ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

“Τα χρόνια της ανοιχτής καρδιάς” Ενότητα 12η. Αμαλίας Κ. Ηλιάδη

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 11:44 μμ στις 27 Απριλίου, 2012

«Οι Ελπίδες»

Και τί ’ναι οι ελπίδες να χαθούνε;

Πουλιά που φεύγουν για τα ξένα;

Διαβάτες άγνωστοι που συναντώ τυχαία;

Θολό νερό που τρέχει στο ποτάμι;

Όχι.

Οι ελπίδες είναι δέντρα ριζωμένα,

απλωμένες σαν αντένες στην καρδιά.

Είναι ζωντανές πηγές στο χάος

Είναι ζεστασιά στους πάγους.

Οι ελπίδες δεν μ’ αφήνουν να χαθώ,

Θέλουν πάντα το καλό μου

σαν την αγαθή τη Μοίρα.

Τις καλώ νά ’ρθουν και πάλι

να καθίσουνε στο θρόνο

της απόμακρης ψυχής μου

Καιρό τώρα η ανέλπιδη ζωή μου

ησυχάζει, αποτραβιέται, συρρικνώνεται

Οι ελπίδες μόνο θα της δώσουν πλάτος.

Ό,τι με πλήγωσε κείτεται σκουπίδι, εκεί στην άκρη…

Σήμερα συμπληρώνεται ένας μήνας από την μέρα εκείνη που πέθανα μέσα μου… Κι η παγωνιά του θανάτου με θυμάται που και που και στοιχειώνει ακόμη τις μέρες μου…

Ήχοι, εικόνες, χρώματα, πεταρίσματα της καρδιάς, κουβέντες, που ανταμείφθηκαν μέσα στο χρόνο κι απ’ το χρόνο, θα σβηστούν αμείλικτα… Όλα αυτά που έζησα σ’ αυτή την ιστορία, έρχονται και με βρίσκουν σε χρόνο ανύποπτο, με μπλέκουν στα πλοκάμια τους και με γυρίζουν στο βυθό…

… Κι ας ξέρω πως η δύναμή μου είναι μεγάλη, παρ’ όλο που ο έρωτας με χτύπησε πισώπλατα και μ’ εγκατέλειψε άνανδρα να αιμορραγώ στη μέση εκεί του δρόμου… Σε μια κρυφή γωνιά μέσα μου θα φέρω πάντα νωπές τις πληγές μου: σε μια κρυφή γωνιά μέσα μου θα είμαι νεκρή για πάντα. Κι οι παγωμένες οι στιγμές θα με ακολουθούνε…

Η αγάπη, ο έρωτας είναι να θέλεις να βλέπεις συνεχώς το αγαπημένο σου πρόσωπο… Τα μάτια σου να διψούν γι’ αυτό το ωραίο θέαμα… Κι εγώ αυτό το έχω νιώσει τόσο πολύ… Μόνο που πια δεν υπάρχει λόγος να επιζητώ να τον δω, γιατί για μένα είναι ένα φάντασμα, ένα προσωπείο νεκρού κι όχι άνθρωπος ζωντανός με σάρκα και οστά. Για μένα πια είναι η προσωποποίηση της διάψευσης και της φθήνιας.

Πόσο δύσκολα μα και πόσο εύκολα αντικαθίστανται τα μάτια που αγάπησα, μα άλλα, καινούργια… Πόσο με θλίβει αυτό, μου μαχαιρώνει την καρδιά, μα μου θυμίζει ταυτόχρονα πως η ζωή είναι αμείλικτη…

Κι όπως πάντα, η μεγαλόψυχη και ρομαντική φύση μου, που δεν νιώθει ίχνος φθόνου για κανέναν, γιατί είναι προικισμένη με υπέροχα ταλέντα, ατενίζει τους συνανθρώπους της καλοπροαίρετα και την υπόλοιπη ζωή της με συγκρατημένη αισιοδοξία. Κάτι τέτοιες ώρες αντικειμενικού και κατασταλαγμένου απολογισμού, νιώθω ευτυχισμένη και αυτάρκης. Τη ζωή μου την ορίζω όπως και πρώτα. Κανείς αλλότριος δεν την επιβουλεύεται, δεν την κατασπαράζει, δεν την κάνει άδεια, κενή. Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω γεμάτη από μένα την ίδια, εντελώς αυτόφωτη.

Και συνεχίζω τη ζωή μου με ζέση και παλμό. Αχ και να μ’ ενθουσίαζε κάποιος ξανά… Μα, προς το παρόν έχω άλλα πράγματα να μ’ ενθουσιάζουν. Το τραγούδι, τη ζωγραφική, το διάβασμα, την ποίηση… Η ζωή είναι τόσο όμορφη, ακόμη και χωρίς έρωτα!.. Όταν η ευτυχία, όταν η πλήρωση απορρέει από μέσα σου, μπορείς να είσαι ευτυχισμένος ακόμη και με λίγα…

«Πάνω στην άμμο» 

Μέτρησα τη ζωή μου

και τη βρήκα αμέτρητη

Πότε η χαρά την άπλωνε στον ήλιο

και πότε η λύπη τη μάζευε

κι αυτή μίκραινε σε μια γωνιά,

κουκίδα θλιβερή,

από παγωνιά και τρόμο…

Κράτησα τη ζωή μου

σαν αστέρι της θάλασσας στα χέρια μου…

Τ’ αγκάθια της με μάτωσαν

και βούτηξα τα χέρια μου

μες στ’ αλμυρό νερό να γιάνουν

Πόνεσα.

Είδα τα’ αστέρι μου στην άμμο

πεταμένο.

Δάκρυσα μα δεν λύγισα.

Εκεί, πάνω στην άμμο πόνεσα

Εκεί, πάνω στην άμμο γέλασα.

Θέλω να μ’ αγαπάει αληθινά γι’ αυτό που είμαι, να με δέχεται όπως είμαι. Μα για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχει ξεπεράσει ό,τι τον πλήγωσε κι όχι να βγάζει στη σχέση μας τ’ απωθημένα του, όπως έκανε.

Και να «τα βγάζει» παρακαλώ σε μένα, την ακέραιη, την ευαίσθητη, την ισορροπημένη, που δεν έχω απατήσει άνδρα με τον οποίο είχα σχέση στη ζωή μου, κι ούτε πρόκειται να το κάνω, γιατί δε χρειάζομαι επιβεβαίωση από εξωτερικούς παράγοντες, γιατί την ισορροπία την αντλώ από μέσα μου. Αλλά πώς να διακρίνει ένας βλάκας, ένας ανόητος, τα ξερά απ’ τα χλωρά, το κακό απ’ το καλό; Δεν είναι ικανός να το κάνει και τα βάζει όλα στο ίδιο τσουβάλι να τα κάψει.

Τον εαυτό μου πρέπει να νοιαστώ. Μόνο σ’ αυτόν ανήκω και μόνο αυτός μου ανήκει.

Ω Θεέ μου, πώς διαλύονται εκ των υστέρων οι ψευδαισθήσεις… Και πώς η δύναμη του έρωτα γίνεται καπνός… «Εδώ γεννήθηκα, μέσα στην άμμο, κάτω απ’ τον ήλιο… Μέσα απ’ την πίκρα μου θ’ αναστηθώ…».

Είναι φοβερό, αλλά συμβαίνει: όταν ο έρωτας εκλογικεύεται εκ των υστέρων όταν ανατέμνεται στο ιατρικό τραπέζι της αδίστακτης επιστήμης, όταν αναλύεται στα συστατικά του στοιχεία στο εργαστήρι της χημείας, τότε όλα χάνονται : η απομυθοποίηση που φέρνει η σκέψη σκοτώνει τον έρωτα.

Και είμαι στην «ευτυχή» θέση να δηλώσω πως μέσα μου ο έρωτας κείτεται σκοτωμένος, σα νεκρό πουλί…

Ώρες-ώρες απορώ με τον εαυτό μου: μετά από τόσες αλλεπάλληλες πληγές που δέχτηκα, συνεχίζω ακόμη να ερωτεύομαι και ν’ αγαπώ δυνατά…

Μελετώ με το μικροσκόπιο τις πληγές μου, κάνω διάγνωση, τις επουλώνω με την προσωπική μου προσπάθεια και με τον καιρό που περνά (καθώς και με την πολύτιμη βοήθεια της Βασουλίνας μου και άλλων φίλων) και προχωρώ και ξαναπαραδίνομαι στην αγάπη (ποτέ όμως ξανά άνευ όρων, γιατί οι πληγές μπορεί να επουλώνονται, τα σημάδια όμως πάντα μένουν να θυμίζουν τη φωτιά που πέρασε και πάει… Πάντως, έτσι δεν μαζεύονται απωθημένα μέσα μου και μπορώ και ισορροπώ στο τεντωμένο σκοινί της ζωής…

Τώρα που απομακρύνθηκα από άγονους συναισθηματισμούς κι άκαιρες συγκινήσεις, δεν γράφω πια ποιήματα. Κι ούτε μ’ αρέσει να διαβάζω πια μυθιστορήματα. Μόνο ιστορία μπορώ πια να διαβάζω. Αυτή με το ρεαλισμό, με την αντικειμενικότητα και τη λογική της με ηρεμεί και με καθησυχάζει. Δεν θέλω πια ν’ αναστατώνομαι για το τίποτα, με ήρωες μυθιστορημάτων, μ’ ανθρώπους φαντάσματα και με πλασματικές, βαρύγδουπες καταστάσεις.

Προτιμώ να είμαι κυνική, διαβάζοντας για οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, εντρυφώντας στην ιστορία των ομάδων και των μαζών. Θέλω να πνίξω το προσωπικό στο ομαδικό και να χαθώ στο απρόσωπο…

Θέλω να γίνω στυγνή ορθολογίστρια και πάλι…

Τώρα πια είναι αργά για να τον σκέφτομαι ερωτικά. Έχουν γραφτεί όλα στα κιτάπια και δεν ξεγράφονται.

Ένιωσα αργόσχολη και μέσα στον κόσμο η μοναξιά μου μεγάλωσε. Ήμουν μόνη μέσα σε παρέα και το βάρος του άτυχου έρωτά μου μού πλάκωνε την καρδιά.

Όμως όταν είμαι δημιουργική, όταν διδάσκω, όταν γράφω, όταν ζωγραφίζω, όταν τραγουδάω η μοναξιά μου μετριάζεται, σχεδόν εξαφανίζεται. Βέβαια και η πολλή ηθελημένη μόνωση βλάπτει. Χρειάζονται και τα δυο, και η μόνωση και οι συναναστροφές, μα και τα δυο με μέτρο. Η υπερβολή πάντα βλάπτει.

Ιανουάριος 1997 – Σεπτέμβριος 1997

Αυτές οι γιορτές πως με μελαγχολούν… Αργία μήτηρ πάσης κακίας… Πριν λίγο αναλογίστηκα τα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια γεμάτα από προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου βυθισμένα σε μια παθητική ονειροπόληση που δεν μ’ έβγαλε πουθενά. Η ζωή μ’ απογοήτευσε.

Πάλι, πριν από λίγο βυθίστηκα στη θλίψη, γιατί το τώρα, το παρόν έγινε αβάσταχτο. Η έλλειψη του έρωτα με μαραζώνει. Η πηγή της ζωής τραβήχτηκε μακριά μου. Τίποτε ερωτικό, τίποτε χαροποιό δεν πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Κι οι άνθρωποι γύρω μου τόσο απόμακροι, κλεισμένοι στα καβούκια τους… Πώς διψώ για ουσιαστική επικοινωνία, για ψυχική επαφή… Αυτό μου έλειψε και στον έρωτα. Ίσως η ζωή του καθενός να είναι μια περιπλάνηση σε έρημο άνυδρη. Ίσως κι άλλοι γύρω μου να νιώθουν έτσι.

Όταν δεν πνέει ερωτική αύρα, όλα, καταντούν ανιαρά υποκατάστατα. Όμως οι υποτονικοί έρωτες με κούρασαν. Θέλω κάτι δυνατό. Αληθινό. Ασυμβίβαστο. Ωραίο.

Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Ένα κουβάρι μπερδεμένα συναισθήματα έχω μέσα μου. Μια παράξενη λύπη αναδεύει στα μάτια μου, για μιαν ανεξιχνίαστη αιτία. Κι αυτή τη διαδέχεται, σε χρόνο ανύποπτο, η χαρά της καθημερινότητας από «καινούργιες» γνωριμίες που, στην ουσία, δεν μ’ ενθουσιάζουν. Η χαρμολύπη της ανήσυχης φύσης μου μ’ έχει εξαντλήσει. Κλαίω συχνά, από τύψεις και νοσταλγία.

Κι ο έρωτας αργεί να με πάρει στα φτερά του. Νιώθω αδύναμη και κουρασμένη. Ας ήταν να με ταρακουνήσει κάτι δυνατό.

Γιατί να είμαι τόσο ευαίσθητη. Γιατί οι λεπτές κεραίες μου να λαμβάνουν τόσα μηνύματα κι από παντού; Γιατί να θέλω μετά, όλα, να τα ταξινομώ και να τ’ αποκρυπτογραφώ; Και γιατί ο ατομικισμός μου κι η προσωπική μου ιδιαιτερότητα ν’ αντιδρούν αρνητικά, ακόμη και στις ελαφρύτερες εξωτερικές ενοχλήσεις; Αυτά τα τόσα «γιατί» τα υπεραγαπώ, γιατί με ξεχωρίζουν απ’ τους άλλους, με διαχωρίζουν απ’ το συρφετό και τη μάζα. Με κάνουν αυτή που είμαι: διαφορετική, ξεχωριστή, πάλουσα ψυχή.

Με βασανίζει το παρελθόν, γιατί η μοναξιά είναι σκληρή. Χρωστώ όμως στον εαυτό μου την τόλμη και τη γενναιότητα. Οφείλω στον εαυτό μου να ετοιμάσω τις αποσκευές μου, να ζωστώ το θάρρος και να ορμήσω ακάθεκτη στο παρόν και στο μέλλον. Τ’ ωραίο ταξίδι μου δε σταματά εδώ. Το παρελθόν μου το έδωσε, το μέλλον μου το υπόσχεται μέσα απ’ το παρόν. Θα ξαναπαλέψω.

Μαζεύτηκαν πολλά πράγματα μέσα μου και με πνίγουν. Γι’ αυτό έχω μιαν αβάσταχτη δυσθυμία. Ορμούν τα συναισθήματά μου απ’ τη σκοτεινιά του υποσυνείδητου να βγουν στο φως. Θέλουν ν’ απλωθούν σε λέξεις στο χαρτί και να ξορκιστούν. Δεν το αντέχω πια αυτό το βάρος. Θέλω να ξαλαφρώσω, να ξαποστάσω. Οι μέρες μου περνούν γρήγορα, η μια μετά την άλλη. Φεύγουν σαν πουλιά στον ορίζοντα. Και οι τόσες ασχολίες μου δε μ’ αφήνουν ν’ αναλογιστώ την απουσία του έρωτα απ’ τη ζωή μου και να μελαγχολήσω.

Όμως, όταν έρχεται το Σαββατοκύριακο κάτι με πιάνει και καταρρέω. Μ’ αδράχνει γερά ο φόβος του μέλλοντος κι η θλίψη.

Στο μυαλό μου στριφογυρνούν τα πρόσωπα, τα πράγματα, οι καταστάσεις που ζω τις καθημερινές, στη διάρκεια της βδομάδας. Τις περισσότερες φορές, νιώθω ικανοποιημένη απ’ τον τρόπο που κυλά η φετινή χρονιά για μένα. Μόνο που, ίσως, «τυρβάζω περί πολλά» κι οι συναναστροφές μου είναι τέτοιες και τόσες, που δεν έχω χρόνο για τον εαυτό μου, για να αυτοσυγκεντρωθώ και να ηρεμήσω… κι αυτά μου χρειάζονται τόσο πολύ για να ισορροπήσω… Να, τώρα που βρήκα το χρόνο και γράφω, νιώθω ήδη καλύτερα… Η ανία κι η θλίψη, η ανασφάλεια κι η πλήξη αίρονται απ’ τις ίδιες τις λέξεις που τις εκφράζουν… κι η καρδιά μου ακουμπά με ξεγνοιασιά πάνω στις λέξεις και ξεκουράζεται…

Αχ, αυτή η δημιουργική μελαγχολία που μου αδράχνει την καρδιά και την ψυχή… και τις στριφογυρίζει σε παρόν, σε μέλλον και σε παρελθόν… Πώς την ευγνωμονώ για τις ωραίες, τις υπέροχες στιγμές που μου χαρίζει… Χθες, ήμουνα θλιμμένη, σ’ άσχημη κατάσταση… βυθισμένη στην αυτολύπηση, στο φόβο και στην απραξία… Και σήμερα είμαι χαρούμενη, γιατί μπορώ να σκέφτομαι, να φαντάζομαι και να δημιουργώ… μορφές δικές μου, πρωτότυπες, ποτισμένες απ’ τα βιώματα και τα συναισθήματά μου…

Αχ, και να μπορούσα να σηκωθώ ψηλά, πολύ ψηλά, για ν’ αντικρίσω κατάματα αυτόν με το αγέλαστο πρόσωπο που ορίζει τα πάντα. Κι έτσι μικρή κι ανήμπορη καθώς είμαι, θα του έδειχνα τη μεγαλειώδη τραγικότητά μου. Σε μένα θα εκπροσωπούνταν και θα συμπυκνώνονταν όλοι οι ανθρώπινοι άνθρωποι της γης. Όλοι αυτοί που μοχθούν, που κοπιάζουν χωρίς σοβαρό αντίκρισμα. Κι όμως, κι ας μην το ξέρουν το φοβερό μυστικό: Αυτοί είναι οι άτλαντες που σηκώνουν στους ασθενικούς τους ώμους τα βάρη της γης, τη μεγάλη ευθύνη, τη ζωή του κόσμου.

Τάραξε τα ήσυχα νερά της λίμνης μου. Η ηρεμία της μονήρης μου ζωής μ’ εγκατέλειψε πια. Η ψυχή μου πασχίζει να κρατηθεί αλώβητη στο κέντρο μιας δίνης. Είναι δυνατόν; Πώς μπορώ να κρατήσω τη νηφαλιότητά μου, τη στιγμή που τα τοιχώματα του κόλπου και της μήτρας μου ριγούνε, πάλλονται, ανατριχιάζουν και στη σκέψη ακόμα της χθεσινής βραδιάς;

Δυο έρωτες πλανιώνται στη ζωή μου. Ο ένας ήδη πραγματοποιείται, ο άλλος είναι ανέφικτος, αδύνατος, ιδανικός, άπιαστος. Μια ιδέα, απ’ τον Πλάτωνα. Η γοητεία του δεύτερου τροφοδοτεί τον πρώτο. Το σώμα μου, τώρα που ξαναξύπνησε, πόσο εκτιμά τ’ αγγίγματα, τις αγκαλιές, το sex… αλλά και την τρυφερότητα, την επικοινωνία… Τις τρεις τελευταίες μέρες ένιωσα πολύ ζωντανή.

Είμαι σε μια περίεργη κατάσταση. Ουσιαστικά βρίσκομαι σ’ ένα τρελό παροξυσμό καρδιάς και μυαλού. Μόνη τώρα, βιώνω τις οδυνηρές συνέπειες της ξαφνικής μου μοναξιάς.

Αναπολώ το αξέχαστο ταξίδι μας στην Ύδρα και στις Σπέτσες και σ’ όλα τ’ άλλα, και δεν μετανιώνω που το κάναμε… Τόσες εικόνες συσσωρεύτηκαν στο μυαλό μου, που νιώθω σα να είδα μια πολύχρωμη και συναρπαστική κινηματογραφική ταινία.

Μετά από τόσο καιρό που είχα να γράψω, σήμερα μόνο ένιωσα την επιθυμία ν’ αδειάσω το περιεχόμενο του ψυχικού μου κόσμου στο χαρτί. Και τί παράξενο! Ήδη έχω ηρεμήσει. Και δε με νοιάζει καθόλου που δεν έχω πια έρωτα εδώ και πουθενά αλλού. Νιώθω ελεύθερη σαν τα γλαροπούλια που είδα στις θάλασσες των νησιών. Μ’ αρπάζει στην αγκαλιά του ο ύπνος…

Νιώθω ένα τρομερό κενό μέσα μου. Τίποτε και κανένας δε μου κάνει αίσθηση. Θέλω όλους να τους αποφεύγω. Νιώθω την ανάγκη ν’ απομακρυνθώ απ’ όλους για να κερδίσω χρόνο για τον εαυτό μου. Θέλω ν’ απομονωθώ για να ηρεμήσω, κι ίσως να θρηνήσω. Μου χρειάζεται μια ανάπαυλα. Κι όλα αυτά που πριν με γέμιζαν, τα πολιτιστικά και οι παντοειδείς δραστηριότητες αρχίζουν και με κουράζουν. Η έλλειψη του έρωτα με μαραζώνει μα με κάνει ταυτόχρονα τραγική, ξεχωριστή φιγούρα. Θα έλεγε κανείς πως απολαμβάνω το θρήνο μου. Θαρρώ πως είμαι πλασμένη για να θρηνώ. Κι οι «κρυφές αγάπες» ναυαγήσανε κι αυτές. Δεν είμαι πλασμένη εγώ για τέτοια.

Ο πεσιμισμός και η απελπισία των πρώτων ημερών, μετά τα ταξίδια και τις διακοπές του Πάσχα, δίνουν σιγά-σιγά τη θέση τους σε μια ήρεμη εγκαρτέρηση. Μάλιστα, δεν έχω καθόλου διάθεση να βγαίνω έξω και να χάνω το χρόνο και τα λεφτά μου άσκοπα, χαζεύοντας μάταια εδώ κι εκεί. Εξάλλου, δεν αντέχω πια να λιμνάζω στα ίδια και στα ίδια. Κι όλα εδώ είναι ίδια κι όμοια με πριν. Η μόνη διαφορά είναι πως ο ηλιόλουστος καιρός έβγαλε τα τραπεζάκια των café έξω, στον πεζόδρομο.

Ωστόσο, (κι αυτό μ’ αρέσει και με χαροποιεί), εγώ προτιμώ να κλείνομαι στην ηρεμία του σπιτιού μου. Νιώθω ανέκφραστη πληρότητα περνώντας ώρες ολόκληρες μέσα, ζωγραφίζοντας, γράφοντας, διαβάζοντας, τακτοποιώντας τα ρούχα μου ή τα πράγματά μου. Είναι γιατί βαρέθηκα την παρέα με τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα.

Πραγματικά νιώθω καλύτερα. Επανεκτιμώ το αγαθό της υγείας και το βρίσκω το πολυτιμότερο. Κι εφόσον, προς το παρόν, το έχω, είμαι ευτυχισμένη. Και μόνο αυτό είναι επαρκής λόγος για να είναι κανείς ευτυχισμένος.

Όλα βαίνουν «κανονικώς». Προχωρούν με το συνηθισμένο, καθημερινό τους ρυθμό. Μόνο που εντωμεταξύ, ενδυναμώθηκε η αυτοπεποίθησή μου.

Ποτέ δεν μου άρεσε να τ’ αφήσω όλα στην τύχη. Μ’ άρεσε πάντα να κανονίζω όσα περνούν απ’ το χέρι μου.

Πραγματικά, ξανασυναντήθηκα, με συνέπεια τώρα, πια, να είμαστε «μαζί». Κι ενώ τις πρώτες δυο μέρες η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από χαρά κι ενθουσιασμό, κι έρωτα, τώρα πια που το «όνειρο» πραγματοποιήθηκε, ένα απέραντο κενό με θλίβει.

Μου φαντάζει κι αυτός ίδιος με τους άλλους και «συλλέκτης εμπειριών», χωρίς κάτι βαθύτερο. Κι απ’ την άλλη, το φιλί του δε με βύθισε σε σκοτοδίνη. Ήταν απ’ τα κοινότυπα.

Αισθάνομαι παράξενα. Θέλω να κλάψω. Θυμάμαι με νοσταλγία κι ονειροπόληση τα ζεστά φιλιά του κι απορώ με τον εαυτό μου. Νιώθω τα σημάδια κι αυτή τη φορά να είναι δυσοίωνα. Όλοι οι άνδρες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους.

Τα λόγια είναι φτωχά για να εκφράσουν αυτή την υπέροχη κατάσταση που περνώ. Πρώτη φορά νιώθω τόσο ερωτευμένη και ενθουσιασμένη μ’ έναν άνδρα, και στο σωματικό και στο πνευματικό επίπεδο. Σχεδόν κρεμόμουν απ’ τα χείλη του λίγο πριν. Κι ο έρωτάς του σήμερα ήταν συνταρακτικός: πότε βίαιος και ορμητικός, πότε τρυφερός και βασανιστικός… Θεέ μου, ας ήταν αυτός ο άνδρας να μην έφευγε ποτέ απ’ τη ζωή μου.

Τον θαυμάζω, τον πονώ, τον νοιάζομαι, τον αγαπώ. Μπορώ να το πω άφοβα, αν και είναι παρακινδυνευμένο.

Έχω τις συνηθισμένες μου μεταπτώσεις, τελευταία. Απ’ τη μια, κι απ’ την άλλη θυμώνω με τον εαυτό μου για τη βαρεμάρα και την κόπωση που μ’ έχουν καταβάλλει.

Η ανησυχία και το ανικανοποίητο είναι δεύτερη φύση μου. Ξέρω πως είναι στοιχεία σύμφυτα με την προσωπικότητά μου και όσο κι αν προσπαθήσω, δεν θα τα αποβάλλω ποτέ δια παντός. Πάντως, αυτή η απότομη ζέστη μ’ έχει κουράσει πολύ. Ωστόσο, ξέρω πως είναι θέμα χρόνου να προσαρμοστώ.

Ο έρωτας μ’ ενδυναμώνει. Είμαι ευτυχισμένη που τον έχω να γεμίζει τη ζωή μου.

Θα ήθελα να έγραφα κάτι για τον έρωτά μου σε πεζό μα δεν μου έρχεται. Νομίζω πως μόνο ποιήματα μπορώ να γράψω πια για τον έρωτα αυτόν που μ’ έχει απογειώσει… Μέσα απ’ αυτόν χάνω τον εαυτό μου και τον ξαναβρίσκω, πιο φρέσκο και πιο λαμπερό από πριν… Αυτό το αδιάκοπο βύθισμα στο σκοτάδι και η επαναφορά στο φως είναι η τρικυμία του έρωτα. Αυτό το σκαμπανέβασμα που σε ζαλίζει γλυκά και δεν σ’ αφήνει ποτέ να ξαποστάσεις… που σε εξαντλεί, σε φτάνει στα όριά σου αλλά συνάμα σε ζωντανεύει και σε αναζωογονεί… Μαγικό που είναι στ’ αλήθεια, γιατί «του πόθου τ’ αγρίμι… δεν ξαποσταίνει…».

Ώρες-ώρες νομίζω πως είμαι τέλεια. Πως είμαι η πιο καλόκαρδη, η πιο καλόψυχη του κόσμου. Κι αυτό το εξαιρετικό στοιχείο που με διακρίνει, με βυθίζει στην πιο μεγάλη μοναξιά.

Αυτές τις μέρες αναρωτήθηκα τί να είναι η αγάπη… Και κατέληξα πως η αγάπη είναι αμοιβαιότητα, ψυχική και πνευματική επικοινωνία, «συνωμοτικά» βλέμματα γεμάτα κρυπτογραφημένα νοήματα για τους πολλούς. Η αγάπη είναι φροντίδα έμπρακτη για τον άλλον, είναι επένδυση ζωής, είναι ο χρόνος που αφιερώνεις για τον άλλον στο μυαλό και στις κινήσεις σου. Είναι τόσα πολλά και τόσο λίγα μαζί…

Η αγάπη είναι τα αυθόρμητα κι απροσχεδίαστα λόγια που μπορεί και να πληγώσουν. Η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα αλήθεια. Είναι αυτή που μπορεί να σταθεί και χωρίς έρωτα. Είναι το συναίσθημα που σε γεμίζει περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα. Η αγάπη είναι αυτή που δίνει νόημα στη ζωή και στον κόσμο ολόκληρο.

Αυτές τις μέρες, μέσα στην ψυχική μου απομόνωση, που κάτι ράγιζε στην ψυχή μου ήρθα ξανά αντιμέτωπη με τον εαυτό μου και τους άλλους. Δεν ξέρω αν είμαι δίκαιη ή άδικη μαζί τους. Πάντως αυτό που ξέρω είναι πως είμαι αληθινή. Κι η αλήθεια μου, χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές, είναι η δικαιοσύνη μου. Βλέπω πως στις αναλαμπές του είναι ικανός να με δεχτεί όπως είμαι κι αυτό με γεμίζει. Όμως με ανησυχεί η αρχική του άρνηση, ο απότομος τρόπος του. Για πόσο ακόμη θα μπορεί να καταλαβαίνει εκ των υστέρων; Μήπως θα έρθει σύντομα η εποχή που θα κουράζεται να σκέφτεται, να καταλαβαίνει και να προσπαθεί; Τότε ξέρω πως δεν θα μπορώ να είμαι πια μαζί του. Δεν θα ήθελα να έρθει αυτή η εποχή που θα ξαναπεθάνω. Δεν θα ήθελα ακόμη έναν εσωτερικό θάνατο.

Γιατί οι άνδρες να τα θέλουν όλα δικά τους; Γιατί να είναι αλλιώς μεγαλωμένοι; Ώρες-ώρες με πνίγει τόσο η αδικία που φοβάμαι μην κάνω καμιά αποκοτιά για την οποία θα μετανιώσω αργότερα. Γιατί τον αγαπώ όσο κι αν ώρες-ώρες αγανακτώ. Και ξέρω να εκτιμώ και τα πολλά θετικά του στοιχεία.

Τελευταία έχω έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις. Απ’ τη μεγάλη χαρά κυλώ εύκολα στη μεγάλη λύπη, χωρίς ιδιαίτερα σοβαρή αιτία. Οι ζεστές μέρες, που ξαφνικά χάνεται ο ήλιος και συννεφιάζουν μου φαντάζουν παράξενες, όπως στα παραμύθια. Λες και κυοφορούν κάτι σπουδαίο. Σήμερα το μεσημέρι και προς το απόγευμα ένιωθα έτσι. Τώρα που είναι βράδυ είμαι πιο φυσιολογική.

Μ’ έχει πιάσει μια γλυκιά αποχαύνωση και βυθίζομαι σ’ ανάκατες σκέψεις. Μα οι περισσότερες είναι χαρούμενες γιατί βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού και οι διακοπές στα νησιά με περιμένουν…

Βρισκόμαστε στο Μεγάλο Μουρτιά, μια βραχώδη κι απότομη παραλία της Αλοννήσου και λιαζόμαστε στις πέτρες, σαν τις φώκιες. Αυτό το «άλλο νησί» είναι ένας μικρός παράδεισος, απομονωμένος και προφυλαγμένος απ’ την τύρβη και τη μόλυνση του κόσμου… Τα πάντα εδώ, μας φαντάζουν αγνά και πρωτόγνωρα κι οι μυρουδιές της φύσης μας μεθούν… Μάλιστα, μετά τη βρώμικη και θορυβώδικη σειρήνα, τη Μύκονο, έχουμε ξαναβρεί, εδώ, τον εαυτό μας…

Πάντως, πιο πριν η Ερμούπολη της Σύρου, η αρχόντισσα των Κυκλάδων με τα αναρίθμητα νεοκλασικά της αρχοντικά μας καταγοήτευσε…

Φέτος, αν και παρεκκλίναμε «επικινδύνως» απ’ το πρόγραμμά μας, λόγω δρομολογίων των πλοίων, βγήκαμε σίγουρα κερδισμένες σε οπτικές εμπειρίες, εικόνες και εντυπώσεις…

Χθες φτάσαμε στον κάμπο, για άλλη μια φορά, σέρνοντας πίσω μας νωπές, θαλασσινές μνήμες. Το αεράκι της θάλασσας κι η μυρωδιά των φυκιών και του ιωδίου ζωντανεύουν ακόμη τις αισθήσεις μας: ανεμίζουν στα μαλλιά μας και ποτίζουν με αρμύρα το κορμί μας…

Τώρα, στην πνιγερή ζέστη του κάμπου, πόσο νοσταλγούμε τη θάλασσα… ιδιαίτερα εκείνη την κρυστάλλινη θάλασσα της Αλοννήσου… Εμφανίσαμε τις φωτογραφίες κι η Ερμούπολη με τα πανέμορφα νεοκλασικά της πρόβαλε ξανά μπροστά μας, σκέτη μάγισσα, με χίλια δυο θέλγητρα…

Αγάπη

Έρωτας

Αδελφοσύνη

Συνέπεια

Συμπόνια

Σύνεση

Ενότητα

7 (επτά Μαγικές λέξεις-κλειδιά) για τον ψυχισμό μου. Καθώς το χάνω το μυαλό μου, αυτές μ’ απόμειναν παρηγοριά στερνή μου. Όταν σε λίγο όλοι θα φύγουν, και πάλι μόνη μου θα μείνω. Να περιμένω τί; Αυτό το κάτι που είναι ο έρωτας.

Πώς με μεθούν οι μυρωδιές απ’ τα αμέτρητα μπουκαλάκια κι απ’ τα βαζάκια μου! Ο καλλωπισμός κι η περιποίηση είναι δεύτερη φύση για μένα. Η ώρα μου κυλά ευχάριστα όταν παραδίδω το σώμα και το πρόσωπό μου στα σύννεφα απ’ τις ευωδιές των αρωμάτων και στους δροσερούς καταρράκτες των υδατώσεων… Και μετά να βγαίνω απ’ όλα αυτά αναγεννημένη και φρέσκια, έτοιμη για παθιασμένα φιλιά και φλογερές περιπτύξεις… Πόσο με θρέφει ο έρωτας τελικά…

Ώρες-ώρες νομίζω πως όλοι μ’ έχουν ξεχάσει. Τότε νιώθω τόσο μόνη στον κόσμο, που με πιάνει μελαγχολία. Κι άλλες φορές είμαι τόσο ευτυχισμένη, τόσο γεμάτη απ’ τη ζωή μου, που νιώθω πως είμαι το κέντρο του κόσμου. Τότε όλη η γη κείτεται σκλάβα στα πόδια μου και με προσκυνά. Είμαι η κυρίαρχη του «παιχνιδιού», που λέγεται ζωή. Τότε!

Απέραντη θλίψη, ανείπωτη… Σήμερα ξαναπέθανα μέσα μου… Εκείνη η γνώριμη, παλιά παγωνιά φώλιασε μέσα μου και τρέμω. Αυτός που εμπιστευόμουνα τυφλά, με πρόδωσε. Δεν μ’ αγάπησε ποτέ του αρκετά, αφού προσπάθησε με φθηνά τεχνάσματα να μ’ αποφύγει, αφού δείλιασε να μου πει με εμπιστοσύνη την αλήθεια. Πόσο πονώ γι’ αυτό…

Οι λυγμοί ταράζουν το κορμί μου, τα μάτια μου είναι μονίμως κόκκινα γιατί μέσα μου κουβαλώ, νεκρή, κουφάρι, την αγάπη μου…

Κι όμως, δεν τον μισώ, μόνο που πικράθηκα τόσο, γι’ αυτό και κλαίω συνέχεια… Ήμουν πολύ ερωτευμένη, πολύ επαναπαυμένη και τον πίστεψα μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς μου. Ένιωσα πολύ ευτυχισμένη μαζί του γι’ αυτό και τώρα με περιμένει μεγάλη δυστυχία…

Όχι, δεν μου άξιζε τέτοια φτήνια, κενά λόγια μεγάλα, «αισθήματα» κούφια που εκπίπτουν.

Στεκόταν σαν ένας ξένος απέναντί μου κι έλεγε μόνο φτηνές ασυναρτησίες, υποτιμώντας τη νοημοσύνη και τη λογική μου. Αναλογίστηκα: πώς μεταμορφώθηκε έτσι ο άνθρωπος που αγάπησα;

Δεν άντεξα την κρυάδα και την απάθειά του. ήταν σαν να μην έτρεφε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα. Τότε ένιωσα πόσο λίγο νοιάστηκε να με γνωρίσει βαθύτερα, να εισχωρήσει στην ουσία της ψυχής μου, να συγχωνευτεί μαζί μου. Τίποτε πια από μένα δεν τον συγκινούσε, δεν τον άγγιζε.

Και πια, κατάλαβα πως ήταν όλα μάταια. Τα λόγια και οι εξηγήσεις ήταν περιττές, απ’ τη στιγμή που μιλούσαν οι πράξεις. Έτσι, σταμάτησα να προσπαθώ να εξιχνιάσω περισσότερο τη συμπεριφορά του.

Τώρα, που όλα τελείωσαν, έχω ηρεμήσει. Το κορμί μου δεν το συνταράζουν πια λυγμοί, ούτε το στομάχι μου διπλώνεται στα δυο. Το μυαλό μου αρχίζει να ξαναλειτουργεί, ξεφεύγοντας απ’ την έμμονη ιδέα αυτής της ιστορίας. Η αφηρημάδα μου όλο και περιορίζεται και μπορώ πια να συγκεντρωθώ. Νιώθω ότι η ζωή μου ξαναρχίζει κι είμαι ξανά χαρούμενη. Ο θάνατος πίσω μου μένει κι εγώ προχωρώ. Τα βήματά μου προς την πρόοδο είναι αισθητά και οφείλονται στην γλυκιά αδερφή μου. Μέσα μου ψιθυρίζω «κάθε εμπόδιο για καλό» και το πιστεύω. Τώρα θέλω η ζωή μου να κυλήσει ήρεμα και ξεκούραστα. Θ’ αφήσω πίσω μου τους «πειρασμούς των δεσμών και των ερώτων». Θ’ αναζητήσω λύτρωση, παρηγοριά και καταφύγιο στον εαυτό μου και στην τέχνη. Φτάνει πια η πίκρα, η απογοήτευση, η παγωνιά, και τα δάκρυα περίσσεψαν.

Το πρωί ξύπνησα νωρίς και με μια θλιβερή εικόνα στα μάτια μου: την αναπάντεχη μεταμόρφωσή μου. Δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ γιατί η θλίψη απλώθηκε μέσα μου σαν την παγωνιά.

Ακίνητη, στο κρεβάτι μου, μ’ ένα άδειο βλέμμα και την καρδιά μου να αιμορραγεί, έχασα για λίγο τον κόσμο από μπροστά μου… Μα σε λίγο συνήλθα, αντικρίζοντας το γνώριμο χώρο του δωματίου μου με τους αγαπημένους μου πίνακες και τη γλυκιά μορφή της αδερφής μου που κοιμόταν ήρεμα στο διπλανό κρεβάτι.

Έτσι θα περνούν από δω και πέρα οι ώρες και οι μέρες μου. Μοναχικές και χωρίς την προσδοκία να χτυπήσει το τηλέφωνο. Χωρίς κουδουνίσματα και χτυποκάρδια κι αυταπάτες.

Θέλω να βρω το κουράγιο να ξεριζώσω την καρδιά μου για να μην πονώ άλλο πια. Εκεί μέσα είναι κλεισμένη η εικόνα του και με βασανίζει κι ανακινεί στη μνήμη μου όσα ζήσαμε, όσα είπαμε. Πρέπει να χωνέψω βαθιά μέσα μου πως γι’ αυτόν είμαι νεκρή, ανύπαρκτη, έχω παύσει να κινούμαι στο φλοιό της γης, γιατί δεν τον ενδιαφέρω.

Ώ Θεέ μου, θέλω επιτέλους να ηρεμήσω. Θέλω να κοιμάμαι πολύ και ήρεμα για να ξαναβρώ τον εαυτό μου, που χάθηκε στα θολά νερά της απάτης, της διάψευσης.

Είμαι πολύ κουρασμένη, ψυχικά και σωματικά.

Όταν ξαναγυρίσω εκεί, κάθε γωνιά θα μου θυμίζει τις στιγμές που ζήσαμε μαζί και θα βουρκώνω… Η ανέλπιδη ζωή μου θα με πνίγει… Τότε θα κλαίω βουβά τα βράδια στο κρεβάτι μου κι η ανέλπιδη μοναξιά μου θα με νανουρίζει. Τίποτε άλλο δεν μ’ ενδιαφέρει πια, παρά να έχω ήρεμο ύπνο. Θέλω να μπορώ να κοιμάμαι ήσυχα, χωρίς να με ταράζουν αναμνήσεις μιας «άλλης εποχής»…

Η ζωή μου από δω κι εμπρός, θα είναι χωρίς ελπίδα. Η αισιοδοξία κι η χαρά θαρρείς και μ’ έχουν εγκαταλείψει. Υποτονική, μαραμένη, γυρνώ βαριεστημένα. Ωστόσο ζωγραφίζω τα τοπία μου τα νησιώτικα και κάπως ανασαίνω. Με τη ζωγραφική, ευτυχώς, ξεχνιέμαι λίγο. Με το γράψιμο όμως λυτρώνομαι πραγματικά. Στο διάβασμα δυσκολεύομαι ν’ αφοσιωθώ ολοκληρωτικά. Πάντως όλα αυτά λειτουργούν σαν τρόποι ψυχοθεραπείας και μ’ ανακουφίζουν απ’ τις εμμονές μου. Ω Θεέ μου, κάνε να βγω σώα και αβλαβής απ’ αυτό το σκοτεινό τούνελ…

Πολλές φορές αναρωτήθηκα: γιατί ν’ αγαπώ τόσο βαθιά;  Ξέρω πως η απάντηση είναι μέσα μου: γιατί είμαι, σαν ποίημα, αληθινή.

Ξημέρωσε μια μέρα που τα λόγια είναι ανίκανα να με συνεφέρουν. Με συνεφέρουν πια μόνο οι πράξεις που ίχνος αγάπης δε φανέρωναν…

Σήμερα ξύπνησα πρωί. Ζωγράφισα και διάβασα. Ένιωσα ν’ ανακτώ τη χαμένη μου ζωτικότητα και τη χαμένη μου ηχηρότητα. Ένιωσα ικανοποιημένη απ’ τον εαυτό μου που αργά αλλά σταθερά ξεπερνώ την κατάσταση του θρήνου και του πόνου.

Τα βράδια μου από δω και μπρος θα είναι μοναχικά και κρύα, μα η καρδιά μου θα χτυπά ήρεμα, στον κανονικό της ρυθμό. Κι ελπίζω να κοιμάμαι ήσυχα, χωρίς ανησυχίες. Γιατί εγώ δεν έκανα κακό κι έχω ήσυχη τη συνείδησή μου.

Έχω παραφρονήσει από έρωτα, πόθο και νοσταλγία. Σαν άρρωστη σέρνομαι στο σπίτι. Και τί δεν θα έδινα να γύριζε πίσω μετανοιωμένος… Στις πιο μύχιες, σκέψεις μου, στις πιο τολμηρές μου ονειροφαντασίες, τον βλέπω να μπαίνει στο σπιτάκι μου και να ρίχνομαι με λυγμούς στην αγκαλιά του… Εκεί να παραδίνομαι άνευ όρων, στο βωμό της αγάπης, θυσία εωθινή… Πώς θα ήθελα να ξανάμαστε μαζί δεν εκφράζεται με λόγια. Αφού χθες βράδυ παρακαλούσα θερμά το Θεό να τον κάνει να λάβει τα μηνύματά μου, ν’ αλλάξει γνώμη και να τηλεφωνήσει σήμερα το μεσημέρι! Όνειρα θερινής νυχτός μου λέει η λογική μου!.. Όμως τα βαθιά μου συναισθήματα κι ο άκρατος ρομαντισμός μου δε μ’ αφήνουν να ησυχάσω.

Δεν μπορώ να ηρεμήσω. Μοιάζω με καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί, να ξεσπάσει σαν ηφαίστειο. Τα νεύρα μου είναι τεντωμένα και νιώθω σαν να περιμένω κάτι πολύ μεγάλο, που δεν πρόκειται να έρθει. Σαν να αναμένω ένα σπουδαίο ταξίδι που ήδη ματαιώθηκε για πάντα.

Βολοδέρνω ανάμεσα σε σκέψεις αντιφατικές, οδυνηρές, αν και ξέρω πως έφυγε και δεν ξαναγυρνά. Κι αυτή η επίγνωση ώρες-ώρες με κάνει να νιώθω τραγικό πρόσωπο!

Μια μόνιμη ναυτία έχω στα σωθικά μου. Μια πίκρα δένει κόμπο το στομάχι μου. Ο κόσμος σκοτεινιάζει γύρω μου κι η σκέπη που έχω μπροστά στα μάτια μου δε μ’ αφήνει να τον αντικρίσω όπως και πρώτα: ολόλαμπρο και καθαρό. Ποιός θα μου δώσει πίσω τη χαμένη μου χαρά;

Προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή τη μορφή του μέσα μου κι αυτό με καταστρέφει σιγά-σιγά. Δεν βλέπω τηλεόραση, γιατί δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σ’ άλλα πρόσωπα αφού στο μυαλό μου έχω συνεχώς αυτόν.

Πρέπει να το πάρω επιτέλους απόφαση: Όλα τέλειωσαν οριστικά ανάμεσά μας. Ήμουν εκεί: με το σώμα μου, με την ψυχή μου κι η φυσική μου παρουσία κι η φωνή μου δε στάθηκαν δυνατές να τον συγκινήσουν. Παρέμενε απαθής, αδιάφορος. Αυτή την αποκρουστική του εικόνα πρέπει να φέρνω στο μυαλό μου και να παύσω να τον σκέφτομαι πλέον.

Σήμερα είμαι πολύ καλύτερα απ’ τις προηγούμενες μέρες. Η ναυτία υποχώρησε κι η καρδιά μου ηρέμησε. Αν κι όλο το βράδυ παρέμεινα ξάγρυπνη και σκεφτόμουν πυρετωδώς, σήμερα δε νιώθω κουρασμένη. Χθες μες το σκοτάδι κάτι σαν έκλαμψη συνέβη και φωτίστηκε ο νους μου. Όλα φανερώθηκαν μπροστά στα μάτια μου ολοκάθαρα, κι έπαψα να προσδοκώ μάταια ή ν’ ανησυχώ. Δεν μ’ αγαπά, δεν νοιάζεται κι έτσι κι εγώ δε νοιάζομαι πια γι’ αυτόν. Ο καθένας έχει πάρει οριστικά το δρόμο του κι είναι άξιος της τύχης του.

Ποτέ μου δεν θα ήθελα να είχα κοντά μου έναν άνθρωπο που δεν μ’ αγαπούσε. Γι’ αυτό κι ελπίζω πως ο χρόνος θα γιατρέψει τις πληγές μου, που ακόμη είναι ανοιχτές.

Η τρικυμία φαίνεται πως κοπάζει μέσα μου.

Σήμερα κρύωσε ο καιρός. Φθινοπώριασε πια… Κι ο χρόνος ξανακυλάει…

Ιούλιος 1997 – Μάρτιος 1999

Πόσους ανθρώπους κρύβω μέσα μου; Πόσες όψεις, πόσα προσωπεία, πόσους ρόλους φανερώνω τη στιγμή που τα χρειάζομαι ή τη στιγμή που με συμφέρει; Πόσες φορές αλλάζω ξαφνικά εκεί που έλεγε κανείς ότι απόκτησα, επιτέλους, σταθερότητα;

Πόσο ρευστή νιώθω μέσα μου. Σαν εύπλαστη μάζα που με συνείδηση επιλέγει κάθε φορά το δημιουργό της, αυτόν που θα δώσει την πολυπόθητη μορφή.

Εδώ στην αγαπημένη μου γωνιά, στο κρεβάτι μου, που κάθομαι και γράφω, νιώθω ασφαλής, σχεδόν ευτυχισμένη. Μέσα στην ηρεμία μου, που μ’ αγγίξουν πια οι φουρτούνες του κόσμου… Πολύ μακριά μου λυσσομανούν τα κύματα και σπάζουν, φοβερά στους έρημους βράχους. Κι εγώ, μες τις τρυφερές θωπείες της αδερφής μου, ούτε που τ’ ακούω… Γέρνω και βυθίζομαι, μέσα σ’ ένα προστατευτικό σύννεφο χαμογελώντας…

Οι κραδασμοί της ψυχής μου ταράζουν τη γαλήνη. Όλα τα στοιχεία μέσα μου χορεύουν σ’ ένα τρελό ασταμάτητο κύκλο. Η πλούσια εσωτερική μου ζωή επιβεβαιώνεται τώρα που οι κλυδωνισμοί γίνονται αφόρητοι, επικίνδυνοι. Τη μια στιγμή βυθίζομαι στην αποτελμάτωση και την άλλη πετάω σ’ ουρανούς χαράς. Πότε επιτέλους θα σταματήσει αυτό το γλυκό μαρτύριο; Πότε θα νιώθω κι εγώ πεζή και γήινη, σταθερά γήινη; Μ’ όλα αυτά τα παράξενα σκαμπανεβάσματα νιώθω σαν αλαφροΐσκιωτη…

Το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου, για μένα. Λατρεύω τα υπέροχα φρούτα του, τα ροδάκινα, τ’ αχλάδια, τα πεπόνια… Μου μεταγγίζουν τη δροσιά τους και η δίψα μου για ζωή μ’ αυτά ξεθυμαίνει. Χωρίς φρούτα, χωρίς αυτή την ποικιλία και την πανδαισία των χρωμάτων τους, η ζωή μας θα ήταν πιο φτωχή.

Ακόμη και τα σκηνικά των καλοκαιρινών εκπομπών της τηλεόρασης με φρούτα ομορφαίνουν. Φρούτα κάθε λογής: εξωτικά, σπάνια ή συνηθισμένα ελληνικά!

Πριν λίγο βγήκα απ’ το μπάνιο και τώρα νιώθω τη γλυκιά αποκάρωση της αδυναμίας… Τα γόνατά μου λύθηκαν, τα πόδια μου αρνούνται να με κρατήσουν όρθια.. Μια νύστα ακαταμάχητη με καθηλώνει στο κρεβάτι.. Το σώμα ευωδιάζει απ’ την υδατική κρέμα… η μυρουδιά του βατόμουρου στο σώμα μου με ζαλίζει… Οι αισθήσεις μου ναρκώνονται αργά-αργά και παρασύρομαι… Η νύχτα έχει φωτάκια πολύχρωμα που με καλούν να τα χαρώ… Φωτάκια των ονείρων μου…

Ήγγηκεν η ώρα… Όλες οι ετοιμασίες έχουν τελειώσει κι αύριο φεύγουμε για τα νησιά μας!

Η Μήλος, η Σίφνος κι η Σέριφος σίγουρα θ’ ανυπομονούν να μας γνωρίσουν. Αλλά κι εμείς πλέον δεν κρατιόμαστε… Ρέψαμε εδώ στη ζέστη του κάμπου κι αναζητάμε το δροσερό θαλασσινό αεράκι να μας δροσίσει… Όμως αύριο θα είμαστε ήδη εκεί. Μ’ αρέσει ν’ αναλογίζομαι τον πλούτο που θ’ αποκομίσουμε απ’ τις διακοπές μας, σε εμπειρίες, σε ομορφιά, σε εικόνες, σε γνώση…

Δυστυχώς αλλά και ευτυχώς άλλα νησιά γνωρίσαμε… Η Σύρος, η Μύκονος κι η Αλόννησος ήταν οι τυχερές να μας γνωρίσουν εμάς, τις δύο Θεές… την μια την ξανθιά και την άλλη την κοκκινομάλλα… τις Θεές των βράχων και της θάλασσας… κι ας προέρχονται από πόλη του κάμπου…

Όσα γράφω μπορεί να μοιάζουν τραγελαφικά και να προκαλούν γέλιο. Όμως τα νιώθω και τα γράφω, κι αυτό έχει σημασία. Κι ας λένε μερικοί πως τα πολλά και μεγάλα λόγια είναι φτώχια. Για μένα είναι πλούτος…

Μάλλον επίκειται χωρισμός. Θα πρέπει κι αυτό να το αντέξω στωικά. Κι ύστερα; Ξέρω πως θα περάσω δύσκολες στιγμές μα δεν θα υποκύψω. Θα γεμίζω το χρόνο μου με τις δημιουργικές μου ασχολίες, για να νιώθω δυνατή και ικανή. Θα περιποιούμαι το σώμα και το πρόσωπό μου για να νιώθω αυτοπεποίθηση και θ’ αναλογίζομαι πάντα την Άννα Ντάρραντ, την ηρωίδα της «Απάτης» της Αν. Μπρούκνερ, που βρήκε τη δύναμη στα πενήντα της να κάνει μια καινούργια αρχή!

Δεν θέλω να σκέφτομαι πως μπορεί να είναι τόσο κακός, τόσο φθηνός. Θα γκρεμιστεί ένας ολόκληρος κόσμος μέσα μου κι η καρδιά μου θα ποδοπατηθεί. Ξέρω πως θα υποφέρω πολύ αν χωρίσουμε. Μου φαίνεται σχεδόν απίστευτο πως θα χωρίσουμε. Όμως όλα σ’ αυτή τη ζωή έχουν και τη θετική τους πλευρά. Ακόμη και τα πιο οδυνηρά γεγονότα κρύβουν μέσα τους κάτι ευεργετικό. «Ό,τι είναι νά ’ρθει θε να ’ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει».

Αυτό που θα ήθελα πιο πολύ είναι να γαληνέψω, να ξανακερδίσω τη χαμένη μου εμπιστοσύνη..

«Τί μεγάλη απάτη ο έρωτας» είπε κάποτε η Μαρία Κάλλας. Κι εγώ συμφωνώ μαζί της. Ως τώρα, ως τα τριάντα μου χρόνια, η ζωή μου υπήρξε μια πορεία προς τον έρωτα. Κι εκεί που νομίζω πως τον βρίσκω, χάνεται σαν φάντασμα από μπροστά μου. Οι τόσες απανωτές απογοητεύσεις με κούρασαν. Θέλω ν’ ακουμπήσω κάπου να ξεκουραστώ. Δε θέλω άλλους ψεύτικους έρωτες. Θεέ μου, κάνε με πουλί, να φύγω, να πετάξω.

Υποφέρω. Όμως πρέπει να συνεχίσω τη ζωή μου, γιατί η ζωή είναι ωραία. Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα μέσα μου κενή, πάντα είχα πλούσια εσωτερική ζωή. Απ’ αυτή την κρυφή ζωή μου, θ’ αντλήσω δύναμη και χυμούς να ξαναζήσω στα γεμάτα, μ’ ελπίδα κι αισιοδοξία.

Εκείνη η γνώριμη παγωνιά απλώνεται ακόμη στο κορμί μου, το κεφάλι μου μουδιασμένο με το βλέμμα να πλανιέται ανέκφραστο, το σφίξιμο στην καρδιά μου και το στομάχι να μου προκαλούν νευρική ανορεξία κι η αϋπνία να με κατατρέχει…

Είμαι μια ζωντανή νεκρή, ένα ανθρώπινο ράκος και δεν ξέρω αν ποτέ θα καταφέρω να γίνω όπως πριν… ζωντανή και χαρούμενη… Η άρνησή του μ’ έχει καταστρέψει… Η πνοή της ζωής μ’ εγκατέλειψε… Για πρώτη φορά η ψυχολογική μου κατάσταση επέδρασε τόσο πολύ στο σώμα μου. Τα συμπτώματα είναι φανερά. Μαζί με την ψυχή υποφέρει και το σώμα μου.

Σιγά-σιγά αποδεσμεύομαι απ’ τα στοιχεία του, ξεχνάω, αναδιπλώνομαι ξανά στα δικά μου. Και ξαναγίνομαι μοναχική.

Τώρα πια έμεινα μόνη μου να θυμάμαι… Τώρα πια μόνο εγώ θυμάμαι, αυτός όχι πια. Αυτός έχει ξεχάσει και ζει κανονικά, χωρίς εμένα. Εγώ ζω με τις αναμνήσεις όσων ζήσαμε, όσων είπαμε, των στιγμών που πέρασαν πια ανεπιστρεπτί… Σύντροφό μου στον μοναχικό μου περίπατο έχω τη θλίψη. Όμως ο απολογισμός έχει ήδη γίνει. Και ξέρω πως για ότι έγινε δεν έφταιξα, τουλάχιστον συνειδητά. Την αλήθεια μου την έδειχνα ως το τέλος.

