Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ-ΑΝΕΡΓΟΙ (με απαντήσεις)

Κείμενο 2

Άνεργοι

Ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991) από τη συλλογή, Το βάθος του κόσμου, 1961.

 

Του εργοστασίου η πόρτα, είναι από σίδερο· έχει

στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω απ’ τα κάγκελα

δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει

την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ’ έξω,

χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση

όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν ν’ ακούσουν.

 

«Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος

διευθυντής δε θά ’ρθει. Αύριο πάλι

πρωί. Πιο πρωί».

 

Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα.

Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους

σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο – όχι

να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.

Να ρίξουν τα χέρια τους.

 

 

ΘΕΜΑ 4 (μονάδες 15)

Να παρουσιάσεις, γράφοντας ένα κείμενο 120 περίπου λέξεων, τη συναισθηματική κατάσταση των ανέργων αξιοποιώντας τις κατάλληλες λέξεις ή φράσεις από το Κείμενο 2.

Μονάδες 15

 

 

ΘΕΜΑ 4 (μονάδες 15)

Στο ποίημα του Ν. Βρεττάκου αποτυπώνεται μια θλιβερή σκηνή των ανθρώπων, οι οποίοι

ψάχνουν να βρουν εργασία, καθώς και τα αρνητικά συναισθήματα που αυτοί νιώθουν σε

αυτή τους την αναζήτηση.

Οι άνεργοι διακατέχονται από αισθήματα ανυπομονησίας και

αγωνίας περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά τους αν θα προσληφθούν από τον διευθυντή, αν θα βρουν επιτέλους δουλειά στο

εργοστάσιο.

2 «Κρατούν την ανάσα, σκύβουν ν’

ακούσουν»

2
Όταν μαθαίνουν ότι ο διευθυντής δεν θα έρθει, στενοχωριούνται και

απογοητεύονται

2 («χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα»). 2
Ωστόσο, η

απογοήτευση αυτή δεν τους δημιουργεί τη διάθεση να κλάψουν για τη δεινή κατάσταση

στην οποία βρίσκονται

2 Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα. 2
Δεν έχουν δύναμη ούτε να κλάψουν, ούτε να παραπονεθούν, ούτε ζητάνε τίποτα πια. Νιώθουν ένα τίποτα, ανύπαρκτοι, άχρηστοι, τα χέρια τους δεν τους χρησιμεύουν πια, δεν μπορούν να προσφέρουν ούτε στον εαυτό τους ούτε στην κοινωνία 2 σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο – όχι

να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.

Να ρίξουν τα χέρια τους.

1