“Πώς τα παιδιά μας διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία;” Συμβουλές για Γονείς και Εκπαιδευτικούς

Συμβουλές για Γονείς και Εκπαιδευτικούς: Πώς τα παιδιά μας διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία

Η αναπαραγωγή της είδησης του πολέμου στην Ουκρανία, έχει δημιουργήσει ποικίλα συναισθήματα στα παιδιά στη χώρα μας. Οι κλήσεις που δεχόμαστε στην Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά S.O.S. 1056 μαρτυρούν συναισθήματα φόβου, αβεβαιότητας και ανησυχίας στα παιδιά. Οι ειδήσεις, οι μεταξύ τους συζητήσεις, η εκ των πραγμάτων αβεβαιότητα του πολέμου, ενδέχεται να μεγεθύνουν αυτά τα συναισθήματα.

Είναι λοιπόν αναμενόμενο τα παιδιά να στραφούν, τόσο σε γονείς, όσο και σε εκπαιδευτικούς, προκειμένου να βρουν ασφάλεια και σταθερότητα μέσα σε αυτό το περιβάλλον που γεννάει η συνεχής αναπαραγωγή της είδησης της εισβολής και του πολέμου.

Στο συγκεκριμένο ζήτημα τίθενται δυο βασικές διαστάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με την ίδια την έννοια του πολέμου και η δεύτερη με την επαφή των παιδιών με ειδήσεις και σχόλια που έρχονται σε επαφή μέσω της τηλεόρασης και του διαδικτύου.

 

Σχετικά με την έννοια του πολέμου, να θυμάστε ότι[1]:

  1. Μιλήστε ανοικτά και με ειλικρίνεια στο παιδί. Ενθαρρύνουμε το παιδί να εκφράσει το συναίσθημα και δηλώνουμε τη διαθεσιμότητά μας  όποτε μας  χρειαστεί, χρησιμοποιώντας φράσεις όπως : «Θα σε φροντίζω πάντα».
  2. Αφιερώστε χρόνο στην οικογένειά σας και στο παιδί παίζοντας παιχνίδια, διαβάζοντας ή απλά κρατώντας το κοντά σας.
  3. Προστατεύστε τα παιδιά από την υπερβολική έκθεση σε ειδήσεις, βίαιες  εικόνες και πληροφορίες σχετικά με τον πόλεμο.
  4. Συνειδητοποιήστε ότι το άγχος του πολέμου μπορεί να εντείνει τις καθημερινές αντιδράσεις. Αντιμετωπίστε με κατανόηση και υπομονή τις συμπεριφορές του παιδιού, οι οποίες μπορεί να συνοδεύονται από θυμό.
  5. Σχεδιάστε ένα σταθερό πρόγραμμα, διατηρώντας τις καθημερινές σας συνήθειες και δραστηριότητες του παιδιού.
  6. Φροντίστε τον εαυτό σας για να μπορείτε να φροντίσετε το παιδί σας.
  7. Διαβεβαιώστε το παιδί ότι όλα θα πάνε καλά και ότι θα είναι προστατευμένο.
  8. Παρατηρήστε ασυνήθιστες αντιδράσεις στη συμπεριφορά του παιδιού (χαμηλή επίδοση στο σχολείο, έλλειψη συγκέντρωσης κ.ά.)  και βοηθήστε το να το εκφράσει με λόγια.
  9. Ζητήστε τη βοήθεια του παιδιού και αναθέστε του συγκεκριμένους ρόλους και καθήκοντα που αρμόζουν στην ηλικία του (όπως  στρώσιμο τραπεζιού, τακτοποίηση δωματίου κ.λπ.)
  10. Βάλτε τα πράγματα σε μια θετική προοπτική για το παιδί σας, υπενθυμίζοντάς του τις φορές που αντιμετώπισε μια παρόμοια δύσκολη κατάσταση που του προκαλούσε φόβο, πώς το είχε διαχειριστεί και πόσο καλά το είχατε διαχειριστεί ως οικογένεια.

Σχετικά με τις ειδήσεις ο  Σύλλογος Αμερικανών Ψυχολόγων (American Psychological Association) συμβουλεύει τους γονείς:

  • Πριν μιλήσετε στα παιδιά σας, προετοιμάστε τι θα πείτε. Κάντε μια πρόβα στον καθρέφτη ή σε κάποιον άλλο ενήλικα για το τι θα πείτε στο παιδί.
  • Βρείτε την κατάλληλη, ήρεμη στιγμή για να μιλήσετε
  • Μοιραστείτε και τα δικά σας συναισθήματα με το παιδί σας. Το να εκφράσετε τα συναισθήματά σας, πιθανόν να διευκολύνει και το παιδί να εκφράσει τα δικά του
  • Πείτε την αλήθεια, χωρίς απαραίτητα να μπείτε σε λεπτομέρειες για το συμβάν. Εάν παραποιήσετε ή αποκρύψετε την αλήθεια, τα παιδιά θα το μάθουν και θα τους προκαλέσει μεγαλύτερο άγχος και φόβο. Επίσης, θα διαταραχτεί η εμπιστοσύνη τους απέναντί σας.
  • Το «Δεν Ξέρω» είναι μια ασφαλής και αποδεκτή απάντηση στις ερωτήσεις που σας κάνει το παιδί και δεν ξέρετε τι να απαντήσετε. (π.χ. Γιατί το έκανε αυτό; Το «δεν ξέρω» είναι αποδεκτή απάντηση). Στο σημείο αυτό θα μπορούσατε να εστιάσετε στην ανάγκη του παιδιού να έχει αυτή την πληροφορία («γιατί θα ήθελες να ξέρεις κάτι τέτοιο;») ή ακόμα και να εκφράσει τα συναισθήματα του («δεν το ξέρω αυτό, αλλά εσύ πως αισθάνεσαι γι’ αυτό;»).

Σε όλες τις περιπτώσεις «Το Χαμόγελο του Παιδιού» συμβουλεύει, επίσης, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς:

  • Βεβαιώστε τα παιδιά ότι είναι ασφαλή κοντά σας και ότι δεν κινδυνεύουν
  • Εάν οι ειδήσεις  αναφέρουν και ένα παιδί ως θύμα, επιβεβαιώστε στο δικό σας παιδί ότι τα παιδιά δεν φταίνε σε τίποτα σε αυτή τη συνθήκη
  • Ενθαρρύνετε το παιδί να σας ρωτήσει όποια απορία έχει
  • Αποφύγετε να διαταράξετε τη ρουτίνα του παιδιού (σχολείο, εξωσχολικές δραστηριότητες)

Αναφορικά με το ποιες ηλικίες είναι κατάλληλες για αυτές τις συζητήσεις, η απάντηση είναι ότι εφόσον το παιδί έχει την πληροφορία ή ρωτήσει, είναι σε θέση να κάνει και αυτή τη συζήτηση.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την επαφή των παιδιών με ειδήσεις από τα Μ.Μ.Ε. δείτε εδώ

Σε περίπτωση που στο τραγικό γεγονός υπάρχουν και άνθρωποι που έχασαν την ζωή τους δείτε εδώ

Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111», ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας


[1] https://www.apa.org/topics/resilience/kids-war

https://www.hamogelo.gr/gr/el/ta-nea-mas/pos-ta-paidia-mas-diacheirizontai-ta-sinaisthimata-tous-anaforika-me-ton-polemo-stin-oukrania-simvoules-gia-goneis-kai-ekpaideitikous/

 

Οδηγίες προς τους πολίτες για την προστασία από την σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων



Λήψη αρχείου

Διαδικτυακή συνάντηση, εκδήλωση – ενημέρωση των Συλλόγων Εκπαιδευτικών και των Συλλόγων Γονέων & Κηδεμόνων Σχολικών Μονάδων σε συνεργασία με την Ένωση Γονέων Βόλου, το «Χαμόγελο του Παιδιού» και την Εισαγγελία Ανηλίκων Βόλου με θέμα : «Κακοποίηση – Παραμέληση Παιδιών»



Λήψη αρχείου

Πριν χτυπήσει το Κουδούνι. Πώς καλλιεργούμε τις συναισθηματικές δεξιότητες των παιδιών

Μιλώντας για συναισθηματικές δεξιότητες, αναφερόμαστε σε μια σειρά από δεξιότητες, όπως η αναγνώριση, η έκφραση και η διαχείριση των συναισθημάτων, η αναγνώριση των δυνατοτήτων/επιτευγμάτων αλλά και των αδυναμιών, η θετική εικόνα εαυτού, η κατανόηση ψυχικών καταστάσεων (συναισθημάτων, κινήτρων κτλ) του εαυτού και των άλλων, η ανάληψη ευθύνης, η ικανότητα σχετίζεσθαι κ.ά.

Η ανάπτυξη της ικανότητας διαχείρισης/ρύθμισης των συναισθημάτων είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πρώιμης παιδικής ανάπτυξης και αντανακλάται σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς του παιδιού. Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη των συναισθηματικών δεξιοτήτων ξεκινά πολύ νωρίς, στη βρεφική και πρώιμη νηπιακή ηλικία, όταν το νευρικό σύστημα του παιδιού είναι ακόμα ανώριμο. Η εμπειρία που έχουν τα παιδιά με τα συναισθήματα, ενώ το παρασυμπαθητικό νευρικό τους σύστημα είναι ακόμα υπό κατασκευή, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της συναισθηματικής τους ευημερίας, τόσο στην παιδική όσο και την ενήλικη ζωή τους (Gottman και DeClaire, 1997).

Οι Shonkoff και Phillips (2000) ορίζουν την αυτορύθμιση ως την ικανότητα του παιδιού να έχει κάποιο έλεγχο των σωματικών λειτουργιών, να διαχειρίζεται τα έντονα συναισθήματα και να διατηρεί την προσοχή του σε ερεθίσματα. Ας σκεφτούμε το παράδειγμα ενός μωρού που κλαίει για να εκφράσει την ανάγκη του να ταϊστεί. Ακόμα και αν χρειαστεί να περιμένει λίγα λεπτά, αν τελικά η μητέρα/ο φροντιστής ανταποκριθεί στην ανάγκη του βρέφους, εκείνο καλλιεργεί την ικανότητά του να αυτορυθμίζεται  (Shonkoff και Phillips, 2000). Ένας φροντιστής που ανταποκρίνεται και συντονίζεται με τις ανάγκες του παιδιού το βοηθά να αναπτύξει την ικανότητα να περιμένει, αφού το παιδί ξέρει και έχει εμπιστοσύνη ότι σύντομα η ανάγκη του θα ικανοποιηθεί (Perry, 2005). Όσο αβοήθητα και αν είναι τα βρέφη, μπορούν να μάθουν από το πώς ανταποκρίνεται ο γονιός-φροντιστής στη δυσφορία τους ότι το συναίσθημα μπορεί να μεταβληθεί, ότι, για παράδειγμα, είναι δυνατόν ένα έντονο, δυσβάσταχτο συναίσθημα να μετατραπεί σε συναίσθημα παρηγοριάς και ανακούφισης. Δυστυχώς, βρέφη των οποίων οι συναισθηματικές ανάγκες παραμελούνται, στερούνται την ευκαιρία να το διδαχτούν αυτό. Το συναίσθημά τους δε βρίσκει ανταπόκριση οπότε δε μπορεί να ανακουφιστεί και να αμβλυνθεί. Ως εκ τούτου, τα βρέφη αυτά μπορεί να γίνουν παθητικά και μη εκφραστικά. Όταν αναστατώνονται, ωστόσο, δεν έχουν καμία αίσθηση ελέγχου. Δεν είχαν ποτέ κάποιον που να τα ανακούφισε, και να κατηύθυνε το συναίσθημα τους από την έντονη δυσφορία στην ηρεμία και την ανακούφιση, οπότε δεν αναπτύσσουν την ικανότητα να ηρεμούν μόνα τους (Gottman και DeClaire, 1997).

Συμβουλές για γονείς ή φροντιστές βρεφών:

  • Παρατηρήστε τα βρέφη προσεκτικά: το βλέμμα, το κλάμα, τις κινήσεις τους. Εκπέμπουν «σήματα» που μας δείχνουν πότε είναι πεινασμένα, κουρασμένα ή έτοιμα να παίξουν, πότε πονούν, πότε φοβούνται κ.ο.κ.
  • Γίνετε ο «καθρέφτης» τους, προσπαθώντας να τους δώσετε πίσω, με λόγια και με πράξεις, αυτό που κατανοείτε να έχουν ανάγκη.
  • Έχετε τις κεραίες σας ανοιχτές και ανταποκριθείτε στις διάφορες ανάγκες τους: για τροφή, χάδι, ύπνο, σταθερότητα, επαφή, αλληλεπίδραση, παρηγοριά.
  • Φροντίστε να τους παρέχετε δομή και προβλεψιμότητα. Τα βρέφη χρειάζονται συνεπείς φροντιστές και συνέχεια στη φροντίδα τους για να νιώθουν ασφαλή. Η καθημερινότητά τους χρειάζεται ένα σταθερό πρόγραμμα και ρουτίνες.

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, η ικανότητά τους να ρυθμίζουν ή να ελέγχουν τις αντιδράσεις τους αυξάνεται. Αρχικά, τα νήπια και τα μικρά παιδιά χρειάζονται τους γονείς για υποστήριξη και βοήθεια στη ρύθμιση των συναισθημάτων τους, αλλά με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσουν την ικανότητα να το κάνουν μόνα τους, διαμορφώνοντας τις συμπεριφορές τους ανάλογα. Φαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικές ατομικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο τα μικρά παιδιά αναπτύσσουν δεξιότητες αυτορύθμισης (Fox, 2002).

Εάν τα παιδιά δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν κάποια ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων, η συνεπακόλουθη συναισθηματική διέγερση και η λανθασμένη κατεύθυνση των συναισθημάτων (Kostuik και Fouts, 2002) ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινωνικά ακατάλληλες συμπεριφορές και περιορισμένη ικανότητα προσαρμογής σε εμπειρίες. Η δυσκολία να εστιάσουν την προσοχή τους σε συνδυασμό με την τάση να είναι πολύ δραστήρια και  να δυσφορούν εύκολα μπορεί να καταστήσει τα παιδιά ανίκανα να ασκήσουν έλεγχο στη συμπεριφορά τους (Calkins και συν., 2002). Το επίπεδο και ο τύπος ρύθμισης συναισθημάτων που χρησιμοποιείται εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των γονέων σε καταστάσεις άγχους.

Ο συναισθηματικός δεσμός του παιδιού με το φροντιστή (attachment) είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη της ικανότητας αυτορύθμισης των συναισθημάτων. Όσο περισσότερο ευαίσθητοι και συναισθηματικά διαθέσιμοι είναι οι γονείς-φροντιστές στις ανάγκες του παιδιού τόσο περισσότερο αναπτύσσεται η ικανότητα του παιδιού να ρυθμίζει τα συναισθήματά του.

Συμβουλές για γονείς νηπίων και παιδιών σχολικής ηλικίας:

  • Παρατηρείτε τις συναισθηματικές καταστάσεις του παιδιού, ακόμα και τις πιο ανεπαίσθητες. Έτσι, θα κατανοήσετε τα παιδιά σε βάθος, και θα βρείτε πιο κατάλληλους τρόπους να τα στηρίξετε.
  • Να ακούτε τα παιδιά προσεκτικά με ενσυναίσθηση και αποδοχή. Περιμένετε να σας πουν όσα έχουν και αφού αποφορτιστούν, θα είναι σε μια καλύτερη θέση να σας ακούσουν και να δώσουν την προσοχή τους.
  • Αναγνωρίστε το συναίσθημα του παιδιού και βοηθήστε το παιδί να βρει λέξεις για να περιγράψει τη συναισθηματική του εμπειρία/κατάσταση.  Αν δυσκολεύεται, μπορείτε να «καθρεφτίζετε» αυτό που πιστεύετε ότι αισθάνεται και πάντα να τσεκάρετε με το παιδί αν αυτό που έχετε κατανοήσει συνάδει με τη δική του εμπειρία.
  • Να επικυρώνετε και να σέβεστε τα συναισθήματα του παιδιού όποια και αν είναι και όσο «παράλογα» και να φαίνονται. Μάθετε στα παιδιά ότι τα συναισθήματά τους είναι έγκυρα και αποδεκτά, και διευκολύνετέ τα να διακρίνουν το συναίσθημα από τη συμπεριφορά που συνοδεύει το συναίσθημα (για παράδειγμα, «είναι εντάξει να νιώθεις οργή αλλά δεν είναι εντάξει να χτυπάς»). Είναι μια καταπληκτική ευκαιρία να έρθετε πιο κοντά και να διδάξετε στα παιδιά πώς να σχετίζονται με τον εαυτό τους και τους άλλους.
  • Πριν αντιδράσετε σε οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά του παιδιού, πάρτε λίγο χρόνο και αναρωτηθείτε τι μπορεί να την προκάλεσε. Αναγνωρίστε τη δική σας συναισθηματική αντίδραση και κατανοήστε αν πηγάζει μόνο από τη συμπεριφορά του παιδιού ή και από άλλες παρελθοντικές εμπειρίες σας που μπορεί να πυροδοτούνται. Προσπαθήστε να εστιάσετε στη συγκεκριμένη συμπεριφορά, και μπείτε για ένα λεπτό στη θέση του παιδιού (τι ζητά, τι μπορεί να επικοινωνεί, τι αισθάνεται, τι θα το ανακούφιζε).
  • Χρησιμοποιείστε τη φαντασία σας. Να μιλάτε στα παιδιά μέσα από ιστορίες και παραμύθια. Οι ιστορίες μιλούν απευθείας στο υποσυνείδητο του παιδιού και το μήνυμα μεταδίδεται χωρίς να βρει αντίσταση, ενώ όταν έρχεται με την μορφή «κηρύγματος» τα παιδιά αρνούνται να ακούσουν και να συμμορφωθούν.
  • Αντί να σπεύδετε να λύσετε κάθε πρόβλημα για τα παιδιά, διερευνήστε μαζί τους τρόπους και στρατηγικές για την επίλυση προβλημάτων, εάν είναι μικρά, ή προσκαλέστε τα να σκεφτούν μόνα τους τρόπους διαχείρισης δύσκολων παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον.
  • Διδάξτε στα παιδιά εναλλακτικούς, υγιέστερους, αποδεκτούς τρόπους για εκφράζουν ή/και να εκτονώνουν τα συναισθήματά τους. Για παράδειγμα, μπορούν να μάθουν να τα εκφράζουν με λόγια ή μέσα από το παιχνίδι ή τη ζωγραφική, να χτυπούν ένα μαξιλάρι, να κλωτσούν μια μπάλα, να εμπλακούν σε μια κινητική δραστηριότητα.
  • Βάλτε όρια -κατάλληλα για την ηλικία- με αγάπη, σταθερότητα και συνέπεια. Είναι σημαντικό να είναι ξεκάθαρο στα παιδιά τι επιτρέπεται και τι όχι, όπως και το να βλέπουν ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις, μπορείτε να λειτουργείτε με πιο ευέλικτο τρόπο. Νιώθουν μια αίσθηση ασφάλειας όταν τα όρια είναι σαφή γιατί γνωρίζουν τι να περιμένουν και διευκολύνονται στο πώς να δράσουν.
  • Όταν συμπεριφέρονται ακατάλληλα, ή ξεσπούν με εκρήξεις, αναρωτηθείτε τι μπορεί να τα οδήγησε εκεί. Μήπως είναι απογοητευμένα, θυμωμένα ή καταπιεσμένα; Σε κάθε περίπτωση, να έχετε ως στόχο να αντιμετωπίζετε τα δύσκολα και δυσάρεστα συναισθήματα του παιδιού ως ευκαιρία να έρθετε πιο κοντά. Αυτό που χρειάζεται είναι να μπορείτε να αντέχετε ένα θλιμμένο, θυμωμένο ή φοβισμένο παιδί, δείχνοντας υπομονή, αλλά ταυτόχρονα καλλιεργώντας τους το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης.
  • Να αναθέτετε στα παιδιά ευθύνες και καθήκοντα κατάλληλα για την ηλικία τους. Έτσι, θα εξασκήσουν δεξιότητες, θα νιώσουν ικανά και άξια εμπιστοσύνης και θα έρθουν αντιμέτωπα με ματαιώσεις, προκλήσεις και ευκαιρίες. Με τον τρόπο αυτό, θα αναπτύξουν αυτοπεποίθηση και μια θετική εικόνα εαυτού.
  • Να θυμάστε ότι κανένας γονιός δεν είναι τέλειος. Όλοι κάνουμε λάθη και μέσα από αυτά βελτιωνόμαστε. Αυτό είναι και το μήνυμα που, μέσα από τη στάση μας, θέλουμε να μεταδώσουμε στα παιδιά μας, ώστε να μπορούν να ξεπερνούν τις δυσκολίες, να προχωρούν παρακάτω και να είναι πιο συμπονετικά με τον εαυτό τους και τους άλλους.

Μια τέτοια στάση ζωής που περιλαμβάνει τις παραπάνω γονικές συμπεριφορές θα διευκολύνει τα παιδιά να εμπιστεύονται τον εαυτό τους, να αναπτύξουν τη συναισθηματική τους νοημοσύνη, να ρυθμίζουν τα συναισθήματα τους, να εξασκούνται στην επίλυση προβλημάτων, και να σχετίζονται αρμονικά με τους άλλους.

Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» του Οργανισμού «Το Χαμόγελο του Παιδιού», ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Calkins, S. D., Dedmon, S. E., Gill, K. L., Lomax, L. E., & Johnson, L. M. (2002). Frustration in infancy: Implications for emotion regulation, physiological processes, and temperament. Infancy, 3(2), 175–197.

Fox, N.A. (2002). The Assessment of Temperament and Self-Regulation in Infants and Young Children. In B. S. Zuckerman, A. F. Lieberman, & N. A. Fox (Eds.), Emotional Regulation and Developmental Health: Infancy and Early Childhood (pp. 27-40). US: Johnson & Johnson Pediatric Institute, L.L.C.

Gottman, J. M., & DeClaire, J. (1997). Raising an emotionally intelligent child. New York: Simon & Schuster Paperbacks.

Kostiuk, L. M., & Fouts, G. T. (2002). Understanding of Emotions and Emotion Regulation in Adolescent Females with Conduct Problems: A Qualitative Analysis. The Qualitative Report, 7(1), 1-15.

Perry, B.D. (2005). Self-regulation: The second core strength. Online: http://teacher.scholastic.com/professional/bruceperry/ self_regulation.htm.

Shonkoff, J., & D. Phillips (2000). From neurons to neighborhoods: The science of early childhood development.A report of the National Research Council. Washington, DC: National Academies Press.

https://www.hamogelo.gr/gr/el/ta-nea-mas/prin-chtipisei-to-koudouni-pos-kalliergoume-tis-sinaisthimatikes-deksiotites-ton-paidion/

Ασφάλεια και διαδίκτυο

  • Αγαπητοί μας γονείς, όπως γνωρίζετε το διαδίκτυο είναι ένας ψηφιακός κόσμος με πολλούς κινδύνους για όλους και κυρίως για τα παιδιά. Σας παραθέτουμε παρακάτω διάφορους συνδέσμους για να αντλήσετε πληροφορίες για ασφαλή πλοήγηση στο internet

https://saferinternet4kids.gr/nea/neo-yliko/

https://www.etwinning.net/el/pub/support/esafety-and-etwinning.htm

 

  • Επίσης σας παραθέτουμε και σελίδες με ψηφιακά παιχνίδια για τα παιδιά ώστε παίζοντας να κατανοήσουν πως κυκλοφορούμε στο διαδίκτυο με ασφάλεια

ΚΥΚΛΟΦΟΡΩ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ.

Παιχνίδι από την Ομάδα: Γίνε ο ήρωας του Διαδικτυου!

https://beinternetawesome.withgoogle.com/el_gr/interland

 

  • Επιπλέον μπορείτε να παρακολουθήσετε τα παρακάτω βίντεο για να κατανοήσουν τα παιδιά τα προσωπικά δεδομένα και τη σωστή χρήση Η/Υ, τάμπλετ ή λάπτοπ

  • Ανάγνωση παραμυθιού: Η Αθηνά μαθαίνει για τα προσωπικά δεδομένα.

https://youtu.be/zak4dXoCzZg

Μαθησιακές δυσκολίες

ΠΗΓΗ:  https://www.hamogelo.gr/gr/el/ta-nea-mas/prin-chtipisei-to-koudouni-mathisiakes-diskolies-ti-einai-2/

Ήταν πριν από 56 χρόνια όταν για πρώτη φορά δόθηκε ένας ορισμός για τις Μαθησιακές Δυσκολίες από τον Kirk (1962). Από τότε και μέχρι σήμερα, πολλοί ορισμοί προτάθηκαν ανά περιόδους από διάφορους ερευνητές. Ο επικρατέστερος, όμως, εξ αυτών καθιερώθηκε από την Κοινή Εθνική Επιτροπή Μαθησιακών Δυσκολιών/ National Joint Committee on Learning Disabilities (NJCLD) των ΗΠΑ και αναφέρει πως:

«Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών, οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικής ικανότητας. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Με τις Μαθησιακές Δυσκολίες μπορεί να συνυπάρχουν προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Αυτά τα προβλήματα ωστόσο δε συνιστούν από μόνα τους Μαθησιακές Δυσκολίες. Αν και οι Μαθησιακές Δυσκολίες μπορεί να εμφανίζονται μαζί με άλλες καταστάσεις μειονεξίας (π.χ. αισθητηριακή βλάβη, νοητική καθυστέρηση, σοβαρή συναισθηματική διαταραχή) ή να δέχονται την επίδραση εξωτερικών παραγόντων, όπως είναι οι πολιτισμικές διαφορές και η ανεπαρκής ή ακατάλληλη διδασκαλία, αυτές δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα των παραπάνω καταστάσεων ή εξωτερικών επιδράσεων» (NJCLD, 1988).

Επιγραμματικά, όπως αναφέρθηκε και στο συμπόσιο του NJCLD το 2011, μπορούμε να πούμε πως οι Μαθησιακές Δυσκολίες:

  • Είναι μια ομάδα ετερογενών διαταραχών
  • Έχουν νευρολογική βάση
  • Εμπλέκονται σε αυτές και γνωστικές διεργασίες
  • Επηρεάζουν τη μάθηση
  • Επιμένουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής
  • Ενδείξεις υπάρχουν πριν από την έναρξη της τυπικής εκπαίδευσης
  • Συμβαίνουν ανεξάρτητα από περιβαλλοντικά ζητήματα
  • Συνυπάρχουν με άλλες διαταραχές
  • Κυρίως εντοπίζονται διαταραχές σχετικά με τη γλώσσα και την επικοινωνία
  • Μπορεί να εμφανιστούν και σε άτομα με ανώτερο νοητικό δυναμικό
  • Είναι υποκατηγορία ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών και χρήζουν ειδικής εκπαίδευσης
  • Οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες χρήζουν διαφοροποιημένης εκπαιδευτικής υποστήριξης.

Βασικοί τύποι και χαρακτηριστικά Μαθησιακών Δυσκολιών

  1. Δυσλεξία: Η δυσλεξία, σύμφωνα με τους Lyon, Shaywitz & Shaywitz (2003), χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην ακριβή και ευχερή αναγνώριση λέξεων, στην ορθογραφία και στις ικανότητες αποκωδικοποίησης.
  2.  Αναγνωστικές Δυσκολίες: Αναφέρονται κυρίως σε δυσκολίες αποκωδικοποίησης και οδηγούν σε αναγνωστική υποεπίδοση.
  3.  Διαταραχή της γραπτής έκφρασης/ Δυσορθογραφία/ Δυσγραφία: Εμφανίζεται κυρίως με δυσανάγνωστη γραφή, πολλαπλά γραμματικά και ορθογραφικά λάθη, μη τήρηση του κενού ανάμεσα στις λέξεις, δυσκολία σύνθεσης κειμένου κ.α.
  4. Δυσαριθμησία: Αναφέρεται κυρίως σε δυσκολία εκμάθησης μαθηματικών εννοιών (π.χ. αριθμητικές έννοιες, χρονική ακολουθία, επίλυση μαθηματικών προβλημάτων).
  5. Ειδική διαταραχή του λόγου/ Δυσφασία: Στη διαταραχή του λόγου παρατηρείται μια επιβράδυνση της ανάπτυξης του λόγου ενώ δεν υπάρχει κάποια άλλη ανεπάρκεια.
  6. Εξελικτική διαταραχή συντονισμού/ Δυσπραξία: Πρόκειται για διαταραχή στον κινητικό συντονισμό.
  7. Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα: Στην ΔΕΠ-Υ παρατηρείται έντονη υπερδραστηριότητα, παρορμητικότητα, μικρής διάρκειας προσοχή κ.α.

Τα χαρακτηριστικά των Μαθησιακών Δυσκολιών ποικίλλουν από άτομο σε άτομο και συνήθως εκδηλώνονται ως δυσκολίες στην ανάγνωση, την ορθογραφία, τον προφορικό λόγο, την προσοχή/συγκέντρωση, τη μνήμη ή ως ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα ακολουθίας και προβλήματα συντονισμού. Πάρα ταύτα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρατηρώντας ένα παιδί με δυσκολίες στην ανάγνωση, τη γραφή, τα μαθηματικά ή άλλες δραστηριότητες δε μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει Μαθησιακές Δυσκολίες. Για τη διάγνωση των Μαθησιακών Δυσκολιών θα πρέπει να απευθυνόμαστε πάντα σε έναν ειδικό επαγγελματία.

Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» του Οργανισμού «Το Χαμόγελο του Παιδιού», ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.

Προσοχή στην επιλογή των παιχνιδιών

Τα παιχνίδια προσφέρουν στα παιδιά μας αμέτρητη χαρά. Τα ίδια τα παιχνίδια, ωστόσο, μπορούν να αποτελέσουν αιτία σοβαρών ατυχημάτων, εάν δεν προσέχουμε όταν τα επιλέγουμε

Παιχνίδι και Ασφάλεια

Κατά την αγορά παιχνιδιών για τα παιδιά καλό είναι:

  • Να απευθυνόμαστε σε εξειδικευμένα καταστήματα με παιδικά παιχνίδια και είδη.
  • Να ελέγχουμε ότι τα παιχνίδια που αγοράζουμε έχουν στη συσκευασία τους σήμα που διευκρινίζει ότι ο κατασκευαστής τηρεί τους κανόνες ασφαλείας, όπως το CE της Ευρωπαϊκής  Ένωσης.
  • Είναι ιδιαίτερα σημαντικό τα παιδιά να παίζουν με κατάλληλα για την ηλικία τους παιχνίδια. Για το λόγο αυτό πρέπει να προσέχουμε πάντοτε την αναγραφόμενη σε κάθε παιχνίδι ηλικία καταλληλότητας.
  • Προτού αγοράσουμε ένα παιχνίδι, να ελέγχουμε οι ίδιοι την ποιότητά του, ότι είναι σωστά συναρμολογημένο, ότι δε σπάει εύκολα, δεν είναι βαμμένο με τοξικά χρώματα και δεν περιέχει εύφλεκτα υλικά.
  • Τα τοξικά παιχνίδια είναι επιβλαβή για την υγεία των παιδιών. Συνεπώς, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί κατά την αγορά παιχνιδιών όπως οι μαρκαδόροι και οι πλαστελίνες.

Κατάλληλο παιχνίδι για κάθε παιδί σημαίνει:

  • Να είναι συμβατό με την ηλικία, τα ενδιαφέροντα και τις ιδιαίτερες κλίσεις του κάθε παιδιού.
  • Όταν αγοράζουμε κρεμαστά παιχνίδια που προορίζονται για κούνιες, να βεβαιωνόμαστε  για την ασφάλεια του μωρού. Το κορδόνι από το οποίο κρέμονται να μην υπερβαίνει τα 20 εκατοστά.
  • Σε παιδιά κάτω των 3 ετών, δε δίνουμε παιχνίδια που αποτελούνται από μικρά κομμάτια γιατί μπορούν να προκαλέσουν πνιγμό.
  • Αποφεύγουμε, επίσης, την αγορά παιχνιδιών με μακριά μαλλιά ή γούνα για μωρά κάτω του 1 έτους, γιατί και αυτά είναι δυνατόν να προκαλέσουν πνιγμό.
  • Τα set χημείας και τα παιχνίδια που συμπεριλαμβάνουν ηλεκτρικά εξαρτήματα ή εξαρτήματα που θερμαίνονται, θα πρέπει να δίνονται σε παιδιά άνω των 10 ετών και ιδανικά να χρησιμοποιούνται υπό την επίβλεψη ενηλίκων.
  • Να μην στοχεύει στην ενεργοποίηση ή καλλιέργεια άγριων ενστίκτων στο παιδί αλλά να προορίζεται αποκλειστικά για την ψυχαγωγία του και την εποικοδομητική απασχόλησή του.

Προκειμένου τα παιχνίδια να μην αποτελέσουν αιτία ατυχημάτων πρέπει:

  • Να μη δίνουμε ποτέ σε μικρά παιδιά δώρα μέσα σε πλαστικές σακούλες γιατί υπάρχει ο κίνδυνος πρόκλησης ασφυξίας από την χρησιμοποίηση της σακούλας ως παιχνιδιού.
  • Να αποφεύγουμε τα αεροβόλα ως δώρα, διότι μπορούν να προκαλέσουν σοβαρούς τραυματισμούς, ιδιαίτερα στα μάτια. Παρόλα αυτά, εάν τα παιδιά παίζουν με αεροβόλα πρέπει πάντα να φορούν προστατευτικά γυαλιά.

Επίσης, να μην ξεχνάμε:

  • Όταν αγοράζουμε ποδήλατο, skate board, πατίνια ή πατίνι, καλό θα ήταν  να αγοράζουμε κράνος και ό,τι άλλο εξοπλισμό ασφαλείας απαιτείται (επιγονατίδες, καλύμματα για τους καρπούς κλπ.).
  • Επιτυχημένα και χρήσιμα δώρα για τους μικρούς ποδηλάτες είναι το κουδούνι για το ποδήλατο καθώς και η ανακλαστική ζώνη και τα ανακλαστικά για τις ρόδες του.
  • Εξοπλισμός ασφαλείας για αθλήματα είναι χρήσιμο δώρο για τα παιδιά που ασχολούνται με αυτά.
  • Να είμαστε προσεκτικοί με τα αγαπημένα μας παλιά παιχνίδια γιατί δεν είναι πάντοτε κατάλληλα και ασφαλή για τα παιδιά μας (π.χ. παλιά οι μπογιές ήταν συνήθως τοξικές).
  • Να μην παρασυρόμαστε από τις υπερβολικές ή αντίθετες με την ηλικία τους απαιτήσεις των παιδιών μας κατά την αγορά ενός παιχνιδιού γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να βρεθεί στα χέρια του παιδιού ένα παιχνίδι ακατάλληλο για αυτό.

Προσοχή στα παιχνίδια στο σπίτι:

  • Τα παιχνίδια δεν πρέπει να είναι σκορπισμένα στο πάτωμα ή στις σκάλες, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος πρόκλησης ατυχήματος. Καλό θα ήταν να βρίσκονται πάντοτε συγκεντρωμένα σε ένα συγκεκριμένο χώρο έτσι ώστε τα παιδιά να ξέρουν πού μπορούν να τα βρουν.
  • Τα παιδιά κάτω των τριών ετών δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση  στα παιχνίδια των μεγαλύτερων παιδιών, διότι μπορούν να αποβούν επικίνδυνα.
  • Σημαντικό είναι να βεβαιωνόμαστε ότι τα παιχνίδια στο σπίτι είναι στην κατάσταση που πρέπει και ότι δεν υπάρχουν σπασμένα κομμάτια που ενδέχεται να προκαλέσουν ατύχημα.

Κατά κανόνα τα παιχνίδια δίνουν χαρά στα παιδιά. Δυστυχώς, όμως, ένα παιχνίδι είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ατύχημα.
Για να είναι τα παιδιά μας ασφαλή και χαρούμενα, ας διαλέξουμε για αυτά τα κατάλληλα παιχνίδια.

Λίγα λόγια για το Σωματείο «Αντιμετώπιση Παιδικού Τραύματος»

6 Απριλίου 2022

Το Σωματείο «Αντιμετώπιση Παιδικού Τραύματος» είναι μη κερδοσκοπικός Οργανισμός που έχει σκοπό να συμβάλει στην καθοριστική μείωση των Παιδικών Ατυχημάτων και των συνεπειών τους. Στο πλαίσιο του Προγράμματος «Πρόληψη Παιδικών Ατυχημάτων» το Σωματείο πραγματοποιεί παρουσιάσεις σε Νηπιαγωγεία και Δημοτικά σχολεία της Αττικής ενημερώνοντας παιδιά, εκπαιδευτικούς και γονείς για το πώς μπορούν να αναγνωρίζουν τους κινδύνους και πώς να τους αποφεύγουν. Ενημερωτικά φυλλάδια του Σωματείου με συμβουλές πρόληψης για τις διάφορες κατηγορίες ατυχημάτων διανέμονται σε όλη την Ελλάδα. Τις παρουσιάσεις για την Πρόληψη των Παιδικών Ατυχημάτων έχουν παρακολουθήσει 51.568 παιδιά και 3.176 εκπαιδευτικοί και γονείς.
Για πληροφορίες σχετικά με το Πρόγραμμα μπορείτε να επικοινωνήσετε με το Σωματείο στο 210-6741 933 ή στο info@pedtrauma.gr.

ΠΗΓΗ:https://pedtrauma.gr/el/prosoxi-stin-epilogi-paixnidion-el/

Παιδική παντοδυναμία και όρια: Τι σημαίνει βάζω όρια στο παιδί μου;

ΠΗΓΗ: https://www.hamogelo.gr/gr/el/ta-nea-mas/paidiki-pantodinamia-kai-oria-ti-simainei-vazo-oria-sto-paidi-mou/

«10 τρόποι για να κάνετε το παιδί σας να σας υπακούει!», «5 συμβουλές για να βάζετε όρια στο παιδί σας χωρίς φωνές!». Στις μέρες μας ο παγκόσμιος ιστός και τα social media κατακλύζονται από άρθρα, γραμμένα από ειδικούς ή μη, που περιλαμβάνουν συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με το πώς ένας γονέας μπορεί να βάζει όρια στο παιδί του. Πολλά υποσχόμενοι τίτλοι, όπως οι παραπάνω, εύκολα τραβούν την προσοχή «απελπισμένων» γονέων «παντοδύναμων» παιδιών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα όρια είναι απαραίτητα για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική και νοητική ανάπτυξη ενός παιδιού. Η εμπειρία, ωστόσο, δείχνει ότι η προσπάθεια των γονέων να εφαρμόσουν οδηγίες με τη μορφή «συνταγής» είναι συχνά ανεπιτυχής ή οδηγεί σε προσωρινά μόνο αποτελέσματα. Οι ανθρώπινες σχέσεις, χαρακτηρίζονται από μια δυναμική και είναι μάλλον περίπλοκο οι γονείς να προσπαθούν να βάζουν όρια στα παιδιά τους, όταν δεν υπάρχει μια βαθύτερη κατανόηση από πλευράς τους των παραγόντων που συχνά επηρεάζουν τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, αντί τυποποιημένων συμβουλών, επιχειρείται μια περιγραφή τριών σημαντικών παραγόντων που φαίνεται να συνδέονται με τις δυσκολίες στην οριοθέτηση των παιδιών.

Ο πρώτος παράγοντας αφορά στην κατανόηση της έννοιας των ορίων και της χρησιμότητά τους. Τι σημαίνει βάζω όρια; Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια στα παιδιά τους, καθώς ταυτίζουν τη λέξη όρια με τον αυταρχισμό και την υπερβολική αυστηρότητα, πράγμα το οποίο δεν ταιριάζει με την εικόνα που οι ίδιοι θέλουν να έχουν για τον ρόλο τους ως γονείς. Συχνά, μάλιστα, φτάνουν στο άλλο άκρο, να γίνονται δηλαδή υπερβολικά επιτρεπτικοί με τα παιδιά τους. Η έννοια «όρια», όμως, εσφαλμένα συγχέεται με την απαίτηση τυφλής υπακοής σε κανόνες και γενικότερα με την άνιση άσκηση εξουσίας, αν όχι βίας, από την πλευρά των γονέων. Έστω και εάν τέτοιες πρακτικές εφαρμόζονται από ορισμένους γονείς τα αποτελέσματά τους δεν μπορούν παρά να είναι προσωρινά ή επιφανειακά.

Για παράδειγμα, τα παιδιά εξουσιαστικών γονέων εκδηλώνουν συνήθως μια φαινομενική συμμόρφωση στους κανόνες όσο είναι μικρά από φόβο τιμωριών, αλλά συχνά ξεκινούν πολύ «ηχηρές» επαναστάσεις εναντίον τους κατά την εφηβεία και διατηρούν αποστάσεις από αυτούς ακόμα και μετά την ενηλικίωση. Άλλα πάλι, φαίνεται να υιοθετούν πλήρως τον ρόλο του «υπάκουου» παιδιού δίνοντας μια εικόνα ψευτο-ωριμότητας, καταπιέζοντας όμως τις επιθυμίες, τη δημιουργικότητα και τον αυθορμητισμό τους. Από την άλλη πλευρά, οι γονείς που υιοθετούν ένα ιδιαίτερα επιτρεπτικό μοντέλο διαπαιδαγώγησης, που είναι χαοτικοί στα όρια και ασυνεπείς ως προς τους κανόνες που θέτουν, έρχονται συχνά αντιμέτωποι με «τυραννικές» συμπεριφορές από την πλευρά των παιδιών τους. Τα παιδιά αυτά πολλές φορές καταλήγουν να αδιαφορούν για τις ανάγκες των άλλων, λειτουργούν ανεύθυνα, χειριστικά και ενδέχεται να παρουσιάσουν δυσκολίες στην κοινωνικοποίησή τους.

Άρα, τελικά, τι εννοούμε με τη λέξη όρια; Τα όρια είναι ένα σύνολο τεκμηριωμένων, δίκαιων και σταθερών κανόνων που συντελούν ώστε το παιδί να αισθάνεται ασφάλεια και εμπιστοσύνη προς τους ενήλικες που είναι υπεύθυνοι για τη φροντίδα του. Καλό είναι να αποτελούν προϊόν δημοκρατικής και ειλικρινούς συζήτησης με το παιδί και να είναι όσο το δυνατόν πιο ανθεκτικά στις συχνές πιέσεις για παραβίασή τους, χωρίς από την άλλη να γίνονται αναίτια άκαμπτα όταν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν το απαιτούν (π.χ. ηλικία του παιδιού, αλλαγή περιστάσεων):

«…τα σταθερά και λογικά όρια συγκρατούν και προσφέρουν ασφάλεια. Το παιδί δεν σταματά να δοκιμάζει την αντοχή τους, καθώς ο φαινομενικός (συνειδητός) στόχος του είναι να σπάσει τα όρια, ταυτόχρονα, όμως, ο λανθάνων (ασυνείδητος) στόχος του είναι να επιβεβαιώσει ότι είναι ανθεκτικά. Τα όρια που ξεχειλώνουν δεν δείχνουν ευελιξία. Δείχνουν αδυναμία και ασυνέπεια του ενήλικα, πάνω στον οποίο στηρίζεται το παιδί» (Λάγιου – Λιγνού, Αναγνωστάκη  & Ναυρίδη, 2019, σελ.115).

Ένας δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει τις πρακτικές οριοθέτησης εντός της οικογένειας φαίνεται να προέρχεται από το ίδιο το παιδί, τη φύση του αυτή καθαυτή και το αναπτυξιακό στάδιο που διανύει. Το παιδί έρχεται στον κόσμο χωρίς όρια. Ένα βρέφος, στις σχέσεις του με τους άλλους και τον κόσμο διακατέχεται από ένα φυσιολογικό, για την ηλικία, αίσθημα «παντοδυναμίας». Κατά τους πρώτους μήνες της ζωής «είναι υπερβολικό ως προς τις απαιτήσεις του, είναι συχνά άπληστο και αχόρταγο» (Smirnoff, 1992, σελ. 267). Αναζητά την πλήρη αποκλειστικότητα στη σχέση του με τα πρόσωπα φροντίδας, δεν αντέχει να περιμένει και βιώνει ακόμα και αισθήματα απόγνωσης όταν οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται πλήρως και άμεσα στις ανάγκες του (π.χ. πείνα, πόνο). Τα πρόσωπα φροντίδας, σε αυτή την πρώιμη φάση, καλούνται να ανταποκριθούν επαρκώς στις ανάγκες του χωρίς να θέτουν αυστηρά όρια και περιορισμούς, βάζοντας σε μεγάλο βαθμό στην άκρη τις ατομικές τους ανάγκες (π.χ. ξεκούρασης, ελεύθερου χρόνου). Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα προβλέψιμο, ασφαλές και χωρίς δυσβάσταχτες ματαιώσεις περιβάλλον για το βρέφος. Υπό μία έννοια λοιπόν, ενισχύουν αυτή την αίσθηση παντοδυναμίας του βρέφους, ότι δηλαδή, όλες του οι ανάγκες ικανοποιούνται αυτόματα χωρίς να χρειάζεται καν να τις εκφράσει, καθώς ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας δεν είναι ακόμα σε θέση να αντέξει τις μικροματαιώσεις που η επαφή με τον κόσμο αναπόφευκτα επιφέρει (π.χ. ότι η μητέρα του δεν το παίρνει πάντα αμέσως αγκαλιά όταν κλαίει, ότι το φαγητό του μπορεί να μην είναι έτοιμο όταν πεινάει).

Σταδιακά, όσο το παιδί μεγαλώνει, αναπτύσσεται η ικανότητά του να αντέχει περισσότερο τις αντιξοότητες και να εκλαμβάνει τα στενά πρόσωπα φροντίδας ως κάτι ξεχωριστό από το ίδιο, ως πρόσωπα, δηλαδή, που έχουν διαφορετικές σκέψεις και ανάγκες από το ίδιο. Για το παιδί, η ικανότητα αυτή σηματοδοτεί τη βαθμιαία άρση των ψευδαισθήσεων, με άλλα λόγια, την άρση της πεποίθησης ότι όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω από το ίδιο και λειτουργούν υπό τον παντοδύναμό έλεγχό του. Καθώς, λοιπόν, το παιδί μεγαλώνει, γίνεται ολοένα και περισσότερο ικανό να ανοιχτεί στον πραγματικό κόσμο, προσαρμοζόμενο στα όρια που οι σχέσεις με τους άλλους και η συλλογικότητα προϋποθέτουν.

Σε αυτή τη διαδικασία, ο ρόλος των γονέων είναι καίριας σημασίας, καθώς με τους σταδιακούς και σωστής «δοσολογίας» περιορισμούς που θέτουν στη ζωή του παιδιού (π.χ. ο αποθηλασμός, η διακοπή της πάνας, η αυτονόμηση στο ντύσιμο) το βοηθούν να βγει από τη θέση «παντοδυναμίας» και να αποκτήσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα αναφορικά με τη θέση του στον κόσμο. Το παιδί κατανοεί ότι οι ενήλικες περιμένουν πράγματα από το ίδιο, ότι υπάρχουν κανόνες για όλους ώστε να επιτυγχάνεται η συνύπαρξη των ανθρώπων. Μετέπειτα, στη διαδικασία αυτή εισάγονται και άλλα πρόσωπα (π.χ. συγγενείς, παιδαγωγοί, δάσκαλοι) που βοηθούν το παιδί να κατανοήσει ότι τα όρια εκτείνονται και πέρα από την στενή οικογενειακή ζωή.

Όσο πιο πρόθυμοι φανούν οι ενήλικες να αναλάβουν τις ευθύνες τους αναφορικά με την οριοθέτηση του παιδιού τους, όσο περισσότερο αντέξουν να λένε τα απαραίτητα και αιτιολογημένα «όχι» χωρίς να υπαναχωρούν με την παραμικρή πίεση από την πλευρά του παιδιού, τόσο περισσότερο θα δίνουν ευκαιρίες στο παιδί τους για να ωριμάσει. Θα το βοηθούν να γίνει πιο ανθεκτικό στις όποιες αντιξοότητες συναντήσει στη ζωή του, να αναπτύξει δημιουργικούς τρόπους να ξεπερνά τα εμπόδια και να μην τα παρατά όταν τα πράγματα δεν θα γίνονται όπως ακριβώς το ίδιο θα ήθελε.

«…στην αρχή ίσως να μην εκτιμήσετε την ιδέα να ενσαρκώσετε αυτό το «όχι», αλλά ίσως το αποδεχτείτε με μεγαλύτερη προθυμία όταν θα σας έχω υπενθυμίσει ότι στα μικρά παιδιά αρέσει να τους λέμε «όχι». Δεν τους αρέσει να παίζουν συνέχεια με μαλακά παιχνίδια, εκτιμούν ακόμα και τις πέτρες και τα μπαστούνια, τα σκληρά δάπεδα, και τους αρέσει εξίσου να τα βάζουν στη θέση τους όσο και να τους κάνουν χάδια» (Winnicott, 1960, σελ. 67).

Κλείνοντας, ο τρίτος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει το έργο της οριοθέτησης αφορά στην προσωπικότητα και στα βιώματα των ίδιων των ενηλίκων. Συχνά οι γονείς συγχέουν τα όρια με την αγάπη, φοβούμενοι ότι τα παιδιά τους θα εκλάβουν την άρνησή τους ως μη ανταπόκριση προς τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Άλλοι πάλι, ταυτιζόμενοι συχνά με δικά τους παιδικά κατάλοιπα, εξισώνουν κάθε «όχι» με το αίσθημα καταπίεσης που πιθανά οι ίδιοι να αισθάνονταν όταν ήταν παιδιά. Υπάρχουν, επίσης, γονείς που νιώθουν ενοχές όταν αρνούνται κάτι στο παιδί τους λόγω κάποιας περίπλοκης κατάστασης που μπορεί να βιώνει η οικογένεια (π.χ. διαζύγιο, χρόνια ασθένεια, απουσία για από το σπίτι λόγω εργασίας) και προσπαθούν να «διορθώσουν» την κατάσταση υπαναχωρώντας ακόμα και στις πιο παράλογες απαιτήσεις του παιδιού τους. Επιπρόσθετα, κάποιοι γονείς δυσκολεύονται να μείνουν σταθεροί στα όρια που έχουν βάλει λόγω της κούρασης, της μεταξύ τους ασυνεννοησίας ως προς το τι θα επιτρέπουν και τι όχι στο παιδί ή ακόμα λόγω της έλλειψης χρόνου.

Είναι δύσκολο να βάλει ένας γονέας όρια με αποτελεσματικό τρόπο όταν δεν έχει πρώτα κατασταλάξει ως προς το τι αποδέχεται και τι δεν αποδέχεται από το παιδί του και υπό ποιες συνθήκες (π.χ. τι ισχύει στο σπίτι, τι ισχύει σε άλλα πλαίσια). Όπως, τονίζει ο Gordon (2016), «είναι προτιμότερο για τους γονείς να συνειδητοποιούν πότε δεν αποδέχονται κάτι, και να μην υποκρίνονται ότι το αποδέχονται» (σελ. 40). Από την άλλη, πολλές φορές οι γονείς δεν έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους ποιες από τις «μη αποδεκτές» συμπεριφορές του παιδιού τους χρήζουν όντως οριοθέτησης και ποιες είναι αποτέλεσμα της δικής του μικρής αντοχής προς συμπεριφορές που θεωρούνται φυσιολογικές ανά ηλικιακό στάδιο (π.χ. ανάγκη παιδιού να λερωθεί, να τρέξει, να φωνάξει, να εναντιωθεί). Συχνά, πρόκειται για γονείς που δυσκολεύονται να αποχωριστούν συναισθηματικά τα παιδιά τους υπό την έννοια ότι δεν δέχονται την αυτονόμηση και διαφοροποίησή τους. Θέλουν να τα ελέγχουν και έτσι, γίνονται ιδιαίτερα επικριτικοί και αυστηροί προς οτιδήποτε παρεκκλίνει από τις προσδοκίες τους, εντείνοντας με τον τρόπο αυτό ακόμα περισσότερο την ανυπακοή των παιδιών τους.

Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι τα όρια δεν έχουν στόχο να δημιουργούμε «υπάκουα» παιδιά. Είναι θεμελιώδες για μια ουσιαστική αφομοίωση των ορίων από τα παιδιά, οι ενήλικες να έχουν μια βαθύτερη κατανόηση της χρησιμότητάς τους, αλλά και των ψυχοσυναισθηματικών καταστάσεων που ενδέχεται να επηρεάζουν τους ίδιους, αλλά και τα παιδιά, ως προς τον τρόπο που τα αποδέχονται ή μη.

Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.

Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ελληνόγλωσσες:
Λάγιου – Λιγνού Έ., Αναγνωστάκη Λ. & Ναυρίδη Ά. (2019) . Ψυχαναλυτικές παρεμβάσεις με μικρά παιδιά στην οικογένεια και στην τάξη. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός.
Gordon, T. (2016). Τα μυστικά του αποτελεσματικού γονέα. Αθήνα: Μάρτης.

Ξενόγλωσσες:
Smirnoff, V.  (1992). La psychanalyse de l’enfant. Paris: Presses Universitaires de France.
Winnicott, D., W. (1995). Conseils aux parents. Paris: Payot & Rivages.

«10 τρόποι για να κάνετε το παιδί σας να σας υπακούει!», «5 συμβουλές για να βάζετε όρια στο παιδί σας χωρίς φωνές!». Στις μέρες μας ο παγκόσμιος ιστός και τα social media κατακλύζονται από άρθρα, γραμμένα από ειδικούς ή μη, που περιλαμβάνουν συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με το πώς ένας γονέας μπορεί να βάζει όρια στο παιδί του. Πολλά υποσχόμενοι τίτλοι, όπως οι παραπάνω, εύκολα τραβούν την προσοχή «απελπισμένων» γονέων «παντοδύναμων» παιδιών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα όρια είναι απαραίτητα για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική και νοητική ανάπτυξη ενός παιδιού. Η εμπειρία, ωστόσο, δείχνει ότι η προσπάθεια των γονέων να εφαρμόσουν οδηγίες με τη μορφή «συνταγής» είναι συχνά ανεπιτυχής ή οδηγεί σε προσωρινά μόνο αποτελέσματα. Οι ανθρώπινες σχέσεις, χαρακτηρίζονται από μια δυναμική και είναι μάλλον περίπλοκο οι γονείς να προσπαθούν να βάζουν όρια στα παιδιά τους, όταν δεν υπάρχει μια βαθύτερη κατανόηση από πλευράς τους των παραγόντων που συχνά επηρεάζουν τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, αντί τυποποιημένων συμβουλών, επιχειρείται μια περιγραφή τριών σημαντικών παραγόντων που φαίνεται να συνδέονται με τις δυσκολίες στην οριοθέτηση των παιδιών.

Ο πρώτος παράγοντας αφορά στην κατανόηση της έννοιας των ορίων και της χρησιμότητά τους. Τι σημαίνει βάζω όρια; Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια στα παιδιά τους, καθώς ταυτίζουν τη λέξη όρια με τον αυταρχισμό και την υπερβολική αυστηρότητα, πράγμα το οποίο δεν ταιριάζει με την εικόνα που οι ίδιοι θέλουν να έχουν για τον ρόλο τους ως γονείς. Συχνά, μάλιστα, φτάνουν στο άλλο άκρο, να γίνονται δηλαδή υπερβολικά επιτρεπτικοί με τα παιδιά τους. Η έννοια «όρια», όμως, εσφαλμένα συγχέεται με την απαίτηση τυφλής υπακοής σε κανόνες και γενικότερα με την άνιση άσκηση εξουσίας, αν όχι βίας, από την πλευρά των γονέων. Έστω και εάν τέτοιες πρακτικές εφαρμόζονται από ορισμένους γονείς τα αποτελέσματά τους δεν μπορούν παρά να είναι προσωρινά ή επιφανειακά.

Για παράδειγμα, τα παιδιά εξουσιαστικών γονέων εκδηλώνουν συνήθως μια φαινομενική συμμόρφωση στους κανόνες όσο είναι μικρά από φόβο τιμωριών, αλλά συχνά ξεκινούν πολύ «ηχηρές» επαναστάσεις εναντίον τους κατά την εφηβεία και διατηρούν αποστάσεις από αυτούς ακόμα και μετά την ενηλικίωση. Άλλα πάλι, φαίνεται να υιοθετούν πλήρως τον ρόλο του «υπάκουου» παιδιού δίνοντας μια εικόνα ψευτο-ωριμότητας, καταπιέζοντας όμως τις επιθυμίες, τη δημιουργικότητα και τον αυθορμητισμό τους. Από την άλλη πλευρά, οι γονείς που υιοθετούν ένα ιδιαίτερα επιτρεπτικό μοντέλο διαπαιδαγώγησης, που είναι χαοτικοί στα όρια και ασυνεπείς ως προς τους κανόνες που θέτουν, έρχονται συχνά αντιμέτωποι με «τυραννικές» συμπεριφορές από την πλευρά των παιδιών τους. Τα παιδιά αυτά πολλές φορές καταλήγουν να αδιαφορούν για τις ανάγκες των άλλων, λειτουργούν ανεύθυνα, χειριστικά και ενδέχεται να παρουσιάσουν δυσκολίες στην κοινωνικοποίησή τους.

Άρα, τελικά, τι εννοούμε με τη λέξη όρια; Τα όρια είναι ένα σύνολο τεκμηριωμένων, δίκαιων και σταθερών κανόνων που συντελούν ώστε το παιδί να αισθάνεται ασφάλεια και εμπιστοσύνη προς τους ενήλικες που είναι υπεύθυνοι για τη φροντίδα του. Καλό είναι να αποτελούν προϊόν δημοκρατικής και ειλικρινούς συζήτησης με το παιδί και να είναι όσο το δυνατόν πιο ανθεκτικά στις συχνές πιέσεις για παραβίασή τους, χωρίς από την άλλη να γίνονται αναίτια άκαμπτα όταν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν το απαιτούν (π.χ. ηλικία του παιδιού, αλλαγή περιστάσεων):

«…τα σταθερά και λογικά όρια συγκρατούν και προσφέρουν ασφάλεια. Το παιδί δεν σταματά να δοκιμάζει την αντοχή τους, καθώς ο φαινομενικός (συνειδητός) στόχος του είναι να σπάσει τα όρια, ταυτόχρονα, όμως, ο λανθάνων (ασυνείδητος) στόχος του είναι να επιβεβαιώσει ότι είναι ανθεκτικά. Τα όρια που ξεχειλώνουν δεν δείχνουν ευελιξία. Δείχνουν αδυναμία και ασυνέπεια του ενήλικα, πάνω στον οποίο στηρίζεται το παιδί» (Λάγιου – Λιγνού, Αναγνωστάκη  & Ναυρίδη, 2019, σελ.115).

Ένας δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει τις πρακτικές οριοθέτησης εντός της οικογένειας φαίνεται να προέρχεται από το ίδιο το παιδί, τη φύση του αυτή καθαυτή και το αναπτυξιακό στάδιο που διανύει. Το παιδί έρχεται στον κόσμο χωρίς όρια. Ένα βρέφος, στις σχέσεις του με τους άλλους και τον κόσμο διακατέχεται από ένα φυσιολογικό, για την ηλικία, αίσθημα «παντοδυναμίας». Κατά τους πρώτους μήνες της ζωής «είναι υπερβολικό ως προς τις απαιτήσεις του, είναι συχνά άπληστο και αχόρταγο» (Smirnoff, 1992, σελ. 267). Αναζητά την πλήρη αποκλειστικότητα στη σχέση του με τα πρόσωπα φροντίδας, δεν αντέχει να περιμένει και βιώνει ακόμα και αισθήματα απόγνωσης όταν οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται πλήρως και άμεσα στις ανάγκες του (π.χ. πείνα, πόνο). Τα πρόσωπα φροντίδας, σε αυτή την πρώιμη φάση, καλούνται να ανταποκριθούν επαρκώς στις ανάγκες του χωρίς να θέτουν αυστηρά όρια και περιορισμούς, βάζοντας σε μεγάλο βαθμό στην άκρη τις ατομικές τους ανάγκες (π.χ. ξεκούρασης, ελεύθερου χρόνου). Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα προβλέψιμο, ασφαλές και χωρίς δυσβάσταχτες ματαιώσεις περιβάλλον για το βρέφος. Υπό μία έννοια λοιπόν, ενισχύουν αυτή την αίσθηση παντοδυναμίας του βρέφους, ότι δηλαδή, όλες του οι ανάγκες ικανοποιούνται αυτόματα χωρίς να χρειάζεται καν να τις εκφράσει, καθώς ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας δεν είναι ακόμα σε θέση να αντέξει τις μικροματαιώσεις που η επαφή με τον κόσμο αναπόφευκτα επιφέρει (π.χ. ότι η μητέρα του δεν το παίρνει πάντα αμέσως αγκαλιά όταν κλαίει, ότι το φαγητό του μπορεί να μην είναι έτοιμο όταν πεινάει).

Σταδιακά, όσο το παιδί μεγαλώνει, αναπτύσσεται η ικανότητά του να αντέχει περισσότερο τις αντιξοότητες και να εκλαμβάνει τα στενά πρόσωπα φροντίδας ως κάτι ξεχωριστό από το ίδιο, ως πρόσωπα, δηλαδή, που έχουν διαφορετικές σκέψεις και ανάγκες από το ίδιο. Για το παιδί, η ικανότητα αυτή σηματοδοτεί τη βαθμιαία άρση των ψευδαισθήσεων, με άλλα λόγια, την άρση της πεποίθησης ότι όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω από το ίδιο και λειτουργούν υπό τον παντοδύναμό έλεγχό του. Καθώς, λοιπόν, το παιδί μεγαλώνει, γίνεται ολοένα και περισσότερο ικανό να ανοιχτεί στον πραγματικό κόσμο, προσαρμοζόμενο στα όρια που οι σχέσεις με τους άλλους και η συλλογικότητα προϋποθέτουν.

Σε αυτή τη διαδικασία, ο ρόλος των γονέων είναι καίριας σημασίας, καθώς με τους σταδιακούς και σωστής «δοσολογίας» περιορισμούς που θέτουν στη ζωή του παιδιού (π.χ. ο αποθηλασμός, η διακοπή της πάνας, η αυτονόμηση στο ντύσιμο) το βοηθούν να βγει από τη θέση «παντοδυναμίας» και να αποκτήσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα αναφορικά με τη θέση του στον κόσμο. Το παιδί κατανοεί ότι οι ενήλικες περιμένουν πράγματα από το ίδιο, ότι υπάρχουν κανόνες για όλους ώστε να επιτυγχάνεται η συνύπαρξη των ανθρώπων. Μετέπειτα, στη διαδικασία αυτή εισάγονται και άλλα πρόσωπα (π.χ. συγγενείς, παιδαγωγοί, δάσκαλοι) που βοηθούν το παιδί να κατανοήσει ότι τα όρια εκτείνονται και πέρα από την στενή οικογενειακή ζωή.

Όσο πιο πρόθυμοι φανούν οι ενήλικες να αναλάβουν τις ευθύνες τους αναφορικά με την οριοθέτηση του παιδιού τους, όσο περισσότερο αντέξουν να λένε τα απαραίτητα και αιτιολογημένα «όχι» χωρίς να υπαναχωρούν με την παραμικρή πίεση από την πλευρά του παιδιού, τόσο περισσότερο θα δίνουν ευκαιρίες στο παιδί τους για να ωριμάσει. Θα το βοηθούν να γίνει πιο ανθεκτικό στις όποιες αντιξοότητες συναντήσει στη ζωή του, να αναπτύξει δημιουργικούς τρόπους να ξεπερνά τα εμπόδια και να μην τα παρατά όταν τα πράγματα δεν θα γίνονται όπως ακριβώς το ίδιο θα ήθελε.

«…στην αρχή ίσως να μην εκτιμήσετε την ιδέα να ενσαρκώσετε αυτό το «όχι», αλλά ίσως το αποδεχτείτε με μεγαλύτερη προθυμία όταν θα σας έχω υπενθυμίσει ότι στα μικρά παιδιά αρέσει να τους λέμε «όχι». Δεν τους αρέσει να παίζουν συνέχεια με μαλακά παιχνίδια, εκτιμούν ακόμα και τις πέτρες και τα μπαστούνια, τα σκληρά δάπεδα, και τους αρέσει εξίσου να τα βάζουν στη θέση τους όσο και να τους κάνουν χάδια» (Winnicott, 1960, σελ. 67).

Κλείνοντας, ο τρίτος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει το έργο της οριοθέτησης αφορά στην προσωπικότητα και στα βιώματα των ίδιων των ενηλίκων. Συχνά οι γονείς συγχέουν τα όρια με την αγάπη, φοβούμενοι ότι τα παιδιά τους θα εκλάβουν την άρνησή τους ως μη ανταπόκριση προς τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Άλλοι πάλι, ταυτιζόμενοι συχνά με δικά τους παιδικά κατάλοιπα, εξισώνουν κάθε «όχι» με το αίσθημα καταπίεσης που πιθανά οι ίδιοι να αισθάνονταν όταν ήταν παιδιά. Υπάρχουν, επίσης, γονείς που νιώθουν ενοχές όταν αρνούνται κάτι στο παιδί τους λόγω κάποιας περίπλοκης κατάστασης που μπορεί να βιώνει η οικογένεια (π.χ. διαζύγιο, χρόνια ασθένεια, απουσία για από το σπίτι λόγω εργασίας) και προσπαθούν να «διορθώσουν» την κατάσταση υπαναχωρώντας ακόμα και στις πιο παράλογες απαιτήσεις του παιδιού τους. Επιπρόσθετα, κάποιοι γονείς δυσκολεύονται να μείνουν σταθεροί στα όρια που έχουν βάλει λόγω της κούρασης, της μεταξύ τους ασυνεννοησίας ως προς το τι θα επιτρέπουν και τι όχι στο παιδί ή ακόμα λόγω της έλλειψης χρόνου.

Είναι δύσκολο να βάλει ένας γονέας όρια με αποτελεσματικό τρόπο όταν δεν έχει πρώτα κατασταλάξει ως προς το τι αποδέχεται και τι δεν αποδέχεται από το παιδί του και υπό ποιες συνθήκες (π.χ. τι ισχύει στο σπίτι, τι ισχύει σε άλλα πλαίσια). Όπως, τονίζει ο Gordon (2016), «είναι προτιμότερο για τους γονείς να συνειδητοποιούν πότε δεν αποδέχονται κάτι, και να μην υποκρίνονται ότι το αποδέχονται» (σελ. 40). Από την άλλη, πολλές φορές οι γονείς δεν έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους ποιες από τις «μη αποδεκτές» συμπεριφορές του παιδιού τους χρήζουν όντως οριοθέτησης και ποιες είναι αποτέλεσμα της δικής του μικρής αντοχής προς συμπεριφορές που θεωρούνται φυσιολογικές ανά ηλικιακό στάδιο (π.χ. ανάγκη παιδιού να λερωθεί, να τρέξει, να φωνάξει, να εναντιωθεί). Συχνά, πρόκειται για γονείς που δυσκολεύονται να αποχωριστούν συναισθηματικά τα παιδιά τους υπό την έννοια ότι δεν δέχονται την αυτονόμηση και διαφοροποίησή τους. Θέλουν να τα ελέγχουν και έτσι, γίνονται ιδιαίτερα επικριτικοί και αυστηροί προς οτιδήποτε παρεκκλίνει από τις προσδοκίες τους, εντείνοντας με τον τρόπο αυτό ακόμα περισσότερο την ανυπακοή των παιδιών τους.

Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι τα όρια δεν έχουν στόχο να δημιουργούμε «υπάκουα» παιδιά. Είναι θεμελιώδες για μια ουσιαστική αφομοίωση των ορίων από τα παιδιά, οι ενήλικες να έχουν μια βαθύτερη κατανόηση της χρησιμότητάς τους, αλλά και των ψυχοσυναισθηματικών καταστάσεων που ενδέχεται να επηρεάζουν τους ίδιους, αλλά και τα παιδιά, ως προς τον τρόπο που τα αποδέχονται ή μη.

Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.

Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ελληνόγλωσσες:
Λάγιου – Λιγνού Έ., Αναγνωστάκη Λ. & Ναυρίδη Ά. (2019) . Ψυχαναλυτικές παρεμβάσεις με μικρά παιδιά στην οικογένεια και στην τάξη. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός.
Gordon, T. (2016). Τα μυστικά του αποτελεσματικού γονέα. Αθήνα: Μάρτης.

Ξενόγλωσσες:
Smirnoff, V.  (1992). La psychanalyse de l’enfant. Paris: Presses Universitaires de France.
Winnicott, D., W. (1995). Conseils aux parents. Paris: Payot & Rivages.

«10 τρόποι για να κάνετε το παιδί σας να σας υπακούει!», «5 συμβουλές για να βάζετε όρια στο παιδί σας χωρίς φωνές!». Στις μέρες μας ο παγκόσμιος ιστός και τα social media κατακλύζονται από άρθρα, γραμμένα από ειδικούς ή μη, που περιλαμβάνουν συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με το πώς ένας γονέας μπορεί να βάζει όρια στο παιδί του. Πολλά υποσχόμενοι τίτλοι, όπως οι παραπάνω, εύκολα τραβούν την προσοχή «απελπισμένων» γονέων «παντοδύναμων» παιδιών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα όρια είναι απαραίτητα για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική και νοητική ανάπτυξη ενός παιδιού. Η εμπειρία, ωστόσο, δείχνει ότι η προσπάθεια των γονέων να εφαρμόσουν οδηγίες με τη μορφή «συνταγής» είναι συχνά ανεπιτυχής ή οδηγεί σε προσωρινά μόνο αποτελέσματα. Οι ανθρώπινες σχέσεις, χαρακτηρίζονται από μια δυναμική και είναι μάλλον περίπλοκο οι γονείς να προσπαθούν να βάζουν όρια στα παιδιά τους, όταν δεν υπάρχει μια βαθύτερη κατανόηση από πλευράς τους των παραγόντων που συχνά επηρεάζουν τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, αντί τυποποιημένων συμβουλών, επιχειρείται μια περιγραφή τριών σημαντικών παραγόντων που φαίνεται να συνδέονται με τις δυσκολίες στην οριοθέτηση των παιδιών.

Ο πρώτος παράγοντας αφορά στην κατανόηση της έννοιας των ορίων και της χρησιμότητά τους. Τι σημαίνει βάζω όρια; Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια στα παιδιά τους, καθώς ταυτίζουν τη λέξη όρια με τον αυταρχισμό και την υπερβολική αυστηρότητα, πράγμα το οποίο δεν ταιριάζει με την εικόνα που οι ίδιοι θέλουν να έχουν για τον ρόλο τους ως γονείς. Συχνά, μάλιστα, φτάνουν στο άλλο άκρο, να γίνονται δηλαδή υπερβολικά επιτρεπτικοί με τα παιδιά τους. Η έννοια «όρια», όμως, εσφαλμένα συγχέεται με την απαίτηση τυφλής υπακοής σε κανόνες και γενικότερα με την άνιση άσκηση εξουσίας, αν όχι βίας, από την πλευρά των γονέων. Έστω και εάν τέτοιες πρακτικές εφαρμόζονται από ορισμένους γονείς τα αποτελέσματά τους δεν μπορούν παρά να είναι προσωρινά ή επιφανειακά.

Για παράδειγμα, τα παιδιά εξουσιαστικών γονέων εκδηλώνουν συνήθως μια φαινομενική συμμόρφωση στους κανόνες όσο είναι μικρά από φόβο τιμωριών, αλλά συχνά ξεκινούν πολύ «ηχηρές» επαναστάσεις εναντίον τους κατά την εφηβεία και διατηρούν αποστάσεις από αυτούς ακόμα και μετά την ενηλικίωση. Άλλα πάλι, φαίνεται να υιοθετούν πλήρως τον ρόλο του «υπάκουου» παιδιού δίνοντας μια εικόνα ψευτο-ωριμότητας, καταπιέζοντας όμως τις επιθυμίες, τη δημιουργικότητα και τον αυθορμητισμό τους. Από την άλλη πλευρά, οι γονείς που υιοθετούν ένα ιδιαίτερα επιτρεπτικό μοντέλο διαπαιδαγώγησης, που είναι χαοτικοί στα όρια και ασυνεπείς ως προς τους κανόνες που θέτουν, έρχονται συχνά αντιμέτωποι με «τυραννικές» συμπεριφορές από την πλευρά των παιδιών τους. Τα παιδιά αυτά πολλές φορές καταλήγουν να αδιαφορούν για τις ανάγκες των άλλων, λειτουργούν ανεύθυνα, χειριστικά και ενδέχεται να παρουσιάσουν δυσκολίες στην κοινωνικοποίησή τους.

Άρα, τελικά, τι εννοούμε με τη λέξη όρια; Τα όρια είναι ένα σύνολο τεκμηριωμένων, δίκαιων και σταθερών κανόνων που συντελούν ώστε το παιδί να αισθάνεται ασφάλεια και εμπιστοσύνη προς τους ενήλικες που είναι υπεύθυνοι για τη φροντίδα του. Καλό είναι να αποτελούν προϊόν δημοκρατικής και ειλικρινούς συζήτησης με το παιδί και να είναι όσο το δυνατόν πιο ανθεκτικά στις συχνές πιέσεις για παραβίασή τους, χωρίς από την άλλη να γίνονται αναίτια άκαμπτα όταν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν το απαιτούν (π.χ. ηλικία του παιδιού, αλλαγή περιστάσεων):

«…τα σταθερά και λογικά όρια συγκρατούν και προσφέρουν ασφάλεια. Το παιδί δεν σταματά να δοκιμάζει την αντοχή τους, καθώς ο φαινομενικός (συνειδητός) στόχος του είναι να σπάσει τα όρια, ταυτόχρονα, όμως, ο λανθάνων (ασυνείδητος) στόχος του είναι να επιβεβαιώσει ότι είναι ανθεκτικά. Τα όρια που ξεχειλώνουν δεν δείχνουν ευελιξία. Δείχνουν αδυναμία και ασυνέπεια του ενήλικα, πάνω στον οποίο στηρίζεται το παιδί» (Λάγιου – Λιγνού, Αναγνωστάκη  & Ναυρίδη, 2019, σελ.115).

Ένας δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει τις πρακτικές οριοθέτησης εντός της οικογένειας φαίνεται να προέρχεται από το ίδιο το παιδί, τη φύση του αυτή καθαυτή και το αναπτυξιακό στάδιο που διανύει. Το παιδί έρχεται στον κόσμο χωρίς όρια. Ένα βρέφος, στις σχέσεις του με τους άλλους και τον κόσμο διακατέχεται από ένα φυσιολογικό, για την ηλικία, αίσθημα «παντοδυναμίας». Κατά τους πρώτους μήνες της ζωής «είναι υπερβολικό ως προς τις απαιτήσεις του, είναι συχνά άπληστο και αχόρταγο» (Smirnoff, 1992, σελ. 267). Αναζητά την πλήρη αποκλειστικότητα στη σχέση του με τα πρόσωπα φροντίδας, δεν αντέχει να περιμένει και βιώνει ακόμα και αισθήματα απόγνωσης όταν οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται πλήρως και άμεσα στις ανάγκες του (π.χ. πείνα, πόνο). Τα πρόσωπα φροντίδας, σε αυτή την πρώιμη φάση, καλούνται να ανταποκριθούν επαρκώς στις ανάγκες του χωρίς να θέτουν αυστηρά όρια και περιορισμούς, βάζοντας σε μεγάλο βαθμό στην άκρη τις ατομικές τους ανάγκες (π.χ. ξεκούρασης, ελεύθερου χρόνου). Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα προβλέψιμο, ασφαλές και χωρίς δυσβάσταχτες ματαιώσεις περιβάλλον για το βρέφος. Υπό μία έννοια λοιπόν, ενισχύουν αυτή την αίσθηση παντοδυναμίας του βρέφους, ότι δηλαδή, όλες του οι ανάγκες ικανοποιούνται αυτόματα χωρίς να χρειάζεται καν να τις εκφράσει, καθώς ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας δεν είναι ακόμα σε θέση να αντέξει τις μικροματαιώσεις που η επαφή με τον κόσμο αναπόφευκτα επιφέρει (π.χ. ότι η μητέρα του δεν το παίρνει πάντα αμέσως αγκαλιά όταν κλαίει, ότι το φαγητό του μπορεί να μην είναι έτοιμο όταν πεινάει).

Σταδιακά, όσο το παιδί μεγαλώνει, αναπτύσσεται η ικανότητά του να αντέχει περισσότερο τις αντιξοότητες και να εκλαμβάνει τα στενά πρόσωπα φροντίδας ως κάτι ξεχωριστό από το ίδιο, ως πρόσωπα, δηλαδή, που έχουν διαφορετικές σκέψεις και ανάγκες από το ίδιο. Για το παιδί, η ικανότητα αυτή σηματοδοτεί τη βαθμιαία άρση των ψευδαισθήσεων, με άλλα λόγια, την άρση της πεποίθησης ότι όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω από το ίδιο και λειτουργούν υπό τον παντοδύναμό έλεγχό του. Καθώς, λοιπόν, το παιδί μεγαλώνει, γίνεται ολοένα και περισσότερο ικανό να ανοιχτεί στον πραγματικό κόσμο, προσαρμοζόμενο στα όρια που οι σχέσεις με τους άλλους και η συλλογικότητα προϋποθέτουν.

Σε αυτή τη διαδικασία, ο ρόλος των γονέων είναι καίριας σημασίας, καθώς με τους σταδιακούς και σωστής «δοσολογίας» περιορισμούς που θέτουν στη ζωή του παιδιού (π.χ. ο αποθηλασμός, η διακοπή της πάνας, η αυτονόμηση στο ντύσιμο) το βοηθούν να βγει από τη θέση «παντοδυναμίας» και να αποκτήσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα αναφορικά με τη θέση του στον κόσμο. Το παιδί κατανοεί ότι οι ενήλικες περιμένουν πράγματα από το ίδιο, ότι υπάρχουν κανόνες για όλους ώστε να επιτυγχάνεται η συνύπαρξη των ανθρώπων. Μετέπειτα, στη διαδικασία αυτή εισάγονται και άλλα πρόσωπα (π.χ. συγγενείς, παιδαγωγοί, δάσκαλοι) που βοηθούν το παιδί να κατανοήσει ότι τα όρια εκτείνονται και πέρα από την στενή οικογενειακή ζωή.

Όσο πιο πρόθυμοι φανούν οι ενήλικες να αναλάβουν τις ευθύνες τους αναφορικά με την οριοθέτηση του παιδιού τους, όσο περισσότερο αντέξουν να λένε τα απαραίτητα και αιτιολογημένα «όχι» χωρίς να υπαναχωρούν με την παραμικρή πίεση από την πλευρά του παιδιού, τόσο περισσότερο θα δίνουν ευκαιρίες στο παιδί τους για να ωριμάσει. Θα το βοηθούν να γίνει πιο ανθεκτικό στις όποιες αντιξοότητες συναντήσει στη ζωή του, να αναπτύξει δημιουργικούς τρόπους να ξεπερνά τα εμπόδια και να μην τα παρατά όταν τα πράγματα δεν θα γίνονται όπως ακριβώς το ίδιο θα ήθελε.

«…στην αρχή ίσως να μην εκτιμήσετε την ιδέα να ενσαρκώσετε αυτό το «όχι», αλλά ίσως το αποδεχτείτε με μεγαλύτερη προθυμία όταν θα σας έχω υπενθυμίσει ότι στα μικρά παιδιά αρέσει να τους λέμε «όχι». Δεν τους αρέσει να παίζουν συνέχεια με μαλακά παιχνίδια, εκτιμούν ακόμα και τις πέτρες και τα μπαστούνια, τα σκληρά δάπεδα, και τους αρέσει εξίσου να τα βάζουν στη θέση τους όσο και να τους κάνουν χάδια» (Winnicott, 1960, σελ. 67).

Κλείνοντας, ο τρίτος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει το έργο της οριοθέτησης αφορά στην προσωπικότητα και στα βιώματα των ίδιων των ενηλίκων. Συχνά οι γονείς συγχέουν τα όρια με την αγάπη, φοβούμενοι ότι τα παιδιά τους θα εκλάβουν την άρνησή τους ως μη ανταπόκριση προς τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Άλλοι πάλι, ταυτιζόμενοι συχνά με δικά τους παιδικά κατάλοιπα, εξισώνουν κάθε «όχι» με το αίσθημα καταπίεσης που πιθανά οι ίδιοι να αισθάνονταν όταν ήταν παιδιά. Υπάρχουν, επίσης, γονείς που νιώθουν ενοχές όταν αρνούνται κάτι στο παιδί τους λόγω κάποιας περίπλοκης κατάστασης που μπορεί να βιώνει η οικογένεια (π.χ. διαζύγιο, χρόνια ασθένεια, απουσία για από το σπίτι λόγω εργασίας) και προσπαθούν να «διορθώσουν» την κατάσταση υπαναχωρώντας ακόμα και στις πιο παράλογες απαιτήσεις του παιδιού τους. Επιπρόσθετα, κάποιοι γονείς δυσκολεύονται να μείνουν σταθεροί στα όρια που έχουν βάλει λόγω της κούρασης, της μεταξύ τους ασυνεννοησίας ως προς το τι θα επιτρέπουν και τι όχι στο παιδί ή ακόμα λόγω της έλλειψης χρόνου.

Είναι δύσκολο να βάλει ένας γονέας όρια με αποτελεσματικό τρόπο όταν δεν έχει πρώτα κατασταλάξει ως προς το τι αποδέχεται και τι δεν αποδέχεται από το παιδί του και υπό ποιες συνθήκες (π.χ. τι ισχύει στο σπίτι, τι ισχύει σε άλλα πλαίσια). Όπως, τονίζει ο Gordon (2016), «είναι προτιμότερο για τους γονείς να συνειδητοποιούν πότε δεν αποδέχονται κάτι, και να μην υποκρίνονται ότι το αποδέχονται» (σελ. 40). Από την άλλη, πολλές φορές οι γονείς δεν έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους ποιες από τις «μη αποδεκτές» συμπεριφορές του παιδιού τους χρήζουν όντως οριοθέτησης και ποιες είναι αποτέλεσμα της δικής του μικρής αντοχής προς συμπεριφορές που θεωρούνται φυσιολογικές ανά ηλικιακό στάδιο (π.χ. ανάγκη παιδιού να λερωθεί, να τρέξει, να φωνάξει, να εναντιωθεί). Συχνά, πρόκειται για γονείς που δυσκολεύονται να αποχωριστούν συναισθηματικά τα παιδιά τους υπό την έννοια ότι δεν δέχονται την αυτονόμηση και διαφοροποίησή τους. Θέλουν να τα ελέγχουν και έτσι, γίνονται ιδιαίτερα επικριτικοί και αυστηροί προς οτιδήποτε παρεκκλίνει από τις προσδοκίες τους, εντείνοντας με τον τρόπο αυτό ακόμα περισσότερο την ανυπακοή των παιδιών τους.

Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι τα όρια δεν έχουν στόχο να δημιουργούμε «υπάκουα» παιδιά. Είναι θεμελιώδες για μια ουσιαστική αφομοίωση των ορίων από τα παιδιά, οι ενήλικες να έχουν μια βαθύτερη κατανόηση της χρησιμότητάς τους, αλλά και των ψυχοσυναισθηματικών καταστάσεων που ενδέχεται να επηρεάζουν τους ίδιους, αλλά και τα παιδιά, ως προς τον τρόπο που τα αποδέχονται ή μη.

Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.

Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ελληνόγλωσσες:
Λάγιου – Λιγνού Έ., Αναγνωστάκη Λ. & Ναυρίδη Ά. (2019) . Ψυχαναλυτικές παρεμβάσεις με μικρά παιδιά στην οικογένεια και στην τάξη. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός.
Gordon, T. (2016). Τα μυστικά του αποτελεσματικού γονέα. Αθήνα: Μάρτης.

Ξενόγλωσσες:
Smirnoff, V.  (1992). La psychanalyse de l’enfant. Paris: Presses Universitaires de France.
Winnicott, D., W. (1995). Conseils aux parents. Paris: Payot & Rivages.

Τι σημαίνει βάζω όρια στα παιδιά; Γιατί τα χρειάζονται και πώς μπορώ να θέσω υγιή όρια με αγάπη χωρίς να νιώθω ενοχές;

Παιδί και Όρια: Γιατί χρειάζονται όρια τα παιδιά και πώς να τα βάλω;

 


Θυμάσαι τι σκεφτόσουν, πριν γίνεις γονιός, όταν συναντούσες έξω οικογένειες με παιδιά που αντιδρούσαν/αντιμιλούσαν/ούρλιαζαν; τα δικά μου τα παιδιά δε θα συμπεριφέρονται έτσι! Με τον ερχομό όμως των δικών σου παιδιών στην οικογένεια αρχίζεις να βλέπεις πως τελικά είναι περισσότερο δύσκολο να διαχειριστείς τις προκλητικές συμπεριφορές των παιδιών σου από ότι πίστευες στο παρελθόν. Και τώρα τι κάνεις; Τι σημαίνει οριοθέτηση;

Φαντάσου την οριοθέτηση σαν ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας που μαθαίνει στα παιδιά πώς να συνυπάρχουν αρμονικά με τους γύρω τους, πώς να αντιλαμβάνονται και να σέβονται τον προσωπικό τους χώρο και τον χώρο των άλλων αλλά και πώς να εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους άμεσα και λειτουργικά.

Ο εγκέφαλος των παιδιών χρόνο με τον χρόνο αναπτύσσεται και βγαίνοντας από την εγωκεντρική τους οπτική, που κυριαρχεί στα πρώτα τους χρόνια, ξεκινούν να συνειδητοποιούν ότι ζουν καθημερινά με άλλους ανθρώπους όμως δεν έχουν ακόμα τις δεξιότητες να διαχειριστούν τη συμπεριφορά τους με τέτοιο τρόπο ώστε να εκφράζουν τις επιθυμίες τους και ταυτόχρονα να δίνουν χώρο στους άλλους και να καλλιεργούν αυτό που ονομάζουμε πειθαρχία.


Διαβάστε σχετικά: Η σημασία της οριοθέτησης στην οικογένεια


Θέτοντας όρια στα παιδιά μας τους διδάσκουμε την αξία της πειθαρχίας, του σεβασμού, της οργάνωσης του προγράμματός τους, της ενσυναίσθησης, να μπαίνουν δηλαδή και στη θέση των άλλων, της ξεκάθαρης συνεννόησης του τι περιμένουμε από εκείνα και ποιες συμπεριφορές είναι κατάλληλες και αποδεκτές σε κάθε συνθήκη. Χωρίς αυτά τα παιδιά αισθάνονται χαμένα και αποδιοργανωμένα.

Δεν καταλαβαίνουν πως να αντιδράσουν σε διάφορες προκλήσεις, πώς να επικοινωνήσουν στους άλλους τις επιθυμίες τους, πως να μιλήσουν χωρίς να προσβάλλουν, πώς να εκφράσουν τα συναισθήματά τους χωρίς ακραίες συμπεριφορές. Με το να τους μάθουμε τι σημαίνει όριο τους δείχνουμε την αγάπη μας και την ενεργή παρουσία μας στο μεγάλωμά τους και λειτουργούμε ως φωτεινή ένδειξη για το πώς να αντιλαμβάνονται τη ζωή και την συνύπαρξη με τους γύρω τους.

Πώς όμως μπορώ να βάλω όρια στα παιδιά πρακτικά; Αρχικά χρειάζεται να λάβω υπόψιν μου κάποιες πολύ σημαντικές παραμέτρους όπως:

  • Η κάθε ηλικία του παιδιού ανταποκρίνεται σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης οπότε τα όρια πρέπει να αντιστοιχούν στην εκάστοτε αναπτυξιακή βαθμίδα του παιδιού. Σύμφωνα με τη θεωρία ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erik Erikson, σε κάθε στάδιο ανάπτυξης το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με μία κρίση η οποία αν επιλυθεί επιτυχώς θέτει το άτομο ικανό να κατακτήσει την ψυχοκοινωνική ποιότητα που σχετίζεται με το αντίστοιχο στάδιο ανάπτυξης. Για παράδειγμα στον πρώτο χρόνο ζωής του το βρέφος εξαρτάται πλήρως από τους φροντιστές του και αντιμετωπίζει την κρίση «εμπιστοσύνη έναντι αμφιβολίας» που σημαίνει ότι αν εκείνοι ανταποκρίνονται σταθερά στις ανάγκες του με ζεστασιά το βρέφος μαθαίνει να εμπιστεύεται τους ανθρώπους γύρω του, στο δεύτερο στάδιο ανάπτυξης έρχεται η κρίση «αυτονομία έναντι ντροπής» καθώς αφορά την είσοδο του παιδιού στα νηπιακά χρόνια όπου μαθαίνει να χρησιμοποιεί την τουαλέτα, επιλέγει τροφές και παιχνίδια και γενικά αναπτύσσει δεξιότητες ανεξαρτησίας κ.ο.κ Είναι λοιπόν καίριο τα όρια να συμβαδίζουν με την εκάστοτε ηλικία και αναπτυξιακή φάση ζωής του παιδιού.
  • Χρειάζεται να σκεφτόμαστε και την οπτική του παιδιού κάθε φορά που θέτουμε ένα όριο. Βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του και αναλογιζόμαστε πως θα αντιδρούσαμε εμείς ως παιδιά. Τα όρια έχουν στόχο να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός κλίματος αρμονίας και να λειτουργήσουν υπέρ όλων, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του παιδιού.
  • Η συνέπεια είναι το κλειδί της επιτυχίας! Αν προσπαθούμε να οριοθετήσουμε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά του παιδιού χρειάζεται να είμαστε συνεπείς στις αντιδράσεις μας κάθε φορά που συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο. Αν τη μία γελάμε, την άλλη είμαστε αυστηροί, την επόμενη είμαστε αδιάφοροι το μόνο που καταφέρνουμε είναι να μπερδεύουμε το παιδί.
  • Όταν λέμε «όχι» σημαίνει «όχι». Αν κάθε φορά που λέμε «όχι» σε κάτι το παιδί αντιδράει ακόμα πιο έντονα για να κερδίσει το «ίσως» ή το «ναι» και εμείς υποκύπτουμε τότε το μήνυμα που δίνουμε στο παιδί είναι ότι το «όχι» μας είναι διαπραγματεύσιμο οπότε αν συνεχίσουν να αντιδρούν θα μας αλλάξουν στάση. Με το να διαπραγματεύεσαι με το παιδί του μαθαίνεις να γίνεται χειριστικό και να ψάχνει να βρει τρόπους να κάνει αυτό που θέλει.
  • Αλλάζουμε τις αρνητικές φράσεις σε θετικές. Για παράδειγμα αντί να πούμε Αν αργήσεις να ντυθείς δε θα πάμε στις κούνιες λέμε Ας ντυθούμε πρώτα και μετά θα πάμε στις κούνιες. Στόχος μας είναι να παροτρύνουμε τα παιδιά όχι να τα κάνουμε να αισθανθούν απειλή η οποία το πιθανότερο είναι να φέρει άσχημα αποτελέσματα.
  • Προσέχουμε τη γλώσσα του σώματός μας! Εκτός από τα λεκτικά μηνύματα που μεταφέρουμε στο παιδί στέλνουμε και πάρα πολλά μη λεκτικά μηνύματα τόσο με τη στάση του σώματός μας όσο και με τον τόνο της φωνής μας, τις εκφράσεις του προσώπου μας. Όταν μιλάμε στα παιδιά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να έρθουμε στο δικό τους ύψος ώστε να έχουμε άμεση βλεμματική επαφή και να χρησιμοποιούμε έναν σταθερό τόνο στη φωνή μας. Όταν το παιδί φωνάζει και αρχίζουμε να φωνάζουμε και εμείς θα τα κάνουμε χειρότερα. Ο στόχος μας είναι να χαμηλώσουμε την ένταση άρα χρησιμοποιούμε έναν ήρεμο και σταθερό τόνο φωνής.

Διαβάστε σχετικά: Ας μιλήσουμε για την εμπιστοσύνη…


  • Καμιά φορά κοιτώντας το δέντρο χάνουμε το δάσος! Προσπαθώντας να θέσουμε ένα όριο όταν το παιδί είναι ταραγμένο και δε συνεργάζεται καλό είναι να σκεφτούμε Μήπως πεινάει; Μήπως πονάει κάπου; Μήπως νιώθει άγχος, θυμό, μήπως είναι κουρασμένο;. Πολλές φορές όταν το παιδί βρίσκεται σε μία από τις παραπάνω καταστάσεις φέρεται προκλητικά οπότε θα βοηθήσει να δούμε αν κάτι τέτοιο συμβαίνει και να ρωτήσουμε το παιδί τι χρειάζεται.
  • Πρόσφερε την υποστήριξή σου στο παιδί. Κάτι που για σένα φαντάζει απλό, όπως το να τακτοποιήσεις το δωμάτιο σου, για το παιδί μπορεί να φαίνεται βουνό. Παρότρυνέ το λέγοντας Ας φτιάξουμε μαζί το δωμάτιο σου και μετά μπορούμε να διαβάσουμε μαζί ένα παραμύθι.
  • Γίνε ο ίδιος παράδειγμα για το παιδί σου τηρώντας τα όρια που βάζεις. Αν λες φεύγουμε σε πέντε λεπτά αλλά πιάνεις την κουβέντα και τα πέντε λεπτά γίνονται μισάωρο δείχνεις στο παιδί πως δεν τηρείς αυτό που λες. Αν όμως τα πέντε λεπτά είναι πράγματι πέντε τότε το παιδί παίρνει στα σοβαρά το όριό σου αφού και εσύ ο ίδιος το τηρείς.

Στην προσπάθειά μας να βάλουμε όρια στα παιδιά μας ας αποκτήσουμε συνειδητότητα πως μόνο προστασία τους προσφέρουν τα όρια και δεξιότητες να διαχειρίζονται τις προκλήσεις της ζωής και να ζουν αρμονικά με τους ανθρώπους γύρω τους. Ας δείχνουμε την αγάπη μας στα παιδιά μας δίχως όρους, θα σε αγαπώ μόνο αν…, αλλά με τα όρια!

ΠΗΓΗ:https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxologias/oikogeneia-kai-paidi/oriothetisi/7585-paidi-kai-oria-giati-xreiazontai-oria-ta-paidia-kai-pos-na-ta-valo.html