Ξέρω πως αν αγαπήσω ξανά τη ζωή μου δεν θα μ’ αδικήσει ποτέ πια…

Μπούχτισα πια τη μοναξιά μου και τη θλίψη μου. Θέλω να βρεθώ με κόσμο και κυρίως με γυναικοπαρέες, με φίλες, όπου θα ξεσπάσει ο πόνος μου και θα εκτονωθεί, όπου θα ξαναξορκιστεί η απάτη του έρωτα.

Κάποτε λαχταρούσα το άγγιγμά σου. Τώρα η σιωπή κι η παγωνιά με διώχνουν μακριά σου. Τώρα αποστρέφομαι το άλλοτε ωραίο πρόσωπό σου χλωμό, σαν του νεκρού, πια με φοβίζει…

Η πίκρα που με πότισες μέσα μου κατακάθισε σαν την τρυγία στο πατητήρι.. Τόση καρδιά, τόση ψυχή που σού ’δωσα, σαν σκόνη την εσκόρπισες στους πέντε ανέμους… Πόσο λίγο νοιάστηκες να με γνωρίσεις… Κρίμα…

Είμαι πια όπως και πρώτα. Όπως τότε που μες τη μονήρη μου ζωή, κοιμόμουν ήρεμη τα βράδια, χωρίς κανένα πόνο, χωρίς καμία έγνοια στην καρδιά. Ξαναβρήκα επιτέλους τους προσωπικούς μου ρυθμούς και δεν θα ήθελα ποτέ να τους ξαναχάσω. Καλός είναι ο έρωτας μα είναι ταυτόχρονα φονιάς… “Love is a killer”. Κι αυτή τη φορά γλίτωσα απ’ το σπαθί του… Ως πότε όμως θα γλιτώνω; Ως πότε θ’ αντέχω;

Θα παύσω πια να κυνηγώ μάταιους έρωτες…

Τι γλυκιά που είναι η καθημερινότητα με τη δουλειά και τις άλλες ασχολίες… Αυτές τις δυο μέρες ξεχάστηκα κι ένιωσα καλύτερα…

Το βράδυ κοιμήθηκα ήρεμα και βαθιά, χωρίς διακοπές και θλιβερές σκέψεις. Και η πρωινή περιδιάβαση στα Τρίκαλα, στις παλιές γειτονιές όπου μεγάλωσα, μου έκανε καλό. Ανακάλεσα στιγμές χαμένες στο χρόνο, θυμήθηκα ποια ήμουν κάποτε, σκέφτηκα ποια είμαι τώρα κι ένιωσα περήφανη για τη συνέπεια και τη συνέχεια στη ζωή μου. Δεν είμαι μια ύπαρξη κατακερματισμένη, μοιρασμένη σε πολλά και σε τίποτα. Είμαι μια ύπαρξη ζωντανή, συγκροτημένη, ισορροπημένη. Νιώθω βαθιά μέσα μου την ανάγκη να αφοσιωθώ στην τέχνη αλλά και σε πρόσωπα αξιόλογα που θα με εμπνέουν και θα μπορούν να μου αφοσιωθούν κι αυτά.

Είκοσι μέρες μετά, κι ακόμη βασανίζομαι απ’ τις θύμησες… μνήμες έρωτα, σκόρπιες εδώ κι εκεί σαν τα φύλλα του φθινοπώρου πια. Πώς ήσουν άλλοτε και πώς είσαι τώρα… Μάλλον εγώ σ’ έβλεπα αλλιώς, η φαντασία μου τα φταίει… Εσύ ποτέ δεν ήσουν όσο τρυφερός, όσο βαθύς χρειαζόμουν… Ποτέ δεν μου χάιδεψες με λατρεία το πρόσωπο, ποτέ δεν μου φίλησες τα μαλλιά. Και στο τέλος ήσουν στυγνός κι απάνθρωπος.

Το φωνάζω και το ξαναφωνάζω στον εαυτό μου να το χωνέψω: «Δεν σ’ αγαπά, δεν σ’ αγαπά, δεν νοιάζεται ούτε μια στάλα… Γιατί λοιπόν εσύ ακόμη να υποφέρεις;»

Όμως η καρδιά είναι τόσο δύσκολο να γιατρευτεί απ’ τον έρωτα που του δόθηκε ολόψυχα… Ακόμη πονά και ώρες-ώρες νοερά του μιλά, σαν να είναι εδώ και σαν να ακούει… Και τότε τί δεν του λέω…

Όμως τ’ αυτιά του βούλωσε πια για μένα. Τα μάτια του δεν με κοιτάζουν πια. Τα χέρια του δεν μ’ αγκαλιάζουν. Για μένα έχει πεθάνει και τον κήδεψα στις 7 Σεπτεμβρίου.

Το πένθος μου ήρθε ο καιρός να λήξει.

Δεν έχω τίποτα για να λυπάμαι που δεν το έπραξα σωστά, δηλαδή ειλικρινά.

Αφού δεν μπορούμε να «συναντηθούμε» πάνω σ’ αυτή τη φλούδα της γης, τη μικρή, δεν θα μπορέσουμε ποτέ και πουθενά, στον αιώνα τον άπαντα. Είναι σαν να είναι ο ένας εδώ, κι ο άλλος στη σελήνη. Έχουμε πεθάνει ο ένας για τον άλλο.

Είναι όλα τόσο παράξενα μέσα μας και γύρω μας, που δεν έχω παρά να τα αποδεχτώ και να συνεχίσω το δρόμο μου.

Φέτος το σχολείο δεν με κουράζει. Είναι που τα τμήματα είναι μικρά, μα παίζει ρόλο και το γεγονός πως απόκτησα πείρα στο να χειρίζομαι τις καταστάσεις. Έτσι τώρα παραμένω ήρεμη ό,τι κι αν συμβεί και δεν φθείρομαι σε μάταιες αντιπαραθέσεις ή σε μάταιες προσπάθειες για να συνετιστούν μαθητές ανεπίδεκτοι μαθήσεως.

Γιατί να μεταφέρω τις πληγές του πάνω μου; Δεν τού ’φταιξα σε τίποτα.

Σκέφτομαι πάρα πολύ τελικά. Και τέτοιοι άνθρωποι στο τέλος τρελαίνονται μα εγώ δεν θα τρελαθώ. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου..

Θεέ μου πόσο παράξενη έχει γίνει η ζωή μου… Ίσως νιώθω πως ένας νέος έρωτας κυοφορείται, γι’ αυτό θέλω να ξεγράψω οριστικά τον παλιό.

«Μη μεταφέρεις ποτέ τις πληγές που άλλοι σου προκάλεσαν και τα ανομολόγητα προβλήματά σου σε μια καινούργια σχέση.. Σίγουρα αυτός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να τη σκοτώσεις».

Η έξοδός μου από μια σχέση που εκείνος τη σκότωσε έτσι, θα μου φέρει οδύνη μα μαζί και λύτρωση και ωριμότητα και δύναμη…

Η ζωή συνεχίζεται στον κανονικό της ρυθμό και σήμερα ήταν μια γεμάτη μέρα, γεμάτη από κίνηση και ζωή.

Είμαστε συνεχώς μαζί. Πρώτα στο σεμινάριο ιστορίας με το Βώρο, μετά στο Gallery με κουβεντούλα και μετά στο cinema, όπου είδαμε την υπέροχη ταινία «Κάτω απ’ τα φτερά ενός αγγέλου».

Είναι πολύ παράξενες οι μέρες που περνάω… Νιώθω πόνους, ψυχικές οδύνες, είναι σαν να κυοφορούνται μέσα μου κοσμογονικές αλλαγές… Χθες, η ταινία «δαμάζοντας τα κύματα» με συγκίνησε βαθιά και μου θύμισε τον τρόπο που αγαπώ… Την είδα μόνη, όπως μόνη είμαι και στη ζωή…

Πού με σέρνει η άμοιρη ζωή μου;

Μόνο που η άδεια ζωή μου διψά για έρωτα, κι η φύση μου που τον έχει τόσο ανάγκη ώρες-ώρες με τρομάζει: επαναστατεί και τον ζητά επιτακτικά.

Μα κι αυτός, που τόσο αγάπησα, τί στάθηκε ικανός να μου προσφέρει; Μόνο απανωτούς οργασμούς και την ψευδαίσθηση μιας αγάπης μίζερης, κουτσουρεμένης, με λόγια μεγάλα και λάγνα ψέματα…

Και στο τέλος ανείπωτο πόνο και βαθιά διάψευση, απογοήτευση…

Γιατί να με συναντάει τόσο συχνά ο πόνος; Γιατί;

Κι ύστερα; Το ύστερα δε θέλω να το σκέφτομαι από τώρα.

Ώρες-ώρες νιώθω σαν την Αλίκη Βουγιουκλάκη! Τόσο όμορφη, τόσο μοιραία, τόσο γλυκιά και τόσο άτυχη! Το πιο εκφραστικό πρόσωπο του ελληνικού cinema!

Είμαι στα πρόθυρα της περιόδου και η διάθεσή μου είναι down. Με πιάνει ξαφνικά μελαγχολία και βυθίζομαι σε τέλμα. Εξάλλου η σημερινή μέρα ήταν κουραστική και αποκαρδιωτική. Αυτές οι εθνικές γιορτές με κάνουν να βαριέμαι αφόρητα. Απ’ το σχολείο ήδη, σα μαθήτρια, τις βαριόμουν. Δυστυχώς, εντάσσονται κι αυτές στο βαρύ καθήκον του εκπαιδευτικού.

Θέλω να ζήσω. Ξέρω πως θα «ενδώσω» στην πρότασή του, για να ξορκίσω το παρελθόν με το παρόν..

Θέλω να ζήσω ξανά. Δεν αντέχω τη θανατερή αίσθηση της μάταιης αναπόλησης. Θέλω να γεμίσω το παρόν μου με έρωτα και νομίζω πως είμαι έτοιμη. Ο τόσος θρήνος για τη χαμένη «αγάπη» με «εξάγνισε».

Τώρα ήρθε ξανά ο καιρός να νιώσω τις δονήσεις που προκαλεί το αντρικό όργανο. Όσο για επικοινωνία και ψυχική επαφή, δεν την επιζητώ πια. Είναι φρούδη. Νιώθω τόσο μόνη, τόση ψυχική απομόνωση με συνθλίβει… Γιατί εκεί που νόμισα πως τη βρήκα, ανακάλυψα την ψευδαίσθησή μου.

Τώρα πια οι απαιτήσεις μου είναι λίγες. Ίσα-ίσα να καλύπτω τις ανάγκες του σώματος και της ματαιοδοξίας μου. Η ψυχή μου ξέρω πως θα παραμένει διψασμένη…

Κάποτε θα τελειώσει κι αυτό το σημειωματάριο. Σε τί κατάσταση θα είμαι άραγε; Πώς θα είναι η ζωή μου η μάγισσα; Ας μην αδημονώ. Ας ζω την κάθε μέρα μου στα γεμάτα. Όσο μπορώ πιο καλά. Με μουσικές εξαίσιες, με χρώματα, με αισθαντικά διαβάσματα, μ’ έρωτα, sex και ματαιοδοξία. Ας σκέφτομαι μόνο τον εαυτό μου. Ας γίνω κι εγώ, επιτέλους, τομαρίστρια, όπως είναι κι οι άλλοι γύρω μου. Αρκετά έχω υποφέρει για ανάλγητους άνδρες. Καιρός να υποφέρουν αυτοί για μένα, πια.

Γυρνάω πίσω στον καιρό της ανθρωπότητας και γίνομαι κι εγώ σα μια μικρή κουκίδα μέσα της… Σταγόνα απ’ το αίμα της που κοχλάζει πάντα νέο… Αφήνω πίσω μου «αγάπες φρούδες» που με πρόδωσαν, αφήνοντάς με στου δρόμου τα μισά και προχωρώ και στροβιλίζομαι στη μουσική του Bach, στο 17ο αι… Τώρα πια οι αιώνες όλοι ενώνονται στ’ αυτιά, στα μάτια, στην καρδιά μου… Ζητάνε όλοι έρωτα, ανθρωπισμό, αγάπη… Επαίτες οι αιώνες των ανθρώπων…

Το σώμα μου φούσκωσε από ηδονή… Μετά από τρεις απανωτούς οργασμούς, έπλεα σε μια θερμή, γαλάζια λίμνη, ακούγοντας το θόρυβο της βροχής καθώς χτυπούσε στα τζάμια του αυτοκινήτου…

Και σήμερα ξύπνησα κι αντίκρισα μια πλάση χιονισμένη. Είναι μακριά το καλοκαίρι με τον ήλιο, έχει πλέον ξεχαστεί…

Και μαζί του εγκατέλειψα και κείνο το κεφάλαιο της ζωής μου που λεγόταν «αγάπη»… Αν και η ανάμνησή της είναι δύσκολο να σβηστεί… ακόμη, κάπου-κάπου με καταδιώκει. Μα πλέον όλα έχουν τελειώσει, τα δάκρυα στέρεψαν κι η ζωή μου έχει πάρει άλλη τροπή, πιο πεζή, μα ηδονική… Αυτό μου φτάνει.

Τώρα, μ’ αυτή την ηδονική σχέση που θα διατηρώ, δεν πρόκειται ν’ αλλάξω στο παραμικρό τις συνήθειές μου. Δεν θα χάσω τον εαυτό μου κι ούτε θα συγχωνευτώ εθελούσια παραμερίζοντας τις επιθυμίες μου.

Τώρα θα ζήσω μόνο για μένα και για κανέναν άλλο. Φτάνουν πια οι θυσίες και οι υποχωρήσεις, που δεν εκτιμήθηκαν και που μόνο πίκρα μου πρόσφεραν. Δεν θέλω άλλες ανόητες αγάπες, ανόητα φιλιά και λόγια, λόγια ψεύτικα…

Η ζωή μου έγινε επεισοδιακή, ενδιαφέρουσα, πλούσια σε εμπειρίες και κραδασμούς.

Αυτός ο άνδρας μου προκαλεί αντιφατικά συναισθήματα: άλλοτε απέχθεια κι αδιαφορία κι άλλοτε έντονη έλξη. Πάντως η ουσία είναι πως θέλω να γευτώ τον έρωτά του. Τον χρειάζομαι σα βάλσαμο στον πόνο της αγάπης, που πια είναι αμετάκλητα παρελθόν.

Το σώμα μου ένιωσα να ξανανθίζει μετά τη μούχλα και την αχρηστία τόσων μηνών… Μόνο που μετά ένιωθα αντιφατικά συναισθήματα. Δεν μπορούσα ν’ αποφύγω την αναπόληση και τη σύγκριση με τον προηγούμενο… Το πάθος και το συναίσθημα που με συντάρασσε με κείνον δεν υπήρχε τώρα μαζί του. Και καλύτερα έτσι, για να μην δένομαι ψυχικά.

Όλα μέσα στο μυαλό μας γίνονται, μέσα στο μυαλό και την ψυχή μας και μετά μουδιάζει το κορμί μας..

Έχω να γράψω τέσσερις μέρες. Απ’ την Κυριακή. Και στοιβάχτηκαν πολλά μέσα μου και στόμωσαν και με βαραίνουν, που και που με πονάνε κιόλας. Ήρθε η ώρα να τα βγάλω έξω, να τα ξορκίσω.

Σήμερα μόνο, μετά από τόσες γεμάτες, πολύβουες μέρες, ένιωσα μοναξιά κι αναζήτησα απεγνωσμένα την αδελφή μου, τη Βασουλίνα μου, κι έκλαψα κι είπα μέσα μου: «είσαι η Έμη της Βασουλίνας σου και τίποτα άλλο. Μόνο αυτό είσαι στην ψυχή σου ό,τι κι αν φαίνεται προς τα έξω». Τελικά καθοριζόμαστε απ’ τους ανθρώπους που μας αγαπούν και που αγαπούνε αληθινά. Τίποτα άλλο δεν μας σφραγίζει. Όλα τ’ άλλα είναι χώμα, σκόνη, αέρας. Η θεσπέσια μουσική του Bach γεμίζει το δωμάτιό μου και με παίρνει μακριά… Μ’ αρέσουν τα θλιμμένα του κονσέρτα γιατί με παραπέμπουν στην ουσία της ζωής, όταν χάνω τον προσανατολισμό μου. Κι η ουσία της ζωής είναι, μετά την ξέφρενη χαρά η ήρεμη θλίψη, η ήρεμη εγκαρτέρηση… Μου λείπει ο αληθινός έρωτας, η αληθινή αγάπη. Όλα τ’ άλλα είναι υποκατάστατα.

Τώρα η μοναξιά μου πια δεν με τρομάζει. Αντίθετα, θαρρώ πως την έχω ανάγκη για να δημιουργήσω. Μπούχτισα απ’ τις πολλές συναναστροφές, τις κοινωνικές επαφές και τις πολλές εξόδους. Άρχισα να τις ξαναβρίσκω ανούσιες. Δεν με γεμίζουν πια όπως πρώτα. Θέλω να ξανακλειστώ στο σπιτάκι μου και να ζωγραφίζω, να γράφω, να διαβάζω, να μιλήσω περισσότερο με τον εαυτό μου.

Θεέ μου, είμαι μόνη αλλά ώρες-ώρες νιώθω τόσο ευτυχισμένη! Η μουσική μου που κάποτε, μικρή, τόσο αγαπούσα, δε με πρόδωσε. Αυτή μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές μου, μαζί με την αδερφή μου. Την ξανανακάλυψα, γιατί δεν μ’ είχε εγκαταλείψει. Κρυβόταν βαθιά μέσα μου και με τον πόνο ξέσπασε σαν καταιγίδα.

Μου λείπει τόσο η αγάπη… Και το αστείο είναι πως αυτή βάζω πάνω απ’ όλα…

Ερήμην μου η αγάπη χάθηκε. Οι μέρες σαν τις ρόδες κύλησαν. Ο έρωτας πήρε άλλο πρόσωπο και με συνάντησε απρόσμενα. Άλλα χέρια, ωραιότερα, αντρίκια, με ζέσταναν μια νύχτα.

Μα στην Κοζάνη σήμερα, στην πέτρινη την πόλη, ανατρίχιασα απ’ τα παλιά φαντάσματα που σαν κλοιός με κύκλωσαν για να με πνίξουν… Τον είδα, κι οι παγωμένες οι στιγμές με πίκραναν ξανά…

Τις τελευταίες μέρες δεν είμαι καλά. Η στέρηση του έρωτα, η έλλειψη του αντρικού κορμιού με μαστιγώνουν… Ώρες-ώρες φτάνω να πω πως βαρέθηκα να ζω, ποιος; Εγώ που τη ζωή τη λατρεύω!

Η ζωή τις τελευταίες μέρες με ποτίζει με ευτυχία. Νιώθω τέτοια πλήρωση, ψυχική και σωματική, που το πρόσωπό μου λάμπει και το σώμα μου σφύζει από ζωή.

Πριν δυο μέρες ο έρωτάς του με αναζωογόνησε. Ξεκλείδωσε τους αρμούς του σώματός μου, απελευθέρωσε τους κρυμμένους χυμούς του και μ’ έκανε να νιώσω ξανά αισιόδοξη γυναίκα, που εύκολα της έρχονται οργασμοί, χωρίς συναισθηματικές αναστολές και εμπόδια. Τελικά ο παράνομος έρωτας, χωρίς δεσμεύσεις και προσδοκίες φρούδες είναι ο καλύτερος, ο πιο ξεκούραστος!..

Έχω αρχίσει να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν άνδρας. Αντιμετωπίζω πλέον τους άνδρες σαν σκεύη ηδονής, όπως, μ’ αντιμετώπισαν κι αυτοί! Πόσα χρόνια όμως μου πήρε να τα καταφέρω και πόσα τραύματα δε δέχτηκα στην τρυφερή ψυχή μου.

Η ποικιλία των συναναστροφών που υπάρχει στη ζωή μου τελευταία, μ’ αρέσει πολύ. Σχεδόν με συναρπάζει. Κι η ζωή μου φαντάζει ενδιαφέρουσα, θέμα για κινηματογραφική ταινία. Κάποιες στιγμές νιώθω τέτοια πλήρωση που πετώ απ’ τη χαρά μου. Βέβαια αυτή την εποχή μ’ ανανεώνει το τραγούδι και το σεξ (στυγνό; όχι). Ευτυχώς, γιατί ο έρωτας ο αληθινός πονά και πληγώνει.

Τώρα είμαι αλλού. Μαζί με το σώμα ικανοποιείται κι η ματαιοδοξία μου. Σαν πουλί έφυγα μακριά απ’ αυτόν που με πλήγωσε. Πέταξα σ’ άλλους ουρανούς. Ο Θεός άκουσε το αίτημά μου και με λυπήθηκε.

Τώρα πια είναι πολύ αργά. Όλα τέλειωσαν εδώ και καιρό. Τώρα δε θέλω πια εγώ ούτε να τον βλέπω. Αδιαφορώ για το αν ζει ή αν πεθαίνει. Ήθελα να μ’ αγαπούν αληθινά κι αυτός με πέταξε στα αζήτητα. Τώρα είναι η σειρά μου να τον πετώ εγώ με τον τρόπο μου, τον δικό μου τρόπο, τον ήσυχο κι αθόρυβο.

Και τα ζεστά, υπέροχα χέρια του στο λαιμό μου, όταν με χάιδεψαν ξαφνικά, μ’ έκαναν ν’ ανατριχιάσω σύγκορμη. Αυτά τα χέρια του, ακόμη κι όταν δεν θα τον βλέπω πια, θα μου μένουν αξέχαστα… Θα τα θυμάμαι και θα σκιρτώ ερωτικά… Λειτουργούν πια για μένα σαν φετίχ…

Σήμερα το «πρόγραμμα» έχει σινεμά και ηρεμία. Τί παράξενη που είναι η ζωή… Τώρα πια δεν επιζητώ μεγάλες αγάπες, μόνο μικρές και καθημερινές…

Την Παρασκευή πέθανε ο παππούς μου. Η αγαθή ψυχούλα του σίγουρα θα πήγε κατευθείαν στον παράδεισο. Ο παππούς μου ο Γρηγόρης, ο εργατικός, ο αεικίνητος, ο καλόκαρδος, που μας φρόντιζε όταν είμαστε μικρές με τα νόστιμά του φαγητά… Θυμάμαι πόσο ωραία έκανε τ’ αυγά μα τις τηγανητές πατάτες και αργότερα, όταν πέθανε η γιαγιά, πως ερχόταν φορτωμένος, σαν τον Αη-Βασίλης με κορνέδες και γλυκά… Θα τον έχω πάντα στην καρδιά μου. Θα ζει στη μνήμη μου και στην ψυχή μου.

Έχω χάσει τον εαυτό μου μέσα στην τύρβη, στο θόρυβο και στις εξόδους. Αυτός ο «διονυσιασμός» που χαρακτηρίζει τελευταία τη ζωή μου (απ’ τον οποίο, κι αυτό είναι το παράδοξο, λείπει ο έρωτας) μ’ έχει αποδιοργανώσει. Πρέπει να ξαναβρώ το απολλώνειο στοιχείο που είναι το εγγενές του εαυτού μου, αυτό, που με χαλαρώνει και με ηρεμεί…

Πρέπει μ’ άλλα λόγια να ξαναβρώ τον παλιό, ευαίσθητο εαυτό μου, αυτόν που πληγώθηκε ανεπανόρθωτα, για να ισορροπήσω. Πρέπει να κλειστώ με τις ώρες στο σπίτι μου και να «δημιουργήσω» μορφές της ψυχής… ανέλπιδες, χωρίς μάταιες προσδοκίες ανεκπλήρωτων ερώτων…

Ο χρόνος φεύγει χωρίς να με ρωτά, η πραγματικότητα είναι εδώ, κι είναι σκληρή, γιατί είμαι μόνη.

Και ξέρω πως έτσι θα πάει η υπόθεση αυτή. Θα είναι γεμάτη χαμένη προσδοκία, χαμένο χρόνο…

Θα ισχυροποιήσω τις αντιστάσεις μου στη μελαγχολία, κάνοντας θετικές σκέψεις και δημιουργικά πράγματα.

Τα εννιάμερα του παππού είχαν πάρα πολύ κόσμο που έπεσαν σαν κοράκια πάνω στην ποικιλία των εδεσμάτων.

Στα Τρίκαλα χάρηκα τη φρεσκάδα και την ενεργητικότητα των γονιών μου, τη θαλπωρή του ωραίου μας σπιτιού και τα έργα στην τηλεόραση. Αν και η υγρασία τους στο τέλος μου περόνιασε τα κόκκαλα και η μοναξιά μου τρύπησε την ψυχή.

Δεν θα ήθελα να είμαι τίποτα άλλο, παρά αυτό που είμαι: Γυναίκα. Όσο κι αν μαστιγώνομαι, όσο σκληρά κι αν προσπαθώ, όσο κι αν, φορές-φορές, πληγώνομαι βαθιά, μ’ αρέσει ο ρόλος της Γυναίκας.

Τώρα πια είναι αργά.

Όλα σφραγισμένα.

Όλα τελειωμένα.

Ο καιρός σαν νεκρικό σεντόνι τα σκέπασε.

Κι η καρδιά πια δε σκιρτά στις αναμνήσεις.

Κι εκεί καθώς θα περπατώ αμέριμνη, η όρασή μου θα ευφραίνεται απ’ τα χρώματά μου και θα παίρνω τη σιωπηρή μου εκδίκηση…

Ωστόσο η ζήλεια των άλλων δεν με πειράζει διόλου. Αντίθετα μ’ ενδυναμώνει.

Σήμερα, η ζήλεια και η αδιακρισία των άλλων μου χάλασαν τη διάθεση.

Μου λείπει ο έρωτας, μου λείπει η αγάπη, η συντροφικότητα, η τρυφεράδα των κοινών στιγμών.

Γερνώ, το βλέπω στον καθρέφτη.

Γερνώ, γιατί έχω κουραστεί.

Κοιτάζω τα θλιμμένα μάτια μου μες το γυαλί και λέω:

«Μην κλαις, μην κλαις…»

Το πρωί θα ξαναγελάσω με τη ζωή.

Θα πάψω πια ν’ αναζητώ τυχαίες, μάταιες συναντήσεις, γυρεύοντάς τον με το βλέμμα μου στους δρόμους και στα café.

Καθρέφτη του ονείρου μου

μες σε μαβιά κοιμάσαι υφάσματα,

πένθιμα, σαν τις κορδέλες της Μ. Παρασκευής που κρέμονται

απ’ τους πολυέλαιους της εκκλησίας.

Γητειά του ονείρου μου φευγάτη

πως μου ριπίζεις τη ζωή μου, την καθηλωμένη,

σαν μαστίγιο…

Έλα και παίρνε με συχνά

να φεύγω απ’ τα ίδια και τα ίδια.

Τέλμα, βρωμιά και δυσωδία.

Μα ο άνεμος του ονείρου θα τα διώξει μακριά

απ’ τη θύρα της ψυχής μου.

Ονειρεύομαι μέσα στο χειμώνα του βορρά, ένα νησί.

«Ξεφτισμένη ανάμνηση η αγάπη»

Την τελευταία «αγάπη» νιώθω σαν

να την έζησα σε όνειρο μακρινό…

Πώς η ζωή τα σβήνει όλα τα παλιά…

Σαν ξεβαμμένη ζωγραφιά

που ο ήλιος την ξεθώριασε…

Ο πόνος μέσα μου μικρός κι αυτός.

Κάποιες στιγμές, σπάνιες πια,

ξυπνά και με ματώνει λίγο,

όπως ένα μικρό αγκαθάκι.

Άλλοτε, μ’ έσφαζε σαν κοφτερό μαχαίρι.

Η ζωή μου είναι αποσπασματική. Κυλά ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα, με ποικιλία συναναστροφών και εντυπώσεων, όμως είναι αποσπασματική. Είναι κομμένη, μοιράζεται εδώ κι εκεί, χωρίς να περιστρέφεται γύρω απ’ έναν κεντρικό άξονα, χωρίς να έχει ουσία και νόημα. Μου λείπει ο έρωτας, η αγάπη. Τα σημεία αναφοράς μου μίσεψαν. Νιώθω χαμένη, κουρασμένη απ’ τις πολλές κι ανούσιες κουβέντες. Θέλω να ξαναβρώ τον παλιό μου εαυτό. Την παλιά Αμαλία της μόνωσης και της μελαγχολίας. Της συγγραφής, της ζωγραφικής και της ανάγνωσης. Οι μοναχικές μου ενασχολήσεις έρχονται σιγά-σιγά και με ξαναβρίσκουν. Θέλω να ξανανιώσω ευτυχισμένη με μια ευτυχία που θα ξεπηδά από μέσα μου.

Κουράστηκα, αηδίασα να ζω μες το ψέμα. Θέλω να το πετάξω από πάνω μου, να το βγάλω σαν βρώμικο πανωφόρι.

Μέσα μου βρήκα  την πηγή της ευτυχίας, το κέντρο του κόσμου. Και τα πιο ταπεινά αντικείμενα, το άψυχο παράθυρο, οι πίνακες στους τοίχους, το ρολόι με το μονότονο χτύπο του, η κουρτίνα που σέρνεται στο πάτωμα, όλα μου μιλούν με τις μυστικές φωνές τους. Όλα μου μιλούν και δε νιώθω πια μόνη.

Πόσο λιτά κι εύστοχα είναι τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου που διαβάζω αυτή την εποχή… Με ταξιδεύουν και με κάνουν να ξεχνώ τις πληγές μου…

Αφήνω πίσω μου αμετάκλητα το παρελθόν και ζω το παρόν και προχωρώ στο μέλλον… μ’ εφόδια την πολύτιμη εμπειρία που μετατρέπεται σε πείρα… και προπαντός την απροσποίητη αγάπη… Την μεγαλοψυχία και το ρομαντισμό… Που τόσο λίγοι τα διαθέτουν σήμερα…

Στο κάτω-κάτω, απ’ όλους του ανθρώπους και απ’ όλες τις καταστάσεις έχω να πάρω θετικά στοιχεία και να ωφεληθώ. Αρκεί εγώ να είμαι ανοιχτή σε καινούργιες προκλήσεις. Και, δόξα τω Θεώ, διαθέτω και μυαλό και καρδιά ανοιχτή.

Είμαι μόνη, πολύ μόνη και χαμογελάω σαν τρελή στο καθρεφτάκι μου. Κλαίω από χθες για το χαμένο μου έρωτα, που τα θυμητάρια του, τ’ απομεινάρια του, εγώ, μόνη προσπαθούσα να δημιουργήσω…

Κι όταν μπήκα στο χαριτωμένο μου σπιτάκι, μίλησα επί ώρα με τον εαυτό μου μπροστά στον καθρέφτη, που τον έβλεπα θαμπό απ’ τα δάκρυά μου που κυλούσαν ασταμάτητα… Ένιωσα σα να ήμουν η πρωταγωνίστρια ενός θεατρικού μονόπρακτου, κι έπαιζα παθητικά το ρόλο μου μπροστά στον καθρέφτη… Κι αυτός με κοίταζε κι έλιωνε από θλίψη και συμπόνια… στο τέλος  άρχισε να βγάζει κόμπους από δάκρυα, και διαλυόταν, κι έτρεχε στο πάτωμα, σαν νερό…

Όμως, είμαι εδώ, προσγειωμένη στη σκληρή πραγματικότητα… Και ξέρω πως ο παλιός έρωτας πέθανε, γιατί δεν μ’ αγάπησε ποτέ του αρκετά, πραγματικά, αληθινά. Ξέρω ακόμη πως μόνο μ’ έναν εξίσου δυνατό, καινούργιο έρωτα θα μπορούσα να γιατρέψω τις ανοιχτές πληγές μου για να μην κακοφορμίσουν και με πνίξουν με τις θανατηφόρες αναθυμιάσεις τους. Σκέφτομαι πολύ τα χθεσινά, τα προχθεσινά, τα παρελθόντα και θέλω να έρθουν τα μελλούμενα να τα σκεπάσουν… Η ζωή θα τα φέρει όλα…

Τί παράξενο! Θέλω να γράψω ποιήματα και δεν μπορώ… Η έμπνευση μ’ εγκατέλειψε. Νιώθω την ψυχή μου ξερή, χωρίς χυμούς και ικμάδα. Διψώ για έρωτα, αγάπη, τρυφερότητα… Διψώ για όλα αυτά που κάποτε ένιωσα να ξεσηκώνουν τη ζωή μου.

Τώρα σιωπή και ερημιά. Ζωή χωρίς ελπίδα. Στεγνή κι άχαρη. Αυτή η πόλη με πνίγει κάπως. Όμως δεν είν’ η πόλη. Είναι η μοναξιά κι οι καταστάσεις. Πόσο πολύ καθοριζόμαστε απ’ τις καταστάσεις…

Ο χρόνος άλλαξε ξανά. Ο καιρός περνά και φέρνει ανησυχία στη ζωή μου. Η υγεία των «άτρωτων» γονιών μου κλονίζεται. Το βλέπω πως γερνούν και πως έχουν ανάγκη από στηρίγματα..

Αγωνιώ κρυφά γι’ αυτούς τους αγαπώ απέραντα και πονώ που τους βλέπω αδύναμους. Δεν θα ήθελα να είμαι μακριά τους για να αναλάβω πιο δυναμικά τις ευθύνες μου. Οφείλω να φανώ δυνατή ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον. Θα ήθελα να μπορούσα να τους εξασφάλιζα περισσότερες ανέσεις (π.χ. αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις τους) μα ξέρω πως δεν θα μπορέσω ποτέ να οδηγήσω. Οι μηχανές με φοβίζουν.

Έφτασα, όπως πάντα, το μεσημέρι, κι ένα σύννεφο θλίψης σκιάζει τα μάτια μου. Τα παλιά μου λημέρια δεν έχουν αλλάξει καθόλου.

Αναλογίζομαι πως θα ταξιδεύει ακόμη και θέλω να ξεκουράσω το γλυκό της, εφευρετικό κεφαλάκι… Απλώνω τα χέρια μου να την αγκαλιάσω,… μα πιάνω το κενό. Θ’ αργήσω πολύ να την ξαναδώ, γι’ αυτό πρέπει να συνέλθω γρήγορα απ’ τη νοσταλγία της.

Και τί απαίσια σύμπτωση: το πρωινό μου όνειρο τον περιείχε, με μια μορφή αποκρουστική, με μια μορφή ξένου. Αυτό εξάλλου είναι πια για μένα: Ένας αποφευκτέος ξένος.

Μ’ αρέσει έτσι που κυλά η ζωή μου. Μονήρης και ήσυχη. Χωρίς καρδιοχτύπια και «μεγάλες» προσδοκίες. Είν’ όλα ουδέτερα και συμπαθητικά. Αφιερώνομαι απερίσπαστη στις ασχολίες μου και μια γλυκιά καλοσύνη με πλημμυρίζει για τον κόσμο…

Τελικά, πολύ φοβάμαι πως η πλειονότητα των Ελλήνων είναι τέτοια, χωρίς παιδεία, χωρίς ίχνος πνευματικής καλλιέργειας και ευγένεια ψυχής. Δυστυχώς αυτή η χώρα είναι θέμα χρόνου να χαθεί απ’ το πρόσωπο της γης. Για μένα ισχύει το «όπου γης και πατρίς». Εξάλλου θα μπορούσα κάλλιστα να ζήσω στην Αγγλία ή στη Γερμανία ή και στη Γαλλία, κι όχι απλώς να επιβιώσω.

Τελικά η μιζέρια, μιας τόσο κλειστής επαρχίας οφείλεται στο φθόνο και τη μικροψυχία. Τα πάθη και τα μίση ανακυκλώνονται και κατατρών τους ανθρώπους, χωρίς να βρίσκουν δημιουργική διέξοδο. Πόσοι άνθρωποι με ικανότητες, πόσα ταλέντα δε χάνονται έτσι… Τι κρίμα γι’ αυτούς και για τους άλλους…

Οι τελευταίες μέρες μου κύλησαν σε μια αχλύ γλυκιάς μελαγχολίας. Η τέχνη της ζωγραφικής μου προσφέρει πλήρωση, αυτοπεποίθηση, ανέκφραστη χαρά, σχεδόν…

Έρχεται συχνά η έμπνευση και με παίρνει στα φτερά της. Τελευταία είναι λες και ζω σ’ όνειρο. Μου χρειάζεται περισσότερος ρεαλισμός. Πρέπει να κοιτάξω με περισσότερο άγχος τη ζωή μου. Πρέπει να επιδιώξω αλλαγές στα στάσιμα αισθηματικά μου.

Δεν θα ξεχάσω, δεν θέλω κι ούτε πρέπει να ξεχάσω. Θα κρατήσω ζωντανή τη μνήμη για να μην νοσταλγώ, άδικα κι ανεδαφικά, καταστάσεις που μόνο κακό μου προκάλεσαν…

Κι εγώ ξέρω να χωρίζω τρυφερά κι ανθρώπινα…

Θ’ αφεθώ στο έργο της σύμπτωσης και της τύχης.

Όλα γύρω μου, οι καταστάσεις, οι άνθρωποι είναι τόσο μπερδεμένα, τόσο πολύπλοκα. Πολυσήμαντα είναι όλα και αντιφατικά. Όλα είναι γκρίζα. Ούτε μαύρα, ούτε άσπρα. Μόνο η αγάπη φέγγει σαν άστρο μέσα σ’ αυτή την καταχνιά.

Από χθες βράδυ περιφέρομαι σαν ζωντανή νεκρή. Δε ζω φυσιολογικά. Τ’ όνειρο και η πραγματικότητα μπλέχτηκαν σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι… Δεν ξέρω πού να πατήσω, δεν ξέρω πού να στηριχτώ για να πάρω δύναμη, να συνεχίσω να ζω. Η καρδιά μου λιποψυχά.

Δεν αισθάνομαι και πολύ καλά τελευταία. Δεν αισθάνομαι ότι ζω, κι αυτό με θάβει κάτω απ’ το πιο μαύρο χώμα.

Γιατί, γιατί; Πάλι τα μάτια μου βουρκώνουν. Πάλι θα πέσω στο γκρεμό να τσακιστώ. Μα θα ξαναγελάσω. Πιστεύω στον εαυτό μου.

Κι αυτές οι εξετάσεις είναι πρόκληση για μένα να δοκιμάσω τις δυνατότητές μου. Άλλωστε η πεποίθηση στον εαυτό μου και η σκληρή δουλειά ποτέ δεν με πρόδωσαν. Κι οι αδιάβλητες εξετάσεις ποτέ δε με φόβισαν.

Είναι πολύ σκληρό κάποιος που πίστεψες κι αγάπησες να αποδεικνύεται, στ’ αλήθεια, δειλός κι απάνθρωπος. Είναι πολύ σκληρό να έχεις κάνει ξανά λάθος. Είναι πολύ σκληρό να έχεις ξοδέψει την καρδιά σου για κάποιον και μετά να καταντά ένας ξένος, ούτε καν φίλος στις δύσκολες στιγμές. Είναι πολύ σκληρό μα έτσι είναι. Αυτή είναι η αλήθεια. Κι η ζωή συνεχίζεται και το ρέμα της πάει…

Τώρα πλέω σε μια γλυκιά ηρεμία. Η Άνοιξη μπαίνει κάθε μέρα όλο και πιο θριαμβευτικά και μεταμορφώνει τη φύση.

Τελικά πολλά πράγματα οφείλονται σε μένα. Κι είναι σημαντικό να νιώθει κανείς περήφανος για τον εαυτό του.

Κι είμαι τόσο απλή και ολιγαρκής…

Τώρα κλαίω… και βλέπω τη ζωή μου σαν ταινία μαγική… Θέλω να φύγω από δω. Αυτός ο τόπος δε με γεμίζει πια. Έχω κορεστεί. Έχω φτάσει στα όριά μου. Ώρες-ώρες ψυχανεμίζομαι πως θα φύγω του χρόνου κι άλλες πως θα μείνω. Είναι σκληρό να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα από τόπο σε τόπο και ν’ αποκτάς από παντού θλιβερές αναμνήσεις.

Ως πότε η καλοσύνη και η δημοκρατικότητά μου θα με μετατρέπουν σε εξιλαστήριο θύμα συμφεροντολόγων και ανάλγητων ανθρώπων;

Θέλω να γράψω… να γράψω… ν’ απλωθεί η σκέψη μου στο χαρτί σαν νεκρικό σεντόνι και να σκεπάσει την πλάση…

Έχω καιρό να καταθέσω την ψυχή μου στο χαρτί, να γράψω πραγματικά κι απ’ την καρδιά μου. Μα, μετά το χθεσινό ξενύχτι στην «τήνελλα», το κεφάλι μου βουίζει και το εσωτερικό μου σφύζει από ερεθίσματα που επιζητούν, που θέλουν επιτακτικά να βγουν στην επιφάνεια.

Νιώθω ν’ απομακρύνομαι σιγά-σιγά απ’ αυτόν τον τόπο που, κατά κάποιο τρόπο, τον αγάπησα και με σημάδεψε. Νιώθω ν’ αποσυνδέομαι ψυχικά από όσα με πόνεσαν και μου χάρισαν ταυτόχρονα χαρά ή με πλούτισαν ψυχικά και φέτος. Νιώθω να φεύγω από δω, να μετακινούμαι νοερά στον τόπο μου, στους πολυαγαπημένους μου γονείς που γερνούν και με χρειάζονται. Τους χρειάζομαι κι εγώ ανέκφραστα πολύ. Από μέσα μου πηγάζει η αδήριτη ανάγκη να περνώ περισσότερο χρόνο μαζί τους. Θέλω να τους βλέπω συνέχεια, να τους παρατηρώ, να αποτυπώσω μέσα μου τις λεπτομέρειες των κινήσεων και της μορφής τους, ώστε να μην ξεθωριάσουν ποτέ… Θέλω να προφτάσω να τους ζήσω στα γεμάτα, τώρα που είναι ακόμη «ζωντανοί», προτού γίνουν ανήμποροι. Θέλω να προφτάσω να τους χαρώ προτού μου φύγουν… αυτοί που μου έδωσαν τη ζωή και μ’ έκαναν έτσι περήφανη και ολοκληρωμένη, αυτοί που τους χρωστώ τα πάντα… Τώρα νιώθω να τους χρειάζομαι όσο ποτέ άλλοτε, γι’ αυτό και του χρόνου…

Πόσο ξεχωριστές κι ευαίσθητες είμαστε Θεέ μου… και πώς μοιάζουμε στο πρόσωπο και στην ψυχή… Σα δυο σταγόνες νερό… Γεννηθήκαμε για να ξεκουραζόμαστε η μια πάνω στην καρδιά της άλλης απ’ τα βάσανα της ζωής… Κι είναι τόσο τρυφερή αυτή η εικόνα… Μου φέρνει στο μυαλό τόσες κοινές μας στιγμές, και δάκρυα στα μάτια… δάκρυα χαράς που σ’ έχω, αδερφή μου.

Πόσο καλό μου κάνει να γράφω… μ’ αποφορτίζει ψυχικά, με εκτονώνει… Τέτοιες στιγμές θα ήθελα να μπορούσα να πετούσα σαν τα πουλιά στον ουρανό… Είναι τραγικό να θέλεις να πετάξεις κι «ευτελείς συνθήκες και συνήθειες» να σε κρατούν καθηλωμένη στη γη…

Θα ήθελα να μπορούσα να ξαναγράψω ποιήματα αυτή την εποχή που ξαναμπαίνει η Άνοιξη μα την έμπνευσή μου την εξανεμίζει η προσδοκία κι η αγωνία των επερχόμενων εξετάσεων. Δυστυχώς, πιέζομαι από πολλές πλευρές κι είναι δύσκολο να ηρεμήσω. Μα είναι αναγκαίο και απαραίτητο να κατευνάσω τον ψυχικό μου τάραχο γιατί έχω και διάβασμα…

Και πάντα στη ζωή μου, εκτός από αθεράπευτα ευαίσθητη, ήμουν κι αθεράπευτα ρεαλίστρια γι’ αυτό κι έβαζα σωστές προτεραιότητες. Ανέκαθεν, εκτός από αθεράπευτα ρομαντική και μεγαλόψυχη, ήμουν κι αθεράπευτα αυστηρή, έντιμη κι ακριβοδίκαιη.

Τώρα ακούω μεσαιωνικά τραγούδια των τροβαδούρων και των τρουβέρων κι οι μελωδίες τους με ταξιδεύουν γλυκά στο χρόνο… Με θλίβουν, ανεπαίσθητα, με ηρεμούν και με κάνουν ν’ αναπολώ τα περασμένα που δεν έζησα… Τέτοιες στιγμές νιώθω αυτάρκης, σχεδόν ευτυχισμένη μέσα στη μοναξιά μου.

Σήμερα που έγραψα πολλά μετά από τόσο καιρό, ξαλάφρωσε η ψυχή μου.

Μ’ έχει πιάσει φοβερή υπερένταση στην προσδοκία της Ρόδου. Ένας γλυκός παροξυσμός με διακατέχει, μέρες τώρα, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ να διαβάσω.

Θα βρεθώ ξανά στο στοιχείο μου. Κι ώσπου να φτάσουμε στη Ρόδο, είμαι διατεθειμένη να χαρώ κάθε στιγμή του ταξιδιού, σαν το μακρύ δρόμο που οδηγεί στην «Ιθάκη» του καθενός μας. Κι ο δρόμος κι ο προορισμός μου θα με πλουτίσουν με εμπειρίες, περιπέτειες, γνωριμίες, γνώσεις… θα με βγάλουν απ’ τη μονοτονία της κλειστής ζωής μου. Θα σηκώσουν το βάρος που μου πλακώνει το στήθος. Κι αυτό το βάρος, αυτή η αδιόρατη θλίψη που ελλοχεύει στο βλέμμα μου…

Κλεισμένη μες την προστατευτική σιωπή του ωραίου σπιτιού μου που με τόσο μεράκι διακόσμησα, που με τόσο φλέγοντα ζήλο ζέστανα, προσπαθώ να ανασυγκροτηθώ.

Η Ρόδος, που την άφησα πίσω μου, με ξεσηκώνει, με παρασέρνει, έστω και με την νοσταλγική ανάμνηση μιας γοητευτικής σειρήνας…

Όμως το μεγάλο πλεονέκτημα του σπιτιού μου είναι ότι μπορώ ν’ απολαμβάνω την ομορφιά της φύσης κι απ’ το παράθυρό μου. Τώρα, μπροστά μου απλώνεται ένα πανόραμα καθαρότητας και φωτός. Οφείλω όμως να του αντισταθώ και να μην βγω έξω για χάρη του σκοπού μου.

Αυτή η πόλη-χωριό μου προκαλεί «το τίποτα». Δε νιώθω πια τίποτα, δε νιώθω πια έντονα κάτω απ’ τον ουρανό της, πάνω στο χώμα της. Θα φύγω σ’ άλλες πολιτείες…

Και γύρισα στο έρημό μου σπίτι φορτωμένη μια αδιόρατη θλίψη… όχι μόνο γιατί δεν έχω έρωτα στη ζωή μου, μα και για το θάνατο που καραδοκεί να μας πάρει σε κάθε γωνιά… Κι η ζωή είναι τόσο ωραία… Ο κόσμος τώρα που γύριζα, είχε ξεχυθεί στους δρόμους κι αυτό το βράδυ του Απρίλη έμοιαζε με αυγουστιάτικο… Κι εγώ είμαι μόνη και σκέφτομαι κυρίως τον πατέρα μου και δακρύζω… Δεν θέλω να τον χάσω… Θεέ μου, μην τον πάρεις από κοντά μου… Σε παρακαλώ πολύ…

Τα αγαπημένα μου πρόσωπα με στοιχειώνουν γλυκά ακόμη κι από απόσταση… Όμως ξέρω πως η γοητεία τους θα μειωθεί απ’ αύριο, μέσα στην τύρβη της καθημερινότητας…

Σήμερα το μεσημέρι μαζεύτηκαν μέσα μου πολλά αρνητικά συναισθήματα και ένιωσα «βαριά». Θα αποφορτιστώ με το να τ’ αραδιάσω στο χαρτί.

Είναι παράξενο, αλλά κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικά κακοπροαίρετοι και ζηλιάρηδες. Εκπέμπουν αρνητική ενέργεια προς κάθε κατεύθυνση, πρέπει να το παραδεχτώ, κι όχι μόνο προς εμένα…

Πώς να εξηγήσεις σ’ ανθρώπους ανώριμους, που δεν έχουν φιλοσοφήσει τη ζωή, πόσο αυτή είναι παράξενη και πόσο μεγάλο ρόλο παίζει ο παράγοντας σύμπτωση-τύχη (που είναι αστάθμητος) σ’ αυτά τα θέματα… Πώς να τους πεις, με λόγια, ότι η ζωή είναι ανείπωτη, είναι όνειρο που δε φυλακίζεται σε συμβάσεις και θεσμούς; Τα λόγια είναι φτωχά για να εκφράσουν τα ταξίδια της ψυχής, τα σκιρτήματα μιας ευαίσθητης καρδιάς.

Εδώ χρειάζονται κοινές εμπειρίες, βίωση παραπλήσιων καταστάσεων για να καταλάβει ο ένας τον άλλον και να επικοινωνήσουν ουσιαστικά οι άνθρωποι μεταξύ τους.

Περνώ υπέροχα το ξεκούραστο τριήμερό μου, διαβάζοντας μυθιστορήματα, ζωγραφίζοντας και ρεμβάζοντας. Βέβαια το απόγευμα θα βγω έξω, για να μην ξεχνώ πως, εκτός απ’ τη μυστική, εσωτερική ζωή μου υπάρχει κι ένας κόσμος, έξω από μένα, που σφύζει από ζωή τώρα την Άνοιξη…

Η σημερινή μέρα ήταν μια περιπλάνηση στα έξω και στα μέσα μου σκοτάδια. Ένα θλιβερό ταξίδι στους έρωτες και στις προδοσίες που με σημάδεψαν ανεξίτηλα. Ένα βουβό κλάμα για τα όνειρα που θάφτηκαν για πάντα σε μια κρυφή καταπακτή της ψυχής μου. Η σημερινή μέρα ήταν για μένα το ψυχοσάββατό μου. Θρήνησα τις νεκρές μου αγάπες και τα δάκρυα πότισαν το χώμα της καρδιάς μου, όπου είναι όλες θαμμένες. Ωραία, σεμνά αγριολούλουδα φύτρωσαν εκεί όπου άλλοτε ήταν ξερά.

Οι σιγανές ψαλμωδίες μου, τα μουρμουριστά μου τραγούδια, έφτασαν, μυρωδάτο λιβάνι στον ουρανό κι η ταραγμένη μου ψυχή αναπαύτηκε.

Τώρα, η ηρεμία με καθήλωσε, άπραγη, στο κρεβάτι.

Θα ήθελα να γράψω κάτι έξω από μένα για να λυτρωθώ. Κάτι για τη ζωγραφική ή την τέχνη, ας πούμε…

Η στιγμή που κοινωνεί κανείς τα μυστικά της τέχνης είναι μαγική… κρύβει μέσα της την ανατριχίλα της αποκάλυψης, το πάγωμα του αιώνιου χρόνου…

Μια φορά, φτάνει μα έχει ζήσει κανείς μια τέτοια στιγμή για να νιώσει πως η τέχνη μοιάζει σ’ αρκετά σημεία με τη θρησκεία. Γι’ αυτό είπαν σοφά πως η τέχνη είναι μιαν άλλη θρησκεία.

Αν έχεις νιώσει τη δύναμη της τέχνης κάποτε, έστω και μια φορά, αυτή δεν θα σ’ εγκαταλείψει ποτέ. Θα έρθει μόνη της να σε βρει στις δυσκολίες της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής σου, να σου προσφέρει λύτρωση, παρηγοριά, καταφύγιο. Θα έρθει μόνη της να σε συναντήσει στα δύσβατα μονοπάτια της ρουτίνας, της καθημερινότητας. Θα ποτίσει με χρώμα τον μουντό καμβά της ψυχής σου, αρκεί να στραφείς στην ευεργετική της επιρροή, αρκεί ν’ αφεθείς στην απογειωτική της δυνατότητα.

Η αισθητική μας καλλιέργεια είναι, βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση στη συνάντησή μας με τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την καλλιτεχνική φωτογραφία. Κι η εύπλαστη ύλη μέσα μας για να πάρει μορφή κι από άμορφη μάζα να γίνει έργο τέχνης χρειάζεται έμπνευση, ταλέντο μα και σκληρή δουλειά. Μόνο με τη επίπονη προσπάθεια μπορεί συν τω χρόνω, ο μαλακός πηλός να μετατραπεί σε άγαλμα.

Έτσι και η αισθητική αντίληψη για να οξυνθεί, απαιτείται καλλιέργεια, παιδεία. Κι η αισθητική μας παιδεία και καλλιέργεια δυστυχώς είναι ανύπαρκτη. Επαφίεται στην ευαισθησία και στην ανησυχία του καθενός ιδιώτη η επιδίωξη του παραπάνω στόχου, που θα έπρεπε να είναι ένας απ’ τους κύριους σκοπούς της κρατικής παιδείας. Γιατί η αισθητική καλλιέργεια και ο πολιτισμός είναι έννοιες που συναρτώνται στενά με την ουσιαστική πολιτικοποίηση του ανθρώπου, αφού η συλλογική του δράση είναι πολιτική και παράγει πολιτισμό.

Βέβαια στις μέρες μας η αρχέγονη σημασία, των θεμελιακών αυτών ελληνικών εννοιών (που πρώτοι δημιούργησαν και συνέλαβαν οι Έλληνες) έχει φαλκιδευτεί. Έχει αλλοιωθεί σκόπιμα για λόγους συμφερόντων των μικροπολιτικών. Όμως, τα περιθώρια να πέφτουν οι πολίτες θύματα κοντόφθαλμων και ακαλλιέργητων μικροπολιτικών, φαίνεται πως έχουν στενέψει. Τα σημεία των καιρών δείχνουν πως ωρίμασε η πρόθεση και η απόφαση των πολιτών να αναλάβουν οι ίδιοι πρωτοβουλίες, να πάρουν οι ίδιοι τις τύχες τους στα χέρια τους για να επανέλθει η πολιτική στις σωστές της διαστάσεις, για να γίνει η ζωή τους στην πόλη τους πιο συνειδητή, περισσότερο άξια να τη βιώνουν.

Είναι μια συννεφιασμένη μουντή Κυριακή η σημερινή μέρα, στα μέσα του Μάη. Γι’ αυτό μου δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα και με κάνει ν’ αποφεύγω τους ανθρώπους.

Τί αισχρά που εκφράζομαι, όμως έτσι είναι η ζωή. Για όλους προέχει το χρήμα, το συμφέρον κι η ηδονή. Όσο για τις θεωρίες και τις κουλτουριάρικες διακηρύξεις, αυτές είναι οικτρές προσποιήσεις και λόγια του αέρα. Πόσο διαψεύστηκα που νόμιζα πως ο κόσμος είναι όμορφα κι αγγελικά πλασμένος…

Αυτά τα γράφω επηρεασμένη και απ’ το σεμινάριο της Ομαδικής Ανάλυσης και Ψυχοθεραπείας, που στο τέλος μου φάνταξε κάπως «δήθεν», αν και αποκόμισα και θετικές εντυπώσεις.

Τέλος πάντων, όλα κι όλοι σ’ αυτή τη ζωή έχουν τη θετική και την αρνητική τους πλευρά. Έτσι πρέπει να σκέφτομαι πάντα για ν’ αντέχω.

Τί να πει κανείς για τις μέρες που διανύουμε… Είναι δύσκολες και «πονηρές»…

Έζησα την αγωνία της ερωτικής προσδοκίας με καρδιοχτύπι και ασταθείς σφυγμούς, σ’ όλο της το μεγαλείο!

