Οι διακρίσεις των φύλων και των φυλών

Στις περιπτώσεις που το γυναικείο κίνημα προσπάθησε να επηρεάσει ή να εμπνεύσει τη νέα λογοτεχνία, αντί απλώς να επιδιώξει την εξαφάνιση παλαιότερων βιβλίων, είχε αρκετές επιτυχίες. Αναγνωστικά που προηγουμένως παρουσίαζαν τους ρόλους των φύλων κατά τρόπο απολιθωμένο αναθεωρήθηκαν και παρουσιάζουν περισσότερο προοδευτικές αντιλήψεις. Δημιουργήθηκαν, έπειτα, μερικά ζωντανά και ενδιαφέροντα νέα βιβλία με εικόνες, όπου συγγραφείς και εικονογράφοι εκμεταλλεύτηκαν τη ριζική αυτή αλλαγή νοοτροπίας. ΄Ετσι, στα βιβλία αυτά, οι μητέρες εργάζονται, παίζουν ποδόσφαιρο με τα παιδιά τους και μοιράζονται το νοικοκυριό με έναν τύπο συζύγου που ασχολείται περισσότερο –τώρα πια– με τις δουλειές του σπιτιού.

Βέβαια, τα βιβλία για παιδιά συχνά είναι εμπνευσμένα από το παρελθόν, μιας και απεικονίζουν μνήμες των ίδιων των συγγραφέων και των εικονογράφων. Στις περιπτώσεις αυτές μερικές υποδείξεις από ομάδες πίεσης για προσαρμογή στον σύγχρονο τρόπο ζωής είναι οπωσδήποτε ευπρόσδεκτες, όταν είναι σωστές. Η ευρύτερη απαίτηση όμως που διατυπώνεται μερικές φορές για λογοκρισία κάθε βιβλίου που μπορεί να θεωρηθεί σεξιστικής νοοτροπίας είναι ένα ζήτημα διαφορετικό.

Η λογοτεχνία οποιασδήποτε αξίας δεν είναι συνώνυμη με το μάθημα της κοινωνιολογίας, και οι κοινωνικές παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται μόνο με ακραίες περιπτώσεις.

Οι συγγραφείς και οι εκδότες είναι φυσικό να ακούν και πολλές φορές να επηρεάζονται από τις διάφορες πιέσεις που δέχονται. Τελικά όμως, πρέπει να είναι ελεύθεροι να βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα. Αν λοιπόν εκδοθεί ένα βιβλίο που περιέχει ρόλους «κλισέ», χωρίς φαντασία, σίγουρα θα είναι –με τα κοινά κριτήρια– ένα έργο μάλλον βαρετό και κακογραμμένο. Αν όμως ένας συγγραφέας γράψει ένα βιβλίο για παιδιά που διαθέτει καλλιτεχνική και λογοτεχνική αξία και συμβεί να μεταφέρει μια εικόνα της κοινωνίας που δεν αρέσει σε μικρά μέλη κάποιας ομάδας πίεσης, τότε ο δημιουργός θα πρέπει ασφαλώς να διεκδικήσει το δικαίωμά του να απεικονίζει την κοινωνία με τον δικό του τρόπο. Άλλωστε, όλες σχεδόν οι ιστορίες μπορεί να θεωρηθούν προσβλητικές από κάποια ομάδα. Φυσικά, μερικές ομάδες θα ισχυριστούν ότι έχουν υποστεί περισσότερες μειώσεις από άλλες. Πάντως και οι οδοντογιατροί έχουν διαμαρτυρηθεί για τα βιβλία που παρουσιάζουν παιδιά να τρώνε καραμέλες, και οι περιβαλλοντολόγοι για τα παιχνίδια που επιτείνουν τη μόλυνση, και οι αγρότες για τη συμπάθεια προς τα κουνέλια που καλλιεργούν οι ιστορίες της Μπέατριξ Πότερ, ενώ τα εργα-τικά συνδικάτα ήθελαν να πετάξουν από τις βιβλιοθήκες τα βιβλία της ΄Ενιντ Μπλάιτον εξαιτίας του σνομπισμού της. Όμως, το να λαμβάνει κανείς υπόψη του όλες αυτές τις πιέσεις (και περισσότερες ακόμα) όταν γράφει ένα βιβλίο για παιδιά, είναι ασφαλώς αδύνατο.

Η λογοτεχνία για παιδιά θα δέχεται πάντα μεγαλύτερες επιθέσεις απ’ ό,τι η λογοτεχνία για μεγάλους, επειδή ενδέχεται να ασκήσει κακή επίδραση. Η τάση αυτή φανερώνει την επιθυμία της κοινωνίας να προβάλλει στις μελλο-ντικές γενιές το δικό της είδωλο, με τις πιο θετικές αξίες της, όχι όμως και με τα λάθη της. Κάθε λογοτέχνημα για παιδιά που αμφισβητεί ριζικά αυτές τις αξίες είναι φυσικό να υπόκειται σε λογοκρισία, είτε σταδιακά, όπως έγινε με τα παραμύθια στο πέρασμα των αιώνων, είτε με την επέμβαση της δικαιοσύνης, όπως στην περίπτωση ακατάλληλων κόμικς. Από την άλλη πλευρά, αν οι συγγραφείς δεν έχουν μια σχετική ελευθερία στο να γράφουν όπως εκείνοι νομίζουν, αμφισβητώντας τους αυστηρούς ορισμούς για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται στα παιδιά, είναι αμφίβολο αν πολλοί καλοί συγγραφείς θα θελήσουν ποτέ να γράψουν παιδικά βιβλία.

(Από το βιβλίο The Child and the Book, Cambridge University Press, 1981)

Πηγή: Περιοδικό  «διαδρομές» τεύχος 109

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση