Αρχείο ημέρας 29 Νοεμβρίου 2015

Οι Σχολικοί Σύμβουλοι Θεολόγων για το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση για τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής από τα Θρησκευτικά αναθερμάνθηκε ο γενικότερος διάλογος γύρω από τη μορφωτική αποστολή και τον χαρακτήρα της σχολικής θρησκευτικής εκπαίδευσης, τις μαθησιακές ανάγκες που εξυπηρετεί, τη θέση της στο σύγχρονο σχολείο και το νομικό καθεστώς που τη διέπει.

Ο διάλογος αυτός γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών διαρκεί τώρα και μερικές δεκαετίες. Οι φάσεις του αποτυπώνονται σε συνέδρια, δημοσιεύματα, δημόσιες εκδηλώσεις και παρεμβάσεις. Πολύ συχνά, λόγω επίκαιρων αναγκών ή του ευρύτερου ενδιαφέροντος, ο διάλογος ξεπέρασε τα στενά όρια του θεολογικού κόσμου και  ανοίχτηκε στον δημόσιο χώρο. Στο πλαίσιο αυτό, πήραν θέση ή κατέθεσαν απόψεις, εκτός από τους επίσημους θεσμούς της Εκπαίδευσης και τους εκπαιδευτικούς, η Εκκλησία και εκπρόσωποί της, οι αρμόδιες Ανεξάρτητες Αρχές της χώρας, οι θεολογικές σχολές, οι επιστημονικές ενώσεις των θεολόγων, σύλλογοι και ενώσεις πολιτών, μεμονωμένα πρόσωπα κ.ά. Στα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερη ώθηση στη διεξαγωγή του διαλόγου έδωσαν η δημοσίευση των Συστάσεων 1720 (2005) και (2008)12 του Συμβουλίου της Ευρώπης, η τροποποίηση του καθεστώτος χορήγησης απαλλαγής το 2008 και οι παλινωδίες της κεντρικής διοίκησης που ακολούθησαν, καθώς και η εκπόνηση νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου και πρόσφατα του Λυκείου.

Οι Σχολικοί Σύμβουλοι Θεολόγων που υπογράφουμε αυτό το κείμενο, προσηλωμένοι στο καθήκον της επιστημονικής υποστήριξης των εκπαιδευτικών της ειδικότητάς μας, θεωρούμε χρήσιμο να συμβάλλουμε στον διεξαγόμενο διάλογο, καταθέτοντας την εμπειρία από την πολύχρονη συνεργασία μας με τους εκπαιδευτικούς, επισημαίνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις τα παρακάτω:

  1. Τα Θρησκευτικά είναι υποχρεωτικό μάθημα της σχολικής εκπαίδευσης, με σαφές πλαίσιο λειτουργίας και καθορισμένη σκοποθεσία, η οποία θεμελιώνεται στο Σύνταγμα της χώρας και τους βασικούς νόμους της Εκπαίδευσης. Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το μάθημα είναι ενιαίο και υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές. Οι μαθητές δεν χωρίζονται με βάση τη θρησκευτική επιλογή τους,  όπως γίνεται στο λεγόμενο «πολυ-ομολογιακό» μοντέλο σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, στο οποίο λειτουργούν παράλληλα μαθήματα με διαφορετικές θρησκευτικές κατευθύνσεις. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας έχει παιδαγωγικά πλεονεκτήματα, ενώ η τυχόν μεταβολή της εγκυμονεί κινδύνους. Μάλιστα, στην Ευρώπη, σήμερα, γίνεται πολλή συζήτηση για το κατά πόσον ο χωρισμός των παιδιών στο μάθημα των Θρησκευτικών θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και δεν υπηρετεί τη δημοκρατικότητα, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, την καλλιέργεια της ανεκτικότητας και άρα την ειρηνική συμβίωση.
  2. Ο εκπαιδευτικός σκοπός του μαθήματος των Θρησκευτικών συνδέεται με τον ευρύτερο σκοπό της Εκπαίδευσης, για τη δημιουργία ολοκληρωμένων πολιτών, μέσα από την ανάπτυξη αναγκαίων γνώσεων, στάσεων και δεξιοτήτων, που καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της μάθησης. Το μάθημα σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία και την πολιτισμική ταυτότητα των μαθητών, καθώς επίσης κάθε ετερότητα. Δίνει στους μαθητές τη δυνατότητα να κατανοήσουν τη δική τους θρησκευτική ταυτότητα και των άλλων, προσφέροντας μαθησιακές ευκαιρίες για προσωπική ανάπτυξη και καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησής τους. Ταυτόχρονα, με έγκυρο και υπεύθυνο τρόπο, τους προετοιμάζει να ζήσουν δημιουργικά στον σύγχρονο κόσμο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, αντινομίες και προκλήσεις.
  3. Το ειδικό μορφωτικό ενδιαφέρον του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει αφετηρία την επικρατούσα τοπική θρησκευτική παράδοση, δηλαδή την Ορθόδοξη πίστη και παράδοση, με τις ποικίλες πολιτιστικές και κοινωνικές εκφάνσεις της, επεκτείνεται στη διερεύνηση του φαινομένου της θρησκευτικότητας και περιλαμβάνει σε θεμιτό βαθμό τη μελέτη των κύριων θρησκευτικών παραδόσεων της Ευρώπης και του σύγχρονου κόσμου, με βάση τις μαθησιακές προσδοκίες και ανάγκες των προεφήβων και εφήβων μαθητών. Η προσέγγιση αυτή είναι συμβατή με το ισχύον νομικό καθεστώς, καθώς επίσης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την κουλτούρα της διαπολιτισμικότητας και τεκμηριώνεται από τα πορίσματα της σύγχρονης θρησκειοπαιδαγωγικής επιστήμης. Η εφαρμογή μιας θρησκειολογικής εκπαίδευσης, άποψη η οποία υποστηρίζεται συνήθως από μη θεολόγους, θα περιορίσει το σύνολο του μαθήματος των Θρησκευτικών σε ένα μόνο τομέα της θεολογικής επιστήμης, δεν εξυπηρετεί τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών και δεν έχει παιδαγωγικό έρεισμα.
  4. Το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως και τα άλλα μαθήματα, αξιοποιεί σύγχρονες θεωρίες μάθησης και διδακτικής, σύμφωνα με τις αρχές της παιδαγωγικής επιστήμης. Η διδακτική μεθοδολογία, οι στρατηγικές μάθησης, οι τεχνικές διδασκαλίας και τα διδακτικά μέσα που χρησιμοποιεί έχουν παιδαγωγικό περιεχόμενο και μορφωτική αποστολή, η οποία διαφέρει από εκείνη της εκκλησιαστικής κατήχησης, η οποία αρμόζει να γίνεται σε άλλο χώρο, για άλλους σκοπούς και με άλλα μέσα. Αυτή η παιδαγωγική προσέγγιση είναι συνεπής και με τη θεολογική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως προς τον σκοπό και το περιεχόμενο της κατήχησης. Αυτή τη θέση εκφράζουν τόσο τα τρέχοντα αναλυτικά προγράμματα όσο και τα νέα Προγράμματα Σπουδών. Τα τελευταία θεωρούμε ότι προάγουν με επιτυχία τη διερευνητική, βιωματική και συνεργατική μάθηση και οδηγούν στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης, που ως παιδαγωγική τάση είναι κοινός τόπος στα σύγχρονα εκπαιδευτικά δρώμενα.
  5. Τα Προγράμματα Σπουδών δεν μπορεί να είναι στατικά. Καθώς εξελίσσονται οι κοινωνικές συνθήκες, οι μορφωτικές ανάγκες και τα επιστημονικά δεδομένα, θεωρούμε επιβεβλημένο να αναμορφώνονται. Κατά την ανάπτυξη νέων προγραμμάτων ή την παραγωγή νέων διδακτικών μέσων πρέπει να αξιοποιούνται θετικές εμπειρίες και καλές πρακτικές από το παρελθόν και ταυτόχρονα να προωθούνται καινοτόμες ιδέες και προτάσεις από τους ειδικούς, με στόχο τη δημιουργική ανανέωση της διδακτικής διεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε θετικό γεγονός την εκπόνηση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά, καθώς και την πιλοτική εφαρμογή τους στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Η συγκροτημένη δόμησή τους, οι αναλυτικές αναφορές στην ιστορία και την παιδαγωγική θεμελίωση του μαθήματος, η διεξοδική ανάλυση των διδακτικών θεμάτων, η οργάνωσή τους σε μια ενιαία πορεία από το Δημοτικό μέχρι το Λύκειο, η εισαγωγή καινοτόμων διδακτικών και μαθησιακών προσεγγίσεων, η παρουσίαση πλήθους διδακτικών τεχνικών στην κατεύθυνση της διερευνητικής και βιωματικής μάθησης, καθώς και η ταυτόχρονη παραγωγή Οδηγών του Εκπαιδευτικού, με την παράθεση πλήθους δειγματικών σχεδίων-σεναρίων διδασκαλίας και τη μεθοδική καθοδήγηση του εκπαιδευτικού για την αξιοποίησή τους, είναι στοιχεία που αποτιμώνται θετικά. Τα στοιχεία αυτά απουσίαζαν ή ήταν ελλιπή στα μέχρι σήμερα υφιστάμενα αναλυτικά προγράμματα. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών δεν είναι απλά διδακτικά εγχειρίδια. Η αξιολογική εκτίμησή τους, που δεν είναι εύκολη υπόθεση, πρέπει να γίνεται με επιστημονικούς όρους και κυρίως ύστερα από την εφαρμογή τους στη σχολική τάξη. Η αποτίμηση της πιλοτικής εφαρμογής τους στην υποχρεωτική Εκπαίδευση -Δημοτικό και Γυμνάσιο- είναι θετική και γι’ αυτό θεωρούμε ότι η καθολική εφαρμογή τους μπορεί να συντελέσει στην ανανέωση της θρησκευτικής εκπαίδευσης και την προαγωγή της σύγχρονης μαρτυρίας της, καθώς επίσης στην προάσπιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο. Για να είναι αποδοτική η εφαρμογή τους, θεωρούμε ότι είναι επιβεβλημένη η παραγωγή κατάλληλου διδακτικού υλικού για τους μαθητές, (εγχειριδίων κλπ.), όπως ακριβώς και για τα άλλα μαθήματα, καθώς επίσης η συνεχής και συστηματική  επιμόρφωση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών.
  1. Ο δημόσιος διάλογος είναι πάντοτε ευπρόσδεκτος με όποια θεμιτή μορφή και εάν γίνεται, επειδή συμβάλλει στη δημόσια ενημέρωση, παρέχει τη δυνατότητα να αποτυπώνονται και να κρίνονται όλες οι απόψεις, να κατατίθενται προτάσεις, να υπερβαίνονται παρανοήσεις. Πέρα από την αυτονόητη αυτή διαπίστωση, ο διάλογος είναι αποτελεσματικός όταν διακρίνεται από νηφαλιότητα και σεβασμό στη διαφορετική άποψη, λειτουργεί χωρίς αποκλεισμούς, ευνοεί τη σύνθεση διαφορετικών προσεγγίσεων και στοχεύει στην εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων. Αναμφίβολα, πάντοτε εμφιλοχωρούν κίνδυνοι όπως είναι η «ιδεολογικοποίηση» ζητημάτων με επιστημονικό  χαρακτήρα, οι παροδικές εντυπώσεις, η υπερίσχυση προβληματικών προσεγγίσεων, ο εγκλωβισμός σε συγκρουσιακές καταστάσεις κ.ά. Εκφράζουμε τη διαφωνία και την ανησυχία μας για ορισμένες παρεκτροπές που έχουν σημειωθεί στο πλαίσιο του διεξαγόμενου διαλόγου για τη φύση και το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών. Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί, οι μειωτικές εκφράσεις, οι επιθετικές συμπεριφορές, η παραπληροφόρηση, ο αποκλεισμός της διαφορετικής άποψης, η άρνηση συμμετοχής στον διάλογο και οι διχαστικές τάσεις δεν συνάδουν με το θεολογικό και εκπαιδευτικό ήθος, ούτε ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καιρών.
  1. Αναμένουμε από τις επιστημονικές ενώσεις των θεολόγων να ηγηθούν στην προσπάθεια για συνεννόηση. Να επιδιώξουν ένα πλαίσιο διαλόγου το οποίο θα οδηγήσει στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Να λειτουργήσουν συνεργατικά και συνθετικά, απομονώνοντας ακραίες φωνές. Στους θρησκευόμενους πιστούς οι οποίοι εκφράζουν το ενδιαφέρον τους, τους πολίτες που δεν είναι εκπαιδευτικοί και όλους όσοι διατυπώνουν καλοπροαίρετα την άποψή τους προτείνουμε το αυτονόητο, δηλαδή να αναγνωρίσουν ότι η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών  είναι παιδαγωγική υπόθεση και είναι αρμοδιότητα καταρχήν των ειδικευμένων εκπαιδευτικών. Παρόμοια είναι η ευθύνη της διοικούσας Εκκλησίας η οποία μπορεί να συμβάλλει στην υπέρβαση τυχόν δυσκολιών κατά τη διεξαγωγή του διαλόγου, «εν τω συνδέσμω της ειρήνης», με απώτερο στόχο τη μορφωτική και πνευματική καλλιέργεια των παιδιών μας με τους καλύτερους δυνατούς όρους.

ΟΙ ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΘΕΟΛΟΓΩΝ

Αργυρόπουλος Ανδρέας

Βαλλιανάτος Άγγελος

Δημακόπουλος Δημήτριος

Καλογεράκης Ευτύχιος

Μιχαλοπούλου Ελένη

Μπαλή Αικατερίνη-Μαρία

Μπιτσάκης Αντώνιος

Σταλίκα Φωτεινή

Στράντζαλης Πολύβιος

Στριλιγκάς Γεώργιος

Συργιάννη Μαρία

Τσάγκας Ιωάννης

Φύκας Δημήτριος

Χριστόπουλος Νικόλαος

Υπομονή, το παλαιό καταρρέει

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Δ​​ίκην Κάτωνος του πρεσβυτέρου, η εδώ επιφυλλίδα κάθε Κυριακή επαναλαμβάνει μονότονα (επομένως και κουραστικά) ότι: Το λεγόμενο «πολιτικό σύστημα» έχει στην Ελλάδα σήμερα καταρρεύσει, η ελλαδική κοινωνία συντηρεί μόνο πλασματικά υποκατάστατα «κομμάτων» – συντεχνίες που διαγκωνίζονται να διαχειριστούν (αυτό μόνο) την εξουσία.

Πότε καταρρέει σε μια χώρα το πολιτικό σύστημα; Οταν αδυνατεί πια, ολοφάνερα, να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας, ακόμα και τις στοιχειωδέστερες. Οταν τα κόμματα δεν έχουν πολιτική ραχοκοκαλιά, αναζητούν ταυτότητα και ειδοποιό διαφορά σε χιλιοφθαρμένα ιδεολογικά ρητορεύματα, σε κενολογίες ψυχολογικού εντυπωσιασμού των αφελών.

Η τέλεια απουσία πολιτικής ραχοκοκαλιάς (άρα και κοινωνικής εντιμότητας) αποκαλύφθηκε χειροπιαστά, όταν οι δύο, επί δεκαετίες αντίπαλοι πρωταγωνιστές της πολιτικής παντομίμας, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., συγκρότησαν «κυβέρνηση συνεργασίας» (Σαμαρά – Βενιζέλου). Στην πρώτη φάση της συγκυβέρνησης μετείχε και η «Αριστερά», (Κουβέλης) οπότε η ολοκληρωτική απουσία πολιτικών διαφοροποιήσεων κατέστη «κραγμένη» και αδιάντροπη, συγκεφαλαιωμένη στη διαβόητη «ποσόστωση» της μοιρασιάς των ρουσφετιών: 4-3-1.

Από αγανάκτηση και οργή για την πολύχρονη εξαπάτησή τους οι Ελλαδίτες ψηφοφόροι χάρισαν αιφνίδια την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ. Για να αποκαλυφθεί πολιτικά ασπόνδυλο και αυτό το με τεχνητές συγκολλήσεις συνονθύλευμα των «ριζοσπαστών» της Αριστεράς. Μια ευφάνταστη «παρεούλα» ευφυών οικονομολόγων ξεκίνησε, με παιδαριώδη δονκιχωτισμό και πατώντας στον παντελώς διαβρωμένο από τη σήψη ελλαδικό κρατικό ερειπιώνα, να αντιπαλαίψει την παγκοσμιοποιημένη πια παντοδυναμία του αχαλίνωτου καπιταλισμού. Η πολιτική νηπιότητα του εγχειρήματος ήταν κραυγαλέα. Απέδειξε και τον ΣΥΡΙΖΑ απολύτως ταυτισμένο με τη διαχειριστική τής εξουσίας εκδοχή της πολιτικής, δηλαδή εξίσου στερημένου τη ραχοκοκαλιά ρεαλιστικών κοινωνικών στοχεύσεων.

Πιο συγκεκριμένα: Δεν διανοήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ όπως δεν είχε διανοηθεί και η πρασινογάλαζη Πασοκαρία, ότι το ζητούμενο της ανάκαμψης από την εφιαλτική καταστροφή δεν ήταν συνάρτηση παλικαρισμών στην αναμέτρηση με τους δανειστές, αλλά συνάρτηση τολμηρών ανατάξεων του κρατικού μηχανισμού, των δομών, των θεσμών, των λειτουργιών ενός δημόσιου βίου ολοκληρωτικά και εξευτελιστικά υποταγμένου στο πελατειακό κατεστημένο της κομματοκρατίας.

Η αυτοαναίρεση της Αριστεράς είναι ο αυτοηδονισμός της με ρητορεύματα. Οπως και η αυτοαναίρεση της πολιτικής είναι ο αυτοηδονισμός με τη διαχείριση της εξουσίας. Οταν μιλάμε για πολιτική «ραχοκοκαλιά» ενός κόμματος ή ενός αρχηγού, αναφερόμαστε σε καίριους στόχους εξυπηρέτησης κοινωνικών αναγκών, δημιουργίας θεσμών ή πραγματοποίησης έργων που βελτιώνουν το συνολικό επίπεδο (την ποιότητα) ζωής του κοινωνικού σώματος. Και με εναργείς παραδειγματικές εικόνες: Πολιτική ραχοκοκαλιά είχε ο Χαρίλαος Τρικούπης, που έφτιαξε σιδηροδρομικό δίκτυο στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που πέτυχε τον εξηλεκτρισμό ολόκληρης της χώρας. Ο Ελεύθεριος Βενιζέλος, που ίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο Ιωάννης Μεταξάς, που ίδρυσε το Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κ.ά.τ.

Η διαφορά ανάμεσα στη διαχείριση της εξουσίας και στην άσκηση πολιτικής είναι θεμελιώδης, ουσιωδέστατη και καθοριστική της ποιότητας ζωής σε μια κοινωνία. Κατά κανόνα, τα κόμματα και οι κομματάρχες που δεν έχουν ακόμα γευθεί την εξουσία διακυβέρνησης, εκφέρουν λόγο με προφανείς πιστοποιήσεις, κοινότοπες επισημάνσεις συμπτωμάτων: κακοδιοίκησης, φαυλότητας, διαπλοκής, διαφθοράς, παραλυτικής του κράτους ανικανότητας ή ασυδοσίας. Ποτέ βέβαια ο λόγος τους δεν προδίδει σοβαρή, επιτελική μελέτη αυτών των συμπτωμάτων, γι’ αυτό και ποτέ δεν αντιτάσσει συγκεκριμένες επαγγελίες πολιτικών ενεργημάτων για τη διόρθωση των κακώς κειμένων. Ο τάχα και πολιτικός λόγος έχει ως καθοριστικό γνώρισμα τις γενικότητες. Τόσο επιδερμικές και αοριστόλογες γενικότητες, ώστε να συνιστούν προσβολή και διασυρμό της κοινής λογικής και της συλλογικής αξιοπρέπειας.

Η περίπτωση της λεγόμενης Αριστεράς είναι κατεξοχήν προκλητική και δραματικά αποκαρδιωτική: Η λέξη, στη διεθνή χρήση της, χαρακτηρίζει εκείνη την πολιτική που δίνει προτεραιότητα στις κοινωνικές ανάγκες, όχι στα ατομικά συμφέροντα. Εξασφαλίζει η Αριστερά την ελευθερία της επιχειρηματικής δημιουργικής δραστηριότητας, αλλά ελέγχει τυχόν ασυδοσία των κεφαλαιούχων, την υπέρμετρη εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Επιδιώκει να χαλιναγωγεί, με θεσμούς και νόμους, την κοινωνική αδικία, καλλιεργεί, ως πολιτισμική αξία, την αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, τη δυνατότητα πρόσβασης όλων σε ιατρο-φαρμακευτική περίθαλψη, σε σύνταξη κατασφάλισης των γηρατειών, σε Παιδεία οποιασδήποτε βαθμίδας.

Στην Ελλάδα αυτά τα στοιχεία ταυτότητας της Αριστεράς είναι μόνο ρητορικά δολώματα για υποκλοπή της ψήφου των αφελών. Πρώτο μέλημα της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι να θωρακίσει συνδικαλιστικά τις μάζες όσων πουλήθηκαν στα κόμματα για να εξαγοράσουν διορισμό στο Δημόσιο. Οπλα «αγώνων» της ελλαδικής Αριστεράς είναι οι «απεργίες κοινωνικού κόστους» της παρασιτικής δημοσιοϋπαλληλίας, οι «πορείες», οι «καταλήψεις», ο τραμπουκισμός, που μεταβάλλουν σε κόλαση την καθημερινότητα όχι των εύπορων, αλλά της φτωχολογιάς, των ανήμπορων.

Υπερασπιστής εδώ η Αριστερά όχι των αδικημένων και στερημένων, αλλά των ψυχανώμαλων του κοινωνικού περιθωρίου, της προκλητικής σε χυδαιότητα αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Και «χόμπυ» της Αριστεράς, η ανεξήγητη φανατισμένη αρνησιπατρία, η κατασυκοφάντηση της ιστορίας και της παράδοσης πολιτισμού των Ελλήνων, η άρνηση, με πείσμα και μένος, της γλωσσικής συνέχειας, η φανατισμένη υπεράσπιση εξωφρενικών, σε βάρος της Ελλάδας, διεκδικήσεων των γειτόνων της.

Συμπτώματα παρακμής σε τελικό στάδιο. Διότι, εναλλακτικό πολιτικό ενδεχόμενο είναι ο αφασικός χυλός της Ν.Δ.: τα «αναστήματα» Μεϊμαράκη, Αδωνι, Τζιτζικώστα, ή τα έσχατα λύματα του κόμματος των πρωτουργών της καταστροφής, προεδρευόμενου σήμερα από την κυρία Φώφη. Ισως να είναι ίχνος παρηγοριάς η παράδοξη, δυσεξήγητη σύνεση (σχεδόν σοφία) του πολλαπλά ευτελισμένου λαού μας, που ξέρει ακόμα να φιδοπερπατάει στο ναρκοπέδιο του πολιτικού μας σκηνικού: Τόλμησε, με απίστευτη αξιοπρέπεια, ένα «όχι» στον χυδαίο εκβιασμό (Τράπεζες κλειστές – καταιγισμός απειλών) από την «Ευρώπη των φώτων». Εμπιστεύτηκε ξανά το ανύπαρκτο φιλότιμο της εκτρωματικής «Αριστεράς» που παραπάνω περιγράψαμε, ίσως για να δηλώσει, με ρίσκο ζωής ή θανάτου, πόσο ανυπόφορη τού είναι πια η γαλαζοπράσινη πεθαμενίλα.

Ακόμα και στην επιθανάτια φάση, ένας λαός με ιστορία μπορεί να εκπλήξει.

ΠΗΓΗ