ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

“Τα χρόνια της ανοιχτής καρδιάς” Ενότητα 7η. Αμαλίας Κ. Ηλιάδη

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 11:20 μμ στις 27 Απριλίου, 2012

«Το δικό μου ταξίδι για την Ιθάκη»

Αυτή τη φορά δε λάθεψα…

Ρούφηξα αληθινά έναν ολόκληρο χρόνο

και ύψωσα πάνω απ’ όλα τη ζωή.

Με τόσες και τόσες θύμησες,

με τόσες και τόσες εμπειρίες

με τόσες κι άλλες γνώσεις

αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια

που θεληματικά έχασα

και έβαλα πλώρη προς την Ιθάκη…

Ξέρω εξ’ αρχής πως το ταξίδι θά’ναι ατέλειωτο,

γεμάτο από περιπέτειες και μάχες.

Όμως γι’ αυτό θ’ αξίζει.

Σαν αναλογιστώ πόσα πολλά, θαυμάσια με περιμένουν,

τολμώ και τ’ αδύνατα…

Όλα για το ποθητό ταξίδι μου…

Αφήνω πίσω μου τα τετριμμένα,

τα γνωστά και πια ανυπόφορα.

Μεγάλη τόλμη απαιτεί το παραπάνω.

Όταν τολμάς, καθώς τολμάς

αδράχνεις μια για πάντα τη ζωή.

Μια ζωή τόσο άγνωστη κι άπιαστη

για τους πολλούς… Γι’ αυτό και πεθαμένη.

Γύρω μας πολλές ζωές πεθαμένες κείτονται,

θλιβερά ναυάγια του χθες, του σήμερα, του αύριο…

Άχρονες, ζωές πεθαμένες…

Το πουλί της χαράς πεταρίζει μέσα μου:

ξέφυγα απ’ αυτή τη σκοτεινή χοάνη.

Νίκησα τους καθημερινούς φόβους.

Φόβους αμέτρητους και φθονερούς.

Που ροκανίζουν την ψυχή σου σα σαράκι.

Ελευθερία… του μυαλού και της ψυχής

Καθαρός αέρας, δροσιά…

Έρωτας… που είναι μια γλυκιά αφή,

ένα συνεχές άγγιγμα…

Όχι, δεν έχω παράπονο..κανένα…

Και το ταξίδι μου συνεχίζεται

πάνω από θάλασσες και στεριές…

πάνω από ουράνια και σύννεφα

μέσα στο χρόνο και έξω απ’ το χρόνο…

Ακόμη κι αυτό εμείς το διαλέγουμε.

Είναι η ελευθερία μας τόσο μεγάλη…

Τόσο απερίγραπτη και τόσο τραγική.

Το απαιτεί το ταξίδι μας…

Είναι όμορφο και τρυφερό να ξεφυλλίζω τα περασμένα… Αλλά πιο όμορφο και πιο συναρπαστικό, ακόμη, είναι να σχεδιάζω με αδρές γραμμές τα μέλλοντα, χρωματίζοντάς τα με τ’ αγαπημένα μου χρώματα: το ροζ, το θαλασσί, το γκρι…, το μωβ και το γαλάζιο.

Αυτός ο αποτρόπαιος πόλεμος είθε να μην μας αγγίξει… να μην καταστρέψει τα ειρηνικά μας έργα που με τόσο κόπο κατορθώσαμε… να μην πνίξει τα ευγενικά όνειρά μας… Νιώθω το έδαφος να σείεται κάτω απ’ τα πόδια μου, απ’ το «σεισμό» του πολέμου… Άκουσέ μας Θεέ μου… Πρέπει να είμαστε πολλοί και δίκαιοι…

Ο φόβος και η αβεβαιότητα που έχει σκορπίσει ο πόλεμος Στον Κόλπο έχουν ελαττώσει την πρωινή δημιουργικότητά μου. Έχω πλέον σταματήσει να «ψάχνω» με χαρά τις εργασίες μου! Να φταίει τάχα η φήμη των κακών που ίσως ενσκήψουν; Ή μήπως η αιτία είναι εσωτερική, βρίσκεται μέσα μου; Ο φόβος του σεισμού μ’ έχει ευτυχώς εγκαταλείψει, μια και οι επικίνδυνες μέρες έχουν σχεδόν περάσει…

Μόνη μου έχω αφεθεί στο ρεύμα και με πάει όπου αυτό θέλει. Θεληματικά έχω χάσει και την αίσθηση του χρόνου, γιατί έπαυσα σήμερα να τον οργανώνω με βάση τα «πρέπει» και απλώς του επέτρεψα να κυλά νωχελικά με μέτρο και ρυθμό τον κορεσμό που μ’ έχει καταλάβει για τα τρεξίματα και το διάβασμα των μεταπτυχιακών μου σπουδών… Είναι η γνωστή μου κρίση που ελπίζω να κρατήσει λίγο και να εξαφανιστεί κι αυτή μαζί με τον βρωμερό αυτό πόλεμο, που εδώ και μερικές μέρες έχει ταράξει την ισορροπία μου, την ειρήνη μου… την μανία μου ν’ αδράχνω τη ζωή. Όμως η ζωή είναι ταμένη απ’ το Θεό και τους ανθρώπους να νικά, και θα νικήσει…

«Απραξία»

Μια ανήσυχη αποκάρωση…

Ένα θανάσιμο βύθισμα στην απραξία…

Μια απραξία που γεννά ανικανοποίητο…

Θέλω τόσο να πετύχω την πρωτινή μου ισορροπία.

Θα κόψω τα σκοτεινά νήματα που με τραβούν στο βυθό,

εκεί κάτω στην τεμπελιά μου,

την μερικές φορές αγαπημένη και

μερικές φορές μισητή κι ανεπιθύμητη…

Ο εαυτός μου έχει ανάγκη ανάπαυσης. Και τώρα με μια τέτοια στιγμή έρχομαι αντιμέτωπη… Μια στιγμή που τη χρειάζομαι τόσο και με χρειάζεται επίσης τόσο… Θέλω πολύ να τη ζήσω χωρίς τύψεις κι ανέμελα. Κι αυτό έχω αρχίσει να το κάνω εδώ και μέρες. Μόνο που αυτή η ανεμελιά μου ταράζεται απ’ τις συνηθισμένες μου τύψεις ότι περνάω άσκοπα τον καιρό μου εδώ πάνω… Όμως τελικά, ο «σκοπός» είναι κάτι προσωπικό του καθενός αρχικά, και μετά συνδέεται με τα’ αγαπημένα μου πρόσωπα και την κοινωνία. Ο πρωταρχικός σκοπός μας είναι να τελειοποιήσουμε τους εαυτούς μας σαν ηθικές προσωπικότητες και να κατακτήσουμε την ψυχική μας ισορροπία και αρμονία με τους εαυτούς μας πρώτα-πρώτα, και με τους γύρω μας. Και για να φέρω εις πέρας τον σκοπό μου, είναι αναγκαία αυτή η σωματική και ψυχική ανάπαυση, όποτε ο καθένας μας την έχει ανάγκη και όσο χρόνο την έχει ανάγκη, σύμφωνα με την ιδιοσυστασία του χαρακτήρα του…

Η ανάπαυση η δική μου ισοδυναμεί με πλήρη ξεγνοιασιά, αφηρημάδα, κάνοντας όσα μ’ αρέσουν και με γεμίζουν… Συζήτηση για υψηλά και χαμηλά, ζωγραφική, εσωτερική ενατένιση, διάβασμα ωραίων λογοτεχνικών βιβλίων που αρέσουν σ’ εμένα, και μια χωρίς περιορισμό ξάπλα με τηλεόραση και μουσική και έντονη αλλά ξεκούραστη σκέψη για πράγματα που με θέλγουν, με τέρπουν και με ανεβάζουν στα ύψη, ή με ταξιδεύουν σε θάλασσες, γη και ουρανό…

Καλημέρα φως, Καλημέρα ζωή…

Το πρωί ξύπνησα πρόωρα, λες και κάτι μ’ απασχολούσε στον ύπνο μου… Ίσως το παράξενο όνειρο που είδα και που τώρα δεν το θυμάμαι… Όμως καλύτερα έτσι… Πολλές φορές τ’ ανεξήγητα ξεχνιούνται και πιο εύκολα…

«Ενιαίος χρόνος»

Κοιτάζω τα περασμένα

ευτυχισμένη που τά’ζησα.

Κι ευτυχισμένη που πέρασαν,

παραμερίζοντας για τα τωρινά.

Παλιά, ξεχασμένα μονοπάτια,

σκεπασμένα με χιόνι.

Και καινούργια, ανοιχτά στο φως…

Μονοπάτια δεμένα μεταξύ τους…

Τα δεύτερα συνεχίζουν τα πρώτα

τα σώζουν έτσι απ’ την παντοτινή λησμονιά.

Κι ο πόλεμος που μαίνεται ακόμη αχόρταγος εκεί κάτω, είναι, προς το παρόν, πολύ μακριά μας για να μας επηρεάσει… Ας ζω χαρωπά το παρόν… Είναι τόσο προκλητικά όμορφο… πώς θα μπορούσα να του αντισταθώ… Στροβιλίζομαι σα νιφάδα κι εγώ, απ’ τη χαρά…

«Η αγάπη που ισοπεδώνει»

Σας αγαπώ όλους

κι εσάς τους «σπουδαίους»

και σας τους «ταπεινούς και καταφρονεμένους».

Γιατί αυτός ο χωρισμός σας

έπαψε να υπάρχει μέσα μου.

Για μένα είστε απλά θνητοί.

Τώρα πια καλείστε να δείξετε

μόνο τη δύναμη της αγάπης σας.

Την ειλικρίνεια και την αυταπάρνησή σας

Αυτό είναι το μέτρο μου.

Το κριτήριο της αξίας σας.

Ο τρόπος για να σώσετε την ψυχή σας.

Το πολυτιμότερο πού’χετε σ’ αυτή τη γη

Έτσι τα πράγματα είναι καθαρά.

Κι η κρίση δίκαια, όπως κι η αγάπη.

Νιώθω τόσο παράξενα… Διψάω για σωματική επαφή. Όχι, δεν εννοώ, ερωτική. Αλλά μια επαφή τρυφερή και ζουζουνένια… για να εκφράσω την αγάπη μου και για να μου δείξουν την αγάπη τους… Αυτές οι εκδηλώσεις θέλω να είναι αμοιβαίες… Νιώθω την ανάγκη να πλησιάζω το πρόσωπό μου στο δικό του ζεστό πρόσωπο, ανείπωτα κοντά… τόσο που η απόσταση να εκμηδενίζεται… να χώνω το σούρλο μου στη μύτη του και ν’ ανακατεύω πάνω της τα μαλλιά μου…

Να κολλώ τα μάτια μου στα μάτια του… Ξέρω ότι αυτή η τάση μου δεν συνδέεται αποκλειστικά με τον έρωτα μα με κάθε είδους αγάπη… την αδελφική…. τη μητρική… Άλλωστε οι ίδιες μανίες δεν με πιάνουν πολλές φορές με την αδελφή μου και τη μαμά; Μέσα απ’ αυτές τις κινήσεις και τις επαφές που πηγάζουν απ’ την απέραντη οικειότητα που νιώθω με τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα, εκδηλώνω τη βαθιά αφοσίωση και την αγάπη μου. Και τα πρόσωπα που απέναντί τους εκδηλώνομαι μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να είναι σίγουρα ότι η αγάπη μου γι’ αυτά δεν θ’ αλλάξει ποτέ…

Η μεγάλη χαρά με συνεπαίρνει. Δεν έχω μυαλό για τίποτα παρά μόνο για συζητήσεις και τρυφερά αγκαλιάσματα… Αυτή είναι η ‘κρίση της χαράς μου»… Και ούτε που θέλω να την αποφύγω… Άλλωστε γιατί; Άλλοι μάταια και με αγωνία την αναζητούν σε χίλια δυο μέρη και δεν τη βρίσκουν… Κι εγώ που την έχω μέσα μου και γύρω μου, πώς μπορώ να την αποδιώξω; Κάτι τέτοιο θα ήταν αφύσικο. Κι εγώ λατρεύω την απροσποίητη φυσικότητα, την απλότητα και τη δύναμη της παραδοχής τους.

«Στιγμές ερωτευμένης γυναίκας»

Οι στερνές στάλες της βροχής

στις άκρες των δρόμων αναπαύονται.

Αντικατοπτρίζομαι στο επίπεδό τους:

βρώμικο και μικρό που απέμεινε…

Η γλυκιά του μορφή, συνοφρυωμένη,

σοβαρή απ’ την προσπάθεια,

φωτίζει την καρδιά μου.

Η φωνή μου ζεστή, προσιτή, άμεση…

Στον ήχο της αντηχεί η ζωντάνια.

Η θαλπωρή μας θερμαίνει σιωπηλά.

Μια χαρούμενη ησυχία παντού.

Έξω το σκοτάδι, η νύχτα, όπως πάντα.

Οι στερνές στάλες της βροχής

στεγνώνουν, εξαφανίζονται.

Αύριο θά’ναι αόρατος ατμός.

Θα τυλίξει την ύπαρξή μου

σεργιανώντας στους δρόμους για τη «μελέτη»:

της ιστορίας, των ανθρώπων, της φύσης…

Των μαγεμένων γυμνών δέντρων του Χειμώνα.

Των ανοιχτών ουρανών με τα σύννεφα.

Στις άκρες των δρόμων της πόλης

παραμονεύει η ανάπαυση, η χαλάρωση,

η κίνηση, ανέμελα και παντοτινά…

Κανείς δεν ξέρει για πόσο…

Ας είναι για πολύ.

όπως κι ο σημερινός λήθαργός μου:

απολαυστικός, ανανεωτικός, δημιουργικός,

όσο κι αν φαίνεται παράξενο το τελευταίο…

«Παράκληση»

Σ’ αγαπώ ανείπωτα

ανέκφραστα βαθιά.

Μόνο η σιωπή μου

μπορεί να σου το ψιθυρίσει,

στο βάθος των ματιών μου.

Και το δάκρυ που κυλά στην άκρη τους,

κράτησέ το, προτού πέσει στο χώμα,

να δροσίσει τα κουρασμένα δάχτυλά σου,

να ποτίσει την καρδιά σου.

Είναι τόση η ξέρα γύρω μας

και όλοι διψούν για τέτοια δάκρυα.

Μην τ’ αφήνεις να παν χαμένα,

παραπονεμένα που δεν τα χάιδεψες

μες στην θερμή παλάμη σου.

Θέλω να πετάξω μακριά μου τη μούχλα. Όμως να που νιώθω πεθαμένη. Το σώμα μου δεν με υπακούει. Χρειάζομαι πραγματική ανάπαυση. Ψυχική ηρεμία και σωματική ενεργητικότητα.

Ευτυχώς όμως θα’ναι για λίγο, γιατί προτιμώ τη ζωή μου εδώ πάνω. Είναι μια ζωή που πάντα ονειρευόμουνα. Κι όσο θ’ ανοίγει ο καιρός, καθώς θα πλησιάζει η άνοιξη, θα παίρνει καινούργιες διαστάσεις, εξόδους! Τί χαρά! Τα συζητούσαμε…

«Εν τάξει»

Έχασα την «τάξη»

κι η «περιβόητος αρμονία» δυσεύρετη

ο χρόνος χοροπηδά άτακτα

ξεχνώντας να περιμαζέψει τις υποχρεώσεις

που κείτονται παρατημένες

εδώ και μέρες τώρα

για χάρη των γιορτών και της ξεγνοιασιάς.

Έχασα την «τάξη» κι η «αταξία» βασιλεύει

κυβερνώντας με απόλυτα.

Η εσωτερική μου αταξία νά’ναι άραγε

αντανάκλαση της εξωτερικής αταξίας

που επικρατεί στο μικρό, βρώμικο δωμάτιο;

Είναι κι αυτό πιθανό.

Όμως εγώ ξέρω πως η «αταξία» μου

οφείλεται στην ένσταση που προκαλεί

η σκέψη και μόνο των πολλών,

ποικίλων, ατέλειωτων διαβασμάτων μου.

Όμως, ας μην ανυπομονώ.

Όπου νά’ναι θα μπω, μπαίνω ήδη

ασυναίσθητα στη γνώριμή μου τάξη.

Κι ανοίγονται ξανά μπροστά μου οι δρόμοι…

Όπως πάντα, έτσι και τώρα…

Είμαι «εν τάξει»…

«Μέρες δημιουργίας»

Όσα θά ’θελα να μάθω

τά ’μαθα και τα μαθαίνω

απλώνοντας το χέρι μου

στο δέντρο της γνώσης του καλού…

κι αδράχνοντας τους ώριμους καρπούς του.

Μην όμως, μαζί με τους ώριμους

μπερδεύτηκε και κανείς άγουρος

που με βασάνισε να τον ξεφλουδίσω

και να γευτώ το μυστικό του περιεχόμενο;

Σίγουρα, υπήρξαν και μερικοί τέτοιοι…

Μ’ αυτούς ωρίμασα κι εγώ

πασχίζοντας καιρό να τους ανοίξω…

Ήταν δύσκολες μέρες,

άυπνες νύχτες, ατέλειωτες.

Μα μετά ερχόταν η ανταπόδοση.

Η ανάπαυση, η ηρεμία στην ψυχή.

Ήταν μεγάλες μέρες…

μέρες δημιουργίας…

Μέρες που κάπου-κάπου ξαναγυρίζουν

ντυμένες μ’ άλλο πρόβλημα.

Ζητώντας άλλη ευόδωση

που απαιτεί σκέψη και πόνο.

Όλες τις αγαπώ κι ακόμα τόσες

κι άλλες τόσες.

Είναι οι μισές μέρες της πολυκύμαντης

ήσυχης κι ανήσυχης ζωής μου…

«Αναρώτηση»

Η λύπη χτύπησε ξανά

Πικρή και τώρα η γεύση της.

Απ’ την έπαρσή του ξαφνιάζομαι

πέφτω για λίγο σε απραξία

πριν την απόφασή μου.

Γιατί τα κάνει όλα αυτά;

Από άγνοια ή από τυφλό εγωισμό;

Και απ’ τα δυο;

Αυτός όμως το ξέρει.

Δεν είναι ικανή η αγάπη μου

να του δώσει καλοσύνη κι επιείκεια

σαν ήλιος που ζεσταίνει;

Αναρωτιέμαι πια, επειγόντως

θέλω να ξέρω.

«Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

Ισχύει για όλους, όμως μπορούν να το παραδεχτούν μόνο οι γενναίοι, οι μεγαλόψυχοι, κι αυτοί που δεν νιώθουν μέσα τους φθόνο για κανένα. Δηλαδή μόνο οι  ολοκληρωμένοι, οι σεμνοί άνθρωποι, οι πραγματικοί άνθρωποι. Οι άλλοι τυφλωμένοι απ’ το φθόνο τους, προσπαθούν πάντα να μειώνουν τα κατορθώματα των συνανθρώπων τους. Έτσι βλέπω να γίνεται γύρω μου, δυστυχώς…

«Η δύναμη της αγάπης»

Η αγάπη μου για σένα είναι αμέτρητη.

Ο σπόρος της που έπεσε μέσα μου τότε…

έπιασε, μεγάλωσε, θέριεψε

κι έγινε μεγάλο και δυνατό δέντρο

μ’ απλωμένες βαθιά τις ρίζες του στη γη.

Τ’ ανεμοβόρια, τα ξεροβόρια κι οι πλημμύρες

είναι ανίσχυρα μπροστά του.

Όσο και να προσπαθούν δεν μπορούν να το

ξεριζώσουν, ποτέ!…

Γιατί η αγάπη μας είναι το θεμέλιό μας

το νόημα του κόσμου μας…

Ποιός θα μπορούσε ποτέ να το αμφισβητήσει;

Μια τέτοια αγάπη δεν ξανάγινε.

Το λεν και τα τραγούδια…

Κι είναι όλα τόσο όμορφα…

Εμείς και ο κόσμος, κι η Άνοιξη,

που τη νιώθω γύρω μας…

Μέσα στην σημερινή προσωρινή μου μόνωση κατάλαβα πια οριστικά ότι εσύ είσαι που χαρίζεις ζωντάνια και νόημα στην κάθε μου μέρα… Είσαι η αγάπη, ο ήλιος στη ζωή μου… Και η χαρά μου δεν περιγράφεται στη σκέψη πως θα ξανάρθεις… Για να ζήσουμε μαζί και την Άνοιξη!..

«Πριν σ’ αγαπήσω»

Πριν σε γνωρίσω σε γνώριζα.

Πριν σ’ αγαπήσω σ’ αγάπησα.

Πριν σ’ αγγίξω σ’ αγκάλιασα…

Έχεις τα χέρια των χεριών μου

Έχεις τη φλόγα των ματιών μου

Το ρυθμό της ανάσας μου.

Κι όταν ακουμπώ το κεφάλι μου

στο στήθος σου

ακούω τους σφυγμούς της καρδιάς σου

μες στους παλμούς της καρδιάς μου.

Πριν σ’ αγαπήσω σ’ αγάπησα

πριν σε γνωρίσω σε γνώριζα.

Σε σκέφτομαι και σε φέρνω κοντά μου… Τώρα μ’ αγκαλιάζεις τρυφερά και χάνομαι στα δυνατά σου μπράτσα… η καρδιά μου στάζει μέλι, το πιο ακριβό μέλι του κόσμου, τέτοιο που μόνο οι καρδιές που αγαπούν αληθινά ξέρουν να βγάζουν… Πριν λίγο η φωνή σου απ’ το τηλέφωνο χάιδεψε γλυκά την ακοή μου… Ανταποκρίνεσαι πάντα στις προσδοκίες μου, γι’ αυτό κι εγώ πάντα και για πάντα σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ…

Νά ’μαστε πάντα καλά να ζούμε τη γλυκιά μας αγάπη στηρίζοντας ο ένας τον άλλον στη ζωή.

Είσαι η απάντηση στα ατέλειωτα όνειρά μου. Η πλήρωση της καρδίας μου, η εκπλήρωση των προσπαθειών μου, η εκπλήρωση των προσδοκιών μου. Για σένα γράφτηκαν οι πυκνές σελίδες σ’ αυτό το ημερολόγιο απ’ την αρχή του ακόμη. Δεν έχει σημασία που δεν σε γνώριζα. Κι όμως σε γνώριζα πριν σε γνωρίσω.

«Απόγνωση»

 Χθες, σήμερα, αύριο…

Κάποτε ξεχώριζαν μέσα μου στεγανά…

Πριν ένα χρόνο μπερδεύτηκαν

κι ύστερα ξεχάστηκαν μέσα στην ξεγνοιασιά…

στην ανυποκρισία και την ευθύτητα…

ώσπου ξεχώρισαν σιγά σιγά…

αγγίζοντας την αρμονία…

Όμως το χθεσινό Σάββατο

οδυνηρά τα έκανε και πάλι υπαρκτά

συγχυσμένα, απαίσια μέσα στη σκοτοδίνη…

όπου θυμήθηκα παλιά μου ξεχασμένα γράμματα..

βγαλμένα απ’ τον πόνο της ψυχής μου.

Κι είπα μυστικά μέσα μου:

τούτα τα γράμματα θά ’ναι ξανά

ο τελικός μου λόγος αγάπης;

Κι απ’ την αντίπερα όχθη τί;

Κάποιες βαριεστημένες, μπερδεμένες φωνές…

κι εγώ να παλεύω να τις ξεδιακρίνω στο σκοτάδι.

Κι η ψυχή μου να ξεχειλίζει

ατέλειωτη, μοναχική παγωνιά…

Μια παγωνιά, φίλη και γνώριμη παλιά…

Και το πρωί οι λατρεμένες μορφές του

πατέρα και της μάνας προσπαθώντας να

μαντέψουν την αιτία της ανησυχίας μου…

Βαριά σύννεφα, παράξενα, σκέπαζαν τον ουρανό..

προμήνυμα λύπης κι ελευθερίας

δημιουργούσαν ακαθόριστες μορφές…

Και τώρα τί; Παρηγοριά μου κάποια δημιουργία;

Νιώθω παράξενα κενή… η ψυχή μου ανοιχτό βιβλίο, κι όμως ακόμα κρίνεται άδικα ίσως… Θεέ μου, δός μου δύναμη να βγω ζωντανή απ’ αυτό το καμίνι. Μόνο εσύ ξέρεις τί πραγματικά περνώ… Εσύ και ίσως κάποια μοναδική ψυχή. Εσύ που σε ξέχασα και σε ξαναβρήκα. Ήμουν τυφλή και περήφανη, ανίκανη να νιώσω τον πόνο που άφθονος υπάρχει γύρω μου… Τώρα, χθες, σήμερα ανέβλεψα. Ξεθάβω τα χαμένα μου ιδανικά και προχωρώ. Η ζωή, η αγάπη και η δημιουργία δεν θα μ’ αφήσουν να χαθώ, θα με στηρίξουν. Κάποτε τό ’νιωσα αυτό και το ζητώ ξανά στη μοναξιά μου. Τί κι αν γύρω μου υπάρχει; Εγώ μόνη μου παλεύω. «Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα…».

Τα γράφω και αισθάνομαι, το κενό, τον ίλιγγο, το λυγμό… ξανά και ξανά… θέλω επιτέλους στο τέλος να αποκάμω και να κοιμηθώ…

Νιώθω τη λύπη την απέραντη των τελευταίων ημερών να υποχωρεί. Σιγά-σιγά αντικαθίσταται από μια δύναμη που μου την προσφέρει η αυτοεκτίμηση: αξίζω πολύ περισσότερα απ’ αυτά που ως τώρα έχω γευτεί και που νιώθω στο τέλος να ωχριούν μπροστά στον πόνο που με πότισε η αγάπη… Αναρωτιέμαι: έχει χαθεί πια η λατρεία μου, η προσκόλλησή μου σ’ αυτόν; Γι’ αυτόν που για ένα, σχεδόν, χρόνο χτυπά η καρδιά μου; Δεν ξέρω ακόμη ν’ απαντήσω οριστικά. Όμως δεν πονώ πια όπως πρώτα. Τόσο διαπεραστικά και τόσο αφόρητα. Νιώθω περισσότερο ήρεμη από πρώτα, ικανή να αντιμετωπίσω κάθε κακό ενδεχόμενο. Περνώντας απ’ το σπίτι, ένιωσα τόσο βολικά και ωραία μέσα στο ηλιόλουστο δωμάτιό μου και τη βεράντα του… Μου πέρασε μάλιστα κι η σκέψη να μετακόμιζα εκεί οριστικά… Να βρω επιτέλους την ησυχία μου που τόσο μου έχει λείψει… Να μην νοιάζομαι παρά για τον εαυτό μου, να μην κλαίω ποτέ πια, γιατί θα έχω την υγεία μου, τους δικούς μου, την αδερφή μου και θα δημιουργώ και θα εργάζομαι απερίσπαστη, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να μου ζητούν ευθύνες για τα πάντα…

Έτσι ήμουν πάντα: σταθερή στην αγάπη, στον έρωτα. Λες κι ο χρόνος βάθαινε απροσμέτρητα το αίσθημά μου, χωρίς ν’ αφήνει ίχνος ξεθωριάσματος…

Ο έρωτας για να αξίζει πρέπει να είναι απόλυτος, ελεύθερος από άγχη και φοβίες, γεμάτος από ειλικρίνεια και πίστη και σιγουριά…

Γιατί το πέρασμα του χρόνου είναι παράξενο: μπορεί να φέρει το καλύτερο; Μπορεί όμως και το χειρότερο. Δεν θα έπρεπε να έχουμε τη δύναμη να κατευθύνουμε τις ζωές μας προς το καλύτερο; Να προσπαθούμε να νικούμε τις αντιξοότητες πραγματώνοντας τα ιδανικά μας, δείχνοντας κατανόηση και θέληση; Αυτό είναι το μόνο ελπιδοφόρο όπλο μπρος στα αβέβαια γυρίσματα της ζωής. Μ’ αυτό μπορούμε ακόμη να κατορθώσουμε να μην φοβόμαστε τίποτε…

Αχ μαμά μου, η ζωή έχει και κακοτοπιές που με πληγώνουν… Όμως, πάντα όσο ζούμε, και μάλιστα τώρα που είμαι νέα κι έχω όλη τη ζωή μπροστά μου θ’ αντικρίζω τον ήλιο κάθε πρωί διψώντας και προσπαθώντας να τον φτάσω…

Πάντα αυτή η άκρατη αισιοδοξία μου… Είμαι πάντα άνθρωπος του πάθους, πιο πολύ στη σκέψη παρά στη δράση… όμως είναι πια καιρός να αναλάβω και δράση κι όταν μπαίνω στο χορό χορεύω και μάλιστα πολύ… ζωντανά και ρυθμικά.

Και τώρα μόνη με τον εαυτό μου… Κι αυτός που ένιωθα να με ταξιδεύει στην «ευτυχισμένη λίμνη» είναι μακριά… Κάπου εκεί, σ’ άλλη μια γωνιά της γης… Κι όλοι σερνόμαστε πάνω σ’ αυτή τη ρημαγμένη φλούδα κι όλοι «εκεί» θα καταλήξουμε… Έχει όμως σημασία «πως» θα ζήσουμε… Και το μέτρο της φοβερής κρίσης θα είναι η αγάπη… Ευτυχώς για μένα, γιατί έχω να επιδείξω άφθονη απ’ αυτή…

Κουράστηκα πια ν’ αναλώνω τον εαυτό μου στη λατρεία άλλων. Ήρθε ο καιρός να λατρευτώ περισσότερο, και με έργα και με λόγια… Η αλήθεια είναι ότι ανυπομονώ να βγω το βράδυ… Θα προσπαθήσω να γίνω όμορφη μόνο για τον εαυτό μου. Όμως όταν είναι κανείς όμορφος για τον εαυτό του, αυτό αντανακλά έμμεσα και στους άλλους. Με τον αέρα του, την αυτοπεποίθησή του και το αγέρωχο βάδισμά του μαγνητίζει τα βλέμματα… Όχι δεν είναι αυτό λαγνεία, είναι επίδειξη υπεροχής προσωπικότητας. Είναι κάτι σταθερό και παντοτινό…

Οι διάδρομοι του μυαλού μου επεκτείνονται συνεχώς. Δύσκολο πια να τους ακολουθήσεις και να τους εξερευνήσεις… Δύσκολο ακόμη και για σένα, που κάποτε ήσουν πρόθυμος να βυθιστείς σ’ αυτό το ταξίδι… Τώρα πια δεν είσαι πρόθυμος να το ξαναζήσεις… Όμως μόνο αυτός που προσπαθεί να ζήσει και ζει μαζί μου αυτό το ταξίδι έχει δικαίωμα μετοχής στην καρδιά μου… Όμως υπόσχομαι πια στον εαυτό μου αυτή η ειλικρινής μετοχή, ποτέ να μην επιτρέψω πια να γίνει κατοχή… Ποτέ να μην θελήσω να γίνει κατοχή, γιατί τότε ξέρω πως ξανά και αβάσταχτα θα υποφέρω… Τώρα πια ξέρω… γιατί ακόμη κι αυτοί που αγαπούν, πολλές φορές ξεχνούν την αγάπη τους και γίνονται αδιάφοροι και σκληροί… Δεν μοιάζουμε σ’ αυτό… Γι’ αυτό κι εγώ ποτέ πια δεν θα δώσω την ψυχή μου… Είναι μόνο του Θεού, αυτή…

«Η ψυχή μου»

Αγάπη, παντοτινή μου προσδοκία

γυμνή σου παραδίδω την καρδιά μου.

Το κάνω γιατί μετά, θέλω να πω πως έζησα

Πως δεν μου έδεσε η δειλία τα χέρια..

Πως δεν πτοήθηκα απ’ το φόβο της ζωής,

Απ’ το φόβο της απόρριψης και του πόνου της

που πάντα συνοδεύουν τη χαρά της.

Είμαι περήφανη που ξέρω να δίνω αγάπη

σε σένα παντοτινή μου προσδοκία,

σε σένα γλυκό μου όνειρο

που πήρες σάρκα και οστά τώρα,

και σίγουρα αύριο ξανά…

Όμως το λάθος μου ήταν μεγάλο

να σου δώσω την ψυχή μου…

το δύσκολο και το τέλειο.

Ένα θεϊκό πλάσμα. Το θεϊκότερο όλων.

Γιατί αυτό δεν ανήκει στους χωμάτινους ανθρώπους.

Είναι μόνο δικό μου και του Θεού.

Κανενός. Βάρβαρου και αλλόφυλου…

(Η υπερβολική προσκόλλησή μου,

ξέρω είναι ελάττωμα. Όμως η αληθινή αγάπη

είναι, έτσι κι αλλιώς η απόλυτη αγάπη…

Πάντα ήμουν ρομαντική, αθεράπευτα…

Πολλές φορές υπερβολική και υπερευαίσθητη

όμως πάντα προσπαθώντας να είμαι δίκαιη…

ν’ αποδίδω στον καθένα τις ευθύνες του).

Αυτό για μερικούς ανθρώπους είναι σκληρό

όμως, για μένα αναγκαίο.

Ποτέ μου δεν θα πάψω να ζητώ

την αλήθεια και τη δικαιοσύνη…

Τί υπέροχο που είναι να σ’ αγαπούν και να ξέρεις κι εσύ να αγαπάς…

Είναι η αγάπη καημός που περνά; Όμως αγάπη από αγάπη έχει διαφορά. Άλλες αντέχουν λιγότερο, άλλες περισσότερο. Άλλες φθείρονται απ’ το χρόνο, κι άλλες δυναμώνουν και φουντώνουν με το πέρασμά του… Οι τελευταίες είναι οι αληθινές.

«Κλειδωμένη στη γη»

Ένα γαλάζιο μπάλωμα ακίνητο

με καλεί προκλητικά να το πιάσω.

Είναι όμως πολύ ψηλά κρεμασμένο

και δεν το φτάνω. Είναι ο ουρανός.

Ας κατέβαινες λιγάκι, ουρανέ, στη γη μου.

Δεν περπατήσαμε μαζί στον ήλιο… Όμως αυτός συνέχισε να λάμπει το ίδιο δυνατά στη μοναχική θέα μου.

Κι όλα τα δέντρα βγάλαν φύλλα παρά την ακατάπαυστη, πονεμένη ψυχή μου… Η ζωή είναι ευνοϊκά σκληρή. Δεν γυρίζει πίσω της. Κι αν το κάνει θά ’ναι για να προχωρήσει ορμητικότερα μετά. Έτσι θέλεις πάντα να λες. Εσύ. Κι εγώ; Εγώ δεν αντέχω το ψέμα. Γι’ αυτό και πάντα θα ζω για την αγάπη. Μια τέτοια αγάπη ποτέ δεν θα γνωρίσει θάνατο. Γιατί αν πεθάνει κάποια αγάπη δεν είναι αυτή αγάπη. Δεν είναι η δική μου αγάπη. Η αγάπη που ξέρουν μόνο τόσο λίγοι. Εσύ, άραγε είσαι απ’ αυτούς;

Με έχεις βασανίσει, μ’ έχεις πονέσει. Πόνεσα γιατί ξέρω ν’ αγαπώ. Αν δεν πονούσα δεν θα αγαπούσα. Ελπίζω να το ξέρεις.

Έπαψες πια να διαβάζεις τις σκέψεις μου. Γιατί;

Τα φωτεινά σημεία και οι αναλαμπές που δείχνεις με κάνουν να τρέφω ξανά τις χαμένες μου ελπίδες. Ο ορίζοντάς μου νιώθω να ξανανοίγει. Έτσι είναι η ζωή: το σκοτάδι το ακολουθεί το φως, και πάλι ξανά.

Θεέ μου, βοήθησέ με, όπως πάντα με βοήθησες και με βοηθάς. Κάνε ώστε να νιώσω στη ζωή μου όσο το δυνατόν λιγότερη θλίψη, κάνε ώστε η ευτυχία να χαρακτηρίζει τη ζωή μου, να είναι όσο το δυνατόν διαρκέστερη. Αυτά σου ζητά ένας απλός άνθρωπος, χωμάτινος και θαμπωμένος απ’ το μεγαλείο σου.

Ναι, Θεέ μου, φοβάμαι το θάνατο. Πάρε τον μακριά απ’ τους αγαπημένους μου. Αν όχι για πάντα, για αμέτρητα χρόνια. Ώ! Είμαι τόσο απαιτητική. Όμως αυτό είναι μόνο που ζητώ: σωματική και ψυχική υγεία. Ούτε πλούτη, τίποτε άλλο, παρά μόνο υγεία κι αγάπη.

Καιρός είναι να προβώ σε πράξεις, πραγματοποιώντας τον εαυτό μου… Σε πράξεις πολλές, αντιφατικές και συγκρουόμενες, όπως και ο πολύπτυχος χαρακτήρας μου. Αυτές οι πράξεις θ’ αντικατοπτρίζουν και θ’ αντιπροσωπεύουν τις σκέψεις μου, τις ιδέες μου, τα πιστεύω. Οι πράξεις αυτές θα είναι, όπως και είναι ως τώρα, η επιβεβαίωση της ωριμότητάς μου, της ουδετερότητας που είναι στα πάντα η χρυσή τομή..;

Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που γνώρισα την αγάπη, ή έστω μιαν εκδοχή της, αν η αγάπη για τον καθένα παρουσιάζεται διαφορετικά. Την εκδοχή μου πάντα την έπλαθα, ακόμη κι όταν άρχισα πλέον να τη ζω. Είναι γιατί η αγάπη είναι η ζωή.

«Απελπισμένη ελπίδα»

Όποιο δρόμο και να πάρω

με κυνηγά το όραμα της αγάπης.

Σ’ όποια γη και να βρεθώ

πάντα θα την αναζητώ πιστά, απόλυτα.

Με ήλιο και με σύννεφα

θα ψάχνω απελπισμένα

έχοντας κρυμμένη βαθιά μου την ελπίδα της.

Η αγάπη είναι απελπισμένη ελπίδα.

Αύγουστος 1991 – Ιανουάριος 2003

Ποτέ μου δεν το πίστευα ότι θ’ αποδεικνυόταν στο τέλος τόσο ψευδής και τόσο αναίσθητος… γιατί είχαμε ζήσει τόσα μαζί που πίστευα πως δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους… η διάψευση με πλήγωσε βαθιά… περισσότερο η διάψευση μιας τρυφερής, βαθιάς ανθρώπινης σχέσης, παρά η διάψευση του έρωτα… Κάποτε πίστεψα και πίστευα πως ήταν ειλικρινής μαζί μου όπως ήμουν, ή τουλάχιστον, πάντα προσπαθούσα να είμαι κι εγώ μαζί του. Τώρα πια ξέρω πως η ειλικρίνεια έχει χαθεί στην εποχή μας.

Δεν ήταν αυτός που πίστευα, πιστός, σταθερός κι ειλικρινής. Ο χρόνος έδειξε τί ήταν. Πόνεσα πολύ μ’ αυτόν τον χωρισμό γιατί πίστεψα βαθιά σ’ αυτόν και την «αλήθεια» του. Τα μεγάλα του λόγια, που δεν στάθηκε ικανός να κρατήσει, με σήκωσαν στα σύννεφα για να με πετάξει μετά η διάψευσή τους σε κοφτερά βράχια.

Η τόση του αγάπη με συγκινούσε βαθιά και μ’ επηρέαζε… κι έπεσα στην παγίδα της «αγάπης»… της ΑΓΑΠΗΣ που πάντα για μένα είναι παντοτινή, βγαλμένη μέσα απ’ την ψυχή και το σώμα… Μια τέτοια «αμετακίνητη» αγάπη ζούσα μαζί του όλο το φθινόπωρο, το χειμώνα και τη μισή Άνοιξη… Κι ένιωσα την πλήρωση, την ευτυχία… Για πρώτη φορά στη ζωή μου γευόμουν, κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου την ευτυχία… που όμως ο χρόνος έδειξε ότι ήταν μια ψευδαίσθηση, μια αυταπάτη… Κι έπειτα, απ’ το Πάσχα και μετά, ήρθε ο καιρός της φτήνιας… Παντού φτηνές δικαιολογίες, ειπωμένες με απότομο, αγροίκο τρόπο, άνοιγαν πληγές μέσα μου… Η αλλαγή του άνοιγε χάσμα ανάμεσά μας… Καταλάβαινα πως η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει για μένα… Κι η αγάπη, τα όνειρα διαλύονταν σαν καπνός μπροστά στο θρόνιασμα μιας σκληρής, ανελέητης, «παράλογης» λογικής που είχε πια ξεχάσει για πάντα τί είναι αγάπη… Η ΑΓΑΠΗ ξέρει να συγχωρεί, η λογική όμως όχι… Κι αυτή η λογική λέγεται στυγνό συμφέρον, λέγεται σαρκικό φρόνημα, λέγεται χαμός… Ήταν κάποιος κυριευμένος απ’ όλα αυτά, κάποιος άγνωστός μου που δυσκολεύτηκα αφάνταστα ν’ αναγνωρίσω… Κι όμως, ήταν ο ίδιος εκείνος άνθρωπος που πίστεψα και που τώρα, στο τέλος μόνο, κατάλαβα πόσο λίγο γνώριζα…

Την ΑΓΑΠΗ που ουδέποτε εκπίπτει, που βασίζεται στον ψυχικό σύνδεσμο μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας… Την αγάπη που ξέρουν να προσφέρουν και να εκτιμούν μόνο πρόσωπα με πλούσιο και καλλιεργημένο ψυχικό κόσμο… Την αγάπη που ποτέ δεν κουράζεται να προσπαθεί και για τους δυο… Όλα αυτά τ’ αναζητώ ακόμη. Μου είναι αδύνατο να πάψω να τ’ αναζητώ γιατί θαρρώ πως είναι το θεμέλιο της ζωής μου και του κόσμου, το νόημά μου, η χαρά μου…

Τον περιφρονώ βαθιά γι’ αυτό, κι όμως μαζί τον λυπάμαι, γιατί ποτέ του δεν θα μάθει πόσο υψώνεται ο άνθρωπος σαν κλαίει και σαν ξαγρυπνά για την αγάπη… Κι εγώ ξαγρύπνησα κι έκλαψα πολύ… Τόσο πολύ όσο λίγοι… Κι όμως δεν άλλαξα.

«Το νερό της ψυχής»

Νύχτες ατέλειωτες, ποτάμια δάκρυα

κι η θλίψη πάντα εκεί.

Και ξάφνου ο κόσμος όλος άλλαξε

Φώτα, βοές, μουσικές αλλιώτικες…

Και το κορμί μου νόμιζε πως ξεδιψούσε…

θέλησε όμως να πιεί κι η ψυχή μου αχόρταγα.

Λίγο δάκρυ υπήρχε γι’ αυτή μόνο

Κι όταν κι αυτό τέλειωσε, τίποτα.

Όμως, έχω τη δύναμη και ψάχνω ακόμη για νερό.

Νερό δροσερό ψυχής και σώματος.

Κάπου θα υπάρχει…

Μαζί του ξόδεψα την ψυχή μου. Ό,τι πολυτιμότερο και βαθύτερο είχα μέσα μου προσπάθησα να του το δώσω απλόχερα. Όταν όμως άρχισα να καταλαβαίνω πως το πάθος που έτρεφε για μένα απείχε πολύ απ’ την αγάπη, τότε, κρατούσα σε μια γωνιά την ψυχής μου κρυμμένο κάτι και για μένα, για να έχω να ξοδεύω στους δύσκολους τωρινούς καιρούς: την πίστη, την ελπίδα, την αυτοπεποίθηση, την σχετική αυτάρκεια.

Όλα όσα ζήσαμε, όλες τις προσπάθειές μας, όλα τα λόγια του κατήντησαν κούφια στο τέλος… Όλος ο χρόνος που αφιέρωσα σ’ αυτή τη σχέση πήγε χαμένος… Τα τίναξε όλα στον αέρα μονομιάς, γιατί γι’ αυτόν δεν ήταν παρά ένα άθροισμα όμορφων στιγμών… Δεν είχε ούτε την ικανότητα, ούτε τη θέληση να προσπαθήσει για να κρατήσει ζώσα τη σχέση μας… Κι έτσι πέθανε γιατί κι η ψυχή του ήταν πάντα πεθαμένη στα μηνύματα της δικής μου ψυχής… Μια σχέση που στηρίζεται στον ψυχικό σύνδεσμο ποτέ δεν χαλά, όμως μια σχέση σάρκας, μόνο, είναι αργά ή γρήγορα καταδικασμένη… Δεν είχε αισθήματα, δεν είχε μέσα του καρδιά, τέτοια που εγώ νόμιζα, έτσι έδειξαν οι πράξεις του σε αντίθεση με τα μεγάλα λόγια του…

Παίρνω πίσω, αυτόν τον καιρό και τη δύναμη της συνήθειας και παλεύω σκληρά μαζί της : Έχω χρέος να την κατανικήσω για την προσωπική μου αξία, για ν’ αποδείξω πως δεν έχασα το βάρος της προσωπικότητάς μου…

Ύστερα όλα αυτά τα ελαττώματα και οι παραξενιές του… οι μεταπτώσεις του… Υπέφερα τόσο πολύ για όλα αυτά, άδικα… τις περισσότερες, τουλάχιστον φορές, άδικα… Οι συνήθειές του κι οι συνήθειές μου τόσο διαφορετικές… Κι όμως εγώ είχα ως το τέλος τη δύναμη και τη διάθεση να τις ανέχομαι ώστε να μην καταπιέζω την προσωπικότητά του, όμως αυτός είχε πια «κουραστεί» να κάνει το ίδιο και για τις δικές μου… Αυτή η συμπεριφορά του πια δεν είχε καμιά σχέση με την αγάπη… Πίσω απ’ τη λέξη «κουραστεί» κρυβόταν η ρηχότητα και η επιπολαιότητά του καθώς και η άγνοιά του της αγάπης… Όμως η αγάπη χρειάζεται αμοιβαιότητα: μόνο τότε πρέπει να λέγεται, αξίζει να λέγεται αγάπη… αλλιώς είναι στυγνή υποταγή… Κι εγώ δεν θα το άντεχα ποτέ αυτό.

Σε αντίθεση με μένα, ποτέ του δεν ψαχνόταν πολύ, ποτέ του δεν σκεφτόταν, ποτέ του δεν ξαγρυπνούσε βυθισμένος στη μοναξιά και τις σκέψεις… Όλα αυτά που εμένα μου δίνουν δυνάμεις να προχωρώ ξεκαθαρίζοντας τα πάντα μέσα μου, εκείνον τον «κούραζαν» τρομερά… Διαφέραμε σε πολλά… Όμως πίστευα πως η ΑΓΑΠΗ με τις αμοιβαίες υποχωρήσεις της θα μπορούσε να ξεπεράσει τα εμπόδια.

Ο κουρασμένος μου εαυτός χρειάζεται ξεκούραση, ξέγνοιαστη ανάπαυση κι ελπίδα. Αρκετά πόνεσε κι έκλαψε για έναν ανάξιο που τον πίκρανε πολύ. Κι η αναξιότητά του αποδείχτηκε στην πράξη, όχι απλά στα λόγια… Θυμάμαι όλες τις σκηνές, τις στιγμές που περάσαμε -ενός ολόκληρου χρόνου- , τα λόγια που ανταλλάξαμε τόσο ζωντανά λες και συνέβησαν χθες, κι ας έχει περάσει ένας μήνας και παραπάνω απ’ τη μέρα που χωρίσαμε… Υπόσχομαι στον εαυτό μου πως αυτή η ναυαγισμένη σχέση δε μ’ έφθειρε, πως μετά απ’ όλα αυτά μπορώ να ξαναγαπήσω ακόμη δυνατότερα… Όμως έρχονται στιγμές που ο πληγωμένος μου εγωισμός εξανίσταται και με πιάνουν λυγμοί στη σκέψη πως τώρα κι ενώ εγώ ακόμη υποφέρω, αυτός λόγω της αναισθησίας του, το έχει εδώ και καιρό ξεπεράσει… Μα μήπως το πέρασε ποτέ του για να το ξεπεράσει; Όλα, τα πάντα πάνω του περνούσαν ξώπετσα, τίποτα δεν ήταν ικανό να χαλάσει το λήθαργό του, ενώ σε μένα τα πάντα χαράσσονταν βαθιά στην καρδιά μου και μετά κλωθογυρνούσαν στη σκέψη μου και την τριβέλιζαν ασταμάτητα τα βράδια…

Οι δρόμοι μας ήταν πάντα διαφορετικοί, όμως τότε εγώ δεν το έβλεπα, τυφλωμένη απ’ το όνειρό μου… Τώρα που έχουν οριστικά και τυπικά χωρίσει δεν μου μένει παρά να τραβήξω με χαρούμενη ξεγνοιασιά αλλά και υπευθυνότητα το δρόμο που εγώ χάραξα με κόπο τόσα χρόνια και που πατά στα χνάρια της ειλικρίνειας και της ΑΓΑΠΗΣ…

Είναι τόσο παράξενοι οι άνθρωποι… Τόσο που ώρες-ώρες τους φοβάμαι… Θαρρώ πως και να μην θέλουν να μου κάνουν κακό, να μην έχουν καμιά πρόθεση για κάτι τέτοιο, στο τέλος θα εκμεταλλευτούν την καλοσύνη μου και θα μου το κάνουν…

Όταν όμως έπαψε πια να μ’ αγαπά, πολλά έσπασαν μέσα μου: όλη εκείνη η τυφλή εμπιστοσύνη, ο θαυμασμός που του είχα, μετατράπηκαν σ’ ένα ατέλειωτο «γιατί»; Σ’ ένα κρυφό και φανερό παράπονο. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά ως το τέλος πίστευα και πάλευα για τη συμπάγεια της αγάπης…

Ξέρω πως ποτέ του δεν μπορεί να μ’ αγάπησε αληθινά. Ξεδίψασε πάνω μου το ερωτικό του πάθος μ’ απίστευτη ένταση κι όταν ο έρωτας ξέφτισε, ξεθώριασε, είπε πως η σχέση μας νέκρωσε, ήταν στάσιμη… Κι ενώ εγώ μετά απ’ αυτές τις κρίσεις του ή ψευτιές; Έκανα προσπάθειες για ανανέωση…

Κι είμαι σίγουρη πως έχασε. Γιατί η ευτυχία σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχει στην απλότητα και την ολιγάρκεια. Η απληστία πάντα δημιουργεί ελλείψεις… Αυτό δυστυχώς το ξέρουν μόνο λίγοι ώριμοι κι εκλεκτοί…

Τώρα νιώθω ήρεμη, όμορφη κι αγνή. Η ψυχική μου γαλήνη ομορφαίνει και το πρόσωπό μου, το σώμα μου είναι ελαφρό. Ήμασταν ίσως πολύ διαφορετικοί για να μπορέσουμε να κρατηθούμε για πολύ ενωμένοι… Εγώ ήξερα ν’ αγαπώ, εκείνος όχι… Το μόνο που μπορώ να πω μετά απ’ όλα αυτά με σιγουριά είναι το ότι ξέρω ν’ αγαπώ μόνο πολύ… Το βάρος της αγάπης μου αυτής δεν μπορούν να το αντέξουν όποιοι κι όποιοι… Μπορούν μόνο αυτοί που έχουν στην ψυχή τους βάθος και πλούτοι κι όχι οι επιφανειακοί, αυτοί που στερούνται ίχνους ευαισθησίας…

Όμως η αγάπη δεν μπορεί να κλείνεται μέσα σε τόσο στενά όρια και να ασφυκτιά κάτω από τέτοιες «ψυχολογικές πιέσεις»… Κάπου επιβάλλεται να παραμερίζουμε και λίγο το προσωπικό μας θέλημα, προκειμένου να βρούμε τη χρυσή τομή και την επαληθεύσουμε με πράξεις την υποτιθέμενη αγάπη μας… Πρέπει και οι δυο να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις ανάγκες του άλλου και να ενεργούν με κοινό γνώμονα, εφόσον έχουν κοινό σκοπό… Όμως με μας ήταν έτσι μόνο μέχρι το Πάσχα…

Άβυσσος η ανθρώπινη ψυχή που όμως η ΑΓΑΠΗ μπορεί να εξερευνήσει και να εξημερώσει…

Αγαπημένε μου άνδρα,

τα σφάλματά μου στη ζωή θέλω να μου τα συγχωρήσεις γιατί είναι δικά μου. Πάντα, από τότε που πρωτοκατάλαβα τον εαυτό μου, αναζητούσα μ’ ελπίδα κι αγωνία την πραγματική και μοναδική αγάπη στη ζωή μου που είσαι εσύ. Μόνο εσύ. Γιατί για μένα δεν μετρούσαν ποτέ κι ούτε μετράνε οι εφήμερες «αγάπες» χωρίς εκπλήρωση, φτηνές «αγάπες» που διαψεύδονται με τα εμπόδια της ζωής, δεν είναι καν αγάπες… Πάντα αγαπούσα μόνο πολύ κι οι εφήμερες αγάπες ποτέ δεν με γέμιζαν… Πάντα πονούσα τόσο απ’ τη διάψευση… Μην μου τη δώσεις ποτέ εσύ που με τόση λαχτάρα, ελπίδα κι ανυπομονησία σε προσμένω… αγαπημένε μου… Δεν ξέρω ακόμη τ’ όνομά σου, κι όμως τί σημασία μπορεί να έχει αυτό, όταν ξέρω ν’ αγαπώ μόνο πολύ; Σε περιμένω.

Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να μπορούσαν να βγαίνουν τόσο άφθαρτοι, τόσο αδιάφθοροι απ’ την τρικυμία μιας ναυαγισμένης τους σχέσης, όπως εγώ, και να μπορούσαν να ξαναγαπήσουν μ’ ακόμη μεγαλύτερη θέρμη και δύναμη από πριν.

Κι όταν ένιωσε να μην έχει ανάγκη ούτε το σώμα μου, κι όταν ένιωσε ότι ίσως θα μπορούσε να γνωρίσει ένα καινούργιο σώμα έφυγε.. Εγώ θέλησα πριν απ’ αυτόν να φύγω μα δεν είχα τη δύναμη και φοβόμουν τη μοναξιά και το άγνωστο… Όμως υπήρξαν στιγμές που δεν έβρισκα άλλη διέξοδο απ’ τη φυγή γιατί ένιωθα ώρες-ώρες να ασφυκτιώ κοντά του… Κι όμως είχα το ψυχικό σθένος να υπερνικώ αυτές τις φυσικές και απατηλές παλινδρομήσεις της ψυχής μου για χάρη της χαράς της αγάπης εκείνης της μακρινής πια… ίσως του ιδανικού μου που αυτός δεν κατόρθωσε στο τέλος να ενσαρκώσει…

Η ΑΓΑΠΗ είναι η πρώτιστη ανάγκη της ψυχής μου. Είναι έλξη, είναι κατανόηση, είναι φιλία, είναι τρυφερότητα, είναι διάθεση για προσέγγιση και ψυχική επικοινωνία, είναι διάθεση για αμοιβαίες υποχωρήσεις και δύναμη να συγχωρείς τον άλλο για τα λάθη του. Είναι η ΑΓΑΠΗ όλα αυτά μαζί και κανένα μόνο του.

Ήταν πάντα τόσο προσκολλημένος στη σάρκα… Η αναζήτηση της ηδονής που τον έφερε, που τον κόλλησε κοντά μου, αυτή η ίδια φτηνή αναζήτηση (όταν αποχωρίζεται από βαθύτερα αισθήματα) τον πήρε μακριά μου.

Για το μόνο που μετανιώνω είναι για την υποκρισία μου στον έρωτα. Πάντα προσπαθούσα να του ανεβάζω το ηθικό λέγοντας του ψέματα, γιατί οι φορές που είχα οργασμό ήταν πάντα πολύ λιγότερες απ’ ότι του έλεγα, γιατί πάντα με ρωτούσε πόσες ήταν αφού δεν καταλάβαινε… Άπειρος κι αναίσθητος, σχεδόν ζωώδης ο έρωτάς του, χωρίς ίχνος αισθησιασμού… Μετρημένες στάθηκαν οι φορές που ένιωσα μαζί του πρωτόγνωρη διέγερση… Κι άπειρες άλλες φορές ανέχτηκα τα αηδιαστικά σάλια του στο στόμα μου και σ’ όλο μου το κορμί… Πόσες φορές θυμάμαι δεν είχα αηδιάσει καθώς ήμουν αναγκασμένοι ν’ ανέχομαι τα απανωτά σαλιάρικα φιλιά του…

Κι αυτή η αναπνοή του που βρωμούσε τσιγάρο ήταν στιγμές-στιγμές ανυπόφορη… Όμως όλα αυτά τα ξεχνούσα, πίστευα πως άξιζε να τα παραμερίζει κανείς, να τα συγχωρεί σε κάποιον που μ’ αγαπούσε δυνατά, αληθινά κι αμετακίνητα… Γιατί έτσι πίστευα πως μ’ αγαπούσε… Όμως τώρα πια που αποδείχτηκε τί ήταν, ποιος ήταν, βρίσκω πως δεν άξιζε τον κόπο ν’ ανέχομαι όλα αυτά και να του υψώνω με ψεύτικα λόγια τον ανδρισμό του και τον υπερφίαλο εγωισμό του… Δεν πειράζει όμως… το έκανα από αγάπη, κι αυτό και το ό,τι ήμουν υπερβολικά τρυφερή μαζί του…

Δε θέλω να θυμάμαι πόσο πολύ έκλαψα, πόσο πολύ ξενύχτησα, πως είχα φτάσει στα όρια του μαρασμού, του παραλογισμού… Κι όλα αυτά δεν είναι υπερβολές, είναι αλήθεια, γιατί η μέρα και η νύχτα τότε, τις πρώτες μέρες του χωρισμού δεν ξεχώριζαν για μένα, ήταν αξεδιάλυτες, ήταν μια συνεχής αγωνία, ένας ατέλειωτος βρόγχος… Ήταν η διάψευση της αγάπης… Είχε χαθεί το όνειρο σαν καπνός… Ήταν η κακία και η ψευτιά των ανθρώπων…

…Κι έλεγε ότι οι άνθρωποι αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου (όμως, όταν φτάσουν στην ωριμότητα δεν μπορεί πια ν’ αλλάζουν σαν φτερό στον άνεμο και τα αισθήματά τους…).

Το θέμα είναι να βρω τη φωτεινή εξαίρεση. Κι αυτό είναι που με φοβίζει: Το αβέβαιο μέλλον που απλώνεται μπροστά μου και η αβεβαιότητα αν θα συναντήσω στο δρόμο μου έναν άνθρωπο σωστό, ωραίο, με χαρακτήρα. Έναν πραγματικό άνδρα. Όχι δειλό και ψεύτη και φτηνιάρη, μικροπρεπή.

Αρκετά πόνεσα για την ψευτιά και την αναξιότητα. Για τη διάψευση μιας ανύπαρκτης αγάπης. Ήρθε ο καιρός ν’ αγαπήσω περισσότερο τον πονεμένο μου εαυτό.

Ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου που πέρασε και πάει. Τώρα πια οι ζωές μας, εδώ και καιρό, κυλούν χωριστά, χωρίς να νοιάζεται ο ένας για τον άλλον… Έρχονται στιγμές που μου φαντάζει τόσο μακρινός, σαν μια σκιά του παρελθόντος, μια θολή μορφή που λες και δεν πέρασε ποτέ απ’ τη ζωή μου… Κι εγώ, ενώ είχα πιστέψει πως δεν θα το ξεπερνούσα ποτέ, το ξεπέρασα!

Ναι, το παραδέχομαι, είχα πιστέψει πως είχα κάνει ένα σημαντικό βήμα στη ζωή μου, όμως η ίδια η ζωή με τις παλινδρομήσεις της, τ’ απρόοπτά της και τα παράξενα γυρίσματα με γύρισε πίσω στην πρωτινή μοναξιά μου, για το καλό μου… Τώρα πια, ξέρω πολύ περισσότερα από τότε… Έζησα κι έμαθα και προχωρώ με θάρρος!

Οι άνθρωποι είναι τόσο ανεύθυνοι, αναξιόπιστοι και ευμετάβολοι σαν φτερά στον άνεμο, ακόμη και ψεύτες. Δεν πρέπει κανείς να στηρίζεται στους άλλους και προπαντός στους ανώριμους που υποτίθεται ότι είναι τρελά ερωτευμένοι. Αυτό είναι το τρικυμιωδέστερο και το πιο αμφίβολο των ανθρωπίνων αισθημάτων. Πρέπει κανείς να στηρίζεται μόνο στον εαυτό του και τους ανθρώπους που τον αγαπούν πραγματικά, και πάνω απ’ όλα στο Θεό.

Αυτός ο περασμένος Ιούλης ήταν ο πιο μαρτυρικός, ο πιο δύσκολος μήνας της ζωής μου. Όμως μέσα απ’ τις προδομένες μου τρυφερότητες ξεπρόβαλλε ένας ήλιος: ο ήλιος της ελπίδας σε κάτι καλύτερο. Σ’ ένα καλύτερο αύριο. Κι ένα καλύτερο αύριο το κάνουν οι καλύτεροι άνθρωποι. Γιατί όπου κι αν βρίσκεσαι, όταν έχεις δίπλα σου τους ανθρώπους ή τον άνθρωπο που αγαπάς και σ’ αγαπά παίρνεις δύναμη, όλα γύρω σου αποκτούν νόημα κι αιτία ύπαρξης.

Γι’ αυτόν ήμουν και είμαι μια άγνωστη, για μένα ήταν ένας τρυφερός «άγνωστος» που τώρα πια είναι ένας «αποτρόπαιος γνωστός».

Αυτός έλεγε πως πάντα αναζητούσε μια τέτοια αγάπη στη ζωή. Εγώ όμως έλεγα και λέω πως αναζητώ την «ΑΓΑΠΗ» στη ζωή μου… Διαφέρουμε τόσο στις επιδιώξεις, στην καλλιέργεια και στο βάθος των αισθημάτων.

Διακατέχεται απ’ την αντίληψη που αντιμετωπίζει τις γυναίκες σαν εξωτικά φρούτα, κι όχι σαν ανθρώπους, που όταν δοκιμάζεις και χορταίνεις απ’ το ένα προχωράς, ασυνείδητα να δοκιμάσεις και το αμέσως επόμενο… όπως ακριβώς φέρεται ένα ζώο. Για μένα αυτός, έχει πλέον υποβιβαστεί στην τάξη του ζώου, ενός δειλού, ανίκανου ν’ αντιμετωπίσει και να μαρτυρήσει την αλήθεια.

Πολλές φορές, αμέτρητες φορές, προσπάθησα χωρίς ουσιαστική ανταπόκριση, έχοντας απέναντί μου μια «άκαρδη καρδιά», μια σκέτη σάρκα χωρίς πάθος και ζωντάνια ανθρώπινη, ό,τι όλα αυτά τα θαυμαστά που ζήσαμε δεν άφησαν τίποτα μέσα του… Είχα απέναντί μου ένα σωρό από ελαττώματα, και το χειρότερο αποδείχτηκαν στο τέλος ελαττώματα χωρίς μετάνοια…

Δεν στάθηκε ικανή η ψευτιά και η βρωμιά του να με διαβρώσουν. Κι έμαθα ακόμη τη δύναμη που κρύβω μέσα μου: κι αυτή είναι αρκετά μεγάλη για να μπορεί να περιφρονεί και να απεχθάνεται το ψέμα και την φαυλότητα και να υπερασπίζεται την αγάπη. Πιστεύω, ακόμη, πως η αγάπη είναι που κρατάει ζωντανούς τους ανθρώπους που δίνει το νόημα στο σάπιο μας κόσμο… Αν λείψει αυτή όλα θα γκρεμιστούν παντελώς. Και για να στέκουν όρθια ακόμη σημαίνει πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι εκτός από μένα που πιστεύουν στην αληθινή αγάπη. Αυτή η πίστη μας είναι και η μεγάλη μας νίκη!..

Υπάρχουν στους ανθρώπους αισθήματα ανώτερα απ’ το συμφέρον και την ηδονή; Και απαντώ απλά: δεν ξέρω. Ίσως όταν γνωρίσω και ζήσω τέτοιους ανθρώπους που θ’ αποδειχθούν ως το τέλος τέτοιοι, θα το πιστέψω. Γιατί τώρα, μετά απ’ όλα αυτά, δεν ξέρω.

Όχι, δεν ήταν αυτός που μια ζωή περιμένω σκυμμένη στο παράθυρό μου… Θεέ μου οδήγησέ τον στο σωστό δρόμο για να συναντηθούμε σαν δυο παλιοί γνώριμοι, σαν δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ, προτού κάν γνωριστούν…

Η νύχτα απλώθηκε και τα τριζόνια συνεχίζουν το σκοπό τους… Βαριά τρικαλινή ζέστη γύρω μου και μέσα μου θερμαίνει την μοναχική καρδιά μου… Καυτά, αυγουστιάτικα δάκρυά μου, απροσδόκητα, βάλσαμο στη φουρτουνιασμένη μου ψυχή… που θυμάται τη Θεσ/νίκη στις 23…26 Ιουνίου 1991 και τον «Τελευταίο χορό…»

Περνώ έναν Αύγουστο μοναχικό. Ευτυχώς που έχω κοντά μου την αδερφούλα μου, τη χαρά της ζωής μου και μετριάζεται η μοναξιά μου. Κάποτε έλεγα πως ήταν αυτός η χαρά της ζωής μου… Μεγάλη κουβέντα που αποδείχτηκε ψεύτικη… Είναι φοβερό το αίσθημα της εγκατάλειψης, της απόρριψης, από ένα πρόσωπο που, ενώ το θεωρούσες δικό σου κι ερωτευμένο για πάντα μαζί σου, σε απορρίπτει για να προτιμήσει κάποια άλλη… για να γνωρίσει κι άλλα σώματα εκτός απ’ το δικό σου, γιατί δεν το γέμιζε το δόσιμό σου… Δεν είναι όμως δικό σου το φταίξιμο: εσύ έκανες ό,τι μπορούσες, αυτό όμως το πρόσωπο δεν ήταν σαν εσένα φυσιολογικό, ανθρώπινο κι απόλυτα ομαλό. Δεν είχε το ίδιο βάθος στην ψυχή του όπως εσύ. Δεν ήταν ικανό ν’ αγαπάει με την ψυχή και το σώμα του. Δεν ήξερε να προσπαθεί συνέχεια για την αγάπη: ήθελε μόνο ν’ απολαμβάνει ζωωδώς. Δεν σ’ αντιμετώπισε σαν πρόσωπο, παρά μόνο σαν σώμα. Στο κάτω-κάτω, αυτό δεν είναι δική σου ευθύνη: έτυχε να είναι ένας τελείως διαφορετικός χαρακτήρας απ’ τον δικό σου… στο κάτω-κάτω κι εσύ αναρωτήθηκες πολλές φορές, παλιότερα, αν σε κάλυπτε ψυχικά, κι εσύ δεν ήσουν απόλυτα σίγουρη αν τον αγαπούσες αρκετά δυνατά για να ενώσεις τη ζωή σου μαζί του… Ναι, έτσι είναι… έφτασες κι εσύ πολλές φορές να αναζητάς υποσυνείδητα και συνειδητά το χωρισμό, όμως δεν είχες τη δύναμη να τον πραγματοποιήσεις γιατί φοβόσουν τόσο το μετά, τη μοναξιά, την αλλαγή της ζωής σου και την επαναφορά στην αναζήτηση…

… κι η έκπληξή σου κορυφώθηκε, τα μάτια σου άνοιξαν διάπλατα και νόμισες πως έβλεπες ένα κακό όνειρο που θα διαλυόταν με την αυγή μιας καινούργιας μέρας… γιατί σου ήταν αδύνατο να πιστέψεις πώς σου φερόταν μ’ αυτό τον απάνθρωπα ανεξήγητο τρόπο αυτός που κάποτε σε λάτρεψε, αυτός που κάποτε ήταν προσκολλημένος πάνω σου… Κι, όμως, αυτός τώρα πια είναι παρελθόν γιατί αυτός το θέλησε έτσι. Ένα παρελθόν που τόσο σκληρά προσπαθείς, απ’ τη στιγμή του χωρισμού μέχρι σήμερα, να ξεριζώσεις μάταια απ’ την καρδιά σου, γιατί έχει γίνει πια κομμάτι, κι αυτό, της ζωής σου, που σε βασανίζει, ίσως γιατί είναι ακόμη νωπό. Θα δεις πως, καθώς θα περνάει ο καιρός, θα πάψει πια να σε βασανίζει, και θα είναι απλά κι αυτό ένα κομμάτι του παρελθόντος σου, όπως κι όλα τ’ άλλα, άψυχο και βουβό, γιατί τότε θα μετράει η ευτυχία του παρόντος σου…

Όταν είχε την ανάγκη μου έφτανε να μου υπόσχεται τα πάντα, τον ουρανό με τ’ άστρα έφτανε να μου βεβαιώνει ότι θα μ’ αγαπάει παντοτινά… Κι εγώ ρουφούσα όλα αυτά τα λόγια σαν το ποθητό νέκταρ που περίμενα τόσο καιρό να γευτώ και πετούσα σαν αρχαία θεά στα ουράνια… Μα σαν έπαψε να έχει την ανάγκη μου, τα ξέχασε όλα μονομιάς, πετώντας με σαν άχρηστο πανωφόρι… εμένα που του έδωσα τόση αξία που δεν άξιζε, που του τόνωσα εσκεμμένα το ηθικό, γιατί νόμιζα πως μ’ αγαπούσε αληθινά και για πάντα…

Και τώρα που γυρνώ πίσω στο παρελθόν βλέπω πιο καθαρά: ο τρόπος που κάνει έρωτα ένας άνθρωπος είναι ενδεικτικός των βαθύτερων ψυχικών ιδιοτήτων του και του χαρακτήρα του: αυτός, χωρίς ίχνος αισθησιασμού, έκανε έρωτα σαν ζώον, κι ενώ εγώ ένιωθα την ανάγκη να με κοιτά στα μάτια και να βυθίζεται στο βλέμμα μου όπως βυθιζόταν στο κορμί μου, αυτός δεν με κοιτούσε στα μάτια ούτε με χάιδευε τρυφερά, παρά μόνο κοίταζε έντονα το αιδοίο μου, γιατί αυτό τον ερέθιζε. Δεν αγάπησε ποτέ του εμένα ολόκληρη, παρά μόνο αυτό, κι επειδή υπάρχουν κι άλλα πολλά τέτοια, αυτή η φτηνή «αγάπη» δεν διήρκησε…

Όταν γκρεμίζεται μια πίστη γκρεμίζονται τα πάντα γύρω μου…

Αγάπη σημαίνει να δέχεσαι τον άλλον όπως είναι χωρίς να παραβιάζεις την προσωπικότητά του. Αγάπη σημαίνει να κάνουν κι οι δυο αμοιβαίες υποχωρήσεις για χάρη της ομορφιάς της συμβίωσής τους, αγάπη σημαίνει να ξέρουν να συγχωρούν στ’ όνομα της αγάπης… Κι αυτός όλα αυτά «κουράστηκε» να τα κάνει μαζί μου… Ίσως να νιώθω τώρα τόση μοναξιά και να μου λείπουν όλα αυτά που ζούσα πέρσι, τέτοιον καιρό, γιατί έχω συνδέσει την αίσθηση της αγάπης με τον κοινωνικό περίγυρο και την ανθρώπινη συντροφιά.

Η ζωή όμως προχωρά κι εγώ δεν μπορώ παρά να την ακολουθήσω, πλάθοντας το δικό μου μονοπάτι… χαράζοντας τη δική μου πορεία, γράφοντας τη δική μου ιστορία…

Μου χρειάζεται ηρεμία και πίστη… Δυο φοβερές δυνάμεις… ακατανίκητες… που έσωσαν τον κόσμο…

Δεν με χωράει ο τόπος… Ούτε μέσα αντέχω να κάθομαι, ούτε έξω θέλω να βγαίνω… Αυτή η πόλη είναι αηδία… Κάθε γωνιά της, κάθε δρόμος της μου θυμίζουν τόσα πολλά που δε θέλω να θυμάμαι… στιγμές εφήμερης ευτυχίας που τώρα μου λείπουν τόσο… στιγμές ψεύτικης ευτυχίας που τώρα ωχριούν και χάνονται, γίνονται ένα τίποτα μες στην τωρινή μοναξιά μου.

Και τώρα που τα έδειξε όλα ο χρόνος τα έχω μετανιώσει: έχω μετανιώσει γιατί άφησα τόσο πολύ να με κυριέψουν το συναίσθημα κι οι αισθήσεις εξοστρακίζοντας τη λογική, τις αρχές και την ηθική… Απ’ τη μια το έχω μετανιώσει κι απ’ την άλλη νιώθω ανώτερη γιατί ξέρω, πάντα ήξερα πως αγάπη είναι να ξεπερνάς τα συμβατικά όρια του συμφέροντος και της λογικής: κι εγώ αυτή την ευτυχία της αγάπης μου την ένιωσα γιατί στάθηκα ικανή να βάζω την αγάπη πάνω απ’ όλα, στάθηκα ικανή ν’ αγαπήσω χωρίς όρια, άσχετα αν αυτός που αγάπησα δεν ήταν αυτός που νόμιζα…

Γιατί, κακά τα ψέματα, δε ζει κανείς την ευτυχία συλλέγοντας κάποιες στιγμές-σπαράγματα ευτυχίας, αλλά κατορθώνοντας να θρονιάσει την ευτυχία στην απλή καθημερινή ζωή του, αγαπώντας βαθιά κι ειλικρινά, δείχνοντας επιείκεια κι αρκούμενος στα λίγα αλλά πολύτιμα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή.

Νιώθω να βγαίνω μέσα απ’ όλη αυτή την περιπέτεια, απ’ όλο αυτό το φλογισμένο καμίνι, γεμάτη πείρα και κατανόηση για τους αληθινούς ανθρώπους, περιφρόνηση κι αδιαφορία για τους ανάξιους να λέγονται άνθρωποι, τους δειλούς και τους ψεύτες.

Αρκετό καιρό αφιέρωσα αυτό το καλοκαίρι στη σκέψη, που όμως ήταν τόσο απαραίτητη για να ξεκαθαρίσω τ’ αξεδιάλυτα κουβάρια της θλίψης μέσα μου και να ξαναβρώ το χαμένο εαυτό μου.

Βραδιές ζεστές, αβάσταχτες του Αυγούστου… Περιμένω. Αύριο θα χαράξει μια καινούργια μέρα που όμως θα είναι ίδια όπως όλες σχεδόν οι περασμένες μέρες, του μονότονου αυτού καλοκαιριού. Σημασία έχει ότι θα δω και πάλι φως αύριο και για πολλές-πολλές μέρες ακόμη στη ζωή μου… Μόνο και μόνο γι’ αυτό το φως πρέπει να είμαι ευτυχισμένη… Πόσοι άνθρωποι υπάρχουν σ’ αυτή τη γη που δεν μπορούν να δουν αυτό το ζωογόνο φως…

Πόσο πολύ έχω πονέσει απ’ την «αγάπη»… Κάηκα αμέτρητες φορές και νά’μαι πάλι ζωντανή, όπως και πρώτα… Νιώθω μέσα μου να γιγαντώσει η ανάγκη ν’ αγαπηθώ τόσο δυνατά όσο εγώ αγαπώ… Ν’ αγαπηθώ απ’ τον άνδρα, που θ’ αγαπήσω, χωρίς τέλος γιατί η αληθινή αγάπη κι ο αληθινός έρωτας δεν έχουν τέλος…

Δεν κατόρθωσα και χθες να ηρεμήσω. Η βαριά ζεστή ατμόσφαιρα γύρω μου και η αφόρητη ταχυπαλμία μου μου στέρησαν και πάλι το ζωογόνο ύπνο…

Στο τέλος δεν μου συμπαραστάθηκε ούτε σαν παλιός καλός φίλος, ενώ εγώ τον είχα τόση ανάγκη, ενώ ένιωθα τη ζωή μου να βυθίζεται σε μαύρα απάτητα νερά… Γι’ αυτόν προείχε και τότε ακόμη ο εαυτός του, ο ύπνος του κι η ξεκούρασή του… Δεν μπορούσε να διαθέσει ούτε λίγο χρόνο για μένα, εξαφανίστηκε σα δειλός, σαν προδότης… Κι όμως τί του ζητούσα; Μονάχα λίγη συμπαράσταση ν’ αντιμετωπίσω το γκρέμισμα της πίστης μου σ’ αυτόν… Μ’ απόφευγε, ήθελε ν’ αποδεσμευτεί τελείως από μένα… Όλα από τότε αυτό έδειξαν… αυτό ήταν που με πλήγωσε πιο πολύ απ’ όλα: η έλλειψη έστω και του παραμικρού αισθήματος φιλίας, μετά από ένα χρόνο που ζήσαμε αχώριστοι… μετά απ’ την τόση οικειότητα που είχαμε αποκτήσει… Πόσο έχω πονέσει, πόσο δεν έχω απορήσει γι’ αυτό τον τρόπο που τελείωσαν όλα… Έτσι, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς, αφού πάντα ήταν ένα ζώον.

Τί σημασία έχει, ευαίσθητη κι αξιολάτρευτη ύπαρξη, αν δεν σ’ αγάπησε πραγματικά ένα τίποτα, χωρίς ταυτότητα και δίχως αριθμό; Εσύ παντού μπορείς κι αφήνεις το στίγμα σου, στίγμα εργατικότητας, προσπάθειας και σεβασμού. Γι’ αυτό κι έχεις ήσυχη τη συνείδησή σου και μπορείς να ελπίζεις στο Θεό για καλύτερες μέρες μέσα από καλύτερους ανθρώπους… Πάλεψες μόνη σου με τ’ άγρια κύματα κι άραξες, μετά από πολύ κόπο, στο βράχο της μοναξιάς σου όπου παρέμεινες 52 ολόκληρες μέρες. Τώρα πια είναι καιρός να γευτείς κι εσύ τους καρπούς της ηρεμίας και της γνώσης… Τους καρπούς της εσωτερικής ομορφιάς που αντανακλούν στο πρόσωπό σου. Δείξε θάρρος και αποφασιστικότητα, παραμέρισε γενναία, όπως γενναία πάλεψες τόσες μέρες, τις τυχόν δυσκολίες και βοήθησε τον εαυτό σου όπως εσύ, μόνο, ξέρεις. Όσο γι’ αυτούς που σε λύπησαν πολύ, θα είναι σαν να μην υπάρχουν πια για σένα. Η παρουσία τους δεν θα σ’ αγγίζει πλέον, μια παρουσία προσώπων άγνωστων για σένα, που ζουν σε διαφορετικό κόσμο απ’ τον δικό σου.

Μόνο οι άνθρωποι με προσωπικότητα, με ταυτότητα μπορούν ν’ αφήσουν το δημιουργικό τους στίγμα πάνω στους άλλους. Άνθρωποι σκεπτόμενοι, ανήσυχοι, άνθρωποι του πάθους… Τέτοιοι άνθρωποι σου ταιριάζουν ευγενική μου καρδιά… Άνθρωποι που ξέρουν πως ο έρωτας κι η αγάπη δεν τελειώνουν ποτέ όσο ζει κανείς…

Μην μου μιλάτε για επανάσταση! Η μόνη επανάσταση είναι η ΑΓΑΠΗ που μπορεί όλα να τ’ αψηφήσει: πλούτο, κοινωνικές επιταγές, συμβατικότητες, ανθρώπινες αδυναμίες, οικονομικές δυσκολίες, στενά συμφέροντα.

Τελευταία τα πεζά μου μοιάζουν με ποιήματα. Όπως ο ήλιος μοιάζει με τη βροχή. Δεν ξέρω πια τί είναι η ζωή. Ούτε τί είναι ο έρωτας. Κάθομαι με τις ώρες στο κρεβάτι μ’ άδεια σκέψη, βλέμμα κενό, καρδιά κουρασμένη. Και δεν έχω όρεξη μήτε τον έρωτα να μελετώ. Τί να είναι αυτό που έχω πάθει; Μοιάζει σαν μελαγχολία, σαν βύθισμα, σαν κατατονία. Θέλω να βγω απ’ το λήθαργο, μα δεν είναι κι εύκολο. Από χθες είμαι έτσι.

Παράξενη, ζεστή μέρα του Ιούνη, με τον ιδρώτα να ρέει ανεπαίσθητα στ’ αυλάκια και στις σχισμές του σώματος. Η αναπνοή δύσκολη, βαριά. Η ατμόσφαιρα πυκνή, αποπνικτική… Μουντή θλίψη που πλανιέται στ’ απόσκια των δρόμων αυτής της πόλης… Αυτή η πόλη μοιάζει με ζεστό λεωφορείο που ταξιδεύει σε καθορισμένη, κυκλική πορεία, για να μη φτάσει ποτέ στο σκοπό του. Ποτέ στο «τέλος» του ταξιδιού. Γιατί; Γιατί με το τέλος του ταξιδιού τελειώνει κι η ζωή. Κι η πόλη αυτή λατρεύει τη ζωή, το ξέρω. Τη λατρεύει, όσο μονότονη κι αφόρητη κι αν γίνεται… Το παράξενο και το απροσδόκητο είναι πως τη λατρεύω κι εγώ… Η ζωή, μ’ όλα τα στραβά της, που τόσο μ’ έχει πληγώσει, μ’ όλες  της τις ατέλειες είναι γλυκιά. Φτάνει μόνο μια κακοτυχία, μια αρρώστια, ένας θάνατος για να το αποδείξει…

Αναρωτιέμαι, συχνά, πώς θα είναι η ζωή μου τον χρόνο που θά’ρθει. Μπρος στις καινούργιες εμπειρίες που ελπίζω πως με περιμένουν, χαίρομαι, αναθαρρώ. Δεν θ’ αντέξω πια άλλη πίκρα. Φτάνει. Ως εδώ.



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση