-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’ βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης. Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’ μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου ΔΕΝ μπορείς!