«Μουσεία και Εκπαίδευση: η Μουσειοπαιδαγωγική του σήμερα, στη θεωρία και στην πράξη», Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.)

«Μουσεία και Εκπαίδευση: η Μουσειοπαιδαγωγική του σήμερα, στη θεωρία και στην πράξη», Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.)
P7030018
Σήμερα συχνά πραγματοποιούνται εικαστικές συναντήσεις για παιδιά και εφήβους σε χώρους τέχνης ή μουσεία. Μέσα από την εμπειρία και τις γνώσεις μας, κατανοούμε την ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με τα μουσεία και το κατά πόσο φιλικά είναι στο κοινό και ιδιαίτερα στα παιδιά: υπάρχουν εκπαιδευτικά προγράμματα, άνθρωποι καταρτισμένοι και χώροι με ενδιαφέρον. Βέβαια, το Μουσείο ίσως είναι μια έννοια που στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων είναι κάπως περίπλοκη, κουραστική, ενίοτε βαρετή. Για ποιο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό; Λίγες είναι οι περιπτώσεις που οι έφηβοι μαθητές/τριες γνωρίζουν με πληρότητα και ακρίβεια τι είναι ένα μουσείο. Ακόμη και όσοι έχουν επισκεφθεί μουσειακούς χώρους και αίθουσες τέχνης δεν έχουν κατανοήσει- νιώσει την αποστολή τους. Συχνά οι ενήλικες κατατάσσουν την προσφορά των μουσειακών χώρων σε χαμηλή θέση σε σχέση με τις προτεραιότητες, τις δικές τους και των κοντινών τους ανθρώπων. Κατά συνέπεια, η παρουσίαση της έννοιας του μουσείου σε ένα έφηβο μαθητή δε γίνεται από την πλευρά τους με εμβάθυνση, πόσο μάλλον με ενδιαφέρον και αγάπη. Αγνοούνται συχνά επίσης σημαντικά «οφέλη», γνωστικά, πνευματικά, ψυχικά, που προσφέρει μία επίσκεψη ή ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε Μουσείο, μια και οι άνθρωποι δεν έχουν δώσει ή αποφεύγουν να δώσουν την ευκαιρία στον εαυτό τους για επαφή με συλλογές, εκθέματα και γενικότερα με το χώρο μουσείων ή τουλάχιστον να μαθαίνουν να είναι ?ανοικτοί? στο ενδεχόμενο «είσπραξης» πνευματικών «δώρων» μέσα από προσωπικές ανακαλύψεις.
Επομένως, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι άνθρωποι που είναι κοντά στα παιδιά καλούνται να παρουσιάσουν την έννοια και την αποστολή του μουσείου και των χώρων τέχνης, με τρόπο σαφή και δημιουργικό. Οποιαδήποτε ωραιοποιημένη παρουσίασή του δεν προτείνεται, γιατί το ψεύδος της θα αποκαλυφθεί στο μέλλον και το παιδί τότε, ίσως, απορρίψει το μουσείο ή το χώρο τέχνης, μια και κάθε εν δυνάμει σχέση μαζί του θα έχει ξεκινήσει με ένα ή περισσότερα ψέματα. Τα προφίλ των μουσείων επίσης επηρεάζουν τη γνώμη του παιδιού για αυτά. Όταν, για παράδειγμα, μια δική τους επίσκεψη τα έχει φορτώσει στο παρελθόν με πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι ακατανόητες ή μακριά από τη ζωή τους, το παιδί καταχωρεί το μουσείο στους βαρετούς χώρους ή τουλάχιστον στους χώρους που δεν το αφορούν. Η θετική, υγιής σύνδεση του μουσείου με το παιδί προϋποθέτει εμπνευσμένη προσέγγιση, είτε μέσα από το μουσειοπαιδαγωγικό πρόγραμμα του ίδιου του χώρου, είτε από το σχέδιο δράσης και μάθησης που θα έχει εκπονήσει με αγάπη και έμπνευση ο/η εκπαιδευτικός του σχολείου, είτε μέσα από το κλίμα (προετοιμασία, ερωτήματα?) που καλλιεργεί ο γονέας/κηδεμόνας κάθε φορά, πριν και μετά την επίσκεψη. Έτσι, από τη στιγμή που θα γίνει συνείδηση η σύνδεση του μουσείου με την καθημερινή ζωή, το μουσείο μπορεί να λάβει σημαντική θέση στη ζωή ενός εφήβου, ακόμη και αν τα εκθέματα είναι δύσκολα στην κατανόηση και ερμηνεία τους. Και στις περιπτώσεις ακόμη που ένα μουσείο δεν έχει εξελιχθεί σε ζωντανό οργανισμό που αναπνέει στην κοινωνία όπου ανήκει με ευθύνη, η εμπνευσμένη προσέγγισή του μπορεί να αλλάξει την εικόνα του ως αποθήκης έργων και παρελθόντος σε χώρο ζωής, σκέψης, δράσης, ψυχαγωγίας, προβληματισμού, μοιράσματος γνώσεων και εμπειριών. Συνειδητοποιημένοι και εμπνευσμένοι άνθρωποι, στη διοίκηση και στο προσωπικό, μπορούν να συνδράμουν σημαντικά σε αυτό το σκοπό.
