ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

«Δοκιμιακός λόγος της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη: Σκέψεις, απόψεις, προβληματισμοί για την κοινωνία, την πολιτική, την ανθρώπινη φύση, τις σχέσεις»(έτη καταγραφής 1983-1985). 3rd part

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 2:24 μμ στις 5 Φεβρουαρίου, 2012

«Πιστεύετε ότι η οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική δραστηριότητα των γυναικών ωφελεί το κοινωνικό σύνολο ή όχι; Δικαιολογήστε την άποψή σας».

Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή, φτάνοντας στις απαρχές της συγκρότησης μιας ανθρώπινης κοινωνίας και εξετάζοντας το ρόλο και τη συμβολή της γυναίκας στην προαγωγή της, θα παρατηρήσουμε το πόσο ζωτική ήταν η δραστηριότητά της. Βέβαια πρόκειται για τη μητριαρχική κοινωνία. Όμως σε μεταγενέστερες εποχές, όπως κατά την ελληνική αρχαιότητα, η γυναίκα παραγκωνίστηκε τελείως από τον άνδρα, αποκλείστηκε από κάθε είδους δραστηριότητα και ο ρόλος της στην εξέλιξη της κοινωνίας της εξαλείφτηκε εντελώς. Πρόκειται φυσικά για το διαμετρικά αντίθετο άκρο, την ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η ανδροκρατούμενη κοινωνία κατάφερε διαμέσου των αιώνων να ριζώσει βαθιά και να εδραιωθεί τόσο γερά, ώστε να χρειαστούν σκληροί αγώνες για να επανακτήσει η γυναίκα τα χαμένα και καταπατημένα της δικαιώματα. Με σκοπό βέβαια όχι να επαναφέρει την ανθρωπότητα στη μητριαρχική κοινωνία, αλλά να καταφέρει τη χρυσή τομή στις σχέσεις των δύο φύλων και κατ’ επέκταση στις σχέσεις των ανθρώπων, διαμέσου της ισότητας.

Οι σκληροί αγώνες των γυναικών για την αποκατάστασή τους ως μέλη του κοινωνικού συνόλου ενσαρκώθηκαν στα νεότερα χρόνια μέσα στο γυναικείο (φεμινιστικό) κίνημα το οποίο μέχρι σήμερα αγωνίζεται προς την ίδια κατεύθυνση: να διευρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική δραστηριότητα των γυναικών που έχουν προχωρήσει σε σημαντικές κατακτήσεις και παράλληλα προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τις γυναίκες εκείνες που ακόμη και σήμερα είναι τελείως αποκλεισμένες από κάθε δραστηριότητα που σχετίζεται με το κοινωνικό σύνολο. Το φεμινιστικό κίνημα κατ’ αυτό τον τρόπο πασκίζει για κοινωνική δικαιοσύνη και αξιοκρατία, για την αναμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνίας και για την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διάκρισης που υπαγορεύεται από το φύλο. Γιατί είναι τελείως παράλογο να καθορίζεται η εξέλιξη της ζωής ενός ανθρώπου από το φύλο του, πράγμα για το οποίο δεν είναι κανείς υπεύθυνος. Αυτή η αρχή, τουλάχιστον στις σημερινές πολιτισμένες κοινωνίες γίνεται αποδεκτή (έστω και θεωρητικά) και για λόγους ανθρωπιστικούς, μα και για λόγους καθαρά πρακτικούς: γιατί έχει συνειδητοποιηθεί πλέον ότι οι αυξημένες ανάγκες της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας για να ικανοποιηθούν, απαιτούν τη συνδρομή όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου, επομένως και των γυναικών.

Η σημερινή γυναίκα, όντας ζωτικό μέλος του κοινωνικού οργανισμού μέσα στον οποίο ζει, όπως και ο άντρας, και υποταγμένη, αλλά ουσιαστικά πραγματικά ελεύθερη, σε αναγκαίους κοινωνιοκρατικούς σκοπούς έχει κάθε δικαίωμα να συμμετέχει ενεργά στην πορεία της κοινωνίας. Και όχι μόνο το δικαιούται, αλλά είναι απαραίτητη η συμβολή της στην κοινωνική εξέλιξη λόγω της ιδιαίτερης μορφής της σημερινής κοινωνίας. Σήμερα που η τεχνική και η τεχνολογία αναπτύσσονται με ραγδαίο ρυθμό, που η διαφοροποίηση ανάμεσα στα επαγγέλματα είναι έντονη και η εξειδίκευση φοβερή, απαιτούνται όλο και περισσότεροι άνθρωποι για την επάνδρωση οικονομικών ή άλλων επιχειρήσεων. Και βέβαια έτσι ανοίγεται και στο γυναικείο πληθυσμό ένας ευρύς ορίζοντας για οικονομική δραστηριότητα, η οποία θα έχει ως επακόλουθο την πλήρη οικονομική ανεξαρτησία. Άλλωστε από την εποχή ακόμη της βιομηχανικής επανάστασης η οικονομική ανεξαρτησία, που οι γυναίκες μπορούσαν να αποκτήσουν από την προσωπική τους εργασία, έδωσε την πρώτη σοβαρή ώθηση για τη δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Αναμφισβήτητα το οικονομικό θέμα είναι βασικότατο για την περαιτέρω προώθησή τους και στους άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Γιατί η οικονομική ανεξαρτησία, όπως και σε κάθε άνθρωπο, τους δίνει τη δυνατότητα να πλουτίσουν τη ζωή τους μέσα από την ποικιλία και την πολυμέρεια και παράλληλα κεντρίζονται να διοχετεύσουν τη δημιουργικότητά τους σε κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές δραστηριότητες. Άλλωστε η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, όπως μαρτυρεί και η ιστορία έπεται πάντα της οικονομικής ευρωστίας. Κατ’ ανάλογο τρόπο, η αποδέσμευση της γυναίκας από σάπιες προκαταλήψεις και απηρχαιωμένες προλήψεις, που την καθήλωναν και στραγγάλιζαν την ελεύθερη πολιτιστική της έκφραση, σήμερα δεν υφίσταται, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο στρώμα του γυναικείου πληθυσμού μιας πολιτισμένης χώρας. Και τα αποτελέσματα της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των γυναικών είναι εμφανή στο κοινωνικό σύνολο. Η γυναικεία φύση λόγω της ευαισθησίας και του έμφυτου αυθορμητισμού που διαθέτει, κατάφερε να πλουτίσει τους καλλιτεχνικούς εκφραστικούς τρόπους και να προσδώσει μια νέα διάσταση στην τέχνη. Ιδίως στον αιώνα μας η συμβολή της γυναίκας στη διαμόρφωση της σύγχρονης τέχνης είναι αισθητή, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή.

Σαν επιστέγασμα όλων αυτών των δραστηριοτήτων με τις οποίες η γυναίκα ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, έρχεται η πολιτική δραστηριότητα, που ακόμη και στην εποχή μας αποτελεί, σε πολλές περιπτώσεις, το αμφιλεγόμενο σημείο. Όμως, παραμερίζοντας κάθε προκατάληψη και γνωρίζοντας το δυναμισμό με τον οποίο το γυναικείο φύλο διεκδικούσε και διεκδικεί αναφαίρετα δικαιώματά του, είναι απόλυτα δίκαιο και αναγκαίο να συμμετέχει η γυναίκα στα κοινά. Γιατί μόνο μέσα από την πολιτική συνειδητοποίησή της μπορεί να προωθήσει με τρόπο νόμιμο τα δίκαια αιτήματά της και ταυτόχρονα να ενταχθεί ομαλά μέσα στην πολιτική κοινωνία, στην οποία ζει. Άλλωστε η ακμή και η άνθιση μιας κοινωνίας απορρέει μέσα από το πλήθος και μέσα από τον καθένα χωριστά, επομένως και μέσα από τον γυναικείο πληθυσμό. Μάλιστα οι συνέπειες της πολιτικής δραστηριότητας των γυναικών σημαδεύουν βαθιά και μορφοποιούν τον αιώνα μας, γιατί έχουν συντελέσει στη δραστηριοποίηση των ανθρώπων ενάντια στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επίσης η πολιτική δραστηριότητα των γυναικών εκφράζεται και μέσα από τα πανανθρώπινα κινήματα ειρήνης της εποχής μας, όπου οι γυναίκες πασκίζουν κυριολεκτικά για την αποτροπή μιας ολέθριας παγκόσμιας σύρραξης, πράγμα που αποδείχνει την ευαισθησία τους και την υπευθυνότητά τους στα μεγάλα προβλήματα.

Συμπερασματικά, η πολύπλευρη δραστηριότητα των γυναικών και η ενεργή συμμετοχή τους στις κάθε είδους εξελίξεις της κοινωνίας όχι απλώς ωφελεί το κοινωνικό σύνολο αλλά το αναζωογονεί και του διοχετεύει νέες παραγωγικές δυνάμεις που έχουν τη δύναμη να συμβάλλουν αποφασιστικά στην προκοπή του. Κατά συνέπεια το γυναικείο κίνημα δεν είναι άξιο να απολαμβάνει προκατάληψης και εχθρότητας από την κοινωνία, αλλά αξίζει να αντιμετωπίζεται με συμπάθεια και κατανόηση, αφού η συμβολή του στην ανόρθωση της κοινωνίας είναι στις μέρες μας αρκετά αισθητή.

«Ο τουρισμός είναι μια από τις κυριότερες οικονομικές πηγές για την Ελλάδα. Υπάρχει όμως η γνώμη ότι προκαλεί αλλοίωση σε πολλούς τομείς της ζωής μας με όλα τα συναφή επακόλουθα. Ποια είναι η άποψή σας; Δικαιολογείστε την».

Η θεαματική εισβολή του τουρισμού στη χώρα μας και η συρροή αδιάκοπου ρεύματος τουριστών κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα των καλοκαιρινών μηνών αποτελεί συντελεσμένο γεγονός για την πατρίδα μας, γεγονός που μεταφράζεται σε προσοδοφόρα οικονομική πηγή για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Όμως τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο υφέρπει κάποιος προβληματισμός σχετικά και με τα δυσμενή επακόλουθα που επιφέρει ο τουρισμός. Έτσι διάφοροι πνευματικοί κύκλοι ανθρώπων, θορυβημένοι απ’ αυτή την αλλοίωση της ζωής στη χώρα μας, λόγω του τουρισμού, εκφράζουν κατά καιρούς τις απόψεις τους.

Όμως, θα αναρωτηθεί κανείς, υφίσταται πράγματι πρόβλημα αλλοίωσης, ή μήπως αυτό αποτελεί κατασκεύασμα μερικών, που από υπερβολικό ζήλο για τη διατήρηση της εθνικής μας ταυτότητας, από στυγνό, άκριτο σωβινισμό θα έλεγε κανείς, προσπαθούν να απωθήσουν καθετί το αλλότριο; Όμως όχι. Είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι το πρόβλημα υφίσταται και μάλιστα εκδηλώνεται σε πάρα πολλούς τομείς της ζωής μας. Κι όποιοι επιμένουν να ισχυρίζονται το αντίθετο, θα έλεγε κανείς ότι εθελοτυφλούν μπροστά σε πρόβλημα όχι απλώς υπαρκτό, αλλά κραυγαλέο, που οι διαστάσεις του ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια καλύπτουν όλη σχεδόν την δραστηριότητά μας.

