«Εν ταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις». Θρησκεία και πολιτική στις αρχές του 21ου αιώνα

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ· Ομιλία του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Πνευματικό Συμπόσιο μνήμης και τιμής προς τον αοίδιμο Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου κυρό Ειρηναίο, με θέμα «ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΘΡΗΣΚΕΙΑ»

Δεν είναι λίγες οι φορές ή μάλλον είναι οι περισσότερες στη ροή της ιστορίας του τόπου μας, όπου η σχέση Εκκλησίας και πολιτικής εξαντλείται στην ανάδειξη του  απόλυτου κενού. Ένα κενό που δημιουργεί το ανεπαίσθητο και ανύποπτο πέρασμα -κάποτε κυριαρχούν και οι χρονικές αντιμεταθέσεις και αντικαταστάσεις- από την εμβατηριακή αθάνατη σύζευξη Εκκλησίας και κράτους, κατά το πρότυπο της γραφικής αθάνατης και ως εκ τούτου αδύναμης κατά Μάνο Χατζιδάκι να αναστηθεί Ελλάδος, στην επίσηςεμβατηριακή αθάνατη σύγκρουση Εκκλησίας και κράτους, όπου πάντα στο τέλος επικρατεί η παντοδύναμη και ισχυρή Εκκλησία, η οποία τραγουδά ανερυθρίαστα το  «βιασμένο» από την συστημική έπαρση εσχατολογικό ευαγγελικό διαλάλημα:   «καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν»[1]. Και στις δύο περιπτώσεις η «συνάντηση» -είναι σαφές ότι εδώ η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά και οπωσδήποτε δηκτικά- πραγματοποιείται εντός της δημόσιας πλατείας, που δεν χωρά καμία αμφιβολία πως έχει τη δική της ιστορία.

Θυμόμαστε όλοι, νομίζω, τις γεμάτες πλατείες, ακόμη και τα στάδια -η προσωπική μου μνήμη είναι ασπρόμαυρη καθότι τηλεοπτική- , που ξεχείλιζαν από «εθνική υπερηφάνεια». Μια υπερηφάνεια την οποία συγκροτούσαν  από κοινού η εμμονή στη νεκρή αναπαραστατική παράδοση, ο κενός μεγαλοϊδεατισμός, η γραφικότητα του ιδεολογικοποιημένου φολκλόρ και οπωσδήποτε η επική είσοδος και παρουσία του αυτομυθοποιημένου «αγαθού δικτάτορα», ο οποίος «σκύβοντας δέχεται λατρευτικά λουλούδια από νεολαίους, καταφανώς συγκινημένους»[2].  Θυμόμαστε, βεβαίως, και τις άλλες πλατείες που χρονικά ακολούθησαν -τις πλατείες του πολιτικού γάμου και των ταυτοτήτων- και τις οποίες περιφρουρούσαν παιδιά με περιβραχιόνια και βαθιά χαραγμένη μέσα τους την ειλικρινή αίσθηση του χρέους να διαφυλάξουν ανόθευτη την πίστη και την Εκκλησία, όπως αυτή αποκαλύπτονταν από τα μπαλκόνια και η οποία χτυπιότανε από την άθεη εξουσία των κυβερνώντων.

Τα χρόνια, βέβαια, πέρασαν, πολλοί από τους πρωταγωνιστές έφυγαν, μαζί τους και τα δεδομένα ενός κόσμου ολόκληρου, αλλά η απορία για το ρόλο της πλατείας στη διαμόρφωση του διαλόγου της εκκλησίας με την πολιτική μένει. Μαζί μένουν και τα ερωτήματα που ο ιστορικός χρόνος μας κληροδότησε. Κάποιοι επιτείνοντας τη σύγχυση συνεχίζουν και σήμερα να αναπολούν τα «δοξασμένα χρόνια» της λαμπρής συμπόρευσης και άλλοι τις «ηρωικές εποχές» της μεγάλης αντίστασης, που η Εκκλησία στάθηκε με πλήρη αρματωσιά απέναντι στις δυνάμεις  του Καίσαρα.

Υπάρχουν, όμως, και εκείνες οι στερεοφωνικές φωνές, οι οποίες συνεχίζουν μετ’ επιτάσεως να ρωτούν και να ξαναρωτούν: «τι θέλει η αλεπού στο παζάρι;». Μάλιστα, σήμερα, ύστερα από τις ιστορικές εμπειρίες του πρόσφατου σχετικά παρελθόντος τις οποίες προανέφερα και του αρνητικού τους ρόλου στη συγκρότηση σχέσης και κοινωνίας, οι φωνές πληθαίνουν και γίνονται  πιο δυνατές. Και επειδή το παζάρι είναι ο κατεξοχήν χώρος της πολιτικής, αντιλαμβάνεσθε ότι η αλεπού στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα πάντα με τη σκέψη των εν λόγω απορούντων  είναι η Εκκλησία. Οφείλω, όμως, ευθύς εξαρχής να σημειώσω ότι η Εκκλησία δεν αποτελεί την αλεπού της ιστορίας. Ο Χριστός στέλνοντας τους μαθητές του στη δημόσια πλατεία, στη συνάντησή τους με τον κόσμο -και βρισκόμαστε εδώ ενώπιον του μυστηρίου της ιεραποστολής-  τους εφιστά την προσοχή λέγοντας τους ότι «σας στέλνω σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους», την ίδια στιγμή που τους καλεί να έχουν «τη σύνεση που έχουν τα φίδια και την ακεραιότητα που έχουν τα περιστέρια»[3]. Προτροπή, βέβαια, που στην πρώτη ανάλυσή της φαντάζει προβληματική και δυσερμήνευτη, καθότι ο όφις και το περιστέρι συνιστούν συμβολισμούς αντιθετικούς. Όλοι ξέρουμε ότι τα περιστέρια τρέφονται από τα φίδια. Το πραγματικό νόημα, όμως, της φράσης κρύβεται βαθύτερα στη σημασία που είχαν οι φαινομενικά αντίθετοι συμβολισμοί στον κόσμο της προχριστιανικής Ανατολής, εκεί όπου το φίδι και το περιστέρι κατανοούνταν ως φορείς της επερχόμενης Άνοιξης και της γονιμοποίησης της γης που αυτή πάντα ευαγγελίζεται[4].

Μια τέτοια βιβλική κατανόηση της Εκκλησίας είχε δίχως άλλο ο τιμώμενος σήμερα Ιεράρχης, ο μακαριστός μητροπολίτης κυρός Ειρηναίος Γαλανάκης, το πρόσωπο και το έργο του οποίου μας συνάζουν σήμερα επί το αυτό.

Σε επιστολή  του στους Ιεροσπουδαστές της Ιερατικής Σχολής Κρήτης, τον Ιούλιο του 1953, γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «Λογιάστε για μια στιγμή πως ανάμεσα στην καρδιά σας και στον Χριστό δεν μπαίνουν οι είκοσι αιώνες της Ιστορίας της Θρησκείας Του και λογιάστε ακόμη πως σε κείνη την τελευταία λειτουργία, που κάναμε φέτος στην ωραία μεγάλη Εκκλησιά της Σχολής μας, στήθηκε ο ίδιος ο Χριστός και μας μίλησε τα λόγια Του: “Πορευθέντες μαθητεύσατε…” […] Πηγαίνετε στον κόσμο να κηρύξετε το Θεό, πηγαίνετε στον κόσμο να ξαναφέρετε το Θεό, τον διωγμένο Θεό, τον ξορισμένο Θεό. Αν απορείτε για τα λόγια μου αυτά σάς εξηγούμαι αμέσως. Υπάρχει στον κόσμο αυτό, κάποιος που πολεμά αδιάκοπα το Θεό και κατορθώνει να βάζει τους ανθρώπους στα σχέδια και στους σκοπούς του. Έτσι, λίγο ύστερα από την πλάση  και την δημιουργία του κόσμου οι άνθρωποι ξέχασαν το Θεό. Υστέρα, όταν ο Θεός ξανάλθε στον κόσμο, οι άνθρωποι τον εσταύρωσαν. Επειδή όμως με το σταυρό ο Θεός ξαναπαίρνει στα χέρια Του τον κόσμο, ο μεγάλος εχθρός Του, ο σατανάς, έβαλε επάνω στους ανθρώπους να τον διώξουν και να Τον ξορίσουν έξω από το κόσμο. Και το σχέδιο τούτο πέτυχε πάνω κάτω, γιατί χρονιά τώρα οι άνθρωποι λένε στον Θεό: Κύριε Θεέ, να καθίσεις  πάνω στους Ουρανούς Σου και μείς θα Σου στέλνομε εκεί τις προσευχές και τα θυμιάματά μας. Σε τούτη δω την γη, που ‘ναι γεμάτη με αμαρτίες και λάσπη, να μην ανακατεύεται καθόλου η αγιότητά Σου, κι άφησε να την ορίζομε και να την κυβερνούμε μεις. Αλλά πάλι αν θέλεις να ‘ρχεσαι πότε πότε και εδώ κάτω για να περνάς την ώρα Σου, εμείς θα Σου βρίσκομε ένα κατάλληλο και σοβαρό τόπο. Ένα νεκροταφείο π.χ. μια ξωτική σπηλιά μια απόμερη ερημιά και αλλά παρόμοια είναι κατάλληλα και σοβαροί τόποι για τα γερατειά και την Αγιότητά Σου. Τα άλλα, οι πολιτείες, τα χωριά, τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα παλάτια, τα βουλευτήρια, τα θέατρα, τα στάδια, δεν είναι σοβαροί Τόποι και άφησέ τα σε μας να τα ορίζομε. Έτσι συμβουλευτήκαν οι άνθρωποι και έτσι έπραξαν. Έδιωξαν τον Θεό από το κόσμο αυτό, από τη ζωή αυτή. Το ξόρισαν στις άγονες ερημιές και πάνω ψηλά στα σύννεφα για να του στέλνουν εκεί νωθρές προσευχές, τις βλαστήμιες και τις μούντζες των και να αφήσουν εδώ κάτω άρχοντα και κυβερνήτη τον εγωισμό, την τρέλα, το συμφέρον, την πονηριά και την σκληράδα των τον ίδιο τον Σατανά. Να πιο είναι το αμάρτημα και το έγκλημα του σύγχρονου ανθρώπου: το έγκλημα της αποκοπής και της ορφάνιας του κόσμου από το Θεό. Το έγκλημα της εξορίας του Θεού μακριά από τον παλμό της ζωής αυτής. Ένα έγκλημα για το οποίον εργαστήκανε όχι μονό οι εχθροί του αλλά και οι φίλοι Του, χωρίς ίσως να το καταλάβουνε και οι ίδιοι. Ε, λοιπόν. Αυτόν τον ξορισμένο και διωγμένο Θεό, πηγαίνετε να κηρύξετε στο κόσμο, αγαπημένα μου παιδιά. Αυτόν τον λησμονημένο και συκοφαντημένο τόσο πολύ στην εποχή μας Θεό, σταθείτε να τον υπερασπιστείτε […] Αναστήσετε τον Θεό από τα μνήματα που τον έχουν θάψει οι τυπολατρίες και η δειλία όλων μας και φέρετέ τον στο Φως, στη ζωή, στη δημιουργία τη δική Του και στη δημιουργία των παιδιών Του, για να γνωρίσουμε όλα τη χάρη και τη λύτρωση Του. Γιατί στο Θεό δεν ανήκουνε μόνο τα “υπερπέραν” και τα “αόρατα”, ο θάνατος, τα μνήματα κι οι ερημιές, αλλά στο Θεό ανήκει επίσης η γη “και το πλήρωμα αυτής” […] Πρέπει να φωνάξομε τούτο το Σύνθημα: ΤΟΠΟ ΣΤΟ ΘΕΟ ΤΟΠΟ ΣΤΟ ΘΕΟ. Μιλήστε σαν Προφήτες του παλιού καιρού. Μιλήστε με τη φωνή του κεραυνού, με την κραυγή του λιονταριού κι όπου χρειάζεται με τη φωνή τ’ αρνιού και το ρυθμό της λύρας. Ξεσηκώστε τις σκλάβες ψυχές κι αρματώστε τις για τον Αγώνα του Θεού. Στηθείτε και δείξετε στους ανθρώπους το δρόμο του Θεού. ΟΧΙ ΜΕ ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΟ ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΣΑΣ. “Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη”»[5].

Ξέρετε, διαβάζοντας αυτό και άλλα αντίστοιχα κείμενα του μακαριστού κυρού Ειρηναίου, νιώθει κανείς μέσα του την Άνοιξη για την οποία μας μιλάει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Μια Άνοιξη δυναμική και λειτουργική, δεμένη με την κοινωνική πράξη, η οποία ως γεγονός απόλυτα συμμετοχικό παλεύει την ερωτική συγκρότηση του βίου και ως εκ τούτου την «ενοποίηση της θρυμματισμένης ύλης του κόσμου γύρω από τους καημούς και τα πάθη του ανθρώπου», καθώς σημειώνει ο Κωστής Μοσκώφ[6]. Αυτό ακριβώς είναι που τονίζει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όταν με έμφαση σημειώνει ότι η χαρισματική ζωή της Εκκλησίας είναι λόγος έμπρακτος και πράξις ελλόγιμος. Ως εκ τούτου η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να κατανοείται ως μία διαρκής ερωτική έξοδος που αποκαλύπτει τη «δισυπόστατη φύση μας, σαν ουράνιο τόξο, “φωτίζοντας σε κάθε σώμα τον ουρανό του και το χώμα”»[7].

Το ερώτημα, βεβαίως, που αμέσως τίθεται ύστερα από όλα αυτά και εφόσον αποδεχθούμε ότι η Εκκλησία έχει θέση στη δημόσια πλατεία, εφόσον αποδεχθούμε ότι «ο Χριστός περπατά μες στον Καιρό»[8] και «διασχίζει την ιστορία»[9], είναι «το πώς» αυτής της παρουσίας.

Στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο και χωρίς να καταργείται οριστικά «η πολλαπλότητα των σημασιών που χαρακτηρίζουν τις έννοιες του “δημόσιου” και του “ιδιωτικού”», που «μπορούν να γίνουν κατανοητές ως μια σειρά χωρικών» και εξάπαντος τροπικών «ποιοτήτων και σχέσεων»[10], κυριάρχησε η άποψη ότι το δημόσιο ταυτίζεται με το κρατικό, το οποίο βρίσκονταν στον αντίποδά του ιδιωτικού. Σε αυτήν την περίπτωση η Εκκλησία και γενικότερα οι θρησκείες πότε συνδέθηκαν με το κρατικό και ως εκ τούτου με τη νόμιμη άσκηση της κρατικής εξουσίας και πότε με το ιδιωτικό και την άμεση εξορία τους από το χώρο του «κοινού», που εκφράζει και αποκαλύπτει η  δημόσια πλατεία, η αγορά του λαού της αρχαίας Ελλάδας.

Από το τελευταίο τέταρτο, όμως, του 20ου αιώνα και μέχρι σήμερα επιστήμονες από διαφορετικούς χώρους, ανάμεσα στους οποίους και θεολόγοι, προσπάθησαν να δείξουν τη σύγχυση που δημιουργεί η ταύτιση των όρων δημόσιο και κρατικό. Μια προσπάθεια με τεράστιο νόημα η οποία, σε θεολογικό και θρησκευτικό τουλάχιστον επίπεδο, δίνει τη δυνατότητα μιας νέας κατανόησης των ορίων που ορίζουν τη διάκριση κρατικού, δημόσιου και ιδιωτικού[11]. Μια διάκριση που με τη σειρά της επανα-νοηματοδοτεί τη ζωή και καλεί σε νέες σχέσεις, διεκδικήσεις και αναμονές. Μια διάκριση που αναδεικνύει την αναγκαιότητα ενός διαλόγου με στοιχεία ειλικρίνειας, γνώσης και καταλλαγής. Μια διάκριση, που  έρχεται από παλιά -όχι οπωσδήποτε με τα συγκεκριμένα επιστημολογικά χαρακτηριστικά της-  για να αποδείξει και πάλι,  τόσο το ανέραστο της  κλειστοφοβικής εκκλησιαστικής επάρκειας και μαζί αγοραφοβίας  που οδηγεί στην υποχώρηση της ανθρωπινότητας, δηλαδή σε μια ακόμη απόδραση από το εδώ και τώρα και ως εκ τούτου σε μια τραγική έκσταση από τη μόνη αληθινή γη στην οποία δίνεται η μάχη των εσχάτων, όσο και το ανέραστο της πολιτικής και πολιτισμικής επάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία της ισχύος, της δύναμης και της εωσφορικής πλεονεξίας. Μια διάκριση που στέκεται ενάντια στο οποιοδήποτε σφιχταγκάλιασμα κράτους και Εκκλησίας, τουτέστιν ενάντια στο τέρας του εξουσιαστικού λαϊκισμού, που αφαιρεί τόσο από την πολιτεία όσο και από την Εκκλησία την καθαρή όραση και ως εκ τούτου τη δυνατότητα κριτικής θεώρησης των πραγμάτων.

Συνεπώς, και με βάση  όλα ως τα τώρα σημειώθηκαν, γίνεται σαφές, πως η Ορθόδοξη Εκκλησία,  ως σώμα πλήρως αυτοδιοίκητο με παρουσία  και λόγο στη δημόσια πλατεία -ένας λόγος κατά πάντα πολιτικός και ταυτόχρονα αντιεξουσιαστικός-, έχει τη συνευθύνη της συνοχής, αλλά και της ειρηνικής συνύπαρξης των μελών της κοινωνίας. Εξάπαντος, όμως,  δεν αποτελεί γρανάζι της κρατικής εξουσίας.  Η διακονία της, που στηρίζεται στους κανόνες και τα δρώμενα του σώματος, είναι «αμέτοχη παντελώς σε κάθε μορφή έννομης εξουσίας»[12], η οποία ανήκει αποκλειστικά στην κρατική εξουσία. Και το λέγω τούτο, διότι σήμερα φαίνεται να βρίσκουν χώρο, να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εντός της Ορθοδοξίας απόψεις  φονταμενταλιστικές, οι οποίες θεωρούν πως το Σύνταγμα αποτελεί μανιφέστο της Ορθοδοξίας και ως εκ τούτου υπόκειται στη δογματική της διδασκαλία.  Από την άλλη δεν είναι λίγες οι φορές που ο εκτροχιασμένος πολιτικός λόγος παλεύει με νύχια και με δόντια να εξορίσει την Εκκλησία από το δημόσιο χώρο. Αυτό, μάλιστα,  έχει ιδιαίτερη σημασία τώρα που η Ορθοδοξία  συναντά τόσο σε διεθνές όσο και σε εσωτερικό επίπεδο τις δημιουργικές προκλήσεις που θέτει ο διάλογος της με τις Θρησκείες του κόσμου και κυρίως το Ισλάμ, στο οποίο, παρότι «η πνευματική κληρονομιά του μουσουλμανικού κόσμου δεν αποκλείει μια συμβατική μορφή αρμονικής συζυγίας μεταξύ της θεοκρατικής κατανοήσεως της φύσεως  της πολιτικής εξουσίας και της δημοκρατικής εκφράσεως των θεσμικών της λειτουργιών σε έναν κόσμο, ο οποίος ανέχεται ή και ενθαρρύνει την πολυπολιτισμική ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας»,  η διάκριση της πολιτικής εξουσίας από τη θρησκευτική εξουσία δεν είναι σαφής[13].

Τώρα είναι λοιπόν η στιγμή να υπογραμμίσουμε με ένταση, πως η οντολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν ευνοεί κανέναν πόλεμο χαρακωμάτων. Δεν μπορεί, όμως, και να μείνει άφωνη και άπρακτη σε εκείνες τις περιπτώσεις που «οι λύκοι» της ιστορίας, τουτέστιν οι πράξεις της πλεονεξίας, απ’ όπου και εάν προέρχονται, θέτουν εν αμφιβόλω την ειρηνική συνύπαρξη των μελών της κοινωνίας και των λαών του κόσμου ολάκερου. Γι αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ, έχοντας ως μοναδικό της όπλο την οντολογική της άρνηση επιβολής της ζωής της στα μέλη μιας δημοκρατικής πολιτείας που επέλεξαν να βρίσκονται έξω από τον οίκο της, να ευαγγελίζεται ως άλλος όφις και ως άλλη περιστερά, την Άνοιξη του κόσμου. Μια άνοιξη, η οποία σε αντίθεση με τους βαθείς χειμώνες της ιστορίας του πολιτισμού,  θα επιτρέψει, καθώς σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, την επάνοδο του Χριστού από την εξορία και την εναπόθεσή του σε νέα φάτνη εξίσου ταπεινή, εντός των ορίων της πόλεως[14].

Μια φάτνη, η οποία θα ξαναδώσει νόημα στον άμβωνα, ο οποίος, καθώς σημειώνει ο μακαριστός Μητροπολίτης κυρός Γαλανάκης, «είναι τοποθετημένος στη μέση του χριστιανικού Ναού για να ακούγεται το κήρυγμα του από όλες τις πλευρές του, το ίδιο και το μήνυμά του πρέπει να τοποθετείται στη μέση της ζωής για να το ακούνε όλοι. Κι αυτοί που είναι μπροστά (προοδευτικοί;) και αυτοί που είναι πίσω  (συντηρητικοί;) κι αυτοί που είναι ‘δεξιά’ και αυτοί που είναι ‘αριστερά’. Κι αυτοί που ανεβαίνουν στα μπαλκόνια κι αυτοί που κοπαδιάζονται στις πλατείες. Χρέος λοιπόν της “Εκκλησίας” να ερμηνέψει και στον τόπο μας το αληθινό νόημα της Εκκλησίας του Χριστού, έτσι που είναι ο άμβωνάς της να μπορεί να κατηχεί και στις αγορές (τα μπαλκόνια) και στις πλατείες[15]».

[1] Μτ 16,18.

[2] Μ. Χατζιδάκις, Ολίγα τινά περί παραδόσεως εθνικής, λαϊκής και μη, Τα σχόλια του τρίτου. Μια νεοελληνική μυθολογία, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 2003, σ. 145.

[3] Μτ 10,16.

[4] Βλ. σχετικά Μ. Γκουτζιούδη,  Φύσις Θηρίων. Η χρήση της Ζωικής Ποικιλότητας στην Καινή Διαθήκη και στο Περιβάλλον της, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013, σ. σ. 316-317: «Στο Μτ. 10:16 έχουμε δύο παροιμιακά λόγια. Το δεύτερο μέρος του στίχου 16 συνδέει τα φίδια με τα περιστέρια και δεν απαντάται σε κανένα από τα υπόλοιπα ευαγγέλια. Το φίδι σε σύνδεση με το περιστέρι έχει παρατηρηθεί σε διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως λατρευτικά αντικείμενα από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., τα οποία έχουν βρεθεί και στην περιοχή του Ισραήλ. Ιερά κυτία διακοσμημένα με φίδια και περιστέρια φανερώνουν κατά τους ειδικούς τη λατρεία κάποιας προ-ισραηλιτικής θεότητας της γονιμότητας και τον εορτασμό της άνοιξης ή την επαναφορά της βλάστησης. Όταν το περιστέρι εικονίζεται μαζί με το φίδι λειτουργεί βοηθητικά, απομακρύνοντας τον όποιο αρνητικό συμβολισμό του φιδιού και συνεπώς αυξάνοντας τη φιλικότητα προς τους ανθρώπους. Δεν θα ήταν υπερβολή να δεχτούμε λόγω της παρουσίας του περιστεριού σε αυτές τις αρχαιότητες ότι συμβολίζεται έτσι η μεταφορά του φιδιού από τη γήινη σφαίρα στην ουράνια, όπου πιστευόταν ότι κατοικούσε η σοφία. Ίσως συμβολίζεται ακόμη μια αναγέννηση».

[5] Μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης, Αείφωτος Πορεία, έκδ. Ι. Μ. Κισάμου και Σελίνου, Κίσαμος 2011, σ. 242-243.

[6] Κ. Μοσκώφ, Σαρακοστιανό ή ερειπωμένη Εκκλησία, Λαϊκισμός ή πρωτοπορία;, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1985, σ. 21. Πρβλ.  του ίδιου, Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του έρωτα και τα όρια της ιστορίας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1988, σ. 128-131.

[7] Μ. Γκανάς, Άσμα Ασμάτων, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 20015, σ. 53.

[8] Κ. Μοσκώφ, Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του έρωτα και τα όρια της ιστορίας, σ. 128.

[9] Τ. Λειβαδίτης, Ο τυφλός με το λύχνο.

[10] Α. Ψυλλίδης, Το δίπολο δημόσιο-ιδιωτικό: οι κλασσικές προσεγγίσεις,

[11] Άκρως ενδιαφέρουσες για το θέμα μας είναι οι διευκρινίσεις του Ιωάννη Πέτρου για τους όρους «ιδιωτικό», «δημόσιο» και «κρατικό». Γράφει σχετικά: «Υπάρχει κάποια σύγχυση στη χρήση των όρων αυτών που οφείλεται στο γεγονός ότι στην ελληνική πραγματικότητα, ιδίως σε επίπεδο νομικής ορολογίας, ταυτίζεται συνήθως το “δημόσιο” με το “κρατικό”…Το “κράτος”, και κάθε τι που είναι “κρατικό”, συνδέεται  με τη νόμιμη άσκηση εξουσίας. Όσο το “δημόσιο” ταυτίζεται με το “κρατικό” συνδέεται και αυτό με την άσκηση εξουσίας, Έτσι, δυσχεραίνεται η κατανόηση του δημόσιου με την έννοια του “κοινού”, που ανήκει στον κοινωνικό χώρο, γιατί στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αποσυνδεθεί από την έννοια της άσκησης κρατικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, όταν κατανοηθεί σωστά η έννοια του “ιδιωτικού”, τότε αυτό δεν είναι αντίθετο προς το “δημόσιο”, αλλά μόνο προς το “κρατικό”. Η κατανόηση όμως αυτή προϋποθέτει την παραπάνω διαφοροποίηση του ‘δημόσιου” από το “κρατικό”», Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία, σ. 211.

[12] Ν. Ματσούκα, Ανέκδοτη επιστολή στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Χριστόδουλο, Θεσσαλονίκη 22-11-2000, σ. 1.

[13] Β. Φειδά, Κρατική εξουσία και Ισλαμική αφύπνιση, Εκκλησία-Οικουμένη-Πολιτική. Χαριστήρια στον Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δαμασκηνό, εκδ. Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ορθοδοξίας, Αθήνα 2007, σ. 618-619.

[14] Για αντίστοιχα φαινόμενα στα όρια του σύγχρονου πολιτισμού της επιβεβλημένηςαμνησίας, ενός είδους πολιτισμικού Αλτσχάϊμερ, που θέτουν την Εκκλησία, λόγω και πράξει, έξω από τη δημόσια πλατεία, την αγορά του λαού της αρχαίας Ελλάδας, βλ. D. G. Goa, The Public Square and the Culture of Amnesia, Findings (2002), σ. 1-6.

[15] Το κείμενο είναι του 1981 και βρίσκεται στο βιβλίο του Παντελή Μαριακάκη,Ορθοδοξία και Ελληνισμός, Αθήνα 2005, σελ. 172.

ΠΗΓΗ

Θεολογικά Δρώμενα