Αρχείο μηνός Οκτώβριος 2015

Λόγιοι της Τουρκοκρατίας (1453 – 1821)

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Τοις αναγινώσκουσι

Τα άρθρα που θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν την κατηγορία, βλέπουν το φως της δημοσιότητας, σε τακτά χρονικά διαστήματα, στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου Ο ΠΟΙΜΗΝ. Όπως θα διαπιστώσει ο κάθε ενδιαφερόμενος και η κάθε ενδιαφερόμενη, βιογραφούνται σημαντικοί Λόγιοι της Τουρκοκρατίας. Στόχος των άρθρων είναι να γνωρίσουν οι φίλοι/ες αναγνώστες/τριες πώς ο Νέος Ελληνισμός, στη μακρόσυρτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, με το έργο των Ελλήνων λογίων κυριάρχησε στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και μεσογειακό χώρο. Τα άρθρα είναι σύντομα, σε γλώσσα εύληπτη, κατανοητή και θα βασίζονται σε έγκυρα βιβλιογραφικά δεδομένα και τεκμήρια. Ωστόσο, θεωρώ αναγκαίο πριν τη βιογράφηση του πρώτου λογίου να δημοσιεύσω λίγες εισαγωγικές σκέψεις για την εποχή της Τουρκοκρατίας, για το λόγο ότι είναι αδύνατη η κατανόηση της παρουσίας των Ελλήνων λογίων της περιόδου αυτής, αν δεν κατανοήσουμε ότι για τέσσερις περίπου αιώνες, διάφοροι θεσμοί και φορείς διαμόρφωσαν και καθόρισαν τον εθνικό χαρακτήρα των νεώτερων Ελλήνων.

Η εποχή της Τουρκοκρατίας

Αν και η περιοδολόγηση της μακρόχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού γίνεται για λόγους μεθοδολογικούς, διδακτικούς, για λόγους τιθάσευσης του τεράστιου προς μελέτη υλικού, εκείνο που πάντα προέχει είναι ο βασικός κανόνας της ιστορικής επιστήμης, η Ηρακλείτεια ρήση «τα πάντα ρει». Τα ιστορικά δηλαδή γεγονότα, στη μακρά διάρκειά τους, διαδέχονται το ένα το άλλο.

Ο κορυφαίος Έλληνας ιστορικός της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος[1], υποστηρίζει ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης (29 Μαΐου 1453) στους Οθωμανούς, αποτελεί «παράδοξο» πράγματι ιστορικό γεγονός, αφού από τότε για τον Ελληνισμό αρχίζει μια νέα περίοδος της ιστορίας του, αυτή που επικράτησε να λέγεται Τουρκοκρατία. Πρόκειται για την πιο σκληρή περίοδο της Ιστορίας του, η οποία διήρκησε τέσσερις αιώνες, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αναμφισβήτητα η τραγική Άλωση της Πόλης των Πόλεων, υπήρξε σημαντικότατος σταθμός της Ιστορίας μας. Δεν σημαίνει όμως ότι από τότε αρχίζει ο Νέος Ελληνισμός. Αντίθετα οι ρίζες του χάνονται πιο πίσω, συγκεκριμένα στους χρόνους της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), όταν το βυζαντινό κράτος δέχθηκε το ισχυρότατο πλήγμα της Άλωσης της Πόλης από τους Φράγκους. Από τότε, αργά και σταθερά – μέχρι την Άλωση από τους Τούρκους το 1453 – συντελείται η βαθμιαία μετεξέλιξη από τον βυζαντινό στον νεοελληνικό πολιτισμό, το βαθμιαίο πέρασμα από το εξασθενημένο πολιτικά και στρατιωτικά Βυζάντιο προς τον Νέο Ελληνισμό. Μολονότι η βυζαντινή αυτοκρατορία για δυόμισι περίπου αιώνες (1204-1453) γεωγραφικά συρρικνωνόταν, η συντελούμενη καλλιτεχνική και πνευματική αναγέννηση που κυρίως αναπτύχθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τον Μυστρά, στους τομείς της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της φιλολογίας, της ναοδομίας και ζωγραφικής, έδωσε και τα πρώτα θα λέγαμε σκιρτήματα εμφάνισης του Νέου Ελληνισμού. Σ’ αυτό ακόμη το χρονικό διάστημα, το όνομα «Έλλην»[2] για πρώτη φορά βρήκε την ιστορική του δικαίωση, αφού δυναμικά από τότε με πλήρη εθνική συνείδηση χρησιμοποιούνταν από πολλούς λογίους της εποχής, όπως λόγου χάριν ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων.

Στα χρόνια λοιπόν της ατέλειωτης σκλαβιάς στον Ασιάτη δυνάστη, ο Ελληνισμός ανέπλασε το παρόν με το παρελθόν του, συντήρησε τη μακραίωνη βυζαντινή παράδοσή του, αφομοίωσε τις νέες ιδέες, όπως αυτές της Αναγέννησης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στόχευσε στην Παλιγγενεσία της Επανάστασης του 1821 και ετοίμασε το Νεότερο Ελληνισμό[3].

Οι παράγοντες που  συνέστησαν την πορεία και την ενότητα του υπόδουλου Ελληνισμού

Η Εκκλησία. Πέρα από το θρησκευτικό της ρόλο απέκτησε και ρόλο εθνικό, πολιτικό και διοικητικό. Με κέντρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συντήρησε την ελληνορθόδοξη παιδεία και βοήθησε καθοριστικά στην πνευματική αφύπνιση όλων των ομοθρήσκων και ομόδουλων λαών της Ανατολής. Δίκαια έχει υποστηριχθεί, ότι υπήρξε το μεγάλο λαϊκό πανεπιστήμιο[4].

Τα Σχολεία. Από τους δυναμικότερους φορείς που βοήθησαν το Γένος κατά την Τουρκοκρατία. Από τα πρώτα χρόνια της δουλείας, στην Κωνσταντινούπολη λειτούργησε η περιώνυμη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Ακαδημία. Στην ίδια τροχιά αργότερα κι άλλα σχολεία έδωσαν δυναμικό παρόν στη διάπλαση συλλογικής συνείδησης και ιδιοπροσωπίας του Μεταβυζαντινού Ελληνισμού, όπως η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος, η Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο στη Σμύρνη, η Πατμιάδα Σχολή στην Πάτμο, το Ελληνομουσείο στη Θεσσαλονίκη, το Γυμνάσιο Χίου, η Ακαδημία Κυδωνιών, η Μαρουτσαία Σχολή στα Γιάννενα, η Φλαγγίνειος Σχολή στη Βενετία, η Αυθεντική Ακαδημία στο Ιάσιο, κ. ά.

Το Κρυφό Σχολείο. Τέτοια λειτούργησαν στα Γιάννενα (Μονή Στρατηγοπούλου), στην Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο (Μονή Φιλοσόφου) κ. α[5].

Ο Ελληνισμός της διασποράς. Με συνεχή οικονομική και εμπορική εξέλιξη από τα μέσα του 17ου αιώνα, πολύπλευρα βοήθησε στην πνευματική αφύπνιση του Ελληνισμού, με την ίδρυση τυπογραφείων και σχολείων, τη χορήγηση υποτροφιών και το σχηματισμό βιβλιοθηκών. Επίσης, οι πολλές ελληνικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στο εξωτερικό, συνέβαλαν στη διάδοση της ελληνικής παιδείας στην Ευρώπη. Τέτοιες κοινότητες ήταν της Βενετίας, της Τεργέστης, της Βιέννης, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών (Ιασίου και Μολδαβίας), της Ρωσίας κ. ά.

Οι Κοινότητες. Ο θεσμός τους αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες αυτοδιοίκησης του Ελληνισμού. Χάρη σ’ αυτές, ο υπόδουλος Ελληνισμός κατόρθωσε να μετριάσει τα δεινά της τουρκικής κυριαρχίας και δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της τότε εκπαίδευσης[6].

Οι Φαναριώτες. Πολύγλωσσοι και με εξαιρετικά υψηλό πνευματικό επίπεδο Έλληνες, είχαν ισχυρή επίδραση στα της παιδείας και διοίκησης πράγματα. Ο αιώνας της ακμής του ήταν ο 18ος[7].

Οι Μονές. Συνέβαλλαν στη διατήρηση του «ένδοξου βυζαντινισμού» με τα εργαστήρια αντιγραφής κωδίκων, τα εργαστήρια εκκλησιαστικής ζωγραφικής και τη συγκρότηση πλουσιότατων βιβλιοθηκών[8].

Οι λόγιοι. Οι περισσότεροι υπήρξαν Διδάσκαλοι του Γένους. Η κυριότερη συνεισφορά τους υπήρξε η βελτίωση της πνευματικής κατάστασης του υπόδουλου Ελληνισμού. Πλειάδα τέτοιων λογίων καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι περισσότεροι ήταν σπουδαγμένοι στην Εσπερία, έγιναν οι πνευματικοί ηγέτες του Γένους. Άνθρωποι του βιβλίου και του σπουδαστηρίου[9], διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην κίνηση των ιδεών.

[1] Η πορεία του Γένους. Από το Βυζάντιο στο Νέο Ελληνισμό, εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1966. Πρβλ. Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, Τουρκοκρατία. Εισαγωγή εις την Νεωτέραν Ιστορίαν του Ελληνισμού, Αθήναι 1955.

[2] Π. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19934.

[3] Σημαντική για το θέμα αυτό είναι η μελέτη του Α. Ε. Καραθανάση, Η τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού. Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 19912.

[4] Steven Runciman, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως λίγο πριν από την άλωση της Πόλης μέχρι και την Επανάσταση του 1821, μτφρ. Πολυξένη Αντωνοπούλου, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 2010. Πρβλ. Δ. Αποστολόπουλος, Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή–Χορν, Αθήνα 1995.

[5] Για το Κρυφό Σχολειό η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Ενδεικτικά σημειώνω την πρόσφατη εκδοθείσα σημαντικότατη μελέτη του Γ. Κεκαυμένου, Κρυφό Σχολείο. Το χρονικό μιας ιστορίας, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2012.

[6] Γ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική και πολιτική διοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1982.

[7] Δ. Αποστολόπουλος, Για τους Φαναριώτες. Δοκιμές ερμηνείας και μικρά αναλυτικά,  εκδ. ΕΙΕ/ΙΝΕ, Αθήνα 2003.

[8] Κρίτων Χρυσοχοΐδης, «Μοναστηριακές βιβλιοθήκες και αρχεία. Κιβωτοί τεκμηρίων», στον τόμο: Τάσεις του ορθόδοξου μοναχισμού 9ο –20ος αιώνες, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου: Οι δρόμοι του ορθόδοξου μοναχισμού. Πορευθέντες μάθετε, (Θεσσαλονίκη 28 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 1994), εκδ. ΕΙΕ/ ΙΒΕ, Αθήνα 1996, 251-260.

[9] Αθανάσιος Καραθανάσης, Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670-1714). Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής πνευματικής κίνησης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατά την προφαναριώτικη περίοδο, εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 194, Θεσσαλονίκη 1982, 207.

Ο Χριστός, ο Αλλάχ και ο φιλελευθερισμός

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Στη δεκαετία του ογδόντα, τα παλιά εκείνα χρόνια που το ήθος και το πνεύμα των Ελλήνων βαπτίσθηκαν στην κολυμβήθρα του προοδευτικού λυρισμού, άνοιξε η συζήτηση για την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το γυμνάσιο και το λύκειο. Τη θέση υιοθέτησαν και αρκετοί κλασικοί φιλόλογοι, οι οποίοι δεν ήθελαν να μείνουν αμέτοχοι στο πνεύμα της εποχής. Η διδασκαλία της δημοτικής είχε ήδη κατοχυρωθεί, τα πνεύματα και η περισπωμένη είχαν εξορισθεί στο πυρ της συντηρητικής κολάσεως και είχαν «ωριμάσει οι διαλεκτικές συνθήκες» για την τελική λύση, την εξόντωση της πηγής του συντηρητισμού, την ανάγνωση της αρχαίας γραμματείας από το πρωτότυπο. Μας έφταναν οι μεταφράσεις και μια γενική θεώρηση του πολιτισμού των προγόνων μας.

Για την υπεράσπιση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών έχω κατά καιρούς αρθρογραφήσει. Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα. Το πρώτο είναι ότι αποτελούν ένα βασικό κεφάλαιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και, ως εκ τούτου, τα Ελληνόπουλα, με την προνομιούχο σχέση που μπορούν να έχουν με τα κείμενα του Σοφοκλή ενισχύουν, εκτός από το γλωσσικό τους αισθητήριο, και την ευρωπαϊκή τους συνείδηση. Το δεύτερο είναι το επιχείρημα που προβάλλει η Ζακλίν ντε Ρομιγί, η οποία, ως γνωστόν, είχε διδάξει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Υποστήριζε πως η εκμάθηση των λεγομένων νεκρών γλωσσών, ελληνικής και λατινικής, είναι μια πρώτης τάξεως άσκηση για την αργή ανάγνωση. Επειδή το «σκανάρισμα» ή το βιαστικό ρούφηγμα των κειμένων είναι από τις βασικές ασθένειες του πολιτισμού μας, πιστεύω ότι αυτό το εκπαιδευτικό επιχείρημα έχει μεγάλη αξία. Για την αξία της αργής ανάγνωσης έχει γράψει εξαιρετικά κείμενα και ο Μίλαν Κούντερα.

Για την πολιτικοποίηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών παραπέμπω στο υπέροχο κείμενο του Ιωάννη Συκουτρή «Ημείς και οι Αρχαίοι». Ηδη από το 1928 είχε επισημάνει ο μεγαλοφυής αυτόχειρ του μεσοπολέμου πως επειδή πολλοί αριστεροί είναι δημοτικιστές έχουν την τάση να συνδέουν την καθαρεύουσα με την κλασική παιδεία και να τις απορρίπτουν συλλήβδην. Τη δεκαετία του ογδόντα η προοδευτική διανόηση είχε προσθέσει και το επιχείρημα της χρησιμότητας. Γιατί τα παιδιά να χάνουν χρόνο με τους δεύτερους αορίστους αντί να μαθαίνουν χρησιμότερα πράγματα;

Σε μία από τις άπειρες μεταρρυθμίσεις η διδασκαλία καταργήθηκε, μετά επανήλθε, αλλά δεν άλλαξε τίποτε. Ακόμη και αυτοί που υποστήριζαν τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών συμφωνούσαν πως έπρεπε να αλλάξει ο τρόπος, όμως, επειδή αυτό προϋποθέτει κόπο και ανάλωση φαιάς ουσίας, απλώς παρεπέμφθη εις τας ελληνικάς καλένδας και τον πατριωτισμό των διδασκόντων. Το ζήτημα ξεχάστηκε. Αν δεν κάνω λάθος ο μόνος που το θυμόταν ώς την τελευταία ημέρα της ζωής του ήταν ο Εμμανουήλ Κριαράς. Οταν τον επισκέφθηκε ο Γιώργος Ανδρέα Παπανδρέου για να του προτείνει την τελευταία τιμητική θέση στο ψηφοδέλτιο της Επικρατείας –στις εκλογές του 2009;– εκείνος του είπε να φροντίσει ώστε να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων. Αναρωτιέμαι τι κατάλαβε ο ηγέτης της σοσιαλιστικής διεθνούς.

Σήμερα τη σειρά της έχει η διδασκαλία των θρησκευτικών. Το ζήτημα άνοιξε με μια δήλωση της κυρίας Αναγνωστοπούλου, και έκλεισε με μια συνάντηση του κ. Βούτση με τον αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο. Τα απόνερά του όμως απέδειξαν πως το θέμα είναι ουσιαστικότερο και των πολιτικών δηλώσεων και των διπλωματικών συναντήσεων. Λογικό. Είναι ένα θέμα που αγγίζει και την παιδεία, αλλά και θεμελιώδεις αξίες της πολιτισμικής μας υπόστασης, όπως είναι ο χριστιανισμός και η ανεξιθρησκεία. Οι αντιδράσεις των αναγνωστών στην αρθρογραφία μου της περασμένης εβδομάδας ήσαν στην πλειονότητά τους αρνητικές στη θέση μου, που υπερασπίστηκε τα θρησκευτικά. Ανέδειξαν όμως την πολυπλοκότητα του ζητήματος.

Ποτέ δεν υπερασπίστηκα την κατήχηση. Μου είναι ξένη, από όποια ορθοδοξία κι αν προέρχεται, εκκλησιαστική, μαρξιστική ή νεομαρξιστική – προοδευτική. Οπως και δεν υπερασπίζομαι και την τυπολατρική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Υποστηρίζω όμως ότι όπως η πολιτισμική ανοχή προέκυψε από την προβολή του ευρωπαϊκού πολιτισμού στις ελληνορωμαϊκές αξίες, έτσι και η ανεξιθρησκία ρίζωσε σε χριστιανικό περιβάλλον. Ούτε η μεν ούτε η δε υπάρχουν στη χώρα του Ισλάμ, εκεί όπου ο Θεός ονομάζεται Αλλάχ.

Θέλουμε την εκπαίδευσή μας σύγχρονη; Και βέβαια. Οπως το Ελληνόπουλο οφείλει να μαθαίνει μαθηματικά, για να μπορεί να στήσει έναν αφηρημένο λογισμό με αρχή, μέση και τέλος, έτσι πρέπει να μαθαίνει και αρχαία, και λατινικά, αλλά και χριστιανισμό, για να αντιλαμβάνεται τον τρόπο με τον οποίον ο πολιτισμός μας έφτασε να είναι αυτό που λέμε «σύγχρονος». Μπορεί να δηλώνεις άθρησκος ή άθεος, όπως μπορείς να πεις ότι δεν σου αρέσει ο Παρθενών. Ομως, αν δεν τον ξέρεις τον Παρθενώνα, τότε είσαι απλώς αγράμματος.

Ολες οι θρησκείες είναι ίδιες; Οχι δεν είναι όλες οι θρησκείες ίδιες, όσο κι αν καθεμιά έχει την αξία της. Οπως και δεν είναι όλοι οι πολιτισμοί ίδιοι. Η ενιαία σκέψη, κοινώς η μη σκέψη, τις θέλει όλες ίδιες. Μην ξεχνάμε ότι αρχή της σκέψης είναι η διάκριση. Και η ελληνική αριστερά, που θυμάται τον φιλελευθερισμό, ο οποίος της φέρνει αλλεργία, όποτε πρόκειται για τα θρησκευτικά ή την ισότητα των φύλων, καλά θα έκανε να επεξεργαστεί λίγο την πρόζα της. Το «εγώ Χριστός κι εσύ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ» δεν είναι το καταλληλότερο ιδεολογικό σωσίβιο.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο Έρμαν Έσσε για τους νέους

«Είναι δύσκολα τα πράγματα για τα νιάτα, νιώθουν πανίσχυρα κι όμως προσκρούουν σε κανόνες και συμβάσεις. Τίποτα δεν μισεί ο γιός τόσο όσο μισεί τους κανόνες και τις συμβάσεις που βλέπει να φυλακίζουν τον πατέρα του. Μια γροθιά στο πρόσωπο της ευσέβειας ανήκει στις πράξεις εκείνες που αν δεν γίνουν, δεν ξεκόβεις από τα φουστάνια της μαμάς. Και καθώς τώρα η νέα γενιά βλέπει να βουλιάζει ένα ολόκληρος κόσμος, κάτω από τη μικρή ουρά του οποίου μεγάλωσε, αλαλάζει με το δίκιο της… Όποιος δεν μπορεί να αντέξει τη μονομέρεια και την παράτολμη επαναστατικότητα, όποιος θα προτιμούσε να δει τα νιάτα σοφά, καλοκάγαθα και γεμάτα κατανόηση παρά φανατικά και πουριτανικά, αυτός ας την απορρίψει. Ο ίδιος θα χάσει.

Το φλέγον ερώτημα είναι το εξής: πρέπει να προσφέρουμε στα νιάτα όσο γίνεται περισσότερη παράδοση, φραγμούς και κανόνες ή πρέπει να τα αφήνουμε όσο γίνεται πιο ελεύθερα, να τα εκπαιδεύουμε ώστε να γίνουν κατά το δυνατόν πιο ελαστικά και ευπροσάρμοστα; Μια που ο κόσμος όπου αναπτύσσονται αυτά τα νιάτα, δε διαθέτει πλέον ηθική και ψυχική τάξη, στην πρώτη περίπτωση βοηθούμε τα νιάτα να παραμείνουν κόσμια και να χαθούν, εν ανάγκη, με κοσμιότητα, τους αφαιρούμε όμως τη δυνατότητα να λειτουργήσουν και να έχουν επιτυχία μέσα σ’ αυτόν τον αήθη, καθαρά δυναμικό κόσμο».

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, Ένα θαύμα κάθε αρχή την κατοικεί, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1993, 81-82.

ΕΙΝΑΙ ΑΘΕΗ Η ΕΥΡΩΠΗ;

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Όταν το 2005 συναντήθηκαν στο Εδιμβούργο οι υπουργοί Εξωτερικών των 25 για να εγκρίνουν το σχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος συμφώνησαν να απαλειφθούν δύο στοιχεία. Το πρώτο ήταν το προοίμιο που είχε εντάξει ο συντάκτης του σχεδίου Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, το γνωστό παράθεμα από τον Επιτάφιο του Περικλέους που έχει διασώσει ο Θουκυδίδης. «Το πολίτευμά μας καλείται δημοκρατία επειδή αποφασίζουν οι πολλοί». Το επιχείρημα για την απάλειψη θύμιζε προοδευτικό ιδεασμό: η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν δουλοκτητική, σεξιστική και κατακτητική. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο αναφοράς σε έναν πολιτικό οργανισμό ο οποίος έχει απαλλαγεί από τις παιδικές ασθένειες της Ιστορίας. Exit λοιπόν ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός.

Το δεύτερο στοιχείο που απαλείφθηκε ήταν μια αναφορά στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης. Ζήτημα ανεξιθρησκίας. Με τα εκατομμύρια των μουσουλμάνων που ζουν στη Γαλλία, τη Γερμανία ή την Αγγλία οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες, για λόγους αβρότητος αν μη τι άλλο, οφείλουν να ξεχάσουν τις χριστιανικές τους καταβολές. Αβρότητα ή ενοχές και φόβος; Οι μνήμες της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν ακόμη νωπές και, ας μην ξεχνάμε ότι το καλοκαίρι του 2005 έγιναν οι μεγάλες τρομοκρατικές επιθέσεις στο κέντρο του Λονδίνου. Οπότε για να τακτοποιήσουν τις ενοχές τους και να έχουν και το κεφάλι τους ήσυχο ότι δεν προκαλούν τα θρησκευτικά αισθήματα των μουσουλμάνων αποφάσισαν να ξεχάσουν τις καταβολές τους. Exit και ο Χριστιανισμός.

Ως γνωστόν το σχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος απερρίφθη μετά φανών και λαμπάδων. Η Ευρώπη όμως συνέχισε να οικοδομείται, να εκδίδει προδιαγραφές για τα αντιβιοτικά και την αλιεία της ρέγγας και να υπερηφανεύεται για τη δημοκρατία της και τον ανθρωπισμό της. Δεν της χρειαζόταν ούτε ο Θουκυδίδης, ούτε ο Παύλος, ούτε ο Ακινάτης. Δεν ενδιαφερόταν πια σε ποιο τοπίο φύτρωσε το καθεστώς της ανεξιθρησκίας και της πολιτισμικής ανοχής. Της αρκούσε που τα είχε επιτύχει. Ακολούθησε ο συστηματικός ακρωτηριασμός της εκπαίδευσης από τις κλασικές σπουδές. Τι να τον κάνεις τον Πλάτωνα όταν έχεις το ευρώ. Μπορείς να ζήσεις σε καθεστώς πολιτισμικού Αλτσχάιμερ με όπλο την ευημερία.

Όταν όμως σου λείψουν τα ευρώ και η ευημερία μεταμορφωθεί σε φάντασμα τότε τι κάνεις; Τότε η μικρή Ελλάς, καταχρεωμένη, πτωχευμένη και κατάκοπη επικαλείται την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Και πού στηρίζεται η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη εκτός από τον ΦΠΑ; Μα στις κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Και από πού προκύπτουν οι ευρωπαϊκές αξίες; Από την Ιστορία. Και πώς θα καταλάβεις το τοπίο της ευρωπαϊκής Ιστορίας αν έχεις ξεχάσει τις χριστιανικές ρίζες και τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό; Μα είμαστε ανθρωπιστές, αγαπάμε όλον τον κόσμο «γιατί ζεις κι εσύ μαζί». Να θυμίσω επίσης ότι η ελληνική Αριστερά, και όχι μόνον, κρατικιστική, χωρίς δημοκρατική παιδεία, θυμάται τον φιλελευθερισμό μόνον όταν πρόκειται για τα θρησκευτικά.

Αυτά σε απάντηση όσων απόρησαν πώς εγώ, ως ευρωπαϊστής, υπερασπίζομαι τη διδασκαλία των θρησκευτικών. Μα ακριβώς ως ευρωπαϊστής την υπερασπίζομαι. Επειδή πιστεύω ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα για να σταθεί χρειάζεται τα υλικά του πολιτισμού του. Αλλιώς μην κλαίγεστε ότι το ευρώ έγινε ο θεός της Ευρώπης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Αν πρόκειται να περάσεις Πανελλήνιες, τρέχεις όλη μέρα από το σχολείο στο φροντιστήριο και ξέρεις πως αν μπορείς να γλιτώσεις μία ώρα την εβδομάδα, θα το κάνεις. Θα ζητήσεις απαλλαγή από τα θρησκευτικά κι ας μην είσαι άθεος ή ετερόδοξος. Θα αδιαφορήσεις και για τη λογοτεχνία από τη στιγμή που ξέρεις ότι δεν πρόκειται να εξετασθείς επί του θέματος. Αν μάλιστα έχεις συμπληρώσει τα 17 σου, άρα θεωρείσαι ενήλικος από τον νόμο, και δεν χρειάζεσαι καν τη συγκατάθεση των γονέων σου για να απαλλαγείς, τότε δεν το σκέφτεσαι. Βάσει αυτής της λογικής ο τελειόφοιτος έχει τη διακριτική ευχέρεια να διδάσκεται ό,τι τραβάει η όρεξή του. Τότε ποίο το νόημα της γενικής παιδείας;

Αυτή είναι η χρησιμοθηρική απάντηση στη συζήτηση που άνοιξε μια δήλωση της κ. Αναγνωστοπούλου σε ραδιοφωνικό σταθμό. Η ίδια προσπάθησε να την περιβάλλει με δημιουργική ασάφεια στη συνέχεια, όμως η συζήτηση άνοιξε. Γιατί χρειάζονται τα θρησκευτικά στην εκπαίδευση; Αλλέως πώς: σε τι χρειάζονται τα θρησκευτικά; Η απάντηση της επίσημης εκκλησίας είναι ότι η ορθοδοξία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού. Θα συμφωνήσω, όπως θα συμφωνήσω ότι το παιδί από το δημοτικό θα πρέπει να αποκτά το αίσθημα της χριστιανικής ηθικής, τον διαχωρισμό του καλού και του κακού, τον σεβασμό στον πατέρα σου και τη μητέρα σου.

Η προαιρετική διδασκαλία των θρησκευτικών, με το επιχείρημα της ανεξιθρησκίας, μπορεί να τανύζει τις χορδές της προοδευτικής ψυχής, δεν παύει όμως να αποτελεί την άλλη πλευρά του νομίσματος. Όπως η αθεΐα είναι η άλλη πλευρά της πίστης. Το ζήτημα είναι λίγο πιο περίπλοκο. Η Βίβλος, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είναι ένας από τους πυλώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι επιστολές του Παύλου είναι από τα σημαντικότερα κείμενα της γλώσσας μας, κείμενα γραμμένα από Ρωμαίο πολίτη που έμαθε τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα. Το ζήτημα δεν θα λυθεί αν αντικατασταθούν τα θρησκευτικά με τη θρησκειολογία ή την ιστορία των θρησκειών. Χριστιανισμός πρέπει να διδάσκεται.

Η Εκκλησία πρώτη θα έπρεπε να επεξεργαστεί τρόπους για να απαλλαγεί η διδασκαλία των Θρησκευτικών από την προσήλωση στη δογματική τυπολατρία. Θα μου πείτε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, από τον Πλάτωνα ως τον Βιζυηνό, κι από την Αλγεβρα ως τη Φυσική στηρίζεται στην τυπολατρική παπαγαλία. Γιατί να εξαιρεθούν τα θρησκευτικά; Και γιατί σε λίγα χρόνια, καιρού επιτρέποντος, να μη μετατραπεί και η διδασκαλία των αρχαίων σε προαιρετική; Λυπάμαι αλλά το ζήτημα που άνοιξε, αν άνοιξε, δείχνει την ανικανότητά μας όχι μόνον να σχεδιάσουμε, αλλά ακόμη και να σκεφθούμε πώς θα σχεδιάσουμε το ελληνικό σχολείο.

Η κ. Αναγνωστοπούλου, ως καθηγήτρια του Παντείου, έχει άποψη για το ελληνικό σχολείο. Δυστυχώς άποψη είχε και ο κ. Μπαλτάς. Δεν ξέρω αν έχει άποψη και ο κ. Φίλης. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η εκπαίδευση, κυρίως η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια, θα πρέπει να απελευθερωθεί από τις ιδεολογικές εμμονές των προοδευτικών δογμάτων. Όπως τα αρχαία ελληνικά φέρνουν πιο κοντά τα Ελληνόπουλα στην ευρωπαϊκή παιδεία, έτσι και η διδασκαλία του χριστιανισμού. Αν μη τι άλλο, το σχολείο οφείλει να διδάσκει πως υπάρχουν γνώσεις οι οποίες υπερβαίνουν τη χρησιμοθηρία του φροντιστηρίου. Και αυτές στηρίζουν τον ανθρωπισμό μας.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Στα χαρακώματα για το Μάθημα των Θρησκευτικών τα δύο άκρα…

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ο Γέρων και Άγιος πια Παΐσιος ο Αγιορείτης, όταν κάποτε το ρώτησαν ποια είναι η σωστή αντιμετώπιση όταν προκύπτουν δύσκολα εκκλησιαστικά θέματα, απάντησε με εκείνη τη μαστοριά του αγιασμένου λόγου που θέλει τους ανθρώπους να μπορούν να συνεννοούνται και να συνθέτουν απόψεις. Στην διαμάχη που πρόσφατα για άλλη μια φορά ξέσπασε για το Μάθημα των Θρησκευτικών, «παρατάξεις» βρέθηκαν στα χαρακώματα, πολεμώντας η μια την άλλη. Δεν επιθυμώ εδώ να αναφέρω ονόματα, είτε από το χώρο της Πολιτείας, είτε από το χώρο ενός μέρους του θεολογικού κόσμου. Είναι γνωστά άλλωστε. Μια έρευνα στο Διαδίκτυο θα επαληθεύσει τη σοφή κουβέντα που είπε κάποτε ο Γ. Σεφέρης, ότι δηλαδή, ζούμε στη χώρα των «παράλληλων μονολόγων».

Ωστόσο, επειδή παραπάνω ανέφερα τον Άγιο Παΐσιο, μπαίνω στον πειρασμό να αντιγράψω τα σοφά του λόγια, τα οποία ισχύουν και για το Μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά και για τους επικριτές και τους ακραίους αμύντορές  του. Λέγει, λοιπόν, ο Άγιος Παΐσιος τα εξής καταπληκτικά: «να αποφεύγονται τα άκρα· με τα άκρα δεν λύνονται τα θέματα. Βλέπαμε παλιά, ο μπακάλης έβαζε λίγο-λίγο με την σέσουλα στην ζυγαριά, και έτσι έβρισκε την ακρίβεια και ισορροπούσε και η ζυγαριά. Δηλαδή δεν έβαζε απότομα πολύ ούτε αφαιρούσε απότομα πολύ. Τα δύο άκρα πάντα ταλαιπωρούν … και οι ίδιοι που τα κρατούν ταλαιπωρούνται, γιατί τα δύο άκρα συνήθως καρφώνουν…Είναι σαν να κρατάη το ένα άκρο δαιμονισμένος, όταν έχη αναίδεια πνευματική (περιφρόνηση για όλα), και το άλλο άκρο σαν να το κρατάη τρελλός, όταν έχη μωρό ζήλο με στενοκεφαλιά. Ένας πνευματικά αναιδής δηλαδή με έναν ζηλωτή, που έχει μωρό ζήλο, ποτέ δεν συμφωνούν, αλλά τρώγονται και χτυπιούνται, γιατί και οι δύο στερούνται την θεία Χάρη. Τότε – Θεός φυλάξοι! – μπορεί να χτυπιούνται συνέχεια τα δύο άκρα και “άκρη να μην τους βρίσκη” κανείςΌποιος για μικρή αταξία ταράσσεται πολύ και ορμάει απότομα με οργή, δήθεν να την διορθώση, μοιάζει με ελαφρόμυαλο νεωκόρο που βλέπει να στάζη ένα κερί και ορμάει απότομα, με φόρα, για να το διορθώση δήθεν, αλλά παίρνει σβάρνα ανθρώπους και μανουάλια, και δημιουργεί μεγαλύτερη αταξία την ώρα της λατρείας»[1].

[1] Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄. Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή 1998, σ. 332.

Τρεις αλήθειες για το θεολόγο καθηγητή και ένας μύθος για το μάθημα των Θρησκευτικών

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Τρεις αλήθειες….
Όλο και κάποιες αιτίες και αφορμές δίνονται για να συζητάμε για το «είδος» των θεολόγων καθηγητών και το «είδος» του μαθήματος των Θρησκευτικών.
1) Μην απορείς που μιλάω για το «είδος» των θεολόγων. Αρκετοί συνάδελφοι άλλων ειδικοτήτων και θεσμικοί παράγοντες της εκπαίδευσης, καθώς και ένα ποσοστό της κοινής γνώμης μάς αντιμετωπίζουν με προκατάληψη. Αυτό βασίζεται κυρίως στις (συχνά αβάσιμες και αυθαίρετες) αντιλήψεις τους γύρω από το μάθημα και τις θεολογικές σπουδές γενικότερα και στην άποψή τους για το ρόλο και τη θέση της Εκκλησίας. Φίλε μου, εάν είσαι θεολόγος, μην μου πεις τώρα ότι δεν σε έχουν αντιμετωπίσει κάποιοι, κάπου, κάποτε ως κατωτέρου επιπέδου και ελλιπούς διανόησης καθηγητή, ως εκπρόσωπο του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» ή ως μόνιμο απολογητή των λαθών της διοικούσας Εκκλησίας. Αναφορικά με το τελευταίο, το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι αυτοί που φωνάζουν για την πλήρη αποσύνδεση του μαθήματος από την ορθόδοξη θεολογία και την εκκλησιαστική ζωή, οι ίδιοι θα σε «στριμώξουν» για να τους απαντήσεις για τα λάθη του Βυζαντίου αλλά και για τον πλούτο και την μεγαλομανία κάποιων δεσποτάδων!!! Αρκετοί σε θεωρούν συνώνυμο του συντηρητισμού, του ηθικισμού και της οπισθοδρόμησης, καθώς και εκφραστή του γλυκανάλατου και χαζοχαρούμενου «θρησκευόμενου» ύφους.
2) Το αξιοπερίεργο του πράγματος εντείνεται, όταν δουν ότι εσύ έμπρακτα αποτινάζεις από πάνω σου τις ρετσινιές αυτές και τους «βγαίνεις από δεξιά» σε κουλτούρα, προοδευτικό πνεύμα και γενικότερη καλλιέργεια. Εξάλλου, σε πολλά σχολεία οι θεολόγοι είναι πρωτοπόροι (συχνά και οι μόνοι) στην αξιοποίηση οπτικοακουστικών μέσων και των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία, στην εφαρμογή σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων, καθώς και στην ανάληψη άλλων εκπαιδευτικών δράσεων. Γενικότερα, ο θεολογικός εκπαιδευτικός κόσμος – με όλα τα προβλήματα και τις ατέλειες που αντιμετωπίζει – σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τα στερεότυπα που ανέφερα πριν. Είναι καιρός να το καταλάβουν όλοι. Από τα πολιτικά κόμματα, τα υπουργικά γραφεία, τους συνδικαλιστικούς φορείς, μέχρι και τον «κουμπωμένο» συνάδελφο που κάθεται δίπλα μας.
3) Βέβαια, στα πλαίσια μιας ειλικρινούς αυτοκριτικής θα διαπιστώσουμε ότι για αρκετές προκαταλήψεις των άλλων ευθυνόμαστε συχνά εμείς οι ίδιοι είτε επειδή ορισμένοι έχουμε αποδεχθεί τη μιζέρια, την εσωστρέφεια και τον ωχαδερφισμό ως στάση ζωής και δράσης στο σχολείο είτε γιατί δεν επιθυμούσαμε ποτέ να γίνουμε θεολόγοι, αλλά «μας έριξε το σύστημα στη θεολογία». Δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που – όταν υπάρχουν – μάς υποβιβάζουν στον τύπο ενός κακού δημοσίου υπαλλήλου, που επιθυμεί απλά το βολεματάκι του και τον πενιχρό μισθουλάκο του. Όσο πιο αθόρυβα, ανεύθυνα και ακίνδυνα, τόσο καλύτερα. Σχετικά με το τελευταίο, ας δούμε ποια είναι η πανελλήνια βάση εισαγωγής για τις θεολογικές σχολές. Εάν ανήκουμε στην πρώτη κατηγορία είναι καιρός να βγούμε στην ειρηνική αντεπίθεση και να πείσουμε την εκπαιδευτική κοινότητα και την κοινωνία για αυτό που είμαστε και για αυτό που προσφέρουμε στους μαθητές μας, αφού πρώτα και έμπρακτα αναιρέσουμε το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Ειδάλλως, δεν μπορούμε να καπηλευόμαστε τον όρο «καθηγητής», ο οποίος εμπεριέχει την έννοια της ηγεσίας, του θάρρους και της πρωτοπορίας. Και να μην παραπονιόμαστε για τα βέλη κριτικής που εκτοξεύουν εναντίον μας, όταν οι ίδιοι ωθούμε το χέρι να τεντώσει το τόξο.
Ένας μύθος….
Ως θεολόγος έχω βαρεθεί να ακούω και να διαβάζω περί του «κατηχητικού» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Μια καραμέλα που αναδεύεται στα χείλη και χοροπηδά στα γραπτά όχι μόνο άσχετων με το μάθημα (…και με την εκπαίδευση συχνά) αλλά και συναδέλφων θεολόγων.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η κατήχηση είναι μια διαδικασία της εκκλησιαστικής ζωής που περιλαμβάνει τη συστηματική ενημέρωση του ανθρώπου σχετικά με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και τη μύησή του στις αλήθειες της πίστης. Για να θεωρείται Χριστιανός οφείλει να αποδεχτεί ελεύθερα και με ειλικρίνεια το σύνολο (και όχι μέρος) της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ως προσωπική του πίστη και ως το νόημα της ζωής του. Αυτή η κατήχηση μάλιστα και η ελεύθερη και πλήρης αποδοχή της είναι προαπαιτούμενα για το Βάπτισμα του ανθρώπου αυτού (σε παλαιότερες εποχές) και για τη συμμετοχή του στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Ο κατατοπισμός και η ενημέρωση των μαθητών σχετικά με το Χριστό και την Εκκλησία, οι προβληματισμοί, τα ερωτήματα και οι προεκτάσεις που προκύπτουν στο σχολείο προφανώς και δεν έχουν κατηχητικό χαρακτήρα. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να τα εντάξει στη θρησκειολογική διάσταση, στην πολιτισμική διάσταση, στη βιβλική διάσταση και στο γνωστικό περιεχόμενο του μαθήματος. Κατηχητικό χαρακτήρα θα είχαν, εάν υπήρχε η ανάγκη, το προαπαιτούμενο και η – έμμεση ή άμεση – απαίτηση να αποδεχθούν οι μαθητές ως αδιατάρακτη πίστη ό,τι προκύπτει. Χωρίς αμφιβολίες, χωρίς αντιρρήσεις.  Και ρωτάω: Αυτή είναι η κατάσταση στα σχολεία; Έτσι κάνουμε το μάθημά μας οι θεολόγοι; Έχει ρωτήσει κανείς από εσάς κάποιον από τους μαθητές του εάν πιστεύει στο Χριστό ή εάν συμμετέχει στα μυστήρια της Εκκλησίας και ανάλογα με την απάντησή του να τον βαθμολογήσει;
Οι μαθητές – και ειδικά του Λυκείου – δεν έρχονται στο σχολείο για να κατηχηθούν. Ούτε και είναι αυτός ο σκοπός του σχολείου. Στις σχολικές τάξεις συναντάς – κατά πλειοψηφία – μαθητές που είναι είτε μπερδεμένοι πάνω στο ζήτημα της θρησκείας, είτε αρνητικοί προς τη θρησκεία από πράγματα που ακούνε, βλέπουν και ζούν. Λίγα είναι τα παιδιά που έχουν ξεκάθαρη, νηφάλια και πραγματικά ορθόδοξη προσέγγιση του γεγονότος της Εκκλησίας. Τα περισσότερα ταυτίζουν την Εκκλησία με το ιερατείο και θεωρούν το Θεό είτε ως απόμακρη ανωτέρα δύναμη είτε ως φόβητρο είτε ως αναμένοντα την εξαγορά Του. Ανακατεύουν την πίστη με δεισιδαιμονίες, προλήψεις, θρησκευτικές προκαταλήψεις και θεολογικώς απαράδεκτα στερεότυπα. Όλος αυτός ο ορυμαγδός σε συνδυασμό με την εφηβική αμφισβήτηση, αγανάκτηση και αναζήτηση, καθώς και με τους γενικότερους νεανικούς και ευαίσθητους υπαρξιακούς προβληματισμούς δημιουργούν μία δύσκολη κατάσταση.  Όποιος έχει καταφέρει να κάνει κατήχηση να έρθει να μάς το πει κι εμάς να δούμε πώς γίνεται.
Οι μαθητές θέλουν – και συχνά οι αλλόθρησκοι πολύ περισσότερο,  είτε αρέσει σε μερικούς είτε όχι – να τους πεις πέντε σταράτες κουβέντες για το Χριστό, την Εκκλησία και τη σύγχρονη ζωή. Θέλουν να προβληματιστούν, να συζητήσουν, να διαφωνήσουν, να το ψάξουν. Και θέλουν το θεολόγο τους εκεί. Μαζί τους και ζωντανό. Γνήσιο και αληθινό. Με θέσεις και απόψεις. Πολλές φορές και ως σάκο του μποξ. Κάποιοι θα τον απορρίψουν, κάποιοι θα τον γουστάρουν. Κάποιους θα εμπνεύσει, κάποιους όχι.
ΠΗΓΗ

Μάθημα Θρησκευτικών και σπασμένες αλήθειες.

Της ΣΟΥΛΤΑΝΑΣ ΓΚΑΡΓΚΑΝΑ
Μιας και με ρωτάνε φίλοι, γνωστοί, γονείς και μαθητές έχω να πω αυτά τα λίγα. Προσκαλώ τα μαθητούδια μου από αυτά που τριανταρίσανε και από τα άλλα τα πιο μικρά… Ας θυμηθούνε ποιο μάθημα τους δίδαξε ελευθερία, αποδοχή και αγάπη. Πότε ένιωσαν να τους γίνετε πλύση εγκεφάλου. Πόσο χρήσιμα ή άχρηστα ήταν αυτά που προσκόμισαν στο δίωρο της εβδομάδας. Τι έχασαν και τι κέρδισαν από την πρόσκληση για συμμετοχή στην εξερεύνηση της γνώσης και της αλήθειας. Πόσο άκαιρα ήταν τα ταξίδια στον χρόνο και στην εμπειρία της ζωής της Εκκλησίας. Πόσο απογοητεύτηκαν από την ενασχόληση και την μελέτη του θρησκευτικού φαινομένου. Πόσο βαρέθηκαν το φως της Βυζαντινής Tέχνης. Πόσο αδιαφόρησαν για τα κοινωνικά προβλήματα, τις πράξεις προσφοράς και θυσίας, τον διαρκή διάλογο, το ψάξιμο, την φανέρωση αλλά και τον σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο. Και μετά παρακαλώ, ας πετάξουνε τις σπασμένες αλήθειες μέσα από τον θρυμματισμένο καθρέφτη που τους παρουσιάζουν κάποιοι, θέλοντας να καλύψουν την δική τους ένδεια. Αυτά”.
ΠΗΓΗ