ξένο πέταξε σπουργίτι.
Φύλλο, σπόρος πουθενά,
πώς κρυώνει και πεινά!
Το παράθυρο θ’ ανοίξω
δυο σπειράκια να του ρίξω.
– Έλα μέσα δω, πουλί,
ζεστασιά θα βρεις πολλή.
Δεν ακούει, μόνο τσιμπάει
δυο σπειράκια και πετάει.
– Ταξιδιάρικο πουλί,
πέταξε, ώρα σου καλή.










