30η Σεπτεμβρίου· Ημέρα Μνήμης Εθνικών Ευεργετών

Λ Ο Γ Ι Ο Σ Υ Ν Η   Κ Α Ι   Ε Υ Ε Ρ Γ Ε Τ Ι Σ Μ Ο Σ[1]

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Σεβασμιότατε.

Σεβαστή και εκλεκτή ομήγυρη.

Εν πρώτοις θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τους υπεύθυνους οργάνωσης της σημερινής Ημέρας Μνήμης Εθνικών Ευεργετών για την τιμή να με ορίσουν ομιλητή. Το θέμα που σύντομα θα πραγματευθώ ενώπιόν σας είναι: Λογιοσύνη και Ευεργετισμός. Νομίζω ότι είναι σκόπιμη αυτή η παράθεση του τίτλου. «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», καθώς έλεγε ο Επίκτητος.

Η εποχή μας, στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και στο χώρο της εκπαίδευσης, συνεχώς θέτει και προσπαθεί να επιλύσει ένα πρόβλημα: πώς κανείς μπορεί να μελετήσει τους τρεις παραπάνω πυλώνες του πολιτισμού μας, κυρίως ως κέντρων αναφοράς ενός λαού με μακρά ιστορία, όπως είναι ο ελληνικός πολιτισμός. Σημαντικότατο μέρος αυτού του πολιτισμού, άγνωστο όμως, – εδώ απλά σας επισημαίνω ότι ένα μικρό μόνο κομμάτι επιστημόνων, κυρίως ιστορικών ασχολείται με αυτό το θέμα – στην εποχή μας είναι ο ευεργετισμός, εκείνο το φαινόμενο του οποίου πολλοί ιστορικοί ανιχνεύουν τις ρίζες του στα ελληνιστικά χρόνια, τότε που η ευεργεσία, άλλοτε με ατομική κι άλλοτε με συλλογική μορφή, αποτελούσε κύριο χαρακτηριστικό ενός δημοκρατικού πολίτη, ενταγμένου στις λειτουργίες του δημοκρατικού πολιτεύματος, με χαρακτηριστικά την προσφορά του στην πόλη όπου ζούσε και απολάμβανε τα αγαθά της παιδείας και του πολιτισμού.

Ωστόσο, σήμερα το φαινόμενο του ευεργετισμού μας είναι γνωστό από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και κυρίως από την περίοδο συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα[2]. Είναι η περίοδος όπου η συντονισμένη ατομική ή συλλογική προσπάθεια ανθρώπων που αγαπούσαν τα γράμματα, τις τέχνες και την εκπαίδευση, συνιστούσε εθνικό και κοινωνικό χρέος. Γνωστή, άλλωστε, στην Ευρώπη αυτή η προσπάθεια πρόνοιας και αγάπης προς τα γράμματα, εντασσόμενη βέβαια, στην όλο και περισσότερο αυξανόμενη τάση συγκρότησης εθνικών κρατών, καλλιεργήθηκε και από τους Έλληνες, ιδιαίτερα της Διασποράς, με στόχο να αναπληρώσει κενά, όταν η εκάστοτε πολιτική εξουσία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ανάγκες συλλογικές, όπως επί παραδείγματι η ίδρυση σχολείων.

Γι’ αυτό με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, όταν αυτό έβγαινε κατάκοπο από την Ελληνική Επανάσταση, σηματοδότησε και καθιέρωσε το όρο εθνικός ευεργέτης. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Αν και παρακάτω θα αναφέρω μερικά, επιτρέψτε μου εδώ μια μικρή σύντομη παρέκβαση, άμεσα σχετιζόμενη με το θέμα μου: «το ερμάρι της ιστορίας ποτέ δεν άνοιξε με τη χρήση ενός και μόνου κλειδιού»[3], είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξή του ο Κ. Θ. Δημαράς, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς και πανεπιστημιακούς καθηγητές του 20ου αιώνα.

Τούτη η ιστορική θα ‘λεγα συνιστώσα, για τη σημερινή Ημέρα Μνήμης Εθνικών Ευεργετών έχει τη σημασία της, αν αναλογιστούμε ότι οι εθνικοί ευεργέτες βρέθηκαν στο προσκήνιο της εποχής τους, ανταποκρινόμενοι όχι μόνο στις πολιτισμικές ανάγκες των κοινωνικών συνόλων, αλλά και γιατί οι ίδιοι εκφράστηκαν μέσα από τα πολυποίκιλα ιδεολογικά ρεύματα του καιρού τους, όπως λόγου χάριν ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και στον ελληνικό χώρο ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός.

Υπ’ αυτήν την έννοια ο ευεργετισμός ως πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο μπορεί να μελετηθεί περιοδολογημένος σε τρεις φάσεις, σε τρεις χρονικές περιόδους. Η πρώτη αφορά στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, μέχρι την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η δεύτερη τις πρώτες δεκαετίες ύπαρξής του, μέχρι το 1880 περίπου και η τρίτη μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ο αιώνα[4].

Τί όμως οδήγησε στην εμφάνιση αυτού του «ανθρώπινου προτύπου λειτουργίας»; Μερικές ερμηνευτικές προτάσεις είναι νομίζω απαραίτητες για να κατανοήσουμε το νόημα που είχε και συνεχίζει να έχει ο εθνικός ευεργετισμός.

Η μελέτη του ελληνικού παροικιακού φαινομένου, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, της οργανωμένης δηλαδή μετακίνησης Ελλήνων προς την Κεντρική και την Νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς και της δημιουργίας οικονομικών και οικογενειακών δικτύων μετοικεσίας, οδηγεί σήμερα την ιστορική έρευνα να ομιλεί για την ανάδειξη ενός ιδιαίτερου «προτύπου ατομικής λειτουργίας» μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι: τη μορφή του εθνικού ευεργέτη.

Όσοι έχουν μελετήσει τον ευεργετισμό, έχουν καταλήξει στα ακόλουθα δύο συμπεράσματα.

Πρώτον, οι ευεργέτες ανήκαν σε συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, την αστική και δρούσαν σ’ ένα ευρύτατο γεωγραφικό χώρο, Βαλκάνια, Ευρώπη, Ρωσία, Αμερική, Νότο. Κοσμοπολίτες στο σύνολό τους, ασχολούνταν με το εμπόριο, τη ναυτιλία, τη βιομηχανία, το τραπεζικό σύστημα και, βέβαια, ήταν ανοικτοί στα ιδεολογικά ρεύματα που τότε συγκροτούσαν τον εκπαιδευτικό, πολιτισμικό και γενικότερα κοινωνικό χώρο.

Δεύτερον, ο ευεργετισμός συνέκλινε πάνω σ’ ένα βασικό σκοπό, στην παραχώρηση του προσωπικού πλούτου για σκοπούς που είχαν σχέση με την παιδεία, τη δικαιοσύνη, την κοινωνική πρόνοια, την υγεία. Πρόκειται για εκείνο το φαινόμενο των «χρηματοφόρων υποκειμένων», όπως πολύ σωστά από ειδικούς έχει χαρακτηριστεί, τα οποία υπό συνθήκες, μεταβίβαζαν στην πολιτεία ή σε συλλογικότητες τον πλούτο τους για να τον διαχειριστούν με συγκεκριμένο σκοπό. Απ’ αυτήν τη λειτουργία των εθνικών ευεργετών δεν έλειπε, βέβαια, η τάση τους να εμπεδώσουν την ηγεμονία τους όχι μόνο στην αστική τάξη, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και ερμηνεύεται ο ρόλος τους στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, ότι δηλαδή, με καθοριστικό τρόπο συνέβαλαν στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας και του εθνικού κράτους.

Τα παραδείγματα εθνικών ευεργετών είναι πάρα πολλά. Αναφέρω ενδεικτικά τους αδελφούς Ζωσιμάδες από τα Γιάννενα, οι οποίοι ως έμποροι στήριξαν την εκπαίδευση της γενέτειράς τους στα δύσκολα χρόνια του 18ου και 19ου αιώνα, ιδρύοντας σχολεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και συμβάλλοντας στην έκδοση βιβλίων και στη διοχέτευσή τους σε σχολεία για μόρφωση των ελληνοπαίδων. Αναφέρω, επίσης, τους αδελφούς Ριζάρη που συνέδραμαν οικονομικά στην προσπάθεια του Καποδίστρια να αγοράσει μεγάλο αριθμό βιβλίων για τα σχολεία· και στην τεράστια προσφορά τους να ιδρύσουν την Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή για την μόρφωση του κλήρου. Αναφέρω, ακόμη, τον Ιωάννη Γεννάδιο και το κορυφαίο ευεργέτημά του στις αρχές του 20ου αιώνα, τη σημερινή Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Αναφέρω τον Γεώργιο Αβέρωφ, μέγα εθνικό ευεργέτη, που μεγάλο μέρος της περιουσίας του το διέθεσε στην προώθηση εκπαιδευτικών σκοπών, όπως η αποπεράτωση του Πολυτεχνείου της Αθήνας, το οποίο και με τη δωρεά του Ν. Στουρνάρη, ονομάστηκε Μετσόβιο, λόγω της καταγωγής των δωρητών του από το Μέτσοβο.

Αλλά και η πόλη μας, η Μυτιλήνη, γνώρισε εθνικούς ευεργέτες. Οι περισσότεροι σύνδεσαν το όνομά τους με την εκπαίδευση[5]. Κορυφαίος όλων ο Σοφοκλής Βουρνάζος, Λέσβιος στην καταγωγή. Γεννημένος στα 1853, βρέθηκε στην Αθήνα σπουδάζοντας μόνο για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή. Διακόπτοντας τις σπουδές του μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό αναπτύσσοντας εμπορική δραστηριότητα. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μυτιλήνη. Ως δημογέροντας και έφορος των σχολείων της πόλης, κληροδότησε τη μεγάλη του περιουσία  για την ίδρυση του Γυμνασίου Μυτιλήνης. Γι’ αυτό και η πόλη τον τίμησε ανακηρύσσοντάς τον μέγα εθνικό ευεργέτη, μεριμνώντας μάλιστα να φτιαχτεί ο ανδριάντας του[6], ο οποίος στολίζει την είσοδο των σημερινών Κεντρικών Λυκείων. Στο Ημερολόγιον Σκώκου, στα 1897, ο Αριστείδης Μάνδρας, πεζογράφος από τη Μυτιλήνη χαρακτηρίζει τον Βουρνάζο ως  άνθρωπο «συμπαθή το ήθος, αγαπητό τους τρόπους, ειλικρινή τον χαρακτήρα, είχε πάντοτε ανοικτήν την καρδίαν και το βαλάντιον υπέρ των πασχόντων, προς αγαθοεργίαν, προς γενναίας πράξεις, προς εκπλήρωσιν του καθήκοντος»[7].

Κοντά στον Σοφοκλή Βουρνάζο, οι υιοί Α. Βοστάνη και ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Καλλίνικος Β΄, μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας, χάρη στων οποίων την οικονομική χορηγία σήμερα υπάρχει το Βοστάνειο Νοσοκομείο. Στον Καλλίνικο οφείλονται μια σειρά ακόμη σημαντικά έργα, όπως η οικονομική στήριξη στην ανοικοδόμηση της Μυτιλήνης μετά το σεισμό του 1867, χωρίς να κάμει διακρίσεις σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, κερδίζοντας έτσι την αγάπη όλων.

Στην ίδια κλίμακα και ο αείμνηστος Γρηγόριος Ρουσέλλης, με δαπάνη του οποίου κατασκευάστηκε το Δημοτικό Θέατρο. Αξιοσημείωτο, εδώ, είναι το γεγονός ότι η διαθήκη του ευγενούς αυτού ανθρώπου ακόμη και σήμερα διατίθεται σε άπορους νέους που θέλουν να σπουδάσουν.

Σεβασμιότατε.

Εκλεκτή ομήγυρη.

Στην Αίθουσα Τελετών του ιστορικού Γυμνασίου Μυτιλήνης, σημερινού Πειραματικού Λυκείου, στο οποίο έχω τη χαρά και την τύχη να υπηρετώ ως εκπαιδευτικός, μαρμάρινες πλάκες καταγράφουν αρκετούς από τους ευεργέτες της πόλης μας. Δεν ξέρω πόσοι από εμάς, όταν πολλές φορές βρισκόμενοι σε κάποιες εκδηλώσεις στην αίθουσα αυτή, στρέφουμε τη ματιά μας προς τα ονόματά τους, αποδίδοντάς τους τον πρέποντα σεβασμό και τις ευχαριστίες μας για όσα μας έχουν προσφέρει.

Εκείνο, όμως, που προέχει είναι το εξής: ημέρες σαν τη σημερινή, που τιμούμε τη μνήμη τους, οφείλουμε να αναστοχασθούμε ότι ο ευεργετισμός αυτών των ανθρώπων αντιστοιχούσε στην ανάληψη «συλλογικών λειτουργιών» κοινωφελούς και εθνικού χαρακτήρα. Στον σύγχρονο κόσμο, δεδομένης της ιστορικής εξέλιξης, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχουν επάξιοι συνεχιστές του έργου τους. Και καθώς φαίνεται υπάρχουν. Σύγχρονοι επιφανείς Έλληνες: Ωνάσης, Νιάρχος, Γουλανδρής και τόσοι άλλοι, πιστοποιούν του λόγου το αληθές.

Κι αυτό διότι η ευεργεσία δεν είναι υποχρέωση. Είναι πράξη προσωπικής πραγμάτωσης, «ιστορικής συνειδητότητας και κοινωνικής επίγνωσης». Είναι, δηλαδή, «υποκειμενική χειρονομία» που λαμβάνει υπόψη τις ιστορικές συνθήκες και τις κοινωνικές ανάγκες κάθε εποχής.

[1] Ομιλία που έγινε στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεράποντα Μυτιλήνης, στο πλαίσιο εορτασμού της  Ημέρας Μνήμης Εθνικών Ευεργετών (30 Σεπτεμβρίου 2015).

[2] Για το θέμα σημαντική είναι η διδακτορική διατριβή της Αικατερίνης Κουτουξιάδου, Εθνική Ευεργεσία και Νεοελληνική Εκπαίδευση, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα 2007. Επίσης, βλ. Ματούλα Τομαρά – Σιδέρη, Ευεργετισμός και προσωπικότητα. Ευεργέτες Έλληνες του Καΐρου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002. Το φαινόμενο του Ευεργετισμού στη Νεότερη Ελλάδα. Πρακτικά Ημερίδας, επιμ. Δ. Αρβανιτάκης, Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2006.

[3] «Ως η διψώσα έλαφος…». Συνέντευξη με τον Κ. Θ. Δημαρά, Σύγχρονα Θέματα, τχ. 35-37, (Δεκέμβριος 1988) 12.

[4] Έφη Αργυρού – Κική Σακκά, «Ευεργετισμός και Παιδεία. Η εκπαιδευτική διάσταση του ευεργετισμού στα νεότερα χρόνια (18ος – 20ος αι.)», στο: http://www.academia.edu/904066 [τελευταία ανάκτηση: 27 / 09 / 2015].

[5] Την περίοδο των τεράστιων εκπαιδευτικών αλλαγών στη Μυτιλήνη κατά τον 19ο αιώνα με ακρίβεια μελετά η Σταυρούλα Λυκιαρδοπούλου – Κοντάρα, Κοινωνία και παιδεία στη Λέσβο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Μυτιλήνη 2010, 67-183.

[6] Είναι έργο του Ληξουριώτη γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου.

[7] Ημερολόγιον Σκώκου, 12 (1897) 332.