4 Μαρτίου 2008
Συντάκτης: 6ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ | κατηγορίες: Παρουσίαση βιβλίου361 σχόλια
Είχα καιρό, πολύ καιρό, να διαβάσω Μαρία Λαϊνά. Όλον αυτό τον καιρό πορευόμουν με το στίχο της που μου είχε μείνει: ” Σε τόπο ξερό απλώνω τον κήπο μου ” – ή κάπως έτσι. Όταν πήρα είδηση πως κυκλοφόρησε ένα αφήγημά της με τίτλο ” Το νόημα “, έσπευσα.
Ένα παραληρηματικό κείμενο είναι το αφήγημά της, ένας μονόλογος τεραστίων περιόδων που σου δίνουν την εντύπωση πως είναι γραμμένες χωρίς ανάσα. Εντύπωση και μόνο εντύπωση. Γιατί νοήματα και λόγος είναι τόσο δουλεμένα που μόνο με ταχύτητα δεν είναι δυνατόν να έχουν γραφτεί.
Αναζητά το νόημα η Λαϊνά και διακωμωδεί τις περιπτώσεις που ο άνθρωπος νομίζει πως το ” έχει πιάσει ” . Παρακολουθεί με κριτική και συχνά ειρωνική διάθεση τον άνθρωπο αποπροσανατολισμένο να κυνηγά τις πλάνες του. Τα βάζει με τους συγγραφείς – γράφοντας..-, με τους ψυχαναλυτές, που τους περνάει γενεές δεκατέσσερες με κωμικοτραγικά νεοελληνικά φαινόμενα.
Λόγος αποκαθηλωτικός, σκληρός και αμείλικτος, αυστηρός και παράλληλα κωμικός, σαρκαστικός κι αυτοσαρκαστικός, γκρεμίζει με ευκολία και χωρίς έλεος, παρωδεί και γελοιοποιεί καταστάσεις, συνήθειες, στερεότυπα. Άλλοτε με λανθάνοντα τρόπο και άλλοτε αμεσότερα δεν παύει να υπενθυμίζει πως το απλό, που κρύβεται στο φυσικό, ο άνθρωπος το αποποιείται και το αγνοεί. Σαν σε ώτα μη ακοόντων, φωνάζει πως ΔΕΝ ” μάθαμε, αδελφέ μου, να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά “, διακωμωδεί με πίκρα και χωρίς επιείκεια την ανθρώπινη υπερδραστηριότητα, όταν αυτή θεωρείται μέσον ανέλιξης του είδους μας..
Πρωτότυπο κείμενο, προσωπική και φρέσκια γραφή, χιούμορ μαζί με μελαγχολικές διαπιστώσεις, επισημάνσεις, σκέψεις διεισδυτικές και καίριες. Μπορεί κανείς να διαφωνήσει σε αρκετά σημεία, ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να μη συμφωνήσει για τις αρετές του βιβλίου.
Ένα παραληρηματικό κείμενο είναι το αφήγημά της, ένας μονόλογος τεραστίων περιόδων που σου δίνουν την εντύπωση πως είναι γραμμένες χωρίς ανάσα. Εντύπωση και μόνο εντύπωση. Γιατί νοήματα και λόγος είναι τόσο δουλεμένα που μόνο με ταχύτητα δεν είναι δυνατόν να έχουν γραφτεί.
Αναζητά το νόημα η Λαϊνά και διακωμωδεί τις περιπτώσεις που ο άνθρωπος νομίζει πως το ” έχει πιάσει ” . Παρακολουθεί με κριτική και συχνά ειρωνική διάθεση τον άνθρωπο αποπροσανατολισμένο να κυνηγά τις πλάνες του. Τα βάζει με τους συγγραφείς – γράφοντας..-, με τους ψυχαναλυτές, που τους περνάει γενεές δεκατέσσερες με κωμικοτραγικά νεοελληνικά φαινόμενα.
Λόγος αποκαθηλωτικός, σκληρός και αμείλικτος, αυστηρός και παράλληλα κωμικός, σαρκαστικός κι αυτοσαρκαστικός, γκρεμίζει με ευκολία και χωρίς έλεος, παρωδεί και γελοιοποιεί καταστάσεις, συνήθειες, στερεότυπα. Άλλοτε με λανθάνοντα τρόπο και άλλοτε αμεσότερα δεν παύει να υπενθυμίζει πως το απλό, που κρύβεται στο φυσικό, ο άνθρωπος το αποποιείται και το αγνοεί. Σαν σε ώτα μη ακοόντων, φωνάζει πως ΔΕΝ ” μάθαμε, αδελφέ μου, να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά “, διακωμωδεί με πίκρα και χωρίς επιείκεια την ανθρώπινη υπερδραστηριότητα, όταν αυτή θεωρείται μέσον ανέλιξης του είδους μας..
Πρωτότυπο κείμενο, προσωπική και φρέσκια γραφή, χιούμορ μαζί με μελαγχολικές διαπιστώσεις, επισημάνσεις, σκέψεις διεισδυτικές και καίριες. Μπορεί κανείς να διαφωνήσει σε αρκετά σημεία, ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να μη συμφωνήσει για τις αρετές του βιβλίου.
Να ένα απόσπασμα:
” Ο άνθρωπος που γράφει, κυρίως ο άνθρωπος που γράφει ή τέλος πάντων ο άνθρωπος που ασκεί κάτι που και ο ίδιος και οι άλλοι το χαρακτηρίζουν τέχνη του γραπτού λόγου, δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από οποιονδήποτε άλλο, αν το δούμε με την απαραίτητη αφιλοκέρδεια και ανιδιοτέλεια. Αν πρέπει, αν πρέπει, όχι αν μπορούμε, να πούμε κάτι γι’ αυτόν είναι ότι εννοεί να μιλήσει κι άλλο απ’ όσο μιλάεδι, δεν του αρκεί ο προφορικός άμετρος λόγος θέλει και έμμετρο γραπτό, ναι, θέλει και έμμετρο άμετρο, βλέπε πεζογραφία, και άμετρο έμμετρο, βλέπε ποίηση, θέλει να πιάσει τον προφορικό λόγο και να τον κάνει καλύτερο γράφοντάς τον, θέλει να ενσαρκώσει πατόκορφα το λόγο, να τον πάρει από το στόμα και να τον βάλει, πλήρη χάριτος και αληθείας, στον οφθαλμό, ή δια του οφθαλμού στο ωτίον και πάλι στον οφθαλμό, θέλει αυτό που δεν μπορεί να το πει μιλώντας να το πει γράφοντας, και όχι μόνο, ναι, όχι μόνο, θέλει αυτό που μπορεί να το πει μιλώντας να το πει και γράφοντας, να πει με γραπτές λέξεις αυτό για το οποίο δεν του αρκούν οι προφορικές λέξεις, αλλά κυρίως θέλει, ναι, να μετατρέψει το πτερόεν έπος σε άπτερο, σε άπτερο κατ’έπος, σε γράμμα αλεξίζωο, να μετατρέψει το κινούμενο, το αυθορμήτως και αυτονόητα κινούμενο σε ακίνητο, εδώ είναι το κουμπί – το ήξερε αυτό ο Λέβι Στρως που θεωρούσε κατάρα τη γραφή, ναι, κατάρα τη θεωρούσε -, το κουμπί είναι ότι ο άνθρωπος που γράφει έχει ταχθεί να βρει το νόημα και να το ακινητοποιήσει, ακόμη κι όταν το νόημα εξαντλείται στον εαυτό του, ακόμη κι όταν το νόημα δεν υπερβαίνει, δεν καταφέρνει να υπερβεί τον εαυτό του γιατί δεν μπορεί να υπερβεί τον εαυτό του, ακίμη κι όταν το νόημα εξαντλείται στον εαυτό του, ναι, ακόμη κι όταν το νόημα βρίσκεται και υπάρχει εν κενώ και ήδη και προ πολλού ακίνητο, ο άνθρωπος που γράφει είναι αποφασισμένος να το βρει, και όχι μόνο να το βρει, ναι, όχι μόνο, αλλά να του εμφυσήσει και περαιτέρω νόημα, να το προικίσει με περαιτέρω νόημα, το περαιτέρω νόημα δεν εξαντλείται, υπάρχει αείποτε, ναι, το περαιτέρω νόημα υπάρχει και όταν ακόμη δεν υπάρχει νόημα, ναι, το περαιτέρω νόημα, σε αντίθεση με το απλό νόημα, υπερβαίνει τον εαυτό του, κι έτσι ο άνθρωπος είναι αποφασισμένος να το βρει και να το κοινωνήσει με τους άλλους, να κοινωνήσουν και οι άλλοι το νόημα και το περαιτέρω νόημα που αυτός βρήκε – ακόμη και η φύση έχει υποφέρει απ’ αυτό, ναι, ακόμη κι η φύση έχει υποστεί περιγραφές που της αποδίδουν ντε και καλά στα καλά καθούμενα νόημα. ”
” Ο άνθρωπος που γράφει, κυρίως ο άνθρωπος που γράφει ή τέλος πάντων ο άνθρωπος που ασκεί κάτι που και ο ίδιος και οι άλλοι το χαρακτηρίζουν τέχνη του γραπτού λόγου, δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από οποιονδήποτε άλλο, αν το δούμε με την απαραίτητη αφιλοκέρδεια και ανιδιοτέλεια. Αν πρέπει, αν πρέπει, όχι αν μπορούμε, να πούμε κάτι γι’ αυτόν είναι ότι εννοεί να μιλήσει κι άλλο απ’ όσο μιλάεδι, δεν του αρκεί ο προφορικός άμετρος λόγος θέλει και έμμετρο γραπτό, ναι, θέλει και έμμετρο άμετρο, βλέπε πεζογραφία, και άμετρο έμμετρο, βλέπε ποίηση, θέλει να πιάσει τον προφορικό λόγο και να τον κάνει καλύτερο γράφοντάς τον, θέλει να ενσαρκώσει πατόκορφα το λόγο, να τον πάρει από το στόμα και να τον βάλει, πλήρη χάριτος και αληθείας, στον οφθαλμό, ή δια του οφθαλμού στο ωτίον και πάλι στον οφθαλμό, θέλει αυτό που δεν μπορεί να το πει μιλώντας να το πει γράφοντας, και όχι μόνο, ναι, όχι μόνο, θέλει αυτό που μπορεί να το πει μιλώντας να το πει και γράφοντας, να πει με γραπτές λέξεις αυτό για το οποίο δεν του αρκούν οι προφορικές λέξεις, αλλά κυρίως θέλει, ναι, να μετατρέψει το πτερόεν έπος σε άπτερο, σε άπτερο κατ’έπος, σε γράμμα αλεξίζωο, να μετατρέψει το κινούμενο, το αυθορμήτως και αυτονόητα κινούμενο σε ακίνητο, εδώ είναι το κουμπί – το ήξερε αυτό ο Λέβι Στρως που θεωρούσε κατάρα τη γραφή, ναι, κατάρα τη θεωρούσε -, το κουμπί είναι ότι ο άνθρωπος που γράφει έχει ταχθεί να βρει το νόημα και να το ακινητοποιήσει, ακόμη κι όταν το νόημα εξαντλείται στον εαυτό του, ακόμη κι όταν το νόημα δεν υπερβαίνει, δεν καταφέρνει να υπερβεί τον εαυτό του γιατί δεν μπορεί να υπερβεί τον εαυτό του, ακίμη κι όταν το νόημα εξαντλείται στον εαυτό του, ναι, ακόμη κι όταν το νόημα βρίσκεται και υπάρχει εν κενώ και ήδη και προ πολλού ακίνητο, ο άνθρωπος που γράφει είναι αποφασισμένος να το βρει, και όχι μόνο να το βρει, ναι, όχι μόνο, αλλά να του εμφυσήσει και περαιτέρω νόημα, να το προικίσει με περαιτέρω νόημα, το περαιτέρω νόημα δεν εξαντλείται, υπάρχει αείποτε, ναι, το περαιτέρω νόημα υπάρχει και όταν ακόμη δεν υπάρχει νόημα, ναι, το περαιτέρω νόημα, σε αντίθεση με το απλό νόημα, υπερβαίνει τον εαυτό του, κι έτσι ο άνθρωπος είναι αποφασισμένος να το βρει και να το κοινωνήσει με τους άλλους, να κοινωνήσουν και οι άλλοι το νόημα και το περαιτέρω νόημα που αυτός βρήκε – ακόμη και η φύση έχει υποφέρει απ’ αυτό, ναι, ακόμη κι η φύση έχει υποστεί περιγραφές που της αποδίδουν ντε και καλά στα καλά καθούμενα νόημα. ”
Τι λέτε;