Το σύνδρομο της δυσλεξίας

Το σύνδρομο της δυσλεξίας

Η δυσλεξία εκδηλώνεται σε παιδιά με κανονική ή και ανώτερη νοημοσύνη κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της φοίτησής τους στο δημοτικό σχολείο, ως μια απροσδόκητη και ανεξήγητη μαθησιακή δυσκολία σε γραφή και ανάγνωση. Παρόλο που η ακριβής αιτιολογία της δυσλεξίας είναι άγνωστη, δείχνει να σχετίζεται με τη δυσλειτουργία συγκεκριμένων περιοχών ενός κατά τα άλλα φυσιολογικού εγκεφάλου.

Η Διεθνής Ομοσπονδία Νευρολογίας καθορίζει τη δυσλεξία ως σύνδρομο που εκδηλώνεται με απροσδόκητη αποτυχία στην εκμάθηση του γραπτού λόγου, ιδιαίτερα της ανάγνωσης, παρά την επαρκή σχολική εκπαίδευση, τη φυσιολογική νοημοσύνη και τις επαρκείς κοινωνικο-πολιτιστικές ευκαιρίες. Από τον ορισμό σαφέστατα προκύπτει ότι η δυσλεξία: 1) Αφορά και περιορίζεται μόνο στο γραπτό λόγο και όχι στον προφορικό. Περιορίζεται δηλαδή σε διαταραχή των δεξιοτήτων εκείνων που είναι αναγκαίες για την εκμάθηση της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας. 2) Είναι σύνδρομο και ως σύνδρομο δεν μπορεί παρά η διάγνωσή της να στηρίζεται σε περιγραφή τυπικών χαρακτηριστικών εκδηλώσεων. 3) Παρουσιάζεται σε παιδιά με κανονική ή και ανώτερη νοημοσύνη που φοιτούν σε κανονικά σχολεία κι έχουν εκτεθεί σε συνήθη κοινωνικά και πολιτιστικά ερεθίσματα. Δεν πρόκειται επομένως για περιβαλλοντικό πρόβλημα, αλλά για νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιώδεις λειτουργίες μάθησης.

Υπολογίζεται ότι περίπου 1-3% του συνολικού πληθυσμού εμφανίζει δυσλεξία, ενώ το ποσοστό των παιδιών σχολικής ηλικίας που για διάφορους λόγους εμφανίζουν μαθησιακές δυσκολίες, χωρίς να έχουν δυσλεξία, πλησιάζει το 20-25%.

Τα συμπτώματα του συνδρόμου μπορεί να ανιχνευθούν σχετικά νωρίς. Συνήθως το δυσλεξικό παιδί διαβάζει αργά και συλλαβιστά, αγνοεί τα σημεία στίξης ή χάνει τη γραμμή που διαβάζει. Συχνά προσθέτει, παραλείπει, αντικαθιστά και αντιστρέφει γράμματα, συλλαβές και λέξεις ή δυσκολεύεται στην κατανόηση του κειμένου που διαβάζει. Το παιδί με δυσλεξία κατανοεί τον κόσμο με εικόνες και αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη γραφή και την ορθογραφία. Γράφει με αργούς ρυθμούς και αρκετές φορές τα γράμματά του είναι δυσανάγνωστα. Αντιστρέφει, προσθέτει ή παραλείπει γράμματα και συλλαβές και συχνά μπερδεύει γράμματα που μοιάζουν οπτικά ή ακουστικά. Δεν τηρεί τους κανόνες στίξης και δεν αφήνει κενά ανάμεσα στις λέξεις. Χρειάζεται πολύ χρόνο για τις εργασίες του και δεν μπορεί να αντιγράφει σωστά και γρήγορα από τον πίνακα. Κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη γιατί γράφει φωνητικά, όπως δηλαδή ακούει μια λέξη. Εμφανίζει διάσπαση προσοχής και δυσκολίες συγκέντρωσης, που δυσχεραίνουν την επιτυχή ολοκλήρωση του μαθησιακού έργου, καθώς και δυσκολία στην αντίληψη της διαδοχής και της αλληλουχίας των γεγονότων. Άλλοτε εμφανίζει δυσκολίες σε οτιδήποτε προϋποθέτει προσανατολισμό στο χώρο και το χρόνο. Κάποιες φορές το δυσλεξικό παιδί εμφανίζει και διαταραχές στην οφθαλμοκίνηση. Έχει παρατηρηθεί ότι ενώ οι κινήσεις των ματιών ενός φυσιολογικού αναγνώστη ακολουθούν συγκεκριμένη φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά κι έχουν σταθερό μέγεθος και διάρκεια, οι κινήσεις των ματιών του δυσλεξικού αναγνώστη είναι ακανόνιστες, γρήγορες και παλινδρομούν στην προσπάθειά του να διαβάσουν τις λέξεις.

Για τη διάγνωση της δυσλεξίας δεν αρκεί η ανεύρεση όλων των παραπάνω τυπικών χαρακτηριστικών. Πρέπει παράλληλα να διασφαλίζονται η φυσιολογική νοημοσύνη,
η ύπαρξη φυσιολογικής όρασης, ακοής και κινητικότητας, η απουσία οργανικής πάθησης που επηρεάζει τη μάθηση, το ευνοϊκό οικογενειακό περιβάλλον, η επαρκής σχολική εκπαίδευση και η αναγνωστική ικανότητα τουλάχιστον κατά 2 χρόνια χαμηλότερη από αυτή που προβλέπεται από το δείκτη νοημοσύνης του (σταθμισμένες δοκιμασίες καθορίζουν με ακρίβεια την αναγνωστική ικανότητα του παιδιού και δίνουν ισοδύναμη αναγνωστική ηλικία). Η διάγνωση συνεπώς της δυσλεξίας δεν είναι ούτε απλή ούτε εύκολη διαδικασία. Απαιτεί εμπειρία και εξειδίκευση και πρέπει να εκτιμάται από ομάδα ειδικών, που απαραίτητα θα περιλαμβάνει εκπαιδευτικό ψυχολόγο, ενώ κατά περίπτωση επιπλέον ειδικούς όπως νευρολόγο, οφθαλμίατρο, ή λογοθεραπευτή.

Ως νευρολογική διαταραχή η δυσλεξία δε θεραπεύεται. Με την εφαρμογή, όμως, ειδικών εκπαιδευτικών μεθόδων μπορεί το παιδί να βελτιώσει θεαματικά τις ικανότητές του. Συνεπώς η έγκαιρη αντιμετώπιση της δυσλεξίας αποκτά καθοριστική σημασία στην εξέλιξη του δυσλεξικού παιδιού.

Η αντιμετώπιση της δυσλεξίας περιλαμβάνει εκπαιδευτικές μεθόδους με χρήση ειδικού εκπαιδευτικού υλικού, εκπαίδευση σε Η/Υ και διδασκαλία με ακουστικά μέσα, με παράλληλη ψυχολογική υποστήριξη του παιδιού στην οικογένεια και το σχολείο για τη διατήρηση της αυτοεκτίμησής του σε υψηλά επίπεδα.

Συμπερασματικά, η ποικιλία των εκδηλώσεων της δυσλεξίας, η άγνωστη μέχρι σήμερα αιτιολογία της και η έλλειψη αντικειμενικών μεθόδων για τη διάγνωσή της, καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη τη διάκριση των πραγματικών δυσλεξικών παιδιών από όσα εμφανίζουν γενικού τύπου μαθησιακές δυσκολίες, χωρίς ωστόσο να έχουν δυσλεξία. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και πρέπει να γίνεται, καθώς η πρόγνωση και η αντιμετώπιση στις δύο αυτές καταστάσεις διαφέρουν σημαντικά.

Φυσικά, κάθε μικρή επιβράδυνση ή δυσκολία στην εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, δε σημαίνουν δυσλεξία, είναι αρκετά συχνές, τις περισσότερες φορές παροδικές και βελτιώνονται με την κατάλληλη εκπαιδευτική βοήθεια. Αν ωστόσο η δυσκολία στο γραπτό λόγο επιμένει, τότε κρίνεται απαραίτητη η παραπομπή του παιδιού μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας σε διαγνωστικό κέντρο, ώστε η ενδεχόμενη δυσλεξία να αντιμετωπισθεί έγκαιρα. Η αντιμετώπιση της δυσλεξίας, σύμφωνα με το σύνολο των σχετικών μελετών, είναι πιο αποτελεσματική όταν γίνεται μέσα στο σχολείο του παιδιού και συμμετέχουν σε αυτή οι δάσκαλοί του.