Και πρώτα απ’ όλα, για να ξεκινήσουμε κι απ’ τα πιο συγκεκριμένα, η αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος, που γίνεται λόγω της ραγδαίας αύξησης του τουριστικού ρεύματος, είναι εμφανής και βέβαια αδιαφιλονίκητη. Οι άνθρωποι παλιότερα, προτού αναπτυχθεί τόσο ο τουρισμός, επενέβαιναν στη φύση, μεταβάλλοντάς την σε αγαθά που θα επαρκούσαν για τις πρώτιστες βιοτικές ανάγκες τους. Όμως με τη συρροή όλου και μεγαλύτερου αριθμού τουριστών, κι επειδή ο τουρισμός συντελεί στην οικονομική ανόρθωση και γιγάντωση μιας χώρας, η επέμβαση του ανθρώπου στη φύση δεν περιορίζεται στα καθορισμένα από οικολογικούς «αδιάσειστους» νόμους όρια, αλλά καταντά αλόγιστη εκμετάλλευση και αφαίμαξη των πλουτοπαραγωγικών πηγών της φύσης, με αποτέλεσμα το οικολογικό αδιέξοδο της εποχής μας. Και φυσικά οι συνέπειες αυτής της στάσης των ανθρώπων απέναντι στη φύση έχει τον οδυνηρό της αντίκτυπο πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί και η φύση με τη σειρά της επηρεάζει και τη σωματική και την ψυχοπνευματική διάπλαση του ανθρώπου. Η φύση εκδικείται και ξεσπάει πάνω στον άνθρωπο με τη μορφή της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, των πολυάριθμων πια χημικών αποβλήτων, την εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της και με τη μορφή τελικά της αλλοτρίωσης, του άγχους, της μοναξιάς και άλλων ψυχονευρωτικών νοσημάτων, που αποτελούν απόρροια και του οικολογικού μας προβλήματος. Και στη χώρα μας, οι άνθρωποι παρακινημένοι από τη δίψα της υλικής ευημερίας που τους παρέχει ο τουρισμός, έχουν φτάσει σε ανάλογο σημείο, και επομένως η κάθε λογής ρύπανση, από ρύπανση της ατμόσφαιρας μέχρι και ηχορύπανση, που παρατηρείται στα τουριστικά κέντρα της πατρίδας μας και ιδιαίτερα στα κοσμοπολίτικα νησιά της, αποτελούν δυσμενή επακόλουθα και θυσία των φυσικών της καλλονών στο βωμό της ανάπτυξης του τουριστικού ρεύματος.

Όμως επίσης σημαντικότατη είναι και η αλλοίωση που προκαλεί ο τουρισμός στη γλώσσα μας καθώς και στα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά μας. Ιδιαίτερα η αλλοίωση αυτή γίνεται περισσότερο αισθητή στη νέα γενιά. Γιατί αυτό που συντελεί στην αρνητική έκφραση των νέων είναι η εμφύτευση και στη χώρα μας αλλοδαπών τρόπων ζωής, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εναρμονίζονται με την ψυχοσύνθεση του λαού μας και την μακραίωνη πολιτιστική παράδοση και κληρονομιά του τόπου μας. Γιατί οι νέοι μη έχοντας ακόμη διαμορφωμένο τον ψυχικό τους κόσμο και μη έχοντας αποστάγματα καίρια αντιλήψεων και θεωριών, τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία τους ρυμουλκούνται εύκολα από τις επιδράσεις των τρόπων ζωής των αλλοδαπών και προσπαθούν μάταια να προσαρμοστούν στις ξενόφερτες επιταγές, καταπνίγοντας μέσα τους τη δύναμη για αναθεώρηση και γόνιμη ανανέωση της δικιάς τους κληρονομιάς. Αποτέλεσμα αυτής τους της στάσης είναι η δική τους πρώτα φθορά και αλλοίωση, που μεταβαίνει κατόπιν και στην κοινωνία της χώρας μας και δυσχεραίνει την φυσική της εξέλιξη. Κι όταν λέμε πως λόγω της εισβολής του τουρισμού αλλοιώνεται και δε διατηρείται αλώβητη η μακραίωνη πολιτιστική μας κληρονομιά, αυτόματα τίθεται και πρόβλημα αλλοίωσης της εθνικής μας συνείδησης και ταυτότητας. Γιατί όλη η ουσία και το βαθύτερο νόημα του εθνικού φρονήματος ενός λαού συμπυκνώνεται στη γόνιμη σύνδεσή του με τις ρίζες της φυλής του. Και είναι κοινό μυστικό ότι αυτή η σύνδεση έχει τη δύναμη να τροφοδοτεί και να ανανεώνει τις δραστηριότητες και τις εκφάνσεις του πνεύματος ενός λαού. Όμως εκτός απ’ αυτό το πρόβλημα, για πολλούς Έλληνες και ιδιαίτερα για τους πιο ηλικιωμένους, τίθεται και πρόβλημα ηθικό, λόγω του τουρισμού. Υποστηρίζουν δηλαδή πολλοί, ότι οι ξένες επιδράσεις έχουν διαστρεβλώσει τα ήθη των ανθρώπων και έχουν επιφέρει διαστροφή σε κάποιους «αναλλοίωτους» κανόνες ηθικής. Βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η άποψη αυτή είναι εντελώς υποκειμενική και ότι χαρακτηρίζεται από στενότητα πνεύματος, αν λάβουμε υπόψη μας το πόσο ευμετάβολοι αποδείχτηκαν στο παρελθόν κάποιοι κώδικες ηθικής. Όμως παρ’ όλα αυτά, φέρνοντας κανείς σαν παράδειγμα τη διάδοση των ναρκωτικών στη χώρα μας λόγω του τουρισμού, θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί ότι υφίσταται πρόβλημα αντικειμενικά ηθικό και μάλιστα με ευρείες κοινωνικές προεκτάσεις.

Και μετά απ’ όλα αυτά έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο το ερώτημα: Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά αυτή η πολύμορφη αλλοίωση που επιφέρει ο τουρισμός; Με την ανάσχεση του τουριστικού ρεύματος και την απώθηση κάθε αλλοδαπούς. Κάτι τέτοιο θα ήταν αναμφισβήτητα αδιανόητο αφ’ ενός μεν λόγω των οικονομικών απολαβών της χώρας μας απ’ τον τουρισμό και αφ’ ετέρου δε απ’ την δημιουργική ανανέωση της ζωής που συντελείται με την αμοιβαία επαφή των λαών. Αυτό που θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα εξαρτάται κατά το μεγαλύτερο μέρος του απ’ την εκλεκτικιστικά αφομοιωτική ικανότητα που διακρίνει το λαό της χώρας που δέχεται το τουριστικό ρεύμα. Και με τον όρο εκλεκτικιστική αφομοιωτική ικανότητα εννοούμε το να μπορείς να δέχεσαι εκείνα τα στοιχεία που προσιδιάζουν στην ιδιοσυγκρασία σου και συντελούν στην ανάπτυξή σου και να απωθείς εκείνα τα στοιχεία που βαθμιαία σε διαβρώνουν και σε εξαφανίζουν. Οπωσδήποτε για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο από τους Έλληνες χρειάζεται σκληρή προσπάθεια κι από τους ίδιους σαν άτομα, δηλαδή όξυνση του κριτικού πνεύματος και τάση για προβληματισμό καθώς κι από τους φορείς της κρατικής εξουσίας. Γιατί το κράτος θα μπορούσε, αν όχι να εξαλείψει, να περιορίσει την κατάχρηση των φυσικών πηγών σε βάρος της φυσικής ισορροπίας και τελικά των ίδιων των πολιτών του, με την κοινωνικοποίηση ορισμένων τουριστικών επιχειρήσεων και κατά συνέπεια με τον παραγκωνισμό της ιδιωτικής δίψας για τεράστια οικονομικά οφέλη. Βέβαια προς αυτή την κατεύθυνση αρχίζουν να αναφαίνονται κάποιες καλοπροαίρετες προσπάθειες, που όμως δεν επαρκούν για την οριστική διευθέτηση του προβλήματος. Γιατί το πρόβλημα παραμένει και κατά συνέπεια πρέπει να μας προβληματίζει όλους.

«Η τιμωρία είναι ένας τρόπος σωφρονισμού, όπως υποστηρίζουν πολλοί όταν επιβάλλεται κατάλληλα. Νομίζετε ότι ισχύει αυτό και σήμερα ή μήπως οι σημερινές κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν σαν προσφορότερο τρόπο σωφρονισμού τη συγγνώμη και τον παραδειγματισμό;»

Σε παλιότερες εποχές είχε διαμορφωθεί η αντίληψη ότι η τιμωρία, ως τρόπος σωφρονισμού, επιβάλλεται με σκοπό να εξοντώσει αυτόν που διέπραξε κάποιο παράπτωμα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι αρμόδιοι πίστευαν ότι απάλλασσαν οριστικά το κοινωνικό σώμα από στοιχεία που κατά καιρούς το αναστάτωναν. Όμως καθώς η κοινωνία εξελισσόταν η άποψη αυτή αναθεωρήθηκε και υποστηρίχθηκε ότι σκοπός της τιμωρίας δεν πρέπει να είναι η εξολόθρευση, αλλά ο παραδειγματισμός. Κατ’ αυτό τον τρόπο η τιμωρία λειτουργεί αποδοτικά γιατί αποτρέπει τα άτομα από αξιόποινες πράξεις και έτσι διατηρεί την κοινωνική τάξη και ισορροπία. Οπωσδήποτε αυτή η τελευταία είναι μια αντίληψη που οι ρίζες της ξεκινώντας απ’ την εποχή του Διαφωτισμού φτάνουν ως τη δικιά μας εποχή. Μάλιστα και σήμερα η αντίληψη ότι η τιμωρία είναι ένας τρόπος σωφρονισμού, όταν επιβάλλεται κατάλληλα, έχει αρκετούς υποστηριχτές. Ιδιαίτερα όμως υποστηρίζεται από κείνους που θέλουν με πάθος να διατηρούν τις παραδοσιακές συνήθειες που βέβαια δεν προσιδιάζουν στην εποχή μας. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να τους καταλογίσει στενότητα πνεύματος γιατί η άποψη που υποστηρίζουν είναι κατ’ αρχήν σεβαστή και ακόμη γιατί έχει κάποια περιθώρια για εφαρμογή.

Όμως, οι σημερινές κοινωνίες συνθήκες έχουν διαφοροποιηθεί κατά πολύ απ’ τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Η σημερινή κοινωνική διαστρωμάτωση, επειδή έχει σπάσει κάθε φραγμό προκατάληψης και στείρου συντηρητισμού, διεκδικεί ένα πρωτοπόρο τρόπο σωφρονισμού που να τον χαρακτηρίζει εσωτερική ανοχή και ελευθερία. Προβάλλει σαν προσφορότερο τρόπο σωφρονισμού όχι την τιμωρία, μα τη συγγνώμη και τον παραδειγματισμό. Άλλωστε η συγγνώμη και ο παραδειγματισμός εναρμονίζεται και με την εδραίωση του πολιτειακού σχήματος της δημοκρατίας, που παρατηρείται στα σύγχρονα πολιτισμένα κράτη. Γιατί ο παραδειγματισμός και η συγγνώμη στοχεύουν βέβαια στην καλυτέρευση και βελτίωση της ανθρώπινης φύσης, όμως με τρόπο τελείως διαφορετικό από εκείνο της τιμωρίας. Κι αυτό γιατί ο παραδειγματισμός και η συγγνώμη δεν έχουν μέσα τους το στοιχείο της επιβολής και του εξαναγκασμού αλλά η θεραπευτική επίδρασή τους πάνω στο δράστη και στον κοινωνικό του περίγυρο, έγκειται στην εσωτερική ελευθερία, αξιοπρέπεια και στον εσωτερικό σεβασμό που διακρίνει το κάθε άτομο. Γι’ αυτό, και για να καρποφορήσει ο παραδειγματισμός και η συγγνώμη, απαιτείται πρώτα απ’ όλα υψηλή συναίσθηση ευθύνης και καθήκοντος απ’ όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Η πνευματική καλλιέργεια και η ηθική κατάρτιση με την ευρύτερη έννοια, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσουν οι παραπάνω τρόποι σωφρονισμού να λειτουργήσουν σωστά και αποδοτικά. Είναι όμως πραγματικότητα οι προϋποθέσεις αυτές στη σημερινή κοινωνία ή απλώς πρόκειται για χίμαιρα και για τίποτε άλλο;

Πρώτος ο Ζαν-Ζακ Ρουσσό, απ’ το 18ο ακόμη αιώνα, την εποχή του διαφωτισμού θεμελίωσε φιλοσοφικά και ψυχολογικά την συγγνώμη και τον παραδειγματισμό ως τα πιο ανθρώπινα και προηγμένα μέσα σωφρονισμού. Τόνισε ότι πρώτα η ίδια η φύση υποδεικνύει το σεβασμό για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του ανθρώπου και επομένως είναι εντελώς βάναυσο να εξαναγκάζεται ο άνθρωπος να εφαρμόζει τις επιταγές της κοινωνίας. Όμως και ο ίδιος ο Ρουσσώ προϋπέθετε τη συνειδητοποίηση από μέρους του κάθε ανθρώπου της πηγής και των ορίων της ελευθερίας του, καθώς και την απαλλαγή του από συνήθειες που τον φθείρουν και τον αλλοτριώνουν ψυχικά. Ο απόηχος του κηρύγματός του φτάνει θριαμβευτικός ως τη δικιά μας εποχή, αν όχι αυτούσιος, κάπως παραλλαγμένος. Πάντως στην ουσία εκθειάζει τα ίδια περίπου πράγματα: έλλειψη ηθικής αυστηρότητας για τη βελτίωση του ανθρώπου και απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του και στη δυνατότητα επιλογής που έχει. Δύο αντιλήψεις που προσεγγίζουν το τέλειο, το ιδεατό, που προσδιορίζουν μια κοινωνική συμβίωση γεμάτη γαλήνη και δικαιοσύνη. Θα μπορούσαν ίσως αυτές οι θεωρήσεις να εφαρμοστούν και στη δική μας κοινωνία, αρκεί όλοι οι άνθρωποι να είχαν χαράξει αμετάκλητα στην πορεία τους και την υψηλή έννοια της δικαιοσύνης που απορρέει απ’ αυτόν. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ούτε σήμερα, όπως δε συνέβαινε ούτε και στο παρελθόν. Πολύ περισσότερο βέβαια σήμερα, που η εποχή μας έχει χαρακτηριστεί από πολλούς η πιο αλλόκοτη και η πιο ταραγμένη απ’ όλες τις προηγούμενες. Χαρακτηρίζεται όμως συνάμα και κοσμογονική εξαιτίας των ριζικών αλλαγών και της πρωτόγνωρης τροπής που έλαβε η ζωή του ανθρώπου. Τώρα όλα αυτά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο; Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και τα δύο, γιατί πράγματι ισχύουν. Κι αυτό δεν είναι αντιφατικό, γιατί κάθε εποχή έχει να παρουσιάσει βήματα προς τα μπρος μα και βήματα προς τα πίσω, δηλαδή πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να εξαλειφθούν τα μειονεκτήματα της δικιάς μας εποχής ποικίλλει: σ’ ορισμένες περιστάσεις είναι η τιμωρία, σ’ άλλες ο παραδειγματισμός και η συγγνώμη. Έτσι και ο τρόπος σωφρονισμού των ανθρώπων εξαρτάται άμεσα απ’ τη φύση της αιτίας της αξιόποινης πράξης.

Επομένως θα ήταν πολύ τολμηρό, ακόμη και σήμερα να απολυτοποιήσουμε έναν απ’ τους δύο τρόπους σωφρονισμού γιατί δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη εκείνες οι προϋποθέσεις που θα υποδείκνυαν ως προσφορότερο τρόπο σωφρονισμού τον παραδειγματισμό και τη συγγνώμη. Άρα ένας συνδυασμός και των δυο θα ήταν αναγκαίος, αν όχι επαρκής, για να περιορίσει τις αξιόποινες πράξεις και τις αδικίες που γίνονται σήμερα και να καλυτερέψει όσο είναι δυνατόν την ανθρώπινη φύση. Και τελικά θα μπορούσε αυτός ο συνδυασμός να μας μεταφέρει κάποιο μήνυμα αισιοδοξίας, χάρη στην κατανόηση και στην επιείκεια του ανθρώπου για τον άνθρωπο, να εξελιχτεί η ανθρώπινη κοινωνία προς το καλύτερο.



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση