Αποσπάσματα ποιημάτων που μπορούν να αξιοποιηθούν από τους εκπαιδευτικούς για την εβδομάδα «Με την ποίηση πολεμάμε τον ρατσισμό»
Αποσπάσματα ποιημάτων που μπορούν να αξιοποιηθούν από τους εκπαιδευτικούς για την εβδομάδα «Με την ποίηση πολεμάμε τον ρατσισμό», που ξεκινά τη Δευτέρα 21 Μαρτίου, σε όλα τα σχολεία της χώρας, προτείνει το υπουργείο Παιδείας προς τις σχολικές μονάδες.
Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, με εγκύκλιο, καλεί:
Α. Τους Συλλόγους Διδασκόντων Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης να σχεδιάσουν την εβδομάδα που ξεκίνησε τη Δευτέρα 21 Μαρτίου δραστηριότητες υπό τον γενικό τίτλο «Με την ποίηση πολεμάμε τον ρατσισμό», και ,
Β. Τα στελέχη της εκπαίδευσης, τους/τις εκπαιδευτικούς και τους/τις μαθητές/μαθήτριες σε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς να σχεδιάζουν και να υλοποιούν εκπαιδευτικές δράσεις που να στοχεύουν στην ένταξη και στην εκπαιδευτική στήριξη όλων των μαθητών/τριών, χωρίς εξαιρέσεις και περιορισμούς, αποκρούοντας κάθε ρατσιστική πρόκληση, με σεβασμό σε κάθε ιδιαιτερότητα σωματική, πνευματική, συναισθηματική και κάθε διαφορά γλώσσας, φύλου, φυλής, θρησκείας, χρώματος.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ειδικότερα τα ποιήματα που προτείνει το υπουργείο Παιδείας να αξιοποιηθούν από τους εκπαιδευτικούς για την εβδομάδα «Με την ποίηση πολεμάμε τον ρατσισμό», είναι τα εξής:
Ποίημα ανώνυμου παιδιού από την Αφρική (προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα του 2006)
Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος
Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος
Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος
Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος
Κι εσύ λευκέ άνθρωπε
Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ
Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός
Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος
Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε
Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος
Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος
Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι
Και αποκαλείς εμένα έγχρωμο…
Από το ποίημα Στην κοιλάδα με τους ροδώνες του Νίκου Εγγονόπουλου
«Αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω /
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου /
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία»
Από το ποίημα Μόνωση του Νικηφόρου Βρεττάκου
[…]
Γεννήθηκα σε μια κορφή
που είχε μπροστά μια θάλασσα,
που είχε σιμά τον ουρανό
κ’ ήταν σα θαύμα ονείρου.
Μα όταν η μάνα μου καλά
μ’ είδε μες στην αγκάλη της,
φοβήθη και με πέταξε
στην αγκαλιά του απείρου.
Κάμπος νερό δε μού ’δωσε
κι άνθρωπος δε με χάιδεψε.
Μου ’βαλαν πίκρα στο ψωμί
κι αγκάθια στα σκουτιά μου.
Κι ενώ τον ήλιο της αυγής
και γω να φτάσω πήγαινα,
σαν πτώμα πίσω μου βαρύ
έσερνα τη σκιά μου.
Κανένα πλάσμα στη ζωή
κ’ εμένα δε μ’ αγάπησε
και τα παιδιά μου βγάζανε
την γλώσσα όταν περνούσα.
[…]
Κρυφή χαρά μ’ απόμενε
μέχρι θανάτου ν’ αγαπώ
τα πλάσματα του κόσμου.
Μα όταν τους άνοιγα κ’ εγώ
την αγκαλιά μου, φεύγανε
κι ακούμπαγα στα χέρια μου
κ’ έκλαιγα μοναχός μου.
[…]
Σα σκοτεινό μετέωρο
που η δίνη το σφεντόνισε
μες στ’ άπειρο, πάντα άπειρο
μου μένει να διασχίσω;
Μέσα σε στρώματα σιωπής
θα πλέω νυχτιών ατέλειωτων;
(Ρωτούσα: Πότε θα βρεθεί
μια γη να σταματήσω;)
Μα το ’λεγα τόσο σιγά
να μη μ’ ακούσουν γύρω μου.
Δεν ήθελα να φταίει κανείς
επειδή εγώ πονούσα.
[…]
Μ’ απόψε, που κατάμαυρη
μπροστά μου απλώθη η θάλασσα
κι άγρια το ρεύμα επάνω μου
φουσκώνει της αβύσσου
κ’ έριξα τη στερνή ματιά
στο σκοτεινό πλανήτη σου,
θα ’θελα, Κύριε, να μου πεις
αν είμ’ εγώ παιδί σου.
[…]
Ποίημα του Γερμανού ιερέα Martin Niemöller (Πηγή: www.lifo.gr)
Όταν οι Ναζί έπαιρναν τους κομμουνιστές σιώπησα,
δεν ήμουν δα κομμουνιστής.
Όταν φυλάκιζαν τους σοσιαλδημοκράτες σιώπησα,
δεν ήμουν δα σοσιαλδημοκράτης.
Όταν έπαιρναν τους συνδικαλιστές σιώπησα,
δεν ήμουν δα συνδικαλιστής.
Όταν έπαιρναν εμένα,
δεν είχε μείνει κανείς να διαμαρτυρηθεί.
Από την Κυπριακή Συμφωνία του Θοδόση Πιερίδη
Θα ’θελα και γω να γράψω ποιήματα
όπως όταν παίρνεις έβενο και φίλντισι και χρυσάφι
και γίνεσαι χρυσικός και σκαλιστής —και γίνεσαι μάγος.
Όπως όταν παίρνεις μια κιθάρα και γίνεσαι
νυχτερινός ονειροσκορπιστής και καρδιοκλέφτης.
Όπως όταν βάζεις ένα σπόρο στο χώμα και περιμένεις.
Όπως όταν η μάνα χτενίζει τα μαλλιά της κορούλας της.
Όπως όταν η κοπελιά κεντά το καινούργιο της φόρεμα
[…]
Ποιος δεν είδε όμως τα ξυπόλυτα παιδάκια στους δρόμους;
Ποιος δεν είδε τα μάτια τους —εκείνα τα μεγάλα μάτια
που όπως κοιτάζουν απορεμένα τον κόσμο
είναι σαν να θολώνουνε το φως του;
Ποιος δεν είδε τις μανάδες στα κατώφλια
πώς περιμένουν τα παιδιά τους που δεν έρχονται ποτέ
πώς περιμένουν το ψωμί που δεν έρχεται
πώς πέτρωσαν να περιμένουν, πώς γινήκανε
σα στήλες πένθιμες σε μνήματα στημένες;
Ποιος δεν είδε τις γυναίκες όπου γείρανε
και γίναν σαν ιτιές πάνω απ’ τα δάκρυά τους;
Ποιος δεν είδε τον άντρα να κλαίει σαν παιδί
για ένα χαστούκι που δεν μπορούσε να ανταποδώσει
γιατί του’χανε αλυσωμένα τα χέρια;
Ποιος δεν είδε το γέροντα
να θέλει να μπει πιο γρήγορα μέσα στην ύστατη λάσπη
γιατί του ρίξανε λάσπη στα χιονισμένα του μαλλιά;
Και το αίμα; Ποιος δεν είδε το αίμα;
Ή μήπως είναι πολύ ρηχό και πρέπει να το προσπεράσουμε;
Ή μήπως πρέπει να τ’ αφήσουμε να πήζει στις γούβες του δρόμου
και να μιλήσουμε για τα λουλούδια και για τον έρωτα;
Από τις Γειτονιές του κόσμου του Γιάννη Ρίτσου
Είναι μεγάλος τούτος ο άνεμος
είναι πελώριος τούτος ο άνεμος
είναι χαρούμενος, χαρούμενος, χαρούμενος,
ρίχνει τα τείχη που ύψωσαν ανάμεσα στους λαούς
ρίχνει τα τείχη του θανάτου
ρίχνει τα τείχη ανάμεσα στο νου και στην καρδιά
τα τείχη ανάμεσα σε σένα και σε μένα
κι ανοίγει διάπλατα, πάνου απ’ τον κόσμο, του ήλιου παράθυρο.
Ακούστε πώς σφυρίζει τούτος ο άνεμος
μέσα στις ματωμένες γειτονιές του κόσμου.
Από το Καπνισμένο τσουκάλι του Γιάννη Ρίτσου
Δίπλα σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί βγάζει το πόδι του
τ’ αφήνει στη γωνιά — ένα κούφιο ξύλινο πόδι —
πρέπει να το γεμίσεις όπως γεμίζεις τη γλάστρα με χώμα
να φυτέψεις λουλούδια
όπως γεμίζει το σκοτάδι με αστέρια
όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχεια στοχασμό κι αγάπη.
Το ’χουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι να ’χουνε δυο πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια
από καρδιά σε καρδιά. Γι’ αυτό όπου καθήσεις
ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος φεύγοντας για την εξορία
πίσω απ’ τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών
κοντά στο θάνατο που δε λέει «αύριο»
ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,
εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους.
[…]
Ευλογημένη ας είναι η πίκρα μας.
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας.
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.
[…]
Η καρδιά μου σήμερα δε μοιάζει με κανένα σύγνεφο
χρυσό που λαμπαδιάζει στο λιόγερμα
μήτε με κανέναν άγγελο που στρώνει το τραπέζι μες στα
δέντρα του Παράδεισου
τινάζοντας με τ’ άσπρα του φτερά τα ψίχουλα των άστρων
απ’ τις γενειάδες των παλιών Αγίων.
Τίποτα τέτοιο. Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι
που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά
που μαγέρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς
για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες
για τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους
για τον πεινασμένον ήλιο, για τον κόσμο — ναι, για όλο τον κόσμο
— ένα φτωχό, καπνισμένο, μαυρισμένο τσουκάλι που κάνει
καλά τη δουλειά του
που βράζει άγρια ραδίκια του βουνού κι αριά και που κάνα
κοψίδι κρέας
κι από κάτου συδαυλίζουν τη φωτιά τα πεινασμένα αδέρφια μου
— καθένας βάζει και το ξύλο του
καθένας καρτεράει το μερτικό του.
[…]
Εδώ είναι φως αδερφικό — απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να ’μαι εγώ πάνω από σένα ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να ’ναι ο καθένας μας πάνω απ’ τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδερφικό που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα
στο μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε το ’να μας χέρι κρεμασμένο απ’ όξω απ’ την κουβέρτα
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.
Φτάνει με δυο σταγόνες μόνο από τούτο το νερό να ραντίσεις
το πρόσωπο του εφιάλτη, και χάνεται καπνός πίσω απ’ τα δέντρα.
[…]
Ένα τσουκάλι λοιπόν. Τίποτ’ άλλο.
Πήλινο, μαυρισμένο τσουκάλι,
βράζοντας, βράζοντας και τραγουδώντας,
βράζοντας πάνω στου ήλιου τη φωτιά και τραγουδώντας.
[…]
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
από τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Από το ποίημα Οι Εβραίοι, συμφορά για το λαό του Μπέρτολτ Μπρεχτ
Αν, όπως διαλαλούν οι αρχηγοί μας στα μεγάφωνά τους,
οι Εβραίοι ευθύνονται για όλες τις κακοτυχίες μας,
και δεδομένου ότι οι αρχηγοί μας είναι πάνσοφοι
καθώς μας λένε και μας ξαναλένε οι ίδιοι,
τότε είναι ολοφάνερο πως οι συμφορές μας που όλο και πληθαίνουν,
οφείλονται στο πλήθος των Εβραίων που όλο και λιγοστεύουν.
Οι Εβραίοι μονάχα φταίνε που μας δέρνει η πείνα,
ενώ οι μεγαλοκτηματίες μας ψοφάνε από τη δουλειά σπέρνοντας και θερίζοντας
κι ενώ οι καρχαρίες του Ρουρ δεν τρώνε παρά τα ψίχουλα
που πέφτουν απ’ του εργάτη το τραπέζι.
Εξ άλλου οι Εβραίοι μονάχα είν’ αιτία που δεν υπάρχει στάρι για ψωμί,
μια κι ο στρατός έχει επιτάξει, για γυμνάσια και στρατώνες,
κάμπους και πλαγιές όσο μια επαρχία ολόκληρη.
Αφού λοιπόν, είναι οι Εβραίοι συμφορά για το λαό μας,
είναι εύκολο πολύ, για το λαό, να ξεχωρίσει έναν Εβραίο.
Δεν χρειάζεται, γι’ αυτό, να δεις πιστοποιητικά γεννήσεως
ούτε εξωτερικά γνωρίσματα
—αυτά είναι, πολλές φορές, απατηλά.
Φτάνει, μονάχα, να ρωτήσεις:
«Είναι ο Δείνα ή ο Τάδε συμφορά για μας;»
Αν ναι, τότε είναι σίγουρα Εβραίος.
Μια συμφορά δεν τηνε ξεχωρίζεις
από της μύτης το σχήμα,
μα από τις ζημιές όπου σωριάζει.
Οι πράξεις, και όχι οι μύτες, αφανίζουν.
Δε χρειάζεται μύτη μακρουλή για να μπορείς
να κλέβεις και να δυναστεύεις το λαό.
Φτάνει, μονάχα, να ’σαι στέλεχος του καθεστώτος!
Άρα: Μια κι ο καθένας ξέρει πώς το καθεστώς
είναι η πιο μεγάλη συμφορά για το λαό
κι αφού όλες μας οι συμφορές είν’ γέννημα των Εβραίων,
θα πει πως και το καθεστώς είν’ των Εβραίων γέννημα.
Τι πιο ολοφάνερο —και όπερ έδει δείξαι!
Πρόσφατα σχόλια