Αρχείο μηνός Σεπτέμβριος 2015

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΡΟΥΣΑΝΟΥ

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΡΟΥΣΑΝΟΥ[1]

Η λογιοσύνη του Παχώμιου Ρουσάνου

Ο Παχώμιος Ρουσάνος ο αποκαλούμενος ρακενδύτης[2], στο χώρο των νεοελληνικών θεολογικών και ιστορικών σπουδών είναι γνωστός ως ένας από τους πιο επιφανής θεολόγους και εκκλησιαστικούς λογίους συγγραφείς[3], των κάτω χρόνων της Τουρκοκρατίας. Άριστος αντιγραφέας κωδίκων, πολυγραφότατος συγγραφέας και λαμπρός ιεροκήρυκας, ο Ρουσάνος περιόδευσε όλες σχεδόν τις υπόδουλες ελληνικές χώρες (Κωνσταντινούπολη, Πόντο, Βενετία, Αττική, Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Κρήτη, Επτάνησα, Κύπρο), έζησε για μια περίπου δεκαετία στο Άγιον Όρος και επισκέφθηκε του Αγίους Τόπους. Παρά το βραχύ βίο του, άσκησε το λειτούργημα του διδασκάλου με επιτυχία[4], γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις πολλές μελέτες του για τη γραμματική της αρχαίας ελληνικής, καθώς επίσης και τη ρητορική του δεινότητα. Εκείνο, ωστόσο, που εκπλήσσει ακόμη περισσότερο το μελετητή του έργου του είναι το γεγονός, ότι ο Ρουσάνος σε μια εποχή εντόνων θεολογικών και εκκλησιαστικών ζυμώσεων που συνέβησαν στον ευρύτερο βαλκανικό και ευρωπαϊκό χώρο, όπως λόγου χάριν η προσηλυτιστική δράση των μισσιοναρίων της Καθολικής Εκκλησίας, κυρίως στις λατινοκρατούμενες ελληνικές περιοχές και οι επιδράσεις που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση στον ορθόδοξο κόσμο, διεξήγαγε σθεναρό αγώνα για να προφυλάξει το Γένος από οποιεσδήποτε παρεκκλίσεις[5]. Για το λόγο αυτό, ορθότατα έχει επισημανθεί ότι υπήρξε συνεχιστής της πατερικής  παράδοσης[6]. Τούτο επαληθεύεται από το ότι ο ορμητικός του χαρακτήρας, προσπάθησε να αναχαιτίσει το ρεύμα κάθε αιρετικής απόκλισης και αλλαξοπιστίας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, με ειδικές συγγραφές που σκοπό είχαν να καταδείξουν την ανωτερότητα της Ορθοδοξίας από κάθε πίστη[7]. Η διαμάχη του με το σύγχρονό του λόγιο Ιωαννίκιο Καρτάνο, που ως αφορμή είχε την επιχειρούμενη από αυτόν μετάφραση αγιογραφικών χωρίων στην απλή γλώσσα[8], συνεπικουρούμενη βέβαια και με πολλές κακοδοξίες, δογματικού κυρίως χαρακτήρα, είναι ιδιαίτερα ενδεικτική: καταδεικνύει τη μαχητικότητα του Ρουσάνου και την προσπάθειά του στο να διαφυλάξει την ενότητα του Γένους και της Ορθοδοξίας[9].

Συνέχεια

Το στυλ της γραφής και ο υμένας του ύφους

Σκόρπιες σκέψεις με αφορμή τις Τζαζ Ιστορίες του Σάκη Παπαδημητρίου

Του Αθανασίου Ι. Καλαμάτα

ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Τζαζ ιστορίες και ανησυχίες, εκδ. Απόπειρα, Αθήνα 2003

Γνωρίζω τον Σάκη Παπαδημητρίου από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν η χρονιά του 1994, χρονιά που έκαμε την έκδοση δύο σημαντικών βιβλίων του για την τζαζ. Στον πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο University Studio Press, όπου τότε εργαζόμουν ως υπεύθυνος εκδόσεων, είχε έρθει ο Σάκης για να εκδώσει την Εισαγωγή στην τζαζ και ένα βιβλίο για τον Leonard Bernstein. Πολλές ήταν τότε οι στιγμές – μοναδικές θα τις χαρακτήριζα – που συζητώντας μαζί του, είχα τη χρυσή ευκαιρία να διευρύνω τη σχέση μου με την τζαζ μουσική. Ήξερα, βέβαια, ότι η υπόθεση της τζαζ στην Ελλάδα ήταν, και συνεχίζει βέβαια να είναι, αδιαχώριστα συνδεδεμένη με το όνομα του Σάκη Παπαδημητρίου. Το μόνο, ωστόσο, που δεν φανταζόμουν ήταν ότι μουσικός αυτός δημιουργός, ποιητής, πεζογράφος και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, θα ήταν τόσο απλός και οικείος, αλλά και πρωτοπόρος. Ενθυμούμαι πολύ καλά, τώρα που γράφω αυτές τις σκέψεις, τα θλιβερά γεγονότα της συναυλίας με τη Γεωργία Συλλαίου που είχε κάμει ο Σάκης Παπαδημητρίου στη Ροτόντα, τότε που μαινόμενοι «χριστιανομαθημένοι» χούλιγκαν «πιστοί» είχαν εισβάλλει στο μοναδικό για το είδος του αυτό μνημείο και τα είχαν κάμει γυαλιά καρφιά. Αντιδρούσαν βλέπετε στην «παραβίαση» της ιερότητας του χώρου, ο οποίος όμως για την ίδια την ιστορία της ανεξάντλητης αυτής πόλης, της Θεσσαλονίκης, εγγράφεται ως μνημείο όχι μόνο θρησκευτικό, αλλά και ως μνημείο – σύμβολο της ιστορικής πολυπολιτισμικής φυσιογνωμίας της.

Ο Σάκης Παπαδημητρίου έχει το ακριβό προνόμιο να συνταιριάζει άψογα το ρόλο του μουσικού δημιουργού με αυτόν του κριτικού. Όλα του σχεδόν τα βιβλία και η δράση του, από τη μαγευτική «Διαγώνιο» μέχρι τις ανεπιτήδευτες ραδιοφωνικές παραγωγές του, φέρουν το στίγμα της πρωτοτυπίας και αντιστέκονται στο κυρίαρχο συρμό της βιομηχανοποιημένης μουσικής των ημερών μας. Σ’ αυτό το δέκατο έβδομο βιβλίο του, πάνω απ’ όλα ο αφηγητής Σάκης Παπαδημητρίου, ανήσυχα και απρόβλεπτα μας ξετυλίγει προσωπικές ιστορίες και περιπέτειες του, ταξίδια και φεστιβάλ, πρόσωπα, βιβλία και δίσκους, «ανοίγει» την τζαζ σ’ άλλες καλλιτεχνικές μορφές: τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, το θέατρο, το χορό, τη φωτογραφία. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου τα κριτήρια αξιολόγησης κυριαρχούνται από το πνεύμα της τζαζ. Διαρθρωμένο σε τρία μέρη, στο μεν πρώτο, με «έδρα τη Θεσσαλονίκη», απεικονίζει μνήμες από τα νεανικά χρόνια του καλλιτέχνη, στο δεύτερο, σχολιάζει βιβλία με θέμα τη τζαζ και βιογραφεί μουσικούς, στο δε τρίτο, επανεκτιμά ορισμένες σύγχρονες κριτικές τάσεις που αφορούν το συγκεκριμένο μουσικό ρεύμα, όπως λόγου χάριν την πολεμική του Adorno, το «νέο πνεύμα» του Le Corbusier και του Δ. Μητρόπουλου.

Είπαν πως η τζαζ είναι κατεξοχήν τέχνη του αυτοσχεδιασμού. Εξού και η πολλαπλότητα των στοιχείων της, της βαριάς κληρονομιάς της: η γέννησή της στη Νέα Ορλεάνη, τα σπιρίτζουαλ, τα μπλουζ, τα μίνστρελ, το σουίνγκ, η αφροκουβανέζικη επίδρασή της. Ο Σάκης Παπαδημητρίου βιώνει εκπληκτικά τον καλλιτεχνικό αυτό ορίζοντα, δίνοντάς μας απλόχερα για άλλη μια φορά, μέσα από ένα μουσικό σχολείο που ξεκινάει από το 1975 στο Β΄ Πρόγραμμα και φτάνει σε εκπομπή της ΕΡΤ 3 με την «παγκοσμιότητα της τζαζ», ένα βιβλίο ουτοπικό.

Ο ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΥΛΛΑΙΟΥ ΣΤΟ ART STUDIO

Η Μικρασιατική Καταστροφή μέσα από τη λογοτεχνικά κείμενα· Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ

Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Η Σµύρνη µάνα µ’ καίγεται - Media

Η Σμύρνη μάνα φλέγεται

ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ, «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ»

Ολιγόλεπτη επετειακή εκπομπή του Β΄ Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας όπου διαβάζονται αποσπάσματα από λογοτεχνικά κείμενα και μαρτυρίες σχετικά με την Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Μεταδόθηκε ζωντανά στο πλαίσιο αφιερώματος με αφορμή την 65η επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής που ετοιμάστηκε για την εβδομάδα 12 με 18 Σεπτεμβρίου 1987.

Στη συγκεκριμένη ηχογράφηση, που αποτελεί μία από τις πέντε εκπομπές που μεταδόθηκαν, ακούγεται απόσπασμα από το έργο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ «Ενθυμήματα» (1981). Διαβάζει η ΜΑΓΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ.

Εδώ τραγουδάμε και χορεύουμε: Σόλων Λέκκας, Αργυλέ μου γιατί σβήνεις

ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΥΔΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΩΝ (19ος αι. – 1922)

ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΥΔΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΩΝ (19ος αι. – 1922)[1]

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Summary

Based on the existing bibliography, I outline the two Metropolis of the Asia Minor Hellenism Kydonies and Moshonisia in the last two centuries. To be more specific I examine the formation of the ecclesiastic condition of these Metropolis from the beginning of the 19th century up to 1922.  I also try to present the ecclesiastic and ethnic work of following Metropolites (tans) Dionysios A, Bartholomeos A, Kallinikos A, Meletios A, Kyrillos B, Paisios B, Iakovos A and Amvrosios Plianthidis at the Metropolis of Moschonisia and of Gregorios the so called Watchmaker (Orologas) in Kydonies. As we well know, after the Asia Minor disaster, these Metropolis lost their followers, but they were still considered active and belonged to the Ecumenical Patriarchate and still exist as far as the practice of the Metropolis are concerned. The Metropolites (-tans) who are chosen are considered active members of the Mother Church.

Εισαγωγικά

Η εκκλησιαστική ιστορία των Μητροπόλεων του Μικρασιατικού Ελληνισμού συνιστά λίαν ενδιαφέρον κεφαλαίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και ειδικότερα της Ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που εν πολλοίς μέχρι σήμερα παραμένει ανεξερεύνητο. Και αυτό συμβαίνει για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι η διαμορφωθείσα διοικητική εκκλησιαστική κατάστασή τους, κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες, πέρασε από πολλές διακυμάνσεις. Και δεύτερον, διότι κάποιες πτυχές έρευνάς τους, αν και κατά το παρελθόν διερευνήθηκαν με σημαντικές μελέτες, η συνολική ανάλυση και έκθεση της εκκλησιαστικής τους κατάστασης, μέχρι σήμερα λείπει εισέτι. Συνέχεια

Ο μέγιστος βυζαντινολόγος του 20ου αιώνα Sir Steven Ransiman

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Η άλλοτε ξεχασμένη κι άλλοτε υποτιμημένη βυζαντινή ιστορία – για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες καθετί βυζαντινό αυτομάτως εντασσόταν στο χώρο του σκοταδισμού – έγινε ευτυχώς, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αντικείμενο σοβαρής επιστημονικής έρευνας. Οι ιστορικοί, πολλοί μάλιστα απ’ αυτούς εντάσσονται στους κύκλους των διανοουμένων, που ανέλαβαν όχι μόνο να γεφυρώσουν το «αναμέσον χάσμα» ανάμεσα στον Αρχαίο και Νέο Ελληνισμό – έτσι χαρακτήριζε το Βυζάντιο ο Ν. Σαρίπολος, Καθηγητής της Νομικής Σχολής στον 19ο αιώνα – αλλά και να αποκαταστήσουν τη βυζαντινή οικουμένη, αποτελούν σήμερα αξιοσέβαστο πεδίο μελέτης και κατανόησης αυτής της πολυεπίπεδης και σύνθετης ιστορικής διαδικασίας, που επικράτησε να ονομάζεται βυζαντινός πολιτισμός.

Συνέχεια

“Η διεπιστημονικότητα στην εκπαιδευτική πράξη”

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Αρχή της σχολικής χρονιάς σήμερα. Ας σκεφτούμε κάποτε σοβαρά, στη διδακτική μας πράξη να εφαρμόσουμε διεπιστημονικές μεθόδους διδασκαλίας, όποιο μάθημα κι αν διδάσκουμε. Κι αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, στηρίζεται σ’ ένα βασικό θα ‘λεγα παιδαγωγικό αξίωμα· σύμφωνα με τον μεγάλο παιδαγωγό  J. Dewey: “δεν έχουμε μια σειρά από χωριστούς κόσμους, ένας από τους οποίους είναι μαθηματικός, άλλος φυσικός, άλλος ιστορικός κ.λπ. Ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου όλες οι πλευρές συνδέονται».

Το παρακάτω άρθρο του  Κωνσταντίνου Γ. Μπίκου, Καθηγητή του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Α.Π.Θ., με τίτλο: “Η διεπιστημονικότητα στην εκπαιδευτική πράξη”, δημοσιευμένο στο διαδικτυακό περιοδικό Πολιτισμός και Έρευνα, 4 (2015), νομίζω ότι αξίζει να διαβαστεί…

Η διεπιστημονικότητα στην εκπαιδευτική πράξη

Η ποίηση συνοδοιπόρος… για μια καλή και δημιουργική σχολική χρονιά…

«Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και τους νόμους του πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
πού
ειν΄ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
πού
ειν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο πλησίον,
θα
΄τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο και απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκαια και προτεραιότητες
– κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν
ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα πού είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
πού ‘ναι το Πλησιέστερο
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατος σου η ζωή μου».

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, «Το πλησιέστερο», από την ποιητική συλλογή: Το τελευταίο σώμα μου, εκδ. Κείμενα, Αθήνα 198, 16-17.

 

Σεραφείμ ο Μυτιληναίος (ci. 1667 – ci 1735). Ένας λησμονημένος λόγιος

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Κ. ΠΑΠΟΥΛΙΔΗΣ, Το πολιτικό και θρησκευτικό κίνημα του Ιεροεθνισμού και οι πρωτοπόροι του. Σεραφείμ ο Μυτιληναίος (ci. 1667 – ci 1735), εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 276[1].

Το πολιτικό και θρησκευτικό κίνημα του Ιεροεθνισμού και οι πρωτοπόροι του: Σεραφείμ ο Μυτιληναίος ci. 1667-ci. 1735

Για τον Σεραφείμ Μυτιληναίο, τον επονομαζόμενο Στέφανο Πωγωνάτο η μέχρι σήμερα ιστορική έρευνα δεν έχει καταφέρει να αποκαταστήσει την προσφορά του στο υπόδουλο Γένος. Κι αυτό διότι ο Λέσβιος αυτός λόγιος του δεύτερου μισού του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αιώνα, υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Σε ένα μεγάλο ποσοστό η υπάρχουσα βιβλιογραφία τον αποτιμά αρνητικά, ενώ δεν λείπουν και οι θετικές κρίσεις για την προσωπικότητά του. Όσον αφορά στην αρνητική θεώρηση ενδεικτικά αναφέρω εδώ δύο βασικούς εκπροσώπους της ελληνικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, τον Γαλαξιδιώτη Κωνσταντίνο Σάθα και τον Μακεδόνα Γεώργιο Ζαβίρα, οι οποίοι στα δύο βασικότερα έργα τους, τη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα 1868 ο πρώτος, και το Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Θεσσαλονίκη 1972 ο δεύτερος, βασιζόμενοι στα ιδιαίτερα επικριτικά σχόλια του συγχρόνου του Σεραφείμ Λαρισαίου λογίου Αλέξανδρου Ελλάδιου, τον κατατάσσουν στις προσωπικότητες εκείνες που με την παρουσία του στις πόλεις που έδρασε, δημιούργησε πολλά προβλήματα. Όσον αφορά στη θετική θεώρηση, ο Σεραφείμ Μυτιληναίος, με πρωτεργάτη τον Γεώργιο Βαλέτα, υπήρξε ο λόγιος εκείνος που με το εθνοδιαφωτιστικό του έργο έγινε πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της εθνεγερσίας της Επανάστασης του 1821, (βλ. «Σεραφείμ Μυτιληναίος. Πρόδρομος της Εθνεγερσίας και του Διαφωτισμού», Αιολικά Γράμματα 1(1971)226-235). Την ίδια θεώρηση κάμει και ο Στυλιανός Μπαϊρακτάρης στη μονογραφία του Σεραφείμ Μυτιληναίος. Ο λησμονημένος πρωτοπόρος (1670-1735), Αθήνα 1973. Στην περίπτωση αυτή αξίζει να αναφέρω και το γεγονός ότι στη νεότερη Λεσβιακή ιστοριογραφία, ο Σεραφείμ παραμένει ο φωτισμένος και δραστήριος κληρικός, που με το φωτεινό και μαχητικό του πνεύμα αγωνίστηκε να σκορπίσει το ζόφο της δουλείας από τα Γένος, (Π. Παρακευαΐδης, Η Λέσβος κατά την Τουρκοκρατία. Οι αιώνες της ανάκαμψης (17ος -18ος), Μυτιλήνη 2001, σσ. 95-97. Πρβλ., και την μυθιστορηματική βιογράφηση του Σεραφείμ από τον Στράτο Χατζηγιάννη, Οι Πωγωνάτοι της Λέσβου, Μυτιλήνη 1980, σσ. 77-126).

Ενώ, λοιπόν, μέχρι σήμερα η βιβλιογραφία ήταν διχασμένη, η παρουσιαζόμενη εδώ μονογραφία του Κυριάκου Κ. Παπουλίδη, Λέκτορα Νεοελληνικών Σπουδών στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Adam Mickiewcz στο Poznam της Πολωνίας, έρχεται και καλύπτει το υπάρχον κενό και αποκαθιστά την παρουσία του Σεραφείμ Μυτιληναίου στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού.

Όπως είναι γνωστό, οι απαρχές του 18ου αιώνα χαρακτηρίζονται από τις πρώτες οργανωμένες πολιτικές δραστηριότητες των Ελλήνων για την απελευθέρωση του Ελληνισμού από τον οθωμανικό ζυγό. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις Ελλήνων λογίων που έδρασαν κυρίως στη μακρινή Ρωσία, όπως του «κλεινού» Ευγένιου Βούλγαρι, που με τα αλλεπάλληλα υπομνήματά του προς την Αικατερίνη  Β΄, έκαμε πράξη το εθνικό του όραμα για εθνική αποκατάσταση. Στα πλαίσια αυτά είναι που αντίστοιχες πατριωτικές πρακτικές αποτέλεσαν το προοίμιο των συλλογικών αγώνων των Ελλήνων για εθνική χειραφέτηση. Εδώ είναι που ο λόγιος ιερομόναχος Σεραφείμ ο Μυτιληναίος και το κίνημα του Ιεροεθνισμού, εμφανίστηκαν ιστορικά ως οι δυο κύριες συνιστώσες μιας εταιριστικής κίνησης, οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν τόσο με τον πολιτικό, όσο και με το θρησκευτικό τους ρόλο στη μάχη για την  απελευθέρωση των Ελλήνων.

Στην παρούσα μελέτη του Κυριάκου Παπουλίδη, για πρώτη φορά  παρουσιάζεται λεπτομερώς η πολύπλευρη προσωπικότητα του λογίου ιερομόναχου Σεραφείμ Μυτιληναίου, ως βασικού πρωταγωνιστή και πρωτεργάτη της οργανωμένης πολιτικής δραστηριότητας των υπόδουλων Ελλήνων. Μια σειρά από  ανέκδοτες και εκδιδόμενες αρχειακές πηγές, φέρνουν στο φως την πολυσχιδή δραστηριότητα του Σεραφείμ Μυτιληναίου στην ανάπτυξη του κινήματος του Ιεροεθνισμού, μέσα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών πολιτικών και θρησκευτικών ανταγωνισμών κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.

Στη εν λόγω μελέτη γίνεται λόγος για το βίο και τη δράση του Σεραφείμ Μυτιληναίου, η οποία ξεκινά από τη γενέτειρά του Μυτιλήνη και διέρχεται μια σειρά από πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Μόσχα, το Λονδίνο, το Άμστερντάμ, η Βιέννη, η Κοπεγχάγη, η Κωνστάντζα, η Βαρσοβία, η Αγία Πετρούπολη, (σσ. 19-124). Στις πόλεις αυτές ο Σεραφείμ βρέθηκε όχι μόνο για σπουδές, όπως στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και στο Ελληνικό Κολλέγιο της Οξφόρδης στο Λονδίνο, αλλά και για πολιτική δράση, είτε ως απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Μ. Πέτρο στη Ρωσία, είτε ως ενεργά αναμειγμένος στη σύσταση της Εταιρείας των Ελλήνων, την ορθά από το Ζαχαρία Τσιρπανλή χαρακτηριζόμενη «Σοσιετά των Γραικών», της οποίας προκήρυξης συντάκτης ήταν ο ίδιος ο Σεραφείμ, τυπωμένη σε τυπογραφείο της Κρακοβίας 1720, με σαφή πατριωτικό και πολιτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και ο όρος Ιεροεθνισμός. Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια των αλλεπάλληλων μετακινήσεών του, ο Σεραφείμ ήρθε σε επαφή σημαντικά πολιτικά και εκκλησιαστικά πρόσωπα, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Καλλίνικο Β΄, το λόγιο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο Νοταρά, τον Μ. Πέτρο, τον ελληνιστή καθηγητή στην Οξφόρδη Dr. Benjamin Woodroffe, το λόγιο και πολυμαθή ιεράρχη Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Νεόφυτο, τη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας Άννα, τον πρίγκιπα της Σαβοΐας Ευγένιο, τον καγκελάριο της Πολωνίας Σεμπέκ, τον Ρώσο Αρχιεπίσκοπο Νόβγοροδ Θεοφάνη Προκόποβιτς, κ.ά.

Το μεταφραστικό έργο του Σεραφείμ σχετίζεται με την αναθεώρηση της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης, του γνωστού λογίου ιερομονάχου Μάξιμου Καλλιουπολίτη στα 1703, γεγονός που τον έφερε αντιμέτωπο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄. Το ζήτημα της μετάφρασης της Αγίας Γραφής και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης στην Ιστορία της Εκκλησίας, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας δυστυχώς είχε οδυνηρές διαστάσεις και δημιούργησε πολλαπλά προβλήματα. Ήδη πριν από τον 17ο αιώνα υπήρξαν ευάριθμες μεταφράσεις βιβλικών κειμένων που δεν δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα στην Εκκλησία, εκτός από την μετάφραση του Ιωαννίκιου Καρτάνου της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης το 1536. Από την εποχή όμως της μετάφρασης του Μάξιμου Καλλιουπολίτη που εκδόθηκε στη Γενεύη το 1638, όταν ο Μάξιμος είχε πεθάνει, μολονότι είχε την υποστήριξη του μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι, η ίδια γνώρισε τρεις καταδίκες από ισάριθμες Τοπικές Συνόδους, στην Κωνσταντινούπολη το 1638 και το 1642 και στο Ιάσιο το 1641-1642, (βλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Νέα στοιχεία για την πρώτη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική γλώσσα από το Μάξιμο Καλλιουπολίτη», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 2(1986)7–70). Για το θέμα των μεταφράσεων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η βιβλιογραφία είναι ιδιαιτέρα σημαντική. Ο πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός, μας έχει δώσει μια εξαιρετική μελέτη, Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την νεοελληνικήν, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2004.

Η επανέκδοση, λοιπόν, της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης από τον Σεραφείμ Μυτιληναίο, αν και συνάντησε τη μήνιν του Αλέξανδρου Ελλάδιου, στόχο είχε να δώσει τη δυνατότητα στον υπόδουλο Ελληνισμό να μελετά την Καινή Διαθήκη στην γλώσσα του. Ο Κυριάκος Παπουλίδης στο παρουσιαζόμενο εδώ βιβλίο του (σσ. 125-184), με σαφήνεια εκθέτει όλα τα προβλήματα που προέκυψαν απ’ αυτό το εγχείρημα του Σεραφείμ. Αναφέρεται στη γλώσσα της μετάφρασης, τα προβλήματά της, το λεξιλόγιο, την ορθογραφία και παραθέτει σχετικό παράρτημα με τον πρόλογο του έγραψε ο Σεραφείμ στο Λονδίνο το 1703, κάνοντας σχετικά σχόλια και παραθέτοντας το καταδικαστικό συνοδικό γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄ το 1704.

Σύμφωνα με τον Ρώσο συγγραφέα G. Episov, που στα 1876 σ’ ένα άρθρο του βιογράφησε τον Σεραφείμ, (το άρθρο αυτό μεταφράστηκε από τον Κ. Παλαιολόγο και με τίτλο: «Ο Έλλην κληρικός Σεραφείμ» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παρνασσός 4(1886)28-51), ο Λέσβιος λόγιος κληρικός στα 1732 συνελήφθη στην Αγία Πετρούπολη για κατασκοπία, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια εξορία στην κωμόπολη Οχότσκ της Σιβηρίας. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί το γεγονός αυτό, δημοσιεύοντας το κείμενο της καταδίκης από τα ρωσικά αρχεία, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ο Σεραφείμ καταδικάστηκε χωρίς καν να δικαστεί, (σσ. 185-232). Τα πρόσωπα που άμεσα αναμείχθηκαν στην καταδίκη, ήταν η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Άννα Ιβάνοβνα και ο Αρχιεπίσκοπος Νόβγοροδ Θεοφάνης Προκόποβιτς. Ωστόσο, πίσω από την καταδίκη, ως ηθικός αυτουργός ήταν ο Αλέξανδρος Ελλάδιος, γεγονός που κατά τον συγγραφέα, ενισχύει την άποψη ότι οι ανακριτικές αρχές της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, στηρίχθηκαν στις κατηγορίες που ο ίδιος είχε δημοσιεύσει στα 1714, δεκαοκτώ δηλαδή χρόνια πριν, στο έργο του Status Praesens Ecclesiae Graecae.

Το βιβλίο του Κυριάκου Παπουλίδη, στηριζόμενο σε αρχειακή έρευνα και αξιοποιώντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία, πιστεύω ότι επιλύει αρκετά προβλήματα της ιδεολογικής ταυτότητας και δράσης του λησμονημένου Σεραφείμ Μυτιληναίου και ταυτόχρονα ανοίγει νέους δρόμους στην έρευνα, δείχνοντας το τρόπο με τον οποίο αυτή οφείλει να είναι γόνιμη, αντικειμενική και αξιόπιστη.

[1]  Δημοσιεύθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Ιρεάς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ, 3 (1998).

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΣΤΗ “ΧΑΡΑΥΓΗ” ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. Ένα ερμηνευτικό σχόλιο

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Ευθύς εξαρχής θα ήθελα να πληροφορήσω τον αναγνώστη ότι ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε διαβάζοντας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η επί πολλά χρόνια τριβή και σπουδή μου στο έργο του μεγάλου Σκιαθίτη διηγηματογράφου, μ’ έχει κάμει να πιστεύω ότι μαζί με τον κυρ Φώτη Κόντογλου, ο κυρ Αλέξανδρος της Σκιάθου, προσέγγισε με συνέπεια τη μακρόσυρτη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση. Αυτό μπορεί κανείς άνετα να το διαπιστώσει διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ολάκερο το έργο του. Όπως, επίσης, το ίδιο μπορεί να διαπιστώσει αν εντρυφήσει στις εμβριθέστατες μελέτες του εγκυρότερου μέχρι σήμερα παπαδιαμαντολόγου Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου. 

Είναι γεγονός ότι το έργο του Α. Παπαδιαμάντη αντανακλά βαθύτερα ζητούμενα της νεοελληνικής ιστορίας και ιδεολογίας. Παλαιοτέρα ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έθετε, απερίφραστα πιστεύω, το μοτίβο πλησιάσματος του Παπαδιαμάντη: «ή θα πάρουμε στα σοβαρά τον κόσμο που μας παρουσίασε, ολόκληρο όμως τον κόσμο της ελληνικής χριστιανοσύνης ως τις ακρότατες συνέπειές του, και τότε μόνο θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον Παπαδιαμάντη όχι μόνο ως λογοτέχνη, αλλά ως πνευματικό κεφάλαιο – αυτό δεν ισχυριζόμαστε πως είναι; – ή αλλιώς θα γυρίσουμε πίσω στις αισθητικές επιφάνειες ή στη «λογοτεχνία» ή στην ψυχολογία των διηγημάτων, και θα θερίσουμε ότι σπείραμε, την άσκοπη (l’ art pour art) νεροτριβή της ευαισθησίας μας»[1]

Στον ίδιο τόνο νεότερος δοκιμιογράφος, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ευφυής και οξυδερκής, κάπου στα γραπτά του έλεγε κι αυτός τα εξής σταράτα: «ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για ν΄ αποδείξει κάτι, αλλά για να υπηρετήσει το κοινό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που σήμερα πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις, μπλεγμένοι στη άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου. Ο άνθρωπος αυτός δέχτηκε να σηκώσει ένα βάρος χωρίς να κερδίσει τίποτα, και η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα περισσότερο δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανέναν απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι ή κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ΄ αυτό που είμαστε κι όχι σ΄ εκείνο που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Με δύο λόγια, εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας»[2]

Απλά και κατανοητά θα συμπλήρωνα ότι ο Παπαδιαμάντης συγκρότησε ότι και οι προγενέστεροί του συγγραφείς, βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί, μια συνεχή αναφορά στην ελληνορθόδοξη πατρογονική κληρονομιά μας. Όπως σοφά παλαιότερα υπεδείκνυε κι ο πολύς Ν. Β. Τωμαδάκης: «υπέρ της Ορθοδοξίας εις τας τελετάς και συγγραφάς», στον τύπο και τη βίωση των «παραδεδομένων της Εκκλησίας, ακολουθιών, νηστειών, υμνογραφίας, εθών και εθίμων»[3]

Εξάλλου, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούμε, ο κυρ Αλέξανδρος ότι έγραψε το βίωσε με πάθος και κατάνυξη. Πέρα από κάθε όριο αισθητικής συγκίνησης, επιζητούσε από τους αναγνώστες του συνοδοιπορία στη βίωση της ελληνορθοδοξίας. Σ’ όλα τα γραπτά του διαρκώς προβάλλει τα φώτα της, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι αυτή βλασταίνει μόνον όταν μπολιάζεται στα εκάστοτε πολιτισμικά δεδομένα, ειδεμή καταντά απλώς μια νεκρολογία. Για το λόγο αυτό την υπερασπίστηκε με όλες του τις δυνάμεις. Πιστεύω ότι οι παραπάνω θεωρήσεις έρχονται και επικυρώνουν με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός ότι ο άλιος γέρων της Σκιάθου, σ’ όλη του τη ζωή ήταν γερά δεμένος στις ασκητικολειτουργικές πρακτικές της Ορθοδοξίας. 

Σ’ ένα άλλο επίπεδο τώρα, που αφορά στην υποδοχή που είχε το έργο του Παπαδιαμάντη στον περιοδικό Τύπο της εποχής ενόσω ζούσε, μας είναι ήδη γνωστή η συνεργασία του και οι δεσμοί του με τη Λέσβο. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1910 και στις αρχές της επόμενης του 1920, ο κορυφαίος Σκιαθίτης διηγηματογράφος θα δημοσιεύσει κάποια διηγήματά του σ’ ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά της πνευματικής κίνησης της Μυτιλήνης, τη Χαραυγή. Γι’ αυτή παλαιότερα ο αξέχαστος Παντελής Αργύρης είχε δημοσιεύσει μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, με τίτλο: «Η “Χαραυγή”. Ένα πρωτοποριακό περιοδικό της Μυτιλήνης», Λεσβιακά 10(1987)19-50. Ειδικότερα τώρα για τη θέση του Παπαδιαμάντη στη Λεσβιακή λογοτεχνική κίνηση ο Κ. Μίσσιος, ακάματος μελετητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της Λεσβιακής Γραμματολογίας, το 1994 στο Σερραϊκό περιοδικό Γιατί τχ. 197-198 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος) δημοσίευσε ένα άρθρο του με τίτλο: «Ο Παπαδιαμάντης και η συνεργασία του με το περιοδικό Χαραυγή της Μυτιλήνης». Στην ίδια τροχιά ο Στρατής Μολίνος, γνωστός λόγιος με ισχυρή παρουσία στα Λεσβιακά γράμματα, το 2003 δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο: «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και οι λόγιοι της Αιολίδας», όπου καταγράφει την αγάπη πολλών Λέσβιων λογοτεχνών με το Σκιαθίτη ηθογράφο και διηγηματογράφο. Και οι τρεις αυτές μελέτες αποτελούν σημαντική συμβολή στη σχέση του Παπαδιαμάντη με τη Μυτιλήνη.

Τί όμως δημοσίευσε Παπαδιαμάντης στη Χαραυγή; Στο 1ο τχ. (15 Οκτωβρίου 1910) 3-5 ο Παύλος Νιρβάνας – γνωστός για την προσωπική φιλία του και για τη φωτογραφία που έβγαλε στο Παπαδιαμάντη στα 1906, εκείνη τη φωτογραφία με την «την χαρακτηριστικήν ασκητικήν θέσιν, με τα χέρια πλεγμένα εμπρός, με το κεφάλι σκυμμένον, με τα μάτια βασιλευμένα, ειρηνικά υπό τα μισόκλειστα βλέφαρα. Μια ευγένεια ασύλληπτος εχύνετο εις το πρόσωπόν του από το φως της δυούσης ημέρας» – εγκαινιάζει τη συνεργασία του συγγραφέα της Φόνισσας με το περιοδικό, προλογίζοντας ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη: «Το γράμμα στην Αμερική»

Η συνεργασία του Παπαδιαμάντη, μετά από προσωπική πρόσκληση του εκδότη και διευθυντή της Χαραυγής Α. Π. Αλβανού, θα συνεχιστεί και σε επόμενα τεύχη. Στο 2ο τχ. (31 Οκτωβρίου 1910) 20-21, στο 5ο τχ. (15 Δεκεμβρίου 1910) 65-67, στο 7ο τχ. (15 Ιανουαρίου 1911), θα δημοσιευθούν τα παρακάτω διηγήματα: «Έρημο μνήμα», «Ο αντίκτυπος του νου», μέρος ενός μεγαλύτερου λογοτεχνικού κειμένου, το οποίο έμεινε ατελές, γιατί στις 2 Ιανουαρίου 1911 ο Παπαδιαμάντης πέθαινε, και «Οι μάγισσες», μαζί με ένα δοκίμιο του Νίκου Καστρινού «Εις τον ποιητήν». Ήδη τη χρονιά αυτή θα κυκλοφορήσουν και πολλά αφιερώματα στη μνήμη του, όπως αυτό στο Νέον Πνεύμα της Κωνσταντινούπολης και στον Καλλιτέχνη

Στην είδηση του θανάτου του Παπαδιαμάντη η Χαραυγή δεν έμεινε αμέτοχη. Στο 8ο τεύχος ο Φίλων Οφερέτης (ψευδώνυμο του γνωστού λογίου από το Μανταμάδο Μιχαήλ Στεφανίδη) γράφει ένα ποίημα με τίτλο: «Στον Παπαδιαμάντην». Παράλληλα στο ίδιο αφιερωματικό τεύχος δημοσιεύονται και πέντε διηγήματα του Παπαδιαμάντη: το «Όνειρο στο κύμα»«Το θαύμα της Καισαριανής», το «Υπό την βασιλικήν δρυν»«Ο πανδρολόγος» και «Η αποσώστρα». Ακόμη, ο Κωστής Παλαμάς από την εφημερίδα Ακρόπολις, αναδημοσιεύει μια κριτική μελέτη του με τίτλο: «Ο Παπαδιαμάντης». Η Χαραυγή κλείνει το αφιέρωμά της με άρθρο τού διευθυντή της Σμυρναϊκής εφημερίδας Ανατολή με τίτλο: «Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη»

Ωστόσο, εκείνο που εδώ παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η Χαραυγή αποτέλεσε τον προάγγελο της επονομαζόμενης Λεσβιακής Άνοιξης. Μια σειρά από σημαντικότατους λογοτέχνες όπως ο Στράτης Μυριβήλης, ο Αριστείδης Δελής, ο Ιωάννης Ολύμπιος, ο Δημήτριος Βερναρδάκης, ο Μίλτος Κουντουράς, ο Κώστας Φριλίγγος, ο Αργύρης Εφταλιώτης, κ.α., δημοσιεύουν κείμενά τους σ’ αυτή. Αυτά, στο σύνολό τους πρωτότυπα διηγήματα, ποιήματα και χρονογραφήματα, υπερασπίζουν τον δημοτικισμό. Εδώ η θέση του Παπαδιαμάντη υπήρξε καίρια. Αν και ο Παπαδιαμάντης έγραφε στην καθομιλούμενη καθαρεύουσα, η οποία κατά γενική ομολογία υπήρξε προσωπική και ιδιότυπη, και παρότι στους διαλόγους του χρησιμοποιεί την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, υπάρχει ένα στοιχείο που συνήθως διαφεύγει σε όσους κατακρίνουν τη γλώσσα γραφής του. Κι αυτό αφορά στην πρόσμειξη στοιχείων της δημοτικής με την καθαρεύουσα, η οποία στις περιγραφές του επιφυλάσσει πολλές «λυρικές παρεκβάσεις». Ο Στρατής Μολίνος θεωρεί πως το παπαδιαμαντικό γλωσσικό ιδίωμα, που ενόχλησε τον Γιάννη Ψυχάρη και τον Αλέξανδρο Πάλλη, είναι ιδίωμα που αν κανείς το αφαιρέσει «τότες θα χάσει πολύ από την αξία του. Θα αποχρωματιστεί»[4]

Τα διηγήματα, λοιπόν, του Παπαδιαμάντης στην Χαραυγή αυτόν το σκοπό είχαν: η πληθωρική γραφή του γόνιμα να υπηρετήσει τη μετάβαση από την καθαρεύουσα στη δημοτική, αλλά και στο άνοιγμα νέων λογοτεχνικών ρευμάτων, όπως αυτή της «γενιάς του ‘30». Ο λόγος, εδώ, του Μάνου Ελευθερίου για τον Παπαδιαμάντη, στην «Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία το προφήτη Ελισσαίου», είναι νομίζω απολαυστικός: «Παίρνει τα λόγια του, και κάθε λέξη τη στολίζει / με τα’ άνθη του επιταφίου, / κάθε ψηφίο με ακριβή πορφύρα και με μάλαμα / τους στίχους του κίτρα της θαλάσσης / ρίζα χρυσοπλόκοτατη είναι η ψυχή του τώρα»

[1] ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (1994). Μελέτες, τ. Α΄. Αθήνα: Δόμος, σσ. 243-244. 

[2] ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ. (2001). «Για τη λογοτεχνία και τη γλώσσα», στο: Από το χάος στο χαρτί. Αθήνα: Εστία, σ. 200. 

[3] Ν. Β. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ. (2005). «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», στο: Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Επιλογή κριτικών κειμένων. Γεωργία Φαρίνου – Μαλαματάρη (πρόλογος – επιμέλεια). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 232. 

[4]ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΟΛΙΝΟΣ. (1999). Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η Λεσβιακή Άνοιξη. Αθήνα: Φιλιππότη, σ. 42.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, “Στην Παναγίτσα στο Πυργί”

Ο κοσμοκαλόγερος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, για το Γενέσιον της Θεοτόκου έγραψε το παρακάτω ποίημα. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πανδώρα, στα 1923.

Στην Παναγίτσα στο Πυργί

Άφες μοι ίνα αναψύξω προ του με απελθείν

και ουκέτι μη υπάρξω. (Ψαλμός του Δαυίδ).

Χαίρετ’ ο Ιωακείμ κι η Άννα,
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλ’ η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμός αντίκρυ του πελάγους,
που τον χτυπούν άγρια τα κύματα,
χαίρεται απ’ την εκκλησίτσα,
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.

Χαίρεται τα’ άγριο δέντρο, που γέρνει
το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμό·
χαίρετ’ ο βοσκός, που φυσά τον αυλό του,
χαίρετ’ η γίδα του, που τρέχει στα βράχια,
χαίρεται το ερίφιο, που πηδά χαρμόσυνα.

Κι η πλάση όλη αναγαλλιάζει
και το φθινόπωρο ξανανοιώνει η γης,
σα σεμνή κόρη, που περίμενε χρόνια
τον αρραβωνιαστικό της απ’ τα ξένα
και τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά·
και σαν τη στείρα γραία, που γέννησε θεόπαιδο
κι ευφράνθη στα γεράματά της!

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Άπαντα, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. 5ος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998, [πρώτη επανέκδοση, με διόρθωση τυπογραφικών παροραμάτων], 35.