ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

«Σκόρπιες σκέψεις για την πολιτική και την κοινωνία στην Ελλάδα εν έτει 2012»

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 12:02 μμ στις 25 Σεπτεμβρίου, 2012

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
ailiadi@sch.gr

«Σκόρπιες σκέψεις για την πολιτική και την κοινωνία στην Ελλάδα εν έτει 2012»

Οι  αρχαίοι  μας  είχαν  τελικά  δίκιο  και  σε  αυτό:  η  άλλη  όψη  της  τραγωδίας  είναι  η  κωμωδία.  Όσοι  πολιτικοί  κατηγορούνται  πως  έκλεψαν, όσοι  ελεύθεροι  επαγγελματίες  και  επιχειρηματίες  πως  φοροδιαφεύγουν  και  δεν  συλλαμβάνονταν  τόσο  καιρό, συνελήφθησαν  τώρα  εντός  ολίγων  ημερών.  Και, λογικά, έπεται  συνέχεια. Βέβαια, τι  να  πρωτοπρολάβει  η  Αστυνομία;  Από  τη  μία, άντε  τρέχα  να  συλλαμβάνεις  πολιτικούς, συζύγους, κόρες  πολιτικών, είναι  και  οι  εγκληματικές  συμμορίες  που  ξεφυτρώνουν  η  μία  μετά  την  άλλη…  Νέο  «φρούτο»,  αδίστακτες  συμμορίες  Αλβανών  κακοποιών  που  μπουκάρουν  μέσα  σε  σπίτια  κρατώντας  χειροβομβίδες  και  απειλούν  τον  κόσμο  να  τους  δώσει  ό,τι  χρήματα  και  πολύτιμα  διαθέτει, αλλιώς  θα  ανατιναχθούν  όλοι  μαζί.

Πέραν  αυτών  των  κωμικοτραγικών, όμως, ο  ήλιος  λάμπει  με  όλο  και  μεγαλύτερη  αυτοπεποίθηση, ο  ουρανός  έχει  αυτό  το  ιδιαίτερο  μπλε  που  ξυπνάει  τα  ζηλόφθονα  προτεσταντικά  σαδιστικά  ένστικτα  και  το  βράδυ  στη  βόλτα, ευωχία: όλες  οι  μυρωδιές  της  φύσης  είναι  ξεχυμένες  στον  δρόμο.

Η  νύχτα  όμως  είναι  όμορφη , ειδικά  αυτή  την  εποχή  που  η φύση  εκρήγνυται με τα χρώματα και τα αρώματα του φθινοπώρου .  Κρύβει  την  ασχήμια  της  κατάστασής  μας  που  ο  ήλιος  ανελέητα  αποκαλύπτει.  Τη  νύχτα  μένει  η  μαγεία, η  ουσία  αυτού  που  είναι  η  Ελλάδα, παρά  τα  όσα  της  έχουμε  (και  της  έχουνε)  κάνει.

Παίρνοντας  το  δρόμο  προς  το  σπίτι,  παρατηρώ  να  αυξάνονται, κολλημένα  σε  κολόνες  και  περιβόλους  σπιτιών,  αγγελτήρια  θανάτων  και  κηδειών.  Ξεχωρίζουν  έτσι  πως  είναι  γραμμένα  με  μαύρο  σε  άσπρο  φόντο, ανάμεσα  στις  κολλημένες  κόκκινες  διαφημίσεις  για  ενεχυροδανειστήρια,  για  σπίτια  που  νοικιάζονται  ή  πωλούνται  σε  τιμή  ευκαιρίας… Με τον κύριο στο αγγελτήριο θανάτου, σκέφτομαι, δεν  είχαμε  ποτέ  «γνωριστεί»  αλλά  ήμασταν  οικείοι  ο  ένας  στον  άλλον,  με  την  οικειότητα  που  αποκτάς  με  κάποιον  όταν  τον  βλέπεις  πολύ  συχνά  στην  καθημερινότητά  σου  αλλά  εκτός  επαγγελματικού  πλαισίου.  Είναι  η  οικειότητα  των  «ανοχύρωτων»  στιγμών, εκεί  που  είσαι  ατημέλητος, βγάζεις  τα  σκουπίδια, περπατάς  με  τον  σκύλο  σου,  βιάζεσαι  να  πας  στη  δουλειά.  Είναι  η  ζωή  μας, τελικά. Οι  άνθρωποι  που  βλέπουμε  ετούτες  τις  στιγμές  δεν  ξέρουν  τίποτε  για  μας, και  ξέρουν  τα  πάντα.  Μερικές  φορές  αυτό  συμβαίνει  και  με  τους  ανθρώπους  με  τους  οποίους  «επισήμως»  μοιραζόμαστε τις  ζωές  μας. Κάπως  έτσι  ζούμε  αυτές  τις  ημέρες.  Ζώντας  όπως  μπορούμε, όσο  μπορούμε, ξένοι  ανάμεσά  μας, ξένοι  προς  αυτό  που  μας  έχει  βρει, και  αυτό  που  έρχεται.

Όλοι  καταλαβαίναμε  ότι  ο  τρόπος  ζωής  συγκεκριμένων  πολιτικών  ήταν  απολύτως  αναντίστοιχος  με  τη  βουλευτική  ή  την  υπουργική  αποζημίωση.  Και  όλοι  βλέπαμε  αυτό  που  δεν  «έβλεπαν»  τα  κόμματα, η  Βουλή  και  ένα  μεγάλο  μέρος  των  ΜΜΕ.  Το  μέγα  (ηθικό)  σκάνδαλο  της  Δημοκρατίας  της  Μεταπολίτευσης  στην  πραγματικότητα  ήταν  συλλογικό. Η  ελληνική  κοινωνία  από  το  ’74  και  μετά  «αποκοιμήθηκε»  και  συμβιβάστηκε  απολύτως  με  τη  θεσμική  ανηθικότητα  που  επέβαλλαν  η  κομματοκρατία, η  διαπλεκόμενη  κρατικοδίαιτη  επιχειρηματικότητα  και  τα  ΜΜΕ  που  λειτούργησαν  ως  διαμεσολαβητής  ανάμεσα  στην  πολιτική  και  την  οικονομική  εξουσία.  Όλα  αυτά  τα  χρόνια  η  κοινωνία  αποδέχτηκε  την  ανατροπή  του  αξιακού  της  μοντέλου, συναινώντας  σιωπηρά  στην  εγκαθίδρυση  ενός  οπερετικού  συστήματος  διακυβέρνησης  που  στηριζόταν  στην  ηθική  χαλαρότητα, στην  αναξιοκρατία, στη  συναλλαγή  και  (κυρίως)  στην  πλήρη  απουσία  αισθητικής.  Η  ελληνική  κοινωνία, θα  λέγαμε  με  πλατωνικούς  όρους, εξόρισε  τις  ιδέες  από  την  πόλη  και  τις  αντικατέστησε  (με  χυδαίο  τρόπο)  με  τα  παράγωγα  του  χρήματος.

Δεν  είναι  τυχαίο  ίσως  ότι  για  χρόνια  σε  αυτή  την  (όπως  αποδείχθηκε)  κοινωνία-φυλακή  των  ψυχών  όσοι  προσπάθησαν  να  σκεφτούν  και  να  ζήσουν διαφορετικά  περιθωριοποιήθηκαν, διασύρθηκαν  και  πολιτογραφήθηκαν  σαν  γραφικοί.  Για  χρόνια  η  έννοια  «κουλτουριάρης»  υπήρξε  συνώνυμο  του  ηλίθιου σνομπ! Αντιθέτως, η  έννοια  «λαμόγιο»  απέδιδε  την  εφευρετικότητα, την  ευελιξία  και  ίσως  την  αποτελεσματικότητα  του  Νεοέλληνα  να  επιβιώσει  σε  ένα  απολύτως  διεφθαρμένο  περιβάλλον! Η  κατεδάφιση  του  αξιακού  μοντέλου  άνοιξε  μοιραία  τον  δρόμο  για  πολιτικούς-ντίλερ, βαθύπλουτους  δημοσιογράφους, χωριάτες  επιχειρηματίες  και  το  συλλογικό  «πόθεν  έσχες»  αντί  να  αποκαλύπτει  το  «πόθεν»  και  το  «έσχες», απλώς  τα  συσκότιζε.

Άνοιξε  επίσης  τον  δρόμο  για  πολιτικούς-φεουδάρχες  που  φόρτωναν  το  Δημόσιο  με  ψηφοφόρους, μοίραζαν  επιχορηγήσεις, καταπατούσαν  τους  νόμους  και  έστηναν  ως  υπουργοί  επιτροπές  για  να  μοιράζουν  κρατικές  προμήθειες  και  να  εισπράττουν  μίζες.  Ας  ελπίσουμε  ότι  το  αναπόδραστο  αυτό  τέλος  δεν  θα  συμπέσει  με  μια  μεγάλη  εθνική  τραγωδία  που  θα  στείλει  τη  χώρα  για  δεκαετίες  στο  απόλυτο σκοτάδι…

Βέβαια, τα κόμματα κατάντησαν κόμματα  διερχομένων. Δεν  είναι  πρωτοφανές.  Στην  πολιτική  όπως  και  στο  ποδόσφαιρο  οι  μεταγραφές  δεν  τελειώνουν  ποτέ.  Ανέκαθεν  μερίδα  του  πολιτικού  προσωπικού  συνήθιζε  εκάστοτε  να  μηδενίζει  το  κοντέρ.  Και  σε  κάθε  εκλογική  περίοδο  έκανε  νέα  αρχή  με  διαφορετικό  κόμμα  σαν  να  μη  συνέβαινε  τίποτα.  Κανένας  αιφνιδιασμός  των  ψηφοφόρων.  Καμιά  έκπληξη  στους  κομματικούς  οπαδούς.  Αναιμικές  και  οι  διαμαρτυρίες.  Οι  εκλογικές  μεταπηδήσεις  και  οι  ιδεολογικές  μεταλλάξεις  αποτελούσαν  στο  παρελθόν  ρουτίνα.  Εξάλλου, όταν  η  πολιτική  ασκείται  σαν  προσωπική  ζαριά,  μαζί  της  ρολάρουν  καιροσκοπικά  και  τυχοδιωκτικά  φαινόμενα.  Αν  προστεθούν  σε  αυτά  η  εγωπάθεια  και  η  φιλαυτία, το  δημαγωγικό  πακέτο  ολοκληρώνεται.  Τα  κόμματα, άλλωστε, δεν  είναι  άκαμπτα  θρησκευτικά  δόγματα.  Ούτε  οι  επικεφαλής  τους  μνησίκακοι  φονταμενταλιστές  ηγέτες.  Προτάσσουν  τα  συμφέροντα  της  παράταξης  και  υποδέχονται  με  πολυσυλλεκτική  μεγαθυμία  στη  στάνη  τα  απολωλότα  πρόβατα  που  έμπλεξαν  με  σκανδαλιάρηδες  λύκους.  Παράλληλα, μαντρώνουν  ευκαιριακά  και  επιπόλαια  όποιον  αποπεμφθέντα, διαγραφέντα, πολιτικά  άσωτο, παραδόπιστο  ή  μετανοημένο.  Από  το  δικό  τους  ή  διαμετρικά  αντίθετο  πολιτικό  χώρο, αδιάφορο.  Αποτέλεσμα;  Αφόρητος αχταρμάς.

Γίνεται  φανερό  ότι  τα  ντόπια  κόμματα  ζουν  σε  μυστικιστική  διάσταση.  Στην  εποχή, όμως, του  διαδικτύου  τα  γλυκανάλατα  παραμύθια  τους  δεν  φτουράνε.  Με  την  πολιτική  ηττημένη, την  οικονομία  ναυαγισμένη  και  την  κοινωνία  γονατισμένη, η  χώρα  πορεύεται  ταλαιπωρημένη  μέσα  σε  απόλυτη  σύγχυση. Η  παρατεταμένη  ύφεση  ράγισε  τον  όποιο  κομματικό  ορθολογισμό, η  ανασφάλεια  εξόρισε  τον  όποιο  πολιτικό  ρεαλισμό  και  η  στασιμότητα  έβγαλε  στον  αφρό  κλισέ, απλοϊκότητες, παραληρήματα  και  κόμπεξ.  Το  χειρότερο  είναι  ότι  με  τέτοια  εφόδια  σύσσωμο  το  πολιτικό  σύστημα  προσπαθεί  να  πείσει   ότι  έχει  δήθεν  λύσεις  για  την  κρίση.  Μάταια.  Με  παλιά  εργαλεία, ξεθυμασμένα  νοήματα, παρηκμασμένες  μορφές  οργάνωσης  και  απολιθωμένες  συμμαχίες, όχι  μόνο  υπονομεύουν  τα  περιθώρια  ανάκαμψης  αλλά  συμπληρώνουν  το  ζοφερό  σκηνικό  της  επόμενης  μέρας.  Γιατί, κακά  τα  ψέμματα, όσο  ακραία  φαντάζει  η  επιστροφή  στη  δραχμή  άλλο  τόσο  είναι  ακραία  και  η  διάλυση  των  συλλογικών  συμβάσεων. Η  αλήθεια  είναι  ότι  σε  ταραγμένους  καιρούς  το  εκτεταμένο  κομματικό  μωσαϊκό  ασκεί  μια  παραψυχολογική  γοητεία.  Ωστόσο  η  ιστορική  ανάγκη  προηγείται  της  έλξης  του  ανεξήγητου. Αν  δεν  αναλάβουν    τις  πατριωτικές  ευθύνες  τους  όσα  κόμματα  αρνούνται  τον  κραυγαλέο  λαϊκισμό  και  τον  άκρατο  νεοφιλελευθερισμό,  η  ζημιά  για  τη  χώρα  θα  είναι  ανεπανόρθωτη.

«Σαν  πολλά  “άβατα”  έχει  γεμίσει  αυτή  η  χώρα», μου  λες, σκοτεινά. Και  έχεις  δίκιο:  τα  άβατα  μας  έχουν  καταλάβει, έχουν  καταπιεί  τη  χώρα  σαν  αδηφάγα  κτήνη, φίδια  που  -ακριβώς  κατά  την  παροιμία-  θρέψαμε  στον  κόρφο  μας  ώστε  να  γίνουν  παχουλά.

Κάθομαι  και  αναλογίζομαι: τις  τελευταίες  δεκαετίες  οι  άνθρωποι  που  έχουν  μεταμορφώσει, που  έχουν  σημαδέψει  τη  ζωή  μας  (είτε  στον  δυτικό  κόσμο, είτε  σε  χώρες  του  Τρίτου  Κόσμου  «βολικά  ξεχασμένες»  από  τη  Δύση, )  είναι  όλοι  ξένοι.  Ουδείς  Έλληνας.  Και  από  το  γένος  δε  λείπουν  ούτε  οι  ικανότητες  ούτε  τα  λεφτά  (ο  όρος  «Έλληνας  εφοπλιστής»  χρησιμοποιείται  στα  διεθνή  Μέσα  ως  ενδεικτικό  απίθανα  μεγάλου  πλούτου, επακόλουθης  ισχύος, κοινωνικής  δικτύωσης -στο  ίδιο  επίπεδο  με  το  «Ρώσος  ολιγάρχης», «Ινδός  ή  Κινέζος  τρισεκατομμυριούχος»).

Δυστυχώς, καθόλου  περήφανη  δεν  είμαι. Ετούτη  την  ώρα  και  κάθε  στιγμή  βλέπω  -ακόμη!!-  απτές  αποδείξεις  της  κοινωνικής  μας  συνενοχής  για  το  έγκλημα  που  έχει  διαπραχθεί  σε  βάρος  της  Ελλάδας.  Αλλά. Κι  εδώ  μπαίνει  το  «αλλά»: αναγνωρίζω  τη  συνευθύνη  μας  στο  ρήμαγμα  της  χώρας, αλλά  δεν  την  εγκαταλείπω.  Και  όταν  λέω  «εγκαταλείπω», δεν  αναφέρομαι  στις  εκατοντάδες  χιλιάδες  των  πιο  καλών  και  σε  δημιουργική  ηλικία  Ελλήνων  που  σωρηδόν  έχουν  ήδη  μεταναστεύσει  οπουδήποτε  αλλού  ή  επιδιώκουν  να  το  πράξουν.  Εννοώ  εγκατάλειψη  ηθική, ψυχική, συναισθηματική.

Κι  εμείς  μπορεί  να  φωνάζουμε  όλοι  μαζί  εναντίον  των  «κακών  ξένων»  και  των  «αδίστακτων  μέσων  ενημέρωσης  που  απεργάζονται  την  καταστροφή  μας»  λέγοντας  πως… θα  χρεοκοπήσουμε, αλλά  τι  κάνουμε;  Είναι  πράγματι  γεγονός  πως  καμία  ευρωπαϊκή  χώρα, σύμβολο  της  δημοκρατίας, μητέρα  του  δυτικού  πολιτισμού, δεν  έχει  δαιμονοποιηθεί  όσο  η  Ελλάδα  την  τελευταία  τριετία. Αλλά  όλοι  εμείς  οι  Έλληνες  (ισχυροί  και  μη, ο  καθένας  όπως  μπορεί), εντός  και  εκτός  Ελλάδας  τι  να  κάνουμε  για  να  τη  βοηθήσουμε;  Πρακτικά; Ίσως  όταν  αποφασίσουμε  τι  ακριβώς  θέλουμε, τότε  θα  κάνουμε  και  ό, τι  μπορούμε, ο  καθένας  όσο  μπορεί, για  τη   χώρα. Φοβάμαι, όμως, πως  όταν  συνειδητοποιήσουμε  πως  αυτό  δεν  συνιστά  θυσία  αλλά  μοναδική  -ατομική  και  συλλογική-  σωτηρία, ίσως να  είναι  πια  πολύ  αργά.



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση