Αρχείο ημέρας 5 Σεπτεμβρίου 2015

Τα ξωκλήσια και η λαϊκή ευσέβεια

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Τα ξωκλήσια και η λαϊκή ευσέβεια[1]

Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ πόσο μας αφορά ένα χριστιανικό βιβλίο, και μάλιστα όταν αυτό σχετίζεται με αυτό που στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας μας συχνά ονομάζουμε λαϊκή ευσέβεια[2]; Παραμένει, νομίζω, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα ήθη της λαϊκής ευσεβείας, όπως αυτά αποτυπώνονται στη μακρόχρονη παράδοση της Εκκλησίας, λαμβάνουν πραγματική αξία όταν συνδέονται με τη λειτουργική ατμόσφαιρα και κυρίως με την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας που είναι η μετάνοια, η συντριβή, η κατάνυξη. Τούτη η λαϊκή ευσέβεια αιώνες τώρα νοηματοδοτείται στα μικρά και ταπεινά ξωκλήσια της πατρίδας μας, που ακροβολισμένα καταμεσής του «πουθενά», λιτά και απέριττα, παραμένουν πολλές φορές ξεχασμένα από τα χρυσοποίκιλτα ράσα και τις μακριές αγιαστούρες. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί, ότι τα ξωκλήσια είναι «βωμοί ιερότητας και μοναξιάς». Στέκουν μακριά από εκείνη την τυποποιημένη θρησκευτικότητα που πολλές φορές συναντάμε σε μεγάλους ναούς, εκεί που αρκετοί δήθεν «πνευματικοί πατέρες», παρουσιάζουν στον απλό πιστό, ένα Θεό φύλακα των εντολών και κανόνων. Σωστά έχει υποστηριχθεί, ότι «το κατώφλι των ξωκλησιών ο πιστός το προσπερνά είτε από τύχη, είτε από ανάγκη. Στα μικρά τους προαύλια κάθε στιγμή συναντά φύση και Θεό, ταυτόχρονα». Απτό. Διάχυτο ολόγυρα. Όπως τον βιώνει, τον νοιώθει. Είναι αυτό που συχνά έλεγε ένας πανεπιστημιακός δάσκαλός μου: «λυτρώνεσαι μέσα σ’ αυτά, κι αμφιβάλλω αν λογής – λογής ρασοφόροι και κατηχητές έχουν ζήσει ποτέ αυτό που αισθάνεται ένας απλός πιστός όταν βγαίνει από ένα ξωκλήσι, βαθιά λυτρωμένος».

Στις παραπάνω σκέψεις, πιστοί οδηγοί δύο λογοτέχνες μας. Ο πρώτος, ο κυρ Αλέξανδρος της Σκιάθου, ο  Παπαδιαμάντης μας, σ’ ένα διήγημά του, Η Γλυκοφιλούσα, με γλαφυρό ύφος γράφει: «επάνω εις τον βράχον ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον, μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας, λικνιζόμενον από το αειτάραχον και πολύρροιβδον κύμα, ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι’ αυτό εις τους σκληρούς βράχους και εις τα ηχώδη άντρα. Οι τέσσαρες τοίχοι ίσταντο ακόμη αρραγείς, πετροθεμελιωμένοι, σώζοντες μικρόν επίχρισμα από παλαιού καιρού περί την μεσημβρινοδυτικήν γωνίαν, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι περί την βορειανατολικήν. Η στέγη, φέρουσα ακόμη ολίγας κεράμους και πλάκας, εστηρίζετο επί δοκού με πολλάς ακτίνας εκ σκληράς καστανέας. Ολόγυρα εις τους τοίχους, υψηλά άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων ήσαν εγκολλημένα, σχηματίζοντα μέγαν σταυρόν επί της χιβάδος του ιερού Βήματος προς ανατολάς, μετά υποποδίου εις σχήμα ανεστραμμένου Τ εκ πέντε άλλων πινακίων, και άλλους δύο σταυρούς δεξιόθεν και αριστερόθεν, ύπερθεν των δυο παραθύρων του χορού, και τέταρτον σταυρόν άνωθεν της φλιάς της εισόδου, δυσμόθεν. Και τα ωραία παλαιά πιατάκια ήσαν όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και λευκά, με κλαδάκια και με λούλουδα και με ανθρωπάκια και με πουλιά, φιλοκάλως και κομψώς διατεθειμένα, στίλβοντα εις τον ήλιον, χάρμα των οφθαλμών, κειμήλια υψηλά κείμενα, στερεά βαλμένα εις τας κόγχας των, αφελή αναθήματα, λείψανα παλαιών χρόνων, περισώσματα αρπαγών και δηώσεων παντοίων. Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμειγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να διασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν’ ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του, και ν’ ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου και υπερηγαπημένου Βρέφους της»[3].

Ο δεύτερος, ο Άγγελος Βλάχος, στο γνωστό από τα παιδικά μας χρόνια ποίημά μου Η μικρά Εκκλησιά γράφει:

«Εις το βουνό ψηλά εκεί
είν’ εκκλησιά ερημική·
το σήμαντρό της δεν κτυπά…
―δεν έχει ψάλτη ουδέ παπά!

Ένα κανδήλι θαμπερό,
και ένα πέτρινο σταυρό,
έχει στολίδι μοναχό
το εκκλησάκι το φτωχό.

Αλλ’ ο διαβάτης σαν περνά,
στέκεται και το προσκυνά,
και με ευλάβεια πολλή
τον άσπρο του σταυρό φιλεί.

Επάνω στο σταυρό εκεί
είναι εικόνα μυστική!
Μ’ αίμα την έγραψ’ ο θεός,
και την λατρεύει ο λαός»[4].

Σίγουρα η πατρίδας μας δε είναι η μόνη χώρα, που σε κάμπους και βουνά έχει ξωκλήσια. Συχνά σε σημεία έντονης φυσικής ομορφιάς, όπως σε κορυφές λόφων και βουνών, σε χαράδρες και σε παραθαλάσσιους τόπους, τα ξωκλήσια τονίζουν τον έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα της πατρίδας μας. Με την εντυπωσιακή ποικιλία τους σε μέγεθος και σχήμα, σε υλικά και κατασκευή, διακόσμηση και χρώμα, πάντα τραβούν την προσοχή και καθηλώνουν με την ομορφιά τους το μάτι του προσκυνητή και  ταξιδιώτη. Η γοητεία τους όμως δεν είναι μόνον οπτική. Ως σημεία θρησκευτικής πίστης και αναφοράς, τα ξωκλήσια αποτελούν τον τόπο συνάντησης του πιστού με το Θεό, ταυτόχρονα όμως μαρτυρούν και τον τρόπο έκφρασης της λαϊκής ευσέβειας, με όλες εκείνες τις λαϊκές αντιλήψεις, που καταγόμενες από λατρευτικές και τελετουργικές πρακτικές, μερικές από τις οποίες πιθανόν να έχουν ρίζες σε προχριστιανικές εποχές. Ως εκ τούτου, η μελέτη τους είναι ένα σημαντικό «κλειδί» στην εξερεύνηση της ελληνικής λαϊκής θρησκευτικότητας. Κάτι ανάλογο δηλαδή που σκοπεύει το παρουσιαζόμενο απόψε βιβλίο του Χαράλαμπου Δεμίρη για τα ξωκλήσια της Ερεσού.

Θα ήθελα εδώ παρενθετικά να τονίσω και κάτι που ίσως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό: η μελέτη των ξωκλησιών, ταυτόχρονα είναι και μελέτη της θρησκείας του λαού μας, που δεν πρέπει να περιορίζεται στη ρητά εκπεφρασμένη συμπεριφορά και το εννοιολογικό περιεχόμενό της, αλλά να συμπεριλαμβάνει και το ενσώματο, το βιωματικό, το συναισθηματικό, αυτό δηλαδή που δεν εκφράζεται με λέξεις, αλλά επιτελείται. Πρόκειται για μια άποψη που μας πηγαίνει κατευθείαν στο ζητούμενο του φαινομένου της θρησκευτικότητας, όπου η καταγραφή της θρησκευτικής ταυτότητας ενός λαού περνά και μέσα από το κανάλι της λαϊκής λατρείας[5]. Τούτης αγκωνάρια είναι τα ξωκλήσια.

Αυτό, λοιπόν, που εν κρυπτώ βρίσκεται στα ταπεινά ξωκλήσια της πατρίδας μας, είναι η ίδια ελληνορθόδοξη αυτοσυνειδησία του πιστού λαού μας, είναι η ταπείνωση των απλών ανθρώπων που μπροστά στο μεγαλείο του Θεού, αλλά και τα «πάθια και τους καημούς» των ανθρώπων, όπως σοφά έλεγε ο Παπαδιαμάντης. Έχοντας έντονη τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας, ο πιστός προσκυνητής τους αναζητά σ’ αυτά την αληθινή ταπείνωση, κι όχι εκείνη την ταπεινολογία των ουκ ολίγων σήμερα καθώς πρέπει χριστιανομαθημένων. Την ταπείνωση, που στηρίζεται στο γνήσιο ευχαριστιακό και λειτουργικό ήθος. Αυτή, που πηγάζει από τη βαθιά συνείδηση ότι, όπως στη Θεία Ευχαριστία οι ιερείς «δανείζουν» στο Χριστό τα χέρια και το στόμα τους, το απλό άναμα του κεριού σ’ ένα ξωκλήσι, συντροφευμένο πολλές φορές από λάδι και λιβάνι, δίνει νόημα στην παρεχόμενη από Εκείνον Θεία Χάρη.

Γι’ αυτό και στις Λειτουργίες στα ξωκλήσια υπάρχει έντονο το κοινοτικό στοιχείο, κι όχι η ιδιωτικοποίηση που τελευταία έχει γίνει της μόδας, όπως λόγου χάριν η τέλεση Γάμων, προς ικανοποίηση της ανθρώπινης φιλοδοξίας και προβολής. Αν μελετήσει κανείς λογοτεχνικά κείμενα, θα βρει πληθώρα αναφορών, όπου απλοί πιστοί έξω από την πόλη ή το χωρίο τους, κατά παρέες βαδίζουν προς τα ξωκλήσια για να λειτουργηθούν, και μετά τη Θεία Λειτουργία να γευματίζουν και να συζητούν, όλοι μαζί, ζώντας έτσι κοινοτικά. Υπ’ αυτήν την έννοια η Λειτουργία συνάπτει τους διασκορπισμένους ανθρώπους σε μια ενότητα, την Εκκλησία. Φτάνει να δει κανείς τον τρόπο γιορτής όταν ένα ξωκλήσι γιορτάζει τη μνήμη του αγίου όπου είναι αφιερωμένο. Η Θεία Λειτουργία που τελείται σ’ αυτό δεν είναι απλά μέσο αλλά σκοπός, είναι η ίδια η ζωή των πιστών. Όταν μνημονεύεται ο άγιος δεν συντηρείται απλά η συνήθεια της κάθε χρόνο μνημόνευσής του, αλλά υπογραμμίζεται η ουσιαστική χριστοκεντρική και εκκλησιολογική πραγματικότητα, που η Εκκλησία βιώνει με τη λατρεία της. Στα ξωκλήσια η γιορτή ενός αγίου ή μιας αγίας, ζει, εικονίζει και εκφράζει πράξη λειτουργική, που αρχίζει με τον «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός» και τελειώνει με τη γνωστή «συστολή» των Τιμίων Δώρων στο Άγιο Ποτήριο μετά τη Μετάληψη. Τότε που ο ιερέας «συστέλλει», δηλαδή συγκεντρώνει στο Άγιο Ποτήριο ότι άλλο υπάρχει στο δισκάριο εκτός από τον Αμνό.

Πρόκειται εδώ, για το συνταίριασμα της θεολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας με τη λαϊκή ευλάβεια και ευσέβεια. Οφείλω, εδώ, να κάμω μια διευκρίνιση προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Μιας και μιλώ για λαϊκή ευσέβεια και πως αυτή παίρνει «σάρκα και οστά» στα ταπεινά ξωκλήσια, πρέπει να την κατανοήσουμε υπό το πρίσμα της διατύπωσης ακριβούς θεολογικού λόγου, επισημαίνοντας τις επικίνδυνες υπερβολές, αλλά και την τάση να ειδωλοποιείται η πίστη. Το λέγω αυτό διότι δεν είναι λίγα τα γεγονότα, όπου πολλοί φρονούν ότι η πίστη στο Θεό επιτυγχάνεται με μαγικούς τρόπους.

Ως ακροτελεύτιο της ομιλίας μου λόγο αφήνω τον τρόπο όπου στα ξωκλήσια η λαϊκή ευσέβεια έρχεται και δένει άψογα με την εθιμική και ηθογραφική παράδοση του λαού μας. Παράδοση ζωντανή που ξεκινά από τα αρχέτυπά και τα ριζώματά της μέσα στους αιώνες, τα οποία καθορίζουν και μάλιστα αμετάκλητα το βίο, το χαρακτήρα, την ιδιοφυία  και τον τρόπο γενικότερα που αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του ο λαός μας. Έξω απ’ αυτήν την εξελισσόμενη, ζωντανή παράδοση δεν υπάρχει ζωή αυθεντική. Παράδοση που είναι και συνέχειά της. Συνέχεια που ο αξέχαστο Ζήσιμος Λορεντζάτος στις Ρωμιές του μας φέρνει με πρόσωπο με πρόσωπο, νοηματοδοτώντας την με τα εξής ρωμαλέα λόγια: «στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Έχομε πεθαμένους που κατευθύνουν τη ζωή μας, τη ζωή του σήμερα ή κάθε νιόκοπης γενιάς, όπως έχομε ζωντανούς που όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπομε πως είναι πρωθύστερα πεθαμένοι: και αυτό είναι παράδοση να ζουν μονάχα οι ζωντανοί (και ας έχουν, καμιά φορά, μερικοί από αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα). Και κάθε νιόκοπη πάλι γενιά, κατευθύνει εκείνη τη ζωή της παράδοσης: και αυτό είναι παράδοση. Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μονάχα η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια πάντα χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και είναι περισσότερο τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει  με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες»[6].

[1] Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Χ. Δεμίρη, Ξωκλήσια της Ερεσού, εκδ. Σύλλογος των απανταχού Ερεσίων «Ο ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ», Αθήνα 2011, που έγινε στην Ερεσό (8 Αυγούστου 2011).

[2] Για μια πρώτη προσέγγιση του θέματος σημαντικά είναι όσα γράφει στη μελέτη του ο Λ. Σιάσος, Από την εκκλησιαστική στη λαϊκή ευσέβεια, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010.

[3] Άπαντα, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. 3ος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1989, 73-74.

[4] «Τριάκοντα ασμάτια», Νέα Εστία τχ. 539(Χριστούγεννα1949)182.

[5] Για το θέμα βλ. Ν. Αικατερινίδης, «Απαρχές (λατρευτικές και ευετηρίας) στη νεοελληνική εθιμολογία», Λαογραφία 37(1993-1994)61-81. Γ. Α. Μέγας, Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήναι 1979. Μ. Γ. Βαρβούνης, Λαϊκή λατρεία και θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Σάμου, Αθήνα 1992.

[6] Οι Ρωμιές, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, 30-31.