Το 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου βρίσκεται στη συμβολή των οδών Μεγάλης Χώρας και Λέλας Καραγιάννη. Η βασική είσοδος του Σχολείου για τους μαθητές και τις μαθήτριες είναι επί της οδού Λέλας Καραγιάννη. Το όνομα της οδού αυτής, που είναι το όνομα μιας γυναίκας, κρύβει μια σημαντική ανθρώπινη ιστορία που συνδέεται με την πορεία της ζωής της Λέλας Καραγιάννη, μιας γυναίκας-σύμβολο στον απελευθερωτικό αγώνα της πατρίδας μας από τις ναζιστικές γερμανικές δυνάμεις.

 

Ποια ήταν η Λέλα Καραγιάννη

 

Φημισμένη αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, η Λέλα Καραγιάννη, βασανίστηκε από τα ΕΣ-ΕΣ των Γερμανών κατακτητών, εκτελέστηκε και έγινε σύμβολο αντίστασης και αγώνα για τον ελληνικό λαό.

Γεννήθηκε το 1898 στη Λίμνη Eυβοίας και υπήρξε αρχηγός της αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Το αρχηγείο της ήταν στο διώροφο σπίτι που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Λέλας Καραγιάννη 1 και Σταυροπούλου, στην Αθήνα, όπου κατοικούσε με το σύζυγό της (που είχε φαρμακείο στην οδό Πατησίων, και ήταν κι αυτός μέλος της οργάνωσης) και τα επτά παιδιά της.

Τον Ιούλιο του 1944, η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθη από τους Γερμανούς μαζί με τα πέντε από τα παιδιά της, βασανίστηκε στα μπουντρούμια των ΕΣ-ΕΣ, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι και τελικά, αλύγιστη στις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, στο ‘Αλσος Χαϊδαρίου, στην Αθήνα.

Το σπίτι της Λέλας Καραγιάννη, το οποίο κατασκευάστηκε το 1923, ανήκει στην ιδιοκτησία του Δήμου Αθηναίων και έχει κηρυχθεί από το 1995 ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική προστασία.

Μια μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα είναι τοποθετημένη από τον Δήμο Αθηναίων στην πρόσοψη της οικίας, η οποία αναγράφει: «Σ’ αυτό το σπίτι έζησε και το χρησιμοποίησε σαν αρχηγείο της η ηρωίδα της Κατοχής Λέλα Καραγιάννη, «Μπουμπουλίνα». Εκτελέστηκε στις 8.9.1944».

Η αφήγηση του γιου για την ηρωίδα μάνα

Ο γιος της, Βύρων Καραγιάννης, έχει γράψει για τη μητέρα του:

«Ήταν Άνοιξη του 1941, όταν μετά από σκληρή πάλη έξι μηνών, έπεσαν τα μαύρα πέπλα του Ναζισμού και του Φασισμού πάνω στη γαλάζια μας χώρα… Ακολούθησαν σε λίγο : πείνα, βία, τρομοκρατία, εκτελέσεις, θάνατος. Ο λαός μας υπέφερε, δυστυχούσε και έμοιαζε να έχει χάσει κάθε ελπίδα.

Τότε άρχισε να γεννιέται, σε μερικές γενναίες ψυχές, η ανάγκη της αντίστασης, ανάγκη για τη δημιουργία ομάδων από ψυχωμένους πατριώτες, που θα αναπτέρωναν το κλονισμένο φρόνημα του ελληνικού λαού και θα τον ωθούσαν σε πράξεις αντίστασης κατά των κατακτητών.

Με βαθιά συγκίνηση σας γνωρίζω ότι η πρώτη που οργάνωσε μια τέτοια ομάδα αντίστασης ήταν η αξέχαστη μάνα μας, η Λέλα Καραγιάννη. Είχε επτά παιδιά να φροντίσει, να θρέψει, να μεγαλώσει. Όμως ήταν τόση η αγάπη της για την πατρίδα που έβαλε την οικογένεια σε δεύτερη μοίρα.

Την οργάνωση ονόμασε «Μπουμπουλίνα» και την αποτέλεσαν λίγοι στην αρχή, αποφασισμένοι πατριώτες και τα μεγαλύτερα απ’ τα παιδιά της.

Άρχισε να προκαλεί σαμποτάζ σε βάρος των κατακτητών και ήρθε σε επαφή με το συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, όπου έστελνε πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν να την ανακαλύψουν, αλλά δεν το κατόρθωναν.

Και ενώ πια πλησίαζε η ώρα της ελευθερίας, η Λέλα Καραγιάννη, ύστερα από προδοσία, συλλαμβάνεται μαζί με τα 5 μεγαλύτερα παιδιά της. Στα χέρια των ΕΣ-ΕΣ βασανίστηκε, αλλά δε δείλιασε. Δεν αποκάλυψε κανένα συναγωνιστή ούτε όταν βρέθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αντίθετα, βρήκε το θάνατο, ψέλνοντας τον Εθνικό μας Ύμνο, τον ύμνο προς την Ελευθερία, για την οποία θυσιάστηκε.

Οι γονείς μου, Νικόλαος και Λέλα Καραγιάννη, απέκτησαν επτά παιδιά. Εγώ είμαι το τέταρτο στη σειρά. Είχαμε πάθος για την πατρίδα μας, που μας το ενέπνευσαν οι γονείς μας, και προπάντων η μητέρα μας.

Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση

Όλα άρχισαν απλά, αυθόρμητα απ’ τα βάθη της καρδιάς μας. Απ’ τις πρώτες ημέρες που πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα τα στρατεύματα κατοχής, άρχισε από μόνη της την πατριωτική της δράση και δημιούργησε ομάδα αντίστασης, η οποία αρχικά αποτελείτο απ’ τα μέλη της οικογένειάς μας και μερικούς φίλους μας πατριώτες. Άρχισε να αγωνίζεται ακούραστα με όλη τη δύναμη της ψυχής της και καθόλη τη διάρκεια της Κατοχής μέχρι το τέλος, την ημέρα που συνελήφθη.

Εντωμεταξύ, η δράση της μητέρας μπήκε σε άλλο δρόμο. Βρήκε μονοπάτια, που οδηγούσαν στην κατασκοπεία και στις δολιοφθορές κατά του εχθρού. Βρήκε τον τρόπο να κατασκοπεύει τις κυριότερες υπηρεσίες του εχθρού. Oργάνωσε πιο καλά τα σχέδιά της, και χρειαζόταν ικανά στελέχη για να τη βοηθήσουν. Μάζεψε γύρω της και άλλους ένθερμους πατριώτες. Έτσι η ομάδα της πλουτίσθηκε με πολλά δυναμικά στελέχη και μεταβλήθηκε σε αντιστασιακή οργάνωση, την οποία η μητέρα ονόμασε «Μπουμπουλίνα» (απ’ το οικογενειακό όνομα της μητέρας της, η οποία λεγόταν Μπούμπουλη).

Ένας μικρός στρατός

Η οργάνωση ήταν ένας μικρός «στρατός» που κινούνταν αθόρυβα, σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι, με σκοπό να προκαλέσει όσο πιο μεγάλη ζημιά μπορούσε στον εχθρό. Η μητέρα ρίχτηκε με ορμή σ’ αυτόν τον ιερό αγώνα μαζί με τα παιδιά της. Όσο μεγάλη και αν ήταν η αγάπη της για μας, δεν μπόρεσε να την κάνει να ξεχάσει ότι πάνω απ’ όλα και από μας ήταν η πατρίδα.  Κι εμείς, τα έξι απ’ τα επτά παιδιά της, τη βοηθήσαμε όσο μπορούσαμε με όλον τον ενθουσιασμό της νεανικής ψυχής μας. Αξιόλογο είναι να τονισθεί εδώ ότι στην οργάνωσή της προστέθηκαν και μερικοί Γερμανοί και Αυστριακοί, αντιναζιστές, αλλά και Ιταλοί, οι οποίοι της έδιναν πολύτιμες πληροφορίες. Παράλληλα, η «Μπουμπουλίνα» βοηθούσε και τις αντάρτικες ομάδες της υπαίθρου με πολεμοφόδια, που προέρχονταν από αποθήκες των στρατευμάτων κατοχής, και που οι ηρωικές μορφές, για να τα αποκτήσουν, πολλές φορές έδωσαν τη ζωή τους. Ακόμη τις τροφοδοτούσαμε και με φαρμακευτικό υλικό, ένα μέρος του οποίου προερχόταν απ’ την φαρμακαποθήκη του πατέρα μας.

Ευθύνες και καθήκοντα

Όλοι είχαμε αναλάβει ορισμένες ευθύνες και καθήκοντα και την βοηθούσαμε, ακόμα και η Νεφέλη που ήταν πολύ μικρή. Πόσες φορές δεν μετέφερα μηνύματά της! Η μητέρα με χρησιμοποίησε πολλές φορές σε επικίνδυνες αποστολές, όπως η μεταφορά σακιδίων γεμάτων με πυρομαχικά και οπλισμό, τα οποία κρύβαμε στο κατάστημα του πατέρα αλλά και αλλού.

Ανθρωποκυνηγητό

Ήταν αρχές του 1944. Οι νίκες και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που κατάφεραν οι σύμμαχοι στους Γερμανούς, στα διάφορα μέτωπα, έδωσαν καινούργιες ελπίδες και κουράγιο στους Έλληνες, τους αναπτέρωσαν το ηθικό, και άρχισαν να βλέπουν ότι πλησιάζει η ώρα της λευτεριάς. Οι Γερμανοί, που έβλεπαν να χάνουν τον πόλεμο, ξεσπούσαν με λύσσα πάνω στους αγωνιστές που έπεφταν στα χέρια τους. Έβλεπαν να διαρρέουν τα μυστικά τους και εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό. Με πληροφοριοδότες τους κατόρθωσαν να εντοπίσουν και να συλλάβουν τους αρχηγούς ορισμένων οργανώσεων. Μερικοί δεν άντεξαν τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία τους υπέβαλαν, και μίλησαν και έτσι οι Γερμανοί κατόρθωσαν να ανακαλύψουν την ύπαρξη ορισμένων οργανώσεων. Η μητέρα υπό την πίεση των καθηκόντων είχε κουρασθεί ψυχικά και σωματικά και αυτό μας ανησύχησε. Οι γιατροί και συνεργάτες της μάς συμβούλεψαν να τη βάλουμε στο νοσοκομείο. Με δυσκολία την πείσαμε να δεχθεί.

Συλλήψεις και βασανιστήρια

Τον Ιούνιο του 1944 έγιναν οι πρώτες συλλήψεις και στελεχών της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Αυτές οι συλλήψεις την ανησύχησαν και βγήκε, πολλές φορές, κρυφά απ’ το νοσοκομείο για να ειδοποιήσει τους συνεργάτες της να εξαφανισθούν. Τότε η μητέρα πληροφορήθηκε από άνθρωπο μέσα απ’ τα ΕΣ-ΕΣ ότι αναμενόταν και η δική της σύλληψη. O γαμπρός μου ο Σπύρος έστειλε άνθρωπο να την πάρει και να την κρύψει. Εκείνη όμως δεν πείστηκε και δήλωσε σε όλους ότι θεωρούσε λιποταξία να τρέξει να κρυφτεί για να σωθεί εκείνη και να εγκαταλείψει σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή τους συνεργάτες της, μερικοί απ’ τους οποίους ήταν ήδη στα χέρια των ΕΣ-ΕΣ. «Αν ποτέ σας πιάσουν οι Γερμανοί, μας είπε, να δείξετε γενναιότητα και να μην λυγίσετε, γιατί έτσι θα επιβαρύνετε περισσότερο τη θέση σας. Προσέξτε καλά, δεν ξέρετε τίποτα για το τι έκανα, έτσι μόνο θα γλιτώσετε, και δεν θέλω να κλάψετε ή να πενθήσετε για μένα, μόνο να σκέπτεστε πως ό,τι κάναμε το κάναμε για την πατρίδα και αυτό θα σας ανακουφίζει».

Ύστερα, ήλθαν στο δικό μου κλουβί και με ανέβασαν πάλι στον ανακριτή Μπέκε. Αυτήν τη φορά είδα με έκπληξη τη μητέρα μου και τον αδελφό μου Νέλσωνα στο ανακριτικό γραφείο του Μπέκε. Η μητέρα, προφανώς, για να μη λυγίσω ή για να μη δουν οι Γερμανοί μητρική αδυναμία και στοργή για μας και τα εκμεταλλευτούν, με κοίταξε αυστηρά, κάνοντάς μου νεύρα με το βλέμμα, που σήμαινε να σταθώ στο ύψος μου και να φερθώ γενναία. Μια μόνο λέξη μου είπε επιτακτικά: «Πρόσεχε». Βέβαια, είχε δει τα χάλια μου, τα καμένα πόδια μου, το ματωμένο πουκάμισό μου και τα παράλυτα χέρια μου. Αυτή η στάση της, απέναντί μου, έκανε τον Μπέκε να καταλάβει ότι η Λέλα Καραγιάννη δεν είναι εύκολη λεία και θα ήταν αδύνατον να της πάρει λέξη. O Μπέκε με άρπαξε και βίαια με γύρισε και με κόλλησε με το πρόσωπο στον τοίχο, το ίδιο έκανε και στον αδελφό μου. Έβγαλε το περίστροφο απ’ την θήκη του, το κόλλησε στο κεφάλι του Νέλσωνα, και κοιτάζοντας το ρολόι του χεριού του και μέσω διερμηνέα είπε στην μητέρα, με ύφος αποφασισμένο να εκτελέσει την απειλή του: «Λέλα Καραγιάννη, πρόσεξε καλά, σου δίνω δυο λεπτά προθεσμία, για να μου απαντήσεις σ’ αυτά που σ’ ερωτώ, διαφορετικά θα εκτελέσω, τώρα εδώ μπροστά σου, ένα ένα τα παιδιά σου, αρχίζοντας από αυτόν εδώ. Λέγε, γιατί θα πιέσω τη σκανδάλη. Πού έχεις τον πομπό σου, ποιος τον χειρίζεται, με ποιους συνεργάζεσαι, ποιες είναι οι πηγές απ’ τις οποίες παίρνεις τις πληροφορίες για τις κινήσεις μας, ποιοι είναι οι συνεργάτες σου;».

Το περίστροφο του Μπέκε έσπρωχνε το κεφάλι του Νέλσωνα και το έκανε να γέρνει. Ήταν αγριεμένος και φαινόταν αποφασισμένος να εκτελέσει την απειλή του. Τότε άκουσα τη μητέρα να λέει, με σταθερή και ήρεμη φωνή: «Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρώτα ανήκουν στην πατρίδα μας. Πρόσεξε καλά, και πάλι σου λέω ότι αυτά δεν ξέρουν τίποτα και άδικα θα τα σκοτώσεις». Η ψυχή της έτρεμε καθώς τα έλεγε αυτά, η φωνή της ηχούσε παράξενα, επίσημα και κατηγορηματικά. Ο Νέλσων και εγώ κοιταχτήκαμε έντρομοι με λοξή ματιά. Ο Μπέκε έμεινε άναυδος, αμήχανος. Τελικά, τράβηξε το πιστόλι απ’ τον κρόταφο του Νέλσωνα και βάζοντάς το μέσα στην πέτσινη θήκη, που κρεμόταν απ’ την ζώνη του, είπε τρέμοντας από οργή: «Τα παιδιά σου τα χρειάζομαι προς το παρόν, και μόλις τελειώσω μ’ αυτά, υπόσχομαι να τα στείλω στο εκτελεστικό απόσπασμα. Να μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό!».

Παίρνουν τη Μάνα…

Το σούρουπο της 7ης Σεπτεμβρίου διαδόθηκε αστραπιαία στο στρατόπεδο ότι ήλθαν οι κλούβες με τη συνοδεία αποσπάσματος. O Νέλσων και εγώ σκαρφαλώσαμε στα δυο μικρά παραθυράκια του υπόγειου και είδαμε τις κλούβες, σταματημένες μπροστά στο κτίριο Νο 15. Έβγαζαν απ’ το κτίριο άνδρες κρατουμένους και τους παρέτασσαν με μέτωπο προς το κτίριο Νο 4. Είδαμε επίσης να βγάζουν απ’ το κτίριο Νο 14, όπου ήταν η αυστηρή απομόνωση γυναικών, γυναίκες τις οποίες παρέτασσαν κατά τον ίδιο τρόπο. Άκουσα τον αδελφό μου, απ’ το άλλο παράθυρο, να μου φωνάζει: «Βύρων, παίρνουν και τη μαμά». Εγώ έντρομος, κοιτώντας προσεκτικά τις γυναίκες, διαπίστωσα ότι η πρώτη της σειράς ήταν η μητέρα μου. Στην ομάδα των ανδρών ξεχώρισα μερικούς συνεργάτες της μητέρας, καθώς και μέλη της οργάνωσής της. Κοντά στη μητέρα στεκόταν ο Γεώργιος Ριζόπουλος. Σε κάποια στιγμή τον είδα να μετακινείται απ’ την θέση του, να παίρνει τη θέση του πρώτου, να πλησιάζει τη μητέρα, να γονατίζει μπροστά της και να φιλάει το χέρι της. Προφανώς, της ζητούσε συγχώρεση γι’ αυτό που είχε κάνει, εξαιτίας του φόβου του για τα βασανιστήρια και τη ζωή του. Είδαμε τη μητέρα να σκύβει προς το μέρος του, σαν να τον συγχωρούσε. Μετά τους έβαλαν όλους στις κλούβες με ένοπλη συνοδεία. Ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση για μας. Κοίταζα το καμιόνι που έπαιρνε τη μητέρα μου, μέχρι που βγήκε απ’ την πύλη του στρατοπέδου και εξαφανίσθηκε. Εκείνη τη στιγμή είδα να έρχεται προς το κτίριό μας ο στρατοπεδάρχης Ραφαήλ Παρίσης και του φώναξα αν ξέρει πού τους πήγαιναν. Εκείνος, για να αποκρύψει την τραγική αλήθεια, μου είπε: «Μην ανησυχείς, Βύρωνα, τους πάνε για όμηρους στα τρένα και όταν φτάσουν στα σύνορα, θα τους αφήσουν ελεύθερους, για να τους αντικαταστήσουν με όμηρους Γιουγκοσλάβους». Παρόλο που μέσα μου ήξερα πολύ καλά ότι δεν θα ξανάβλεπα τη μητέρα μου (γιατί η κατηγορία ήταν βαρύτατη: «Αρχηγός οργάνωσης, κατασκοπεία σε βάρος των Γερμανών, σαμποτάζ»), ήλπιζα μέσα στην απελπισία μου σε κάποιο θαύμα.

Εδώ σταματάει η συγκλονιστική περιγραφή του γιου, του Βύρωνα Καραγιάννη, που μέσα στην απελπισία του περίμενε κάποιο θαύμα!

Όμως το θαύμα δεν έγινε! Η Λέλα Καραγιάννη, η ηρωίδα πολύτεκνη μάνα, εκτελέστηκε από «τους θηριώδεις» Ναζί του Χίτλερ, πριν προλάβει να δει τη Λευτεριά της πατρίδας.

Πηγή:  http://www.iefimerida.gr/node/85955#ixzz2I95uavxb (διασκευή)