάθεση να την αποκαταστήσει.

Πριν λίγες ημέρες η Υφυπουργός Παιδείας κα. Σία Αναγνωστοπούλου έκαμε μια ξεχωριστή θα ‘λεγα δήλωση για τα εκπαιδευτικά μας πράγματα. Εμίλησε για εξάλειψη του «εθνόμετρου» από τα σχολικά βιβλία Ιστορίας, (βλ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: http://www.kathimerini.gr/843111/article/proswpa/geyma-me-thn-k/sia-anagnwstopoyloy-na-mh-mpainei-e8nometro-sta-sxolika-vivlia-istorias) Τυχαίο γεγονός; Νομίζω πως όχι. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, είναι πια δεδομένο όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στην πράξη, καθώς φαίνεται αρέσκεται σε τέτοιου είδους δηλώσεις. Είναι γεγονός, άλλωστε, ότι η εδώ και χρόνια εθνομηδενιστική ιδεολογία αρκετών ιστορικών του αριστερού πολιτικού χώρου, υπό τον μανδύα του προοδευτισμού, έρχεται συχνά – πυκνά και αντιπαλεύει τον αντίθετο πόλο θεώρησης του άμεσου κυρίως ιστορικού παρελθόντος μας – από την εποχή της Τουρκοκρατίας και εξής (1453 – μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή 1922) – αυτόν που στην ιστορική έρευνα χαρακτηρίζεται ως συντηρητικός, άμεσα ωστόσο συνδεόμενο με έναν λανθάνοντα κατά τη γνώμη μου εθνοκεντρισμό και ταυτισμένο με τον δεξιό πολιτικό χώρο. Στον τελευταίο ειδικότερα, τον συντηρητικό, εγγράφεται και η επί δύο σχεδόν αιώνες ιδεολογική κατοχύρωση συγγραφής των σχολικών βιβλίων Ιστορίας. Προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν για αλλαγή πλαισίου συγγραφής βιβλίων και διδακτικής του Μαθήματος της Ιστορίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, κατά την τελευταία τουλάχιστον τριακονταετία, έπεσαν στο κενό. Οι παλαιότεροι από εμάς, όσοι δηλαδή είμασταν μαθητές τη δεκαετία του ’80, θα θυμόμαστε βιβλία Ιστορίας δύο τάξεων του Λυκείου, της Α΄ και της Γ΄, που συνάντησαν την μήνιν πολλών και αποσύρθηκαν ως ακατάλληλα προς διδασκαλία. Ομιλώ για τα βιβλία του Λ. Σταυριανού, Ιστορία του ανθρώπινου γένους, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1984, και των Γ. Γιαννόπουλου – Ξένης Οικονομοπούλου – Θ. Καλτσουλάκου, Εισαγωγή στις ιστορικές σπουδές, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1984. Εδώ, βέβαια, δεν μπορώ να παραλείψω και το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού, των Μαρίας Ρεπούση – Χαρίκλειας Ανδρεάδου – Αριστείδη Πουταχίδη – Αρμόδιου Τσιβά,  Ιστορία. Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, ΟΕΔΒ / Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα 2006, το οποίο ως γνωστόν προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα την απόσυρσή του. Για τον μελλοντικό ιστορικό της εκπαίδευσης, τα παραπάνω αποσυρθέντα σχολικά βιβλία Ιστορίας θα είναι σημαντικά τεκμήρια για να καταγράψει την ιστορία του σχολικού βιβλίου. Μια πρώτη, όμως, προσέγγιση του θέματος μπορεί κανείς να δει στο βιβλίο του Χάρη Αθανασιάδη, Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015, (http://criticeduc.blogspot.gr/2015/10/blog-post.html?view=sidebar Μολονότι, εδώ, ο συγγραφέας κάμει ιδιαίτερα μονόπλευρη θεώρηση ζητημάτων που διαπραγματεύεται, η μελέτη του ανοίγει το δρόμο για περαιτέρω έρευνα).

Δεν επιθυμώ εδώ να σταθώ στα όσα για τις προθέσεις της κας. Σίας Αναγνωστοπούλου γράφονται τις τελευταίες ημέρες στον έντυπο και διαδικτυακό Τύπο. Εκείνο που στην περίπτωση αυτή θέλω να τονίσω είναι το εξής: η κα. Αναγνωστοπούλου, τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Παιδείας όχι ως μια ιστορικός που είναι, αλλά ως μια Υπουργός. Γι’ αυτό οφείλει να διοικήσει και να εκφράσει την πολιτική της στην εκπαίδευση, κάμνοντας χρήση του αξιώματος που της ανατέθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως ακριβώς ορίζει το Σύνταγμά μας. Κι όχι ως μια πολιτικός – ιστορικός, (βλ., http://ardin-rixi.gr/archives/197065 και http://ardin-rixi.gr/archives/197157)  Εν προκειμένω, οι οποιεσδήποτε απόψεις της για την Ιστορία, για όποιον τουλάχιστον τις έχει προσεγγίσει – για παράδειγμα αναφέρω το ογκωδέστατο και κλασικό πια βιβλίο της: Μικρά Ασία. 19ος αιώνας – 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, όσο και να διαφωνεί κανείς, διακονούν εν τοις πράγμασι αυτό που είναι η ιστορική επιστήμη: αυτή που δαμάζει και επιβάλλει τάξη στο απέραντο και χαώδες ιστορικό υλικό μιας περιόδου του παρελθόντος, παρατηρώντας, συγκρίνοντας και αξιολογώντας ότι νομίζει ο ιστορικός ως ουσιώδες, αντιπαραβάλλοντάς το με το επουσιώδες.

Πέραν, όμως, όλων τούτων επειδή κάμνω λόγο για σχολικά βιβλία Ιστορίας, από την πλευρά του εκπαιδευτικού, αλλά κι από την πλευρά της χρόνιας τριβής και ενασχόλησής μου, λόγω μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών με την Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, για το εν δυνάμει εγχείρημα της κας Σίας Αναγνωστοπούλου για αποτελεσματική εξάλειψη των «καλουπιών του εθνόμετρου» από τα σχολικά βιβλία Ιστορίας, θα ήθελα να επισημάνω και τα εξής. Μια ματιά να ρίξει κανείς στην ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων, λίγο πριν τα επαναστατικά χρόνια μέχρι και σήμερα, θα διαπιστώσει ότι η συζήτηση που διεξάγεται για γεγονότα και πρόσωπα των χρόνων της Τουρκοκρατίας και για τα οποία η κα. Αναγνωστοπούλου επιθυμεί να δώσει μια άλλη ερμηνευτική ιστορική θεώρηση – ενδεικτικά, εδώ, αναφέρω το ζήτημα αν υπήρξε ή δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό, και κατά πόσο κινήματα όπως ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, διδάσκονται στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με βάση τις πρωτογενείς πηγές τους –  κινείται πάνω σε τρεις άξονες. Ο πρώτος αφορά στη θεώρηση και αποτίμηση αυτών με βάση την κυριαρχία της γνωστής στην ιστορική έρευνα σχολής του Κ. Θ. Δημαρά, η οποία για πάνω από μια πεντηκονταετία καθόρισε τις νεοελληνικές ιστορικές σπουδές. Ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της εποχής της Τουρκοκρατίας, των Ελλήνων λογίων και των ιδεών τους, υπό το πρίσμα ότι αυτές πιστά εναρμονίστηκαν με τις αντίστοιχες ιδέες της φωτισμένης Ευρώπης και που σε μεγάλο βαθμό αυτές διοχετεύθηκαν στον ελληνόφωνο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μόνο που αυτή η διάδοσή τους δεν είχε στατικό χαρακτήρα, αλλά εξελικτικό. Στην μερίδα αυτή των Ελλήνων και ξένων ιστορικών ανήκουν ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Π. Κιτρομηλίδης και ο C. Henderson. Ο τρίτος άξονας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι ιχνηλατεί ιδεολογικά ρεύματα της Τουρκοκρατίας με ελληνορθόδοξα κριτήρια, τα οποία πολλές φορές αρκετοί ιστορικοί αδυνατούν και αρνούνται να προσεγγίσουν, όχι μόνον γιατί κάμουν ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, αλλά και διότι προέρχονται από τη γραφίδα ιστορικών που ανήκουν στο χώρο της Εκκλησίας, όπως λόγου χάριν είναι ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός.

Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τους τρεις παραπάνω άξονες και προσαρμόζοντάς τους στο πεδίο κατά πόσο αυτοί, έστω και ελάχιστα γίνονται αντιληπτοί από όσους κατά καιρούς, υπό την καθοδήγηση των εκάστοτε επιστημονικών οργάνων του Υπουργείου Παιδείας συγγράφουν σχολικά βιβλία Ιστορίας, είναι πράγματι ένα τεράστιο πρόβλημα. Πρόβλημα διότι ουδέποτε οι μαθητές, κυρίως των τάξεων του Λυκείου, απέκτησαν στέρεη ιστορική γνώση και στέρεο ιστορικό κριτήριο για ζητήματα του άμεσου ιστορικού παρελθόντος μας, όπως είναι η εποχή της Τουρκοκρατίας. Επί παραδείγματι, η συζήτηση που γίνεται εδώ και χρόνια για το αν πράγματι υπήρξε ή όχι το Κρυφό Σχολειό δεν καταγράφτηκε ποτέ σε σχολικά βιβλία. Γι’ αυτό και η πλευρά των ιστορικών του εθνομηδενισμού επιδιώκει τον εξοβελισμό του από τα ιστορικά εγχειρίδια. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η πραγματικότητα ή η μυθολογία του Κρυφού Σχολειού, αλλά οι προθέσεις όσων επιζητούν την απαξίωσή του και την τοποθέτησή του στο κάδρο των εθνικών μύθων. Και αυτές οι προθέσεις, δυστυχώς, έρχονται συχνά στο προσκήνιο κάτω από το σκληρό δίπολο της ιδεολογικής έκφρασης δύο μερίδων, αυτών που περιχαρακώνονται γύρω από τον συντηρητισμό κι αυτών που εντάσσονται στον προοδευτισμό. Μια άκρως σημαντική ιστοριογραφική παρατήρηση, άμεσα συναρτώμενη με τα παραπάνω, είναι νομίζω εδώ απαραίτητη. Η ιστοριογραφία για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό στον ελληνικό χώρο έχει μακρά διάρκεια και παρουσιάζει αρκετές παλινδρομήσεις. Με μια διαδρομή που αρχίζει από τα μέσα του 18ου αιώνα και φτάνει μέχρι σήμερα στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Αντιμαχόμενοι πολλές φορές και οι δύο με ασυνήθιστη σφοδρότητα, συχνά ανοίγουν το ζήτημα της ιδιοπροσωπίας του Νέου Ελληνισμού. Ο πρώτος πυλώνας έχει φιλοδυτική, ο δεύτερος αντιδυτική τάση. Υπό το μανδύα του προοδευτισμού ο πρώτος και του συντηρητισμού και σκοταδισμού ο δεύτερος, εδώ και δύο αιώνες εκπροσωπούν και καλλιεργούν νοοτροπίες «μέσα στο κλίμα ενός πολιτισμού, ο οποίος γυρεύει την ταυτότητά του και επιδιώκει την ένταξή του σε μια ευρύτερη ιστορική κοίτη», που άμεσα σχετίζεται με αυτό που σήμερα ονομάζουμε ευρωπαϊκό πολιτισμό. Οι μεν προοδευτικοί, δυτικόφιλοι και διαφωτιστές προβάλλουν τη Δύση ως «είδωλο», ο δε συντηρητικοί, αντιδυτικοί και  αντιδιαφωτιστές, προβάλλουν τη Δύση ως «σκιάχτρο και μορμολύκειο». Δεδομένου ότι ο μετεωρισμός αυτός ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, για πολλά χρόνια κυοφόρησε και γέννησε το ιδεολόγημα το που ανήκει ο Ελληνισμός, με τις απροσδόκητες θα ‘λεγα μεταμορφώσεις του, γεγονός είναι ότι «δεν λείπουν ποτέ οι ευρύτερες θεωρήσεις για μια επιλογή των λύσεων εκείνων που είναι σύμφορες και σωτήριες», όχι μόνο για τη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, αλλά και την πραγματικότητα του Ελληνισμού κατά τους 18ο και 19ο αιώνες. Μέριμνα όσων σήμερα αναζητούν τούτη τη σύνθεση είναι η ουσιαστική συμβολή τους στη συζήτηση για απεμπλοκή από το μανιχαϊστικό σύνδρομο του δίπολου προοδευτισμός – συντηρητισμός, φωταδισμός – σκοταδισμός. Στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανής η διαπίστωση: η αδυναμία ουκ ολίγων ιστορικών και ερευνητών, μέσα από την «τραγελαφική διελκυστίνδα» της κλασικής πια αντιπαράθεσης, προοδευτικοί – συντηρητικοί, διαφωτιστές – αντιδιαφωτιστές λόγιοι, στα χρόνια ακμής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, να διαβλέψουν και στον κατ’ επίφαση «συντηρητικό» χώρο τάσεις «εκκλησιαστικού διαφωτισμού», «ορθόδοξου φωτισμού», «βιωματικού διαφωτισμού», σύνθεσης ιδεολογικών ρευμάτων, που δεν έφεραν τη Ρωμηοσύνη παθητικά αντιμέτωπη με το «φωτισμένο» κόσμο της Δύσης, [Γι’ αυτήν την προβληματική η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Ενδεικτικά εδώ σημειώνω τις παρακάτω μελέτες: Π. Νούτσος, «“Ανατολή – Δύση”. Μεταμορφώσεις ενός ιδεολογήματος», Δωδώνη, 12(1983)81-92. Ν. Ματσούκας, Νέος Ελληνισμός και Δυτικός Διαφωτισμός, Θεσσαλονίκη 1984. Ο ίδιος, Η τραγελαφική διελκυστίνδα δυτικών και αντιδυτικών», Καθ’ Οδόν, τχ. 1(Ιανουάριος – Απρίλιος 1992)31-36. Πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός, Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1988, 147-164. Ο ίδιος, «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη. Έλεγχος θέσεων της δυτικής ιστοριογραφίας», Ελλοπία, τχ. 5(Άνοιξη 1991)65-69. Ο ίδιος, Ορθόδοξος και Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Μεγέθη αλληλοσυμπληρούμενα ή αλληλοαποκλειόμενα;, Αθήναι 1996, [Ανάτυπο από το Θεολογικό Συνέδριο της Ιερά Μητροπόλεως Ηλείας: (Πύργος 18 –19 Φεβρουαρίου 1995)]. Λ. Μπενάκης, «Δυτικοευρωπαϊκό πνεύμα και Ελληνική Ορθοδοξία. Η μετάβαση από το Βυζάντιο στο Νέο Ελληνισμό και η σύγχρονη προβληματική», Σύναξη, τχ. 34 (Απρίλιος – Ιούνιος 1990)30-41. Κ. Σαρδελής, Ο άγιος των σκλάβων Κοσμάς ο Αιτωλός, εκδ. Εστία, Αθήνα 71998, 17-18. Α. Ε. Καραθανάσης, «Ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος και ο Ορθόδοξος Φωτισμός», Θεολογία, 70(1999)158-170. Χ. Γιανναράς, «Μήτσος επί Κολωνία ή η ελληνική πρόσληψη του Διαφωτισμού», Άρδην, τχ. 27(Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2000)33-34. Θ. Ζιάκας, Αυτοείδωλον εγενόμην… Το αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας. Ειδική εισαγωγή, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2005, 96-111. Γ. Καραμπελιάς, Κοινωνικές συγκρούσεις και Διαφωτισμός στην προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820), εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2009, 147-187].

Οι οποιεσδήποτε, λοιπόν, αλλαγές που ουκ ολίγοι συχνά στο Υπουργείο Παιδείας επιχειρούν, καλόν θα ήταν να λάβουν υπ’ όψιν την παραπάνω προβληματική. Κι αυτό γιατί η Ιστορία, και μάλιστα αυτή που διδάσκεται στα σχολειά μας, πρέπει να γράφεται από ιστορικούς με γνήσια φλέβα, που να μην παθαίνουν ότι συμβαίνει σε άλλους επιστήμονες, που με τη σοφία τους προσπαθούν να καταπλήξουν και με την ιδεολογία τους να αναστατώνουν τον καθένα, δίχως βέβαια στο τέλος να μπορούν να παρηγορήσουν το ίδιο τους τον εαυτό. Αν στην ιστορική επιστήμη μελετούμε περιόδους, γεγονότα και πρόσωπα κατατάσσοντάς τα σε κατηγορίες, άλλοτε στον συντηρητισμό κι άλλοτε στον προοδευτισμό, αυτό το κάμουμε για μεθοδολογικούς λόγους, κι όχι για να ικανοποιήσουμε τα προσωπικά μας ιδεολογήματα. Άλλωστε, γι’ αυτούς τους δύο πόλους, τα λεγόμενα του αξέχαστου Ζήσιμου Λορεντζάτου, νομίζω ότι είναι άκρως σημαντικά: «στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Έχομε πεθαμένους που κατευθύνουν τη ζωή μας, τη ζωή του σήμερα ή κάθε νιόκοπης γενιάς, όπως έχομε ζωντανούς που όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπομε πως είναι πρωθύστερα πεθαμένοι: και αυτό είναι παράδοση να ζουν μονάχα οι ζωντανοί (και ας έχουν, καμιά φορά, μερικοί από αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα). Και κάθε νιόκοπη πάλι γενιά, κατευθύνει εκείνη τη ζωή της παράδοσης: και αυτό είναι παράδοση. Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μονάχα η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια πάντα χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και είναι περισσότερο τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει  με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες», [Μελέτες, τ. Α΄, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1994, 328, (και: Οι Ρωμιές, Δόμος, Αθήνα 1990, 30-31)]. Στην ίδια τροχιά κινούνται κι  όσα λέγει στο Χαμένο Κέντρο: «οι Έλληνες δεν είχαμε έλλειψη από παράδοση – δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εμείς δε γνωρίσαμε μήτε Ιερή Εξέταση, μήτε Αναγέννηση, μήτε μεταρρύθμιση – μηδέ η παράδοσή μας πέρασε ποτέ από κρίση απέναντι στον εχθρό ή αμφιβολίες, όπως των Ευρωπαίων. Εμείς δεν χρειαζόμαστε να δείχνομε προγονική νοσταλγία ή να κοιλοπονάμε διάφορες σκέψεις γύρω από τα αρχαία αγάλματα, δεν αμφιβάλλαμε ποτέ για τη ζωντανή παράδοσή μας, αλλά απλούστατα ξέραμε πως είχαν και οι αρχαίοι, έναν καιρό, την πνευματική ή την μεταφυσική παράδοσή τους – τα όσια και τα ιεράς τους – όπως τα δικά μας εμείς», [Μελέτες, τ. Α΄, 398. Πρβλ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Ένας των “εκτός” μιλάει για τα βυζαντινά μνημεία. Από τον ιστορικισμό στην πραγματογνωσία», Νέα Εστία, 159(2006)267-298].

Υ. Γ. Για το τί τελικά είναι η Δύση, αξίζει εδώ, αυτούσια να παραθέσω και τα όσα γράφει ο Γ. Θεοτοκάς, ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, στο γνωστό του έργο Πνευματική Πορεία, εκδ. Εστία, Αθήνα 31994, 346: “τώρα, πια, η έννοια της Δύσης έχει πλατύνει πάρα πολύ, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και πνευματικά και ιδεολογικά. Τούτο οφείλεται, ασφαλώς, στον αμυντικό της χαρακτήρα, που της δίνει την όψη ενός πολύμορφου συνασπισμού από δυνάμεις με τις πιο διαφορετικές προελεύσεις. Δύση λέγεται, σήμερα, καθετί που δεν θέλει να υποταχθεί στον ολοκληρωτικό, τεχνοκρατικό και στρατοκρατικό κομμουνισμό που διαμορφώθηκε στη Σοβιετική Ένωση – καθετί από την παράδοση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, από την ελευθερία του πνεύματος και από τα δικαιώματα του ατόμου”.