ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

«Ήρωες: φιλοσοφία ηρώων= φιλοσοφία Ελλήνων» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

«Ήρωες: φιλοσοφία ηρώων= φιλοσοφία Ελλήνων»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

«Παπαί  Μαρδόνιε, κοίους  επ’ άνδρας  ήγαγες

μαχεσομένους  ημέας, οι  ου  περί  χρημάτων

τον  αγώνα  ποιεύνται, αλλά  περί  αρετής!»

Αφανή  και  άγνωστο ήρωα -ανάμεσα σε πολλούς άλλους- επικαλείται το απόσπασμα– με  την  εθελοθυσία  του  οποίου  η    φυλή  μας,  όχι  μόνον  έζησε  μέσα  σε  δεινές  δοκιμασίες  και  μεγίστους  κινδύνους, τους  οποίους  προκάλεσαν  σκληροί  εχθροί  και  αδυσώπητοι, αλλά  έγινε  μητέρα  του  πολιτισμού  με  τους  απαράμιλλους  ποιητές, σοφούς  και  καλλιτέχνες  της  και  δίδαξε  έτσι – πρώτη  αυτή – στους  ανθρώπους   την  αξία  των  υψηλών  εννοιών  της  Πατρίδος και  της  Ελευθερίας.

Όταν  καλεί  τον  Έλληνα  της  Πατρίδας  η  φωνή  να  αφήσει  τα  ειρηνικά  έργα  του  και  να  αγωνισθεί, για  να  μην  παραδώσει  στους  απογόνους  την  Πατρίδα  «ελάσσω», αλλά  «πλείω  και  αρείω», το  κάνει  αυτό  με  έναν  άγιο  ενθουσιασμό  και  με  μία  συναίσθηση  ευθύνης. Ευθύνης  όχι  μόνον  απέναντι  του  Εθνικού  Συνόλου, αλλά  και  απέναντι  όλης  της  ανθρωπότητας. Το  «παίδες  Ελλήνων  ίτε»  συγκλόνιζε  από  τα  πανάρχαια  εκείνα  χρόνια  των  Μαραθωνομάχων  και  Σαλαμινομάχων  την  αδούλωτη  Ελληνική  ψυχή, η  οποία  δεν  έπαυσε – ούτε  ποτέ  θα  παύσει – να  «τρέχει»  σε  κάθε  πρόσκληση  της  Πατρίδος  «σαν  την  ανεμοζάλη  και  την  αστραπή».

Αυτή  η  χωρίς  φειδώ  προσφορά  αίματος  εκ  μέρους  του – ο  οποίος  δεν  είναι  άλλος  από  τον  «εν  στρατεύσει»  λαό  μας – έγινε  για  ιδανικά  υψηλά, «ου  περί  χρημάτων», αλλά  «περί  αρετής». Γι’ αυτόν  ακριβώς  τον  λόγο  είναι  άρρηκτα  ενωμένη  με  την  πολεμική  αρετή  των  Ελλήνων. Δεν  τιμάμε  επομένως έτσι  μία  πολεμοχαρή  ιδιότητα  του  λαού  μας, αλλά  την  έμφυτη  τάση  του  προς  την  Ελευθερία  και  την  προτίμησή  του  προς  την  άφθαρτη  δόξα  αντί  της  υλικής  υπεροχής. Και  έρχεται  από  τα  βάθη  των  χιλιετηρίδων  η  παράδοση  της  πολεμικής  αρετής  των  Ελλήνων, η  οποία, αγνή, ωραία  και  αναλλοίωτη, διατηρείται  μέχρι  σήμερα.

Η  παγκόσμια  Ιστορία  δεν  έχει,  ίσως, να  παρουσιάσει  άλλη  περίπτωση  Έθνους, το  οποίο  να  περιφρονεί  την  υλική  δύναμη  των  αντιπάλων  και  να  αδιαφορεί  για  τις  υποδείξεις  της  ψυχρής  λογικής. Μόνο  η  ωραία  Πατρίδα  μας,  μολονότι  «κήρας  επερχομένας  σάφα  ειδούσα», δίδαξε  την  ανθρωπότητα  στο  πέρασμα  των  αιώνων, ότι  «ωραίος  είναι  ο  θάνατος, σαν  είναι  για  το  χρέος».

Η  αρετή  δεν  είναι  μόνο  μία  σύνθεση  αρμονική  σωματικών  και  πνευματικών  προσόντων. Είναι  κυρίως  ένα  πνεύμα  αιώνιο  και  ακατάλυτο, το  πνεύμα  της  θυσίας  για  τα  μεγάλα, τα  ωραία  και  τα  αληθινά. Και  η  ελευθερία  είναι  η  συνισταμένη  όλων  αυτών. Είναι  πραγματικά  ένα  «θήραμα  κάλλιστον  βίω» η  αρετή  για  τον  Έλληνα, για  την  κατάκτηση  του  οποίου  βρίσκεται  σ’ ένα  αδιάκοπο  αγώνα  με  τη  Μοίρα, αφού  «πάτριον  ημίν  εκ  πόνων  τας  αρετάς  κτάσθαι».

Ίσως  σ’ όποιον  επιπόλαια – για  να  μην  πω  κακόβουλα – αντιμετωπίσει  αυτή  τη  σύζευξη  της  αρετής  με  το  επίθετο  «πολεμική», να  δημιουργηθεί  το  ερώτημα: «Ώστε  λοιπόν  η  αρετή  έχει  τεθεί  στην  υπηρεσία  του  πολέμου;». Όχι, βέβαια! Αν  όμως  ονομάζουμε  «πολεμική»  την  πραγματική  λατρεία  των  Ελλήνων  προς  την  Ελευθερία  και  το  πνεύμα  της  θυσίας  χάριν  αυτής, το  οποίο  δεν  μπορεί  να  διαχωρισθεί  από  την  έννοια  «Έλλην», εννοούμε ακριβώς  αυτό, γιατί  κατά  την  διάρκεια  κυρίως  των  απελευθερωτικών  αγώνων – και  όλοι  οι  αγώνες  του  Έθνους  μας  έγιναν  για  την  απελευθέρωση  υποδούλων  αδελφών  ή  για  την  ανάκτηση  πατρίων  εδαφών – κατά  την  διάρκεια  των  αγώνων  αυτών  εκδηλώνεται  το  μεγαλείο  των  Ελλήνων, φτωχών  και  πλουσίων, μορφωμένων  και  αμόρφωτων, ανδρών  και  γυναικών:

Ήταν  η  πρώτη  επέτειος  της  Εθνικής  μας  Εορτής  της  25ης  Μαρτίου, η  οποία  έγινε  το  1838  στη  νέα  πρωτεύουσα  του  μικρού  τότε βασιλείου  μας, στην  Αθήνα. Μητροπολιτικός  ναός  ήταν,  κατ’ εκείνους τους χρόνους,  η εκκλησία της  Αγίας  Ειρήνης.  Εκεί  έγινε  η  Δοξολογία, που  την  παρακολούθησαν  οι  ήρωες  της  Επαναστάσεων – όσοι  ζούσαν  ακόμη – οι  χήρες  και  τα  ορφανά  του  επικού  αγώνα  και  πλήθος  λαού. Οι  άρχοντες  επί  κεφαλής. Μετά  τη  Δοξολογία  όλος  ο  λαός  ξεχύθηκε  στους  δρόμους  και  στις  πλατείες  και  με  ακράτητο  ενθουσιασμό  έψαλλε  τραγούδια  πατριωτικά  και  χόρευε  χορούς  Ελληνικούς. Σ’ έναν  χορό  απ’ αυτούς  μία  σεβάσμια,  ηλικιωμένη  γυναίκα, πλησίασε  και, αφού  στάθηκε  στη  μέση, φώναξε: «Παιδιά  μου, σταματήστε! Σε  μένα  ανήκει  ν’ αρχίσω  πρώτη  το  χορό, γιατί  σ’ αυτά  τα  χώματα, που  τώρα  σεις  ελεύθεροι  πατείτε, έδωκα  θύματα  του  αγώνος  δύο  ανδρειωμένα  αδέλφια  μου  και  τον  μονάκριβο  γιό  μου!». Και  άρχισε  η  ηρωίδα , μητέρα  και  αδερφή,  ένα  γλυκό  τραγούδι  της  ελευθερίας, απ’  εκείνα, που  έψαλλαν  στα  ψηλά  βουνά  οι  ανδρειωμένοι  ήρωες. Μάτι  δεν  έμεινε  αδάκρυτο!

Στις  πλαγιές  του  όρους  Τρόοδος, στην   Κύπρο, την  άνοιξη  του  1957, έπεσε  ο  Γρηγόρης  Αυξεντίου, έφεδρος  αξιωματικός. Το  καταφύγιό  του – τη  σπηλιά – το  έκανε  «Θερμοπύλες». Εκεί  που  έπαιζε  μικρός. Η  απλοϊκή  του  μητέρα  άκουσε  τον  κρότο  των  πολυβόλων  και  περίμενε  με  δικαιολογημένη  ανυπομονησία  το  αποτέλεσμα  της  μάχης  του  παιδιού  της. Και  άκουσε  σε  λίγο  την  τρομερή  είδηση…

Ποιος  δεν  θυμάται  την  Σπαρτιάτισσα  με  τους  πέντε  γιούς της   στη  μάχη; Τον  αγγελιοφόρο  περίμενε  να  φέρει  το  μήνυμα  του  μετώπου.   Ήταν  ανυπόμονη  η  καρδιά  της  και  έτρεξε  να  τον  συναντήσει  έξω  από  την  Σπάρτη, με  τα αγέρωχα  βήματά  της. Δεν  άργησε  ο  αγγελιοφόρος  να  φανεί  και  η  Σπαρτιάτισσα  βρέθηκε  μπροστά  του. «Τι  νέα  από  τη  μάχη;» τον ρωτά. Και  απαντά  εκείνος: «σκοτώθηκαν  και  τα  πέντε  παιδιά  σου!». Και  η  απάντηση  της  ηρωικής  μητέρας: «Βρε  ανόητε, νομίζεις  πώς  γι’ αυτό  έκανα  τόσο  δρόμο; Ζητώ  να  μάθω  ποιο  είναι  το  αποτέλεσμα  της  μάχης!». Ο  αγγελιοφόρος  δίνει  την  απάντηση: «Νίκη! Νίκη!». Σήκωσε  τότε  η  Σπαρτιάτισσα  τα  χέρια  και  τα  βλέμματα  προς  τον  ουρανό  και  ευχαρίστησε  τους  θεούς  μ’ αυτά  τα  λόγια: «Σας  ευχαριστώ, Θεοί  μου, γιατί  τα  παιδιά  μου  έπεσαν  για τη  Σπάρτη, έπεσαν  για  την  ελευθερία  της!»…

«Ω  ξείν, αγγέλλειν  Λακεδαιμονίοις,

ότι  τήδε  κείμεθα  τοίς  κείνων  ρήμασι  πειθόμενοι»!

Τον  τάφο  των  τριακοσίων  εκείνων  υπερμάχων  της  Ελευθερίας  δεν  έπαυσαν  οι  αιώνες  να  αντικρίζουν  με  δέος  ιερό  και  να  οδηγούνται  από  το  άσβεστο  φως  εκείνου, γιατί  «των  εν  Θερμοπύλαις  θανόντων  ευκλεής  μέν  α  τύχα  καλός  δ’  ο  πότμος, βωμός  δ’  ο  τάφος, προ  γόων  μνάστις, ο  δ’ οίκτος  έπαινος. Εντάφιον  δε  τοιούτον  ούτ’ εύρως  ούθ’ ο  πανδαμάτωρ  αμαυρώσει  χρόνος…». Είναι  ελεύθερος  ο  Έλληνας  να  πέφτει  στην  Πύλη  του Αγίου Ρωμανού – πρόμαχος  Αθηνά  αυτός  κατά  των  βαρβάρων  της  Ανατολής – και  να  αντιτάσσει  στις  δελεαστικές  προτάσεις  του  τυράννου  το  ενδεικτικό  υψίστου  ηρωισμού  και  εθελοθυσίας  εκείνο: «… Το  δε  την  πόλιν  σοι  δούναι  ούτ’ εμόν  εστίν  ούτε  άλλου  των  κατοικούντων. Κοινή  γάρ  γνώμη  πάντες  αυτοπροαιρέτως  αποθανούμεν  εν  αυτή  και  ου  φεισόμεθα  της  ζωής  ημών». Είναι  ελεύθερος  ο  Έλληνας  και  όταν  ακόμη  οι  δυνάμεις  της  βίας  και  της  τυραννίας  τον  πολιορκούν, τον  καταπνίγουν, σαν  ύπαρξη  υλική, να  γίνεται  «ελεύθερος  πολιορκημένος»  και  να  διδάσκει  τους  λαούς, ότι  αξία  δεν  έχει  μόνο  η  ελεύθερη  ζωή, αλλά  και  ο  ελεύθερος  θάνατος. Γράφει  ο  Γκαίτε  με  ιερή  συγκίνηση  στον  Φάουστ  για  τους  αγωνιστές  του  Μεσολογγίου:

«… Της  γης  αυτής  παιδιά, πολέμων  θρέμμα,

με  λεύτερη  κι  ατρόμητη  καρδιά,

που  σπαταλάτε  το  ίδιο  σας  το  αίμα

στο  πνεύμα  το  ιερό, που  υποταγή  δεν  ξέρει,

σε  όλους, που  πολεμούν, καλό  να  φέρει…».

Είναι  ελεύθερος  ο  Έλληνας, γιατί  από  τα  πανάρχαια  χρόνια  έχουν  εφαρμογή  για  τον  καθένα  χωριστά – και  για  όλους  μαζί – οι  μεγαλόστομοι  στίχοι  του  Σολωμού:

«… Και  τάραζε  τα  σπλάχνα  μου

ελευθεριάς  ελπίδα

κι  εφώναζα: ω  θεϊκιά  κι  όλη

αίματα  πατρίδα!

κι  άπλωνα  κλαίοντας  κατ’ αυτή

τα  χέρια  με  καμάρι,

καλή  ν’ η  μαύρη  πέτρα  της

και  το  ξερό  χορτάρι…».

Όταν  μιλούν  τα  νεανικά  χείλη  και  εφηβικά  χέρια  προσφέρουν  άνθη  σε  τόπους  ιερούς  και  στεφανώνουν  Ηρώα, τότε  δεν  έχουν  θέση  οι  λόγοι  των  μεγάλων. Αυτοί  πρέπει  να  σιωπούν, γιατί, αν  ο  λόγος  ανήκει  στον  χρόνο, η  σιωπή  ανήκει  στην  αιωνιότητα. Και  την  αιωνιότητα  της  Ελλάδος, αυτού  του  αιώνιου  εφήβου, συμβολίζουν  τα  νειάτα  μας που «είναι πλασμένα για τον ηρωισμό», κατά τον Πωλ Κλοντέλ.

Σ’  αυτήν  τη  γη  μιας  χώρας, που  είναι  «μεγάλη  σαν  τον  ουρανό  κι  όμορφη  σαν  τον  ήλιο». Σ’  αυτήν  τη  γη, που  «μ’  αίματα  εβάφη  κι  όπου  κοιλάδες  και  βουνά  είναι  τυράννων  τάφοι» ήλθαμε  και  εμείς, προσκυνητές του δοξασμένου άχρονου χρόνου των ηρώων.  Για  να  πάρουμε  μέρος  από  τον  ενθουσιασμό  των νέων ανθρώπων  και  να  εξαγνισθούμε  από  την  ατμόσφαιρα που  δημιουργεί  η  παρουσία  τους.  Ήρθαμε  να  αντλήσουμε  την  ελπίδα, γιατί «έχει  στεφάνια  η  Δόξα  ακόμη  στο  δέντρο  της  το  ιερό». Και  στα  μάτια  των νέων βλέπω, διαισθάνομαι, οραματίζομαι, τους  αυριανούς  ήρωες.

Δεν  υπάρχει  μεγαλύτερη  εσωτερική  ανάγκη  από  την  ανάγκη  για  ελευθερία  και  αλήθεια. Την  ανάγκη  αυτή  τη  νοιώθει  ο  νέος  άνθρωπος  περισσότερο  από  κάθε  άλλον. Παράλληλα  όμως  ο  νέος  είναι  εκείνος  που  περισσότερο  κινδυνεύει  στην  προσπάθειά  του  για  περισσότερη  ελευθερία  και  αλήθεια. Ιδιαίτερα σήμερα που η πραγματικότητα διαστρεβλώνεται δολίως από τους καθεστωτικούς μηχανισμούς προπαγάνδας, τα «έγκυρα» και «αντικειμενικά» μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία βομβάρδισαν το λαό μας με απίθανες, φανταστικές, κατασκευασμένες  αφηγήσεις «εγκλήματος και τιμωρίας», συσκοτισμού και υποκριτικού «διαφωτισμού»…

Η  όλη υλοζωιστική   φιλοσοφία  της κοινωνίας, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, του  σχολείου  οδηγεί  τους  μαθητές  στην  άρνηση  της  ελευθερίας  και  της  αλήθειας, μια  και  υπόγεια  καλλιεργείται  η  σχετικοποίηση  των  αξιών.  Το  ότι  οι  πλέον εκλεκτοί των μαθητών  τελικά  δεν  δέχονται, εν πολλοίς,  αυτή  τη  φιλοσοφία  οφείλεται  σε  πολλούς  παράγοντες, η  πραγματικότητα  πάντως  είναι  πως  «την  ελευθερία  τη  συναντάς, ορισμένες φορές, στις  φυλακές  και  σπάνια  στις  αίθουσες  των  σχολείων, των  Συμβουλίων  και  Δικαστηρίων», όπως  τονίζει  με  έμφαση  ο  Γκάντι. Το  ίδιο  συμβαίνει  και  με  την  αλήθεια. Ο  δρόμος  της  είναι  ποτισμένος  με  αίμα  και  δάκρυ. Γράφει  ο Ανδρέας  Κάλβος:

«Εάν  τις  το  νουθέτημα

θείον  ακολουθήση,

στόμα  μαχαίρας, βάσανα,

κλαύματα  φυλακής

τότε  ας  περιμένει».

Ακολούθως, γράφει με απόλυτη ειλικρίνεια  ο  Ντοστογιέφσκυ, είμαι  άνθρωπος  επειδή  πλανιέμαι. Ποτέ  δεν  αποκτήσαμε  μια  αλήθεια  χωρίς  να  πλανηθούμε  πολλές  φορές. Το  παράξενο  είναι  πως  και  στις  πλάνες  μας  δεν  είμαστε  πρωτότυποι: «Το  να  πλανιέται  ένας  άνθρωπος  με  το  δικό  του  τρόπο, είναι  προτιμότερο  σχεδόν  από  την  αλήθεια  που  θα  αναμασάει  από  κάποιον  ξένο. Στην  πρώτη  αποδείχνεις  πως  είσαι  άνθρωπος. Στη  δεύτερη  αποδείχνεις  πως  είσαι  παπαγάλος». Προσφέρουμε  στα  παιδιά, στους εφήβους, στους νέους,   έτοιμα  παιγνίδια, έτοιμες  λύσεις  στα  φλέγοντα κοινωνικά  θέματα και συνήθως δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για το  μαθητή    να  ερευνήσει, να  αναζητήσει, να  σκεφθεί, να  δημιουργήσει.

Όμως   ο  Μπερντιάγιεφ λέει: «η  ελευθερία  δεν  είναι  άνεση, είναι  βάρος  που  δύσκολα  μεταφέρεται. Η  ελευθερία  δεν  είναι  δικαίωμα,  είναι  ένα  καθήκον». Εγκληματούμε  τονίζοντας  με  φορτικότητα  πως  η  ελευθερία  είναι  αυτονόητη  κατοχή  ενός  αγαθού. Γιατί η  ελευθερία  ταλαιπωρείται  όχι  μόνο  στα  ολοκληρωτικά  καθεστώτα, αλλά  και  στα  λεγόμενα  δημοκρατικά  πολιτεύματα  της  εποχής  μας. Δεν  είναι  καθόλου  βέβαιο  πως  οι  σύγχρονες  δημοκρατίες, με  επικεφαλής  τις    Η.Π.Α., νοιάζονται  για  τις  αξίες. Ενδιαφέρονται  για  τα  συμφέροντα. Το  χρήμα  είναι  η  βασική  επιδίωξη όλων. Το  χρήμα, ο έλεγχος των  μέσων  μαζικής ενημέρωσης και  πληροφόρησης,  εφημερίδες  μεγάλης  κυκλοφορίας, υψηλά ιστάμενοι επιστήμονες  που  εργάζονται  για  το  Κράτος, μπορούν  να  ψευτίζουν  την  ελευθερία  και  να  παραποιούν  την  αλήθεια  και  σε  μια  δημοκρατική  χώρα. Τα  πάντα, σε  παγκόσμια  κλίμακα, είναι  άμεσα  ή  έμμεσα  κατευθυνόμενα.

Το  πνεύμα  είναι  ελευθερία, όπως  είπε  ο  Έγελος, αλλά  το  πνεύμα  δεν  ανθίζει  μέσα  στην  εξαθλίωση. Στο «Υπόγειο»  του  Ντοστογιέφσκυ  μια  εύγλωττη παράγραφος μας καθηλώνει: «Η  λογική, κύριοι, είναι  εξαίρετο  πράγμα, σύμφωνοι, μα  η  λογική  είναι  λογική  μόνο  και  ευχαριστεί  μόνο  το  μυαλό  του  ανθρώπου, ενώ  η  θέληση  είναι  η  εκδήλωση  της  ζωής  με  τη  λογική  της  μαζί  και  με  όλες  τις  σπαζοκεφαλιές  της… Και  για  να  το  πώ  όλο. Γιατί  έχετε  την  πεποίθηση  πως  θάταν  πάντα  ωφέλιμο  στον  άνθρωπο  να  μην  πάει  ενάντια  στο  λογικό  του  συμφέρον, το  πραγματικό, το  εγγυημένο  από  τα  επιχειρήματα  της  λογικής  και  της  αριθμητικής, και  πως  αυτό  πρέπει  να  είναι  νόμος  για  την  ανθρωπότητα;…».

Πολλοί  άνθρωποι, μπροστά  στο  μεγαλείο  της  ελευθερίας, στρέφονται  και  εθίζονται  στη  δουλεία, αφού  ο  άνθρωπος  υποκρίνεται  συνήθως  πως  ποθεί  την  ελευθερία, ενώ  στην  πραγματικότητα  βολεύεται  στην  εξάρτηση.  Έχει  δίκιο  ο  Νίτσε  όταν  γράφει: «Είναι  κάμποσοι  που  πετάξανε  την  τελευταία  αξία  τους, μόλις  πετάξανε  τη  σκλαβιά  τους…» .

«Κανένας  δεν  αγαπά  περισσότερο  απ’  εκείνον  που  ξέρει  να  σέβεται  την  ελευθερία  του  άλλου»  λέει  η  Simmone  Weil. Μέσα  στον  υλοζωϊσμό, που  χαρακτηρίζει  την  εποχή  μας, ξεθωριάζει  η  ελευθερία, μέσα  σε  μια  άνετη, εύκολη  ζωή, ζωή  χωρίς  αγώνες, χωρίς  πάλη  και  αίμα  σκοτώνεται  το  πνεύμα, επομένως  και  η  ελευθερία, γι αυτό γράφει  ο  Νίτσε: «Απ’ όλα  τα  γραμμένα  εγώ  εκείνα  μονάχα  αγαπώ, που  τάχει  γράψει  κανείς  με  το  αίμα  του. Γράφε  με  αίμα  και  θα  δεις  πως  είναι  πνεύμα  το  αίμα.. Από τότε που ο άνεμος μου εναντιώθηκε, έμαθα να σαλπάρω με όλους τους ανέμους».

Το  διατυπώνει  διαφορετικά  ο  συγγραφέας  της  Ελληνικής  Νομαρχίας: «Η  ζωή  του  αληθούς  πολίτου  πρέπει  να  τελειώνει  ή  δια  την  ελευθερίαν  ή  με  την  ελευθερίαν». Για  την  ελευθερία  πρέπει  να  θυσιάζεις  τη  ζωή  σου, όχι  όμως  την  ελευθερία  για  να  κρατηθείς  στη  ζωή. Αρνούμενος  την  ελευθερία  είσαι  ήδη  νεκρός  σαν  άνθρωπος, όπως  διαστρεβλώνοντας  την  αλήθεια  χάνεις  και  την  ελευθερία  σου, άρα  την  ανθρωπιά  σου, την  αξιοπρέπειά  σου.

Δεν  πρέπει  να  πολυπιστεύουμε  πως  κατέχουμε  συνέχεια  και  αδιατάρακτα  την  ελευθερία. Είναι  αξία  αβέβαιη, πρέπει  να  την  κατακτάς  αδιάκοπα. Την  χάνεις  χωρίς  να  το  καταλάβεις, τη  στιγμή  μάλιστα  που  νομίζεις  πως  την  κατέχεις. Πρέπει  όμως  και  συνέχεια  να  τονίζεται  στους  νέους  πως  είναι  πλασμένοι  για  την  ελευθερία  και  την  αλήθεια, για τον ηρωισμό, για ιδανικά και αξίες ζωής. Με  όλους  τους  κινδύνους, όλη  την  αβεβαιότητα,  πρέπει  να  πασχίζουμε   για  την  ελευθερία  και  την  αλήθεια. Να  μην  τις  φοβόμαστε  και  ποτέ  να  μην  πιστέψουμε  πως  είναι  δυνατό  να  χαθούν, γιατί, όπως  γράφει  ο  Θερβάντες  «η  αλήθεια  δεν  τσακίζεται, και  στέκεται  πάντοτε  επάνω  από  το  ψέμα, όπως  το  λάδι  επάνω  από  το  νερό».

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

1.Α. Καρρέλ, Σκέψεις  για  τον  άνθρωπο  και  τη  ζωή, σελ. 34.

2. Φ. Ντοστογιέφσκυ, Έγκλημα  και  τιμωρία, Κλασσικά  Παπύρου, Τόμ. Β΄ ,σελ. 36.

3. Φ. Ντοστογιέφσκυ, Το  υπόγειο, σελ. 30,33  και  35.

4.Φ. Νίτσε, Άπαντα.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Ηλιάδη).

 

 

 

 

 

 

 

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση