Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

.  Σας δίνονται 4 αποσπάσματα:

 α)το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου «η τιμή και το χρήμα»
β) από μετάφραση οι στίχοι 295-301 από την Αντιγόνη του Σοφοκλή της Β λυκείου:

 

ΚΡΕΩΝ :”Γιατί καμιά συνήθεια ανάμεσα στους ανθρώπους δεν βλάστησε άλλη τόσο κακή σαν το χρήμα. Αυτό και πόλεις κυριεύει, αυτό και ξεσπιτώνει άντρες , αυτό και καθοδηγεί και διαστρέφει τις δίκαιες γνώμες των ανθρώπων, ώστε να στρέφονται σε αισχρές πράξεις. Δείχνει δε στους ανθρώπους να κάνουν πανουργίες και να γνωρίζουν κάθε ανόσιο έργο.”

 

γ)η πράξη Γ ,σκηνή Ε από την Ερωφίλη του Γ. Χορτάτση από το βιβλίο κειμένων της Α Λυκείου

 

Tου πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,

 

του χρουσαφιού ακριβειά καταραμένη,

 

πόσα για σας κορμιά νεκρά απομείνα,

 

πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι,

 

πόσες συχνιές μαλιές συναφορμά σας

 

γροικούνται ολημερνίς στην οικουμένη!

 

Στον Aδην ας βουλήσει τ’ όνομά σας

 

κι όξω στη γη μην έβγει να παιδέψει

 

νου πλιόν ανθρωπινόν η ατυχιά σας.

 

Γιατί, ως θωρώ, από κει σας είχε πέψει

 

κιανείς στον κόσμο δαίμονας να ‘ρθήτε,

 

τσ’ ανθρώπους μετά σας να φαρμακέψει.

 

Tη λύπηση μισάτε, και κρατείτε

 

μακρά τη δικιοσύνη ξορισμένη,

 

κι ουδέ πρεπό μηδ’ όμορφο θωρείτε.

 

Για σας οι ουρανοί ‘ναι σφαλισμένοι

 

κ’ εδώ στον κόσμο κάτω δε μπορούσι

 

να στέκουν οι αθρώποι αναπαημένοι·

 

με τσ’ αδερφούς τ’ αδέρφια πολεμούσι

 

κι οι φίλοι τσι φιλιές τωνε απαρνούνται

 

και τα παιδιά τον κύρη τως μισούσι.

 

Πλούτη καταραμένα, ποιος σας φίλος

 

με ξένους, μ’ εδικούς, με την καρδιά του

 

δεν είναι λυσσασμένος κι άγριος σκύλος;

 

Eκδοση «Eρωφίλη» επιμέλεια Στυλιανός Aλεξίου και Mάρθα Aποσκίτη, εκδ. «στιγμή», Aθήνα 2001.

 

Και δ)  απόσπασμα από το λόγο «περί ύψους» Ανωνύμου του Έλληνος από το βιβλίο κειμένων Α Λυκείου,σελ.152:»Δεν πωλείται………..και να πεινα;»

 

Δέν πωλείται ίσως ή δικαιοσύνη διά τού χρυσού; Δέν άγοράζονται ίσως οί κριταί διά τού χρυσού; Δέν σκεπάζει ίσως ό πλούσιος τάς άνομίας του διά τού χρυσού; Δέν χάνει ίσως ό πτωχός τά δίκαιά του διά τής έλλείψεως τού χρυσού (1); Διατί, τάχατες, νά βλέπωμεν ένα άνθρωπον νά όρίζη άλλους άνθρώπους, καί δέκα άνθρωποι νά τρέχουν όπισθεν είς τόν ένα, ώσάν νά ήτον αύτοί χοίροι, καί αύτός χοιροβοσκός; Τί περισσότερον άπό τούς άλλους έχει αύτός, όπού τόσον αύστηρώς καί ύπερηφάνως κτυπά, ύβρίζει καί καταφρονεί τούς άλλους; Διατί, διατί, ό ένας νά όνομάζεται δούλος καί ό άλλος κύριος; Διατί ό πλούσιος νά τρώγη, νά πίνη, νά κοιμάται, νά ξεφαντώνη, νά μη κοπιάζη καί νά όρίζη, ό δέ πτωχός νά ύπόκειται, νά κοπιάζη, νά δουλεύη πάντοτε, νά κοιμάται κατά γής, νά διψή, καί νά πεινά;

Αφού διαβάσετε τα αποσπάσματα να καταγράψετε:
i))Ποια δύναμη έχει το χρήμα στο απόσπασμα του Θεοτόκη; Πώς επηρεάζει τις σχέσεις Αντρέα- Ρήνης;

ii) Ποιός ο ρόλος του χρήματος σύμφωνα με τον Κρέοντα;

iii).Πώς επηρεάζεται η ισονομία ,η δικαιοσύνη , ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το χρήμα, σύμφωνα με τον Ανώνυμο;

 

 

 

Σας δίνονται 3 αποσπάσματα. Αφού τα διαβάσετε να απαντήσετε στην ερώτηση που τα συνοδεύει:

 α) απόσπασμα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή,στίχοι 450-460,από μετάφραση.

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ναι, γιατί δεν ήταν ο Δίας αυτός που είχε διακηρύξει σʼ εμένα αυτά, ούτε η θεία Δίκη που κατοικεί μαζί με τους θεούς του κάτω κόσμου όρισε τέτοιους νόμους μέσα στους ανθρώπους. Ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι τα δικά σου κηρύγματα έχουν τόση δύναμη, ώστε να μπορείς (εσύ), αν και ( είσαι) θνητός, να ξεπεράσεις τους άγραφους και απαρασάλευτους νόμους των θεών. Γιατί δεν υπάρχουν αυτά σήμερα βέβαια και χτες , αλλά έχουν αιώνια ισχύ, και κανείς δε γνωρίζει από πότε εμφανίστηκαν. Κι ούτε μπορούσα εγώ, επειδή φοβήθηκα την αλαζονεία κανενός ανθρώπου, να παραβώ αυτά, και γιʼ αυτό να βρώ τιμωρία μπροστά στους θεούς. Γιατί ήξερα πολύ καλά πως θα πεθάνω, πώς όχι; Κι αν ακόμα εσύ δεν είχες βγάλει τη διαταγή (σου). Αν όμως θα πεθάνω πριν από το μοιραίο χρόνο κέρδος εγώ αυτό το θεωρώ. Γιατί όποιος ζει μέσα σε μεγάλη δυστυχία, όπως εγώ, πώς δεν έχει αυτός κέρδος όταν πεθάνει; Έτσι και για ʼμένα τουλάχιστον, να έχω αυτή τη μοίρα δε με λυπεί καθόλου. Αλλά αν ανεχόμουν το πτώμα του αδελφού από την ίδια μάνα να μένει άταφο μετά τον θάνατό του, για ʼ κείνα θα λυπόμουν , για τούτα εδώ όμως, δε λυπάμαι. Αν όμως τώρα σου φαίνομαι ότι τυχαίνει να κάνω ανοησίες, ίσως από έναν ανόητο θεωρούμαι ανόητη.

 

Β)απόσπασμα από τη Στέλλα Βιολάντη του Γρ. Ξενόπουλου,κείμενα β Λυκείου,σελ104-105 «Όχι,χίλιες φορές όχι……..Εγώ είμαι η Στέλλα Βιολάντη.»

 

-Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συχώρεση γι’ αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυναμίας… Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη… Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μέ­να. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ’ αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας… Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!

-Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.

-Τον ορίζω!

-Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.

-Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!… τον ορίζω!…

Κι έκαμψε το δάχτυλο της, και το εδάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.

-Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό; ρώτησε με τρόμο.

-Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω… Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πα­τέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω -τον εαυτό μου-και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!

 

Και γ) το απόσπασμα του βιβλίου από το έργο του Θεοτόκη η τιμή και το χρήμα .

ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΟΥ ΤΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ:

Πώς παρουσιάζονται μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα οι γυναικείες μορφές που έρχονται σε σύγκρουση με καθιερωμένες αξίες και σπάνε τα δεσμά της εποχής τους;

 

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ   ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

 

Α) Ποια ΓΕΝΙΚΆ στοιχεία για την κοινωνία της Κέρκυρας των αρχών του περασμένου αιώνα μας δίνει το κείμενο;

Β) Ποια είναι η θέση της γυναίκας; Να δείτε παράλληλα και τις τρεις γυναικείες μορφές: Φραγκογιαννού ,Τρινκούλαινα , Ρήνη à

 

Απαντήστε κάνοντας παραλληλισμό και με το Παράλληλο κείμενο:  από τη φόνισσα του Παπαδιαμάντη του σχολικού βιβλίου ,σελ 44 

«  Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.

[2. Να μην σώσουν]
Όλ’ αυτά τα ενθυμείτο, και οιονεί τα ανέζη η Φραγκογιαννού, κατά τας μακράς εκείνας αΰπνους νύκτας του Ιανουαρίου, ενώ ο βορράς ηκούετο εκ διαλειμμάτων να συρίζη έξω, πλήττων τας κεράμους, και κάμνων να ηχώσι τα παράθυρα, οπότε ηγρύπνει παρά το λίκνον της μικράς εγγονής της. Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε να ίδη συμπτώματα σπασμών εις το μικρόν ασθενές πλάσμα –επειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετο– πλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζη», είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της.
Την στιγμήν ταύτην, η Φραγκογιαννού άνοιξε τα κλειστά αγρυπνούντα όμματα, κ’ εκούνησε το λίκνον. Συγχρόνως ηθέλησε να δώση το σύνηθες ρευστόν εις το πάσχον μωρόν.
– Ποιος βήχει; ηκούσθη μία φωνή όπισθεν του μεσοτοίχου.
Η γραία δεν απήντησεν. Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση· ομοίως είχε πίει, μετά το δείπνον, κ’ ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος. Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πίει αρκετά, αναλόγως, ωμιλούσε μέσα στον ύπνο του, ή μάλλον παραμιλούσε.
Το μωρόν δεν εδέχθη την ρανίδα του ρευστού εις το στόμα, αλλά την ελάκτισε με την γλωσσίτσαν του, εν τη ορμή του βηχός, όστις είχεν αυξήσει λίαν αλγεινώς.
– Σκασμός!… είπε πάλιν ο Κωνσταντής, ο πατήρ τού βρέφους, μέσα στον ύπνο του.
– Και πλαντασμός!… προσέθηκε μετ’ ειρωνείας η Φραγκογιαννού.
Η λεχώνα εξαφνίσθη μέσα στον ύπνο της, ακούσα ίσως τον βήχα του μικρού, και άμα τον αλλόκοτον βραχύν διάλογον, όστις διημείφθη μέσω του ξυλοτοίχου μεταξύ του κοιμωμένου και της αγρυπνούσης.
– Τ’ είναι, μάννα; είπεν ανασηκωθείσα η Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί;
Η γραία εμειδίασε στρυφνώς εις το τρομώδες φως του μικρού λύχνου.
– Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!…
Αυτό το «σα σ’ ακούω, δυχατέρα» ελέχθη με τόνον πολύ αλλόκοτον. Άλλως δεν ήτο η πρώτη φορά, καθ’ ην η νεαρά μήτηρ ήκουε τοιούτον τι εκ μέρους της μητρός της. Ενθυμείτο ότι και άλλοτε συνέβη, η γραία μεταξύ γυναικών και γραϊδίων της γειτονιάς, να εκφράση, μετά σείσματος εκφραστικού της κεφαλής, εις ώρας καθ’ ας εγίνετο λόγος περί της μεγάλης πληθώρας των νεαρών κορασίων, περί της σπάνεως, περί του ξενιτευμού και των υπέρμετρων απαιτήσεων των γαμβρών, περί των βασάνων όσα υπέφερε μία χριστιανή διά να αποκαταστήση «τ’ αδύνατα μέρη», τουτέστι τα θήλεα, να εκφράση, λέγω, παραπλήσια αισθήματα. Όταν μάλιστα η μήτηρ της ήκουε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχεν ακουσθή, σείουσα την κεφαλήν, να λέγη:
– Σα σ’ ακούω γειτόνισσα!… «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» επειδή συνήθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίας λίαν εκφραστικάς. Και άλλοτε πάλιν την ήκουσαν να δογματίζη ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάμνη πολλά κορίτσια, και ότι το καλύτερον είναι να μη πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθως ευχή της προς τα μικρά κοράσια ήτο «να μη σώσουν!… Να μην πάνε παραπάνω!»
Και άλλοτε προέβη επί τοσούτον ώστε να είπε:
– Τι να σας πω!… Έτσι του ’ρχεται τ’ ανθρώπου, την ώρα που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη!…»