Αρχείο μηνός Ιούλιος 2015

Ιερομονάχου Συμεών, Συμεών μνήμα…

«Στη γαλήνη της μνήμης

οι γραμμές και το φως».

Ιερομονάχου Συμεών, Συμεών μνήμα, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1994, χ. α.

50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ· Γιά τόν κυρ-Φώτη Κόντογλου ὁ λόγος

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ἂν καὶ φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ Κυδωνιέως Φώτη Κόντογλου, ὑπάρχουν πολλοὶ μελετητὲς ποὺ συνεχίζουν νὰ ἀξιολογοῦν καὶ νὰ ἑρμηνεύουν τὸ ἔργο του, εἴτε αὐτὸ ἀφορᾶ στὴ λογοτεχνική, εἴτε στὴν καλλιτεχνική του παραγωγή, χώρια ἀπὸ τὴ συνεχιζόμενη πολλὲς φορὲς ἀνούσια καὶ ἄκριτη πολεμικὴ εἰς βάρος του. Καὶ ἡ θεώρηση αὐτὴ φαίνεται νὰ μὴν ἔχει τελειωμό. Πενήντα σχεδὸν χρόνια δημιουργικῆς πορείας τοῦ Ἀϊβαλιώτη συγγραφέα καὶ καλλιτέχνη, ποὺ ἄφησαν πολύμορφα λογοτεχνήματα καὶ καλλιτεχνήματα, ἐξακολουθοῦν ἄλλοτε νὰ θαμπώνουν τοὺς μελετητές του κι ἄλλοτε νὰ κάμουν πολλοὺς νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἴδια πράγματα.

Δὲν προτίθεμαι ἐδῶ νὰ ἀπαριθμήσω τὸ τί ἔχει γραφεῖ ὑπὲρ καὶ τί κατὰ τοῦ Κόντογλου. Οὔτε, βέβαια, νὰ κάμω ὁποιαδήποτε συνθηματολογία, ἀκόμη καὶ ὡραιολογία, γύρω ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του. Αὐτὰ σὲ ὅσους ξέρουν γράμματα καὶ ἔχουν καλὴ σπουδὴ στὴ λογοτεχνία καὶ τὴν τέχνη – καὶ ὄχι μόνο, θέλω νὰ πιστεύω καὶ στὴ θεολογία, μιᾶς κι ὁ Κόντογλου κατέδειξε ὅσο κανεὶς ἄλλος ὅτι ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση δὲν εἶναι οἱ προχειρολογίες ἀρκετῶν διανοουμένων, ἀλλὰ καὶ ῥασοφόρων περὶ ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας, ἀλλὰ κάτι τὸ ἁπτὸ καὶ συγκεκριμένο, ὅπως τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ γίνεται Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ – εἶναι νομίζω γνωστά.

Σὲ μερικὰ σημεῖα ἐπιθυμῶ μόνο νὰ σταθῶ. Αὐτὰ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κόντογλου στοὺς περίεργους καιροὺς ποὺ ζοῦμε. Ποιά, δηλαδή, εἶναι ἡ μαρτυρία του σήμερα. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ὡστόσο, θὰ ἤθελα νὰ καταγράψω μερικὰ ἐρωτήματα, ποὺ συχνὰ-πυκνὰ ἔρχονται στὸ προσκήνιο. Ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι πονεμένη ἡ ῥωμιοσύνη; Ἐπιβιώνει στὸ ὑποσυνείδητό μας; Ἢ μήπως τὴν καταντήσαμε κι αὐτή, ὅπως τόσα ἄλλα ποὺ παραπέμπουν στὶς πηγὲς καὶ τὶς ρίζες μας φολκλόρ; Γιατὶ σ᾿ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα καὶ αὐτοσυνειδησία, μᾶς κατατρέχει πάντοτε τὸ σύνδρομο τῆς ἀπολογητικῆς, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ μᾶς κάμει συνεχῶς νὰ διατρανώνουμε τὴν πιστότητά μας σ᾿ αὐτή; Εἶναι τόσο δύσκολο νὰ κατανοήσουμε, ὄχι τὸ ποιοὶ καὶ τί εἴμαστε, ὅσο νὰ πραγματώσουμε μέσα μας αὐτὸ ποὺ ὄντως εἴμαστε; Τὴν πινδαρικὴ, δηλαδὴ, προτροπὴ τοῦ «μάθε καὶ γίνε αὐτὸ ποὺ εἶσαι», μὲ ἔμφαση στὸ γίγνεσθαι παρὰ στὸ μανθάνειν;

Ἡ πολύχρονη τριβή μου μὲ τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου θέλω νὰ πιστεύω ὅτι μοῦ ἔχει δώσει κάποιες ἀπαντήσεις στὰ παραπάνω ἐρωτήματα. Ἀπαντήσεις ποὺ μὲ κάμουν νὰ μὴν ἐθελοτυφλῶ ἀπέναντι σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ θέλει τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση κλεισμένη στὸν ἑαυτό της. Ὅποτε διαβάζω Κόντογλου, ἀντιστέκομαι σ᾿ ὅλους ἐκείνους πού, ἐνῶ διατρανώνουν τὴν «ὀρθοδοξία τους», στὴν πραγματικότητα δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὸ πουθενά, ἀλλὰ συνεχίζουν τὴ μάταιη πορεία πώρωσης τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ τους. Κι ὅποτε, βέβαια, ξαναδιαβάζω Κόντογλου, προσπαθῶ νὰ ἀπεμπλακῶ ἀπὸ τὸν τρόπο ἀνάγνωσης νὰ θηρεύσω ἀπ᾿ αὐτὸν κάποιες ἠθικίζουζες ἢ ἀκόμη καὶ θεολογίζουσες ἰδέες, ὅπως ἄλλωστε κάμουν οὐκ ὀλίγοι μελετητές του. Ἡ θήρα τέτοιων ἰδεολογημάτων, ἁπλῶς γιὰ νὰ ἐπισημάνει ἢ νὰ ἐπιβεβαιώσει κανεὶς τὴν καλή του σχέση μὲ τὸν Ἀϊβαλιώτη πρωτομάστορα τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, οὐδεμία σχέση ἔχει μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἤθελε ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου: πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο αἰσθητικῆς συγκίνησης, ἐπιζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ συνοδοιπορία στὸ βίωμα τῆς μακρόσυρτης ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Τούτη τὴν ἔβλεπε ἀνθεκτικὴ στὸ χρόνο καὶ δυναμικά, εἴτε μὲ τὰ γραπτά του, εἴτε μὲ τὰ καλλιτεχνήματά του, τὴ μπόλιασε στὸν κορμὸ τοῦ πολιτισμοῦ ὅπου ἔζησε καὶ ἔπλασε τὰ ἔργα του. Μὲ πάθος ἀφουγκράστηκε ὅ,τι θεωροῦσε ζωντανό. Πολεμοῦσε νὰ ζωντανέψει σὲ σύμβολα καὶ δρώμενα ὁλάκερο τὸν καημὸ τῆς ῥωμιοσύνης. Εἶχε μία ὁλικὴ σύλληψη περὶ τοῦ Γένους. Δὲν τὸ ἔβλεπε στὸ πλαίσιο τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου.

Στὰ τόσα πολλὰ ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὸν Κόντογλου, ποὺ ὀρθὰ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ζωντανὴ ἔκφραση τῆς ῥωμιοσύνης, ποὺ λάτρεψε τὰ γράμματα καὶ ξεχωριστὰ τὴν παράδοση τῆς ἑλληνορθοδοξίας, ὀφείλω νὰ πῶ ὅτι μὲ ἀναπαύουν γραπτὰ ποὺ ἐπιτέλους ἔχουν νὰ ποῦν σημαντικὰ πράγματα. Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης φρονῶ ὅτι δίνει τὸν τόνο: «τὴν ἀγάπη μου γι᾿ ὅ,τι ἀποτελεῖ μία καταφρόνεση τῆς στεγνῆς λογικῆς, μιὰ περιπέτεια τοποθετημένη πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ φρόνιμου καὶ τοῦ γνώριμου, τὸ κέντρισμα γι᾿ αὐτὸ τὸ παιχνίδι τοῦ ῾θαυμαστοῦ᾿ ποὺ λέω νὰ μὴν τὸ σταματήσω ποτέ μου, δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω, μοῦ τό ῾δωσε πρώτη φορὰ ὁ Pedro Cazas τοῦ Κόντογλου, τότε ποὺ μαθητὴς ἀκόμα βυθιζόμουνα μὲ μία παράξενη καὶ ἀλλόκοτη γοητεία στὶς σελίδες του. Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, δὲν παύω νὰ κηρύχνω τὴ μεγάλη σημασία ποὺ ἔχει ὁλόκληρο πιὰ τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου γιὰ τὴ γενιά μας, ἔργο ἀπὸ τὰ λίγα ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνουν τὴν ἀπολησμονημένη φωνὴ τῆς Ἀνατολῆς νὰ ξανακουστεῖ καὶ πάλι μ᾿ ὅλα τὰ δικαιώματα καὶ νὰ μᾶς θυμίσει ποιὰ μπορεῖ νάναι ἡ σωστὴ θέση ἑνὸς τόπου ποὺ εἶναι προορισμένος ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν παράδοση νὰ στέκει κυρίαρχα ἀνάμεσα στὰ δυὸ μεγάλα ρεύματα ποὺ τὸ διαπερνᾶνε, νὰ τὰ ζυγιάζει, νὰ τὰ κρίνει, νὰ κρατάει ὅ,τι καλύτερο ἔχουνε, νὰ τὰ συγχωνεύει καὶ τελικὰ νὰ τὰ ξαναδίνει – προσθέτοντας τὸ μεράκι τῆς ψυχῆς του – σὲ μίαν ἀμίμητη καὶ μοναδικὴ σύνθεση». Ἐδῶ εἶναι προφανὴς ἡ σημασία ποὺ δίνει ὁ Ἐλύτης στὸν Κόντογλου καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν δυὸ πόλων τῆς παράδοσής μας, τῆς ἑλληνικότητας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας, στὴ διαχρονικότητά τους.

Σύμφωνα μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς καλύτερους μελετητές του, ποὺ μάλιστα δέχθηκε καὶ πολλὲς ἐπιρροὲς ἀπ’ αὐτόν, ἐννοῶ τὸν Π. Β. Πάσχο, ὁ Κόντογλου «γράφοντας ζωγραφίζει καὶ ζωγραφίζει γράφοντας», πάνω σὲ μιὰ παράδοση, ποὺ ὑπαρκτικὰ τὴ βίωνε στὸ τρίσημο σχῆμα της, Ἀρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος Ἑλληνισμός. Πρόκειται γιὰ μία συνειδητὴ καὶ ὄχι πατριδοκαπηλικὴ ἑλληνικότητα καὶ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ποὺ “συναιρεῖ στὴ μήτρα της ὁλάκερη τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ ζωή”», ὅπως γράφει σ’ ένα μελέτημά του ὁ Κ. Τσιρόπουλος. Ὅταν ὁ Κόντογλου ἔγραφε γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, τὴν Ὀρθοδοξία, τὸ Βυζάντιο, τὴν παράδοση, δὲ μασοῦσε τὰ λόγια του. Χωρὶς φανατισμὸ καὶ δίχως ἴχνος προκατάληψης, ἀλλὰ μὲ γνώση, συνέπεια καὶ πάθος, πάθος ποὺ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὰ σωθικὰ τοῦ Ἀνατολίτη, μαχόταν, γιὰ νὰ προβάλει τὸν πλοῦτο τοῦ Γένους μας, τὸν πλοῦτο ποὺ κρύβουμε ὅλοι μέσα μας, τὸν πλοῦτο μιᾶς «ἀνανεούμενης ἑλληνικότητας», ποὺ ὡς τρόπο ζωῆς ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου, στὸ ἔργο του, ἀπὸ τὸν Πέδρο Καζᾶς, τὴ Βασάντα, Τὰ δαιμόνια της Φρυγίας, Ἐξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα, Ἡ ξεχασμένη Ἀνατολή, Ὁ Γιαβᾶς ὁ Θαλασσινός, ἴσαμε τὰ ἀμέτρητα, ἀξεπέραστα θαλασσογραφήματά του, ἀνίχνευσε στὸ λαϊκὸ ἦθος, στὴ λαϊκὴ μουσική, στὴν ἐκκλησιαστικὴ πίστη, στὸν τρόπο ποὺ ὁ λαός μας ἔχτιζε καὶ εἰκονογραφοῦσε τὶς ἐκκλησίες του, μακριὰ ἀπὸ ἰδεολογικὰ καὶ φυλετικὰ κριτήρια. Γι᾿ αὐτό, καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του παρέμεινε ἀκλόνητος, πιστὸς στὰ λόγια τῶν παππούδων του, πιστὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Οἱ ὁποιεσδήποτε «ἀκρότητές» του πάνω σὲ ζητήματα πίστης, ἂν καὶ ἀδικοῦσαν πολλούς, δὲν προδίδουν κάποια ἀνακολουθία. Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, φρονοῦσε ὅτι ἡ ὀρθοδοξία τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι ἀπὸ μία «ἀκρότητα».

Ὑπὸ τὸ παραπάνω πρίσμα, ὁ ἐπαρκὴς καὶ προσεκτικὸς ἀναγνώστης τοῦ ἔργου τοῦ Κόντογλου, ἀπὸ τὸν πρωτόλειο Πέδρο Καζὰ ὡς τὰ τελευταία δοκιμιακοῦ χαρακτήρα κείμενά του, ἀλλὰ καὶ τὰ ζωγραφικὰ ἔργα του, διαπιστώνει ὅτι σ᾿ ὅλη τὴ δημιουργικὴ παραγωγή του, ἂν καὶ ἐπαναλαμβάνει πολλὰ κοινὰ σημεῖα, αὐτὰ ἄλλοτε ἐξαίρονται περισσότερο καὶ ἄλλοτε λιγότερο. Ὁ ἐντοπισμός τους εἶναι εὔκολος, μὰ χρειάζεται προσεκτικὴ μελέτη ὄχι μόνον αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πηγῶν ἀπ᾿ ὅπου ἀντλεῖ ὁ συγγραφέας καὶ καλλιτέχνης Κόντογλου. Αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ τόλμημα, γιατὶ ὁ Κόντογλου δὲν εἶχε μόνο τὸ χάρισμα νὰ φτιάχνει μύθους, εἰκόνες καὶ σύμβολα, τὰ ὁποῖα σάρκωνε σὲ ὑπαρκτὰ πρόσωπα, ἀλλὰ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του κατάφερε νὰ ἀφομοιώσει πάμπολλα στοιχεῖα τῶν μνημείων τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Πέραν ἀπὸ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν ἔξω κόσμο, ὁ βυζαντινὸς Κόντογλου μέσα του ἦταν ἕνας ἀναχωρητής. Θρεμμένος καὶ μυημένος στὸ κλίμα τῆς ὀρθῆς ἀνάγνωσης τῆς «ὀρθόδοξης ἑλληνικότητας», κατὰ τὸν Π. Β. Πάσχο, ἔδωσε στὸ ἔργο του μιὰ μεταφυσικὴ χροιὰ καὶ ὄχι μιὰ ἠθική. Καὶ ὅταν λέγω μεταφυσική, δὲν ἐννοῶ κάτι τὸ δύσκαμπτο ποὺ μᾶς πάει σὲ ἕνα ἀπρόσιτο ὑπερπέραν, ἐννοῶ μία δημιουργικὴ καὶ συνθετικὴ κίνηση ποὺ διευρύνει τὰ ὅρια τῆς ἑλληνικότητας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τὰ κάμει οἰκουμενικά.

Ζήσιμος Λορεντζάτος: Ταγμένος στην ποίηση και στα γράμματα

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

“Θα ξαναβρούμε τους ρυθμούς εκεί που τους αφήσαμε
Στην αμμουδιά με τους αφρούς του περασμένου χρόνου
Στα ξύλα που τα σφήνωσαν κατάβραχα φουρτούνες
Στα φύκια τα ξασπρόθωρα στο ασίγαστο νερό.

Θα ξαναβρούμε τους ρυθμούς παντού. Μονάχα εσένα
Δε θα σε βρούμε πουθενά της νιότης αστραπή
Πιο γρήγορη απ’ το τρέξιμο πιο λίγη απ’ το δελφίνι
Στο πήδημά του, μια στιγμή στο πέλαγο αν φανεί” […]

(Απόσπασμα στίχοι 1-8)

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ, Ποιήματα. Μικρά Σύρτις. Αλφαβητάρι. Συλλογή, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2006, 149.

Άγιος Ερμογένης, Λέσβος.

Αστέρευτος ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη…

“Τί δηλοί ο μύθος; Θ΄ απαντήσω. Πρώτον· εμπιστοσύνη στο φωτάκι· που παρακάμπτει με άλματα τις εγκεφαλικές διεργασίες και πιάνει με την πρώτη αυτά που ο μελετητής χρειάζεται χρόνια για να ξεκαθαρίσει μέσα του και να τα κατατάξει. Δεύτερον· ότι η αγάπη προς την ύλη δεν έχει καμιά σχέση με την υλιστική αντίληψη της ζωής. Και τρίτον· ότι αυτό που εννοούσαν οι προπάτορές μας όταν έλεγαν “καθένας όπως νιώθει” εξακολουθεί να ισχύει, έστω και αν οδηγεί μερικές φορές σ’ έναν φ α ι ν ο μ ε ν ι κ ά (επιμένω στο όρο) απαράδεκτο παραλογισμό. Έτσι είναι. Καθένας όπως νιώθει, όπως αισθάνεται”.

Ιδιωτική Οδός, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990, 23-24.

Με δύο βιβλία ανά χείρας…

JOSEPH ROTH και ROBERT MUSIL για μια καλή σπουδή του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Κλασικά πια λογοτεχνικά έργα, με ερμηνευτικό ιστορικό εύρος· άλλωστε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και λίαν προφητικά, για όσα σήμερα συμβαίνουν στην Ευρώπη, μιας και με ακρίβεια περιγράφουν τις δικτατορίες του περασμένου αιώνα.

Πού να πάω εγώ, ένας Τρόττα;

Η “Kρύπτη των Καπουτσίνων, το μυθιστόρημα που συμπληρώνει το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ “Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ”, είναι μια μελαγχολική, συγκινητική ελεγεία για τον χαμένο κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εξιστορεί την ανέμελη ζωή ενός μέλους τρίτης γενιάς της περίφημης οικογένειας Τρόττα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την ενθουσιώδη στράτευση και την άδοξη σύλληψή του και εξορία στην Σιβηρία, την απόδρασή του, την απώλεια των ψευδαισθήσεων για τα στρατιωτικά ιδεώδη, την επιστροφή του και την αποστράτευσή του. Σε μια μεταπολεμική Βιέννη που μαστίζεται από οικονομική κρίση, όπου οι παλιές οικογένειες έχουν χάσει όλα τα προνόμιά τους, ο Τρόττα προσπαθεί να αναβιώσει έναν προβληματικό γάμο και να συμβιβαστεί με τη σκληρή και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Βιέννης, καθώς εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ναζιστικής ωμότητας που καταφθάνει απειλητικά.

Το τέλος είναι μια γυμνή αυτοπροσωπογραφία του Γιόζεφ Ροτ. Δεν είναι το πρόσωπο ενός μυθιστορηματικού ήρωα σε κάποια φανταστική κατάσταση. Είναι το συναίσθημα στο οποίο ο Ροτ δίνει φωνή in propria persona σε όλα τα γραπτά του εκείνης της εποχής: η ατμόσφαιρα της οριστικής κατάρρευσης και της απελπισίας, όπως βιώνεται κι εκφράζεται στα κείμενά του του 1935 με 1938.

ΔΥΟ ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΚΤΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ:

  • http://www.kathimerini.gr/820021/article/politismos/vivlio/o-atelhs-8rhnos–enos-megaloy-syggrafea
  • http://www.kathimerini.gr/803500/article/politismos/vivlio/mia-elegeia-gia-to-xameno-parel8on

“Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες” υπήρξε το πρώτο βιβλίο του Ρόμπερτ Μούζιλ και, παρ’ όλο που το έγραψε σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, συγκαταλέγεται, σύμφωνα με την έγκυρη εφημερίδα “Die Zeit”, ανάμεσα στα εκατό αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο προφητικό, γιατί περιγράφει με ακρίβεια τις δικτατορίες του εικοστού αιώνα, αλλά αποτελεί και μια θαυμάσια ανάλυση της εφηβείας, που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Ο νεαρός Ταίρλες ανακαλύπτει συνεχώς τον εαυτό του και τον κόσμο, τρομάζει και απορεί. Μέσα σ’ ένα αυστηρό ίδρυμα των αρχών του εικοστού αιώνα, όπου εκπαιδεύονται τα παιδιά των καλύτερων οικογενειών της Αυστρίας, συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Μέσα στο ημίφως, σε μικρά καμαράκια κάτω από τη στέγη ή κάτω από τη γη, συνυπάρχει ένας άλλος κόσμος, που για να τον βρεις δε χρειάζεται παρά να χρησιμοποιήσεις μια σκάλα αυτού του “αξιοπρεπούς κτιρίου”.

ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ: 

  • http://rnbnet.gr/details.php?id=11262

Η ποίηση πολύτιμο αντίδωρο σε πείσμα της γενικευμένης κακοκαιρίας…

«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον

Είμαστε κιόλας νεκροί»

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ,

Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, 43

«Τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα»

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ευθύς εξ αρχής οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι τα παρακάτω γραφόμενά μου, κατά κύριο λόγο, συνιστούν μια απλή καταγραφή της νεότερης ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην αμέσως την Επανάσταση του 1821 περίοδο, κυρίως την Οθωνική. Τις τελευταίες ημέρες, για δεύτερη φορά έχω καταπιαστεί με το διάβασμα ενός λογοτεχνήματος, το οποίο από την χρονιά που εκδόθηκε (1951· μετέπειτα γνώρισε πολλές επανεκδόσεις), αποδίδει και ερμηνεύει σωστά την παραπάνω εποχή. Πρόκειται για το μυθιστόρημα Ο Παπουλάκος του Κωστή Μπαστιά, γνωστού στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων λογοτέχνη, δημοσιογράφου, εκδότη και αρχισυντάκτη μαχητικών λογοτεχνικών περιοδικών, όπως ήταν τα Ελληνικά Γράμματα.

Σκεπτόμενος εδώ και μέρες, τί θα μπορούσα να δημοσιεύσω σ’ αυτήν τη στήλη «Δράξασθε παιδείας», την οποία τα ΠΟΛΙΤΙΚΑ: http://www.politikalesvos.gr/  φιλόξενα μου προσφέρουν ανά δεκαπενθήμερο, κατέληξα τελικά στη σκέψη να καταγράψω κάποιους προβληματισμούς μου, για αν το σχετικό με την εκπαίδευση πύρινο κήρυγμα του Παπουλάκου, περί τα μέσα του 19ου αιώνα, μπορεί να επηρεάσει τα σημερινά εκπαιδευτικά μας πράγματα.

Ποιος, όμως, ήταν ο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, ο επονομαζόμενος Παπουλάκος; Ολίγα τινά, πιστεύω ότι θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα του κινήματός του, και πώς αυτό συνεπήρε ολάκερο σχεδόν τον Ελληνισμό στα δύσκολα χρόνια συγκρότησης του νεοελληνικού κρατιδίου. Γι’ αυτόν τον φλογερό πατριώτη και κήρυκα επιστροφής στο πατροπαράδοτον, έχουν γραφεί πολλά· μέχρι και διδακτορικές διατριβές έχουν εκπονηθεί σε πανεπιστημιακές σχολές της Ελλάδας. Φρονώ ότι ο Παπουλάκος ανήκει σ’ εκείνη τη γενιά των Ελλήνων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, ο οποίος επάξια συνέχισε το έργο του Πατροκοσμά του Αιτωλού. Θεωρήσεις που στα μαθητικά μας χρόνια συχνά – πυκνά έρχονταν στο φως, ότι δηλαδή, ήταν ένας αμαθής και θρησκόληπτος καλόγερος, σε καμιά περίπτωση σήμερα δεν ευσταθούν, αφού η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει το ακριβώς αντίθετο: το έργο του Παπουλάκου υπήρξε εγερτήριο σάλπισμα, ενάντια στην υπό το καθεστώς της Βαυαροκρατίας επιχειρούμενης τότε πνευματικής αλλοτρίωσης του Ελληνισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, χαρακτηριστικό υπήρξε το εκπληκτικό του χάρισμα να συνεπαίρνει τον απλό λαό, μιλώντας στη γλώσσα του, παρακινώντας τον σε αγαθοεργίες και κοινωνική αλληλεγγύη. Ωστόσο, εκείνο που γοητεύει τον σημερινό ερευνητή της προσωπικότητας του Παπουλάκου είναι ο καταγγελτικός του λόγος ενάντια στον υπαλληλοποιημένο κλήρο, αλλά και στην κρατικοποιημένη την εποχή του εκπαίδευση, βασικοί δηλαδή πόλοι που συγκρότησαν το ελλαδικό κρατίδιο μετά το 1833.

Η καλύτερη απόδοση της δράσης του Παπουλάκου, πέραν των μελετών και των άρθρων που κατά καιρούς έχουν γραφεί, πιστεύω πως είναι το μυθιστόρημα του Κ. Μπαστιά. Αρκετοί από τους κριτικούς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – ενδεικτικά αναφέρω τους Κ. Θ. Δημαρά, Π. Χάρη, Β. Λαούρδα και Δ. Ρώμα – είδαν σ’ αυτό το μυθιστόρημα κάτι πολύ σημαντικό: το ζωντάνεμα της νεότερης ιστορίας μας.

Στο λογοτέχνημα του Μπαστιά στάθηκα κι εγώ πρόσφατα, ξαναδιαβάζοντάς το και διαβλέποντας σ’ αυτό το αριστούργημα τολμώ να πω, αρκετά στρεβλά που συμβαίνουν στη σημερινή εκπαίδευσή μας. Απ’ αυτό, βέβαια, το μυθιστόρημα άντλησα και τον τίτλο του σημερινού σημειώματός μου: «τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα». Όμως, προς αποφυγήν κάποιων παρεξηγήσεων, θα ήθελα να επισημάνω το εξής: τα λεγόμενα του Παπουλάκου για να έχουν τύχη και να επηρεάσουν θετικά το σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα, οφείλουμε να τα δούμε και να τα κρίνουμε υπό το φως της εποχής που ειπώθηκαν. Σ’ αυτήν την προοπτική, μπορούν και σήμερα να ωφελήσουν και γόνιμα να προβληματίσουν πολλούς από εμάς που διακονούμε την εκπαίδευση, μιας και τα τελευταία χρόνια ζούμε σε καιρούς ραγδαίων εκπαιδευτικών αλλαγών, παρόμοιων θα ‘λεγα με την περίοδο δράσης του Παπουλάκου.

Ο Κ. Μπαστιάς στο λογοτέχνημά του Ο Παπουλάκος, με ρέουσα λογοτεχνική γλώσσα περιγράφει ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Σ’ ένα από τα πολλά χωριά της Πελοποννήσου που περιόδευε ο φωτισμένος κήρυκας της λαϊκής ευσέβειας και θρησκευτικότητας, λέγει τα εξής καταπληκτικά: «χριστιανοί είμαι το ίδιο αμαρτωλός σαν και σας και κανένας δεν είναι άγιος. Τα κρίματά μας ξεπερνάνε και την άμμο της θάλασσας κι ούτε καν υποψιαζόμαστε κάθε φορά που θα κολαστούμε. Για τούτο ένας δρόμος μας μένει προς σωτηρία. Ο λόγος του Χριστού. Τα Βαγγέλια, οι Ψαλμοί, το Χτοήχι. Σε τούτα τα βιβλία είναι μαζωμένη όλη σοφία του κόσμου, όλη η αλάθευτη γνώση, κι αυτά μονάχα μπορούν ν’ αποκριθούν στον άνθρωπο, που ρωτά και που διψά να μάθει. Όξω απ’ αυτά, γνώση κι αλήθεια δεν υπάρχουν. Να τα μάθετε λοιπόν γράμματα τα παιδιά σας, αλλά να τα μάθετε γράμματα του Θεού κι όχι γράμματα του διαβόλου. Υπάρχουν δυο λογιώ γράμματα, αδέρφια μου συνέχισε ο Παπουλάκος. Τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα».

Είναι προφανές ότι εδώ ο Παπουλάκος, δια της πένας του Κ. Μπαστιά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αντιλαμβάνεται τον καημό προγενέστερων μεγάλων διδασκάλων του Γένους (Παχώμιου Ρουσάνου, Ευγένιου Βούλγαρη, Νικηφόρου Θεοτόκη, Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για να αναφέρω μερικούς), που στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς στον Οθωμανό κατακτητή, πάλευαν να κρατήσουν ζωντανή τη γλώσσα και τη μακρόσυρτη ελληνορθόδοξη παράδοση του λαού μας. Επιφανειακή ανάγνωση των λεγομένων του Παπουλάκου σήμερα – και ομιλώ για κείνους που αρέσκονται σε θεωρήσεις του τύπου: όλα αυτά τυφλή θρησκοληψία είναι και άρνηση επιστημονικών επιτευγμάτων που η Δύση μας χάρισε τους τέσσερεις τελευταίους αιώνες – δεν μπορεί να γίνει. Για τον εξής απλό λόγο: στη σκέψη του Παπουλάκου, αλλά και κάθε αντίστοιχου σήμερα ανθρώπου που αγωνιά για την παρεχόμενη στα ελληνόπουλα εκπαίδευση, δεν διαβλέπουμε κανένα αντιδυτικισμό. Απεναντίας, ένας καλός γνώστης των ιστορικών δεδομένων και παραμέτρων της εποχής του, και της δικής μας βέβαια, ως ιστορικά παράλληλης, μιας και ακόμη ως λαός ψαχνόμαστε να βρούμε την ταυτότητά μας, άνετα θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι καθετί που σήμερα θυμίζει ελληνορθόδοξη παράδοση, συνεχώς το υποβαθμίζουμε και το θέτουμε στην άκρη, ωσάν να είναι ξεπερασμένο, ωσάν να μην ταιριάζει στην ευρωληγούρικη κουλτούρα μας, ως καλοί μεταπράτες που είμαστε, όπως θα ‘λεγε κι ο αξέχαστος Κωστής Μοσκώφ.

Για να συνταιριάξω τα λεγόμενα του Παπουλάκου με τα σημερινά εκπαιδευτικά μας πράγματα, από την πλευρά του εκπαιδευτικού θα πω και τούτο: θεϊκή και κοσμική σοφία, σ’ ένα λαό όπως ο δικός μας, που η κληρονομιά του στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες, είναι απαραίτητες να διδάσκονται, υπό την προϋπόθεση ότι η μια δεν θα μηδενίζει την άλλη. Τίμιος και ειλικρινής διάλογος και των δύο, στο σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα, μόνο μορφωτικά αγαθά μπορεί να προσφέρει στους νέους. Άλλωστε έτσι αποκτά βαρύνουσα σημασία και η θεώρηση σημερινού κορυφαίου διανοούμενου. Την αντιγράφω αυτούσια, όπως ακριβώς την παραθέτει σ’ ένα περισπούδαστο βιβλίο του: «Δίνοντας νόημα στην ιστορία, ορίζω τις προοπτικές της υπάρξεώς μου. Κάθε ερμηνεία του παρελθόντος, είναι μια πρόταση για το μέλλον. Αναφέρθηκα στην Ιστορία ωσάν σε χώρο όπου λειτουργούν ταυτοχρόνως αναγκαιότητες και υπερβάσεις. Επέμεινα, μάλιστα, στην οικουμενική διάσταση του χώρου. Συνεπώς, ζητώ να κατανοήσουμε πώς συνιστούμε ένα κόσμο με τη Δύση αλλά που δεν εκφράζουμε το ίδιο κέντρο μ’ αυτήν. Και πως, ακριβώς γι’ αυτό, όσο προσεγγίζουμε τη Δύση, τόσο πρέπει να ενισχύουμε την ιδιαιτερότητά μας. Πως εμείς δεν είμαστε ένας ακόμη από τους 10 ή 15 ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά ο ένας και ο μοναδικός – δυστυχώς – φορέας του άλλου κέντρου της οικουμένης μας». Κάπου εδώ, σ’ αυτό το άλλο κέντρο της οικουμένης, προσωπικά τοποθετώ τον Παπουλάκο και την ιδιαίτερα καυστική γλώσσα του για τα θεοτικά κι άθεα γράμματα.

Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, “Γρηγορείτε”…

«Έχουμε μια ιστορία αιωνόβια, αλλ’ είμαστε νεοσύστατοι. Μας έχουν κατά καιρούς πατήσει, σφάξει, κατακρεουργήσει, σκλαβώσει, φιμώσει, εκδιώξει, αφανίσει, προδώσει. Καταντήσαμε ένα λαβωμένο κορμί, κράμα από φυλές κυνηγημένες σαν ανδράποδα. Με μανία θέλησαν την εξόντωσή μας. Φωτιά και σίδερο. Καταστροφές επί καταστροφών. Ερείπια επί ερειπίων. Διωγμοί επί διωγμών. Ξερίζωμα. Όμως τους χρόνους της σκλαβιάς μάς προστάτεψε η Ορθοδοξία. Μας έμεινε η γλώσσα η ελληνική. Διαφυλάχθηκαν οι ελληνικές παραδόσεις, η ελληνική τιμή. Σειρά κατορθωμάτων και ανδραγαθιών έδειχνε καθαρά την ελληνική της γενεαλογία. Ο Ήρως, η αρχαία έννοια του ήρωος, δεν εξέλειπεν. Η ηρωική πράξις, με όλα της τα επακόλουθα αφιλοκερδίας, θυσίας, αρετής, καλοκαγαθίας, εξακολούθησε να φέγγει σαν ίνδαλμα στους νεώτερους όπως και στους Ομηρικούς χρόνους και να δημιουργεί μορφές θεσπέσιες, άχραντες, ακατάλυτες.

Αλλά και σ’ έναν άλλο τομέα μοιάζουμε με τους προγόνους μας. Στην ατέρμονα κλίμακα διαμάχης, της βίαιης άμιλλας, της στυγνής έριδος, του δόλου, της φθονερής απάτης, της συκοφαντικής διαβολής, της αλληλοκατηγορίας και της εφιαλτικής προδοσίας. Αλληλοφάγωμα και καννιβαλισμός, εμπάθεια και αφρούς στο στόμα.

Φως- σκιά, φως – σκιά. Ισχυρές αντιθέσεις. Άλογα, παράλογα πράγματα. Πράξεις αυθορμητισμού που ξεσκεπάζουν βάθη χαρακτήρων ανέλπιστα. Ανανεώσεις, ανασχηματισμοί, μεταμορφώσεις πρωτεϊκές.

Όσα σώθηκαν ως σήμερα, παρ’ όλες τις καταστροφές των αιώνων, σήμερα, στον εικοστόν αιώνα, κινδυνεύουν τον έσχατον.

Δεν διαθέτουμε πια ούτε την εκθαμβωτική τέχνη που είχαν οι Αρχαίοι, ούτε την περίλαμπρη φιλοσοφία τους, ούτε την εκπληκτική τους επιστήμη, ούτε τη σοφία τους για να κατακτήσουμε, όπως στη ρωμαϊκή ηγεμονία, τον κατακτητή μας. Ούτε μπορούμε να παραβγούμε στον στίβο, όπου οι σφαίρες και οι τροχιές του τεχνολογικού πολιτισμού αμιλλώνται με δαιμονιώδη ταχύτητα. Γρηγορείτε».

Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, Ελληνικοί Προβληματισμοί, εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1986, 124-125.

Φίλος μεν Πλάτων, Φιλτάτη δε η αλήθεια (για την εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς)

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ

Σε ένα κείμενο μου του Σαββάτου 4 Ιουλίου, είχα γράψει στο υστερόγραφο, απευθυνόμενος σε φίλους και συντρόφους εκπαιδευτικούς, πως τη Δευτέρα 6 Ιουλίου θα επανέλθω. Για να μη θεωρηθεί λοιπόν ότι φυγομαχώ, εξηγώ, αναγκαστικά συνοπτικά σήμερα και εδώ, αυτή μου την άποψη:
Θεωρώ λανθασμένη τη στάση όλων εκείνων που, ενώ συμμερίζονται πατριωτικές αντιλήψεις οι οποίες αντιστρατεύονται τις κυρίαρχες, στον χώρο των “προοδευτικών” εκπαιδευτικών, εθνομηδενιστικές αντιλήψεις, που έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην αποεθνικοποίηση της νεολαίας, παρ’ όλα ταύτα ακολούθησαν, ως μη όφειλαν, τον συρμό του κλάδου τους. Διότι βέβαια είναι πασίγνωστο πως η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, σε συντριπτικά ποσοστά μάλιστα, σε ό,τι αφορά τους «προοδευτικούς», συμμετείχαν στο ψευδεπίγραφο παιγνίδι του δημοψηφίσματος, συντασσόμενοι με το Όχι.

Γνωρίζουμε πως, στον χώρο της εκπαίδευσης, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, πραγματοποιήθηκε ένα μαζικό εγχείρημα αποεθνικοποίησης, το οποίο ξεκίνησε από τα πανεπιστήμια για να περάσει στη μέση εκπαίδευση και να καταλήξει ακόμα και στη στοιχειώδη και τα νηπιαγωγεία. (Για παράδειγμα, μία νηπιαγωγός μου έφερε πρόσφατα ένα βιβλιαράκι που απευθύνεται στις νηπιαγωγούς για το πώς να οργανώνουν παιχνίδια για τα νήπια όπου οι “καλοί” είναι οι μετανάστες και οι “κακοί” οι αστυνομικοί που τους εμποδίζουν να μπουν στη χώρα). Απέναντι σε αυτό το εγχείρημα, υπήρξαν αντιστάσεις, ιδιαίτερα από παραδοσιακούς, συχνά συντηρητικούς και θρησκευόμενους, εκπαιδευτικούς, που αποκάλυψαν π.χ το ανοσιούργημα της Ρεπούση, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των «προοδευτικών» εκπαιδευτικών, «εθνομηδενιστών» ή «πατριωτών», δεν αντιδρούσε.

Βασικό όπλο για τον αφοπλισμό των δημοκρατών πατριωτών εκπαιδευτικών υπήρξε ο εγκλωβισμός σε μια ακραιφνώς συνδικαλιστική λογική, όπου το μόνο επίδικο αντικείμενο είναι οι μισθοί και οι απολαβές των εκπαιδευτικών, τα ωράρια εργασίας και η αξιολόγηση. Λες και οι εκπαιδευτικοί δεν επιτελούν κάποιο «λειτούργημα», όπως έλεγαν διάφοροι παραδοσιακοί προκάτοχοί τους, αλλά είναι απλώς υπάλληλοι της κρατικής γραφειοκρατίας. Λες και το μεγάλο πρόβλημα για τους εκπαιδευτικούς, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι η αντίσταση σ’ αυτήν και την ιδεολογία που εκπέμπει και διοχετεύει, αλλά κυρίως τα «συμφέροντα» των εκπαιδευτικών ως κλάδου. Και μέσα σε αυτά τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα περιλαμβάνονται και αιτήματα μιας απόλυτης ασυδοσίας (απουσία οποιασδήποτε αξιολόγησης στην πραγματικότητα, παρά τα δήθεν επιχειρήματα υπέρ μιας “καλής αξιολόγησης”, μειωμένα ωράρια αλά καρτ, κ.λπ, κ.λπ.).

Στην πρωτοπορία αυτών των «αγώνων» βρίσκονται οι αριστεροί συνδικαλιστές, που έχουν εγκαταλείψει κάθε παράδοση αγωνιστικής αντίστασης στη διαχεόμενη μέσω της εκπαίδευσης παγκοσμιοποιητική και εθνομηδενιστική ιδεολογία, ή, στην περίπτωση των πατριωτών εκπαιδευτικών, από τη μία πλευράαντιστρατεύονται αυτή την ιδεολογία και από την άλλη συμπορεύονται με τους πιο ακραίους εκφραστές της, τις ποικιλώνυμες «συσπειρώσεις» του ΣΥΡΙΖΑ και των αριστεριστών. Πολλές φορές, τα προηγούμενα χρόνια, προσπαθήσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το ζήτημα και για την ανάγκη να υπάρξει μια οργανωμένη αντίσταση στην εθνομηδενιστική λαίλαπα που έχει εξαπολυθεί στην εκπαίδευση της χώρας. Και μέχρι σήμερα αυτό δεν κατέστη δυνατό διότι, εν τέλει, τα «ταξικά» μικροσυμφέροντα και η ισχύς της περιρρέουσας ιδεολογίας, ιδιαίτερα στον χώρο της αριστεράς και των «συσπειρώσεων», αποδείχθηκαν υπέρτερα από μια γενική, αλλά μάλλον αφηρημένη πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση – που στην καλύτερη περίπτωση εκφράζεται μόνο ως ατομική στάση, μέσα ή έξω από το μάθημα.

Έτσι, ενώ είναι δεκάδες χιλιάδες, κυριολεκτικώς, οι εκπαιδευτικοί που βλέπουν την ανάγκη για μια διαφορετική πορεία στα εκπαιδευτικά πράγματα, αλλά και στον συνδικαλισμό των εκπαιδευτικών, ο οποίος θα έπρεπε να ενσωματώσει τα στοιχεία του περιεχομένου της εκπαίδευσης στις διεκδικήσεις του, εκείνοι που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να παίξουν έναν ρόλο ενοποιητικό και καθοδηγητικό προτιμούν να αναλώνονται σε άγονες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό αυτού του κατεξοχήν εθνομηδενιστικού χώρου. Και το επιχείρημα είναι ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς γιατί θα «απομονωθούν». Όμως, όποιος θεωρεί πως το συμφέρον της νέας γενιάς και της πατρίδας μας διακυβεύεται και μέσα στα τεκταινόμενα στην εκπαίδευση δεν θα έπρεπε να διστάσει, και δεν θα απομονωθεί στην πραγματικότητα. Έτσι, δεν διστάσαμε κι εμείς, οι του Άρδην, όταν αποφασίσαμε να κόψουμε τους οργανικούς δεσμούς με τον αριστερισμό και την εθνομηδενιστική αριστερά, παρά το υψηλό τίμημα και τις συκοφαντίες που έχουμε εισπράξει.

Και βέβαια, όταν έρχεται η στιγμή των μεγάλων κρίσεων, αυτά τα ζητήματα ανακύπτουν με οξύτητα. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που συχνά για δεκαετίες έχουν αντιπαλέψει αυτή τη κυρίαρχη εθνομηδενιστική λογική, να κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στα αδιέξοδα, στα οποία έχουν οδηγήσει και τα δύο στρατόπεδα του «ναι» και του «όχι» στην Ελλάδα, και να συντάσσονται με ένα όχι – κατανοητή επιλογή για έναν ευρύτερο κόσμο που πέφτει στην παγίδα μιας δήθεν αντίστασης αλλά ακατανόητη για όλους εκείνους που γνωρίζουν πως θα έπρεπε να προτάσσουν το συμφέρον της πατρίδας, πάνω και πέρα από ιδιαίτερα συμφέροντα και ιδεολογίες. Πώς είναι δυνατό να μας εγκαλούν μάλιστα ορισμένοι ότι κάναμε την τελευταία περίοδο περισσότερη κριτική στον Τσίπρα και όχι στους αντιπάλους του, όταν γνωρίζουν αναρίθμητα κείμενα κριτικής και κινητοποιήσεις μας, όταν οι αντίπαλοί του ήταν «στα πράγματα». Έτσι και τώρα, τα κύρια βέλη της κριτικής μας, στο εσωτερικό πεδίο, στράφηκαν και συνεχίζονται να στρέφονται ενάντια σε όσους έχουν τη διακυβέρνηση της χώρας και επιπλέον διαβουκολούν το αντιστασιακό αίσθημα του λαού, όπως και τα κύρια βέλη, στο εξωτερικό πεδίο, συνεχίζουν να στρέφονται ενάντια στον Σόιμπλε και τη γερμανική Ευρώπη. Το ίδιο κάναμε και στο παρελθόν απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, όταν οι περισσότεροι γύρω μας τρέχανε να ενταχθούν σε υπουργεία και θεσούλες.
Δεν είναι καιρός, λοιπόν, να γίνει μια συζήτηση για την κατεύθυνση της εκπαίδευσής μας, κόβοντας τους δεσμούς με εκείνους που, στο πεδίο των προτάσεων για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και τον προσανατολισμό της νέας γενιάς, βρίσκονται στον αντίποδα με αυτά που υποστηρίζει ο δημοκρατικός πατριωτικός χώρος; Πώς μπορεί να συνδυάζεται η συνδικαλιστική συμπόρευση με την ιδεολογική αντιπαράθεση; Και, εν τέλει, στις κρίσιμες στιγμές, να καθορίζει τη στάση πολλών από εμάς;