Υπάρχει κατάλληλη ηλικία για να επισκεφτεί ένα παιδί ένα μουσείο; Ποια είναι αυτή; Όλες οι ηλικίες είναι κατάλληλες ή θα έπρεπε να είναι κατάλληλες για τις μουσειακές εκθέσεις. Αυτό συμβαίνει ακόμη και για εκθέσεις όπου τίθενται θέματα δυσκολίας κατανόησης, ακόμη και από το προσωπικό του μουσείου. Ο άνθρωπος που θα φέρει το παιδί στον κόσμο του μουσείου μπορεί να σημάνει την αλλαγή, την οποιαδήποτε θετική ανατροπή και καλείται να συνειδητοποιήσει το βάρος του ρόλου του, ειδικά στις «δύσκολες» εκθέσεις. Η παράμετρος «ηλικία» έχει να κάνει με τον όγκο των ερεθισμάτων και την προσέγγιση των ενοτήτων, εκθεμάτων, αιθουσών των συλλογών. Έργα τέχνης, φωτογραφίες, αρχαιολογικά ευρήματα: το υλικό του μουσείου είναι η αφετηρία για πολιτιστικές «διαδρομές» στο παιδί και στον ενήλικα. Η παρουσίαση αυτών των διαδρομών, το περιεχόμενό τους, το υλικό τους, η συνύπαρξή τους στο χώρο, η ίδια η επιμέλεια της έκθεσης, ακόμη και ο αρχιτεκτονικός χώρος του μουσείου μπορούν να επηρεάσουν τις προτιμήσεις μας. Συχνά η μουσειολογική παρουσίαση αρχαιοτήτων και το ανάλογο εκπαιδευτικό πρόγραμμα απέχουν από τα ενδιαφέροντα των παιδιών ή τουλάχιστον απέχουν από το να αποπειραθούν το κέντρισμα της προσοχής τους και της ενεργούς εμπλοκής τους. Αυτό δε σημαίνει ότι σε μία εξαιρετική ως προς την επιλογή των έργων και το στήσιμο έκθεση σύγχρονης εικαστικής τέχνης δεν μπορεί να υπάρξουν φαινόμενα δυσανεξίας από την πλευρά των παιδιών, αν η παρουσίαση και η πρόσκληση δε δίνουν αφετηρία στις εν λόγω ψυχικές, συναισθηματικές, νοητικές διαδρομές.
Αναμφισβήτητα, τα ελληνικά μουσεία και γενικότερα οι χώροι τέχνης δείχνουν τα τελευταία χρόνια μια διάθεση να δεχτούν μικρούς σε ηλικία επισκέπτες. Υπάρχουν πολλά προγράμματα που αφορούν παιδιά και οικογένειες. Είναι γεγονός ότι στη σημερινή εποχή τα προγράμματα για παιδιά και οικογένειες ολοένα και πληθαίνουν σε μουσεία, πινακοθήκες και άλλους εκθεσιακούς χώρους. Συχνά παρατηρούνται σχεδιασμοί προγραμμάτων για μαζική προσέλευση παιδιών και χαμηλό κόστος συμμετοχής που εξισορροπείται από το μεγάλο αριθμό συμμετοχών. Το γεγονός αυτό απαιτεί την προσοχή μας, μια και η σχέση εντέλει που χτίζεται ανάμεσα στο παιδί και στο έκθεμα, καθώς και στο μουσείο ως χώρο και έννοια, υπάρχει κίνδυνος να γίνει επιφανειακή, επιπόλαιη και να απομακρυνθεί από τις προσωπικές του ανάγκες εξέλιξης. Ο μεγάλος αριθμός ατόμων, στις περιπτώσεις αυτές, δυσκολεύει τη βαθειά εστίαση και πνευματική εργασία από το παιδί, όσο εμπνευσμένοι και αν είναι οι εμψυχωτές και καλοδομημένο το πρόγραμμα. Ο χρόνος επίσης, συμπιεσμένος σε τέτοιες περιπτώσεις, απαγορεύει την ανακάλυψη προσωπικών ιδιαιτεροτήτων και δυσκολιών, της ιδιαίτερης ματιάς του κάθε παιδιού. Συχνά λέγεται «Δεν πειράζει. Αρκεί που είχε μία επαφή το παιδί. Από το τίποτα, ? καλύτερα αυτό!» Ερώτημα: Το παιδί είχε επαφή ή απλά άκουσε πληροφορίες μαζί με άλλα παιδιά, τις οποίες δε γνωρίζει πώς να διαχειριστεί, και στοιχεία που δεν έχουν δημιουργήσει εγγραφές μέσα του; Μήπως κάτω από ομαδικά γέλια και επιφανειακά αστεία, από ομαδικές μεταμφιέσεις και show-off δραστηριότητες το παιδί φεύγει από την έκθεση, χωρίς να έχει δουλέψει μέσα του τίποτα, ενώ παράλληλα έχει κάνει λανθασμένες συνδέσεις και συνειρμούς σε σχέση με την έκθεση, έστω και αν δε βαρέθηκε; Με το φόβο του ?να μη βαρεθεί το παιδί?, ?να περάσει καλά?, όπως λένε οι γονείς και οι δάσκαλοι συχνά, λησμονείται η ευθύνη, ο ρόλος του παιδαγωγού, του γονέα, του εμψυχωτή στη διαμόρφωση σκεπτόμενων ανθρώπων, υγιών συναισθηματικά, μικρών (ή μεγάλων) ερευνητών, χαμογελαστών εσωτερικά ανθρώπων. ?Το να περάσει καλά το παιδί? είναι μεγάλο θέμα συζήτησης, το πότε δηλαδή αληθινά το παιδί περνά καλά. Υπάρχουν βέβαια προγράμματα στα οποία η κινητοποίηση μεγάλων αριθμών παιδιών μπορεί να δώσει δυνατά συναισθήματα και εμπειρίες στους συμμετέχοντες και τα μαζικά παιχνίδια όχι μόνο να ?διασκεδάσουν? τα παιδιά, παράλληλα με τη γνώση που προσφέρουν, αλλά και να αφήσουν το αποτύπωμά τους που ?δουλεύει? και γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας για αρκετό καιρό στη συνέχεια μέσα στη ζωή των παιδιών. Αυτές οι δραστηριότητες, όταν καταφέρουν να κρατήσουν τον πυρήνα του στόχου του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι επιτυχείς. Η στόχευση χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη εξαρχής, με έμφαση στη δημιουργία, στη φιλομάθεια, στην ανακάλυψη, στη συνεργασία, και βέβαια, στην ανακάλυψη εαυτού.
Πολλά μουσεία στην χώρα μας είναι ιδανικά για παιδιά, όταν χτίζεται κατά την επίσκεψη περιβάλλον ασφάλειας, θετικότητας και πνευματικής επαφής, όταν υπάρχει στοχευμένη προσέγγιση και δημιουργική, κεφάτη, κατάλληλης μεθοδολογίας συνεργασία με το παιδί, σεβόμενη τις ανάγκες της προσωπικότητάς του. Πώς μπορεί ένας γονιός ή ένας εκπαιδευτικός να προετοιμάσει μια επίσκεψη σε μουσείο με το παιδί του; Ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι να θέσει ένα βασικό στόχο και μερικούς δευτερεύοντες για την επίσκεψη. Δεν επισκεπτόμαστε, για παράδειγμα, ένα χώρο επειδή είναι της μόδας ή επειδή έχουμε ακούσει/διαβάσει ότι είναι καλό για τα παιδιά να επισκέπτονται μουσειακούς χώρους. Επιλέγουμε να πάμε σε ένα χώρο με το παιδί μας ή με τους μαθητές μας επειδή, για παράδειγμα, η έκθεση ασχολείται με θέματα για το ανθρώπινο σώμα ή ασκεί τις αισθήσεις ή θέτει ερωτήματα για την ομορφιά ή? ή? κ.τ.λ. Οι στόχοι αυτοί καλό είναι να έχουν ως αφετηρία όχι μόνο γνωστικά αλλά και συναισθηματικά πεδία του ανθρώπου. Επίσης, από τη στιγμή που είμαστε κοντά στα παιδιά μπορούμε να επιλέξουμε μία έκθεση, με βάση ένα θέμα που ?δουλεύει? μέσα του εκείνη την περίοδο το παιδί. Αν, για παράδειγμα, αυτό το θέμα είναι η ανθρώπινη σχέση της φιλίας μπορούμε να επιλέξουμε μία επίσκεψη σε μουσείο που δίνει τέτοια ερεθίσματα. Ωστόσο, μια ή περισσότερες δραστηριότητες με αρκετούς μαθητές/τριες που επιλέγουμε να επισκεφθούμε μαζί έως εκπαιδευτικοί ένα μουσείο, μπορούν να θέσουν ζητήματα εμπιστοσύνης, μοιράσματος, επιλογών και υγιών ορίων,? μια και όλα αυτά είναι παράμετροι της μαθησιακής διαδικασίας και της εκπαιδευτικής σχέσης, ανεξάρτητα από τα ίδια τα εκθέματα και τις συλλογές.
Επιπροσθέτως, ορισμένα στοιχεία μπορούν να εμπλουτίσουν μια επίσκεψη σε μια μουσειακή έκθεση: ο καλός σχεδιασμός πριν την επίσκεψη, η ευελιξία και άνεση απέναντι σε κάθε αναδυόμενη ανάγκη εκτροπής από τη σχεδιασμένη δομή στη διάρκεια της επίσκεψης, η προσαρμογή/αναπροσαρμογή του λόγου, των παραδειγμάτων, των εξηγήσεων, των αφηγήσεων, των παιχνιδιών στα ερωτήματα που έρχονται από τους μαθητές/τριες, τα παιχνίδια παρατήρησης και θησαυρού, η επιδίωξη της συνεργασίας, η ανάθεση πρωτοβουλιών, η διαρκής, θετική και εμπνευσμένη παρουσία μας κοντά στα παιδιά, τα οποία αφήνουμε να πρωταγωνιστήσουν στην επίσκεψη και εμείς αρκούμαστε στο ρόλο της πυροδότησης συναισθημάτων, λόγου και αντιδράσεων, στην καλλιέργεια ζεστής ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης και ασφάλειας, στη διαρκή προσφορά εμπνεύσεων, αναφορών, συνδέσεων με τη ζωή και την καθημερινότητα, σε μικρές ανακεφαλαιώσεις, σε ευτυχείς ανάπαυλες, κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε κουρασμένα ή κορεσμένα βλέμματα.
Φεύγοντας από ένα μουσείο, αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που μένει στους μαθητές/τριές μας? Για την ακρίβεια τι είναι αυτό που θα πρέπει να μένει? Όταν το παιδί εκφραστεί με το δημιουργό-εαυτό του, το λόγο του, το πρόσωπό του μέσα στο μουσείο, ακριβώς μέσα στην ατμόσφαιρα, στο περιβάλλον της έκθεσης, χωρίς εκπτώσεις στους στόχους της επίσκεψης, θα φύγει από το μουσείο με συναισθήματα, εικόνες, γνώσεις, αναφορές στη ζωή του (άρα στοιχεία που το αφορούν), ερωτήματα προς απάντηση, πνευματικές ζυμώσεις, υλικό προς ανακάλυψη για τη συνέχεια και ενδεχομένως νέες φιλίες (με άλλα παιδιά, με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, εν ζωή ή όχι). Τότε, το μουσείο μεταμορφώνεται μέσα του από ένα στοιχείο σε πολλά μαζί μέσα σε ένα χώρο, σε μια αγκαλιά παλλόμενη και ζωντανή.
Μπορεί, τελικά, στα πλαίσια της επίσκεψης σε ένα μουσείο να συνδυαστεί η ψυχαγωγία με τη γνώση, μια και η γνώση είναι αγωγή της ψυχής στην ολιστική τουλάχιστον εκπαίδευση. Εξάλλου, για την επίσκεψη σε ένα μουσείο οφείλουμε να έχουμε τέτοια αφετηρία, τέτοια προσέγγιση. Στις ημέρες μας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη προσφορά προγραμμάτων και σημαντικές απόπειρες για το δέσιμο μουσείου-σχολείου σε στενή συνεργασία των δύο, με άμεση την ανάγκη για υποστήριξη της Πολιτείας, ειδικά στο επίπεδο των συνεργασιών. Προσοχή χρειάζεται και από τις δύο πλευρές, της προσφοράς και της ζήτησης, με καλή στοχοθεσία και στη συνέχεια βαθειά εστίαση στους εκάστοτε στόχους. Η αυτοαξιολόγηση του γονέα, του εκπαιδευτικού, του μουσειοπαιδαγωγού, του εμψυχωτή, του ίδιου του μουσείου μέσω της διεύθυνσης και του προσωπικού του, σε συνέχεια και με συνέπεια, βελτιώνουν τις συνθήκες στο σύνολό τους. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο επισκέψεις σε μουσεία να έχουν τροφοδοτήσει θετικά τη σχέση γονέα-παιδιού, εκπαιδευτικού-μαθητών/τριών, τις σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά μιας ομάδας, τη σχέση που έχει το παιδί με τον εαυτό του αλλά και ο ενήλικας με τον εαυτό του. Ας έχουμε «ανοιχτή», βιωματική, αληθινή σχέση με τα μουσεία, την Τέχνη και τους χώρους της, για να προχωρούμε όλοι οι «παράγοντες» της κοινωνικοποίησης και της παιδευτικής διαδικασίας με διάθεση εξέλιξης, αυτοβελτίωσης, πλήρωσης.
Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, στις μέρες μας τα μουσεία θεωρούνται η καλύτερη εκπαιδευτική μέθοδος καθώς μέσα από μια επίσκεψη σε ένα μουσείο οι νέοι συνειδητοποιούν ότι η μάθηση δεν περιορίζεται στα στενά όρια της αίθουσας και ότι οι γνώσεις δεν αποκτιούνται μόνο μέσα από τα βιβλία αλλά και με «διασκεδαστικό» τρόπο μέσω επισκέψεων σε εκπαιδευτικούς χώρους. Ωστόσο, πολλές φορές, η επίσκεψη σε ένα μουσείο λόγω της απόστασης ή λόγω οικονομικών παραγόντων είναι δύσκολη ιδιαίτερα στις μέρες μας. Γι? αυτόν το λόγο έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια τα ψηφιακά μουσεία δηλαδή μουσεία στον κυβερνοχώρο που δίνουν έμφαση στην εξασφάλιση απρόσκοπτης πρόσβασης στο υλικό του κάθε μουσείου και στην γνωστική και συγκινησιακή εμπλοκή του κοινού μέσα από νέες, καινοτόμες προσεγγίσεις.
Ο αριθμός των ιστοσελίδων των μουσείων στο Internet είναι μέχρι σήμερα 10.000 και καθημερινά αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα μουσείο να προστίθεται στη λίστα σχεδόν καθημερινά. Η ανταπόκριση του κοινού είναι εντυπωσιακή. Ορισμένα μουσεία μάλιστα απαριθμούν περισσότερες επισκέψεις στον Κυβερνοχώρο παρά στον φυσικό τους χώρο. Ένας λόγος της απότομης ανάπτυξης των ψηφιακών μουσείων είναι ότι ο «επισκέπτης» δεν δέχεται παθητικά τις γνώσεις που του προσφέρονται αλλά μπορεί να αλληλεπιδρά και να συμμετέχει σε διαδικτυακά εκπαιδευτικά προγράμματα που παρέχουν τέτοια είδη μουσείων. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται σχέσεις συνεργασίας και επικοινωνίας μεταξύ του μουσείου που παρέχει αυτά τα προγράμματα και των χρηστών του διαδικτύου. Μπορεί, λοιπόν, αυτό το «κορυφαίο» να γίνει καλύτερο; Μπορεί, με το έργο CHESS. (Cultural-Heritage Experiences through Socio-personal interactions and Storytelling δηλ. πολιτιστική κληρονομιά μέσω κοινωνικο-προσωπικής αλληλεπίδρασης και εξιστόρησης). Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή CHESS αφηγείται στον κάθε επισκέπτη μια συγκεκριμένη ιστορία που επικεντρώνεται στα εκθέματα που είναι πιο σχετικά με τα ενδιαφέροντά του, με λιγότερες ή περισσότερες λεπτομέρειες ανάλογα με την επιθυμία του. Οι ιστορίες μπορούν να εμπλουτιστούν με πολυμέσα, παιχνίδια 3D και ενισχυμένης πραγματικότητας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα αντικείμενα μιλούν και προσκαλούν τους επισκέπτες να αλληλεπιδράσουν μαζί τους. Φεύγοντας από το εικονικό μουσείο, ο επισκέπτης θα μπορεί να βρει ενθύμια -π.χ. ένα βίντεο ή μια εικόνα- της επίσκεψής του στην ιστοσελίδα του μουσείου, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να μοιραστεί μια προσωπική του ανάμνηση με την οικογένεια και τους φίλους τους.
Ωστόσο, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης των ψηφιακών μουσείων έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο ερώτημα: κατά πόσο μπορεί ένα ηλεκτρονικό-ψηφιακό μουσείο να αντικαταστήσει επάξια το «κλασικό» μουσείο. Το όφελος ενός ψηφιακού μουσείου για το κοινό είναι προφανές καθώς του δίνεται η δυνατότητα για εναλλακτική αναζήτηση πληροφοριών εκτός από τις ήδη υπάρχουσες. Επίσης οι πληροφορίες είναι περισσότερες μέσω του υπολογιστή, άρα ο χρήστης ενημερώνεται καλύτερα. Ωστόσο η άμεση επαφή με το χώρο του μουσείου και τα ίδια τα αντικείμενα δεν αντικαθίσταται. Αυτό είναι και το βασικό πλεονέκτημα των συμβατικών μουσείων. Η όλη ατμόσφαιρα, το κλίμα, η επαφή με τους ιθύνοντες ακόμα και η μυρωδιά του χώρου δεν αντικαθίσταται από μία απλή οθόνη. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ηλεκτρονικό-εικονικό μουσείο λειτουργεί ως επέκταση, ως μία από τις υπηρεσίες του παραδοσιακού μουσείου.

«Μουσεία και Εκπαίδευση: η Μουσειοπαιδαγωγική του σήμερα, στη θεωρία και στην πράξη», Αμαλία Κ. Ηλιάδη Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ? το Α.Π.Θ.)

«Μουσεία και Εκπαίδευση: η Μουσειοπαιδαγωγική του σήμερα, στη θεωρία και στην πράξη», Αμαλία Κ. Ηλιάδη

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ? το Α.Π.Θ.)

Σήμερα συχνά πραγματοποιούνται εικαστικές συναντήσεις για παιδιά και  εφήβους σε χώρους τέχνης ή μουσεία. Μέσα από την εμπειρία και τις γνώσεις μας, κατανοούμε  την ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με τα μουσεία και το κατά πόσο φιλικά είναι στο κοινό και ιδιαίτερα στα παιδιά: υπάρχουν εκπαιδευτικά προγράμματα, άνθρωποι καταρτισμένοι και χώροι με ενδιαφέρον. Βέβαια,  το Μουσείο ίσως είναι μια έννοια που στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων  είναι κάπως περίπλοκη, κουραστική,  ενίοτε βαρετή. Για ποιο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό; Λίγες είναι οι περιπτώσεις που οι έφηβοι  μαθητές/τριες γνωρίζουν με πληρότητα και ακρίβεια τι είναι ένα μουσείο. Ακόμη και όσοι  έχουν επισκεφθεί μουσειακούς χώρους και αίθουσες τέχνης δεν έχουν κατανοήσει- νιώσει την αποστολή τους. Συχνά οι ενήλικες κατατάσσουν την προσφορά των μουσειακών χώρων σε χαμηλή θέση σε σχέση με τις προτεραιότητες, τις δικές τους και των κοντινών τους ανθρώπων.  Κατά συνέπεια, η παρουσίαση της έννοιας του μουσείου σε ένα έφηβο μαθητή  δε γίνεται από την πλευρά τους με εμβάθυνση, πόσο μάλλον με ενδιαφέρον και αγάπη. Αγνοούνται συχνά επίσης σημαντικά «οφέλη», γνωστικά, πνευματικά, ψυχικά, ? που προσφέρει  μία επίσκεψη ή ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε Μουσείο, μια και οι άνθρωποι δεν έχουν δώσει ή αποφεύγουν να δώσουν την ευκαιρία στον εαυτό τους για επαφή με συλλογές, εκθέματα και γενικότερα με το χώρο μουσείων ή τουλάχιστον να μαθαίνουν να είναι ?ανοικτοί? στο ενδεχόμενο «είσπραξης»  πνευματικών «δώρων» μέσα από προσωπικές ανακαλύψεις.

Επομένως, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι άνθρωποι που είναι κοντά στα παιδιά καλούνται να παρουσιάσουν την έννοια και την αποστολή του μουσείου και των χώρων τέχνης, με τρόπο σαφή και δημιουργικό. Οποιαδήποτε ωραιοποιημένη παρουσίασή του δεν προτείνεται, γιατί το ψεύδος της θα αποκαλυφθεί στο μέλλον και το παιδί τότε, ίσως,  απορρίψει το μουσείο ή το χώρο τέχνης, μια και κάθε εν δυνάμει σχέση μαζί του θα έχει ξεκινήσει  με ένα ή περισσότερα ψέματα. Τα προφίλ των μουσείων επίσης επηρεάζουν τη γνώμη του παιδιού για αυτά. Όταν, για παράδειγμα, μια δική τους επίσκεψη τα έχει φορτώσει στο παρελθόν με πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι ακατανόητες ή μακριά από τη ζωή τους, το παιδί καταχωρεί το μουσείο στους βαρετούς χώρους ή τουλάχιστον στους χώρους που δεν το αφορούν. Η θετική, υγιής σύνδεση του μουσείου με το παιδί προϋποθέτει εμπνευσμένη προσέγγιση, είτε μέσα από το μουσειοπαιδαγωγικό πρόγραμμα του ίδιου του χώρου, είτε από το σχέδιο δράσης και μάθησης που θα έχει εκπονήσει με αγάπη και έμπνευση ο/η εκπαιδευτικός του σχολείου, είτε μέσα από το κλίμα (προετοιμασία, ερωτήματα?) που καλλιεργεί ο γονέας/κηδεμόνας κάθε φορά, πριν και μετά την επίσκεψη. Έτσι, από τη στιγμή που θα γίνει συνείδηση η σύνδεση του μουσείου με την καθημερινή ζωή, το μουσείο μπορεί να λάβει σημαντική  θέση στη ζωή ενός εφήβου, ακόμη και αν τα εκθέματα είναι δύσκολα  στην κατανόηση και ερμηνεία τους. Και στις περιπτώσεις ακόμη που ένα μουσείο δεν έχει εξελιχθεί σε ζωντανό οργανισμό που αναπνέει στην κοινωνία όπου ανήκει  με ευθύνη, η εμπνευσμένη προσέγγισή του μπορεί να αλλάξει την εικόνα του ως αποθήκης έργων και παρελθόντος σε χώρο ζωής, σκέψης, δράσης, ψυχαγωγίας, προβληματισμού, μοιράσματος γνώσεων και εμπειριών. Συνειδητοποιημένοι και εμπνευσμένοι άνθρωποι, στη διοίκηση και στο προσωπικό,  μπορούν να συνδράμουν σημαντικά σε αυτό το σκοπό.

Υπάρχει κατάλληλη ηλικία για να επισκεφτεί ένα παιδί ένα μουσείο; Ποια είναι αυτή; Όλες οι ηλικίες είναι κατάλληλες ή θα έπρεπε να είναι κατάλληλες για τις μουσειακές εκθέσεις. Αυτό συμβαίνει ακόμη και για εκθέσεις όπου τίθενται θέματα  δυσκολίας κατανόησης, ακόμη και από το προσωπικό του μουσείου. Ο άνθρωπος που θα φέρει το παιδί στον κόσμο του μουσείου μπορεί να σημάνει την αλλαγή, την οποιαδήποτε θετική ανατροπή και καλείται να συνειδητοποιήσει το βάρος του ρόλου του, ειδικά στις «δύσκολες» εκθέσεις. Η παράμετρος «ηλικία» έχει να κάνει με τον όγκο των ερεθισμάτων και την προσέγγιση των ενοτήτων, εκθεμάτων, αιθουσών των συλλογών? Έργα τέχνης, φωτογραφίες, αρχαιολογικά ευρήματα: το υλικό του μουσείου είναι η αφετηρία για πολιτιστικές «διαδρομές»  στο παιδί και στον ενήλικα. Η παρουσίαση αυτών των διαδρομών, το περιεχόμενό τους, το υλικό τους, η συνύπαρξή τους στο χώρο, η ίδια η επιμέλεια της έκθεσης, ακόμη και ο αρχιτεκτονικός χώρος του μουσείου μπορούν να επηρεάσουν τις προτιμήσεις μας. Συχνά η μουσειολογική παρουσίαση αρχαιοτήτων και το ανάλογο εκπαιδευτικό πρόγραμμα απέχουν από τα ενδιαφέροντα των παιδιών ή τουλάχιστον απέχουν από το να αποπειραθούν το κέντρισμα της προσοχής τους και της ενεργούς εμπλοκής τους. Αυτό δε σημαίνει ότι σε μία εξαιρετική ως προς την επιλογή των έργων και το στήσιμο έκθεση σύγχρονης εικαστικής τέχνης δεν μπορεί να υπάρξουν φαινόμενα δυσανεξίας από την πλευρά των παιδιών, αν η παρουσίαση και η πρόσκληση δε δίνουν αφετηρία στις εν λόγω ψυχικές, συναισθηματικές, νοητικές διαδρομές.

Αναμφισβήτητα,  τα ελληνικά μουσεία και γενικότερα οι χώροι τέχνης δείχνουν τα τελευταία χρόνια μια διάθεση να δεχτούν μικρούς σε ηλικία επισκέπτες. Υπάρχουν πολλά προγράμματα που αφορούν παιδιά και οικογένειες. Είναι γεγονός ότι στη σημερινή εποχή τα προγράμματα για παιδιά και οικογένειες ολοένα και πληθαίνουν σε μουσεία, πινακοθήκες και άλλους εκθεσιακούς χώρους. Συχνά παρατηρούνται σχεδιασμοί προγραμμάτων για μαζική προσέλευση παιδιών και χαμηλό κόστος συμμετοχής που εξισορροπείται από το μεγάλο αριθμό συμμετοχών. Το γεγονός αυτό απαιτεί την προσοχή μας, μια και η σχέση εντέλει που χτίζεται ανάμεσα στο παιδί και στο έκθεμα, καθώς και στο μουσείο ως χώρο και έννοια, υπάρχει κίνδυνος να γίνει επιφανειακή, επιπόλαιη και να απομακρυνθεί από τις προσωπικές του ανάγκες εξέλιξης. Ο μεγάλος αριθμός ατόμων, στις περιπτώσεις αυτές,  δυσκολεύει τη βαθειά εστίαση και πνευματική εργασία από το παιδί, όσο εμπνευσμένοι και αν είναι οι εμψυχωτές και καλοδομημένο το πρόγραμμα. Ο χρόνος επίσης, συμπιεσμένος σε τέτοιες περιπτώσεις, απαγορεύει την ανακάλυψη προσωπικών ιδιαιτεροτήτων και δυσκολιών, της ιδιαίτερης ματιάς του κάθε παιδιού. Συχνά λέγεται «Δεν πειράζει. Αρκεί που είχε μία επαφή το παιδί. Από το τίποτα, ? καλύτερα αυτό!» Ερώτημα: Το παιδί είχε επαφή ή απλά άκουσε πληροφορίες μαζί με άλλα παιδιά, τις οποίες δε γνωρίζει πώς να διαχειριστεί, και στοιχεία που δεν έχουν δημιουργήσει εγγραφές μέσα του; Μήπως κάτω από ομαδικά γέλια και επιφανειακά αστεία, από ομαδικές μεταμφιέσεις και show-off δραστηριότητες το παιδί φεύγει από την έκθεση, χωρίς να έχει δουλέψει μέσα του τίποτα, ενώ παράλληλα έχει κάνει λανθασμένες συνδέσεις και συνειρμούς σε σχέση με την έκθεση, έστω και αν δε βαρέθηκε; Με το φόβο του ?να μη βαρεθεί το παιδί?, ?να περάσει καλά?, όπως λένε οι γονείς και οι δάσκαλοι  συχνά, λησμονείται η ευθύνη, ο ρόλος του παιδαγωγού, του γονέα, του εμψυχωτή στη διαμόρφωση σκεπτόμενων ανθρώπων, υγιών συναισθηματικά, μικρών (ή μεγάλων) ερευνητών, χαμογελαστών εσωτερικά ανθρώπων. ?Το να περάσει καλά το παιδί? είναι μεγάλο θέμα συζήτησης, το πότε δηλαδή αληθινά το παιδί περνά καλά. Υπάρχουν βέβαια προγράμματα στα οποία η κινητοποίηση μεγάλων αριθμών παιδιών μπορεί να δώσει δυνατά συναισθήματα και εμπειρίες στους συμμετέχοντες και τα μαζικά παιχνίδια όχι μόνο να ?διασκεδάσουν? τα παιδιά, παράλληλα με τη γνώση που προσφέρουν, αλλά και να αφήσουν το αποτύπωμά τους που ?δουλεύει? και γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας για αρκετό καιρό στη συνέχεια μέσα στη ζωή των παιδιών. Αυτές οι δραστηριότητες, όταν καταφέρουν να κρατήσουν τον πυρήνα του στόχου του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι επιτυχείς. Η στόχευση χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη εξαρχής, με έμφαση στη δημιουργία, στη φιλομάθεια, στην ανακάλυψη, στη συνεργασία, και βέβαια, στην ανακάλυψη εαυτού.

Πολλά μουσεία στην χώρα μας  είναι ιδανικά για παιδιά, όταν χτίζεται κατά την επίσκεψη περιβάλλον ασφάλειας, θετικότητας και πνευματικής επαφής, όταν υπάρχει στοχευμένη προσέγγιση και δημιουργική, κεφάτη, κατάλληλης μεθοδολογίας συνεργασία με το παιδί, σεβόμενη τις ανάγκες της προσωπικότητάς του. Πώς μπορεί ένας γονιός ή ένας εκπαιδευτικός να προετοιμάσει μια επίσκεψη σε μουσείο με το παιδί του; Ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι να θέσει ένα βασικό στόχο και μερικούς δευτερεύοντες για την επίσκεψη. Δεν επισκεπτόμαστε, για παράδειγμα, ένα χώρο επειδή είναι της μόδας ή επειδή έχουμε ακούσει/διαβάσει ότι είναι καλό για τα παιδιά να επισκέπτονται μουσειακούς χώρους. Επιλέγουμε να πάμε σε ένα χώρο με το παιδί μας ή με τους μαθητές μας  επειδή, για παράδειγμα, η έκθεση ασχολείται με  θέματα για το ανθρώπινο σώμα ή ασκεί τις αισθήσεις ή θέτει ερωτήματα για την ομορφιά ή? ή? κ.τ.λ. Οι στόχοι αυτοί καλό είναι να έχουν ως αφετηρία όχι μόνο γνωστικά αλλά και συναισθηματικά πεδία του ανθρώπου. Επίσης, από τη στιγμή που είμαστε κοντά στα παιδιά μπορούμε να επιλέξουμε μία έκθεση, με βάση ένα θέμα που ?δουλεύει? μέσα του εκείνη την περίοδο το παιδί. Αν, για παράδειγμα, αυτό το θέμα είναι η ανθρώπινη σχέση της φιλίας μπορούμε να επιλέξουμε μία επίσκεψη σε μουσείο που δίνει τέτοια ερεθίσματα. Ωστόσο, μια ή περισσότερες δραστηριότητες  με αρκετούς μαθητές/τριες που επιλέγουμε να επισκεφθούμε μαζί έως εκπαιδευτικοί ένα μουσείο, μπορούν να θέσουν ζητήματα εμπιστοσύνης, μοιράσματος, επιλογών και υγιών ορίων,? μια και όλα αυτά είναι παράμετροι της μαθησιακής διαδικασίας και της εκπαιδευτικής σχέσης, ανεξάρτητα από τα ίδια τα εκθέματα και τις συλλογές.

Επιπροσθέτως, ορισμένα  στοιχεία  μπορούν να εμπλουτίσουν μια επίσκεψη σε μια μουσειακή έκθεση: ο καλός σχεδιασμός πριν την επίσκεψη, η ευελιξία και άνεση απέναντι σε κάθε αναδυόμενη ανάγκη εκτροπής από τη σχεδιασμένη δομή στη διάρκεια της επίσκεψης, η προσαρμογή/αναπροσαρμογή του λόγου, των παραδειγμάτων, των εξηγήσεων, των αφηγήσεων, των παιχνιδιών στα ερωτήματα που έρχονται από τους μαθητές/τριες, τα παιχνίδια παρατήρησης και θησαυρού,  η επιδίωξη της συνεργασίας, η ανάθεση πρωτοβουλιών,  η διαρκής, θετική και εμπνευσμένη παρουσία μας κοντά στα παιδιά, τα οποία αφήνουμε να πρωταγωνιστήσουν στην επίσκεψη και εμείς αρκούμαστε στο ρόλο της πυροδότησης συναισθημάτων, λόγου και αντιδράσεων, στην καλλιέργεια ζεστής ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης και ασφάλειας, στη διαρκή προσφορά εμπνεύσεων, αναφορών, συνδέσεων με τη ζωή και την καθημερινότητα, σε μικρές ανακεφαλαιώσεις, σε ευτυχείς ανάπαυλες, κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε κουρασμένα ή κορεσμένα βλέμματα.

Φεύγοντας από ένα μουσείο, αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που μένει στους μαθητές/τριές μας? Για την ακρίβεια τι είναι αυτό που θα πρέπει να μένει? Όταν το παιδί εκφραστεί με  το δημιουργό-εαυτό του, το λόγο του, το πρόσωπό του μέσα στο μουσείο, ακριβώς μέσα στην ατμόσφαιρα, στο περιβάλλον της έκθεσης, χωρίς εκπτώσεις στους στόχους της επίσκεψης, θα φύγει από το μουσείο με συναισθήματα, εικόνες, γνώσεις, αναφορές στη ζωή του (άρα στοιχεία που το αφορούν), ερωτήματα προς απάντηση, πνευματικές ζυμώσεις, υλικό προς ανακάλυψη για τη συνέχεια και ενδεχομένως νέες φιλίες (με άλλα παιδιά, με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, εν ζωή ή όχι). Τότε, το μουσείο μεταμορφώνεται μέσα του από ένα στοιχείο σε πολλά μαζί μέσα σε ένα χώρο, σε μια αγκαλιά παλλόμενη και ζωντανή.

Μπορεί, τελικά,  στα πλαίσια της επίσκεψης σε ένα μουσείο να συνδυαστεί η ψυχαγωγία με τη γνώση,  μια και η γνώση είναι αγωγή της ψυχής στην ολιστική τουλάχιστον εκπαίδευση. Εξάλλου,  για την επίσκεψη σε ένα μουσείο οφείλουμε να έχουμε τέτοια αφετηρία, τέτοια προσέγγιση. Στις ημέρες μας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη προσφορά προγραμμάτων και σημαντικές απόπειρες για το δέσιμο μουσείου-σχολείου σε στενή συνεργασία των δύο, με άμεση την ανάγκη για  υποστήριξη της Πολιτείας, ειδικά στο επίπεδο των συνεργασιών. Προσοχή χρειάζεται και από τις δύο πλευρές, της προσφοράς και της ζήτησης, με καλή στοχοθεσία και στη συνέχεια βαθειά εστίαση στους εκάστοτε στόχους. Η αυτοαξιολόγηση του γονέα, του εκπαιδευτικού, του μουσειοπαιδαγωγού, του εμψυχωτή, του ίδιου του μουσείου μέσω της διεύθυνσης και του προσωπικού του, σε συνέχεια και με συνέπεια, βελτιώνουν τις συνθήκες στο σύνολό τους. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο επισκέψεις σε μουσεία να έχουν τροφοδοτήσει θετικά τη σχέση γονέα-παιδιού, εκπαιδευτικού-μαθητών/τριών, τις σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά μιας ομάδας, τη σχέση που έχει το παιδί με τον εαυτό του αλλά και ο ενήλικας με τον εαυτό του. Ας έχουμε «ανοιχτή», βιωματική, αληθινή σχέση με τα μουσεία, την Τέχνη και τους χώρους της, για να προχωρούμε όλοι οι «παράγοντες»  της κοινωνικοποίησης και της παιδευτικής διαδικασίας με διάθεση εξέλιξης, αυτοβελτίωσης, πλήρωσης.

Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, στις  μέρες  μας  τα  μουσεία  θεωρούνται  η  καλύτερη  εκπαιδευτική  μέθοδος  καθώς  μέσα  από  μια  επίσκεψη  σε  ένα  μουσείο  οι  νέοι  συνειδητοποιούν  ότι  η  μάθηση  δεν  περιορίζεται  στα  στενά  όρια  της  αίθουσας  και  ότι  οι  γνώσεις  δεν  αποκτιούνται  μόνο  μέσα  από  τα  βιβλία  αλλά  και  με  «διασκεδαστικό»  τρόπο  μέσω  επισκέψεων  σε εκπαιδευτικούς  χώρους. Ωστόσο,  πολλές  φορές,  η  επίσκεψη  σε  ένα  μουσείο  λόγω  της  απόστασης  ή  λόγω  οικονομικών  παραγόντων  είναι  δύσκολη  ιδιαίτερα  στις  μέρες  μας. Γι?  αυτόν  το  λόγο  έχουν  δημιουργηθεί  τα  τελευταία  χρόνια  τα  ψηφιακά  μουσεία  δηλαδή  μουσεία  στον  κυβερνοχώρο  που  δίνουν  έμφαση  στην  εξασφάλιση  απρόσκοπτης  πρόσβασης  στο  υλικό  του  κάθε  μουσείου  και  στην  γνωστική  και  συγκινησιακή  εμπλοκή  του  κοινού  μέσα  από  νέες,  καινοτόμες  προσεγγίσεις.

Ο  αριθμός  των  ιστοσελίδων  των  μουσείων  στο  Internet  είναι  μέχρι  σήμερα  10.000  και  καθημερινά  αυξάνεται  σε  τέτοιο  βαθμό  ώστε  ένα  μουσείο  να  προστίθεται  στη  λίστα  σχεδόν  καθημερινά. Η  ανταπόκριση  του  κοινού  είναι  εντυπωσιακή. Ορισμένα  μουσεία  μάλιστα  απαριθμούν  περισσότερες  επισκέψεις  στον  Κυβερνοχώρο  παρά  στον  φυσικό  τους  χώρο. Ένας  λόγος  της  απότομης  ανάπτυξης  των  ψηφιακών  μουσείων  είναι  ότι  ο  «επισκέπτης»  δεν  δέχεται  παθητικά  τις  γνώσεις  που  του  προσφέρονται  αλλά  μπορεί  να  αλληλεπιδρά  και  να  συμμετέχει  σε  διαδικτυακά  εκπαιδευτικά  προγράμματα  που  παρέχουν  τέτοια  είδη  μουσείων. Με  αυτόν  τον  τρόπο  δημιουργούνται  σχέσεις  συνεργασίας  και  επικοινωνίας  μεταξύ  του  μουσείου  που  παρέχει  αυτά  τα  προγράμματα  και  των  χρηστών  του  διαδικτύου. Μπορεί,  λοιπόν, αυτό  το  «κορυφαίο»  να  γίνει  καλύτερο; Μπορεί,  με  το  έργο  CHESS. (Cultural-Heritage Experiences  through  Socio-personal  interactions  and  Storytelling  δηλ. πολιτιστική  κληρονομιά  μέσω  κοινωνικο-προσωπικής  αλληλεπίδρασης  και  εξιστόρησης). Πιο  συγκεκριμένα,  η  εφαρμογή  CHESS  αφηγείται  στον  κάθε  επισκέπτη  μια  συγκεκριμένη  ιστορία  που  επικεντρώνεται  στα  εκθέματα  που  είναι  πιο  σχετικά  με  τα  ενδιαφέροντά  του, με  λιγότερες  ή  περισσότερες  λεπτομέρειες  ανάλογα  με  την  επιθυμία  του. Οι  ιστορίες  μπορούν  να  εμπλουτιστούν  με  πολυμέσα, παιχνίδια  3D  και  ενισχυμένης  πραγματικότητας, ενώ  σε  κάποιες  περιπτώσεις  τα  αντικείμενα  μιλούν  και  προσκαλούν  τους  επισκέπτες  να  αλληλεπιδράσουν  μαζί  τους. Φεύγοντας  από  το  εικονικό μουσείο, ο  επισκέπτης  θα  μπορεί  να  βρει  ενθύμια -π.χ.  ένα  βίντεο  ή  μια  εικόνα-  της   επίσκεψής  του  στην  ιστοσελίδα  του  μουσείου, έχοντας  πλέον  τη  δυνατότητα  να  μοιραστεί  μια  προσωπική  του  ανάμνηση  με  την  οικογένεια  και  τους  φίλους  τους.

Ωστόσο,  λόγω  της  ραγδαίας  ανάπτυξης  των  ψηφιακών  μουσείων  έχει  δημιουργηθεί  ένα  μεγάλο  ερώτημα: κατά  πόσο  μπορεί  ένα  ηλεκτρονικό-ψηφιακό μουσείο  να  αντικαταστήσει  επάξια  το  «κλασικό»  μουσείο. Το  όφελος  ενός  ψηφιακού  μουσείου  για  το  κοινό  είναι  προφανές  καθώς  του  δίνεται  η  δυνατότητα  για  εναλλακτική  αναζήτηση  πληροφοριών  εκτός  από  τις  ήδη  υπάρχουσες.  Επίσης  οι  πληροφορίες  είναι  περισσότερες  μέσω  του  υπολογιστή, άρα  ο  χρήστης  ενημερώνεται  καλύτερα. Ωστόσο  η  άμεση  επαφή  με  το  χώρο  του  μουσείου  και  τα  ίδια  τα  αντικείμενα  δεν  αντικαθίσταται. Αυτό  είναι  και  το  βασικό  πλεονέκτημα  των  συμβατικών  μουσείων. Η  όλη  ατμόσφαιρα, το  κλίμα, η  επαφή  με  τους  ιθύνοντες  ακόμα  και  η  μυρωδιά  του  χώρου  δεν  αντικαθίσταται  από  μία  απλή  οθόνη. Οπότε  θα  μπορούσαμε  να  πούμε  ότι  το  ηλεκτρονικό-εικονικό  μουσείο  λειτουργεί  ως  επέκταση, ως  μία  από  τις  υπηρεσίες  του  παραδοσιακού  μουσείου.

Πηγές : Paidorama.com [ http://www.paidorama.com/sinenteuksi-me-tin-mouseiopaidagwgo-maria-aggeli.html  ]

http://odysseus.culture.gr/h/1/gh154.jsp?obj_id=3249 , http://odysseus.culture.gr/h/1/gh151.jsp?obj_id=3249

http://www.thebritishmuseum.ac.uk.

http://www.apodimos.com/arthra/09/Jun/H_ARXITEKTONIKH_TON_ARXAION_ELLHNON_KAI_TIS_ARXAIAS_ELLADAS/index.htm

http://www.matia.gr/library/ebook_14/ , http://www.europe-greece.com/arxaiologika.php