Σ’ αυτή την παλιοζωή, προσπαθεί ο καθένας να καλύπτει τις ανάγκες του, σκεφτόμενος πρωτίστως τον εαυτό του και ενεργώντας για το συμφέρον του.

Όμως ο «έρωτας» αυτός δεν ήταν προσωπικός, δεν είχε συναίσθημα και δέσιμο, ήταν στυγνός και ζωώδης, ήταν απογυμνωμένος απ’ τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που είχα πλάι μου, ήταν σκέτος πόθος που πήγαζε απ’ την έλλειψη ερωτικής επαφής, το ξέρω. Ήταν η δίψα  μου για το ανδρικό κορμί, για τη ζεστή του σάρκα…

Και τώρα ακόμη που αναλογίζομαι την αίσθησή της ζαλίζομαι… Θαρρώ πως θα λιποθυμήσω… Αυτό είναι ένδειξη πως η μανία για ζωή δεν μ’ έχει εγκαταλείψει. Μα ο έρωτας, το συναίσθημα, εκείνο το μαγικό, το ανεπανάληπτο σκίρτημα που έζησα με κείνον τον ακατανόμαστο, πόσο μου λείπει…

Η αναπόλησή του μου αφαιρεί ικμάδα, ρουφά σαν δράκουλας το μεδούλι απ’ τις παροντικές στιγμές μου και σαν σταφιδιασμένες γριές τις αποθέτω σε μια γωνιά, παραπεταμένες… Κι έτσι ώρες-ώρες νιώθω πως χάνω το παρόν.

Ξέρω πια πως σοφία και πείρα ζωής είναι ακριβώς αυτό: ένα «παιχνίδι» ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, ανάμεσα στη λύπη και στη χαρά, με αστείρευτη αντοχή, με αδάμαστη θέληση να ατενίσεις την «Ιθάκη» σου απ’ το δρόμο… Το ταξίδι λοιπόν μετράει…

Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός, ιδιαίτερος, και όποιος με γνωρίζει και δεν μ’ εκτιμά, όπως εγώ εκτιμώ την ιδιοσυγκρασία του και το δικαίωμά του στην επικοινωνία, είναι για μένα «πεθαμένος»…

Είναι γεγονός πως περνώ κρίση υποδόρια, εσωτερική. Θέλω όλα να τα αναλύω, όλα να τα εξιχνιάζω. Και το συμπέρασμά μου για τις ανθρώπινες σχέσεις είναι πως υπάρχουν άνθρωποι τόσο ανίκανοι να πλουτίσουν μια σχέση, τόσο κενοί, άδειοι κι αδιάφοροι για τον ζωντανό άνθρωπο που έχουν δίπλα τους, που είναι ανάξιοι λόγου.

Δυστυχώς αυτοί δεν μπορούν να προσφέρουν στο σύντροφό τους τίποτε άλλο από ψυχική απομόνωση, πόνο κι απογοήτευση. Ίσως και κανένα γερό οργασμό που και που…

Αχ, Θεέ μου, γιατί να κλωθωγυρνώ στα ίδια και στα ίδια…

Γιατί δεν υπάρχουν συνταρακτικά καινούργια… απλούστατα.

Το πρώτο μπουμπούκι της γαρδένιας μου άνοιξε, άνθισε κι έγινε ένα ευωδιαστό λουλούδι. Το εκλαμβάνω ως καλό οιωνό και νιώθω, σήμερα, μια γλυκιά ηρεμία.

Ήρθα ξανά. Νά’ μαι ξανά στα παλιά μου λημέρια. Στη «μουντή» καθημερινότητα. Λούστηκα και σε λίγο θα κάνω μπάνιο. Ήδη άρχισα να νιώθω ανάλαφρη και καθαρή. Μια γλυκιά, δημιουργική ηρεμία συνεπαίρνει την καρδιά μου, αν και το ξαφνικό χαλάζι που έπεσε το απόγευμα με φόβισε πολύ, σχεδόν με σόκαρε. Έδωσα στο φαινόμενο μεταφυσική ερμηνεία. Το είδα σαν εκδίκηση της φύσης… Η δομή του ψυχισμού μου αναταράχτηκε και προς στιγμήν έχασα την ισορροπία μου. Οι παγωμένες κροκάλες του χαλαζιού έπεφταν καταιγιστικά και με μαγνήτιζαν. Τις κοίταζα αποχαυνωμένη, αφηρημένη, λες και μια αόρατη δύναμη να με τραβούσε εκεί…

Και η σημερινή μέρα κύλησε χωρίς απρόοπτα, ήρεμα όπως γλιστρά το χέλι στο νερό ή το χέρι πάνω σε λαδωμένη επιφάνεια. Προσπάθησα να διαβάσω και τα κατάφερα. Είμαι ευχαριστημένη απ’ τον εαυτό μου. Τα έχω βρει με μένα κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι η βάση για τα μεγάλα «επιτεύγματα»… Πάντα μου άρεσαν οι βαρυγδουπίες! Τι να πει κανείς…

Τέτοιες στιγμές πώς λατρεύω τον ήρεμο και «απαθή» μπαμπά μου για το ζωντανό του παράδειγμα… Με διαπαιδαγώγησε αρκούντως και δεόντως ν’ ανταπεξέρχομαι σε τέτοιες δυσκολίες.

Το μεσημέρι που γύρισα απ’ το σχολείο, ήμουν σε μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση. Ένιωσα μια θλίψη και μια δυσαρέσκεια. Τα συναισθήματά μου ήταν αρνητικά και μπουρδουκλωμένα, γιατί σήμερα δεν αποκόμισα ικανοποίηση απ’ τη δουλειά μου.

Θα τους κάνω μια υπέροχη εισήγηση για τη μετωπική διδασκαλία, για το παλιό και νέο σχολείο, για την παλιά και την καινούργια παιδαγωγική, για τη συμπόρευση κοινωνίας και σχολείου κ.τ.λ.

Αυτός ο «Μέγας Ανατολικός» του Εμπειρίκου θαρρώ πως μ’ έκανε ερωτομανή… όμως όχι των πράξεων μα των λέξεων! Πόσο όμορφα κυλούσαν οι αρχαίζουσες περιγραφές του για συνουσίες, εκσπερματίσεις, λαγνουργίες… Πόσο με μάγεψαν οι επίμονες επαναλήψεις όμοιων σκηνών με την απλότητα της χυδαιότητάς τους… Και πόσο μ’ ερέθισαν οι ξαφνικές παρεκβάσεις του για Λόρδους κι ευγενείς που μαλακίζονταν με υπηρέτριες ασύστολα…

Όσο για μένα,

μην ενοχλείστε διόλου.

Θα βολευτώ.

Η ολιγάρκειά μου είναι παροιμιώδης.

Στα αισθήματα δεν τσιγκουνεύομαι

Τα σκορπάω απλόχερα

Ξέρω να δίνω μόνο.

Δε ζητώ πολλά.

Μονάχα τ’ απαραίτητα.

Ένα χαμόγελο

Μιαν αγκαλιά ζεστή

Ένα φιλί στα χείλη

Κι έναν άνδρα στο κρεβάτι μου.

Μην ενοχλείστε.

Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται να πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους και κρύβονται πίσω από μισόλογα και «μεγάλες θεωρίες». Νιώθω περήφανη και εξαιρετική που, επιτέλους, εγώ το έχω κατορθώσει στη ζωή μου.

Εγώ, βέβαια, θα συνεχίσω να πορεύομαι απτόητη, πιστή στις αρχές του ανθρωπισμού και συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου… Δεν λέω, εκμεταλλευόμενη τις καταστάσεις, τις περιστάσεις και τους ανθρώπους, γιατί κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ποτέ μου δεν συμβιβάστηκα με κάποιον άνθρωπο μόνο από ανάγκη. Πρέπει και να τον «γουστάρω» κάποιον για να τον «ανεχτώ» σαν προσωπικότητα.

Ήρθε ο καιρός να ξεκαθαριστούν κάποιες «σχέσεις», που στο βάθος τους είναι εικονικές ή συμβατικές.

Έχω μάθει, μέσα απ’ ένα σωρό καμτσικιές να υπερασπίζομαι, δυναμικά και επιθετικά την αξιοπρέπειά μου, που «δεν καταλαβαίνω τίποτα», αν με θίξουν άδικα.

Μακάρι ο χρόνος κι ο Θεός να φέρουν ποθητές αλλαγές στη ζωή μου.

Όλα τα θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Η μνήμη μου ποτέ δεν με προδίδει. Βρίσκω τρόπους να τη συντηρώ καθημερινά με το ημερολόγιο, με τις φωτογραφίες, με τη σκέψη, που ταξιδεύει πιο γρήγορα κι απ’ τον άνεμο. Γοργόφτερη την ονομάζει ο Όμηρος.

Διαπίστωσα πως έχει την ανάγκη μου για να δημιουργήσει δικιά της ταυτότητα. Η αυτονομία μου και η εξυπνάδα μου βαραίνουν πάνω της δραστικά.

Όσο για τον τρόπο γραφής της, είναι συναισθηματικός, κάπως αόριστος και γλυκερός, χωρίς να έχει τη δύναμη και τη θετικότητα που εγώ απαιτώ σ’ ένα κείμενο, για να το θεωρήσω αυθεντικό.

Τελικά, ανακαλύπτω πως η ισχυρή προσωπικότητά μου «ακτινοβολεί» σε βαθμό που ούτε μπορούσα να το φανταστώ. Μπράβο μου.

Όμως ήρθε ο καιρός να ξαναμπώ στο ρυθμό μου. Οι συναναστροφές, τα δήθεν και οι προσποιήσεις μ’ έχουν πια κουράσει.

Δεν έχω διάθεση ούτε τον έρωτα να σκέφτομαι.

Η ευαισθησία μου τρέφεται απ’ τη μελαγχολία της ώρας και οι θλιβερές σκέψεις περνούν σα μαύρα πουλιά απ’ το μυαλό μου…

Πώς να περιγράψω τη σημερινή μου κατάσταση; Τα λόγια δεν αρκούν, ωχριούν μπροστά στην αθλιότητά της. Μέσα μου άνοιξαν καταπακτές, χίλια κενά φανερώθηκαν και με κατάπιαν στα σκοτεινά τους έγκατα… Ένιωσα μηδαμινή, μόνη σαν την «καλαμιά στον κάμπο» ή καλύτερα σε μιαν αφιλόξενη εξορία, περιφερόμουν άσκοπα στους δρόμους σαν την άδικη κατάρα, ήμουν αδύναμη για τα πάντα, οι αποφάσεις για αλλαγή με φόβιζαν, η ζέστη μ’ ενοχλούσε αφόρητα, ο ήλιος με θάμπωνε, ένιωθα βρωμερή, άσχημη και αποκρουστική και στο τέλος όταν μπήκα στο καταφύγιο του σπιτιού μου…

Πότε χρειάζομαι δίπλα μου ανθρώπους, θέλω να μ’ «ενοχλούν», να με θυμούνται και πότε χρειάζομαι ησυχία, απομόνωση κι ούτε τους έχω και πολύ ανάγκη…

Η ανήσυχη και τρυφερή φύση μου υποφέρει… Τέτοιες αλλοπρόσαλλες στιγμές, μόνο η αδερφή μου θα μπορούσε να με κατευνάσει…

Πριν λίγο κάπνιζα, βυθισμένη στη μελαγχολία. Δάκρυα κυλούσαν χοντρά στα μάγουλά μου. Το βάρος της ζωής με συνέθλιβε… Απ’ το ανοιχτό παράθυρο, έβλεπα αφηρημένη τα σύννεφα να ταξιδεύουν στον ανοιξιάτικο ουρανό σαν σε ταινία αισθαντικού σκηνοθέτη, μαγική…

Βύθιζα το κενό μου βλέμμα παντού, και στην παραμικρή λεπτομέρεια των πραγμάτων γύρω μου: στις αντανακλάσεις του ήλιου πάνω στα τρυφερά βλαστάρια, στα φυλλαράκια με τα νεύρα τους που σαν κλωστούλες τα διαπερνούν, στους πίνακές μου με τ’ αρμονικά χρώματα που σηματοδοτούν στιγμές απ’ τη ζωή μου, στο καλαθάκι με τα περιοδικά, στην εικονίτσα με τους τρεις αγγέλους του Ρουμπλιώφ, στον καναπέ με τα γαλάζια μαξιλάρια του, στη φωτογραφία όπου είμαι με τη Βασουλίνα μου στη Σκιάθο, παντού, παντού… Μα τα πράγματα είναι σαν άυλα στοιχεία που μου κρυφομιλούν και μου γνέφουν καθησυχαστικά… Δεν είναι άψυχα αντικείμενα. Εγώ τους έδωσα ψυχή. Τα έχω φορτίσει με τόση αγάπη, με τόσες αναμνήσεις, που επικοινωνώ μαζί τους μυστικά. Κι έτσι αλαφρώνω το βάρος της ζωής μου.

Έτσι και πριν. Μέσα απ’ τα πράγματα του σπιτιού μου, μέσα απ’ τη φύση που οργιάζει έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρό μου, είδα σκηνές, πρόσωπα, έρωτες που με πληγώνουν μυστικά. Είδα το θάνατό μου μες τη λύπη μου. Η αδερφή μου, οι γονείς μου, μ’ αγαπούν ανέκφραστα πολύ. Κανένας άλλος δεν μπόρεσε να μ’ αγαπήσει τόσο. Ίσως ο παππούς κι η γιαγιά μου, κάποτε… Θα ήθελα κι άλλη αγάπη δυνατή. Από έναν άνδρα ή μια φίλη. Νιώθω τόσο μόνη εδώ με τη φύση και τ’ αντικείμενα στο σπίτι μου.

Αυτές οι στιγμές που έζησα, καπνίζοντας αφηρημένη, ήταν δυνατές στιγμές. Μ’ έβγαλαν, θαρρώ, απ’ την αυτοκαταστροφική μου μανία, απ’ την παθητική μου αυτολύπηση.

Δεν ξέρω πια τί είναι ο έρωτας. Είναι ένα αίνιγμα ανεξήγητο. Δεν ξέρω πια τί είναι η ζωή. Είναι μια παράξενη μάγισσα. Φοβάμαι. Κλαίω και γελώ. Φοβάμαι. Θέλω να κοιμηθώ βαθιά. Να φύγω. Να ξεχάσω. Είμαι ένα πληγωμένο πουλάκι.

Που να πάρει. Αυτή η τελειωμένη ιστορία εξακολουθεί να με εμπνέει. Ακόμη κι απ’ την αντίστροφη πλευρά της: τη θλιβερή. Είναι γιατί την είχα πιστέψει πολύ. Το είχα ανάγκη κάτι σταθερό και μόνιμο. Κι ο έρωτάς μου ήταν τόσο έντονος… Μα ο χρόνος με διέψευσε.

Ξέρω εγώ ν’ αντιμετωπίζω τους Σκοπέλους, τη Σκύλα και τη Χάρυβδη, που, να με φάνε, παραμονεύουν…

Πέρασε κι αυτή η δύσκολη μέρα. Το γράψιμο λειτούργησε σαν ψυχοθεραπεία γιατί παράδερνα ανάμεσα στις αναμνήσεις και στο τώρα, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους… Οι αναμνήσεις με σέρνουν στ’ όνειρο, το τώρα με καθήλωσε στη γη. Και το δεύτερο νίκησε, αφού στο τώρα ζω. Όσο κι αν είναι σκληρό, αυτό μόνο είναι αληθινό. Κι η αλήθεια είναι αυτή που από πάντα λάτρευα, είναι αυτή που πάντοτε μ’ αγαπούσε και μ’ έβγαζε απ’ τα αδιέξοδα.

Το τώρα είναι η μόνη αλήθεια.

Η ζωγραφική μόνο μπορεί να με κρατήσει με τις ώρες μέσα κι απορροφημένη επί το έργον. Εξάλλου είναι μια άριστη μορφή ψυχοθεραπείας και αποφόρτισης αρνητικών συναισθημάτων. Τη Δευτέρα, κιόλας, θ’ αγοράσω μπλοκ ακουαρέλας, και θ’ ασχοληθώ με σπουδές φωτοσκίασης που απαιτούν μόνο μολύβι ή ν’ αγοράσω και χρώματα ακουαρέλας κανονικά. Μάλλον το δεύτερο θα κάνω. Και υποπτεύομαι πως η ανία, τελευταία, μ’ έπιασε γιατί έχω καιρό να ζωγραφίσω!

Ωραία κανονίζω τη ζωή μου, όσο είμαι αδέσμευτη, ανεξάρτητη και υπεύθυνη μόνο για τον εαυτό μου.

Αυτό το μονήρες και έγκλειστο Σαββατοκύριακο το πέρασα γράφοντας ποιήματα και ημερολόγιο. Όταν βέβαια σταματούσα για λίγο τα κλάματα και τις αναπολήσεις.

Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτός ο αληθινός καλλιτέχνης, ο Βασίλης Λέκκας με το «Ασίκικο πουλάκι» και το «Σημαδεμένος απ’ την αγάπη» να με συνεπαίρνει… Τελικά οι καλλιτέχνες με την αληθινή σημασία της λέξης, είναι θεϊκά πλάσματα…

Τώρα η ορφάνια της ψυχής μου πετά πάνω απ’ τα βουνά, απελεύθερη…

Δεν ξέρω τί τρέλα μ’ έχει πιάσει! Ανησυχώ σοβαρά για την κατάστασή μου. Βρίσκομαι εκτός τόπου και χρόνου και μετά από δύο μέρες κλεισούρα, κλάμα κι αναπόληση, νιώθω πως πότε-πότε με πιάνει δύσπνοια.

Οι πίνακες που έφτιαξα γρήγορα, σαν μανιακή, δεν με ικανοποίησαν ιδιαίτερα, εκτός απ’ τον πρώτο, το «Λιβάδι με λουλούδια, άγρια!».

Θα ήθελα να ήμουν κάπου αλλού, να έκανα κάτι άλλο.

Έχω βαρεθεί τα πάντα.

Καλοκαίριασε πια. Κι αυτός ο καιρός με γύρισε ένα χρόνο πίσω… Τότε που είχα μεθύσει από ευτυχία… Μα το τότε πέρασε για πάντα και το «τώρα» μ’ έχει τόση ανάγκη… Μ’ εκλιπαρεί να το συντρέξω, να το ζήσω, να το πλουτίσω μ’ εικόνες ζωής…

Είμαι ξανά θλιμμένη, μελαγχολική, γιατί θυμάμαι… τον έρωτα εκείνο που έφυγε ξαφνικά κι ερήμην μου… Όμως, όπως είπε και η γλυκιά μου η μαμά, όλα μπορεί να τ’ αντέξει ο άνθρωπος. Όλα. Και τα πιο σκληρά.

Όμως εγώ ξέρω: η αληθινή αγάπη μόνη της μένει κοντά σου, αρκεί εσύ να είσαι ο εαυτός σου. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο.

Κι όσο περισσότερο ψάχνω μέσα μου και γύρω μου, αγαπημένη μου αδερφή, ανακαλύπτω πως τα μεγάλα μας προτερήματα, δηλαδή η ηρεμία μας, η ανιδιοτέλειά  μας, η χαμηλών τόνων φύση μας, η σφαιρικότητα και η δημοκρατικότητα των αντιλήψεών μας διαστρέφονται απ’ τους ακαλλιέργητους ανθρώπους και τείνουν… και τείνουν να λειτουργούν σαν ελαττώματα!

Όσο τραγελαφικό και παράλογο κι αν φαντάζει αυτό, πολύ φοβάμαι πως έτσι είναι. Πρέπει να είσαι φωνακλάς και νευρικός για να σε πάρουν στα σοβαρά εκεί έξω. Ακόμη και για να σε αγαπήσουν, πρέπει να τους επιβληθείς έτσι. Δεν εκτιμούν την ποιότητα του χαρακτήρα σου, ούτε την εξυπνάδα και τ’ άλλα σου προσόντα. Ενδόμυχα σε ζηλεύουν γι’ αυτά και, προσπαθώντας να αμυνθούν, σε αγνοούν!

Σε τελική ανάλυση, όμως, αυτοί χάνουν.

Χθες βράδυ έκλαψα λίγο για όλα αυτά. Μ’ έπιασε το παράπονο και λύγισα. Το χρειάζομαι αυτό το λυτρωτικό κλάμα κάπου-κάπου. Μου δίνει δύναμη να προχωρώ.

Έρχονται στο νου μου σκηνές απ’ εκείνη την ιστορία σαν κομμάτια σκόρπια ενός χαμένου παζλ, που δεν ανήκουν πουθενά. Χαμένος χρόνος, αφού τώρα γύρισα ξανά εκεί απ’ όπου ξεκίνησα.

Θέλω να γράψω ποιήματα.

Να βουλιάξω στην απεραντοσύνη μου και στην απεραντοσύνη του κόσμου.

Τώρα, μετά απ’ το ξεθέωμα που υπέστην ύστερα απ’ την τακτοποίηση των πραγμάτων, ηρεμώ, ακούγοντας τη θεσπέσια φωνή της Maria Callas στο Nabucco του J. Verdi. Τί αθάνατο έργο, Θεέ μου… Παίρνει άλλη τροπή η ζωή μου…

Κλείσε τα μάτια κι ονειρέψου.

Αναπόλησε εκείνες τις στιγμές που ένιωσες ευτυχία…

Πλέρια, απλή, δίχως περιττά «μπιχλιμπίδια» που βαραίνουν την καρδιά.

Θα βρεις πως ήταν αυτές τις μέρες του Οκτώβρη του 1998,

που η τέλεια αγάπη της αδερφής σου

σ’ έκλεισε σ’ ένα ζεστό κουκούλι.

Αυτές τις μέρες, που…

μέσα από ζωγραφικές και σκέψεις

αισθάνθηκες ξεχωριστή…

Με αναμένει ένα εξαιρετικό στάδιο να διαπρέψω: το να διοχετεύσω την ποίηση και τη ζωγραφική στην εκπαιδευτική διαδικασία με τρόπο συνδυαστικό και έμμεσο, βασιζόμενη στις ικανότητες που διαθέτω για ανθρωπιά, επικοινωνία μα και σκληρή δουλειά.

Όσο για τις κραυγαλέες απογοητεύσεις μου απ’ τους ανθρώπους, τις έχω πια όλες ξεπεράσει, αφού ο χρόνος δείχνει πως οφείλονται στα κόμπλεξ τους απέναντί μου.

Δυστυχώς οι καημένοι, πρέπει να είναι πολύ δυστυχισμένοι. Μα είναι τόσο ανώριμοι που το αξίζουν.

Οι νύχτες μου είναι ανήσυχες, γεμάτες σκέψεις και «οράματα», γεμάτες έξαψη και πυρετό.

Γιατί σκοπεύω να προσφέρω στα αθώα πλάσματα, στα παιδιά, τα μόνα αυθόρμητα σ’ αυτό τον άδικο, ανάλγητο και σκληρό κόσμο.

Δεν γράφω ποιήματα τελευταία. Όμως η ποίηση που έχω μέσα μου, με θρέφει αυτές τις μοναχικές, ψυχρές νύχτες του Φθινοπώρου. Αύριο αρχίζει ο Νοέμβριος.

Νιώθω γεμάτη, ανεξάρτητη και δυναμική. Καμιά μικροπρέπεια, καμιά ζήλεια, κανένας φθόνος, δεν είναι ικανός να με πτοήσει. Βαδίζω στην προσωπική μου ανηφόρα, τραβώ τον μοναχικό μου δρόμο με πλήρη επίγνωση του δικαίου μου και της ανωτερότητάς μου. Γι’ αυτό και με εκπλήσσει η μικροπρέπεια και το σούρσιμο κάποιων «φιδιών»…

Μα εγώ δεν έχω πια ανάγκη από συμβατικές, κίβδηλες «φιλίες», σκέτες απάτες. Αντέχω τη δημιουργική μοναξιά μου, κι όχι μόνο την υπομένω, μα και τη χαίρομαι.

Αχ, αυτές οι όπερες του Verdi με τα ανδρικά ονόματα, πόση δύναμη μου μεταδίδουν! Rigoletto, Nabucco, il Trovatore, πώς με ξεσηκώνουν, πώς μου μεταγγίζουν δυναμισμό με τις αθάνατες μουσικές τους… Τον λατρεύω τον Jiuseppe μου. Τον φαντάζομαι να ξεσηκώνει ολόκληρα θέατρα που τον επευφημούν ασταμάτητα… Viva Verdi, Viva L’ Italia. Έκανε την όπερα λαϊκό θέαμα στην Ιταλία, κι αυτή τον έκανε Θεό της!

Έχω καταλάβει πια καλά ότι ο καθένας εκφέρει γνώμη ανάλογη με τα προσωπικά του συμφέροντα και επομένως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιγράφει αντικειμενικά μια κατάσταση. Το όλο «σκηνικό» καθορίζει κατά πολύ και η πολιτική τοποθέτηση, εκτός απ’ τα στενά συντεχνιακά συμφέροντα που δεσπόζουν! Όμως εμένα δεν με παρασύρουν πια, ούτε με ξεγελάν αυτές οι δήθεν «εμβριθείς» προσεγγίσεις των υποψηφίων συνδικαλιστών και αιρετών. Έχω αποκτήσει την πολυπόθητη ανεξαρτησία που λίγοι άνθρωποι κατορθώνουν. Ανεξαρτησία σ’ όλα τα επίπεδα: σκέψης και δράσης.

Πολλοί χρειάζονται μια ζωή για να φτάσουν σ’ αυτή την ανεξαρτησία, άσε που οι περισσότεροι δεν την κατορθώνουν ποτέ. Νιώθω περήφανη κι ευτυχισμένη που ξέρω πια να αποφεύγω τις κακοτοπιές και να προασπίζω τα δικαιώματά μου. Κι έτσι το γκρίζο τοπίο του επαγγελματικού μου χώρου για μένα γίνεται καθαρό και ξάστερο, γιατί βλέπω τα πράγματα με κριτικό και ολιστικό πνεύμα, χωρίς παρωπίδες.

Και όταν διαπιστώνω γύρω μου το μίζερο συντηρητισμό των υποτιθέμενων συναδέλφων μου και την συντεχνιακή τους οπτική με πιάνει απέχθεια κι απελπισία για τον ίδιο μου τον κλάδο.

Τελικά η πολιτική, ιδιαίτερα σε θέματα Παιδείας, αρχίζει να μ’ ενδιαφέρει περισσότερο απ’ ό,τι φανταζόμουν. Με συναρπάζει ο ελιγμός της σκέψης, καθώς προσπαθώ να ανιχνεύσω το σωστό και το δίκαιο για την πρόοδο της χώρας μας.

Αυτός είναι ο ήχος της βροχής που ακούγεται έξω απ’ το παράθυρό μου… πάλι ο γνώριμος ήχος της βροχής… Οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη και η καρδιά μου συνεχίζει να χτυπά στο ρυθμό της.

Αυτό που ξέρω είναι ότι ήμουν ειλικρινής κι ακέραια.

Όλοι οι άνθρωποι είμαστε «δύσκολοι». Αρκεί τις «δυσκολίες» αυτές να τις μετατρέπουμε σε πηγές δημιουργίας. Αρκεί τα αρνητικά μας στοιχεία οι άνθρωποι που μας αγαπούν να τα βλέπουν σαν θετικά. Αρκεί να μας αποδέχονται όπως είμαστε, με τα ελαττώματά μας. Και πόσο ευτυχισμένοι θα ήμασταν όλοι τότε… Πόσο πιο ανάλαφροι…

Περνάμε δίσεκτες εποχές ως προς την επικοινωνία, τη συνεννόηση και τις σχέσεις. Όμως, εγώ ξέρω πια να πορεύομαι φιλοσοφημένα και με επίγνωση των βημάτων μου. Φαντάζομαι πως έχω ήδη βρει τις ισορροπίες μου μέσα απ’ το ξέφωτο της μελέτης, της τέχνης, της αυτοσυγκέντρωσης και της ζωντάνιας που παρέχουν ο αυθορμητισμός και η άδολη αγάπη… Μέσα στο μονήρη μου βίο, είμαι αυτάρκης.

Είναι η πρώτη μουντή, υγρή, συννεφιασμένη Κυριακή του φθινοπώρου. Τα χρώματα χορεύουν έξω απ’ το παράθυρό μου: μια πανδαισία από κίτρινα, κοκκινωπά, ανοιχτά πράσινα, καφετιά, γκρίζα κύματα… Η μέρα, μελαγχολική καθώς είναι, μου προκάλεσε μιαν άγονη αναπόληση. Γύριζα πίσω στο χρόνο και πονούσα… οι ατελείς μου έρωτες με τρέλαιναν.

Είναι φανερό πως πολλές απ’ τις συγκινήσεις μου δεν τον άγγιξαν, πήγαν χαμένες πολλές ευαισθησίες μου.

Χρειάζομαι χώρο ν’ αναπνεύσω, να χαρώ, να γελάσω απρόσκοπτα, χωρίς καχυποψία, φόβο ή μεμψιμοιρία, χωρίς μια δεύτερη, ύποπτη σκέψη. «Χρειάζομαι αέρα καθαρό χωρίς αιθάλη» ή «ραδιενεργά κατάλοιπα». Δεν θέλω πια να υποφέρω αλόγιστα, απ’ την ανωριμότητα και το κόμπλεξ που υπάρχει γύρω μου.

Η ανειλικρίνεια μας σκοτώνει. Όμως σε πείσμα της, εμείς αντέχουμε. Και προχωρούμε.

Μου λείπουν τα χρώματά μου. Θα ήθελα να «μπογιάτιζα» τα σχέδιά μου, να ζωντανέψουν κάτω απ’ τα χέρια μου. Πώς μ’ απορροφά η ζωγραφική, πώς μ’ εξελίσσει σαν άνθρωπο, ιδιαίτερα τώρα το φθινόπωρο που η φύση μού περνά τις σιωπές της… μπροστά στο μυστήριο της φθοράς και του θανάτου. Ο Χειμώνας δεν θ’ αργήσει. Τίποτε δεν αργεί όταν ζω κανονικά και με λαχτάρα. Όταν έχω αγάπη. Όταν χαίρομαι από ευτυχία. Όταν με δέρνει η μοναξιά κι εγώ νικώ και προχωρώ.

Τώρα, μ’ αυτά που γράφω, είναι σαν ν’ απαντώ στην εσωτερική φωνή του εαυτού μου, στη ζώσα μου συνείδηση:

Το ξέρω ότι σκέφτομαι πολύ. Ώρες-ώρες το μυαλό μου πάει να σπάσει απ’ τη σκέψη. Το κεφάλι μου γυρίζει τόσο, που είναι σα να έχω πυρετό. Η ένταση μου κοκκινίζει τα μάγουλα κι οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν. Κάτι τέτοιες στιγμές φοβάμαι την πάθω εγκεφαλικό, γιατί έχω κληρονομήσει υπέρταση και το κοκκίνισμα απ’ τη μαμά, που κι αυτή ζεσταίνεται και κοκκινίζει εύκολα.

Ώρες-ώρες μέσα μου ανακυκλώνονται οι ίδιες σκέψεις μα «προχωρώ» όλο και πιο πέρα, άδηλα, σιωπηλά, σταθερά. Σκάβω μέσα μου, χρόνια τώρα, σαν αρχαιολόγος σ’ ανασκαφές και βρίσκω υπέροχα πράγματα… Τα ξεσκονίζω, τα καθαρίζω με προσοχή και τα τοποθετώ μ’ ευλάβεια στα συρτάρια μου, στα εσωτερικά μου ερμάρια. Κι όταν είναι καιρός που τα χρειάζομαι, ξέρω πού θα τα βρω. Μόνο εγώ ξέρω τα μυστικά μου εφόδια, τα ευρήματά μου.

Χριστέ μου! Αξίζει να ζει κανείς για ν’ αντικρίζει κάθε μέρα το θαύμα της φύσης σου! «Ως θαυμαστά τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» σκέφτηκα, καθώς αντίκρισα ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα απ’ το παράθυρό μου. Μόλις είχα ξυπνήσει απ’ τον ελαφρό απογευματινό μου λήθαργο και ήμουν θλιμμένη βαθιά απ’ τους χαμένους μου έρωτες και τη ζήλεια των ανθρώπων… Μα η φύση με αποζημίωσε δίνοντάς μου ξανά χαρά…

Ο Νοέμβριος οδεύει στο τέλος του. Πρωτοφανής κακοκαιρία πλήττει τη χώρα. Από χθες χιονίζει ασταμάτητα χοντρές, πυκνές νιφάδες σκέπασαν τα πάντα. Νεκρικό σάβανο το χιόνι, σκέπασε την πόλη και κρύωσε τις καρδιές.

Χθες βράδυ το παράκανα.

Κι ήταν μνήμες παράξενες, συμπυκνωμένες σε αλλεπάλληλα χρονολογικά στρώματα, που το ένα διαδεχόταν το άλλο ανάκατα, χωρίς χρονική σειρά.

Προσπαθώ να χαλιναγωγήσω τον ορμητικό εαυτό μου που διψά για ερωτική χαρά και αποδοχή. Το αστείο είναι πως η μοναξιά μου, ώρες-ώρες, μόνο αβάσταχτη δεν μου είναι…

Τελικά οι ευαίσθητοι άνθρωποι είναι και οι πιο δυνατοί στις αναποδιές που φέρνει η ζωή. Παίρνω παράδειγμα απ’ τον εαυτό μου και την αδερφή μου και μιλώ. Η ποίηση που κρύβουμε μέσα μας, μας χαλυβδώνει και αντιμετωπίζουμε μ’ επιτυχία, την πιο σκληρή μοναξιά, την πιο μεγάλη αδικία, την πιο παράταιρη μειονεξία εκ μέρους ανθρώπων που πιστεύαμε ανώτερους. Τί να πω… Παλιά, ξινισμένα, σάπια σταφύλια οι έρωτές μου…

Έχω πολύ καιρό να ξαναγράψω ποιήματα. Το θέλω πολύ μα δεν μου έρχεται. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί η ζωή μου είναι μονότονη, επίπεδη. Δεν μου δίνει ερεθίσματα, καινούργιες εμπειρίες για να εμπνευστώ. Αυτό πρέπει να είναι. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο.

Η αλήθεια είναι πως έχω στερέψει. Νιώθω στεγνή και φτωχή.

… και το κουβάρι των αναμνήσεων άρχισε να ξετυλίγεται και να με πνίγει στους λυγμούς… Η θημωνιά με τις μνήμες πήρε φωτιά και μ’ έκαιγε αλύπητα. Όμως εγώ, σε πείσμα της ευαισθησίας και της καλοσύνης μου, άντεξα, και ρεαλίστρια καθώς είμαι, αντίκρισα τον κόσμο το πρωί με σκέψεις εντελώς πεζές, πραγματιστικές.

Είναι τόσο τομαριστής ο λαός μου, τόσο κοντόφθαλμος και συμφεροντολόγος που δεν μπορεί να δει τα πράγματα ολιστικά και σφαιρικά.

Τον εαυτό μου δεν τον «φοβάμαι». Εγώ θα επιβιώσω και μάλιστα μ’ επιτυχία, ανήκοντας και στους κόλπους ενός άλλου έθνους. Ακόμη και στη κυριαρχία του ιδιωτικού φορέα και των πολυεθνικών θ’ αντέξω γιατί διαθέτω τα προσόντα και ξέρω ν’ αγωνίζομαι με στρατηγική. Εδώ άντεξα τόσες και τόσες προσωπικές φουρτούνες κι εκεί θα σταματήσω; Μα θλίβομαι, απογοητεύομαι κι αγανακτώ για το λαό απ’ τον οποίο προέρχομαι.

Να έχει ένα τόσο σπουδαίο παρελθόν κι ένα τόσο μίζερο παρόν. Τί ξεπεσμός! Αυτή η χώρα έχει παίξει κάποιο ρόλο στα διεθνή πράγματα απ’ την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μάλιστα πριν το 1204. Και τώρα που της δίνεται η μεγάλη ευκαιρία να πάρει το τραίνο που θα την οδηγήσει στη νέα εποχή, αυτή την κλωτσά για μερικές ψωροδραχμές παραπάνω και εξαιτίας, βέβαια, της παροιμιώδους της τεμπελιάς! Ραχάτι. Φευ! Δεν θέλω ν’ ανήκω σ’ ένα τόσο μικροπρεπή και λιψόμυαλο λαό. Ένας λαός που μονίμως θέτει το ιδιωτικό συμφέρον πάνω απ’ το δημόσιο δεν έχει εθνική συνείδηση. Γιατί τι άλλο είναι αυτή, παρά η διάθεση για θυσίες προς χάριν της γενικής προόδου και ευημερίας; Ο πατριωτισμός δεν είναι ανάγκη να εκδηλώνεται με βαρύγδουπες κινήσεις εντυπωσιασμού. Φτάνει η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεών σου προς το κράτος και η εργατικότητα, για να είσαι πατριώτης! Αυτή είναι η νέα, η σύγχρονη μορφή πατριωτισμού που πιάνει τόπο. Πότε θα ενστερνιστεί η πλειοψηφία αυτού του τόπου τα μηνύματα των καιρών; Πότε θα ανανήψει απ’ τα μεγάλα ανομήματά της και θα ξαναγεννηθεί; Πολύ θολό βλέπω το τοπίο και δεν μου επιτρέπεται να ελπίζω. Αυτή την εποχή ζω το προσωπικό μου δράμα παράλληλα με το δημόσιο. Είμαι βαθιά μελαγχολική μα και γεμάτη δυναμισμό και αγωνιστικότητα.



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση