Διδακτικές και δογματικές παρεμβολές  στον εκτενή «Βίο» του αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Άσσου (κωδ. 448, ff. 31v – 58r (=P)

Διδακτικές και δογματικές παρεμβολές  στον εκτενή «Βίο» του αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Άσσου (κωδ. 448, ff. 31v – 58r (=P)[1]

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ουδεμία αμφισβήτηση επιδέχεται το γεγονός ότι η παρουσία των αγίων στη ζωή της Εκκλησίας είναι σημαντική. Παρουσία που συνιστά το ορθόδοξο ήθος της. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο κορυφαίος αυτός θεολόγος του 8ου αιώνα, με τη ευρύτατη θεολογική και φιλοσοφική κατάρτισή του, θεωρεί του αγίους ως άρτιους του Θεού ανθρώπους, που με τη δική τους προαίρεση και την  ενοίκηση σ’ αυτούς του Θεού και τη συνεργία, ομοιάζουν κατά το δυνατό με το Θεό, διαφυλάττουν απαραχάρακτη την ομοίωση της θείας εικόνας και φτάνουν στη θέωση[2]. Με βάση αυτόν το μεστό, ευσύνοπτο και σαφή χαρακτηρισμό, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς ότι οι άγιοι στη χαρισματική ζωή της Εκκλησίας, αφού οδηγούνται ολοκληρωτικά στο Θεό, αξιώνονται να συνενωθούν με αυτόν και φορούν την εικόνα του επουρανίου ανθρώπου. Γι’ αυτό και η αγιότητα κατά την άποψη του π. Δ. Στανιλοάε είναι «η ελευθερία από την αμφιβολία που περιορίζει τον άνθρωπο στον εαυτό του και ο άγιος είναι η επανόρθωση του παραμορφωμένου, από το ζωώδες, ανθρώπινου είναι, η ανθρώπινη φύση στην τελειότητά της εν Χριστώ»[3].

Ο Γρηγόριος επίσκοπος Άσσου, ως φίλος Χριστού, ως τέκνο και κληρονόμος Θεού, όπως μαρτυρούν τα βασικά βιογραφικά στοιχεία που απαντώνται στα αγιολογικά κείμενα, υπήρξε ο «ανήσυχος» και «ανικανοποίητος» άγιος, που μέσα από τις πυκνές μετακινήσεις του στον ευρύτερο Μικρασιατικό και μεσογειακό χώρο κατά τον 12ο αιώνα, συνεχώς και αδιαλείπτως, με αγώνα αποζητούσε την άσκηση, όπως αυτή ορίζεται στη μακρά παράδοση της Εκκλησίας: που «αποδέχεται τον οποιοδήποτε άνθρωπο και αποτελεί δυνατότητα αγιασμού και τελειώσεως τόσο για τον ευάγωγο όσο και για τον ατίθασο φυσικό χαρακτήρα»[4]. Ο Γρηγόριος Άσσου ήταν ο «τύπος» του αγίου – ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση – που με το άθλημα του ασκητικού αγώνα του ενοίκησε μέσα του η ζωοποιός και μεταμορφωτική δύναμη της θείας φιλανθρωπίας, οδηγώντας τον έτσι προς το τριαδικό πρότυπο.

Είναι γνωστό, ότι τα αγιολογικά κείμενα (βίοι αγίων, εγκώμια και μαρτύρια αγίων), όπως αυτά από την ιστορικοφικολογική και θεολογική έρευνα σήμερα μελετώνται, με τον πλούσιο ιστορικό και φιλολογικό σχολιασμό και με μεταφράσεις στις σύγχρονες γλώσσες – εδώ, οφείλω να τονίσω ότι πολλά οφείλουμε στον κ. Δημήτριο Σοφιανό, ο οποίος μας έχει δώσει σημαντικότατες μελέτες γι’ αυτά – έχουν γραφτεί με βάση συγκεκριμένους αφηγηματικούς και βιογραφικούς κανόνες. Πρώτον, ακολουθούν ένα πρότυπο. Ο βιογράφος προέρχεται συνήθως από τον μοναχισμό, πολλές φορές είναι λόγιος με ευρύτατη κλασική και εκκλησιαστική παιδεία. Για τη σύνθεση του βιογραφίας του αγίου, στηρίζεται σε ειδήσεις γεροντότερων αυτόπτων μαρτύρων ή σε πολλές περιπτώσεις βρίσκεται πολύ κοντά στο περιβάλλον όπου ζει ο άγιος. Δεύτερον, τα αγιολογικά κείμενα συνήθως είναι ιστορικά προσδιορισμένα, είναι δηλαδή προϊόντα της εποχής που γράφτηκαν, δίνοντας έτσι πληροφορίες για ζητήματα συγκρότησης, διάρθρωσης και λειτουργίας των κοινωνικών ομάδων, τις διανθρώπινες σχέσεις, τους οραματισμούς και τις αγωνίες των ανθρώπων, τους κανόνες και τις συνήθειες της καθημερινής ζωής, με αποτέλεσμα τα κείμενα αυτά να είναι πραγματικά ορυχεία ειδήσεων. Τρίτον, στοχεύουν στην ανάδειξη του μοναστικού ιδεώδους. Τέταρτον, η δομή και το περιεχόμενό τους στέλνουν στον αποδέκτη αναγνώστη συγκεκριμένο μήνυμα: μέσα από τα πολλά ψυχωφελή και θαυμάσια διδάγματα, τον προτρέπουν να ακούσει με προσοχή τους αγώνες και τα παθήματα του βιογραφούμενου αγίου και τον παρακινεί, με ζήλο να αναζητήσει την αρετή και να ομοιάσει σ’ αυτόν. Και πέμπτον, τα περισσότερα απ’ αυτά, με διαφορετικούς κατά περίπτωση τρόπους, επιζητούν ακριβή έκθεση του περιεχομένου της ορθόδοξης πίστης[5].

Σ’ ότι αφορά στον άγιο Γρηγόριο Άσσου, θα αφήσω κατά μέρος τις τέσσερες πρώτες περιπτώσεις και θα ασχοληθώ με την τελευταία. Όχι γιατί δεν είναι σημαντικές. Απλούστατα οι δύο πρώτες έχουν μελετηθεί επαρκώς από τον κ. Σοφιανό, ενώ για την τρίτη και η τέταρτη, κατά τη γνώμη μου υπάρχει πεδίο έρευνας και θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα για ξεχωριστή μελέτη. Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν, θα με απασχολήσει η τελευταία περίπτωση, πως δηλαδή αποτυπώνει ο άγιός μας τη σκέψη του επάνω στο περιεχόμενο της ορθόδοξης πίστης.

Ξεκινώ από την παραδοχή ότι το κείμενο που παρουσιάζω εδώ, ο επιγραφόμενος Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Γρηγορίου του θαυματουργού επισκόπου Άσσου, κατά τον Πατμιακό κώδικα 448 ff. 31v – 58r, αποτελούμενος από 719 στίχους, γραμμένος από ανώνυμο αλλά λόγιο θεολόγο μοναχό, με καλή εκκλησιαστική παιδεία, πιθανόν το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, δύο δηλαδή αιώνες μετά την πιθανολογούμενη κοίμηση του αγίου Γρηγορίου, είναι ένα αγιολογικό κείμενο που ευθύς εξαρχής απέβλεπε όχι μόνο στο να καταγράψει το βίο ενός αγίου, αλλά να στηρίξει και να καλλιεργήσει το ορθόδοξο φρόνημα των αποδεκτών του. Το κριτήριο αυτό της εξιστόρησης του βίου του αγίου Γρηγορίου και της παράλληλης παράθεσης βιβλικών χωρίων, αλλά και δογματικών ζητημάτων, μολονότι συναντάται σ’ ολόκληρη σχεδόν την αγιολογική γραμματεία, ειδικότερα της περιόδου από τον 8ο μέχρι τον 14ο αιώνα, νομίζω ότι καταδεικνύει ένα γεγονός αρκετά σημαντικό: για τους βυζαντινούς οι μοναχοί άγιοι υπήρξαν οι προασπιστές της ορθής πίστεως και κατά συνέπεια περιβλήθηκαν το μανδύα των ηρώων που αντιστάθηκαν σε πολυποίκιλες πιέσεις και διώξεις. Άλλωστε, έτσι εξηγείται και ο ευφυέστατος χαρακτηρισμός ότι τα αγιολογικά κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτούς υπήρξαν τα best sellers για το μέσο homo Byzantinus[6].

Καθ’ όλη λοιπόν τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Εκκλησίας είχε καταλυτική επικράτηση, έργω και λόγω, το πρότυπο του αγίου ανθρώπου, που χαρακτηρίζονταν από πνευματικότητα, ανιδιοτέλεια, γνησιότητα πίστεως, αγωνιστικότητα, ασκητικότητα, αρετές που κατευθείαν μέσω της εμπειρίας, τον οδηγούσαν στην κάθαρση και το φωτισμό, με μια λέξη στην όραση του Θεού, τη θεογνωσία.

Δεν ήσαν λίγες οι τοπικές κοινωνίες, όπως αυτή της Λέσβου, που στο πρόσωπο των πολλών αγίων της, ανακάλυπτε πολλές φορές το σημείο αναφοράς της, τα πρότυπα και τους προστάτες της, οι οποίοι με τον προσωπικό αγώνα τους κατά του κακού και της αμαρτίας, είχαν αποκτήσει το θεϊκό χάρισμα να παρεμβαίνουν θαυματουργικά, όσο ακόμη ζούσαν, αλλά κυρίως μετά την κοίμησή τους. Φέρνω ως παράδειγμα τον τάφο του τιμώμενου εδώ αγίου μας, ο οποίος σύμφωνα με του βιογράφους του αποτέλεσε πηγή ύδατος, γινόμενος πηγή θαυματουργικών ιάσεων, παρηγοριά και ανακούφιση από σωματικές και ψυχικές ασθένειες.

Πέραν, όμως, απ’ αυτές τις εκφάνσεις της ζωής του αγίου Γρηγορίου και των θαυματουργικών του παρεμβολών στη ζωή των πιστών, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο ίδιος, όπως αυτό άλλωστε καταγράφεται στο βίο του Πατμιακού κώδικα, δια μέσου του ανώνυμου βιογράφου του, αποτυπώνει τη διδασκαλία του επάνω σε θέματα θεολογίας και χριστολογίας, καταδεικνύοντας έτσι με σαφή τρόπο ένα γεγονός που κατά τη γνώμη μου συνήθως δεν τονίζεται ιδιαίτερα. Αν και είναι κοινός τόπος στα αγιολογικά κείμενα, ανάμεσα στη βιογράφηση ενός αγίου να παρεμβάλλονται θέματα  δόγματος και πίστεως, ελάχιστα έως καθόλου έχει επισημανθεί, ότι η παρεμβολή αυτών, δεν τίποτε άλλο παρά η γνώση της ορθόδοξης πνευματικότητας στα ιστορικά εξελικτικά της όρια. Το λέγω αυτό διότι, την εποχή που έζησε ο άγιος Γρηγόριος Άσσου (12ο αιώνας) και την εποχή που γράφτηκε ο βίος του Πατμιακού κώδικα (α΄ μισό του 14ου αιώνα), η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι πια αποσαφηνισμένη. Οι συνοδικές αποφάσεις των πρώτων οκτώ αιώνων, είναι σαρκωμένες σ’ όλες τις  μορφές τις εκκλησιαστικής ζωής, λατρεία, τέχνη, κανόνες. Χωρίς, βέβαια, αυτό σημαίνει, ότι στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας δεν υπήρξαν απόπειρες διάβρωσης, παραμόρφωσης και διαστρέβλωσης της αλήθειας της, αυτό δηλαδή που ορίζεται ως αίρεση. Εδώ, ας μου επιτραπεί μια μικρή παρένθεση, μιας και ομιλώ για τους όρους δόγμα και αίρεση. Η ορθόδοξη διδασκαλία ως το καθολικό πλήρωμα της αλήθειας, δεν είναι ξεκομμένη από τη αίρεση, όπως λανθασμένα πολλές φορές πιστεύουμε. Αντιθέτως, δόγμα και αίρεση συνυπάρχουν στην πορεία Θείας Οικονομίας. Κάθε διάκριση Ορθοδοξίας και αίρεσης, σε καμμιά περίπτωση δεν είναι θέμα χρονικής και ιστορικής προτεραιότητας. Η άποψη που θέλει την Ορθοδοξία να προηγείται και η αίρεση, ως έκπτωση από την κοινότητα της αλήθειας, να ακολουθεί έχει χαρακτήρα καθαρά απολογητικό και δεν σημαίνει σχέση χρονική, αλλά ουσιαστική.

Ο ανώνυμος συγγραφέας της βιογράφησης του αγίου Γρηγορίου στον Πατμιακό κώδικα, τηρεί απαράβατα την αρχή της καθ’ ειρμό διηγήσεως. Την έκθεση των διαδοχικών φάσεων και γεγονότων, γέννηση, γονείς, σπουδές, αυστηρότατος μοναστικός βίος, εκλογή στον επισκοπικό θρόνο της Άσσου, θαύματα, τις διατρέχουν σημαντικότατες διδακτικές και δογματικές παρεμβολές. Όλα παρουσιάζονται από τον βιογράφο με σαφή τάση εγκωμιασμού του αγίου, ο οποίος εκδηλώνεται σε κάθε δοθείσα ευκαιρία. Σημεία όπου με έμφαση παρουσιάζεται η πιστή από τον άγιο τήρηση των αρετών του μοναχισμού, όπως η ξενητεία, η υπακοή, η πραότητα, η απλότητα, η ακακία, η ταπεινοφροσύνη, η αδιάλειπτη προσευχή, η διάκριση, η πάλη με τους πονηρούς λογισμούς – εδώ αξίζει να υπομνηματισθεί ότι ο συγγραφέας παρουσίαζει τον πνευματικό διδάσκαλο του αγίου, τον Αγάθωνα να διδάσκει αυτές με βάση την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου Σιναϊτου –  διανθίζονται με ένα βιβλικό και πατερικό λόγο περί δημιουργίας του κόσμου, περί τριαδικότητας, περί Ιησού Χριστού και περί Θεοτόκου, που δένει τη σκέψη του αγίου με την προγενέστερη διδασκαλία της Εκκλησίας.

Από τους 719 στίχους του Πατμιακού κώδικα, διαφαίνεται ότι οι 130 περίπου έχουν διδακτικούς και δογματικούς λόγους του αγίου. Κι αυτοί,  βέβαια, παρέχονται μέσα από διάλογο του αγίου, είτε με τον Αγάθωνα, είτε με τον μαθητή του Λεόντιο. Με βάση λοιπόν τη βιβλική και πατερική θεολογία, ο άγιος Γρηγόριος κατηγορηματικά διδάσκει ότι ο Θεός είναι τριαδικός, απρόσιτος κατά πάντα. Χαρακτηρίζεται μάλιστα από τον ανώνυμο βιογράφο τους ως «της Τριάδος γνήσιος λάτρης». Στηριζόμενος στις εικόνες τις ιστορικής αποκάλυψης των βιβλικών και πατερικών κειμένων, περιγράφει με λιτή γλώσσα τις αΐδιες σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδας καθεαυτής. Χωρίς, βέβαια, να παραπέμπει σε προγενέστερους Πατέρες, αποσαφηνίζει την αΐδια σχέση των τριών προσώπων ή υποστάσεων, υπό το πρίσμα των παρακάτω προϋποθέσεων. Αίτιο του τρόπου ύπαρξης της Αγίας Τριάδας είναι μόνο το πρόσωπο του Θεού Πατέρα, ο οποίος γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός Πατέρας είναι το αίτιο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κατά τις υποστάσεις τους, επομένως και κατά την ουσία και κατά την ενέργεια. Όμως, οι τρεις υποστάσεις είναι συναϊδιες, συνυπάρχουν αϊδίως της μιας ουσίας και της μιας ενέργειας. Έτσι, ο Θεός Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός, «από του αυτού Πατρός απαθώς γεννάται» καθώς λέγει, και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό, «το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός εκπορεύεται προβλητώς, ου γεννητώς» τονίζει με έμφαση, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να καταδείξει, ότι ο Θεός Πατέρας είναι η προκαταρτική αιτία, ότι ο Υιός φανερώνει και πραγματώνει το έργο της Θείας Οικονομίας και ότι το Άγιο Πνεύμα τελειώνει τούτο το έργο, διδασκαλία που σε ολάκερη την πατερική γραμματεία συχνά – πυκνά τονίζεται. Η άμεση σύνδεση του με αυτή διαφαίνεται από το ότι μπαίνει στη διαδικασία με φιλοσοφικούς όρους να εξηγήσει στο μαθητή του Λεόντιο τί είναι γέννηση και τί πρόβλημα: «γέννησις έκβασις ουσίας ανάρχου και αϊδίου, συναίδιος ούσα και αυτή και συνάναρχος, φέρουσα εν εαυτή ουσιωδώς πάντα τα ιδιώματα της πρώτης αιτίας ανυστερήτως εκτός της ιδιότητος της πατρικής, της αγενεσίας δηλονότι, και ότι αυτό το απαύγασμα κατά της ουσίας ταυτόν αυτό έστι το είδος απαράλλακτον του πρωτοτύπου κατά το φυσικόν ιδίωμα εκτός της ιδιότητος αυτού, της γεννήσεως δηλονότι. Πρόβλημα δε έστιν η εύπνοια της μακαρίας εκείνης και αρχετύπου ουσίας, της υποστάσεως λέγω της πατρικής, έχον και αυτό πρόβλημα ουσιωδώς, τα ιδιώματα ανυστερήτως του τε γεννήσαντος, του τε γεννηθέντος, εκτός της ιδιότητος αυτού, ότι εξέρχεται ως επίπνοια». Η θέση αυτή θυμίζει, νομίζω, άγιο Γρηγόριο Θεολόγο.

Η περιγραφή των παραπάνω δογματικών συνιστωσών σ’ ότι αφορά τις αΐδιες σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδας καθεαυτής, που πιθανόν όπως ορθά έχει υποστηριχθεί, αποτελούν προσθήκες του ανώνυμου βιογράφου του Πατμιακού κώδικα στο συντομότερο αρχικό βίου που διασώζει ο Λαυρεωτικός, συνδέονται άμεσα με τη διδασκαλία που εκφράζει ο άγιος Γρηγόριος για τη δημιουργία του κόσμου. Μια παράγραφος αποτελούμενη από 25 περίπου στίχους του Πατμιακού κώδικα, δείχνει τον άγιο Γρηγόριο να διδάσκει περιεκτικά την αγάπη του Θεού «τον κόσμον ποιήσαι». Σε μια κοινή γραμμή με τη βιβλική και πατερική θεολογία, περιγράφει την «εκ του μη όντως» δημιουργία του κόσμου. Είναι προφανής εδώ η θέση της θεολογίας που ρητά δεν κάμει λόγο για δημιουργία από το μηδέν, αλλά από το μη ον. Ολόκληρο το θεολογικό οικοδόμημα της αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο, θεμελιώνεται από τον άγιο Γρηγόριο σε τούτη τη διδασκαλία. Με παραστατικό τρόπο, τεκμηριώνει θα λέγαμε, τη σχέση κτιστού και ακτίστου. Καθώς φαίνεται, ο άγιός μας με ρωμαλέο τρόπο διακρίνει στο ένα μέρος την άτρεπτη και αναλλοίωτη διαπαντός φύση του Θεού και στο άλλο τα γεννητά, αυτά δηλαδή που προήλθαν από τα μη όντα και έχουν αλλοιούμενη φύση, άποψη που εκφράζεται κατά κόρον από τους  Καππαδόκες Πατέρες, αλλά και αποφθεγματικά από τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή: «ακτίστου και κτιστού άπειρον το μέσον εστί και διάφορον»[7].  Ο άγιος Γρηγόριος επισημαίνει ακόμη ότι ο μόνος κραταιός κυβερνήτης και εξουσιαστής «των άνω και υπερουρανίων και των κάτω καταχθονίων» είναι ο Θεός, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι η κτίση είναι ριζικά ανόμοια με τη θεία ουσία, αναγνωρίζοντας συνάμα στο πρόσωπο της Θεοτόκου, της «αχράντου και υπεραμώμου, αψαύστου και αβάτου πάση αμαρτία, καταγομένης από του δαυϊτικού σπέρματος» τη θεογεννήτρια, χάρη στην οποία υπάρχει ολάκερη η κτίση. Για τον άγιο Γρηγόριο η συγκατάθεση της στη σάρκωση του Λόγου ως τέλειου Θεού και τέλειου ανθρώπου, αποτέλεσε την «απαρχήν του ημετέρου φυράματος», το αρχέτυπο του ανθρώπου καθώς λέγει και ο π. Αλ. Σμέμαν. Σε μια ευθεία γραμμή που μας πάει κατευθείαν στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί τη Θεοτόκο σύνδεσμο όλης της ορατής και αόρατης κτίσης. Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί μια υπόθεση. Αν λάβουμε υπόψη τη άποψη που θέλει τον ανώνυμο βιογράφο του Πατμιακού κώδικα να είναι λόγιος μοναχός του 14ου αιώνα, θα πρέπει σοβαρά να λάβουμε υπόψη και την εξής παράμετρο. Όπως παραπάνω τονίστηκε ο βίος αυτός γράφτηκε τον 14ο αιώνα. Οι διδακτικές και δογματικές παρεμβολές που υπάρχουν σ’ αυτόν, είναι πιθανόν να αποτελούν προσθήκες του βιογράφου. Είναι γνωστό ότι στον 14ο αιώνα η θεομητορική διδασκαλία γνώρισε σημαντική άνθηση χάρη στις θεομητορικές ομιλίες του αγίου Νικολάου Καβάσιλα. Είναι πιθανόν, λοιπόν, ο βιογράφος του αγίου Γρηγορίου να ανήκε στη μερίδα εκείνη των λογίων θεολόγων του 14ου αιώνα, που επηρεασμένοι από το περιρρέον κλίμα της εποχής, εμφανίζουν μια διδασκαλία περί Θεοτόκου, έντονα χρωματισμένη όχι μόνο με χριστολογικές, αλλά με ανθρωπολογικές και κοσμολογικές διαστάσεις, την οποία με δυναμικό τρόπο αναπτύσσει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας στις τρεις θεομητορικές ομιλίες του. Άλλωστε, έτσι εξηγείται το γεγονός, από τον βιογράφο του αγίου Γρηγορίου, η Θεοτόκος να παρουσιάζεται ως καρπός της όλης δημιουργίας με σκοπό την «ανάπλασιν ποιήσαι των κτισμάτων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.

Περαίνοντας την εισήγησή μου, ας μου επιτραπεί η θεώρηση του αγίου Γρηγορίου Άσσου ως μια πατερική μορφή του 12ου αιώνα. Την άποψή μου αυτή τη στηρίζω στο εξής γεγονός. Είναι πράγματι λάθος στο χώρο της θεολογίας, όταν μιλούμε για Πατέρες της Εκκλησίας να μιλούμε παρελθεντολογικά. Η πλάνη αυτή μας έρχεται κατευθείαν από τη Δύση, η οποία εδραιώθηκε τον 17ο αιώνα από τον Γκέχαρτ, που ονόμασε Πατρολογία τον επιστημονικό κλάδο της θεολογίας που αναφέρεται στους Πατέρες της Εκκλησίας των οκτώ πρώτων αιώνων. Το λάθος αυτό, πέρασε αυτούσιο στο θεολογικό χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής και δυστυχώς εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων ακόμη υπάρχει. Άποψή μου είναι ότι Πατέρες στο χώρο της Εκκλησίας υπάρχουν πάντοτε. Το γεγονός της πνευματικής πατρότητας, δηλαδή της αγιότητας, βρίσκεται σε κάθε εποχή. Όταν, λοιπόν, μιλούμε για Πατέρες της Εκκλησίας «καλόν θα είναι να μιλούμε σε χρόνο ενεστώτα», υποστήριζε κάποτε σε μια συζήτηση ο π. Γ. Δ. Μεταλληνός . Είναι οι άγιες μορφές που γίνονται πνευματικοί οδηγοί στην πορεία προς τη θέωση. Ο άγιος Γρηγόριος Άσσου, με την άσκηση και τη μετάνοια, την υπακοή και την ταπείνωση, τον πόθο και τον έρωτα του Θεού, τον μεστό εν Χριστώ θεολογικό του λόγο, νομίζω ότι επαληθεύει την παραπάνω θεώρησή μου.

[1] Δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του Επιστημονικού Συνεδρίου: Ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Άσσου ο Θαυματουργός, (Μυτιλήνη 7-12 Ιουλίου 2005), Μυτιλήνη 2006, σσ. 193-204.

[2] Ιω. Δαμασκηνός, P.G. 94, 1352, 1164.

[3] Προσευχή, ελευθερία, αγιότητα, Αθήνα 1990, σ. 69.

[4] Χρ. Γιανναράς, Η μεταφυσική του σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971, σ. 122.

[5] Ευ. Χρυσός, «Το φαινόμενο των αγίων», εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ 13/12/1998 , σ. B03.

[6] Fr. Halkin, «L’ hagiographie Byzantine au service de l’ histoire», Proceedings of the XIIIth International Congress of Byzantine Studies, London 1967, p. 345. Πρβλ. Δ. Σοφιανός, Όσιος Λουκάς. Ο Βίος του Οσίου Λουκά του Στειριώτη, Αθήνα 1989, σσ. 17-18.

[7] Περί αποριών 7, P.G. 91, 1077A.