ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

“Τα χρόνια της ανοιχτής καρδιάς” Ενότητα 9η. Αμαλίας Κ. Ηλιάδη

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 11:30 μμ στις 27 Απριλίου, 2012

«Προσευχή»

Όταν Είσαι Σύ κοντά μου

πες μου, τί να φοβηθώ;

Θεέ μου, σε νιώθω δίπλα μου.

Νιώθω την πρόνοιά σου

να κατευθύνει τη ζωή μου.

Κι αφήνομαι ξέγνοιαστα στα χέρια Σου.

Το άγχος κι η αγωνία μ’ εγκαταλείπουν

γιατί είσαι Σύ κοντά μου

και δεν έχω τίποτε να φοβηθώ.

Κι οι μικρότητες των ανθρώπων

που κάποτε με πίκραναν πολύ,

ένα τίποτα μπροστά στην απεραντοσύνη της γαλήνης Σου…

Κι αυτός που κάποτε μού’δωσε

τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής μου

και τώρα ο ίδιος μού’δωσε

τη μεγαλύτερη πίκρα,

επειδή Εσύ το θέλησες έφυγε από κοντά μου

για το καλό μου…

Θεέ μου, παρ’ όλο τον πόνο μου…

Εσύ που όλα τα γνωρίζεις

τα κρυφά των ανθρώπων λάθη κι αισθήματα,

απάλυνέ τον…

Δώσμου δύναμη και κουράγιο για δουλειά.

Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου.

Δεν θέλω πλούτη. Όλα τ’ άλλα μπροστά στην αγάπη είναι ασήμαντα.

Κάποτε πίστευα μ’ όλη  μου τη δύναμη στον άνθρωπο, εκτιμούσα αφάνταστα κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα και πίστευα πάντα στη νίκη της ηθικής και του ανθρώπινου πνεύματος.. Τώρα όμως που διαψεύστηκα παρ’ όλο που χάρισα την ψυχή μου στην αγάπη, παρ’ όλο που τα έδωσα όλα στην Αγάπη και προσπάθησα απεγνωσμένα ως την τελευταία στιγμή… τώρα έμαθα πως δεν είναι συνετό να στηρίζεται κανείς στους ανθρώπους… γιατί οι άνθρωποι έχουν χάσει πια τη συνείδησή τους, τις αρχές τους και την ευαισθησία τους, στηρίζοντας τα πάντα στο συμφέρον, σκεφτόμενοι μόνο τον εαυτό τους και πληγώνοντας τους άλλους… Εγώ που κάποτε πίστεψα μ’ όλη μου τη δύναμη στην Αγάπη, εγώ η ίδια κάηκα απ’ αυτή… απ’ την αναξιότητα και το εφήμερο των ανθρώπινων αισθημάτων… Και τώρα έπαψα πια να στηρίζομαι στους ανθρώπους,… μόνο ο Θεός κι ο εαυτός μου (κι η οικογένειά μου βέβαια) μπορούν να με βοηθήσουν…

Εγώ τον αγαπούσα, γι’ αυτό και τον είχα ανάγκη, ενώ αυτός μ’ είχε ανάγκη γι’ αυτό και μ’ αγαπούσε… Γι’ αυτό κι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και χρειάστηκε εγώ ν’ αγωνιστώ τόσο για να ξανάβρω τον χαμένο μου εαυτό… τον ξοδεμένο τόσο μάταια σε μια ανύπαρκτη αγάπη…

Η τραγική ηρωίδα Αντιγόνη μπροστά στον τύραννο Κρέοντα βροντοφωνάζει: «Δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ».

Με την αγάπη ζεσταίνονται οι ανθρώπινες σχέσεις, εξανθρωπίζεται η ανθρώπινη συμπεριφορά, προάγεται η ειρήνη, καλλιεργείται η συμπάθεια, η κατανόηση, ο αλτρουισμός, η αυτοθυσία, υποχωρεί ο φθόνος, το μίσος.

Αδημονώ. Αναρωτιέμαι. Η σκέψη μου σεργιανά σε ατέλειωτα, υπέροχα μονοπάτια ονείρων, σχεδίων. Το μέλλον ορθώνεται μπροστά μου: ένας σκοτεινός, πελώριος πύργος, αξεδιάλυτος, με μυστικά περάσματα και λαβυρινθώδεις διαδρόμους… Κι όλη αυτή η γοητεία του μυστηρίου και του άγνωστου να με συναρπάζει… πότε να με ανεβάζει στα ουράνια, πότε να με κατεβάζει στα τάρταρα…

Κλωθογυρίζω στο μυαλό μου ατέλειωτα επαγγελματικά σχέδια και με διαπερνούν ρίγη ενθουσιασμού, νιώθω να με συναρπάζει μια γλυκιά υπερένταση, μιαν ανατριχίλα χαράς… Πάντως ελπίζω, κι αυτό είναι σημαντικό.

Έπιασαν οι ζέστες του Ιούνη. Γίνεται καλοκαίρι στην Ελλάδα χωρίς καύσωνες;

Βασουλίνα μου μου λείπεις τόσο πολύ, ανέκφραστα πολύ. Θα ήθελα να μην είχα φύγει απ’ την Αθήνα για να είμαστε τώρα μαζί. Ξέρω πως νιώθεις μόνη, όμως προσπάθησε μέσα στη μόνωσή σου να εκτιμήσεις την εσωτερική δημιουργία. Σμίλεψε την γλυκιά σου καρδούλα και το εφευρετικό σου μυαλό με σκέψεις, αισθήματα κι ασχολίες που θα γεμίσουν τον πολύ ελεύθερο χρόνο σου αυτό το Σαββατοκύριακο. Και να ξέρεις πως από χθες που έφυγα η σκέψη μου είναι πάντα κοντά σου. Σε αναλογίζομαι γλυκά να κάθεσαι μέσα στο όμορφο διαμέρισμά σου, πάνω στο κίτρινο πουφ και πιστεύω πως με κανέναν άλλο άνθρωπο σ’ αυτή τη γη δεν θα μπορούσα να επικοινωνήσω ψυχικά, τόσο τέλεια, παρά μόνο με σένα που μ’ αγαπάς και με καταλαβαίνεις αληθινά! Ω γλυκιά μου Βασουλίνα, αγαπημένη μου ψυχολόγα σε χρειάζομαι τόσο… Χωρίς εσένα το δωμάτιό μας φαντάζει αδειανό και το σπίτι μας άδειο, χωρίς ζωντάνια… Ανυπομονώ τόσο να γυρίσεις κοντά μου, γιατί όταν είσαι εσύ κοντά μου οι μαύρες μου σκέψεις διαλύονται, τα κακά όνειρα παύουν να μ’ ενοχλούν, το φάντασμα αυτού που τόσο με πλήγωσε εξαφανίζεται κι η ανύπαρκτη αγάπη, η δήθεν χαμένη ευτυχία μου παύει να εξιδανικεύεται.

Τις μέρες αυτές η ζωή μου κυλά τόσο μονότονα, έρχονται στιγμές που θαρρώ πως βουλιάζω σ’ ένα ατέλειωτο τέλμα, σ’ έναν αποχαυνωτικό, καταστροφικό λήθαργο… από σκέψεις, αναπόληση και θλίψη… απραξία… Προσπαθώ όμως και να διαβάζω και το μυαλό μου έχει γεμίσει ξενόγλωσσα άρθρα και ταινίες… Τελευταία έχω δει πια αμέτρητες…

Όμως δεν πρέπει ν’ αφεθώ γιατί θα με πάρει η κατρακύλα. Πρέπει να ξαναθυμηθώ πόσο δυνατή είμαι, πόσα πέρασα και να είμαι ζωντανή όπως πριν, όπως και πρώτα. Αρκετά σκέφτηκα τόσον καιρό… είναι καιρός πια να ζήσω τη ζωή μου…

Θαρρείς και πέρασαν χρόνια από τότε… Θαρρείς κι έγινα γριά… με πολλή περίσκεψη και σύνεση και με λιγότερη πίστη στην αγαθή φύση του ανθρώπου… Πόσο πολύ, αλήθεια, έχω μεγαλώσει…

Είναι τόσο ωραίο να είσαι δάσκαλος, να επηρεάζεις, να διαμορφώνεις με τα λόγια σου ψυχές, γνώμες, στάσεις… Είναι όμως και τόσο υπεύθυνο…

Κι αν η μοναχική μου ζωή μου φαίνεται άχαρη, δεν είναι όμως χαμοζωή… Δεν θα προδώσω τον εαυτό μου… Κι αν δεν μπορώ να κάνω τη ζωή μου όπως την ονειρεύτηκα, τουλάχιστον δεν την εξευτελίζω…

Κι η ψυχή μου ούρλιαζε πονεμένη. Κι είναι η ίδια αυτή ψυχή μου, που τώρα τελευταία, τα χαράματα, με ξυπνά, για ν’ ακούσω το κλάμα της για όλα αυτά που έζησα και που χάθηκαν τόσο ξαφνικά.

Ξέρω πως τώρα που τα λέω όλα αυτά μ’ έχει αδράξει γερά ο ρομαντισμός κι η αναπόληση κι εξιδανικεύω τόσα τρωτά και στραβά στη σχέση εκείνη, που άφησαν μέσα μου ένα δυσαναπλήρωτο κενό…

Όμως έτσι είναι όταν είσαι μόνη, έρημη και παραπεταμένη σε μια γωνιά, χωρίς αγάπη. Όταν η αγάπη που νόμιζες αληθινή αποδειχτεί ψεύτρα, τιποτένια… Νιώθεις να είσαι ο πιο καταφρονεμένος άνθρωπος του κόσμου… Ξέρω πως η λογική όλες αυτές τις σκέψεις τις περιγελά και τις βρίσκει ανεδαφικές…

Όλα αυτά τα ξέρω, όμως πάντα, από πολύ παλιά πίστευα σε μια αγάπη που θα έχει τη δύναμη ν’ αψηφά τις επιταγές της λογικής… Κι ακόμη, ίσως, το πιστεύω… Τί παράξενο, αλήθεια, μετά από τόσο πόνο που πέρασα και που περνώ…

Ο καιρός είναι ο τελικός κριτής των σταθερών αισθημάτων.

«Ελπίδα»

Γύρω μου το σιωπηλό σκοτάδι.

Κι εγώ στη μέση ενός κλοιού

που ασφυκτικά με σφίγγει,

προσπαθώντας να δολοφονήσει μέσα μου

την ΕΛΠΙΔΑ.

Όμως εγώ πάντα θα ξαγρυπνώ,

θα κοιμάμαι μ’ όνειρό μου αυτή

την μόνη ΕΛΠΙΔΑ.

Θα καταυγάζει αυτή τις μέρες και τις νύχτες μου,

με το γλυκό το φως της.

Οι πόνοι, πού ’χω ζήσει,

Μπροστά της ώχρα της αυγής.

Ώχρα κι ένα τίποτα μέσα μου τώρα.

Η ΕΛΠΙΔΑ ξέρει να το διώχνει, μόνο.

Αυτή μού ’μεινε, αφότου γκρεμίστηκε η «αγάπη».

Μόνο αυτή, κι όμως τόση πολλή….

Ένας κόμπος στέκεται στο λαιμό μου και με πνίγει. Ένας λυγμός ακολουθεί… Η καρδιά μου πλέει μέσα σε μια βρώμικη λίμνη…

Η μοναξιά και η μούχλα αυτής της πόλης μου βουρκώνουν τα μάτια… Φθινοπώριασε πια για τα καλά. Ως και οι μέρες είναι σκοτεινές… κρύες και δύσκολες…

Τα παράξενα αισθήματα της καρδιάς μου, επιτέλους καταλάγιασαν…

Έχω γίνει όμως τόσο ευάλωτη, σχεδόν υπερευαίσθητη. Ώρες-ώρες νομίζω πως ανήκω στους ταπεινούς και καταφρονεμένους αυτής της γης που όσα κι αν  προσπαθήσουν, όσο κι αν πληγώσουν τον εαυτό τους, η κοινωνία και οι άλλοι δεν θα το εκτιμήσουν, δεν θα τους αγαπήσουν… όμως το ξέρω πως κατά βάθος αυτό το παράπονό μου είναι παροδικό γιατί μπορώ και αντλώ πίστη  απ’ το Θεό μου, απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό και απ’ τους ανθρώπους που μ’ αγαπούνε πραγματικά.

Οι δυο μεγάλες κινητήριες δυνάμεις για δημιουργική δουλειά είναι το κέρδος και η εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου καθώς βέβαια και ο αγώνας για την κάλυψη των βασικών του αναγκών.

Ο καιρός αυτή την εποχή παρουσιάζει απότομες αλλαγές, παράξενες μεταπτώσεις. Εκεί που ο ήλιος καίει και η γη αναστενάζει από ξηρασία, ξαφνικά γκρίζα σύννεφα πυκνώνουν στον ουρανό και αρχίζουν ν’ ανοίγουν οι κρουνοί του.

Πέρσι, τέτοια εποχή, έτσι ήταν κι η καρδιά μου. Υπέφερε πολύ ανάμεσα στην αστάθεια και τις παράξενες μεταπτώσεις της λύπης και της χαράς. Φέτος, όμως, αυτή την εποχή έχει μόνιμα θρονιαστεί στην καρδιά μου μιαν υπέροχη αισιοδοξία.

Το καλοκαίρι πλησιάζει. Πότε με γοργά βήματα, πότε με αργά, αλλά σταθερά. Κάποτε, είχα την ψευδαίσθηση πως το καλοκαίρι, κάθε καλοκαίρι, ξανοιγόταν μπροστά μου απέραντο, ατέλειωτο, περιπετειώδες. Λες και αυτό το διάστημα των δύο μηνών θα μ’ έκανε άλλο άνθρωπο. Θα μου χάριζε αυτοπεποίθηση και δύναμη για ν’ αντέξω το βαρύ χειμώνα που θα επακολουθούσε. Τώρα ξέρω, πολύ καλά, πως το καλοκαίρι είναι πολύ σύντομο για να μου τα δώσει όλα αυτά.

Ζω άλλη μια αργόσχολη Κυριακή. Οι ώρες κυλούν αργόσυρτα, βαριά. Βέβαια ποτέ δεν βιάστηκα κι ούτε βιάζομαι να περάσει ο χρόνος, γιατί έχω κατανοήσει πολύ καλά πως είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτός κυλά πάντα στον κανονικό του ρυθμό.

Θέλω να ζω, όσο πιο όμορφα μπορώ, το παρόν. Έχω πιάσει πλέον το νόημα, κι η φιλοσοφία μου είναι πως οι παροντικές στιγμές που ζούμε είναι οι πιο σημαντικές γιατί περικλείουν μέσα τους και παρελθόν και μέλλον. Είναι στιγμές μαγικές και ανεπανάληπτες. Κι αν έχω χάσει πολλή απ’ τη μαγεία τους, το έκανα και πάλι για την ψυχική μου ισορροπία, που επιτέλους την ανέκτησα.

«Ο άνθρωπος περνά το πρώτο μέρος της ζωής του συνδιαλεγόμενος με τους νεκρούς, το δεύτερο με τους ζωντανούς και το τρίτο με τον εαυτό του». (Carlysle).

Πέρασα το πρώτο μέρος της ζωής μου, ακολουθώντας στο έπακρο τη συμβουλή του ευρωπαίου σοφού: ρούφηξα μ’ όλη μου τη δύναμη τη σοφία και τη γνώση του παρελθόντος, χωμένη σ’ αμέτρητα σκονισμένα κιτάπια, απομονωμένη απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Συζήτησα ώρες πολλές, μέρες πολλές, χρόνια ολόκληρα με τους μεγάλους νεκρούς, τους δημιουργούς του πολιτισμού μας. Αυτοί επηρέασαν τη σκέψη μου, καλλιέργησαν το μυαλό και την ψυχή μου. Και δεν μετάνιωσα γι’ αυτό.

Τώρα βρίσκομαι στο δεύτερο μέρος της ζωής μου, εισήλθα πια στην ωριμότητα, στη γεμάτη σφρίγος και ζωντάνια. Μίλησα ως τώρα με τους ζωντανούς, κι αυτοί, σαν ζωντανοί, με πλήγωσαν, μ’ απογοήτευσαν, μ’ έκαναν να πονέσω. Οι νεκροί τέτοιο πράγμα δεν το μπόρεσαν, γι’ αυτό και τους αγαπώ μια μιαν αγάπη τέλεια, ιδανική, αγάπη άλλου κόσμου.

Κι όμως διψώ για συνδιάλεξη με ζωντανούς κι ατελείς ανθρώπους γιατί κι εγώ τέτοια είμαι. Ποθώ τη συγχώνευση μαζί τους γιατί μόνο τότε νιώθω ότι ζω: είμαι νέα και βρίσκομαι στο δεύτερο μέρος της ζωής μου: ζωντάνια, δροσιά, ενεργητικότητα.

Όμως, είμαι σίγουρη πως και το τρίτο μέρος της ζωής μου θα έχει τη χάρη του. ίδωμεν…

Βλέπω με απάθεια τη ζωή μου να βυθίζεται στο τέλμα: τέλεια αποσύνθεση, καταστροφή. Και το περίεργο είναι πως δεν με πιάνει πανικός, δεν αγχώνομαι και δεν ανυπομονώ, όπως άλλοτε. Αντικρίζω ήρεμη κι απαθέστατη τη ροή του χρόνου: ξέρω πως εγώ έκανα ό,τι μπορούσα, γι’ αυτό κι έχω ήσυχο το κεφάλι μου. Τις νύχτες κοιμάμαι βαθιά και ήρεμα και τίποτε δεν είναι ικανό να διαταράξει την υπέροχη γαλήνη μου. Συνήθισα στην ηρεμία και τη μοναξιά, που πριν ένα χρόνο, περίπου αντίκρισα το φάσμα της με ανείπωτο τρόμο. Είναι γιατί κουράστηκα πια να προσπαθώ για ανθρώπους ανεύθυνους κι ανάξιους. Κι έτσι είναι καλύτερα.

Όποιος βάζει τη λογική πάνω απ’ την αγάπη και τα δυνατά συναισθήματα της καρδιάς, είναι για μένα μικρόψυχος υπολογιστής, σκουλήκι της γης και των φτηνών μεριμνών της. Δεν είναι άξιος ένας τέτοιος να λέγεται άνθρωπος, γιατί δεν μπορεί να «θρώσκει άνω».

 Δεν σου μιλώ, δεν σου γελώ. Είσαι για μένα ένα τίποτα, που όσο περνά ο καιρός μεγαλώνει. Ένα τίποτα που σκορπίζεται καθημερινά στον αέρα σαν σκόνη. Ξεπέρασα την αγάπη, ξεπέρασα τη συνήθεια. Ξεπέρασα τη ζωή.

Ο καιρός τρελάθηκε, όπως άλλωστε και οι άνθρωποι στην εποχή μας. Βρισκόμαστε στην καρδιά του λουλουδιασμένου Μαγιού, κι έχει μια υγρασία κι ένα κρύο χειμωνιάτικο. Η εικόνα της φύσης, αν εξαιρέσουμε τις καταπράσινες και πλούσιες φυλλωσιές των δέντρων, θυμίζει τέλη φθινοπώρου. Ίσως να συμμετέχει κι η φύση στην παραξενιά και την αντιφατικότητα της κοινωνίας μας και της εποχής μας.

Το πιο σίγουρο είναι, όμως, πως οι ίδιες οι απερίσκεπτες ενέργειες του ανθρώπου προκάλεσαν στη φύση και στον καιρό αυτή τη χρονική ανακολουθία. Μολύναμε και καταστρέψαμε τη φύση, αυτή έχασε την ισορροπία της και τώρα μας εκδικείται, άθελά της.

Είναι πολύ παράξενο το πώς σκάβει η λησμονιά τις καρδιές των ανθρώπων… Πόσο πολύ τις σμιλεύει η μοναξιά στο πέρασμα του χρόνου… τώρα ξέρω πως η αξία του ανθρώπου κρίνεται απ’ τον τρόπο που μεταχειρίζεται τους άλλους, όταν πλέον δεν τους έχει ανάγκη… Κι είναι, πραγματικά, πολύ θλιβερό αυτό…

Μένω μόνη, εγώ κι η καρδιά μου, και το απολαμβάνω. Καθώς αποτυπώνω τις σκέψεις μου στο χαρτί είναι σαν να μιλώ με τον εαυτό μου.

Όταν μοιράζεστε δυο τον ίδιο πόνο, τις ίδιες έγνοιες, αλαφρώνουν και ξορκίζονται…

Βρίσκομαι επιτέλους στου Ζωγράφου, στο σπίτι της Βασουλίνας μου. Νιώθω παράξενα κι ανάμεικτα συναισθήματα, που κυμαίνονται απ’ την χαρά που είμαι κοντά στην αδερφή μου, ως το φόβο μπροστά στο άγνωστο της μεγαλούπολης…

Σήμερα το βράδυ, πήγαμε στο καφε-εστιατόριο «Νέον», που βρίσκεται στην Ομόνοια. Περάσαμε όμορφα. Το «Νέον» είναι ένα αναπαλαιωμένο νεοκλασικό κτίριο με ανάγλυφες οροφές και εντυπωσιακές τοιχογραφίες. Η ατμόσφαιρα απέπνεε ρομαντισμό και λεπτό αριστοκρατικό γούστο. Φάγαμε παγωτό φράουλα-καϊμάκι με βύσσινο.

Αυτές οι μέρες στην Αθήνα περνούν σαν σε όνειρο. Θα μου μείνουν αξέχαστες οι εικόνες της Πλάκας κάτω απ’ την Ακρόπολη, με τον ήλιο να γέρνει στη δύση του σαν ολοστρόγγυλο πορτοκάλι… Η Πλάκα και το Μοναστηράκι να περιτριγυρίζουν, σαν γραφική ζώνη, το βράχο της ακρόπολης… Η ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα αρχαία κατάλοιπα και οι βυζαντινές εκκλησίες ήταν απερίγραπτα ρομαντική, απερίγραπτα υποβλητική… Σ’ αυτή τη γωνιά της Αθήνας συγχωνεύονται και συνταιριάζονται αρμονικά δυο μακραίωνες περίοδοι της ελληνικής ιστορίας: η αρχαία και η βυζαντινή. Κι αυτή η λάβα του παρελθόντος αναβλύζει, αφήνοντας υπέροχα κράματα στις μνήμες μας… Ήταν απίστευτα γραφικά τα στενά δρομάκια, πλακόστρωτα κι ανηφορικά… Φανάρια κρέμονταν στους παλιούς, χρωματιστούς τοίχους νεοκλασικών αρχοντικών… στις αυλές τους γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια χάριζαν χαρούμενη όψη… κι ατέλειωτες greek taverns με λαϊκή μουσική που σκορπίζονταν στον αέρα…

Και πάνω, στον γαλάζιο αττικό ουρανό να προβάλλει ο προαιώνιος βράχος, γυμνός, επιβλητικός, ο φύλακας της Πλάκας.

Η Αθήνα τελικά είναι μια μεγαλούπολη, όπως κι η Θεσσαλονίκη. Το να ζεις σ’ αυτή είναι θέμα συνήθειας.

Βρίσκομαι ακόμη εδώ κι ο καιρός περνά με παράξενα όνειρα κι απολιθωμένες σκέψεις. Μ’ έχει πιάσει ξανά η γνώριμή μου τάση φυγής. Τώρα, μετά από μια γεμάτη βδομάδα, ανυπομονώ να φύγω κι απ’ την Αθήνα. Να δω πότε και πού θα νιώσω ριζωμένη.

Ξεκρέμαστη, μετέωρη. Ευτυχώς χωρίς να χάσω τη δίψα και το ενδιαφέρον μου για τη ζωή. Είμαι η αιώνια αναζητήτρια.

Επιστροφή ξανά στην πεζή καθημερινότητα των Τρικάλων. Είναι πλέον κάτι το αναπόφευκτο. Είναι αναγκαίο κακό. Αυτό το στοιχείο του αναπόδραστου μου θυμίζει το αρχαίο ρητό: «Τό πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»…

Τώρα ζω πραγματική εσωτερική ζωή. Η εσωτερική μου ζωή θάλλει μόνιμα, έχει αποκτήσει τη δική της ταυτότητα και δεν προσπαθεί απεγνωσμένα να ταυτιστεί με τίποτα άλλο…

Όπως πάντα, είμαι φοβερά αυστηρή κριτής για τον εαυτό μου κι επιεικής για τους άλλους… Αυτό είναι δείγμα εσωτερικής καλλιέργειας…

Παράξενα και πολλές φορές ανεξήγητα είναι τα καμώματα της καρδιάς, όπως ακριβώς παράξενα είναι και «του κύκλου τα γυρίσματα». Περιμένω καρτερικά, υπομονετικά το επόμενο γύρισμα. Ίσως και ν’ αργήσει πολύ ακόμη.

Και η τύχη αντίξοη. Ζω «δυσμενείς περιστάσεις».

Είναι μια πίκρα, ένα παράπονο, που διαρκεί μόνο μερικά δευτερόλεπτα, και μετά φεύγει, χάνεται απρόσκλητο, όπως ήρθε… Έτσι ένιωσα πριν από λίγο…

Δεν πιστεύω πια σε θεούς και σε δαίμονες. Την έννοια του Θεού την έπλασαν στο μυαλό τους οι άνθρωποι για να παρηγοριούνται απ’ τη σκληρότητα της ζωής.

Αναζητούσα τόσον καιρό μια γνωριμία που θα με συγκινήσει, απελπισμένα, όπως ο διψασμένος το νερό… όπως ο φυλακισμένος το φως του ήλιου…

Όμως, την αναζητούσα ή είχα αφεθεί στη στερημένη, ως χθες, από ελπίδα, μονότονη ζωή μου; Ξέρω πως ήμουν βαθιά πληγωμένη, απελπισμένη, κι αυτή η απλή γνωριμία μού ’διωξε τη θλίψη… Είναι τόσο πολύ αυτό…

Κι όμως παρ’ όλα αυτά, επειδή έχω περάσει τόση θλίψη, προσπαθώ να μην παρασύρομαι σ’ ατέλειωτες ρομαντικές, κι ίσως, αβάσιμες σκέψεις… Έχω καταφέρει και χαλιναγωγώ πια τον εαυτό μου… Τον χαλιναγωγεί ο πόνος και η απογοήτευση που δοκίμασα απ’ τους ανθρώπους που πίστευαν πως μ’ αγαπούσαν…

Οι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους πολλή ψευτιά, πολύ κακό, τόση αναξιοπρέπεια και δειλία. Δεν έχουν αγάπη.

Δεν την αντέχω αυτή τη θλίψη που πηγαινοέρχεται.

Όμως, όταν έρθει εκείνη η ώρα να με πλησιάσει ο χάρος, εγώ θά ’μαι ευτυχισμένη, θά ’μαι περήφανη, γιατί θα έχω να πω πως έζησα νιώθοντας έντονα, δυνατά κι αληθινά αισθήματα, που, όμως, τί κρίμα, οι άνθρωποι δεν τα εκτίμησαν, τα τσαλαπάτησαν και τα πέταξαν στα σκουπίδια… Κι όμως δεν έφταιξα εγώ γι’ αυτό, έκανα ό,τι μπορούσα… Γι’ αυτό και είμαι, τώρα (κι, ίσως, για πάντα) καταδικασμένη να ζω στη μοναξιά… Κι είναι Θεέ μου, τόσο βαρύ φορτίο για μένα. Σε παρακαλώ, πάρτο γρήγορα από πάνω μου! Νιώθω πεθαμένη κουβαλώντας το. Παίρνω ανάσα μόνο όταν σκέφτομαι την αδερφή μου. Αυτό το υπέροχο, μοναδικό πλάσμα!..

Σ’ ευχαριστώ Βασούλα που μ’ ανασταίνεις…

Κυλούν ξανά ασταμάτητα και σιωπηλά δάκρυα, σαν σταγόνες στα πέταλα λουλουδιού…

Νιώθω να χάνομαι άδικα κι ανώφελα, κι όμως τόσο παρθένα, όπως και πρώτα. Η ψυχή μου είναι ίδια. Ποτέ μου δεν τη μασκάρεψα, όπως συνηθίζεται να γίνεται σήμερα, γύρω μου, παντού μάσκες…

Όμως εγώ έζησα την ανυποκρισία, την απλότητα, την αγάπη, την ελπίδα… Όλα αυτά τώρα δεν είναι στερεά, όπως πρώτα… Πότε αλλάζουν, πότε εξαφανίζονται κι εγώ πονώ τόσο… θαρρώ πως δεν θα σταματήσω ποτέ να πονώ. Και δεν είναι πια ανάγκη να κλαίω για να δείχνω στον εαυτό μου ότι πονώ. Ο πόνος θα είναι παντοτινός, θα ποτίζει τη ζωή μου. Ίσως και να είναι αυτή η ζωή… Δεν ξέρω…

Νιώθω καταφρονεμένη και ξεχασμένη απ’ όλους, απ’ όλο τον κόσμο. Είμαι ολομόναχη πάνω στη γη. Απέραντη απόγνωση κι απελπισία… Κι η αξία μου είναι μάταιο και λυπηρό να δίνεται σ’ ανάξιους. Μόνο οι άνθρωποι που ένιωσαν έτσι, σαν και μένα στη ζωή τους, ξέρουν τί θα πει πόνος…

Κοντεύω να παραφρονήσω. Δεν ξέρω πια αν υπάρχει Θεός. Κάτι μου λέει μέσα μου με βεβαιότητα πως δεν πρέπει να υπάρχει, αφού άνθρωποι που ξέρουν ν’ αγαπούν ποτίζονται με τόσο πόνο, κι οι αναίσθητοι οι ασυνείδητοι κι οι ανάξιοι χαίρονται τη ζωή τους. Αυτό είναι άδικο. Είναι τουλάχιστον ανάρμοστο. Στους ανάξιους, στους τιποτένιους, στους πρόστυχους, στους ανώμαλους και στα σκουπίδια πρέπει απέραντη μοναξιά, περιφρόνηση κι απομόνωση. Όμως αυτοί με την ψευτιά τους και την υποκρισία τους παραπλανούν τους άλλους κι έτσι πάντα θα έχουν κάποια «ανθρώπινη ρεζέρβα» ν’ ακουμπήσουν. Γιατί, έτσι αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους τους : σα μέσα, για να ικανοποιηθούν οι ίδιοι.

Ενώ οι ειλικρινείς και τίμιοι, οι ευαίσθητοι και οι άξιοι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να υπομένουν τη σκληρή μοναξιά τους, γιατί οι ανάξιοι, τα σκουπίδια πρόδωσαν την εμπιστοσύνη τους.

Ίσως αυτός να είναι ο νόμος της ζωής. Μια τέτοια ζωή, όμως, αξίζει κανείς να τη ζει; Κι όμως, αξίζει, μόνο και μόνο για να ζήσει ο άξιος εαυτός των άξιων ανθρώπων. Οι ειλικρινείς και τίμιοι άνθρωποι, οι άνθρωποι που πίστεψαν στην αγάπη και προδόθηκαν, αξίζει να ζουν μόνο για τον εαυτό τους. Οφείλουν να νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους.

Κουρνιασμένη στη σκιά αυτού του κόσμου

έκλαψα για την ψευτιά, για την κατάντια του.

Δεν μπορώ όμως να λυπάμαι άλλο πια.

Ούτε για τον ίδιο μου τον εαυτό.

Μόνο να υπομένω τη ζωή μου

πού ’χει γίνει αβάσταχτο φορτίο.

Να υπομένω τους ανθρώπους

πού ’ναι ξένοι μεταξύ τους.

Γιατί να τα υπομένω όλα αυτά;

Γιατί φοβάμαι πως αν σταματήσω

να τα υπομένω θα βάλω τέρμα στη ζωή μου.

Και κάτι τέτοιο δεν το θέλω.

Γιατί η ζωή Μου αξίζει όσο 1.000.000 ζωές

παλιανθρώπων που δεν αξίζουν να ζουν,

να υπάρχουν, να κινούνται.

Όλα είναι τύχη. Συμπτώσεις. Συγκυρίες. Τίποτα δεν εξαρτάται μόνο από μένα.

Ποθώ τόσο να ξεχάσω τα προσωπικά μου, ν’ ανυψωθώ πάνω απ’ τα αδιέξοδά μου και να παρατηρώ αφ’ υψηλού αυτή τη χαμερπή και βρώμικη ζωή…

Ανία, πλήξη αφόρητη. Κι η αγωνία, ένα κρυφό σαράκι που μου τρώει τα σωθικά… Σήμερα έκλαψα ξανά πολύ… Για τα προδομένα μου όνειρα, για τη ζήλεια που κούρνιασε για λίγο μέσα μου…

Η ζωή και οι άνθρωποι είναι τόσο αντιφατικοί και παράξενοι…

Κι αν την καρδιά μου την κομμάτιασες και δεν πιστεύω πια σε τίποτα, ούτε στη ζωή, δεν μετανιώνω που ήξερα ν’ αγαπώ πολύ… κάποτε… Τώρα σιωπή, ερημιά, ψευτιά…

Νόμιζα τότε πως, εκτός από εραστή είχα αποκτήσει κι έναν πραγματικό φίλο… Όμως και ο εραστής και ο φίλος σαν καπνός εξαφανίστηκαν. Κι εγώ απόμεινα μόνη, να κοιτώ σαν χαμένη στο κενό… Το τραίνο που έφευγε κυλούσε απρόσμενα γοργά πάνω στις ράγες κι εγώ να κοιτώ πεθαμένη τις τελευταίες υποψίες καπνού απ’ τη μηχανή του…

Πώς ποθώ να λήξει αυτή η θανατερή όψη του κόσμου… που έρχεται πλέον απ’ το παρελθόν… πώς ποθώ να ζήσω στο παρόν και στο μέλλον…

Σήμερα. Η τελευταία μέρα αυτού του χρόνου. Το 1991, οι χαρές και οι λύπες του είναι πλέον παρελθόν.

Αύριο. Η πρώτη μέρα του 1992. Ένας καινούργιος χρόνος χαράζει για όλη την ανθρωπότητα. Ξέρω πως αυτές οι τομές στο χρόνο είναι ανθρώπινες επινοήσεις. Γιατί ο χρόνος είναι αιώνιος κι αδιαίρετος, πανδαμάτωρ και αμείλικτος.

Όμως όσο φτιαχτή, χωμάτινη κι ανθρώπινη κι αν είναι η φετινή πρωτοχρονιά, ας είναι, τουλάχιστον, ήρεμη και καλοσυνάτη. Ας είναι αυτός ο χρόνος, για όλους τους ανθρώπους πιο ευτυχισμένος και πιο δημιουργικός απ’ τον προηγούμενο.

Κι εγώ που τόσο πολύ πικράθηκα στις μέρες του παλιού, ας νιώσω την ευτυχία, τη χαρά και τη γαλήνη της ψυχής στις μέρες του καινούργιου χρόνου.

Θέλω να ορθοποδήσω μια για πάντα. Χωρίς μάταια κι ανούσια κι ανώφελα πισωγυρίσματα… Αυτά μόνο κακό μου κάνουν…

Βραδιάζει… Ξημερώνει… Κυλούν οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες… Ανεπαίσθητα, ξέγνοιαστα. Αναρωτιέμαι, πού και πού, τί μου μέλλεται να ζήσω ακόμη… Τί μου επιφυλάσσει άραγε το μέλλον; Μονοτονία, αγάπη, ευτυχία; Το μέλλον αόρατο…

Όπως τα σύννεφα που ταξιδεύουν στον ουρανό, έτσι κι η καρδιά μου νιώθει ελεύθερη και μαλακή, κι όμως τελευταία τη νιώθω σχεδόν αναίσθητη, απαθέστατη. Περπατώ στο δρόμο, παρατηρώ τους ανθρώπους και δεν μ’ αγγίζουν, δεν με συγκλονίζουν όπως άλλοτε… Πιο πολύ, πλέον, μ’ αγγίζουν οι ήρωες των ταινιών στην τηλεόραση, παρά οι ζωντανοί άνθρωποι. Ο πραγματικός κόσμος των ανθρώπων έχει ασχημύνει, ενώ εκείνος ο ψεύτικος είναι αισθαντικός κι ευαίσθητος. Μ’ αυτόν ξεχνιέμαι και παρηγοριέμαι.

Η αγαπημένη μου ηρωίδα της T.V. είναι η Μυρτώ Ρελίδου. Η προσωπική της περιπέτεια κι ο τρόπος που σκέφτεται μου θυμίζουν τόσο την ζωή μου. Κι αυτής τα αισθήματα κομματιάστηκαν, άπονα, άκαρδα κι ανέντιμα. Και τώρα είναι αναγκασμένη να μαζεύει τα κομμάτια τους. Τα ίδια πράγματα κάνω τώρα κι εγώ. Αντιμετωπίζω «κύματα βουνά»… Δρόμοι παράλληλοι, της βασανισμένης αλλά γενναίας Μυρτώς και ο δικός μου…

Έρχονται στιγμές που απορώ κι εγώ η ίδια πως άντεξα και πώς αντέχω ακόμη σε τόση συμφορά και τόσο «θάνατο». Ώρες-ώρες νιώθω πως είμαι η πιο ευαίσθητη και πιο γενναία ψυχή σ’ όλο τον κόσμο. Δεν ξέρω αν αυτό είναι υπέρμετρος εγωισμός. Θα ’λεγα πως είναι μάλλον φοβερή απογοήτευση. Νιώθω κιόλας γριά, σαν να έχω μεγαλώσει αιώνες. Αν δεν την ζούσα, ποτέ δεν θα πίστευα πόσο κίβδηλη κι απατηλή είναι η «αγάπη» των ανθρώπων, ο έρωτας των ανδρών, η φιλία των ανθρώπων. Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που δεν τα έχουν νιώσει όλα αυτά και διατηρούν ακμαία την αισιοδοξία τους.

Εγώ έπαψα πια να αισιοδοξώ. Πιστεύω πως σύντομα θα έρθει η μέρα που αυτή η γη θα καταστραφεί, γιατί οι άνθρωποι πρόδωσαν την αγάπη, έπαψαν να είναι τίμιοι.

Ανέβηκα στη Θεσ/νίκη διασχίζοντας μια πυκνή ομίχλη και εκεί συνάντησα έναν ολόλαμπρο ήλιο. Αργότερα, κατέβηκα απ’ τη Θεσ/νίκη, καταυγασμένη στο λαμπρό του φως… Αυτή τη φορά χάρηκα τη μοναξιά μου στο ταξίδι. Απόλαυσα την ηρεμία και την στωικότητά μου. Κανείς δεν ήταν ικανός πλέον να με ταράξει. Όλα πρέπει να τ’ αντιμετωπίζω με απάθεια.

Μου είναι απαραίτητος ο έρωτας, η αγάπη στη ζωή μου. Τότε μόνο με συνεπαίρνει εκείνη η δημιουργική πνοή και νιώθω γόνιμη, χρήσιμη, ολοκληρωμένη, ικανή ακόμη και για τα ακατόρθωτα. Η αγάπη χαρίζει δύναμη, όταν νομίζεις ότι είναι αληθινή. Άραγε μπορεί ποτέ κανείς να ξεχωρίσει το πρώτο απ’ το δεύτερο; Καιρό τώρα έχω που αναρωτιέμαι. Είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί ν’ αγαπήσουν πραγματικά; Κάποτε αυτό το πίστευα μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τώρα όμως όχι, γιατί η ζωή με μεγάλωσε πολύ. Τόσο, που δεν απορώ πια με τους γέρους και τους απελπισμένους. Αμφιβάλλω για τα σταθερά κι ευγενικά ανθρώπινα αισθήματα. Κανένας χωρισμός πια δεν μου φαίνεται αδύνατος κι απίθανος. Το πιο πιθανό είναι το χειρότερο. Το καλύτερο θα ήταν για μένα έκπληξη ευχάριστη.

Κι η ζωή είναι τόσο παράξενη, τόσο άγρια και σκληρή. Δεν λυπάται τη δυστυχία, ούτε ξέρει να εκτιμά την καλοσύνη.

Μόνη μου παρηγοριά απέμεινε η τέχνη, η φύση, το γράψιμο, πράγματα άψυχα.

Χρειάζομαι έρωτα κι αγάπη αληθινή. Γιατί αυτή που έζησα ήταν ψεύτικη, τυχάρπαστη και καιροσκόπα.

Αγαπημένη μου αδερφή Βασουλίνα, είσαι η ευγενέστερη ψυχή που συνάντησα σ’ αυτόν τον κόσμο, η πιο διεισδυτική κι ευαίσθητη ψυχή, που μ’ αγαπά περισσότερο από κάθε άλλη, και με καταλαβαίνει βαθιά και απόλυτα. Είσαι αυτή που μ’ έχει βοηθήσει τόσο πολύ πολύτιμα στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου. Κι ο ερχομός σου αυτές τις μέρες, κι η παρουσία σου δίπλα μου, στάθηκαν πηγή δροσιάς, χαράς, στη δύσκολη ζωή μου,… πάντα. Θέλω να είσαι πάντα καλά. Η γλυκιά σου ψυχή ας είναι πάντα νηφάλια και πρόσχαρη, γεμάτη καλοσύνη και κατανόηση, όπως πάντα. Ας παραμείνει, όπως και το κορμί σου, νέα και αεράτη… Ανθέ και χαρά της έρημης ζωής μου… Δώσμου τη δύναμη να είμαι σωστή και δυναμική, όπως κι εσύ. Σ’ αγαπώ και σε θαυμάζω, όπως αγαπώ και θαυμάζω και τον ίδιο μου τον εαυτό… όπως υποκλίνομαι μπροστά στα πάθη και στην ευαισθησία του…

Μόλις χθες έφυγε η Βασούλα και ήδη έχω νοσταλγήσει τις ατέλειωτες και υπέροχες ψυχολογικές και φιλοσοφικές συζητήσεις, καθώς και τα ασυγκράτητα γέλια μας.

Χρειάζομαι σοβαρότητα κι αλήθεια. Πόσο πολύ έχω πληγωθεί… Κρυώνω τόσο…

Νιώθω νεκρή, ώρες-ώρες. Κι άλλες πάλι ποθώ να πετάξω μακριά απ’ όλα αυτά, ν’ απαλλαγώ.

«Μπροστά στο τίποτα»

Έλα και πάρε με

λήθη γλυκιά του πρωινού ξυπνήματος

χάρισε χάδια στο πολύπαθό μου πρόσωπο.

Ύπνε, Θεέ, μην μ’ εγκαταλείψεις.

Τώρα, που μόνο εσύ μ’ απέμεινες,

πάρε με τουλάχιστον εσύ.

Στη θαλπωρή, στην αγκαλιά σου

ανάπαυσέ με σιωπηλά.

Μπροστά στο τίποτα,

εσύ είσαι η μόνη μου παρηγοριά.

Μην μου αρνηθείς κι εσύ.

Οι καινούργιες μου ρυτίδες με προβληματίζουν, με φοβίζουν, με αγχώνουν, τρομάζω… γιατί η «αγάπη» είναι ψεύτικη, προδότρια… σε δείπνο μυστικό… Κι όμως παρηγορώ μόνη μου τον εαυτό μου, στην θλιβερή ερημιά μου.

Τον είδα πάλι σήμερα τυχαία, κι όμως είναι σαν να μην τον είδα καν… παράξενη λήθη, απάνθρωπη… Αυτός το θέλησε το απάνθρωπο, ενώ εγώ από πάντα το μισούσα. Και τώρα δεν έχει τίποτα απομείνει ούτε και για να θρηνήσω… Παράξενη και σκληρή που είναι η ζωή… Απορώ πώς την αντέχω. Θα έπρεπε να είμαι δυνατή. Ίσως πιο πολύ κι απ’ ότι περίμενα η ίδια.

«Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου,

κανείς ποτέ δεν θα τη νιώσει.

Κι αν την πληγώσει θά ’ναι ανίδεος

κι ούτε που θα το μετανιώσει».

Τόσος χρόνος, τόση προσπάθεια, τόσα ξενύχτια, τόσα καρδιοχτύπια κι αγωνίες, πήγαν όλα χαμένα…

Κάθε μέρα που περνά στίβει περισσότερο την καρδιά μου. Ο χρόνος σημαδεύει, σμιλεύει το πρόσωπό μου υπομονετικά, ασταμάτητα. Νιώθω το πέρασμά του στους κτύπους της καρδιάς μου, στους μυστικούς ανασασμούς της ψυχής μου. Μετρώ το πέρασμά του μέσα απ’ τις απογοητεύσεις και τις ψευτιές που μ’ έχουν κεράσει οι «συνάνθρωποι», κυρίως οι άνδρες. Μόνο κακό και συμφορά μπορώ πλέον να περιμένω απ’ αυτούς. Κάτι καλό και χαρούμενο θα ήταν για μένα «απίστευτη έκπληξη».

Ένιωσα πολύ δυνατά κι αληθινά συναισθήματα γι’ αυτό δεν μπορώ να ξεχάσω…

Είμαι εκ φύσεως σοβαρή, τρυφερή και απαιτητική στον έρωτα κι αυτό το ξέρω τόσο καλά.

Ψάχνω να βρω την πρωτινή μου ζωντάνια και ο κόπος μου μάταιος. Ζωντανεύω για λίγο κι ύστερα γυρνώ ξανά στη μαύρη απελπισία μου.

Θα ήθελα να βρισκόταν κάποιος γενναίος άνδρας να με σώσει, αλλά φαίνεται πως το είδος σπανίζει στην εποχή μας… Μπορεί και να έχει ήδη εκλείψει. Δεν ξέρω πια…

Κι όμως η ζωή με περιμένει… Θέλω τόσα πράγματα να κάνω, πρέπει να προφτάσω… Είμαι νέα ακόμη, κι είναι Άνοιξη…

Τα βράδια συνηθίζω πια να κλαίω. Το κλάμα έρχεται μόνο του, απροσκάλεστο. Στην αρχή υπόκωφο, σιωπηλό, με πνίγει. Μετά ξεσπώ σε λυγμούς… παράπονο απέραντο, πίκρα ανείπωτη… το σώμα μου τρέμει απ’ το κρύο, κρυώνω… Παντού παγωνιά… Μέσα μου και γύρω μου. Τόσο καιρό τώρα…

Στη ζωή μου ως τώρα χόρτασα την αδικία, ενώ διψούσα για δικαιοσύνη. Είδα την αγάπη και τον έρωτα και την φιλία να διαψεύδονται, ενώ πίστευα πως ήταν ικανά να κάνουν τους αμαρτωλούς ανθρώπους, άγιους… Είδα να κυριαρχεί παντού η ψευτιά και να βιάζεται η αλήθεια. Είδα να ευτυχούν και να πετυχαίνουν οι ανάξιοι, ενώ οι άξιοι παραμερίζονται, πληγώνονται…

Και είμαι μόνο 25 χρονών… Τί άλλο άραγε χειρότερο με περιμένει;

«Συντομία»

Η κούραση βαραίνει στα βλέφαρα

η σιωπή με συντροφεύει.

Η νύχτα έχει πια προχωρήσει.

Αγαπημένη ώρα περισυλλογής, αναμόχλευσης..

Ο χρόνος σταματά τέτοιες στιγμές και μόνο

η σκέψη μου κυλά.

Πετά πάνω από λιβάδια με μαργαρίτες

και παπαρούνες κι ασφόδελους…

Θυμούμενη όλους τους αγαπημένους νεκρούς…

Όμως είναι για τόσο λίγο.

Μόνο για μια στιγμή σαν ριπή ανέμου,

σαν φως στην αιωνιότητα.

Αυτό είναι το μόνο μου παράπονο.

Η συντομία αυτής της εξαίσιας ριπής

Όμως, ξανά, είναι η συντομία η ομορφιά της.

Ας κρύψω την αχαριστία μου κι ας

την μεταμορφώσω σε ευγνωμοσύνη

γι’ αυτές τις στιγμές που λίγοι άνθρωποι

ξέρουν να τις ζούνε πλέρια κι αμετανόητα…

Κι όμως, η κοινωνία περιορίζει την ελευθερία μας, όπως ακόμη την περιορίζει και η αξιοπρέπεια, ο καθωσπρεπισμός και ο εγωισμός μας… Όλα αυτά μαζί κάνουν το «βρωμερό σκουλήκι» τον άνθρωπο, το «κοινωνικό και πολιτικό όν»…

Βρίσκομαι σε κατάσταση τρέλας. Όλα γυρίζουν γύρω μου. Τα περιγράμματά τους εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο. Τίποτε δεν είναι σαφές και καθαρό… Η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η πίστη, ο αληθινός έρωτας, ανύπαρκτα. Γι’ αυτό γυρίζουν όλα μέσα μου και γύρω μου.

Η ζωή μοιάζει αφόρητη. Πώς αντέχω και ζω, και γελώ και προχωρώ;

«Η μεγαλύτερη άρνηση»

Η σκέψη μου σκαλώνει σε μια σειρά από αρνήσεις:

Δεν ξέρω, δεν θέλω.

Κι η μεγαλύτερη άρνηση απ’ όλες,

άρνηση της χαράς: Φοβάμαι.

Ιούνιος 1992 – Φεβρουάριος 1993

«… το παρόν βιώνεται ως προσωρινό, ως κάτι το εφήμερο, ενώ το μέλλον γίνεται απροσδιόριστο, ασαφές… κι έτσι τα πάντα μοιάζουν εφικτά… κι εγώ μέσα σ’ όλη αυτή την ανεμοθύελλα, στροβιλίζομαι ασταμάτητα…»

Εδώ αρχίζει ένα καινούργιο φυλλομέτρημα στη ζωή μου. Τα κύτταρά μου ανανεωμένα, η καρδιά μου δυνατή απ’ την περίσσια αγάπη της αδερφής μου… Και τα φύλλα του δέντρου της ζωής, δροσερά, σκορπίζουν στον αέρα το άρωμά τους. Νιώθω ευλογημένη, σχεδόν ευνοημένη, αυτή τη στιγμή…

Είθε κι οι επόμενες στιγμές μου να μοιάζουν μ’ αυτή… Να είναι στιγμές γεμάτες πληρότητα, δημιουργικότητα, ηρεμία. Αυτή είναι η ευτυχία… Γιατί υπάρχει ευτυχία και σ’ αυτό τον μάταιο και ατελή κόσμο μας. Μια ευτυχία χωμάτινη, εύθραυστη, παροδική, μα απέραντα ποθητή, επιθυμητή, απολαυστική. Αυτή αναζητώ κι ακόμη, κι ακόμη…

Έρχονται στιγμές στη ζωή μου που νιώθω ότι ο χρόνος σταματά. Λες και πριν δυο χρόνια ήταν μόλις χθες… είναι ο συμπυκνωμένος χρόνος της ζωής που μετριέται σε συσσωρευμένη εμπειρία, που κυλά αργά-αργά, όπως οι θεσσαλικές βοϊδάμαξες του παλιού κάμπου.

Κι είναι και κάτι άλλες στιγμές που δεν προφταίνω να ζήσω το χρόνο της ζωής μου. Τόσο γρήγορα κι ανεπαίσθητα κυλά.

Το ότι φιλοσοφώ τόσο πολύ πάνω στην έννοια του χρόνου, τελευταία, ιδίως, οφείλεται στο ότι πέρασα πια στη φάση της ωριμότητας.

Βλέποντας τα παλιά έργα ζωγραφικής, γεννήματα, παιδιά, κι αποκυήματα, καρποί του πόνου και της μοναξιάς μου, θαυμάζω κι απορώ: πως ξεπήδησε τόση δημιουργία μέσα από τόσες άδειες, κενές ώρες. Ευτυχισμένη, γεμάτη από ικανοποίηση και περηφάνεια για τη φλόγα που κρύβω μέσα μου, αναλογίζομαι ότι οι κενές αυτές, ατέλειωτες ώρες αποδείχτηκαν απ’ τις πιο μεστές ώρες της ζωής μου.

Οι ζωγραφιές μου περνούν μπρος στα μάτια μου σαν σκηνές κινηματογραφικής ταινίας, ξαναθυμάμαι την ψυχική μου κατάσταση τις ώρες που τις ζωγράφιζα, το πώς ένιωθα τότε. Μετά από ένα τέτοιο ταξίδι στο παρελθόν, πως μπορώ να το ξεχάσω; Τα χρώματά του είναι τόσο ζωντανά, που νομίζω πως το ξαναζώ μονομιάς…

Κι αν ξαναζούσα τη ζωή μου απ’ την αρχή, τί θ’ άλλαζε άραγε; Τίποτα. Είναι η ζωή ένα πέλαγος, λιμάνια η αγάπη, οι φιλίες κι οι έρωτες, φουρτούνες οι λύπες της, νηνεμίες οι χαρές της, σκόπελοι οι δυσκολίες της… Κι εμείς οι μικροί άνθρωποι έχουμε την ψευδαίσθηση πως κατευθύνουμε και καθορίζουμε τη μοίρα μας με τις «ελεύθερες επιλογές» μας… ενώ εκείνη η παντοδύναμη μας παρασύρει στ’ άγνωστα μονοπάτια της, έρμαια των ανέμων…

Γι’ αυτό είμαι ευτυχισμένη που έμαθα να χαίρομαι στη θέα των άψυχων αντικειμένων που συναντώ, κάθε στιγμή. Τα εκτιμώ και θέλω να τα περισώσω απ’ τη θύελλα του χρόνου, γι’ αυτό τα αποτυπώνω στο χαρτί και μέσα μου…

Πώς περιμένω, πως λαχταρώ αυτή την εκδρομή στην Κρήτη!… Σαν λύτρωση απ’ τα βάσανά μου, σαν ένα ξέγνοιαστο βύθισμα στη λήθη την παντοτινή, σαν ρομαντικό περίπατο… Μού ’γινε η ζωή βαριά σαν πέτρα… με δυσκολία σέρνω την κουρασμένη μου ύπαρξη στα μονοπάτια της…

Κουράστηκα. Γέρνει μαραμένο το κεφάλι μου. Αντίξοες συνθήκες με πονάνε… Πλήξη, απραξία, απομόνωση… Υπάρχει κανείς να με βοηθήσει ν’ αναθαρρήσω; Τώρα πια που πιστεύω μόνο στον εαυτό μου, δεν πιστεύω πως υπάρχει κάποιος για μένα.

Θεέ, σ’ έχω τόσο ξεχάσει γιατί έχω χάσει τη χαρά. Έρχονται στιγμές που παλεύω να σε θυμηθώ ξανά, μα σε χάνω κάπου στο βάθος, στην ομίχλη του πόνου. Είναι παράξενο, κι όμως εγώ σε βρίσκω, πια, μόνο στη χαρά κι όχι στον πόνο, γιατί ο πόνος περισσεύει στη ζωή μου.

Μήπως σε ξέχασα εξαιτίας ανθρώπων μικρόψυχων; Δεν ξέρω. Τότε εσύ πού ήσουν να τους αλλάξεις για να μην με πληγώσουν; Πουθενά. Πουθενά. Απόλυτη σιωπή κι ακινησία. Ούτε ένα φύλλο πράσινο, ξερά κλαδιά, μαραμένα λουλούδια, έρημος… έρημος.

Υπήρχαν δυο ζωγράφοι, ο Nolde και ο Magritte που άγγιξαν την ψυχή μου… Και παρόλο που είχαν πεθάνει, οι αθάνατοι πίνακές τους περικλείουν τέτοια ένταση συναισθήματος, που μόνο οι αληθινοί καλλιτέχνες κατορθώνουν να εκφράσουν.

Σιγά-σιγά αρχίζω, μετά τη χθεσινή πάλη, να βρίσκω και πάλι τον εαυτό μου, που δεν είχε χαθεί, απλά είχε συσκοτιστεί απ’ τις μνήμες… Τώρα όμως ζει και πάλι στο παρόν.

Το όνειρο της Κρήτης χάθηκε. Ζωντάνεψε, όμως, το όνειρο της Σκιάθου… Ένα «άπιαστο» όνειρο που κατέληξε να γίνει μια ζέουσα πραγματικότητα.

Μόλις χθες γυρίσαμε στον κάμπο, αφού χαρήκαμε για μια εβδομάδα τον ανοιχτό θαλασσινό ορίζοντα, αφού ξεχαστήκαμε και γοητευτήκαμε απ’ την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του νησιού. Τα μάτια μας γέμισαν καινούργιες, πανέμορφες εικόνες κι οι καρδιές μας ξαπόστασαν για λίγο στα βράχια και στα δαντελωτά ακρογιάλια, σεργιάνισαν τους δρόμους της στεριάς και της θάλασσας με γραφικά καϊκάκια…

Ήταν όμορφα κι αξέχαστα στη Σκιάθο, στο Κάστρο, στα Λαλάρια… Οι γλυκιές αναμνήσεις των διακοπών μου θα με συνοδεύουν πάντα, σαν φύλακες άγγελοι στην καθημερινότητα, τη δουλειά και το «μόχθο» που ήδη ξαναρχίζουν για μένα, από σήμερα.

Το σπίτι- μουσείο του Παπαδιαμάντη με ταξίδεψε πίσω στο παρελθόν, στο 19ο αι. Με συγκίνησε το γεγονός πως το διατηρούν, ακόμη, σε τόσο καλή κατάσταση. Και αντικρίζοντας τη γωνιά, που ο Αλ. Παπαδιαμάντης άφησε την τελευταία του πνοή, μ’ έπιασε δέος… Ήταν εφτά αξέχαστες και γεμάτες ήλιο και θάλασσα, μέρες!… Ας είναι ευλογημένα τα ελληνικά νησιά που παραμένουν παράδεισος…

Νιώθω πως βρέθηκα τυχαία σ’ αυτό τον στραβό κι ανάποδο κόσμο. Έτσι απλά κι ανεξήγητα, λες και με πέταξε κάποιο ροδαλό πρωινό πάνω στη φλούδα της γης μιαν απερίσκεπτη και ξέγνοιαστη, θεότρελη μοίρα. Κι ούτε που νοιάστηκε αν θα ευτυχήσω σ’ αυτό τον άδικο και αντιφατικό κόσμο… Αν θα βρω ποτέ την ευτυχία στο πρόσωπο της αγάπης…

Μάταια, άσκοπα, άστοχα τα δάκρυά μου… Κι είναι ακόμη καλοκαίρι κι όλα βουίζουν γύρω μου, βομβούν ερωτευμένα: έντομα, ζούδια, φυτά, άνθρωποι… Κι εγώ παρατηρώ, ανήμπορος θεατής, το χρόνο να κυλά και να μ’ αφήνει πίσω, μόνη, ανικανοποίητη, πικραμένη, απογοητευμένη… Όλα έχουν πεθάνει μέσα μου;… Όχι, μη…

Βάζω στόχους στη ζωή μου. Και σημαδεύω ψηλά να τους πετύχω. Μοχθώ για ν’ αποκτήσω τα αγαθά των κόπων μου, με δίκαιους τρόπους, με θεμιτά μέσα. Κι έτσι έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, γιατί δεν αδίκησα κανέναν συνάνθρωπό μου, τουλάχιστον με τη θέλησή μου.

Είμαι περήφανη για την προσωπικότητα που έχω διαμορφώσει. Κι ούτε θα μπορούσα ποτέ να ζήσω χωρίς αυτήν. Είμαι ευχαριστημένη με τον εαυτό μου έτσι όπως είναι κι ούτε θα ήθελα ν’ αλλάξω κάτι πάνω μου. Αυτός ο υπέροχος συμβιβασμός, στον οποίο τόσο λίγοι άνθρωποι καταλήγουν, είναι απόδειξη βαθιάς ωριμότητας. Νιώθω ώριμη, όσο ποτέ άλλοτε, ν’ αντιμετωπίσω και να νικήσω τη ζωή με τις δυσκολίες της. Αυτές, εξάλλου, την καθιστούν πολυκύμαντη, ζέουσα…

Υπέροχα νησιά, σίγουρα θα σας ξανάρθω. (Η φύση απόμεινε η μόνη μου παρηγοριά). Θάλασσα, θάλασσα… αγάπη μου…

Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής μου άρχισα να παρατηρώ, με εμβρίθεια και αχόρταγα, τις εικόνες της φύσης και του κόσμου που με περιβάλλει… Αγαπώ να βυθίζομαι στα χρώματά τους και ξεκουράζομαι ατενίζοντας τους ρυθμικούς κι ατέλειωτους κυματισμούς τους. Τώρα πια δύσκολα με χωρούν τέσσερις τοίχοι όπως παλιά. Παλιά δεν άντεχα στην «ύπαιθρο χώρα». Προτιμούσα να παραμένω με τις ώρες στους εσωτερικούς χώρους του δωματίου μου και της ψυχής μου, περιδιαβάζοντας στο θαυμαστό κόσμο των βιβλίων, σαν σοφή κουκουβαγιόθωρη… Δεν λέω, και τώρα είμαι, ως ένα βαθμό, σπιτόγατος, όμως τώρα περισσότερο διψώ να ζήσω εγώ, απ’ το να διαβάζω για τις ζωές άλλων… Ποθώ να κλείσω για πάντα στην καρδιά μου το φως του ήλιου, τη λάμψη των αστεριών στο σκοτάδι, τα φύλλα των δέντρων που θροΐζουν, τη θάλασσα που κυματίζει απέραντη, τους ανθρώπους που περπατούν βιαστικοί ή ανέμελοι, τα τόσα χρώματα γύρω μου… Όλα αυτά είναι η ζωή που αγαπώ και τρέμω μην τη χάσω… Οι μικροχαρές και τα χτυποκάρδια της, η αγάπη, ο έρωτας… Ώ και να τον είχα στη ζωή μου… Όλα τ’ άλλα μου δόθηκαν απλόχερα, όλα εκείνα τα αγαθά που δίνουν χαρά και ευτυχία στη ζήση του ανθρώπου. Όμως, ο έρωτας είναι πάντα ο μεγάλος «απών» στη ζωή μου. Φεύγουν τα νιάτα μου, νερό της βροχής, κι αυτός λείπει. Λείπει. Απουσία.

Νιώθω κατασταλαγμένη από κάθε άποψη. Καθαρή, ξεμπερδεμένη. Κι όπως πάντα, αναζητώ ουσιαστικές, αληθινές, βαθιές ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί πραγματική ευτυχία είναι η πεποίθηση πως σ’ αγαπούν γι’ αυτό που είσαι.

Άνθρωποι, άνθρωποι… άσημοι και διάσημοι, πλούσιοι και φτωχοί, τυχεροί και άτυχοι, όλοι κρύβουμε μέσα μας βαθιά μιαν αθάνατη ψυχή που διψά για αγάπη, στοργή, απαντοχή. Ίσως, σ’ αυτή την κοινή ψυχή ριζώνει και στηρίζεται η έννοια της ανθρωπότητας. Ανεξάρτητα από φυλή και χρώμα, όλοι είμαστε παιδιά «ενός κατώτερου Θεού», γεννήματα μιας πονεμένης γης που γογγύζει κάτω από πολυποίκιλους ζυγούς.

Ας μπορούσαμε ν’ αλαφρώσουμε το βαρύ φορτίο της, προσφέροντάς της τις υπηρεσίες μας, σταγόνα δροσιάς στην έρημο:.. Τη συνειδητή και υπεύθυνη εργασία μας, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, την ευθύτητα, την καλοσύνη, την μεγαλοψυχία, τη συγγνώμη  αλλά και την αυστηρότητα.

Ζω και την τελευταία ημέρα του Ιουλίου. Από αύριο και κάθε βράδυ θα συντροφεύει τη μοναξιά μου το αυγουστιάτικο φεγγάρι… «Στον αργαλειό του φεγγαριού» θα υφαίνω τις πικρές μου σκέψεις… Κι ενώ άλλες φορές ο Αύγουστος έσταζε μέλι κι έρωτα, τώρα πια ξέρω πως αυτός εδώ ο Αύγουστος θα είναι όμοιος με τον υπόλοιπο μονήρη και μονότονο χρόνο που πέρασα..

Κι αυτή η γνώση με γεμίζει απελπισία. Καλύτερα να μην γνώριζα πόσο ανήλεη είναι η ζωή… πόσο λογικά και αναμενόμενα και μονότονα εξελίσσεται.. και πόσο λίγες εκπλήξεις μας επιφυλάσσει… Ναι. Έτσι είναι δυστυχώς. Όμως όλα αυτά μ’ έχουν οδηγήσει στην αυτογνωσία, στην ωριμότητα, στην αυτοεκτίμηση, στην ήρεμη εγκαρτέρηση.

Πότε όλα μοιάζουν ρόδινα, πότε σκοτεινά… Ψευδείς αντανακλάσεις σε στάσιμα νερά, εντυπώσεις σαθρές, αισθήσεις φευγαλέες, ασήμαντες αλλαγές διάθεσης… Κι όλο κατηφορίζω προς τον γκρεμό. Πόσο επιθυμώ, πόσο σφοδρά ποθώ να βρισκόμουν μια γερή ρίζα στο κατρακύλισμά μου για ν’ αρπαχτώ και να σωθώ!

Όλα λιγόστεψαν τόσο στη ζωή μου. Έφθιναν, ξέφτισαν, μαράθηκαν. Νιώθω πιο κοντά στους γέρους παρά στους νέους. Κούραση αφύσικη βαραίνει το σώμα και την ψυχή μου. Κι όλο τα ίδια και τα ίδια βιώνω και σκέφτομαι, τα ίδια και τα ίδια ζω και αναδεύω στο νου μου. Ας φυσούσε επιτέλους ένα δροσερό αεράκι αλήθειας, αγάπης, έρωτα, ένα μικρό αεράκι αλλαγής… χαράς αληθινής.

Δεν μπορεί να κλειστεί σε λόγια η χθεσινή μου λύπη κι απόγνωση. Ένιωσα ν’ αγγίζω, για ακόμη μια φορά, τα όρια της παραφροσύνης, η γη υποχωρούσε κάτω απ’ τα πόδια μου, το κεφάλι μου το σφυροκοπούσαν αόρατοι δήμιοι, κι όλα χόρευαν γύρω μου σ’ ένα τρελό κι ανεξήγητο χορό μεταμφιεσμένων… Το βράδυ που ακολούθησε ήταν αβάσταχτα σιωπηλό και θλιμμένο, γεμάτο πικρό παράπονο. Είναι ακόμη τόσο δύσκολο να συνηθίσω στην ψευτιά και τη υποκρισία των ανθρώπων, στη διάψευση της αγάπης…

Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν καλλιεργήσει στον ίδιο βαθμό τον ψυχικό τους κόσμο, δεν είναι όλοι το ίδιο ευαίσθητοι, δεν αγαπούν όλοι το ίδιο βαθιά και δυνατά, δεν είναι όλοι το ίδιο ώριμοι. Και, τέλος πάντων, δεν έχουν  όλοι την ίδια ικανότητα ν’ αντιλαμβάνονται και να εφαρμόζουν το νόημα του ανθρωπισμού στη ζωή τους. Δε νιώθουν όλοι, το ίδιο δυνατά, ότι είναι μέλη της πανανθρώπινης κοινότητας, δε νιώθουν όλοι αλληλεγγύη, αφοσίωση κι αγάπη προς το συνάνθρωπό τους. Κι όμως, η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή με χαρές και λύπες και το μέλλον είναι, για όλους, αόρατο. Μόνο και μόνο το τραγικό αυτό γεγονός θα έπρεπε να ενώνει τους ανθρώπους… Να νιώθουν όλοι μέλη της ίδιας τρωτής κι εύθραυστης οικογένειας, γιατί έτσι είναι η πραγματικότητα.

Κι όμως δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο ισχυρές κι αμετακίνητες ηθικές αρχές, οι περισσότεροι είναι ικανοί να προδώσουν το συνάνθρωπό τους για χάρη της ηδονής, του κέρδους, του πλούτου, κι από εγωισμό ή για τη χαρά που προσφέρει μια στιγμή… Δεν ξέρουν όλοι οι άνθρωποι να εκτιμούν σωστά και δίκαια το συνάνθρωπό τους, οι περισσότεροι σταματούν να προσπαθούν να τον κατανοήσουν στην πορεία της ζωής του, στο διάβα του και στην εξέλιξή του, και επαναπαύονται στα κεκτημένα του εγωισμού τους. Όμως, έτσι επικρατεί στασιμότητα, και στο τέλος χάνεται η αγάπη…

Τώρα ξέρω… μια γνώση οδυνηρή, αλλά απαραίτητη. Και πλούτισα και φτώχυνα. Πλούτισα σε πείρα της ζωής και των ανθρώπων και φτώχυνα σε εμπιστοσύνη και αυθορμητισμό προς τον κόσμο γύρω μου. Πρέπει, χρειάζεται να είμαι επιφυλακτική γιατί γύρω μου παραμονεύουν κοράκια που αδημονούν να κατασπαράξουν το κορμί και την ψυχή, στον επερχόμενο θάνατό μου.

Έμαθα να επιλέγω πια τις φιλίες μου και τις συναναστροφές μου. Όσο κι αν πονά και θλίβει η μοναξιά, δεν αφήνομαι πια έρμαιο στις περιστάσεις της ζωής, κάνοντας χίλιες δυο υποχωρήσεις… Όσες φορές στο παρελθόν ακολούθησα αυτή την τακτική, απέτυχα οικτρά. Τώρα προχωρώ στη ζωή με γνώμονα την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό μου. Αυτά είναι τα μόνα που δεν με πρόδωσαν ποτέ.

Γιατί τόση κακία, τόση αναισχυντία; Τόση ψευτιά, τόση ασυνέπεια και μικροπρέπεια; Θα πρέπει να το πάρω απόφαση πως έτσι είναι τα πράγματα για μερικούς ανθρώπους. Ίσως μάλιστα αυτός είναι ο κανόνας, κι ίσως κάπου υπάρχουν κι οι φαεινές εξαιρέσεις του, ζουν και κινούνται αθόρυβα, ανύποπτα, σεμνά, όπως ταιριάζει στους καλλιεργημένους, στους πραγματικά μορφωμένους ανθρώπους και στους επιστήμονες που έχουν θέσει σκοπό στη ζωή τους την αναζήτηση της αλήθειας με τρόπο ευαίσθητο, υπεύθυνο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πάνω απ’ όλα άνθρωποι, ανθρωπιστές, πιστεύουν στην αξία «άνθρωπος».

Είναι όμως τόσο λίγοι, μετρημένοι. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ζωοποιηθεί. Υπακούουν τυφλά στα ζωικά τους ένστικτα, παραμερίζοντας κάθε φραγμό, κάθε ηθική αξία. Δεν κάνουν θυσίες που τις απαιτεί η αγάπη, δεν περιορίζουν ούτε καταπιέζουν τις κακές τους συνήθειες για την επίτευξη κάποιου υψηλότερου ιδανικού, αλλά αντιμετωπίζουν το συνάνθρωπό τους ως μέσο ηδονής και προσωπικού συμφέροντος. Κι έτσι, παρασυρόμενοι απ’ τα κατώτερά τους πάθη και ένστικτα, και αφού προηγουμένως πληγώσουν και βλάψουν ανεπανόρθωτα το συνάνθρωπό τους, καταστρέφουν την ίδια την ανθρώπινη υπόστασή τους και καταλήγουν στην κατάσταση του ζώου, χωρίς πολλές φορές να το συνειδητοποιήσουν κι οι ίδιοι. Τί έσχατη κατάντια, αλήθεια…

Το «ίσως» πρέπει να μπαίνει πια σε κάθε φράση μου. Για τίποτε και για κανέναν δεν μπορώ, πια, να είμαι βέβαιη, παρά μόνο για την παντοτινή αγάπη των γονιών μου και της αδερφής μου.

Άραγε, αυτή η τραγική αβεβαιότητα χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ανθρώπων, ή υπάρχουν κι άνθρωποι που είναι βέβαιοι; Μάλλον υπάρχουν ή, τουλάχιστον, έτσι φαίνεται.

Συνήθισα να ζω μόνη με τη μοναξιά μου και τον πόνο μου… Ο πόνος μου… από ορμητικός χείμαρρος, που απειλούσε να σαρώσει τα πάντα, κατέληξε να είναι, πια, ένα ήρεμο, αθόρυβο ρυάκι… Κι η μοναξιά μου έγινε η αχώριστη σύντροφός μου.

Η Αυγουστιάτικη ζέστη συνεχίζεται… καθώς και η μονότονη αλλά γλυκιά ζωή μου. Παρ’ όλα αυτά, την αγαπώ και θα την αγαπώ πάντα.

Η ζωή φθίνει σε περιεχόμενο, φτωχαίνει, ο εσωτερικός παράγοντας του ανθρώπου συνεχώς παραμερίζεται…

Χρόνια τώρα ψάχνω να βρω έντιμους, συνεπείς, ευσυνείδητους ανθρώπους… Δυστυχώς οι προσπάθειές μου στάθηκαν άκαρπες. Οι περισσότεροι μ’ έχουν απογοητεύσει και ιδιαίτερα «οι άνθρωποι» που πάνω τους είχα επενδύσει συναισθηματικά… φίλοι κι εραστής… Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι μήπως εγώ ήμουν υπεύθυνη, εγώ έδωσα κίνητρα και λαβές για την ανάρμοστη, ασυνεπή, σχεδόν απάνθρωπη συμπεριφορά τους… Και τότε γίνομαι ξαφνικά αυστηρός κριτής του εαυτού μου και με την τελειομανία και την λεπτολογία που με διακρίνει, πασχίζω να βρω μιαν άκρη, αγωνιώ να δω κάποιο φως στο τέρμα του σκοτεινού λαβύρινθου… Και το φοβερό αυτό δικαστήριο με κατηγορούμενη και κατήγορο τον ίδιο μου τον εαυτό, αφού περάσει απ’ τη γενεά του πυρός, απ’ το πυρ το εξώτερον, κι αφού εγώ βασανιστώ ως το θάνατο, με βρίσκει πανηγυρικά αθώα, με ανακηρύσσει αντικειμενικά αθώα…

Πάμπολλες φορές έχω υποβάλλει τον έρμο τον εαυτό μου σ’ αυτή την επώδυνη και κοπιαστική διαδικασία, γιατί η αναζήτηση και η ανεύρεση του δικαίου είναι στο αίμα μου.

Ζω μέσα απ’ τις έγνοιες, τις αγωνίες των μαθητών μου για τα μαθήματα και τις εξετάσεις. Και καταστρώνω στο μυαλό και στα χαρτιά μου προγράμματα και τρόπους διδασκαλίας. Χωρίς βέβαια να παραλείπω να κάνω και υπολογισμούς για την αμοιβή μου. Εφόσον δουλεύω υπεύθυνα και ευσυνείδητα η επιδίωξή μου αυτή είναι δίκαιη και αναμενόμενη ως υλική και ηθική ανταμοιβή.

Οι μαθητές και τα μαθήματα, το επάγγελμά μου γενικά, καταλαμβάνουν τόσο χώρο στη ζωή μου, που έρχονται στιγμές που ασφυκτιώ: Εγώ, που τόσο ανυπομονούσα να αντιστραφούν οι όροι και να βρεθώ απ’ τη θέση του καθηγητή, τώρα ανυπομονώ παράλληλα με καθηγήτρια να ξαναγίνω μαθήτρια. Διψώ ν’ αποκτήσω καινούργιες γνώσεις, να διευρύνω τα ενδιαφέροντά μου και τον πνευματικό μου ορίζοντα.

Τραγική ειρωνεία.. να έχω πάρει με άριστα το μεταπτυχιακό μου στη Βυζαντινή ιστορία και να κυνηγώ αυτά τα Σεμινάρια κατωτέρου επιπέδου… Πόσοι άλλοι νέοι άραγε βρίσκονται στη θέση μου… Αναμφισβήτητα πολλοί.

Απαίσια ανεργία που ρουφάς την αισιοδοξία και την ικμάδα των νιάτων… Παλιότερα οι νέοι δεν αντιμετώπιζαν σε τόσο οξεία μορφή αυτό το πρόβλημα. Όμως οι καιροί αλλάζουν και κάθε εποχή έχει τα προβλήματά της. Κι οι νέοι πρέπει να έχουν τη δύναμη να τα αντιμετωπίζουν με επιτυχία. Βαρύ καθήκον, σίγουρα.

Μέσα απ’ το γράψιμο λυτρώνομαι. Λες κι η ψυχή μου είναι κλεισμένη σε κλουβί και παίρνοντας το μολύβι ελευθερώνεται. Αυτή η αίσθηση, του να μπορείς να αποκαλύπτεις ανυπόκριτα, γυμνό τον εαυτό σου, με συναρπάζει, με ικανοποιεί, με γεμίζει. Από τότε που το γράψιμο γέμιζε τις ελεύθερες ώρες μου, ελευθερώθηκε κι η σκέψη μου, πέταξε ανέμελη στους ουρανούς σαν πετούμενο..

Το πεπρωμένο μου υπάρχει μέσα μου. Υπάρχει σαν σπέρμα που κοχλάζει και προετοιμάζεται για τη δημιουργία. Δεν ξέρω αν θα μου φέρει ποτέ την ευτυχία που τόσο ποθώ κι ονειρεύομαι, ξέρω όμως πως πάντα θα με ωθεί στη δημιουργία, στην εργασία, στα αγαθά που «κόποις κτώνται». Αυτό είναι που ήδη γνωρίζω απ’ το πεπρωμένο μου.

Ο έρωτας είναι μια μεγάλη περιπέτεια. Όποιος τον έζησε στην ένταση του πάθους του, όργωσε στεριές και θάλασσες, πληγώθηκε, μάτωσε, έκλαψε πικρά. Μα κι έζησε χαρές περίσσιες, έζησε την ευτυχία. Όταν η περιπέτεια του έρωτα καταλήξει σ’ απάνεμο λιμάνι, ζεις μιαν ιδανική κατάσταση. Κι εγώ την έζησα κάποτε αυτή την θεσπέσια κατάσταση που σε γεμίζει σιγουριά κι ασφάλεια, που σε εμπνέει στη δημιουργία.. Και δεν εκφράζεται με λόγια η επιθυμία μου να την ξαναζήσω…

Τελικά, η αγάπη κι ο έρωτας στην πράξη της ζωής δεν είναι έννοιες υψηλές κι αφηρημένες, το ίδιο σεβαστές απ’ όλους τους ανθρώπους. Η ποιότητα, το βάθος και ο τρόπος της αγάπης του κάθε ανθρώπου εξαρτάται απ’ το χαρακτήρα του, απ’ την διαπαιδαγώγηση που έλαβε απ’ το περιβάλλον στο οποίο έζησε και ζει, απ’ την κοσμοθεωρία του, απ’ την ιδεολογία του και απ’ τη γενικότερη στάση του απέναντι στη ζωή.

Ο τρόπος και η μορφή της αγάπης του κάθε ανθρώπου, είναι συνάρτηση όλων αυτών των παραγόντων. Επομένως κι οι πράξεις, τα έργα του, θα είναι ανάλογα με το μέτρο της αγάπης του.

Ο καθένας ψάχνει να βρει το ταίρι του σ’ αυτό τον κόσμο, το ταίρι στη δικιά του αγάπη..

Ο Αύγουστος βέβαια δεν τελείωσε, αλλά νιώθω να πλησιάζει προς το τέλος του. Και το πέρασμα των ημερών δεν το βλέπω μόνο στο ημερολόγιο, αλλά το νιώθω στην καρδιά μου. Ο χρόνος που περνά με σμιλεύει… Δουλεύει, σκάβει το σώμα και την ψυχή μας.

Όταν έχω ανάγκη λίγη χαρά, τίποτε δεν μ’ εμποδίζει να χαρώ και να ενθουσιαστώ προκαταβολικά, κι ας προδοθεί στο τέλος η χαρά μου.

Τίποτε δεν έχω να περιμένω απ’ τους ανθρώπους, ούτε αγάπη, ούτε έρωτες και μεγάλα αισθήματα. Στηρίζομαι στον εαυτό μου και στη χαρά που μπορεί ο ίδιος να μου προσφέρει. Μια χαρά σίγουρη, ακόμη και μες τη μοναξιά μου.

Η λαίλαπα που μαστίζει τους περισσότερους ανθρώπους του καιρού μας είναι η ζήλεια. Ένα συναίσθημα αποτρόπαιο, πραγματικό σαράκι γι’ αυτόν που το νιώθει. Ευτυχώς, στη ζωή μου, δεν το έχω νιώσει ποτέ στην έσχατη μορφή του, που μοιάζει με αρρώστια, κι αυτό γιατί διαθέτω αυτογνωσία και αυτοεκτίμηση. Λίγες φορές, μετρημένες, ένιωσα κάποιο ελαφρό και παροδικό τσίμπημα ζήλειας, που μετά εξαφανιζόταν. Εξάλλου, αυτό είναι φυσικό για τον καθένα. Όμως, πραγματικά, ζήλεια φοβερή και φθονερή, δεν έχω νιώσει ποτέ για κάποιον άλλο άνθρωπο. Κι είμαι περήφανη γι’ αυτό. Όταν μάλιστα διαπιστώνω πόσο πολύ ζηλεύουν οι άνθρωποι γύρω μου, απορώ και σκέφτομαι ότι αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουν βρει ακόμη τον εαυτό τους, ούτε έχουν ψαχτεί για να διακρίνουν την ιδιαιτερότητά τους.

Μου ήρθε η περίοδος που εδώ και μέρες ανέμενα. Έσπασε το φράγμα κι αναλύθηκαν οι κρουνοί του αίματος. Η ροή, βέβαια, συνεχίζεται και ολόκληρο το σώμα μου συμμετέχει σ’ αυτή την επώδυνη διαδικασία, απ’ τις τρίχες της κεφαλής μου ως τα νύχια των ποδιών. Νιώθω το αίμα να κυλά κοχλάζοντας στις φλέβες και τις αρτηρίες μου, τα πόδια μου κομμένα, η μήτρα μου διαστέλλεται και πονά… Αυτή είναι η κοινή μοίρα των γυναικών όλου του κόσμου εδώ και αιώνες, και χιλιετηρίδες… μια εμπειρία πανάρχαιη κι επαναλαμβανόμενη που κάθε φορά μοιάζει πρωτόγνωρη, αξέχαστη, μοναδική και μεγαλειώδης, γιατί κρύβει μέσα της το μυστήριο της ζωής. Είναι μια εμπειρία επώδυνη, αλλά ταυτόχρονα δημιουργική. Άλλο ένα βάρος και μια ευθύνη για την γυναίκα.

Πολλοί φοβήθηκαν τον ίδιο τους τον εαυτό, γιατί αντικρίζοντάς τον στον καθρέφτη, ήταν σαν να αντικρίζουν έναν άγνωστο. Εγώ, ποτέ μου δεν φοβήθηκα τον εαυτό μου, γιατί, προτού ακόμη να τον γνωρίσω, προσπαθούσα αδιάκοπα να φθάσω στην «αυτογνωσία». Μόχθησα με το μυαλό και την ψυχή μου. Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τη σκέψη κι ούτε τρόμαξα μπροστά στις φοβερές αποκαλύψεις της. Έψαξα με επιμέλεια στα βάθη του υποσυνειδήτου μου,  χωρίς να με λυγίζουν τα σκοτάδια. Ήθελα όλα να τα ξεδιαλύνω, και ακόμη θέλω να διαλύω, να σκορπίζω τα σκοτάδια που υπάρχουν μέσα μου και γύρω μου. Γι’ αυτή μου τη μανία από πολλούς μισήθηκα αλλά κι αγαπήθηκα. Λένε πως το μίσος κι η αγάπη κουρνιάζουν στο ίδιο μέρος. Λένε.

Είναι πολύ σημαντικό πράγμα, για την ψυχική ισορροπία του κάθε ανθρώπου, να νιώθει ευχαριστημένος με τον ίδιο του τον εαυτό ως σώμα και ως προσωπικότητα, να νιώθει καλά μες το πετσί του. άλλωστε, πόσες νευρώσεις, διαταραχές, ψυχικές ασθένειες και ιδιοτροπίες δεν προέρχονται απ’ το γεγονός της σύγκρουσης ή της ασυμφωνίας του ατόμου με την ίδια του την υπόσταση ως σώμα ή ψυχή, με την εικόνα του που προβάλλεται στην κοινωνία…

Φοβάμαι να ομολογήσω στον εαυτό μου τη φοβερή αλήθεια: μισώ τη μητέρα μου, την απεχθάνομαι και μ’ εκνευρίζει μονίμως.

Κι όμως έτσι είναι: έρχονται στιγμές που αυτή η αλήθεια καλύπτει και σκοτεινιάζει τα πάντα. Ούτε που προσπάθησε ποτέ της να μ’ αγγίξει, να με κατανοήσει, κι όταν εγώ κατέβαλα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να αποκτήσουμε ψυχική επικοινωνία, αυτή, με τον απότομο τρόπο της τις έκοβε μονομιάς και με λυπούσε αφάνταστα… Κι εγώ που βασανιζόμουνα να βρίσκω πάντα ισορροπία ανάμεσα στις τελείως διαφορετικές απόψεις και συμπεριφορές μας… Και πολλές φορές μ’ έτρωγαν σαν σαράκι οι τύψεις που παρέβαινα τις «απηρχαιωμένες» κι απάνθρωπες, φανατικές και σκληροπυρηνικές της ιδέες… Στάθηκα κορόιδο. Είναι χαμένη και απόμακρη για μένα και την αδερφή μου, όπως ήταν, άλλωστε, πάντα γιατί έκρυβε τα αισθήματά της και γιατί κρατούσε και κρατά απέναντί μας στάση απορριπτική. Ίσως γι’ αυτό να ευθύνονται και τα παλιά της απωθημένα, όμως εμάς μας πλήγωσε και μας απομάκρυνε από κοντά της ανεπανόρθωτα.

Δεν είναι μόνο που είμαστε τελείως διαφορετικές απ’ αυτή που μας έφερε στον κόσμο: είναι και που ποτέ της δεν μας αντιμετώπισε σαν ενήλικα και σοβαρά άτομα, που έχουμε, εκτός από υλικές, και πνευματικές και ψυχικές ανάγκες. Ποτέ της δεν κάθισε να συζητήσει σοβαρά και ειλικρινά μαζί μας. Το μόνο που ήξερε και ξέρει να κάνει είναι να μουτζοκλαίει κρυφά ή μπροστά μας ασυγκράτητα και χωρίς να μας εξηγεί ποτέ το λόγο. Όχι, δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ γι’ αυτό.

Η συμπεριφορά της μάνας μου είναι πάντα τόσο αντιφατική, τα λόγια της τόσο απερίσκεπτα, (σχεδόν απορρίπτουν το ένα το άλλο) που έρχονται στιγμές που αγγίζω τα όρια της παραφροσύνης. Και τότε νιώθω μια τεράστια επιθυμία να την σκοτώσω, να μην υπάρχει πια για να ησυχάσω. Ξέρω πως ποτέ μου δεν θα κατορθώσω να συμβιώσω αρμονικά και ειρηνικά μαζί της. Γι’ αυτό το μόνο που θα μπορούσε να μ’ απαλλάξει απ’ αυτό το μαρτύριο είναι το να την αγνοώ, αδιαφορώντας παντελώς για τα τρελά της λόγια, και τα ξεσπάσματά της σε κλάματα.

Θα παύσω, παύω πια να βασανίζομαι, επειδή αυτή είναι ανίκανη να συζητήσει ήρεμα και σαν άνθρωπος, επειδή με λυπάται. Τα μόνα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να με λυπούνται σ’ αυτό τον κόσμο είναι ο εαυτός μου και η αγαπημένη μου Βάσω, η αδελφή μου. Κανείς άλλος, γιατί κανείς άλλος δεν μ’ ένιωσε τόσο!.. Όσο για την συμπεριφορά μου απέναντι σ’ αυτή, την υποτιθέμενη μάνα μου, θα είναι στο εξής ψυχρή και τυπική. Επιβάλλεται να είναι τέτοια, γιατί πρέπει να κρατήσω κι εγώ τις άμυνές μου, πρέπει να προφυλάξω τον εσωτερικό μου κόσμο απ’ τις απερίσκεπτες επιβουλές. Δεν πάει άλλο να πληγωθώ περισσότερο και για κανέναν. Το μόνο πρόσωπο που πονώ σ’ αυτό τον άδικο κόσμο είναι η αδελφή μου. Αυτή, μόνο, μου συμπαραστάθηκε με τον μοναδικό της τρόπο σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές μου… Της χρωστώ την ίδια μου την ψυχική ισορροπία. Έρχονται ώρες που θα ήθελα να ζούσαμε την υπόλοιπη ζωή μας, για πάντα μαζί, όπως τώρα.

Το γεγονός ότι η μητέρα μου είναι παράξενη, απότομη και στριμμένη δεν αλλάζει. Παραμένει, όπως παραμένει κι η αγάπη της για μας, που όταν εκδηλώνεται, εκδηλώνεται με τον ίδιο συγκαλυμμένο, περίεργο και αντιφατικό τρόπο.

Όσες φορές κι αν προσπάθησα να σκοτώσω την ελπίδα μέσα μου, αυτή έβρισκε τρόπο ν’ αναθαρρέψει, ν’ αναζωπυρωθεί. Κι άλλες πάλι φορές, εγώ η ίδια αγωνιζόμουν, με νύχια και με δόντια, να ζωντανέψω τη σκοτωμένη ελπίδα μέσα μου, να πιαστώ από κάπου, να μην κατρακυλήσω για πάντα στην απελπισία.

Τώρα πια, θαρρώ πως έφτασα στα όριά μου, στο χείλος του γκρεμού. Και το μόνο πρόσωπο που μ’ εμποδίζει απ’ το χαμό είναι η αδερφή μου. Τα πάντα τα έχω ζήσει μαζί της.

Ξανά θα πω: ευλογημένες καθημερινές κι εσείς καταραμένες Κυριακές περνάτε γρήγορα για να περάσει η θλίψη, το παράπονο κι η μοναξιά μου. Φτάνει πια.

Η μόνη ασχολία με την οποία ηρεμώ και αυτοσυγκεντρώνομαι είναι το γράψιμο. Τότε μαζεύω τα σκόρπια κομμάτια του εαυτού μου και συναρμολογώ την εσωτερική μου εικόνα. Τη μελετώ ώρες ολόκληρες κι ανακαλύπτω πως πολλές φορές φαντάζει διαφορετική απ’ την εικόνα που έχουν σχηματίσει οι άλλοι για μένα ή απ’ την εικόνα, που ασυνείδητα ή συνειδητά η ίδια εγώ προβάλλω στην κοινωνία. Το γεγονός αυτό το έχουν παρατηρήσει οι ψυχολόγοι και ερμηνεύεται με διάφορες ψυχολογικές θεωρίες, όπως με διαφώτισε η Βασουλίνα μου.

Οι συζητήσεις μαζί της είναι σκέτο θησαυροφυλάκιο, πραγματική πηγή γνώσεων που ξέρει να τις μεταδίδει με τον πιο ξεκούραστο, ευχάριστο κι αυθόρμητο τρόπο. Νιώθω τυχερή που είμαι αδερφή της. Και ξέρω πως κι αυτή μ’ αγαπά αφάνταστα πολύ και με αποδέχεται. Η αποδοχή μου δίνει φτερά γιατί σημαίνει αγάπη αληθινή, αδιάπτωτη. Και να που φύτρωσε ξανά στην καρδιά μου η ελπίδα…

Αυτές οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου είναι πολύ δύσκολες για μένα. Σχεδόν εφιαλτικές. Ίσως επειδή άλλο ένα καλοκαίρι μ’ αφήνει πίσω, σβήνει.

Μετά απ’ το χωρισμό που με σημάδεψε βαθιά, ένιωσα το χαμό, απελπισία, λύπη, παράπονο. Και ύστερα απ’ όλα αυτά έγινα επιθετική, νευρική. Αυτή η τάση μου για επίθεση κατά των πάντων στάθηκε, πολλές φορές, η άμυνα της προσωπικότητάς μου, του «οργανισμού» μου, στις εξωτερικές προσβολές. Κι ακόμη την διακρίνω μέσα μου. Είναι το όπλο μου, γιατί πρέπει να επιβιώσω με διάφορους τρόπους. Ξέρω πως η επιθετικότητα επισύρει και την «αντιπάθεια» των άλλων, όμως καλύτερα να σε «αντιπαθούν» και να σε φοβούνται οι άλλοι, παρά να σε θεωρούν κορόιδο.

Δεν θ’ αφήσω εγώ τη ζωτικότητά μου να χαθεί, να εξανεμιστεί απ’ τα χτυπήματα και τις αδικίες αυτής της αναξιοκρατούμενης κοινωνίας και ορισμένων μικροπρεπών ανθρώπων της.

Ώρες-ώρες έχω την αίσθηση πως ο χωρισμός δεν μ’ άλλαξε καθόλου και πως εγώ η ίδια επέβαλα στον εαυτό μου την ιδέα της αλλαγής. Όμως ξέρω πως στο βάθος ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει όταν έχει φτάσει, ήδη, στο σημείο να διαμορφωθεί, να αποκρυσταλλωθεί με την ωριμότητα. Γι’ αυτό κι εγώ παραμένω το ίδιο αγνή, τρυφερή και ευαίσθητη όπως και πριν τον μελανό χωρισμό. Μόνο που τώρα έχουν αυξηθεί οι αντιστάσεις μου και η επιφυλακτικότητά μου απέναντι στις προθέσεις των ανθρώπων για μένα. Μόνο που τώρα έχω χάσει εκείνη τη λαγαρή και απροσποίητη εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Αυτή είναι η μόνη αλλαγή που επέφερε στην καρδιά μου ο χωρισμός. Κι αυτός χάνεται σιγά-σιγά. Έγινε πλέον παρελθόν και σταμάτησε να με πονά.

Όλα αυτά τα σκέφτομαι για να επιβεβαιώσω ότι ο χωρισμός αυτός για μένα δεν θα εμποδίσει την πορεία μου στη ζωή, δεν θα με ξαναπτοήσει πια. Αλήθεια, ωραία μέθοδος αυτοθεραπείας αυτή και απ’ ό,τι φαίνεται, αποτελεσματική.

Νιώθω αρκετά δυνατή ν’ αντιμετωπίσω οτιδήποτε μες τη μοναξιά μου. Γιατί εκεί, μέσα στη μοναξιά θα αποδειχθεί η εσωτερική μου δύναμη και η ψυχική μου αντοχή, όπως αποδείχθηκε και μ’ εκείνον τον χωρισμό.

Είναι πολύ κακό να πεθαίνει κανείς μέσα του. Είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, γιατί τους νεκρούς του πρέπει να τους θάβει κανείς στο χώμα, στη μαύρη γη, κι όχι στην καρδιά του. Η καρδιά δεν αντέχει να κουβαλά μέσα της νεκρούς, χρειάζεται ζωντάνια, αγάπη και πλατειά χαμόγελα, χρειάζεται αποδοχή, απαντοχή και κατανόηση…

Κατατρύχομαι πάντα απ’ το σύνδρομο της μεγάλης αδερφής, κατά τη διάγνωση της Βασούλας μου.

Οι μέρες μου μυρίζουν ιδρώτα, μοναξιά και ανία. Κατορθώνω και βρίσκω την ηρεμία μόνο τέτοιες βραδινές ώρες. Ακόμη και τώρα, όμως, ταράζει τη γαλήνη μου το κλάμα της μητέρας μου, που το αφουγκράζομαι μες τη σιγαλιά της νύχτας και με κάνει ν’ απορώ και ταυτόχρονα να λυπάμαι… που είναι τόσο στενόμυαλη και λιπόψυχη… Μιλά στο Θεό, αλλά στην ουσία μιλά μόνο στον εαυτό της. Τα λόγια της ξεκινούν απ’ την καρδιά της και απευθύνονται ξανά σ’ αυτήν, σαν νά ’ναι αυτός ένας τρόπος ανακούφισης ή ψυχικής αυτοθεραπείας. Κι ο «Παντοκράτωρ» και «Ελεήμων» Θεός, βουβός, σιωπηλός και αμέτοχος στα δάκρυά της… Καημένη μαμά!.. Μ’ αγαπάς.

Είναι πια απόγευμα. Ένα δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Η κρίση που συνήθως με πιάνει μετά από κάθε αναχώρηση της Βασουλίνας μου έχει τώρα υποχωρήσει. Η ψυχή μου ηρέμησε, η φουρτούνα και ο δαιμονισμένος άνεμος που λυσσομανούσαν μέσα της έχουν κοπάσει, τα κακά όνειρα έσβησαν, όλα καταλάγιασαν.

Παρ’ όλα αυτά, μου λείπει πολύ το φωτεινό πνεύμα της αδερφής μου, το εφευρετικό της μυαλό κι η απέραντη γλυκύτητα της καρδιάς της…

Η λέξη «αισιοδοξία» έχει πια διαγραφεί απ’ το λεξιλόγιό μου. Στη θέση της έχει μπει η λέξη «αντοχή».

Θα ήθελα τόσο να έφευγα μακριά, σ’ έναν άγνωστο τόπο όπου δεν θα με πλήγωνε το παρελθόν και το παρόν, κι όπου όλα τα σκοινιά που με δένουν θα ήταν κομμένα. Έτσι, αποδεσμευμένη και λυτρωμένη απ’ όλα τα σκιάχτρα της ζωής μου, θα μπορούσα ν’ αφεθώ αυθόρμητα στις γητειές της ζήσης μου.

Τώρα νιώθω φυλακισμένη, φιμωμένη η καρδιά μου, τα μάτια μου δακρύζουν εύκολα. Πληγώνονται στη θέα τόσων πολλών…

Έχω κουραστεί. Τα βλέφαρά μου είναι βαριά όπως και η ψυχή μου. Διψώ, κανείς όμως δεν το καταλαβαίνει, ακόμη κι αν το πω. Χάθηκε η επικοινωνία, κι ούτε και η ενημέρωση μπορεί να βοηθήσει να ξαναβρεθεί. Υπάρχει μεγαλύτερο κακό;

Ζω μια ζωή χωρίς προσμονή, χωρίς προσδοκίες. Το γεγονός αυτό με γεμίζει με μια παγερή, σιωπηλή και αδιάφορη ηρεμία, και ταυτόχρονα με μια βαθιά απαισιοδοξία που κατά βάση είναι αντοχή. Αντοχή πάνω απ’ τις πληγές μου…

Τί κρύβει για μένα η νύχτα; Συλλογισμό, όνειρα και σχέδια για το μέλλον και κάπου-κάπου αναπόληση. Τελευταία οι στροφές μου στο παρελθόν όλο και λιγοστεύουν. Μ’ απασχολεί περισσότερο το μέλλον…

Αυτές οι μέρες του Σεπτέμβρη είναι για μένα ευτυχισμένες… Μετά από πολλά, έμαθα να παίρνω τη ζωή όπως έρχεται, χωρίς να εκβιάζω και να καταρρακώνω τον ίδιο μου τον εαυτό… Τα βράδια κοιμάμαι βαθιά, μακάρια, απερίσπαστα. Που και που κάποιος εφιάλτης ή κάποιο κακό και παράξενο όνειρο έρχεται να ταράξει την ησυχία του ύπνου, αλλά μετά συνεχίζω απτόητη τον ύπνο του δικαίου. Είναι πολύ γλυκιές αυτές οι μέρες του Σεπτέμβρη. Ο καιρός έχει δροσίσει λιγάκι και τα πρωινά δυσκολεύομαι ν’ αποχωριστώ τη θαλπωρή της κουβέρτας μου.

Το παράξενο είναι ότι έχω συνηθίσει τόσο πολύ στην ιδέα του να μείνω γεροντοκόρη, έχω πλέον τόσο πολύ πειστεί στη βεβαιότητα αυτού του ενδεχόμενου, έχω τόσο πολύ συνηθίσει τη μοναξιά μου, που η αντίθετη ιδέα, η ιδέα του έρωτα, της συμβίωσης και του γάμου με τρομάζει… Φοβάμαι όχι στην ιδέα της μοναξιάς, γιατί πια τη βιώνω καθημερινά, αλλά στην ιδέα της συντροφικότητας… Δεν είναι που έχει περάσει τόσος καιρός από τότε. Είναι που δεν πιστεύω πια στον ανιδιοτελή και ειλικρινή έρωτα. Η σκέψη του να συναντήσω έναν έρωτα δεν μου προσφέρει πια χαρά και σκίρτημα, όπως πρώτα. Μου προσφέρει μόνο έγνοιες, σκοτούρες, πόνο, θλίψη, και στο τέλος μ’ απωθεί…

Ο έρωτας δεν είναι πια ζωντανός, πέθανε μέσα μου. Ίσως για μερικούς ανθρώπους να μην είναι γραφτό να συναντήσουν Τον Έρωτα στη ζωή τους, αλλά μερικούς μικρούς κι ασήμαντους έρωτες… Κι ίσως ο αληθινός έρωτας που καταλήγει αβίαστα κι απλά σε γάμο, σε επένδυση ολόκληρης ζωής να μην υπάρχει για πολλούς ανθρώπους… Όπως είμαι κι εγώ, μία τους είμαι κι εγώ. Πικράθηκα.

Κι όμως, έχω τόσο πολλά συναισθήματα μέσα μου που τα συγκρατεί το φράγμα της επιφυλακτικότητας, ο φόβος της διάψευσης, ο τρόμος της ψευτιάς. Αν ποτέ συναντήσω κάποιον που θα σταθεί ικανός να σπάσει αυτό το φράγμα, φοβάμαι πως θα τον χάσω, γιατί θα τρομάξει μπροστά στην πλημμύρα και θα φύγει, θα εξαφανιστεί. Κι εμένα τί θα μου απομείνει στο τέλος; Μόνο η μοναξιά κι όχι και η λύπη, όχι και ο θάνατος, γιατί δεν θα πεθάνω για δεύτερη φορά.. Η μόνη μου παρηγοριά, τότε, θα είναι και πάλι η αδερφή μου.

Απορώ κι η ίδια με τον εαυτό μου. Σκληρή που είναι η ζωή. Κοντά της έγινα κι εγώ ακόμη «σκληρή»…

Το μόνο που μ’ ενθουσιάζει και μου προξενεί σκιρτήματα χαρούμενης προσμονής, αυτή την εποχή, είναι οι πολλές καινούργιες και συναρπαστικές σειρές της τηλεόρασης. Έχω πλέον καταντήσει  τηλεορασόβια. Βυθίζομαι μ’ όλο μου το είναι στα «έργα» και τα ζω. Πάντα ήμουν άνθρωπος που αφοσιώνεται «ψυχή τε και σώματι» σε κάτι ενδιαφέρον είτε άψυχο, είτε έμψυχο. Βέβαια, τα έμψυχα είχαν πάντα μέσα μου προτεραιότητα. Οι ζωντανές ανθρώπινες υπάρξεις ανέκαθεν με συγκινούσαν και κέρδιζαν την αφοσίωσή μου. Και τώρα, ελλείψει ανθρώπινων, ζωντανών συναναστροφών, καταφεύγω στα «δρώμενα» της τηλεόρασης. Οι ποιοτικές ταινίες και σειρές με γεμίζουν και με ικανοποιούν. Η ικανοποίηση αυτή, όμως, έχει και τα όριά της, γιατί όσο κι αν ο κινηματογράφος αναπαριστά με ζωντάνια μορφές και τρόπους ζωής, δεν παύει να είναι κινηματογράφος, τέχνη, όχι η ίδια η ζωή…

Ξέρω πια από πείρα πως ο άνθρωπος είναι «ζώον κοινωνικόν» πως έχει ανάγκη τη συντροφιά και τη βοήθεια του συνανθρώπου του. Του «συνανθρώπου» του, όμως, κι όχι του εχθρού του. Και σ’ αυτή τη ζούγκλα που λέγεται κοινωνία δεν υπάρχουν νόμοι, ηθικοί φραγμοί και αξίες. Όλα αυτά τα έχουν αντικαταστήσει το συμφέρον, η δύναμη, η ηδονή. Το βλέπω καθημερινά στα μάτια των «συνανθρώπων» μου. Το έχω ζήσει και με πόνεσε βαθιά. Όμως το ένστικτο και η αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης με ωθούν ν’ αντισταθώ στην καταστροφή με τον τρόπο μου. Παλεύω, αγωνίζομαι. Δεν μπορώ κι ούτε θέλω να κάνω κι αλλιώς. Δεν πρόκειται να παραιτηθώ απ’ αυτόν τον αγώνα ενάντια στο συμβιβασμό και στην υποκρισία. Όχι, ποτέ. Λατρεύω τους απλούς, απροσποίητους, ειλικρινείς ανθρώπους που η αξία τους φαίνεται στις καθαρές τους πράξεις.

Πέρασα μια παράξενη, αλλόκοτη και γεμάτη αγωνία νύχτα, στριφογυρίζοντας μάταια μήπως και με πιάσει λίγος ύπνος… Όταν ξημέρωσε, ένιωσα κουρασμένη περισσότερο ψυχικά παρά σωματικά. Ίσως και να κατόρθωσα να κοιμηθώ για πολύ λίγη ώρα, για κλάσματα του δευτερολέπτου, που τώρα φαντάζουν στη σκέψη μου σαν ριπές ανέμου χαλαστή… Κι αυτός, όμως, ο ελάχιστος ύπνος ήταν ταραγμένος από σκοτεινές ονειροφαντασιές που, ενώ στην αρχή με τρόμαξαν, αργότερα που τις ξεδιάλυνα στο καθαρό μυαλό μου μου φάνηκαν εύλογες: ήταν τα προβλήματα που τυραννούν τη σκέψη μου τη μέρα ντυμένα με τα λευκά, νεκρικά φορέματα των φαντασμάτων της νύχτας… η ματαιότητα και η διάψευση του έρωτα, το πρόβλημα της ανεργίας και της ανίας μου… γενικά ήταν όλα τα γνωστά.

Ώρες-ώρες τα βάζω με τον εαυτό μου που έχει τόσο ανήσυχη και ρομαντική φύση, που θέλει όλα να τα ροκανίζει και να τα περνά μέσα απ’ το κόσκινο του μυαλού και της καρδιάς του. Μ’ αυτόν τον τρόπο βασανίζομαι πολύ, σκάβω και σμιλεύω, παράλληλα, τον εσωτερικό μου κόσμο, καλλιεργούμαι πνευματικά. Όλα αυτά βέβαια δείχνουν και λίγο τη φαντασία μου, κυρίως όμως δείχνουν την υπευθυνότητά μου.

Υπάρχει και μια ευχάριστη χθεσινοβραδινή έμμονη ιδέα που τριβέλιζε το νου μου: τα ρούχα μου και οι συνδυασμοί που μπορώ να κάνω μ’ αυτά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν χρώματα και σχέδια. Ανακάλυψα πως αυτοί οι συνδυασμοί είναι αμέτρητοι και χάρη ακριβώς σ’ αυτό το συνδυαστικό μου πνεύμα θα μπορώ να εμφανίζομαι κάθε μέρα ανανεωμένη με ρούχα ταιριαστά, αρμονικά και αισθητικά «ανεβασμένα». Μ’ αυτές τις σκέψεις γέμισε η βραδιά μου χρώματα και χαρά.

Είχα καιρό να βγω στον «έξω» κόσμο. Ήμουν κλεισμένη, σχεδόν απομονωμένη στο σπίτι για πολλές μέρες, και  η χθεσινή μου πρώτη επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον μου προκάλεσε μπέρδεμα κι ανησυχία. Τώρα, όμως, καθώς θα μπαίνω σε πιο έντονους ρυθμούς, η αυτοπεποίθησή μου θα υψώνεται. Είναι αυτή που θα με βοηθήσει να τα καταφέρω και φέτος.

Σήμερα η νευρικότητά μου είναι ασύλληπτη. Σφίγγω με μανία και δύναμη τα χέρια μου για να μην ξεσπάσω άδικα αλλού. Τα μάτια μου ατενίζουν τον περίγυρό μου με απίστευτη ένταση. Οι μύες μου συσπώνται νευρικά. Η κατάστασή μου είναι απερίγραπτη. Μοιάζω με ηφαίστειο που από ώρα σε ώρα θα ξεσπάσει.

Το μοναδικό μου όνειρο, η μοναδική μου ελπίδα έχει γίνει η φυγή μου από αυτή εδώ την πόλη κι απ’ τους ανθρώπους της, που μου πληγώνουν τα μάτια.

Πρέπει ν’ ανεχτούμε τη μοναχική ζωή μας, να τη σύρουμε στους δρόμους των υποχρεώσεών μας. Πρέπει να εφευρίσκουμε τρόπους να διώχνουμε τη λύπη και την ανία.

Όχι, με κανέναν και ποτέ δεν ήμουν άδικη. Κι αν ποτέ στάθηκα άδικη με κάποιον, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι αλάνθαστοι, το αναγνώριζα και επανόρθωνα. Αφού λοιπόν δεν είμαι άδικη με τους άλλους, δεν πρόκειται να είμαι άδικη ούτε με τον εαυτό μου. Στη ζωή μου στάθηκα περισσότερο αυστηρή με τον εαυτό μου, απ’ ότι με τους άλλους. Κι αν έκρινα αυστηρά τους άλλους, είναι γιατί περισσότερο αυστηρά έκρινα τον εαυτό μου. Αυτόν τον βασανισμένο και πολύπαθο εαυτό. Ίσως αυτά που γράφω να φαίνονται υπερβολικά. Όμως δεν είναι παχιά λόγια, είναι τα ίδια τα αισθήματά μου, είναι οι εμπειρίες που αποκομίζω απ’ τη ζωή μετουσιωμένες σε παραστατικό και σαφή λόγο. Είναι η ίδια η σκέψη μου μεταμορφωμένη σε φωνή που κραυγάζει, κλαίει, γελά. Είναι η ίδια μου η καρδιά απροσποίητη και καθαρή. Είναι ένα ατόφιο κομμάτι απ’ τον πλούτο της ψυχής μου… Πώς θα μπορούσα ποτέ να υπερβάλλω και να ψεύδομαι μπροστά της; Σαν καλός ηθοποιός;

Δεν ξέρω πια αν θέλω να ζω. Δεν θέλω να ζω έτσι. Μόνη μου ελπίδα είναι ο θάνατος. Η αποτρόπαιη μορφή του μου φαντάζει γλυκιά, όλο υποσχέσεις. Είναι γιατί έκλεισαν για μένα όλοι οι δρόμοι της ζωής, εδώ στα 26 μου χρόνια.. Οι φιλίες, ο έρωτας, η θαλπωρή κι η ζεστασιά της οικογένειας, η συνεννόηση και η σύμπνοια χάθηκαν πια για μένα. Αποκαρδιωμένη ως τα έσχατα, ατενίζω αφηρημένα το κενό. Νιώθω να με καλεί η άβυσσος… Όχι δεν κινδυνεύω να βρεθώ στα πρόθυρα νευρικής κρίσης γιατί το έχω περάσει κι αυτό και το έχω ξεπεράσει. Βουλιάζω σιγά-σιγά στο απόλυτο μηδέν της ανυπαρξίας. Μέσα μου υπάρχει ένας παγερός τάφος.

Η ζωή με τσάκισε στα 26 μου χρόνια… Πόσες φορές δεν πήρα φόρα για να αντεπιτεθώ.. Πόσο δεν αγωνίστηκα να την αδράξω γερά… Πόσες προσπάθειες δεν έκανα να πιστέψω στην ομορφιά της… Κουράστηκα, γέρασα, πέθανα. Η ζωή μ’ αποφεύγει όσο κι αν εγώ την κυνηγώ… Ποια κατάρα με κατατρέχει; Μέσα μου έχω πεθάνει.

Βασουλίνα μου, εσύ είσαι πια η οικογένειά μου, η απαντοχή μου.

Μετά απ’ τη συζήτηση που είχα με τον πατέρα  μου νιώθω συντριμμένη… Καλέ μου, φτωχέ μου πατερούλη σ’ έχω αδικήσει. Άραγε ο ήρεμος και ήσυχος τρόπος που μιλάς και που φέρεσαι είναι αποτέλεσμα των αποτυχιών που συνάντησες στη ζωή; Των αποτυχιών στις εξετάσεις και σ’ άλλα θέματα; Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι οι αποτυχίες σ’ είχαν λυγίσει κάποτε και σένα, που μοιάζεις απαθέστατος. Νιώθω ένοχη που αδίκησα τόσο τους γονείς μου. Τα λόγια του πατέρα μου ήταν λογικά και συνετά.

Απ’ τα μέχρι τώρα γεγονότα της ζωής μου αρχίζω να βασίζομαι πολύ στο ένστικτό μου, στο προαίσθημά μου ή ακόμη στις πρώτες εκτιμήσεις μου για πρόσωπα και καταστάσεις. Όπως λένε, η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται. Αυτό το παράξενο, κακό μου προαίσθημα… Στην περίπτωση του χωρισμού μου λειτούργησε παράξενα παλινδρομικά, βασανιστικά αμφιταλαντευόμενα. Πότε μ’ έπιανε, πότε μ’ άφηνε για τα καλά. Όταν μ’ έπιανε βυθιζόμουν στην πιο μεγάλη δυστυχία, κι όταν μ’ άφηνε ζούσα την πιο μεγάλη ευτυχία.

Τις τελευταίες μέρες γράφω πολύ, διεισδύοντας σ’ ό,τι με προβληματίζει, προσπαθώντας να κάνω ανατομία στα συναισθήματα που με ταράζουν, σ’ οτιδήποτε απασχολεί τη σκέψη μου. Κι αυτό, όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα αποδεικνύεται ευεργετικό για την ταραγμένη μου καρδιά. Την ηρεμεί, την ησυχάζει.

Το γράψιμο έχει γίνει, για μένα, εδώ και τρία χρόνια, το μέσο αυτοθεραπείας και αυτοψυχανάλυσης.

Σήμερα, πριν λίγο, ένιωθα πολύ παράξενα. Μια συναισθηματική αστάθεια και μια μελαγχολική δυσφορία. Οι ιδέες του θανάτου και του έρωτα ήταν μέσα μου αδερφωμένες, σχεδόν ταυτόσημες… Ώσπου να συναντήσω, αν ποτέ συναντήσω στη ζωή μου τον πραγματικό έρωτα, θα κουβαλώ στην ψυχή μου τον πόνο της τραυματικής μου εμπειρίας… Γι’ αυτό τώρα ο έρωτας μέσα μου συνδέεται με την ματαίωση, με τη διάψευση μιας εφήμερης ευτυχίας. Ο έρωτας λειτουργεί μέσα μου, κατά βάση σαν αρνητικό συναίσθημα. Αγάπησα, και περισσότερο πόνεσα παρά χάρηκα, ερωτεύτηκα και περισσότερο πληγώθηκα παρά γιατρεύτηκα. Έρχεται κάποια στιγμή που ο έρωτας παύει να είναι αμοιβαίος. Τότε είναι η στιγμή του αβάσταχτου πόνου για τον έναν απ’ τους δυο… Αυτή τη στιγμή την έζησα κι έμαθα καλύτερα τους ανθρώπους και τα ελαττώματά τους που τα καλύπτουν τεχνηέντως. Έμαθα πόση αχαριστία και πόση μικροπρέπεια κρύβουν. Κι έμαθα ακόμη πως μερικοί άνθρωποι δεν ξέρουν ν’ αγαπούν. Κι όμως η τραγική ειρωνεία είναι πως οι ίδιοι νομίζουν πως ξέρουν από αγάπη, ενώ η αγάπη τους είναι φθηνή και ξεφτίζει, ξεθωριάζει με το πέρασμα του χρόνου… Όμως η αληθινή αγάπη είναι συναίσθημα πολύ πιο βαθύ, πολύ πιο μόνιμο και σταθερό απ’ το ρηχό και ευμετάβολο συναίσθημα του σαρκικού έρωτα. «Αγαπώ» σημαίνει «πονώ», σημαίνει «νοιάζομαι». Πόσοι λίγοι άνθρωποι, αλήθεια, έχουν αντιληφθεί το πραγματικό νόημα του όρου «αγάπη», και πόσο λιγότεροι, ακόμα, είναι ικανοί να εφαρμόσουν μια τέτοια αγάπη στη ζωή τους… Γιατί αληθινή αγάπη σημαίνει υποχώρηση, συμβιβασμός… θυσία…

Παρακολουθώ από απόσταση τη ζωή μου, σαν να παρακολουθώ κινηματογραφική ταινία.. Τα χρώματα της φύσης είναι πολύ όμορφα κι εγώ περπάτησα σήμερα μόνη στους δρόμους αυτής της πόλης, κυρίαρχη του εαυτού μου, αυτάρκης και χαρούμενη γιατί νιώθω ν’ αρχίζει ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μου.

Τα λεωφορεία είχαν παύση εργασίας κι έτσι αναγκαστήκαμε να διασχίσουμε το κέντρο της Αθήνας δυο φορές με τα πόδια.

Χθες, εκεί στη Σίνα που περιμέναμε, μ’ έπιασε μια παράξενη ανησυχία, μη συμβούν επεισόδια και ταραχές και μας πάρει κι εμάς η μπόρα. Και, κατά μία φοβερή σύμπτωση, το βράδυ ακούσαμε στην τηλεόραση πως στη Σίνα σημειώθηκε επεισόδιο, με τραυματία έναν ανίδεο περαστικό: τότε ένιωσα πως βρισκόμουν στην καρδιά αυτής της χώρας που κοχλάζει, στο επίκεντρο των γεγονότων, στο βάθος του καμινιού… Ένα αίσθημα που μ’ ανησυχούσε, αλλά και που ξεσήκωνε την καρδιά και το μυαλό μου. Σ’ αυτή την πόλη νιώθω ακόμη: το μυαλό μου σκορπισμένο, δεν μπορώ να το συμμαζέψω και να αυτοσυγκεντρωθώ. Γενικά, νιώθω κουρασμένη, αποκαρωμένη.

Στην περιδιάβασή μας στους πλατιούς δρόμους της Αθήνας, με εντυπωσίαζαν τα θαυμαστά της κτίρια και η μεγαλοπρέπειά τους. Μ’ αηδίασε όμως η βρωμιά τους.

Νιώθω απόλυτα προσαρμοσμένη και ομαλά εγκλιματισμένη στο κουκλίστικο σπιτάκι μας, εδώ στου Ζωγράφου. Η Βάσω το είχε ήδη διακοσμήσει με τις παλιές μου αφίσες που ακόμη δεν χορταίνω να τις παρατηρώ και να τις περιεργάζομαι κι ακόμη να βυθίζομαι στα μαγικά τους εικονιζόμενα: στα δροσερά, κατακόκκινα κεράσια, στη ρομαντική ανθοδέσμη πάνω στην καρέκλα τη μπαμπού με το σκοτεινό φόντο, στο πυργάκι με την πλούσια βλάστηση και στο βάθος τη λίμνη… Αυτές οι αφίσες ξυπνούν μέσα μου χίλιες αναμνήσεις αλλά και με παροτρύνουν μυστικά να συνεχίζω να ζω…

Αν και τώρα, στο φως της ημέρας που διαλύει τις ψευδαισθήσεις, ο χθεσινοβραδινός ενθουσιασμός μου έχει υποχωρήσει κι έχει δώσει τη θέση του σε μια συγκρατημένη αισιοδοξία, ωστόσο νιώθω καθαρά, πως η ζωή μου στην Αθήνα προβλέπεται πολύχρωμη, έχει ήδη πάρει δραστήρια τροπή…

Η ελπίδα που καίει μέσα μου: μια φωτιά που τροφοδοτείται απ’ την πίστη στον εαυτό μου κι απ’ την αγάπη της.

Όσο περισσότερο γνωρίζω την Αθήνα, τόσο περισσότερο την αγαπώ… Διψώ ν’ αγγίξω, να γευθώ, τα ατέλειωτα μνημεία της, τον ανεξάντλητο αρχαιολογικό της πλούτο, να γνωρίσω από κοντά τα τόσα που έχω ακούσει γι’ αυτήν… να γεμίσει το μυαλό και η καρδιά μου καινούργιες εικόνες-παραστάσεις…

… Το κρύο του χειμώνα που πλησιάζει με μεγάλα βήματα. Αυτές τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη δεχτήκαμε τα πρώτα μηνύματα του Φθινοπώρου: ο καιρός έχει αλλάξει, η θερμοκρασία έχει πέσει και φυσά που και που ένας άνεμος αλήτης. Είναι γιατί είμαστε στους πρόποδες του Υμηττού. Η γνωστή μελαγχολία του Σεπτέμβρη μ’ αγγίζει μόνο επιφανειακά. Έχω μάθει πλέον ν’ αντέχω, να υπομένω και να εκτιμώ τον τρόπο της ζωής μου.

Και καταγράφω τα αισθήματά μου, γιατί πιστεύω πως κάθε στιγμή της ζωής μας αντιστοιχεί σε ένα διαφορετικό αίσθημα, κάθε εμπειρία μας αντιστοιχεί σε μια διαφορετική απόχρωση συναισθήματος. Αν και πολλές φορές νομίζουμε πως τα αισθήματά μας επαναλαμβάνονται, κυμαινόμενα ανάμεσα στα δυο βασικά είδη αισθημάτων, τη χαρά και  τη λύπη, ωστόσο αυτές οι άπειρες, ανύποπτες αποχρώσεις, αυτές οι χιλιάδες διακυμάνσεις είναι που καθιστούν τα συναισθήματά μας διαφορετικά μεταξύ τους και μοναδικά!..

Κάθε μέρα, που περνά στη ζωή μου, προσπαθώ να βρίσκω νέες εμπειρίες και συναισθήματα ακόμα και στα πιο απλά και καθημερινά γεγονότα. Και κάθε φορά που τα συναισθήματά μου είναι μπερδεμένα μέσα μου, σωστό κουβάρι, τα ξεμπερδεύω και τα ξεδιαλύνω και τότε μόνο νιώθω καλύτερα.

Ο ήλιος ζεσταίνει τον κόσμο δειλά-δειλά.

Αναρωτιέμαι, υπάρχει άραγε κανένας πιστός και ειλικρινής μέσα σ’ αυτό το συρφετό από αρσενικούς που μουγκρίζουν φανερά και σιωπηλά;

Ένιωθα μιαν υπέροχη εσωτερική πληρότητα. Για πρώτη φορά, μετά από τόσον καιρό πλήξης, ανίας και δυστυχίας ένιωθα ευτυχισμένη… Και αυτή την ευτυχία μου, ήρθε να επιστεγάσει και να επιβεβαιώσει η θαυμάσια, μαραθώνια συζήτησή μας με τη Βασουλίνα μου, μια συζήτηση που ειπώθηκαν αληθινά λόγια της καρδιάς… Φαντάζομαι πως τη μαγική εκείνη στιγμή της ανταλλαγής των ψυχών μας, θα είχαν γιορτή οι άγγελοι στον ουρανό… γιατί είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη γη να προσπαθούν να κατανοούνται δυο άνθρωποι που αγαπιούνται… Νικούν τη μοναξιά, το φόβο, τον χρόνο και εξυψώνουν την ποιότητα του αγαθού της ζωής… Η επικοινωνία είναι θεϊκό χάρισμα, είναι δώρο… Κι η αδερφή μου το έχει αυτό το χάρισμα στον ανώτατο βαθμό… Ξέρει τόσο να συντρέχει, να παρηγορεί δίκαια, ξέρει τελικά ν’ αγαπά.

Κι αυτό τον καταγάλανο, καθαρό ουρανό της χθεσινής μου ευτυχίας τον έσκιαξαν μόνο, στο τέλος, κάποια μικρά συννεφάκια, γιατί μου ήρθαν στο νου οι σκηνές ενός θεατρικού έργου… του έργου «Παντοτινή αγάπη»… Το θέατρο αυτό μου το έπαιξαν οικτρά και όσα πίστεψα γκρεμίστηκαν μέσα μου… Λυπήθηκα ξανά γι’ αυτά, για λίγο όμως. Η ζωή μου, εδώ, έχει πάρει άλλη τροπή και με παρασύρει να την ακολουθήσω. Είναι πολύχρωμη, βουερή, ζωντανή κι εγώ πρέπει να σταθώ αντάξιά της… Δεν με παρασύρει πια το θολό ρεύμα του άκαρδου χειμάρρου, παρά μόνο η θάλασσα της ζωής με καλεί και πάλι κοντά της, στ’ ανοιχτά…

Αλήθεια, πόσον καιρό έχω να βγω ξέγνοιαστη για ψώνια, να χαζέψω, να ξεκουραστούν τα μάτια μου στα αμέτρητα σχέδια και χρώματα… Η Αθήνα, ευτυχώς, είναι ό,τι πρέπει για κάτι τέτοιο! Η Ακρόπολη και ο Λυκαβηττός φαντάζουν μαγευτικά τις νύχτες και μας στεφανώνουν…

Περνώ ένα τρυφερό βράδυ συντροφιά με απαλή, μελωδική μουσική… Η καρδιά μου νανουρίζεται απ’ τους αιθέριους ήχους, γλυκά… η σκέψη μου γλιστράει προς τα πίσω… Αλήθεια, πόσες τέτοιες βραδιές δεν έζησα έχοντας μοναδική συντροφιά μου τις μελωδίες του ραδιοφώνου και τις σκέψεις μου…

Δε με συγκινούν πια οι ψεύτικες αγάπες… Η νύχτα και η σιγαλιά σκεπάζουν τον κόσμο… Όλη η πλάση ησυχάζει κι είναι τα πάντα μαγικά κι ας μην υπάρχει έρωτας στη ζωή μου… Μ’ έχει συνεπάρει η ζωντάνια και η πολυκοσμία αυτής της πόλης.

Η Αθήνα είναι για μένα μια παρθένα πόλη, που προσφέρεται για εξερεύνηση και καινούργιες εμπειρίες.

Η διαδρομή απ’ το Ζάππειο στη Γλυφάδα είναι σχετικά ευχάριστη. Μεγαλόπρεπα κτίρια, αρχαία μνημεία, τεράστια καταστήματα, κάθε είδους μαγαζιά. Χορταίνει το μάτι σου παντοειδή πράγματα… Γενικά, βρίσκομαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση.

Τί φαρδιά και τεράστια αλλά και γλιστερά είναι τα πεζοδρόμια μπροστά απ’ τον Εθνικό Κήπο και το Ζάππειο… Χάνομαι, καθώς βαδίζω πάνω τους… Όλα εδώ στην Αθήνα είναι μεγάλα, σκονισμένα και μαύρα, αλλά και γοητευτικά. Δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στο κάλεσμα αυτής της πόλης.

Χθες βράδυ, μες στο βαθύ σκοτάδι, έπεσε μια μπόρα, μια δυνατή βροχή. Την καταιγίδα ανήγγειλαν, ως βροντερά προμηνύματα, εκκωφαντικές, σχεδόν τρομακτικές αστραπές και βροντές. Και η Βασούλα και εγώ τρομάξαμε πολύ, ξυπνήσαμε ξαφνικά κι αφουγκραστήκαμε το θόρυβο της βροχής στα τζάμια και τις ταράτσες των πολυκατοικιών. Ήταν ένας θόρυβος υπόκωφος, μια μουσική μονότονη και επαναλαμβανόμενη… Το φθινόπωρο, που τόσο μας βασάνιζε με τις απραγματοποίητες υποσχέσεις του για ερχομό, επιτέλους ήρθε!

Το πρωί περπατήσαμε στους βρεγμένους, ακόμη, δρόμους, στα υγρά και γλιστερά τους πεζοδρόμια, και δεχτήκαμε, πρόσχαρα και καλόγνωμα. Μερικές αδύναμες στάλες βροχής, που ξεχάστηκαν, χθες βράδυ, στον ουρανό. Σήμερα βαρέθηκαν να κρέμονται κι έπεσαν…

Ξεποδαργιαστήκαμε περπατώντας στην Αιόλου και στους πρόποδες της Πλάκας με την Ακρόπολη να στεφανώνει τον ιερό βράχο. Είχε ένα ασημένιο μισοφέγγαρο, αλλά η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα ήταν σκοτεινή. Γυρίσαμε πολλά μαγαζιά και περιεργαστήκαμε τις βιτρίνες τους.

Πάντως, σήμερα η αφηρημάδα μου ήταν κάτι το ασύλληπτο. Απ’ τη μια, προσπαθούσα να συμμαζέψω το λογισμό μου στις βιτρίνες των καταστημάτων και στην πολύχρωμη πραμάτεια τους, ενώ ανακάλυπτα ότι αυτός έτρεχε στους «ωραίους» άνδρες που συναντούσαμε στο δρόμο και που έριχνα φευγαλέες ματιές. Απ’ την άλλη μεριά, ενώ προσπαθούσα να «εντοπίσω» «ωραίους» άνδρες, ανακάλυπτα ότι ο νους μου έτρεχε στα ρούχα, στα παπούτσια και στα κοσμήματα… Φαύλος κύκλος… Αφού κι εγώ η ίδια τα έχω χαμένα με τον εαυτό μου!

Ένιωσα να σβήνω, να χάνομαι, να φεύγει η ζωή από κοντά μου, όπως πολλές άλλες φορές. Όμως έτσι είναι. Όταν χάνεις για λίγο την υγεία σου και νιώσεις να σ’ εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σου αγαπάς περισσότερο τη ζωή, όσο μονότονη και σκληρή κι αν είναι. Μετά απ’ αυτή τη δοκιμασία είμαι περισσότερο δυνατή στο μυαλό, περισσότερο σοφή. Το να δαμάζω την ευαίσθητη κι ευάλωτη φύση μου σε στιγμές αδυναμίας κι εγκατάλειψης απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό, είναι ηρωισμός, είναι ένα δύσκολο κι επίπονο κατόρθωμα, που λίγες φορές το έχω πετύχει. Όταν όμως το πετυχαίνω, τότε όλα πάνε καλύτερα.

Με φρεσκάδα, αγνότητα και πρωτόγνωρη έκπληξη αντικρίζω τα χιλιοειπωμένα και χιλιοειδωμένα πράγματα της καθημερινότητας. Γιατί έχω κατασταλάξει στο συμπέρασμα πως η εξωτερικά φθηνή και μονότονη καθημερινότητα είναι πηγή χαράς, ζωής και δημιουργίας. Κρύβει μέσα της τόσες μικροχαρές, τόσες μικροεκπλήξεις που ξαφνιάζουν… Πρέπει όλοι να μάθουμε να εκτιμούμε και ν’ αγαπάμε την καθημερινότητά μας, γιατί, εξάλλου, μέσα σ’ αυτή κυλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Ο άνθρωπος που έχει κατορθώσει να συμφιλιωθεί και ν’ αγαπήσει αυτή την καθημερινότητα είναι ευτυχισμένος. Κι αυτή η ευτυχία αποτυπώνεται στο ήρεμο και γελαστό του πρόσωπο…

Η αδερφή μου κάνει σαν πονεμένο φάντασμα κι εγώ μοιάζω με ξεμαλλιασμένο ζόμπι… Το φάντασμα σκούζει και οδύρεται και το ζόμπι είναι αφηρημένο, βυθισμένο σε ασυνάρτητες σκέψεις… Οικτρή κατάσταση. Φταίει η κλεισούρα μας και η ανία. Το αύριο, ας ελπίσουμε, μικρό μου φάντασμα, πως θα είναι καλύτερο…

Κάτι άλλο που μας αηδίαζε και μας έκανε να νιώθουμε μόνες και απροστάτευτες ήταν το γεγονός πως ο ήλιος είχε ήδη φτάσει στη δύση, το σκοτάδι απλωνόταν σιγά-σιγά στη μεγαλούπολη κι ο φωτισμός δεν ήταν επαρκής..

Τα μάτια μου έχουν τα χρώματα της θάλασσας. Γι’ αυτό μπορούν να φτάσουν τόσο βαθιά αυτούς που αγαπούν. Τα μάτια μου έχουν τα χρώματα του ουρανού γι’ αυτό μπορούν να σας φτάσουν στα ύψη. Όμως η βαθιά, υψηλή μου αγάπη δεν έχει βρει ανταπόκριση στον έρωτα..

Δύσκολα πού ’ναι τα Σαββατοκύριακα… Πόσο αργά περνούν, σχεδόν σέρνονται και γδέρνουν το κορμί μου, ματώνουν την ψυχή μου… Ας ήταν να γλιστρούσαν, γλυκά κι απαλά, γρήγορα τόσο, που ν’ αποζητώ σύντομα να ξαναγυρίζουν… Τώρα λατρεύω τις άγιες καθημερινές που απορροφάται ο νους απ’ τη δουλειά.

Το παράξενο είναι πως η βραδινή μου απαισιοδοξία δεν διαλύθηκε στο φως της ημέρας… θα μ’ ακολουθεί ακόμη για καιρό, σιωπηλά, αθόρυβα… ξέρω πως θα υποφέρω ξανά γιατί οι άνθρωποι μ’ έχουν, παντελώς, απογοητεύσει, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου γι’ αυτούς. Το δύσκολο είναι πως πρέπει να συνεχίσω να ζω, διατηρώντας, μέσα σ’ όλα αυτά την ψυχική μου γαλήνη. Όμως πάντα τα δύσκολα, για μένα, αποτελούσαν πρόκληση και πρόσκληση… Προσπαθώ να επιβιώσω, απλώς… Και φοβάμαι, και παίρνω θάρρος και προχωρώ… Το μόνο που μ’ απομένει είναι να κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη, να βλέπω πόσο όμορφη είμαι και να αισιοδοξώ. Αυτό, άλλοτε το κάνω αυθόρμητα κι άλλοτε μετά από σκέψη. Πάντως, πάντα δείχνει πως αγαπώ τον εαυτό μου.

Μετά από μια σύντομη αναδρομή στα πρώτα μου εφηβικά χρόνια, που έκανα με τη βοήθεια της Βασουλίνας μου, διαπίστωσα ότι στο χαρακτήρα μου υπάρχουν σύμφυτα δυο στοιχεία: το αρσενικό και το θηλυκό. Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του ψυχικά γνωρίσματα που συναντάμε και στο αρσενικό και στο θηλυκό γένος. Άλλες φορές τα πρώτα υπερνικούν ή καλύπτουν τα δεύτερα, κι άλλες φορές γίνεται το αντίστροφο. Κι αυτή η υπερκέραση συνεχίζεται. Θα έλεγε κανείς ότι κάποιος κρυφός ανταγωνισμός υποφώσκει ανάμεσα στα δυο φύλα, που επισυμβαίνει, όμως, στον εσωτερικό κόσμο του ίδιου και του αυτού προσώπου. Ανεξιχνίαστη που φαίνεται η ανθρώπινη ψυχή. Κι όμως δεν είναι, αν την μελετήσει κανείς μέσα στα κοινωνικά της συμφραζόμενα (επίδραση κοινωνικού περιβάλλοντος κ.τ.λ.).

Απ’ τις 7 Οκτωβρίου που φτάσαμε με τη μαμά σ’ αυτό το βρωμοχώρι, το απομακρυσμένο κι απομονωμένο απ’ τη ζωή της πόλης, στην ψυχή μου κυριαρχούν μπερδεμένα κι αντιφατικά συναισθήματα. Η αλήθεια είναι πως όταν το πρωταντίκρισα μ’ έπιασε απελπισία, απογοητεύτηκα… Αλλιώς το είχα πλάσει στη φαντασία μου κι αλλιώς το βρήκα. Φανταζόμουν πως θα ήταν κάποια κωμόπολη, αλλά αυτό είναι σκέτο χωριό, με τους χωματόδρομούς του που σε βρωμίζουν με σκόνη (που τόσο τη σιχαίνομαι!) τα χωράφια, τα δέντρα και γενικά τα φυσικά στοιχεία της υπαίθρου που το περιβάλλουν και το απομονώνουν απ’ τα υπόλοιπα χωριά, τα πολλά σκυλιά που αρχίζουν να γαυγίζουν και ν’ αλυχτούν όταν πέσει το σκοτάδι, και τα λιγοστά φώτα των σπιτιών και των στύλων της ΔΕΗ που, μόλις, κατορθώνουν να το μετριάσουν. Και βέβαια, οι ευκαιρίες για ψυχαγωγία είναι ανύπαρκτες. Και καθώς, σε χρόνο αστραπή, βρέθηκα απ’ την καρδιά της Αθήνας στην «άκρη του κόσμου», ένιωσα πως βρέθηκα απ’ τον παράδεισο στην κόλαση. Κι έτσι είναι, κατά κάποιο τρόπο…

Όσο για τους μαθητές, είναι σαν όλα τα παιδιά του κόσμου, άλλα ήσυχα και προσεχτικά και πειθαρχημένα και υπάκουα, κι άλλα ζωηρά, ατίθασα, ταραξίες κι ανίδεα από μαθήματα. Πάντως, γι’ αυτά δεν ανησυχώ διόλου, γιατί κι εδώ τα νιάτα είναι φιλότιμα, κι αν βρεις τον τρόπο να τα τιθασεύσεις και να τα δαμάσεις, χωρίς φωνές και φοβέρες, τότε τα κέρδισες μια για πάντα. Που και που, βέβαια, χρειάζεται και καμιά φωνή, έτσι για ν’ ανεβαίνει λιγάκι ο ρυθμός.

Γενικά, όμως το μορφωτικό τους επίπεδο, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, δείχνει χαμηλό, σε αντίθεση με το βιοτικό τους επίπεδο και την οικονομική τους κατάσταση. Απ’ τις πολυτελείς οικοδομικές κατασκευές του χωριού καταλαβαίνει κανείς, εύκολα, πως αυτοί οι πρώην φτωχοί αγρότες, απέκτησαν ξαφνικά πολύ χρήμα απ’ τον τουρισμό και τώρα επιδεικνύουν, κάπως αδέξια τον πλούτο τους, σαν ξιπασμένοι νεόπλουτοι.

Το μόνο που μ’ αρέσει σ’ αυτό τον άγονο τόπο είναι τα πλούσια, άσπρα σπίτια με τις καμάρες στις βεράντες, κτισμένα κατά την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, τα στενά δρομάκια του χωριού που θυμίζουν νησί, τα παλιά χαλκιδιώτικα αρχοντικά με τα στενά, ψηλά μπαλκόνια, που απαλύνουν την στείρα αίσθηση του νεοπλουτισμού και δίνουν το στίγμα της ιστορίας… Μέσα, το κέντρο του παλιού χωριού έχει όμορφη, νησιώτικη ρυμοτομία και είναι αυτό που δίνει χρώμα, ατμόσφαιρα και σφραγίδα στον υπόλοιπο συνοικισμό.

Όσο για τους ανθρώπους του, είναι όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι που συνάντησα ως τώρα στη ζωή μου: άλλοι ευγενικοί και πρόσχαροι κι άλλοι αγενείς, απότομοι κι αδιάκριτοι. Τίποτα χειρότερο, τίποτα καλύτερο.

Και τώρα, ξανά, μόνη, κατάμονη στο σπίτι. Οι στιγμές και οι σκηνές που ζω μου φέρνουν στο νου τα περασμένα, μονήρη μου χρόνια… Τώρα, όπως και τότε, που ήμουν μόνη, στο σπίτι της Ν. Κρήνης στη Θεσσαλονίκη… Αυτή η πόλη που βρίσκεται κοντά μου, κι όμως τη νιώθω πολύ μακριά μου. Έχω αποκοπεί, εδώ και καιρό, απ’ τη Θεσ/νίκη. Η ψυχή μου βρίσκεται πολύ κοντά στην Αθήνα.

Σκοπεύω να περάσω στην αντεπίθεση, γιατί θέλω να ζήσω περήφανα, αγέρωχα, αφού έχω κατορθώσει, ως τώρα πολλά. Κι άλλα τόσα με περιμένουν, εδώ, στο πεδίο μάχης του Σχολείου. Το ανίκητο, άτρωτό μου όπλο στάθηκε πάντα η σταθερή και χαλύβδινη αυτοπεποίθηση, ο χείμαρρος από χυμώδεις λέξεις (πάντα ήμουν και είμαι πολυλογού και ετοιμόλογη!) και η καλοσύνη και κατανόηση προς τους άλλους, συνδυασμένες πάντα μ’ ένα άσβεστο πάθος για τα υψηλά, τα ωραία και τα μεγάλα… Μ’ αυτό το ίδιο πάθος, που υποστηρίζω πάντα τη γνώμη μου και τις απόψεις μου, μ’ αυτό το ίδιο πάθος της δικαιοσύνης και των στιβαρών και λογικών επιχειρημάτων, μ’ αυτό το πάθος για την τέχνη και τον εκλεπτυσμό και τη δύναμη, θα παλέψω για να κατακτήσω και να δαμάσω τελειωτικά τους μαθητές μου. Εδώ χρειάζεται πυγμή και ικανότητα αναίμακτης επιβολής, γιατί είναι μάχη ψυχών κι όχι κορμιών, πόλεμος πνευματικός, κι ίσως περισσότερο οδυνηρός απ’ τους συνηθισμένους πολέμους.

Ερημιά και χάρος εδώ… Εγώ που γεύτηκα χρόνια μοναξιάς τί έχω πια να φοβηθώ, που είμαι μόνη; Τίποτα απολύτως. Ούτε καν τον ίδιο μου τον εαυτό, γιατί αφού δεν του σάλεψε ως τώρα, δεν κινδυνεύει πια: έχει πάθει ανοσία στην αρρώστια της μοναξιάς.

Το συμπέρασμα που έβγαλα απ’ την προσωπική μου εμπειρία της πρώτης ημέρας μου στο ελληνικό δημόσιο σχολείο είναι, ότι αυτό, δυστυχώς, υπολειτουργεί, φυτοζωεί κι έχει τα μαύρα του τα χάλια. Οι αιτίες αυτής της κατάστασης είναι πολλές: η ασυνέπεια και η ανευθυνότητα των περισσότερων καθηγητών, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να έχουν μικρό και ξεκούραστο ωράριο, η αδιαφορία τους για επαρκή παιδεία, αλλά κυρίως ο περιορισμένος χρόνος που έχει στη διάθεσή του ο καθηγητής (3 τέταρτα), όταν πρέπει μέσα σ’ αυτόν να εξετάσει τους μαθητές και να παραδώσει καινούργια ενότητα. Υπό τέτοιες πιεστικές συνθήκες, είναι αδύνατον να προβεί σε μια ολοκληρωμένη παράδοση, είναι ανέφικτο να λύσει όλες τις απορίες και άρα είναι αδύνατο να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες και τις απαιτήσεις όλων των μαθητών του. Μοιραία, όσο και να προσπαθήσει, όσο και να θέλει να τους βοηθήσει όλους το ίδιο, πρέπει να θέσει κάποια ιεραρχική σειρά στις προσπάθειές του, επιβάλλεται εκ των πραγμάτων να θέσει κάποιες προτεραιότητες. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι μαθητές θα μείνουν πίσω, κάποιοι άλλοι, ευφυέστεροι και πιο επιμελείς, θα προχωρήσουν.

Για όλους αυτούς τους λόγους άλλωστε, ανθίζει στη χώρα μας η παραπαιδεία. Ο καθηγητής του δημόσιου Ελληνικού σχολείου, όσο τέλεια και να κατέχει το αντικείμενό του, είναι αδύνατο να το διαπραγματευτεί αναλυτικά και εξονυχιστικά, όπως ο φροντιστής, λόγω έλλειψης χρόνου. Έτσι, ενώ ο πρώτος αναλύει τις βασικές θέσεις ή τα κύρια σημεία του μαθήματος, ο δεύτερος έχει τον χρόνο να εμβαθύνει και στις λεπτομέρειες, ακόμη. Είναι προφανής η πλεονεκτική θέση του δεύτερου έναντι του πρώτου, όχι, βέβαια λόγω μεγαλύτερης επαγγελματικής κατάρτισης ή αυξημένης ευφυΐας, αλλά λόγω περισσότερου χρόνου και λιγότερων μαθητών.

Πάντως, η αναίδεια και το θράσος ορισμένων μαθητών και μαθητριών δεν έχει όρια. Αυτά τα αρνητικά στοιχεία πρέπει να παταχθούν σκληρά κι ανελέητα. Κι ο μόνος τρόπος να εξουδετερωθούν είναι η απομόνωση απ’ το σύνολο των μαθητών, απ’ τον υπόλοιπο κορμό. Ευτυχώς, ξέρω τον τρόπο, απ’ την ιστορία των βυζαντινών δήμων: εύνοια στους μεν, σημαίνει, μοιραία, διαμάχη μεταξύ των δύο παρατάξεων και άρα αποδυνάμωση των δε. Αλλά και οι καθηγητές δεν πάνε πίσω. Επειδή είναι παλιότεροι στο χώρο, κάνουν πως τα ξέρουν όλα, σου φέρονται λες και εσύ δεν έχεις ιδέα απ’ τα μαθήματα που πρόκειται να διδάξεις, σαν να είσαι τελείως ανίδεη. Άσε που προσπαθούν να σε εκμεταλλευτούν, φορτώνοντάς σου μαθήματα δύσκολα που απαιτούν διάβασμα (Ιστορία, Κοινωνιολογία). Δυστυχώς, όμως, έτσι γίνεται πάντα μ’ όλους τους μικρότερους και νεότερους συναδέλφους: αποτελούν αντικείμενο κοινής εκμετάλλευσης των μεγαλυτέρων τους. Θα το υποστώ κι αυτό, αλλά αξιοπρεπώς και με ελευθερία γνώμης. Δεν έχουμε, εξάλλου, δικτατορία. Αρκετά όμως περί παιδείας, σχολείου και τα τοιαύτα. Ολόκληρες πραγματείες έγραψα. Γράφω γιατί δεν έχω έναν άνθρωπο να μιλήσω, να πω μια κουβέντα.

Όσο για την αγάπη και τον έρωτα, αυτή τη στιγμή μου φαντάζουν σαν μια μεγάλη πολυτέλεια… Το μυαλό μου απασχολούν άλλες έγνοιες τόσο, που δεν μένει χώρος για έρωτα. Στο κάτω-κάτω δεν συνάντησα και κανέναν που να μου τον εμπνεύσει.

Αθήνα ξελογιάστρα, πόσο σ’ έχω νοσταλγήσει σ’ αυτό το κωλοχώρι με το γάιδαρο που γκαρίζει!… Εδώ, ποτέ δεν θα νιώσω στο στοιχείο μου, ήρεμη κι απλή. Θα είμαι πάντα σφιγμένη, επιθετική, παθιασμένη με μια ζωή άλλη, φευγάτη σε κόσμους πλασμένους από «μαγικό υλικό». Ευτυχώς που διδάσκω ιστορία, κι έτσι μπορώ να δραπετεύω στους πολύπλοκους και ατέλειωτους, μακρινούς διαδρόμους της.

Πάντως, χρειάζεται αρκετή μελέτη για να μπορέσω να σταθώ στο ύψος μου και για να μην, δήθεν, «παρασύρομαι» σε εκούσιες, άσχετες προς το μάθημα, παρεκβάσεις που θα μιλούν περί ανέμων και υδάτων!… Το να μην αποσπώμαι καθόλου εύκολα σε άσχετες συζητήσεις, περισπώντας την προσοχή των μικρών «κάφρων», είναι κι ένας δοκιμασμένος κι αλάνθαστος τρόπος για να μην μου πάρουν τον αέρα και «υποφέρω»! (όπως λένε). Η αυστηρότητα είναι συνάρτηση της αποκλειστικής συγκέντρωσης στο αντικείμενο του μαθήματος και μόνο. Τα πολλά ξανοίγματα και οι άσκοπες συζητήσεις, εντός του μαθήματος, είναι περιττά και ασύμφορα. Όσο για τα εκτός μαθήματος, χρειάζεται κι εκεί σύνεση κι αυτοσυγκράτηση. Δύσκολος τελικά, ο ρόλος του καθηγητή, ιδιαίτερα όταν είναι νέος και σε τόπο ξένο. Είναι αυτός που θα κρατήσει την ισορροπία ανάμεσα στην αυστηρότητα και στην οικειότητα για να καλλιεργηθεί ο αμοιβαίος σεβασμός.

Αυτό το χωριό με τις απότομες ανηφοριές και κατηφοριές του μου δημιουργεί απέχθεια.

Πάντα θα προσπαθώ να βελτιώνομαι, σαν τελειομανής που είμαι. Χωρίς, όμως, να ξεχνώ ποτέ, πως σαν θνητοί άνθρωποι που είμαστε, όλοι κάνουμε λάθη. Αυτό δεν μας μειώνει καθόλου ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες, αρκεί να έχουμε την παλικαριά, το κουράγιο και τον ηρωισμό να παραδεχόμαστε τα σφάλματα αυτά και, αν υπάρχουν τα περιθώρια, να τα διορθώνουμε, επανορθώνοντας.

Κάθε φορά, όπως και σήμερα, που βγαίνω περίπατο στο «κέντρο», στην πλατεία, και διασχίζω τους δύο «μεγάλους» δρόμους του χωριού, αναρωτιέμαι: τι γυρεύω εγώ σ’ αυτό το παλιοχώρι; Και ψιθυρίζω στον εαυτό μου υπομονή. Ίσως στη μεγαλούπολη η Βασουλίνα μου να νιώθει ακόμη πιο μόνη. Τουλάχιστον, όμως, μπορεί να βλέπει πλήθος κόσμου, διάφορα πρόσωπα, όμορφα και ν’ αλλάζει η διάθεσή της. Εγώ εδώ, ερημιά και μέσα μου και έξω. Διπλή ερημιά.

Εδώ δεν έχει ούτε ένα σινεμά, ούτε ένα θέατρο, ούτε ένα club της προκοπής. Το κυριότερο όλων, όμως, είναι ότι δεν έχει ανθρώπους της προκοπής.

Η διδασκαλία στο σχολείο γεμίζει και το χρόνο μου και τον εσωτερικό μου κόσμο. Τα παιδιά είναι φιλότιμα. Μου αλλάζουν τη διάθεση. Τα περισσότερα του αρσενικού γένους είναι ενθουσιασμένα και κάνουν σαν παλαβωμένα, λυμασμένα ζωντανά. Κατά βάθος με βλέπουν σαν γκόμενα, λόγω της γλυκιάς μου νεανίζουσας εμφάνισης. Το πράγμα έχει πλάκα, γιατί απ’ την άλλη μεριά τους έχω αφήσει άναυδους με τον όγκο και την ποιότητα των γνώσεών μου. Και βέβαια με τον ζωντανό τρόπο που παραδίδω το μάθημα.

Σήμερα ο καιρός είναι χειμωνιάτικος. Καθώς κατέβαινα απ’ το μονοπάτι για το σπίτι, είδα μερικά τζάκια να καπνίζουν. Ο καπνός τους, γκρίζος και πυκνός έμοιαζε με ομίχλη, που προτού ανεβεί στον ουρανό, ήθελε να κρύψει τα σπίτια. Ευτυχώς που υπάρχει και η μελέτη για το σχολείο. Αλλιώς θα έπληττα.

Ο έρωτας, απών απ’ τη ζωή μου, πλανιέται σαν χαμένος, μακρινός πια παράδεισος… Ώρες-ώρες, νιώθω πως δεν τον ένιωσα ποτέ… Σαν να μην έκανα ποτέ μου έρωτα… Παράξενη και σκληρή που είναι η ζωή…

Το πρωί, καθώς περπατούσα στους ήσυχους δρόμους του χωριού, ένας δαιμονισμένος άνεμος λυσσομανούσε, προσπαθώντας να με γκρεμίσει… σκόρπισε εδώ κι εκεί τα πρώτα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου… κι εγώ ένιωθα σαν μοναχικός οδοιπόρος για το πουθενά… αναρωτήθηκα ξανά, όπως και τόσες άλλες φορές: τί ζητάω εγώ εδώ; Υπομονή βασανισμένη μου ψυχή!

Όλα αυτά, όμως, μου φαίνονται μικροπροβλήματα μπρος στο ανατριχιαστικό και αποτρόπαιο θέαμα των μαύρων σκουληκιών που εμφανίζονται, όταν βρέχει και απορροφήσει το χώμα τη βροχή. Τα βρωμοσκούληκα, που μοιάζουν με σαρανταποδαρούσες, εισχωρούν στο δωμάτιό μου κάτω απ’ τη στενή χαραμάδα της πόρτας και είναι ικανά να προχωρήσουν, σιγά-σιγά, ως το ταβάνι. Αυτό το αποτρόπαιο θέαμα το αντίκρισα τώρα το βράδυ που ήρθα από πάνω και μ’ έπιασε πανικός! Πρέπει να το αντιμετωπίσω δραστικότερα, να λάβω τα μέτρα μου. Θα βάλω μια σανίδα ή ένα μακρύ μάρμαρο κάτω στη χαραμάδα της πόρτας για να τα εμποδίζει να μπαίνουν. Τα σιχαίνομαι, τα φοβάμαι και τα θεωρώ κακό οιωνό, αν και ξέρω πως βγαίνουν μόνο λόγω της βροχής. Μ’ έχει πιάσει αγωνία εξαιτίας τους και δεν μπορώ να κοιμηθώ ήρεμα, έχοντας το νου μου σ’ αυτά τα καταχθόνια πλάσματα.

Τα τραγούδια που άκουγα και με συνέπαιρναν στο ζεστό και πολύβουο περιβάλλον των Τρικάλων και των Αθηνών, εδώ ηχούν στ’ αυτιά μου παράταιρα και μακρινά. Τα απόκοσμα, μουντά, γκρίζα πρωινά αυτού του τόπου μου καταπλακώνουν την ψυχή. Είναι σαν να βραδιάζει κάθε πρωί: ο ουρανός κατεβαίνει τόσο χαμηλά που θαρρείς πως θα σε λιώσει με τη μαυρίλα του.

Το χαίρομαι πολύ που μιλάω ex cathedra, από θέση ηγετική, και μπορώ να κάνω χρήση δύναμης, πνευματικής και ψυχολογικής. Όμως ποτέ δεν παρασύρομαι απ’ τη μέθη της δύναμης κι έτσι ποτέ δεν γίνομαι απάνθρωπη και υπερβολική. Ξέρω να κρατώ τα ηνία, την ισορροπία ανάμεσα στην αυστηρότητα, χωρίς ποτέ να παρεκτρέπομαι. Έχω κατορθώσει να εμπνέω σεβασμό μαζί και εκτίμηση. Έχω καταφέρει να επιβληθώ και το θεωρώ σπουδαία επιτυχία, αφού είμαι ακόμη στην αρχή της καριέρας μου. Όμως, εκτός απ’ το σχολείο, νιώθω, κατά τ’ άλλα, τη ζωή μου να βουλιάζει σε τέλματα απραξίας και ανίας… ανέραστα και αβάσταχτα για το σφρίγος και το πάθος της ηλικίας μου… Χρειάζομαι περισσότερη ποικιλία, περισσότερη δράση… Πώς θα περάσει αυτός ο δύσκολος χρόνος; Δύσκολος χρόνος… τί τραγική ειρωνεία και συνάμα τί υπερβολή! Στο κάτω-κάτω έπρεπε να έχω ήδη συνηθίσει γιατί όλη η ζωή μου, ως τα τώρα, μοιάζει μ’ ένα δύσκολο χρόνο… Ιδιαίτερα από τότε που έχασα την αγάπη που νόμιζα πως ήταν αληθινή… Λιώνω αργά. Το ξέρω και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν γίνεται τίποτα.

Ξημέρωσε ένα ξέγνοιαστο και ηλιόλουστο Σάββατο. Δεν είχα την έγνοια του πρωινού ξυπνήματος με το ξυπνητήρι κι έτσι αφέθηκα στην αγκαλιά του ύπνου. Ξύπνησα αργά και τώρα είμαι ήρεμη και ξεκούραστη. Μέσα στο πρωινό μου χουζούρι ήρθε να με ταράξει ξανά η πίκρα της χαμένης μου αγάπης… Και κάτι τραγούδια λυπητερά που έπιασα στο ραδιόφωνο και που μιλούσαν για την θλίψη του χωρισμού, φώλιασαν για λίγο στο νου μου… Τσαλαπατήθηκαν τα πιο ευγενικά αισθήματά μου για την αγάπη, όλη η ομορφιά που είχα μέσα μου μαράθηκε… νιώθω ξοφλημένη, παραπεταμένη στην άκρη του δρόμου μια αμελητέα ποσότητα που δεν έχει πια σημασία για τους άνδρες, αφού δεν έχω σημασία γι’ αυτόν που κάποτε τόσο αγάπησα…

Βλέπω τη ζωή μου να συμπορεύεται σταθερά με την ατυχία. Αυτές οι δυο έγιναν πλέον αχώριστες συντρόφισσες, τόσο που η μια θα πονέσει αν χωρίσει απ’ την άλλη!

Ας μην νιώσει ποτέ του αληθινή αγάπη! Ας είναι πάντα ψεύτικος και μίζερος! Αυτή η τιμωρία του αξίζει. Ας ψάχνει μάταια κι αιώνια για την αγάπη, αιώνιος αναζητητής μιας ευτυχίας που κάποτε ο ίδιος την κλώτσησε απ’ τη ζωή του. Αλλά η  μεγαλύτερή του τιμωρία είναι ότι δε στάθηκε ικανός να καταλάβει πόσο πολύ, πόσο βαθιά ήξερα ν’ αγαπώ…

Θα μπορούσα να ζωγραφίσω το τοπίο που απλώνεται μπροστά μου… Είναι η θέα απ’ το παράθυρο μου: η κατάφυτη πλαγιά ενός λόφου, στους πρόποδες του ριζωμένα γραφικά σπίτια-βίλες και όλα αυτά τα θαυμαστά να τα στεφανώνει ένας ανεπαίσθητος, αχνός ουρανός, μ’ απαλά, πουπουλένια σύννεφα… Είναι απόγευμα κι ο ήλιος αρχίζει ήδη, να γέρνει προς τη δύση του… τον έχουν καλύψει μεγάλα, αφράτα σύννεφα κι οι τελευταίες ηλιαχτίδες του αγκαλιάζουν το χωριό, σ’ έναν ύστατο αποχαιρετισμό… Η εικόνα αυτή με γεμίζει παράξενα αισθήματα… και σκέψεις… Σκέφτομαι…

Έφτασε και το βράδυ. Είμαι μόνη, αφηρημένη, βυθισμένη σ’ ένα απύθμενο τέλμα… Προσπαθώ να διαβάσω κοινωνιολογία αλλά δεν μπορώ να συγκεντρωθώ και να ησυχάσω. Καραδοκώ, γιατί φοβάμαι καμιά νέα εισβολή αυτών των βρωμερών σκουληκιών.

Χθες έσπασε η μονοτονία. Πήγα σ’ ένα γάμο, χωριάτικο, παραδοσιακό, στα Πυργαδίκια και στη Μεγάλη Παναγία. Τα Πυργαδίκια, ένα υπέροχο, γραφικό ψαροχώρι, ξεκούρασαν για λίγο τον πονεμένο μου, σιωπηλό μαρασμό. Στη Μεγάλη Παναγία, όπου έγινε η τελετή του γάμου, αναλογιζόμουν μέσα στην εκκλησία, παρακολουθώντας το νεαρό ζευγάρι, αν θα μου λάχει ποτέ να παίξω αυτό το ρόλο, αυτό το θέατρο με κάποιον που θα θέλω πραγματικά στο διάβα της ζωής μου… Αυτό το «θέατρο» της θρησκευτικής τελετής του γάμου, πόσες χαμένες προσδοκίες, πόσα προδομένα όνειρα δεν μου θύμιζε… Και το βράδυ, μετά το φαγοπότι και το χορό στο κέντρο, κι αφού χάρηκα πραγματικά και απ’ τα βάθη της καρδιάς μου με την ευτυχία, που διέκρινα στα πρόσωπα των νεονύμφων, ξέσπασα στο σκοτεινό μου δωμάτιο σε ακράτητους λυγμούς. Έκλαιγα γοερά κι ασταμάτητα, γιατί τα ξαναζούσα όλα εκείνα ζωντανά. Ήταν εκεί, μέσα μου… Όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτά θα είναι πάντα εκεί, ζωντανά σαν να έγιναν χθες, να με πονούν: είναι η πληγή της ζωής μου… Υπήρξε ποτέ αυτός για μένα; Είναι τόσο μακρινή, τόσο ασαφής και ξεφτισμένη η παρουσία του πια, που νομίζω πως δεν ζήσαμε τίποτα μαζί. Σαν όλα εκείνα να είναι ένα παραμύθι δίχως όνομα… Όχι, νομίζω πως όχι. Δεν υπήρξε ποτέ για μένα. Η ζωή μου άλλαξε πολύ από τότε, όμως εγώ παρέμεινα τρυφερή, καλή, ευαίσθητη, όπως πάντα, όπως και τότε… Δεν υπάρχει για μένα. Είναι καπνός, προδοσία, φτήνια και ψευτιά… Κρίμα.

Πέρασε, δυστυχώς, κι η σημερινή μέρα στο σχολείο. Ήταν όμορφη, χρωματιστή, ζωντανή… Με τους μαθητές μου αποκτώ όλο και περισσότερη οικειότητα, εννοώ, βέβαια, τους μεγάλους του Λυκείου, που δεν μας χωρίζει και κανένα χάσμα των γενεών.

Μου λείπει τόσο ο έρωτας, η αγάπη, η συντροφικότητα… Μπορεί να περνώ ωραία μόνη κι ελεύθερη χωρίς ευθύνες κι έγνοιες και βάρη, όμως η δημιουργία οικογένειας είναι ανάγκη αναντικατάστατη… Είναι όμορφο να μπορείς να μοιράζεσαι τη ζωή σου, τις χαρές και τις λύπες σου μ’ ανθρώπους που σ’ αγαπούν πραγματικά, με τον άνδρα σου.

Θα ήθελα να μπορούσα να είχα τη βέβαιη προοπτική της δημιουργίας οικογένειας, έναν σταθερό, μόνιμο και ειλικρινή δεσμό.. όμως η ζωή αλλού με πάει… με βασανίζει, με τριγυρνάει…

Τί δύσκολο, τί βαρύ καθήκον να είσαι καθηγητής ή εκπαιδευτικός γενικά… Να είσαι αναγκασμένος να σπας το κεφάλι σου, να στίβεις το μυαλό σου, προσπαθώντας να μην αδικήσεις κανένα. Να είσαι αναγκασμένος να διαβάζεις και να διορθώνεις το μακρύ τους και το κοντό τους, τις φοβερές τους ανορθογραφίες και τους γελοίους σολοικισμούς τους…

Η Μέση Εκπαίδευση βρωμάει μούχλα, αποπνέει μια πνιγηρή μυρωδιά, μια στασιμότητα, μια ταλαιπωρία…

Πόσο αλλιώτικη ήμουν παλιά… Πως με συνέπαιρναν και μ’ ανέβαζαν στα ουράνια ιδέες, ποιητές, τέχνες, γράμματα!… Τώρα μια ισοπέδωση, μια ασήμαντη μετριότητα, παντού… Όλα χλιαρά, ίδια, μονότονα… Ακόμη και το ανθρώπινο τοπίο γύρω μου δεν νιώθω να ανανεώνεται… Όλοι μου φαντάζουν ίδιοι, λίγοι για να διώξουν την απελπισμένη ανία μου… Ακόμη και ο Dante Alingueri… που άλλοτε με ενθουσίαζε…

Η αυστηρότητα έπιασε ως τακτική στο γυμνάσιο και με λύπη μου βλέπω ότι πιάνει και στο λύκειο. Αυτό σημαίνει πως τα μεγάλα παιδιά δεν είναι ώριμα να εφαρμόσουν τη δημοκρατία στην πράξη. Στην πραγματικότητα ούτε καν έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της δημοκρατίας, κι ούτε έχουν εκτιμήσει την ουσία της… Αυτό είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτικό και επικίνδυνο, γιατί σημαίνει πως ο σεβασμός και η ελευθερία του ανθρώπου είναι εύκολο να καταπατηθούν. Όλοι ρέπουν προς την οχλοκρατία και την αναξιοκρατία. Χρειάζονται ένα γερό χαλινάρι και είμαι αποφασισμένη να τους το βάλω εγώ, στο μέτρο που μπορώ.

Χθες βράδυ, έκλαψα εύκολα με ποιήματα που διάβαζα.

Είμαι πικραμένη και στη θλιβερή μου κατάσταση προστίθεται το δυσάρεστο γεγονός ότι αύριο είμαι αναγκασμένη να συμμετέχω σε μια διαδικασία, που πάντα με απωθούσε και μ’ αηδίαζε…: εκκλησιασμός πρωινός, παρέλαση, φανφάρες, παράτες και επιδειξιομανίες, γελοίες, ανούσιες τυπολατρείες. Φευ! Θα τα υποστώ όλα βαρυγκομώντας.

Μ’ όλα αυτά συνήθισα να έχω κόσμο γύρω μου και τώρα η μοναξιά μου μου φαντάζει αβάσταχτη, ώσπου να την ξανασυνηθίσω για λίγο, κι άντε πάλι απ’ την αρχή… Η ζωή μας, σκέτο μαγγανοπήγαδο…

Ο κόσμος της νύχτας: Ένας κόσμος θορυβώδικος, πλανερός και πολύ κουραστικός. Δεν είναι για μένα, τουλάχιστον όχι για κάθε βράδυ, αξίζει μόνο για μετρημένες βραδιές.

Μου κάνει τόση εντύπωση που εδώ βρίθουν οι αμόρφωτοι, αγράμματοι άνθρωποι… έχω γνωρίσει τόσες κοπέλες που δεν τελείωσαν ούτε το λύκειο και τα παράτησαν. Ούτε αυτό το απλό δεν μπόρεσαν να κάνουν στη ζωή τους! Φαντάσου ανικανότητα, ανευθυνότητα και τεμπελιά… Φαίνεται πως αυτά είναι τα ολέθρια αποτελέσματα του νεοπλουτισμού. Καθιστούν τον άνθρωπο ξύλο απελέκητο, ένα κύμβαλον αλαλάζον, που δίνοντας σημασία μόνο στα εξωτερικά, παραμελεί ή αμελεί παντελώς τα εσωτερικά…

Κάθε μέρα που περνά όλο διαπιστώνω και περισσότερο απ’ τις συσσωρευμένες εμπειρίες μου, πόσο λεπτόσωμος, ευαίσθητος κι εκλεπτυσμένος άνθρωπος είμαι… Δεν μοιάζω με τους πολλούς χοντροκομμένους κι αγενείς και ζηλιάρηδες υπανθρώπους… Νιώθω ανώτερη, αγέρωχη, υπέροχα όμορφη.

Τα περιβόητα ελληνικά ταχυδρομεία καθυστερούν φοβερά να διεκπεραιώσουν τη δουλειά τους. Τραγική κατάσταση. Αίσχος.

Οι μέρες περνούν πολύχρωμες, με ποικιλία, κυλούν γλυκά χωρίς σκαμπανεβάσματα, χωρίς οδυνηρές τριβές. Χάρη στο ότι απόκτησα γνωστούς, απόκτησα και εξοικείωση με τον τόπο. Εξοικειώθηκα μ’ έμψυχα κι άψυχα, ως και με τα απαίσια ζούδια της υπαίθρου, τεράστιες ακρίδες, βατράχια, ως και με τα βρωμερά σκουλήκια, που αραιά και που εμφανίζονται πλέον. Τί σου είναι, αλήθεια, η συνήθεια…

Μ’ αρέσει εδώ. Να ζω και να κινούμαι και να λειτουργώ σ’ ένα χώρο με καθόλου παλιούς γνώριμους… Να συναντώ και να συναναστρέφομαι πρόσωπα καινούργια, που δεν ξέρουν ότι κάποτε… που δεν ξέρουν τί πίκρα κρύβω στο βάθος της ψυχής μου, τί φαντάσματα απ’ το παρελθόν σέρνω μέσα μου…

Πρόσωπα, ανθρώπους που ούτε με ξέρουν ούτε τους ξέρω, κι όμως αυτή η επιφανειακή γνωριμία μας δεν μας εμποδίζει απ’ το να μιλάμε θερμά και φιλικά, γιατί έχουμε ένα σημαντικό κοινό στοιχείο: είμαστε όλοι κοινοί θνητοί, άνθρωποι που αγάπησαν και πόνεσαν κι έκλαψαν αυτό το μαντεύει ο ένας για τον άλλον. Καλύτερα έτσι, γιατί «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται»… Νιώθω να έχω αφήσει ό,τι με πλήγωσε… Το παρελθόν το βλέπω να βουλιάζει σε βαριά ομίχλη λήθης, το ατενίζω να χάνεται, να ωχριά μπρος στην τροπή και στην ποικιλία της τωρινής μου ζωής… Κι η φύση, υπέροχη και τόσο κοντινή μου, εδώ στο χωριό, με τα σπουργιτάκια κι όλους τους συνοδούς της, με βοηθά, με στηρίζει στον αγώνα μου…

Ο καιρός είναι αφύσικα ζεστός για την εποχή. Νιώθω βολικά, χαρούμενα στην αρχή της μέρας. Χθες, με την εκκωφαντική μουσική και τα παράξενα φωτορυθμικά, μ’ είχε πιάσει μια ελαφρά θλίψη και σ’ όλο το δρόμο, καθώς το αυτοκίνητο γλιστρούσε στη σκοτεινιά, διασχίζοντας τον φιδωτό δρόμο, αναρωτιόμουν μυστικά: γιατί μια ζωή να είμαι υποχρεωμένη απ’ την αδήριτη ανάγκη να συναναστρέφομαι άτομα παράταιρα, που δεν μ’ αρέσουν και δεν μου ταιριάζουν;

Οι συνήθειές τους είναι τελείως διαφορετικές απ’ τις δικές μου, ο τρόπος ζωής τους δεν έχει καμιά σχέση με τον δικό μου, και, το κυριότερο, η ψυχοσύνθεσή τους και η συμπεριφορά τους απέχουν παρασάγγες απ’ τη δική μου. Όλα αυτά στο βάθος με απογοητεύουν, όμως η αλλαγή παραστάσεων και η συναναστροφή με κόσμο είναι μεγάλο πράγμα…

Μια ήρεμη απάθεια απλώνεται μέσα μου…

Το απόγευμα πήγα στον «Πύργο», κάτω στη θάλασσα. Περπατούσαμε ώρα πολλή στον κατηφορικό χωματόδρομο, ώσπου να φτάσουμε. Γύρω μας, ερημιά… ελιές και πεύκα μας συντρόφευαν, βουβά, απ’ τα κτήματα που απλώνονταν στις δυο μεριές του δρόμου. Η ατμόσφαιρα ήταν μουντή, υγρή, συννεφιασμένη… Σκυλιά αλυχτούσαν απ’ τα κοντινά χωράφια και φοβόμουνα. Η θάλασσα ήταν ήρεμη σαν λάδι. Γύρω μας μαζεύτηκαν αμέτρητες χοντρές σφήκες που βούιζαν και πάσκιζαν να μπουν στα μαλλιά μου. Κατατρόμαξα, εκνευρίστηκα, ούρλιαζα και πήραμε εσπευσμένα το δρόμο του γυρισμού. Μου άρεσε που ήμασταν μόνες, συζητούσαμε ήσυχα, εισπνέοντας θαλασσινή μυρουδιά. Η φύση σε ξεκουράζει και σε κουράζει. Στο γυρισμό, καθώς ανεβαίναμε τον ανήφορο, ξεθεώθηκα.

Τα τελευταία μου βράδια αρχίζουν μ’ αυτόν το σιωπηλό, μοναχικό θρήνο για να καταλήξουν σ’ ένα βαθύ και ασυνείδητο λήθαργο… Κάπου-κάπου ο ύπνος μου ταράζεται από παράξενα όνειρα. Κι αναρωτιέμαι: ζω πραγματικά ή έχω πεθάνει; Ξημερώνει και βραδιάζει κι εγώ έχω πάντα την πικρή γεύση της προδοσίας στα χείλη μου… Εγκατάλειψη, μοναξιά!…

Η Θεσ/νίκη ίσως μου ξυπνήσει χίλιες δυσάρεστες αναμνήσεις φτήνιας και ξεπεσμού. Όμως θα είναι απλά και μόνο αναμνήσεις, κάποιες σκηνές βωβού κινηματογράφου, τυλιγμένες στην αχλύ του χρόνου… Έτσι τις έβλεπα και χθες βράδυ στα ξύπνια όνειρά μου.. Πόσο εύκολο είναι το πέρασμα του ανθρώπου απ’ τη λογική στην παραφροσύνη! Και πόσο εύθραυστα και ρευστά είναι τα όρια ανάμεσα στη λογική και στην τρέλα…

Πάντως, χαίρομαι που θα ξεφύγω έστω και για λίγο, απ’ την ερημιά του χωριού… Ο ρυθμός, η ζωντάνια της πόλης θα με παρασύρουν… και θα ξεχαστώ.

Να είμαι «φίλη» με όλους και με κανέναν. Ο χρυσός κανόνας της επιβίωσης και της επιτυχίας είναι αυτός. Κι αυτό μου το έμαθα η ζωή στην πράξη. Γιατί πλήρωσα πολύ ακριβά, τις μεγάλες αγάπες, τις μεγάλες φιλίες, την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση και την αγάπη που έδειξα έμπρακτα στους ανάξιους ανθρώπους.

Μ’ αρέσει ο ήρεμος, πολιτισμένος τρόπος ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Αυτή η προτίμησή μου είναι δείγμα ωριμότητας. Απεχθάνομαι τη δυνατή, εκκωφαντική και μονότονη μουσική που σου σπάει τα τύμπανα και δεν μπορείς να συζητήσεις. Προτιμώ τα μπαράκια με απαλή, slow μουσική, μπαλάντες και ήρεμες βαθυστόχαστες κουβέντες… ατέλειωτες, όμορφες συζητήσεις ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που θέλουν, πραγματικά, να επικοινωνήσουν, να εισχωρήσουν ο ένας στην ψυχή του άλλου… Όλα αυτά μου θυμίζουν τόσες και τόσες σκηνές «αγάπης»…

Ακούω στο ραδιόφωνο παλιά, αγαπημένα μου τραγούδια κι είναι σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος… «Dust in the wind… all we are is dust in the wind… everything is dust in the wind… nothing’s lasts forever…» «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης…». Όλα αυτά είναι πολύ σοφά, γεμίζουν την ψυχή μου με μια γλυκιά εγκαρτέρηση. Όλα είναι επίπεδα, γνωστά, απλά. Δεν μου προκαλούν τίποτε: ούτε έκπληξη, ούτε ενθουσιασμό, ούτε αδιαφορία. Έχω φτάσει να τα αποδέχομαι όλα, βαδίζοντας το δρόμο της μεσότητας… όλα και τα κακά και τ’ άσχημα και τα μέτρια. Δυστυχώς δεν υπάρχουν καλά. Πόσο μάλλον πολύ καλά! Το μόνο φωτεινό άστρο στη σκοτεινιά που απλώνεται γύρω μου και μέσα μου είναι η αδερφή μου!

Σήμερα έγραψα και γράφω ακόμη πολύ. Είχα σχεδόν μια βδομάδα να ασχοληθώ με τον εαυτό μου… πόθησα να σκάψω μέσα μου βαθιά, να βγάλω τα εσώψυχά μου στο φως. Αποτύπωσα τον εσωτερικό μου αγώνα, τη φοβερή μου πάλη στο μυρωδάτο αυτό χαρτί και ελευθερώθηκα… Τώρα ηρέμησα, καταλάγιασα.

Οι πολυπρόσωπες και πολυθόρυβες «παρέες» μοιάζουν με μπουλούκια ανεξέλεγκτα, χωρίς κανόνες και πειθαρχία, χωρίς σεβασμό στο πρόσωπο του συνανθρώπου. Ποτέ δεν μου άρεσαν τέτοιες «παρέες», γιατί στηρίζονται σε επιφανειακές και συμβατικές γνωριμίες των ανθρώπων μεταξύ τους. Αυτοί που αρέσκονται στο νταβαντούρι επιζητούν τέτοιες παρέες. Εγώ όχι, ήμουν ανέκαθεν σοβαρή, ήθελα ν’ ακούω, να γνωρίζω τους άλλους κι έδινα βάση στα λεγόμενά τους, όπως απαιτούσα να δίνουν κι αυτοί στα δικά μου. Και δεν ακούω εύκολα τα λόγια των άλλων, όταν έχει δυνατή μουσική και θόρυβο. Μοναχικά δειλινά της ζωής μου! Όμορφα, υπέροχα μαγευτικά μα μοναχικά. Έτσι είναι. Δεν πειράζει.

Ήταν όμορφα, ζεστά, μια γλυκιά θαλπωρή απλωνόταν στο δωμάτιο και κατάπινε σιγά-σιγά το κρύο… Μου έλειπε τόσο πολύ ο άνδρας… στο τέλος, όταν η φωτιά έσβησε, κι άρχισα να τουρτουρίζω αργά αλλά σταθερά, χώθηκα στο δερμάτινο μπουφάν μου, πλησίασα όσο περισσότερο γινόταν στα χωνεμένα κάρβουνα του τζακιού και παραδόθηκα σε ερωτικές τρυφερές φαντασιώσεις… γλυκιά αναπόληση… (όσο βέβαια μου το επέτρεπε ο ενοχλητικός μου περίγυρος…).

Πάντως, και το Σάββατο και την Κυριακή γυρίσαμε πολύ αργά. Κατήντησα για λίγο αλήτισσα, ξενύχτισσα, γι’ αυτό και σήμερα, Δευτέρα, κοιμόμουν όλη μέρα… Για να αναπληρώσω τα κενά του ύπνου μου, και για να νιώσω ξανά φρέσκια, έχασα την αίσθηση του χρόνου… Έπεσα μέρα και ξύπνησα νύχτα…

Νιώθω εξαντλημένη, ξεθεωμένη. «Περπατήσαμε» στον πύργο, η θάλασσα ήταν όμορφη, καθάρια, σκούρα θαλασσιά, κι η φύση μουντή, βλοσυρή, κρύα, αγριεμένη…

Συζητήσαμε χορταίνοντας ζέστη και θαλπωρή κοντά στην ξύλινη θερμάστρα που έτριζε και μπουμπούνιζε.

Είμαι πολύ διαφορετική απ’ την πλειονότητα των γυναικών. Αφοσιώνομαι στο πρόσωπο που αγαπώ, δίνομαι ολοκληρωτικά, ξοδεύω τον εαυτό μου, γιατί σέβομαι το ανθρώπινο πρόσωπο. Όντας μορφωμένη και καλλιεργημένη, καταντώ υπερευαίσθητη, λεπτόσωμη, διακριτική, γοητευτική.

Ας φέξει λίγο και για μένα στο βαθύ σκοτάδι, εκεί στη μεγάλη πόλη με τα πολλά πρόσωπα, τα φώτα και τους δρόμους…

Πόσο πολύ μ’ αδίκησε, πόσο καθόλου δεν με κατάλαβε και πόσο πολλά έχασε αυτός που μ’ εξόρισε απ’ τη ζωή του για πάντα. Ναι, για πάντα… Σκληρή λέξη, μα αληθινή. Όσο κι αν ακόμη βουρκώνω στη σκέψη της, ωστόσο την έχω αποδεχτεί. Για πάντα.

Το παράξενο, όμως, είναι, πως κοντεύω κι εγώ η ίδια να πιστέψω ότι η κατάσταση που περιγράφω είναι αληθινή… έπλασα ένα πρόσωπο η υπόσταση του οποίου συντίθεται από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια ή στοιχεία… ένα πρόσωπο Φρανκενστάιν από φαντάσματα του παρελθόντος, από πρόσωπα και πράγματα που μ’ έχουν σημαδέψει στη ζωή μου… Και το «θέατρο» που παίζω είναι τόσο ζωντανό, η υποκριτική μου ικανότητα τόσο τέλεια, που όλα αυτά τα ζω, τα πιστεύω, όμως για λίγο. Μετά τα Χριστούγεννα, το φανταστικό αυτό πρόσωπο θα βγει απ’ τη ζωή μου, θα πεθάνει για μένα. Εξάλλου τη σκηνοθεσία στο έργο εγώ την καθορίζω. Εγώ δημιουργώ καινούργια πρόσωπα κι εγώ τα εξαφανίζω. Είμαι επιτέλους κυρίαρχη στη ζωή μου, σ’ αυτό το φανταστικό, θεωρητικό επίπεδο, γιατί η σκληρή πραγματικότητα αλλού με πάει.

Πέρασα έξω ακριβώς από εκεί που έζησα το δράμα μου, αμέτρητες φορτισμένες στιγμές ευτυχίας και θλίψης κι αρρώστιας… Δεν ένιωσα τίποτα.

Η Θεσ/νίκη έχει αλλάξει πολύ. Είναι πια για μένα μια ξένη πόλη.

Το «ακανθώδες» σημείο είναι ότι έχω συνηθίσει τόσο εδώ στον Αη-Νικόλα που η ζωή στην πόλη με δυσκόλεψε λιγάκι στην αρχή… Είναι γιατί εδώ είναι η δουλειά μου τώρα, η δημιουργία με αναμένει από αύριο ξανά. Εδώ η ζωή μου γεμίζει με τόσα πολλά…

Η γνώριμη θλίψη μου φεύγει κι έρχεται πια σαν το εκκρεμές που κινείται γρήγορα, τακτά, πάντα… Αυτά. Με το ταξίδι μου δεν άλλαξε και τίποτε στη ζωή μου. Όλα είναι ίδια, όπως πριν, μόνο που τώρα το μυαλό μου μάζεψε καινούργιες, άλλες εικόνες.

Πριν λίγο, μέσα στη ζέστη της κουβέρτας κι ενώ το δωμάτιο γύρω είναι παγερό, ξέσπασα σε κλάματα… τα δάκρυα κύλησαν καυτά στα μάγουλά μου και με κρύωσαν… αναλογίστηκα τις στιγμές που έκανα έρωτα. Τις στιγμές εκείνες που μαζί με το κορμί μου ξεγύμνωσα και την ψυχή μου και του τα χάριζα…

Ξέρω πως η ύπαρξή μου είναι τραγική, γι’ αυτό και κρύβει μέσα της μεγαλείο. Του έδειξα μόνο αγάπη, δεν έφταιξα, κι όμως με πρόδωσε. Τί φτήνια, αλήθεια… Αυτή τη φτήνια, αυτό τον ξεπεσμό που συνάντησα άφθονο στη ζωή μου, τον κουβαλώ μέσα μου και με πληγώνει. Ώρες-ώρες, η ζωή είναι τόσο βαριά, σχεδόν ανυπόφορη, κι άλλες πάλι χαμογελά και με ξεγελά. Κι εγώ, το αιώνιο, ανύποπτο κι ανόητο της θύμα, χορεύω στο σκοπό της και την ακολουθώ όπου κι αν με πάει…

«Η ωριμότητα δεν αποτελεί στόχο. Είναι περισσότερο μια διαδικασία. Η αληθινή σχέση αγάπης μπορεί να υπάρξει μόνο σαν συνδυασμός δυνάμεων και ενέργειας με άλλα ώριμα πρόσωπα για τη συνεχή ανάπτυξη και των δύο».

«Όταν εμμένουμε στον πόνο, καταλήγουμε να τιμωρούμε τον εαυτό μας. Οποιαδήποτε αθανασία κι αν υπάρχει, εξασφαλίζεται από μια διαρκή συμμετοχή στη δημιουργική διαδικασία». (Λέο Μπουσκάλια, «Προσωπικότητα και ολοκλήρωση»).

«Αντιλαμβάνομαι σήμερα πως τίποτα στον κόσμο δεν είναι τόσο δυσάρεστο για έναν άνθρωπο από το να πάρει το μονοπάτι που οδηγεί στον εαυτό του». (Herman Hesse, “Demian”).

Τί σκληρή που είναι η ζωή… βαριά, ασήκωτη, πέτρα… Πόσες φορές δεν μονολόγησα το ίδιο αυτό πράγμα εδώ κι ενάμιση σχεδόν χρόνο… Νιώθω κουρασμένη σωματικά και ψυχικά. Όσο κι αν προσπάθησα ν’ αποδεχτώ την τωρινή ζωή μου, να συμφιλιωθώ με την απουσία της αγάπης, να συμβιβαστώ με την παντελή έλλειψη του έρωτα, να συνηθίσω στην απουσία της αδερφής μου, δεν τα κατάφερα… Δεν τα καταφέρνω… Μονίμως τ’ αναζητώ όλα αυτά μέσα μου… Ολόκληρος ο εσωτερικός μου κόσμος ενεργοποιείται προς αυτά… Είναι η μόνη μου σιωπηλή έγνοια… Τα σκέφτομαι συνεχώς ακόμη και τις στιγμές που παριστάνω την αδιάφορη ή την ξέγνοιαστη. Πάντα ο νους μου μένει κολλημένος σ’ αυτές τις απουσίες.. Αχ, και να γινόντουσαν παρουσίες…

Προς το παρόν φυτοζωώ… ένα μαραμένο ρόδο η καρδιά μου… και «το όνομα του ρόδου» πλανιέται στις πρωινές, στις απογευματινές καταχνιές του χωριού… Πάντα εγώ κι η τρέλα μου…

Αγαπώ να μιλώ για θέματα που μ’ αγγίζουν άμεσα και για τα οποία μπορώ να εκφέρω εμπεριστατωμένη γνώμη από προσωπική εμπειρία. Δεν αντέχω τις αοριστολογίες και τις μεγαλοστομίες. Η απλότητα και η ειλικρίνεια με στολίζουν πάντα. Μισώ την προσποίηση, το ψέμα, τις ψεύτικες εντυπώσεις… «Φευ»…

Διψώ ν’ αποκτήσω καινούργιες γνώσεις… η σπουδή, τελικά, κατήντησε  να είναι για μένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Θα ήθελα να συνεχίσω να μαθητεύω σ’ ένα καινούργιο τομέα. Θέλω να κάνω κάτι και για μένα. Να μη μείνω στάσιμη, να προχωρήσω, να εξελιχτώ, να προοδεύσω…

Η Μέση Εκπαίδευση είναι σκέτη αποτελμάτωση, στασιμότητα, χωρίς γόητρο, κύρος και υψηλές προδιαγραφές, χωρίς καν υποφερτές αποδοχές, χωρίς καμιά δυνατότητα για εξέλιξη… Να δούμε…

Ειδικά τις τελευταίες μέρες νιώθω απαίσια ψυχικά. Ξεσπώ στο φαί, «σκάω» και μετά μετανιώνω, μισώ τον εαυτό μου, μισώ τη ζωή μου… έρχονται στιγμές που δεν μ’ αρέσει τίποτα απ’ τον τρόπο της ζωής μου εδώ… Βαρέθηκα και τις εξόδους, και όλα. Νιώθω άσχημη και γριά… Ανεπιθύμητη απ’ τον εαυτό μου. Το σκούπισμα μες τη σκόνη το πρωί μ’ αηδίασε. Μ’ εκνεύρισε τόσο πολύ που μου ερχόταν να ουρλιάξω… Νιώθω τον εαυτό μου βρωμερό, απωθητικό, σκονισμένο.

Μεγαλώνω, γερνώ… και κλαίω… Θέλω ν’ αποθέσω τις φοβίες και τα άγχη μου στα πόδια κάποιου πιο δυνατού… Το στομάχι μου και η καρδιά μου κοντεύουν να σπάσουν. Είμαι ασυγχώρητη.

Ξημέρωσε μια δύσκολη νύχτα, σχεδόν άυπνη και ανήσυχη. Είχα υπερένταση. Ο σημερινός Κυριακάτικος ήλιος, χλωμός, ξεπρόβαλλε δειλά-δειλά πίσω απ’ τα σύννεφα. Η χθεσινή βραδιά ήταν ανεκδιήγητη, απαίσια. Με γέμισε μια βουβή θλίψη.

Ανάμεσα σε τόσα εκρηκτικά, πανέμορφα νιάτα, ένιωσα γριά, παρωχημένης, αλλοτινής εποχής… Είδα τις μέρες να με προσπερνούν και να μ’ αφήνουν μόνη, στερημένη από έρωτα, διψασμένη για στοργή και αγάπη…

«Ας τους ανθρώπους να φωνάζουνε ζήτω, θεωρίες και λόγια και καρδιά πουθενά…».

Είμαι εκ φύσεως και εξ αγωγής ήσυχη, ήρεμη, άνθρωπος χαμηλών τόνων. Παρ’ όλα αυτά, έχω κι εγώ τις εξάρσεις μου, στιγμές εκρηκτικής ζωντάνιας, ανεξάντλητου πάθους, που κρύβεται, πάντα, πίσω απ’ αυτή την επίφαση ηρεμίας… Θα βρεθεί άραγε ποτέ εκείνος που θα το ξεσκεπάσει;

Είμαι, άνθρωπος, απροσποίητη, όταν τα συναισθήματα με πλημμυρίζουν, μου είναι αδύνατο να παραστήσω την παγερή, την απαθέστατη, ξεχειλίζουν και ξεσπούν σαν χείμαρρος… Προκαλούν συσπάσεις κι εκφραστικούς μορφασμούς στο πρόσωπό μου, αλλάζει τόνο η φωνή μου και τα μάτια μου προδίδουν στον έξω κόσμο τον σεισμό, τον συγκλονισμό που περνά η ψυχή μου, η καρδιά μου… Όσα άτομα διαθέτουν, έστω και λίγη ευστροφία, έστω και λίγη ευαισθησία, πιάνουν αμέσως την αλλαγή της συχνότητάς μου…

Θα είμαι μια γεροντοκόρη για όλη μου τη ζωή. Μια περιποιημένη, χαρωπή γεροντοκόρη που έχασε τα θλιβερά της νιάτα στη μάταιη αναζήτηση της αγάπης… Θα είμαι μια εντυπωσιακή, από κάθε άποψη γεροντοκόρη. Θα κάνω εντύπωση σ’ όλους με τον τρόπο ομιλίας μου, την εμφάνισή μου, τον αγέρωχο και στυλάτο χαρακτήρα μου, τη στιβαρή, τη δυνατή προσωπικότητά μου. Ήδη, πολλές φορές έχω παίξει αυτό το ρόλο με επιτυχία. Από αύριο θα συνεχίζω να τον παίζω με μεγαλύτερη ζέση, με περισσότερο πάθος… Η Αμαλία ή η Έμη η γεροντοκόρη, με τη μανία της για τις καλές τέχνες, τα υψηλά και τα μεγάλα ιδανικά, με την ιδιάζουσα προσωπικότητά της… Κανείς δεν θα ξέρει ότι κάπου, σε μια γωνιά, στο βάθος της καρδιάς της θα κουρνιάζει κρυμμένη μια μικρή, πονεμένη, κλαμμένη, πικραμένη Έμη… των νεανικών της χρόνων… Κανείς δεν θα το μαντεύει…  Πώς άλλωστε μπορεί; Αλλά, πάντα, θα κάνω μπαμ από μακριά ότι είμαι γεροντοκόρη…

Τι σου είναι ο άνθρωπος… Πόσο εύκολα κλυδωνίζεται ανάμεσα στη χαρά και στη λύπη…

Σ’ ένα μπαρ στη Νικήτη… Το περιβάλλον εκεί, διακόσμηση, φωτισμός, χρωματικές συνθέσεις δεν με ενέπνεε καθόλου, έμοιαζε με φθηνό καμπαρέ, με παλιό, ξεθωριασμένο απ’ το χρόνο σαλούν, με κακόγουστο στέκι απόκληρων της ζωής.

Και χθες και προχθές γνώρισα λογιών λογιών πρόσωπα… Κανένας όμως δεν μου έκανε βαθιά εντύπωση, κανένας δε στάθηκε ικανός να αγγίξει τις εσωτερικές μου χορδές… Όλοι τους, δυστυχώς, διακρίνονται για μια πανομοιότυπη συμπεριφορά, τα λόγια τους και οι αντιδράσεις τους μοιάζουν τόσο μεταξύ τους λες και βγήκαν από καρμπόν. Τίποτα το ξεχωριστό, το ευγενικό, το ψυχικά πλούσιο… Και επομένως, τίποτα το ενδιαφέρον για μένα. Αυτή η ισοπέδωση, αυτή η μαζοποίηση της ανθρώπινης προσωπικότητας με αηδιάζει και συγχρόνως με απογοητεύει.

Έρχονται στιγμές που αναρωτιέμαι μήπως είμαι φοβερά ιδιότροπη και ιδιότυπη, μήπως αναζητώ το άπιαστο εφηβικό μου όνειρο. Κι όμως, αυτό που αναζητώ δεν είναι τίποτε το εξωπραγματικό, είναι ένας άνθρωπος ζωντανός, αλλά ανεπιτήδευτος, απλός με την ειλικρίνεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και με αγνότητα προθέσεων. Φαίνεται πως αυτό το είδος, που θα συνδυάζει την εξωτερική ομορφιά με την εσωτερική απλότητα και ταπείνωση σπανίζει στην εποχή μας. Αυτοί που διαθέτουν ελκυστική εξωτερική εμφάνιση κομπορρημονούν ακατάσχετα, με λόγια και με έργα, και οι άλλοι τους μιμούνται, προκαλώντας το «κοινό αίσθημα της ευπρέπειας»… Οι άνθρωποι οι ήσυχοι, οι απλοί που δεν προκαλούν τους συνανθρώπους τους, αλλά διψούν να τους γνωρίσουν αληθινά κι ανεπιτήδευτα, δυστυχώς σπανίζουν… κι εγώ ψάχνω γι’ αυτό το σπάνιο λουλούδι…

Όλοι τους προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με «σπουδαίες» και βαρύγδουπες κουβέντες, χωρίς να πολυνοιάζονται για το «ποιόν» της συνομιλήτριάς τους.

Ο χρόνος συνεχίζει να κυλά κι η ρευστή και αιώνια, αέναη έννοιά του με προβληματίζει… Η αφορμή για να αντιληφθώ και πάλι επώδυνα τη διάσταση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, αλλά και το πόσο το ένα εισχωρεί μέσα στο άλλο κι αλληλεπικαλύπτονται μαγικά, παράξενα, στάθηκε το χθεσινό μου ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, σε μια Θεσ/νίκη ξένη, διαφορετική, αλλαγμένη, αλλά και παλιά γνώριμη… Κάποιες γωνιές της ξύπνησαν μέσα μου χίλιες αναμνήσεις, καθώς τις αντίκριζα φευγαλέα απ’ το λεωφορείο. Στους δρόμους, τους πολυάνθρωπους και χρωματιστούς, όπως πάντα, βάδιζα τόσο γρήγορα, που δεν έβλεπα σχεδόν τίποτε μπροστά μου. Κι έτσι δεν παρατήρησα με εμβρίθεια κι αφηρημένη, βυθισμένη στον κόσμο μου κάποια παλιά θυμητάρια… Καλύτερα όμως. Γιατί η πόλη αυτή μου δημιουργεί, πια, ανάμεικτα, αντιφατικά συναισθήματα. Το να ξαναγυρίζω, έστω και για λίγο, κοντά της δεν μου κάνει απόλυτα καλό. Κάπου με βλάπτει κιόλας, γιατί απ’ τη μια με προτρέπει με τη ζωντάνια της ν’ αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στο παρόν και στο μέλλον, να ρίξω όλες τις προσπάθειές μου στην κατάκτηση της ζωής που μου ξανοίγεται από δω και μπρος, λησμονώντας, ρίχνοντας στη λήθη τελειωτικά το θλιβερό παρελθόν μου… Κι απ’ την άλλη με πληγώνει με τις θύμησες που με δένει… Μέσα σ’ αυτή την πόλη είναι θαμμένο ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τη ζωή μου, πεθαμένο για πάντα, που πάει, πέρασε, και δεν ξαναγυρίζει πίσω… Πότε-πότε όμως βρυκολακιάζει και τριβελίζει την ψυχή και το μυαλό μου αλύπητα… Και τότε δεν μπορώ να πω με σιγουριά, αν είναι πραγματικά πεθαμένο, ή αν ζει ακόμα… Αυτή η καταραμένη και μαζί ευλογημένη πόλη έχει καταβροχθίσει στα σπλάχνα της το πιο όμορφο κομμάτι  της ζωής μου… Και τώρα έχει το θράσος να με καλεί ξανά στο μέλλον… Έχω χρέος, πρέπει να δεχτώ το κάλεσμά της για να προχωρήσω στη ζωή… Εξάλλου, κατά βάθος το θέλω τόσο.

Αρχίζω ξανά να αισιοδοξώ και να χαίρομαι. Στο κάτω-κάτω η χαρά μου προσφέρει κάποιες, στιγμιαίες έστω αλλά όμορφες στιγμές, ενώ η μόνιμη θλίψη κι απογοήτευση με καταστρέφουν…

Μια μόνιμη, σιωπηλή θλίψη απλώνεται και σκεπάζει την ψυχή μου… Ωστόσο και παρά τη σκοτεινιά και το έρεβος που υπάρχουν μέσα μου, συνεχίζω να ζω, ίσως φυτοζωώντας, όμως, ζω.

Είδαμε τον «Οθέλλο» του Shakespeare, έργο κλασικό, με εξαιρετική δύναμη συναισθημάτων, ένας αληθινός ανεμοστρόβιλος πάθους και έντασης… Δάκρυσα μυστικά στις κορυφαίες σκηνές του έργου, εκεί όπου ο έρωτας παλεύει και τελικά ζευγαρώνει με το θάνατο… Ο Shakespeare, ο μάγος αυτός της διεθνούς δραματουργίας με συγκλόνισε, γιατί γνώρισε τόσο απόλυτα, τόσο βαθιά την ανθρώπινη ψυχή, όσο κανείς άλλος ομότεχνός του… Αναδείχθηκε βαθύς γνώστης των ανθρώπινων, σκοτεινών παθών που φωλιάζουν στις σκοτεινές σπηλιές του υποσυνειδήτου μας αλλά και των πιο ευγενικών, σχεδόν αγγελικών, υψηλών ανθρώπινων συναισθημάτων…

Ρεαλιστής, χειρίζεται τέλεια μια γλώσσα γλαφυρή, και συνάμα περίπλοκη, χειμαρρώδη, που απαιτεί για να κατανοήσεις τα βαθιά νοήματα που εκφράζονται μ’ αυτήν, τέλεια συγκέντρωση, απόλυτη προσπάθεια, αφοσίωση. Ρεαλιστής, μαζί και βαθιά ανθρωπιστής, ορθολογιστής αλλά και υπέροχος ψυχογράφος, ο Shakespeare κατορθώνει να ενσαρκώσει στο πρόσωπο του τραγικού Οθέλλου, τον αγέρωχο, αψύ άνδρα και στο πρόσωπο της κακόμοιρης Δεισδαιμόνας, την γλυκιά, τέλεια, πιστή αλλά τραγικά αδικημένη γυναίκα. Το σμίξιμο αυτών των δυο είναι η χαρά του κόσμου, η δημιουργία και ο ξαφνικός, άδικος και αποτρόπαιος χωρισμός τους είναι η καταστροφή, η συντέλεια του κόσμου. Τοποθετημένο στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής του, το έργο τη σκιαγράφησε και την εξέφρασε περίφημα, μέσα απ’ τις απόψεις και τη νοοτροπία των ηρώων, αλλά και μέσα απ’ τα πλουσιοπάροχα κοστούμια των ηθοποιών. Και ως λογοτεχνικό κείμενο και ως θεατρικό δρώμενο παραμένει άψογο, όπως άψογα ερμηνεύτηκε και εκτελέστηκε στη σκηνή, απ’ τους συντελεστές του. Τελικά «ηθοποιός σημαίνει φως», στο μέτρο που και το έργο που παρουσιάζεται και η ερμηνεία των ηθοποιών στοχεύουν στην ποιότητα. Όλα αυτά τα θετικά στοιχεία τα συγκέντρωνε η χθεσινή παράσταση του «Οθέλλου»: υψηλά νοήματα, διαχρονικές ρήσεις, αν και γραμμένες και ειπωμένες εδώ και 500 χρόνια, πάντα επίκαιρες, περιπλεγμένη υπόθεση, φοβερά δύσκολη πλοκή με ραδιουργίες, συνωμοτικά σενάρια, πλεκτάνες, απάτες, παγίδες, κομπίνες… όλα τα καταχθόνια σχέδια της ανθρώπινης ψυχής, όλα τα σκοτεινά πάθη, όλη εκείνη η μαυρίλα και η ποταπότητα και η εκδικητική μανία της ανθρώπινης υπάρξεως σε δράση… η εναλλαγή τους, αστραπιαία και ξαφνική, το αρχιτεκτονικά και προμελετημένα κατασκευασμένο πλέγμα των σχέσεων τους, βάζουν σε δίνη την ψυχή και το μυαλό σου. Είναι όλα τόσο τέλεια δομημένα, τόσο σφιχτά πλεγμένα, τόσο ακριβώς συγκροτημένα, που άπαξ και μπεις στο λαβύρινθό τους, γοητεύεσαι, μαγεύεσαι, συνεπαίρνεσαι…

Έτσι υπέροχα ένιωσα χθες… Στην αρχή, μπερδεμένη, συγχυσμένη, κουρασμένη, καθώς προσπαθούσα να συμμαζέψω το σκόρπιο μυαλό μου και να το προσαρμόσω στο πνεύμα του έργου, αργότερα, καθώς το έργο προχωρούσε, βαθιά συνεπαρμένη, συγκινημένη, στο τέλος συγκλονισμένη και αργότερα, στο γυρισμό αποκαθαρμένη, υπερυψωμένη, χορτάτη από εκλεκτή πνευματική τροφή. Επήλθε πλέον η «κάθαρση» της «διδασκαλίας»… Αλλά και ως ρομαντική φύση, και ως επιστήμονας, παθιασμένος ιστορικός και ως φιλότεχνη, βυθίστηκα σε μια απ’ τις ένδοξες, αγαπημένες μου εποχές, έζησα και ρίγησα στο μεγαλείο τους, ξέφυγα απ’ την πεζή καθημερινότητα κι ατένισα ώρα αρκετή την ψυχή του ανθρώπου στο πέρασμα του χρόνου: παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη παντού και πάντα, όπως τα μεγάλα προβλήματα της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος…

Η ζωή είναι ένας κύκλος, όλα έρχονται και παρέρχονται, τίποτα δεν διαρκεί αιώνια… Καλά είναι κι έτσι, αρκεί να μην κουράζω πολύ το σώμα και την ψυχή μου απ’ την υπερένταση… Ιδιαίτερα η ψυχή μου έχει τόση ανάγκη από ηρεμία που έχω αποφασίσει να παραμένω ολίγον τι απαθέστατη στις εξωτερικές «κρούσεις». Ενισχύω τις εσωτερικές μου αντιστάσεις κατά των εξωτερικών επιδράσεων και προχωρώ ακάθεκτη…

Αφού βάδιζα σε γνώριμα μέρη της Θεσ/νίκης, παλιά και αγαπημένα, όπως το πλακόστρωτο γύρω απ’ τη Ροτόντα, και δεν μου έκανε καμιά αίσθηση, τίποτε δεν σκιρτούσε μέσα μου, κανένα πουλάκι δεν πετάρισε, κουβαλώντας αναμνήσεις… Η βιασύνη της πόλης με παρέσυρε στον ανεμοστρόβιλό της… Όμως κι η παρέα που είχα συντέλεσε με τη ζωντάνια της στο να ζω στο παρόν!

Το ίδιο βράδυ του Σαββάτου, παρ’ όλη την εξάντλησή μου πήγα στο θέατρο «Αμαλία». Είδαμε μιαν εξαιρετική παράσταση της «Άλκηστης» του Ευρυπίδη με πολλά βυζαντινά στοιχεία. Η παντοτινή αναζήτηση της ευτυχίας απ’ έναν άνθρωπο που παλινδρομεί ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, αδράχνεται γερά απ’ τη ζωή κι όμως, αυτό και μόνο το μεγάλο αγαθό δεν αρκεί για να τον κάνει ευτυχισμένο. Πάντα, ο θάνατος κάποιων αγαπημένων προσώπων θα του αφαιρεί την ευτυχία του. Τελικά, το νόημα της ζωής μας είναι στενά συνδεδεμένο κι εξαρτημένο απ’ τις ειλικρινείς και ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις, τις γεμάτες κατανόηση, αποδοχή κι αγάπη. Το έργο, με τους ρέοντες, αβίαστους και ζωντανούς διαλόγους του με παρέσυρε και με οδήγησε σε στοχασμούς συγκινητικούς, ανθρώπινους μα και φιλοσοφημένους βαθιά. Ήταν μια μοναδική πνευματική εμπειρία που άξιζε τον κόπο.

Τα νεωτεριστικά στοιχεία που εισήγαγε ο καλλιτέχνης-σκηνοθέτης-επιστήμονας (Ν. Χουρμουζιάδης) στο χώρο του αρχαίου αυτού δράματος, το βυζαντινό χρώμα της θυσίας της Άλκηστης, και ιδιαίτερα ο τρόπος λειτουργίας και συμμετοχής του χορού στα δρώμενα ήταν, πραγματικά αρμονικά συνταιριασμένα με το νόημα, το περιεχόμενο και τα μηνύματα του αρχαίου μύθου. Η δίψα για ζωή του καθενός μας μάς δίνει τελικά δύναμη ν’ αρνούμαστε το θάνατο, ν’ αρνούμαστε και τη θυσία, προσδίδοντας έτσι ό,τι ομορφαίνει πιότερο τη ζωή, την ίδια την αγάπη.

Κι έτσι, αρνούμενοι την αγάπη, δεν υπερβαίνουμε ποτέ τη φθορά του θανάτου. Δυστυχώς, δεν είμαστε όλοι τόσο γενναίοι, ώστε, για την αγάπη, να ξεπεράσουμε το φόβο του θανάτου. Κι ούτε τόσο μεγαλόψυχοι ώστε να πεθάνουμε για χάρη του συνανθρώπου μας… «Πίνουμε απλά ένα ποτήρι θάνατο, για να μεθύσουμε», κι όταν ξεμεθύσουμε, ξερνώντας τον, μας αφήνει η λύπη και μας αδράχνει το κυνήγι των χαρών της ζωής… Είμαστε άνθρωποι, αδύναμοι, χωματένιοι… τιποτένιοι…

Απ’ τη βεράντα της είχε μια πανοραμική θέα της άνω και της κάτω πόλης της Θεσσαλονίκης… Η Ροτόντα δέσποζε στο χώρο, μεγαλοπρεπής, επιβλητική, στο βάθος η θάλασσα απλωνόταν μακρινή και γαλήνια και τα κάστρα από ψηλά στεφάνωναν το υπέροχο αυτό συγκρότημα του Γαλερίου… Πόσες φορές δεν ξεκούρασαν την καρδιά και το μυαλό μου, τα παλιά αυτά κτίσματα, απομεινάρια ένδοξα αλλοτινών εποχών… Αυτή τη φορά όμως λυπήθηκα, γιατί «πάω να συνηθίσω την απουσία τους» απ’ τη ζωή μου. Περπατούσα κοντά τους και βρισκόμουν αλλού, αλλού έτρεχε ο νους μου, όχι στις αναμνήσεις απ’ τα περασμένα, αλλά στην τωρινή στάσιμη κατάσταση.

Σκλήρυνα, πωρώθηκα… Δεν μου έκανε αίσθηση καμιά, ούτε ο χριστουγεννιάτικος στολισμός στους δρόμους και στις βιτρίνες… Έτσι κι αλλιώς, όλα αυτά είναι τόσο άψυχα, απρόσωπα και κρύα. Την πραγματική θαλπωρή και τη μοναδικότητα των Χριστουγέννων θα τη νιώσω μόνο όταν βρεθώ κοντά στους δικούς μου.

Οι μαθητές είχαν κατάληψη.

«A picture of a broken heart»… ψιθυρίζει, χαϊδεύοντας τα αυτιά μου μια παλιά ξένη μελωδία στο ραδιόφωνο… κι εγώ είμαι πια η ζωντανή εικόνα αυτής της σπασμένης καρδιάς… δάκρυα κυλούν ασταμάτητα στα μάγουλά μου, καθώς η μνήμη μου κυλά πίσω, στο παρελθόν… η πληγή μέσα μου ξανάνοιξε κι είναι λες κι έγιναν όλα, μόλις χθες… Με κυρίεψε και πάλι, για λίγο, εκείνη η αβάσταχτη πίκρα… Γιατί; Ξέρω πως ήδη μου περνάει, όμως πάντα πονά πολύ, όταν θυμάμαι…

Κι επειδή «η αργία είναι μήτηρ πάσης κακίας», η σκέψη, το μυαλό και το σώμα μου ολισθαίνουν σε παραπτώματα: ανώφελη θλίψη, έμμονες ιδέες, άγχη, φοβίες και ακατάσχετη λαιμαργία.

Πιάσαμε μια ατέλειωτη αλλά ενδιαφέρουσα συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, αγγίζοντας και θίγοντας ένα σωρό ετερόκλητα θέματα απ’ τις ανθρώπινες σχέσεις ως τη δύναμη του ανθρώπινου νου και τη δευτέρα παρουσία… Τρέχα γύρευε δηλαδή…

Ανυπομονώ να παύσει επιτέλους αυτή η απραξία. Είμαι άνθρωπος της δουλειάς, του πνευματικού μόχθου, της παραγωγής έργου. Έτσι μ’ έμαθαν οι δικοί μου από μικρή.

Βλέπω γύρω μου πως τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Άνθρωποι κενοί, κατώτεροι, συμφεροντολόγοι προσπαθούν να εξωραΐσουν τα λόγια τους, τα ψεύτικα και τα μεγάλα, για να απατήσουν, για να εκμεταλλευτούν ασύστολα κι ασυνείδητα… «Όσοι μ’ έχουν αδικήσει, όσοι μ’ έχουν προδώσει, με συνείδηση ήσυχη ζουν…». Γι’ αυτό κι εγώ δε δίνω πια σημασία, αδιαφορώ παντελώς γι’ αυτούς, τους κάνω πέρα, τους εξορίζω εξαρχής απ’ τη ζωή μου. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, σ’ αυτό τον ανεύθυνο κι ασυνείδητο συρφετό που βολοδέρνει…

Η αϋπνία βαραίνει απελπιστικά στα βλέφαρά μου… Κι όμως, κρατώ τα μάτια μου ορθάνοιχτα, προσπαθώντας να συγκεντρώσω μέσα μου την ουσία της ζωής μου. Η ουσία της ζωής μας απαρτίζεται από μια σειρά έμμονες ιδέες, η ιδέα του έρωτα, της αγάπης, του θανάτου… κι όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα να σχηματίζουν ένα τρελό χορό ανάμεσά τους… Αυτές οι μεγάλες, οι έμμονες ιδέες σαν αρπαχτικά πουλιά, σαν σαρκοβόρα φυτά καραδοκούν να τους αρπάξουν στο πρώτο τους παραστράτημα… κι εγώ καρδιοχτυπώ κάθε φορά που κινδυνεύουν, όσο για μένα, μ’ έχουν ήδη αδράξει γερά… με βασανίζουν, προκαλώντας μου παράξενες ονειρώξεις, μου απομυζούν και τα τελευταία ίχνη ικμάδας που μου απόμειναν στα 26 μου χρόνια…

Χθες, τις ώρες αυτές του θρήνου μου, είχα μια πηγαία, μια φοβερή ποιητική διάθεση… μονολογούσα δυνατά μες το σκοτάδι και τα ματωμένα λόγια μου συντρόφευαν την παγερή μοναξιά μου… Ευτυχώς που έρχονται Χριστούγεννα και θ’ ανασάνω για λίγο, θ’ αναπαυτώ, θα ηρεμήσω πραγματικά, κοντά στη Βασουλίνα μου και στους δικούς μου… Πώς τους έχω πεθυμήσει όλους! Παντού αναζητώ τη ζεστή, ανθρώπινη παρουσία τους, γι’ αυτό και τελευταία δεν αντέχω να περνώ τις ώρες μου μόνη μου, αλλά θέλω να περιτριγυρίζομαι από κόσμο, ως προάγγελο της χαρωπής ατμόσφαιρας των Χριστουγέννων που θα ζήσω στο αγαπημένο μου σπιτάκι!…

Σκέτη απάθεια. Μια παράξενη νηνεμία κυριαρχεί μέσα μου. Κανένα φύλλο δεν κουνιέται.

Ξέρω πια τί είναι η αγάπη, πόσο δυσεύρετη και σπάνια είναι. Πόσο, όμως, έχουμε ξεπουλήσει αυτή την πραγματικά ιερή λέξη, πόσο την έχουμε ξεφτιλίσει, πουλώντας την στο φθηνοπάζαρο της εσωτερικής μας ασχήμιας… Δυστυχώς… και πόσο δεν έχουμε διαστρεβλώσει και διαψεύσει το νόημά της, το αληθινό, το υψηλό της νόημα… Αποκαρδιώνομαι, αντικρίζοντας τη σκληρή πραγματικότητα, την απατηλότητα των «αισθημάτων»…

Σήμερα, επειδή ξεκουράστηκα επαρκώς και κοιμήθηκα ήρεμα, έχω μιαν υπέροχη, αισιόδοξη διάθεση, που όμως, που και που, διακόπτεται από κάποιες ριπές απαισιόδοξου ανέμου. Αυτό είναι κάτι περαστικό, σαν αστραπή…

Όμως δεν αντέχω άλλο πια ανέραστη και μόνη… Θέλω λιγάκι ενθουσιασμό στη ζωή μου, έστω κι αν ξέρω πια εκ των προτέρων, πως όλα κάποτε τελειώνουν, έστω κι αν ξέρω πως ο ενθουσιασμός θα κοπάσει, έστω κι αν ξέρω πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν ν’ αγαπούν αληθινά, έστω και αν ξέρω πως η αγάπη μου κάποτε θα προδοθεί άδικα… Έτσι όμως είμαι εγώ, ειλικρινής, τίμια. Δεν μπορώ να κοροϊδεύω τους άλλους, ούτε να τους απατώ. Κι ούτε μπορώ να κρύβω τα αληθινά μου αισθήματα. Μπορεί στο τέλος να ξαναπληγωθώ άδικα… Βαρύ το τίμημα… Όμως δεν αντέχω να παραμένω ανέραστη, ποθώ τη χαρά, τα σκιρτήματα του έρωτα, που απ’ την πλευρά μου είναι πάντα αληθινός… γνήσιος, σταθερός… Έτσι είμαι εγώ.

Έξω χιονίζει ασταμάτητα απ’ το πρωί έως τώρα που είναι περασμένα μεσάνυχτα. Η φύση παρουσιάζει μιαν εικόνα μαγευτική, σχεδόν παραμυθένια, ιδανική γι’ αυτές τις μέρες των χριστουγεννιάτικων διακοπών. Κι ενώ έξω το κρύο είναι τσουχτερό, μέσα εμείς απολαμβάνουμε την εξαίσια θαλπωρή του σπιτιού μας!..

Τα Τρίκαλα όπως πάντα με υποδέχτηκαν γκρίζα, μουντά, βουτηγμένα στην υγρασία, κι όμως γιορτινά και στολισμένα. Και τώρα με το πυκνό χιόνι που η νύχτα έγινε μέρα, φαντάζουν σαν πόλη της βόρειας Ευρώπης.

Και φέτος με τον ερχομό του καινούργιου χρόνου ανέτειλε και πάλι στην καρδιά μου η ελπίδα, έπνιξε την πίκρα μέσα μου, χαρίζοντάς μου αμέτρητες υποσχέσεις για «αλλαγές»…

Όμως, αυτό το «όπως πάντα» ή το «όπως κάθε χρόνο» που επαναλαμβάνεται περιοδικά αντιστρατεύεται μοιραία την έννοια της ριζικής αλλαγής και της εξέλιξης… Βέβαια, είναι σίγουρο πως κάτι, σημαντικό ή ασήμαντο, πάντως καινούργιο, θα συμβεί στη ζωή μου κι αυτό το χρόνο… κάποιες, όμως, άλλες συνήθειες και πρακτικές θα συνεχίσουν να επαναλαμβάνονται απαράλλακτες, σαν απολιθώματα που θυμίζουν το παρελθόν και παραμένουν αναλλοίωτα απ’ το χρόνο… είναι γιατί αυτά δε ζουν. Αντίθετα, κάθε ζων και ζωντανός οργανισμός, επηρεάζεται απ’ την πάροδο του χρόνου, εξελίσσεται, προάγεται, προοδεύει, αλλάζει, προχωρά, αποκτά καινούργιες εμπειρίες, μαθαίνει… Παράλληλα, όμως, κατακρατεί και στοιχεία απ’ το παρελθόν, γιατί «τίποτα ποτέ δεν σβήνει, τίποτα δεν χάνεται». Έτσι, κάθε στιγμή του παρόντος είναι ένα κράμα παρελθόντος και μέλλοντος, μιαν αέναη σύνθεση πράξεων, προσπαθειών και προσδοκιών ή στόχων. Κι αυτή η λάβα που ξεχύνεται απ’ το ηφαίστειο του «Χρόνου» είναι τελικά η ουσία της ζωής μας… Ναι. Έτσι είναι.

Μπούχτισα την πεζότητα στη ζωή μου και στα λόγια μου. Έφτασε ο καιρός να ντύσω ξανά τη σκέψη μου με το «απαστράπτον από περίλαμπρη απλότητα» ένδυμα της ποιήσεως… Ήρθε ξανά το πλήρωμα του χρόνου για να εκφράσω τη σκέψη μου με μορφή ποιητική, πιο κατάλληλη και πιο περιεκτική απ’ τον πεζό λόγο, για να βγάλει στην επιφάνεια τα εσώψυχα της ανθρώπινης ύπαρξης… Κι αυτά είναι «στιγμές», «τελείες», «τελείες», τόσο σκοτεινές και φωτεινές μαζί, τόσο ακίνητες μα και τόσο γρήγορα εναλλασσόμενες, στάσιμες μα και συνεχώς αιωρούμενες ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία, ανάμεσα στην πλήρωση και στο κενό της ψυχής μου…

Ταλανίστηκε άγρια η ψυχή και το μυαλό μου. Η εφιαλτική υπόγεια διαδρομή μου συνεχίστηκε με νύχτες άυπνες, αβασάνιστες. Τα Τρίκαλα κι η περιφέρειά τους, άσπρα, κοιμόντουσαν κάτω από ένα υπέροχο χιονένιο πάπλωμα… Αυτή η μαγευτική χειμωνιάτικη φύση μ’ έχει σημαδέψει… έχει εισχωρήσει μέσα στο μυαλό μου, κούρνιασε ανάμεσα στα φυλλοκάρδια μου και κρατά παγωμένη την καρδιά μου… κι αυτός ο πάγος που δε λέει να λιώσει παρατείνει, επιμηκύνει την υπόγεια διαδρομή μου… Το φως αργοπορεί… αργεί πολύ να φανεί…

Νιώθω πια δυνατή μες τη μόνωσή μου. Ο εσωτερικός μου πλούτος απλώνεται, γεμίζοντας τα κενά… στις πολλές μοναχικές μου ώρες καλλιεργώ με υπομονή και περίσκεψη το μυστικό μου κήπο… δεν με τραβούν πια, όπως κάποτε, οι μάταιες κι ανούσιες συναναστροφές. Ο χρόνος μου είναι πολύτιμος, γι’ αυτό κι αξίζει να τον αξιοποιώ δημιουργικά, για να προάγω συνεχώς τον εαυτό μου… Έχουμε ανάγκη από πνευματικούς ανθρώπους με ανοιχτά μυαλά, συνέπεια και κατανόηση! Με αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα… Με άσβεστο πάθος για ατέλειωτες φιλοσοφικές συζητήσεις, με αδιάκοπο ζήλο για βαθιές, ανθρώπινες γνωριμίες, με φλόγα, υπερένταση κι ανεξάντλητη δίψα για ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις και, προπαντός, για συμπάθεια, αγάπη, και ταύτιση… προσφορά, ανιδιοτέλεια, πίστη, ειλικρίνεια…

Πράγματα, αξίες και νοήματα που υποδηλώνουν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, σκληρό, δύσκολο κι ίσως απρόσιτο για πολλούς χαμερπείς και κομπλεξικούς ανθρώπους… Γιατί η έξοδος απ’ τον εαυτό μας κι η ταύτισή μας με κάποια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη απαιτεί αγάπη, ανωτερότητα, ξεπέρασμα κάθε νοσηρού συμπλέγματος που μας κρατά σιδηροδέσμιους του πιο φοβερού τυράννου μας: του ατελούς και κατώτερου εαυτού μας.

Φιλοσόφησε λίγο τη ζωή σου, ψυχολόγησε τον εαυτό σου, μικρέ, δειλέ ανθρωπάκο και παύσε πλέον ν’ ασχολείσαι πυρετωδώς με πράγματα που δεν σ’ αφορούν άμεσα, με υποθέσεις που δεν αγγίζουν τον εσώτερο εαυτό σου, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγεις απ’ τον έλεγχο του ίδιου σου του εαυτού! Μη φοβάσαι πλέον να δεις ποιος είσαι! Ανίχνευσε, μελέτησε με αγάπη και αντικειμενικότητα τον εσωτερικό σου κόσμο, προσπάθησε ειλικρινά, σκληρά και ακατάπαυστα να ξεδιαλύνεις τα πυκνά του «σκότη» και τότε θα δεις να λάμπει επιτέλους το φως της αλήθειας. Τότε μόνο, όταν θ’ αποκτήσεις ταυτότητα, θα παύσεις πια ν’ αποφεύγεις τον ίδιο σου τον εαυτό, καταφεύγοντας σε μέρη σκοτεινά και πολυθόρυβα, για να κρυφτείς «τεχνηέντως» απ’ τους συνανθρώπους σου. Τότε μόνο δεν θα ντρέπεσαι ούτε τον εαυτό σου, ούτε τους άλλους.

Το Τρικαλινό Ημερολόγια του 1992 μου θύμισε πόσο υπέροχη είναι η ποίηση και αναζωπύρωσε το πάθος μου γι’ αυτήν, στην οποία ανακαλύπτω συνεχώς και εκ νέου κρυμμένες κι αφανέρωτες πτυχές του εαυτού μου… Θα πάρω βιβλία με ποίηση απ’ το σχολείο να διαβάζω, να μελετώ, να στοχάζομαι, να βυθίζομαι, να ονειρεύομαι… Να περνούν έτσι όμορφα και γεμάτα οι ώρες μου, δημιουργικά, ανάλαφρα…

Αυτός ο Ιανουάριος του 1993 είναι ένας μήνας κάθαρσης, επαναπροσδιορισμού παλιών σχέσεων, αρρωστημένων και μουχλιασμένων. Είναι ένας μήνας καινούργιας εξόρμησης σε καθαρούς, αμόλυντους ουρανούς. Θα είναι ένας μήνας παρθενικών πεταγμάτων σε αετοπατημένα ύψη, αψηφώντας όλες τις μικροπρέπειες ανθρώπων ταπεινών που, πια, μ’ αφήνουν αδιάφορη.

Συνείδηση: αυτή η περήφανη αρχόντισσα που μέσα μου φωλιάζει, ξαγρυπνά. Νύχτες ατέλειωτες..

Το ξέρω πως έχω φοβερές ατέλειες, πάθη, νευρικότητα, ανασφάλειες, η ψυχή μου, ώρες-ώρες, είναι όμοια με φουρτουνιασμένη θάλασσα που δεν λέει να καταλαγιάσει από εγωισμό και κομπορρημοσύνη, είμαι μια αμαρτωλή, όμως ΟΧΙ, δεν είμαι άδικη, ψεύτρα κι υποκρίτρια. Όσους αγαπώ, τους αγαπώ αληθινά, άδολα κι απροσποίητα. Και προσπαθώ να φέρομαι, πάντα και σ’ όλους, διακριτικά, με ευπρέπεια, ευγένεια και ανθρωπισμό… Και πιστεύω πως τις περισσότερες φορές αυτό το κατορθώνω. Ευτυχώς ή δυστυχώς, έχω μάθει να διαλέγομαι σωστά, σεβόμενη το συνομιλητή μου, ανεξάρτητα απ’ το μορφωτικό του επίπεδο και την ψυχική του καλλιέργεια.



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση