«Μεταξύ των φονευθέντων είναι και ο Διομήδης Κομνηνός, ετών 17 με βεβαρημένο παρελθόν», έλεγε η ανακοίνωση της χούντας.

Ποιο ήταν αυτό το «βεβαρημένο» παρελθόν, του 17χρονου αγοριού;

Όρκος στην Ένατη Ομάδα Προσκόπων στην Κυψέλη –μέχρι την ύστατη στιγμή, πολλαπλασίαζε τους κόμπους στο μαντήλι των καλών πράξεων, στο μαντήλι του Θεού, βοηθώντας τραυματισμένους ανθρώπους – κατασκηνώσεις, σκανταλιές και διαολιές, σινεμά, κόμικς, φλερτ με κορίτσια, και βαθμοί τόσο καλοί που του είχαν εξασφαλίσει την είσοδο στο Πολυτεχνείο.

«Ο γιος μου δεν θα γίνει ποτέ μηχανικός και δεν θα μπει ποτέ στο Πολυτεχνείο. Τον σκότωσαν».
Τα λόγια της μάνας.

Τα λόγια του πατέρα:
«Πήγα στο νεκροτομείο για αναγνώριση. Μου έδειξαν το παιδί μου παγωμένο και νεκρό. Τον φίλησα στα ανοικτά του μάτια και στην πληγή στην καρδιά, έκοψα μια τούφα από τα μαλλιά του».

Κι ένα γράμμα, ανεπίδοτο, από έναν παιδικό φίλο, τον ζωγράφο Τάσο Παυλόπουλο:

«Έφυγες νωρίς, αλλά γλίτωσες σαράντα χρόνια «φαγούρα». Από τρισάθλιες κυβερνήσεις. «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία!» ζητάγαμε τότε, το ίδιο ζητάμε και τώρα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, Διομήδη! Δεν μας κυβερνάνε πια τα τανκς, αλλά ο κόσμος πεινάει, την Παιδεία, όπως και την Υγεία, την έχουν διαλύσει, όσο για Ελευθερία, άστα! Ξέρω πως, αν ήσουν εδώ, θα ήσουν μπροστάρης. Θα τους ξανανικήσουμε, όμως! Γιατί έχουμε δίκιο και είμαστε, αν και άοπλοι, περισσότεροι, όπως και τότε. Γιατί υπάρχουν πολλοί ατρόμητοι πιτσιρικάδες σαν και του λόγου σου.

 

«Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! –φωνάξαμε
Γύρισε και μας κοίταξε»

Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου αντί άλλου επιλόγου και το βλέμμα του 17χρονου αγοριού, αντί μνημόσυνου.

Μόνο στη ματιά των νεκρών μας, μπορούμε να δούμε την ιστορία μας