«Ο Σωκράτης ως μία από τις κεντρικές φυσιογνωμίες της ιστορίας της σκέψης», Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια του 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

«Ο Σωκράτης ως μία από τις κεντρικές φυσιογνωμίες της ιστορίας της σκέψης», Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια του 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
P1110507
ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ=Η ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε άνθρωπο(—Απολογία Σωκράτους)
Ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 – 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μίας μαίας, ο Σωκράτης πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι πέρασε όλη τη ζωή αδιαφορώντας για τα οικονομικά ζητήματα (από εδώ πηγάζουν και όλα τα ανέκδοτα για τους καβγάδες με τη γυναίκα του Ξανθίππη) και το ότι πολέμησε γενναία ως οπλίτης (είχε επομένως τα μέσα να προμηθευτεί το δαπανηρό οπλισμό που χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές αυτοί) στις μάχες της Ποτίδαιας το 429, της Δήλου το 424 και της Αμφίπολης το 422, στην πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου.
Αυτές ήταν, όπως φαίνεται, οι μόνες φορές που ο Σωκράτης απομακρύνθηκε από την πόλη του και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να ασκήσει πάνω στους συμπολίτες του την τέχνη εκείνη της «μαιευτικής», που η μητέρα του ασκούσε στις γυναίκες. Η δραστηριότητα αυτή τον απορρόφησε τελείως και δε θέλησε ποτέ, από προσωπικές πολιτικές πεποιθήσεις, να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή της εποχής του (ο Σωκράτης δικαιολογούνταν με τον ισχυρισμό ότι του το απαγόρευε το «δαιμόνιόν» του, ειρωνική, κατά ένα μέρος, και σοβαρή, κατά ένα άλλο, προσωποποίηση της συνείδησής του) μόνο δύο φορές βρέθηκε στην ανάγκη να αναλάβει δημόσια καθήκοντα: μία φορά, επί δημοκρατικού καθεστώτος, όταν, ως επιστάτης των πρυτάνεων, αντιτάχθηκε στη συνοπτική καταδίκη των στρατηγών, που νίκησαν στις Αρχινούσες (406 π.Χ.), οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί ότι δεν έσωσαν τους ναυαγούς. Τη δεύτερη φορά, την εποχή των Τριάκοντα Τυράννων, όταν αρνήθηκε να γίνει συνένοχος στην πολιτική δολοφονία κάποιου Λέοντα από τη Σαλαμίνα. Και στις δύο περιπτώσεις ο Σωκράτης διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο και σώθηκε μόνο από τις πολιτικές μεταβολές που είχαν μεσολαβήσει. Η διάσταση αυτή, μεταξύ του Σωκράτη και της πολιτικής ζωής της πόλης (ανεξάρτητα από το πολιτικό καθεστώς που υπήρχε) έγινε βαρύτερη και οριστική μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού καθεστώτος: διατυπώθηκε εναντίον του η κατηγορία ότι δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης και ότι διαφθείρει τους νέους. Κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε να πιει το κώνειο. Ο Πλάτων στην «Απολογία», στον «Τρίτωνα» και στο «Φαίδωνα» απαθανάτισε τις φράσεις της δίκης, την άρνηση του Σωκράτη να αποφύγει την καταδίκη και τις τελευταίες στιγμές του, υψώνοντας τον σε παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο φιλόσοφος αντιμετωπίζει το θάνατο από αγάπη προς τη δικαιοσύνη και συνέπεια προς τη συνείδησή του.
Η συνέχεια του άρθρου στο: https://blogs.sch.gr/…/%c2%ab%ce%bf-%cf%83%cf%89%ce%ba…/

Μια πρώτη, θεωρητική προσέγγιση του κατοικημένου χώρου ή μια «ανάγνωση» τοπίου, ως πεδίου μελέτης στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Περιδιαβαίνοντας τις πόλεις του χθες και του σήμερα. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Μια πρώτη, θεωρητική προσέγγιση του κατοικημένου χώρου ή μια «ανάγνωση» τοπίου, ως πεδίου μελέτης στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Περιδιαβαίνοντας τις πόλεις του χθες και του σήμερα.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
P1110503
Κάθε τόπος διαθέτει πλήθος στοιχείων, τα οποία παραπέμπουν σε πολλές αναγνώσεις και διδακτικές οπτικές. Αναπτύσσει το δικό του λόγο, σε μια διαλεκτική χώρου, χρόνου και συμπεριφορών των ανθρώπινων κοινωνιών που τον συγκροτούν (Στεφάνου, 2004).
Οι «αναγνώσεις» του τοπίου και οι χρήσεις γης του, ως πεδίο μελέτης και ερευνητικής δραστηριότητας εμπεριέχει πολλαπλά πεδία για μελέτη και έρευνα, αφού αυτό καθεαυτό το τοπίο συναρτάται με συγκεκριμένη ιστορική, γεωγραφική και γεωφυσική πραγματικότητα. Το τοπίο μιας μικροπεριοχής (Δουκέλης, Ιστορικά 8, (1988) δίνει δυνατότητες για συστηματική χαρτογράφησή του. Αναδεικνύει δυνατότητες διεπιστημονικών διασυνδέσεων στη βάση των διδακτικών αρχών και των προτάσεων των Α.Π.Σ.
Η ένταξη του περιβάλλοντος κάθε μικροπεριοχής στη διδακτική πρακτική παρέχει στους μαθητές δυνατότητες κατανόησης των πολλαπλών όψεών του, της άμεσης διασύνδεσης του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, του ρόλου του ανθρώπου στη «χρήση γης» της μικροπεριοχής, της επίπτωσης της συλλογικής ανθρώπινης δράσης την κοινωνία και οικονομία της.
Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, το τοπίο εκλαμβάνεται ως μέρος του περιβάλλοντος, φυσικού και ανθρωπογενούς, μέρος των υποκατηγοριών που συγκροτούν τις δύο αυτές διακριτές κατηγορίες. Η συμπληρωματική εξάλλου σχέση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος αναδεικνύει τις δυνατότητες της ανθρώπινης παρέμβασης, τις δυνατότητες αξιοποίησής του.
Το περιβάλλον, ενταγμένο στο corpus των γνωστικών αντικειμένων αποτελεί πεδίο μελέτης – έρευνας για την κατανόηση του ρόλου του, αλλά και της συμπληρωματικής του σχέσης με τον άνθρωπο. Το περιβάλλον, ως φυσικός χώρος (Λεοντσίνης, 1999) αποτελεί αντικείμενο μελέτης και της ιστορίας, υπό την έννοια ότι αυτό καθεαυτό επηρεάζει την εξέλιξη των γεγονότων και συντελεί στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Επιδέχεται ποικίλες «αναγνώσεις» και προσφέρει τη δυνατότητα κατανόησης της συνεχούς περιπλοκής της ανθρώπινης δραστηριότητας (Λεοντσίνης, 1999). Η ανακάλυψη και ανάλυση του περιβαλλοντικού πεδίου είναι δυνατόν να αποκαλύψει τον τρόπο διαχείρισής του, αλλά και το βαθμό της περιβαλλοντικής συνείδησης των κοινωνιών.
Στη διευρυμένη αυτή βάση το τοπίο μιας μικροπεριοχής για την παρούσα εργασία αποτέλεσε σημείο αναφοράς – μελέτης. Οι όψεις του αγροτικού, αστικού (Μ. Ρεπούση 2004) και βιομηχανικού τοπίου αποκαλύπτουν τις ανθρώπινες προθέσεις και παρεμβάσεις, την οργάνωση γενικότερα του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
Η σημασιολογική στενότητα του όρου τοπίο διευρύνεται από το 19ο αι. και εξής, συμπεριλαμβάνοντας και την έννοια του ανθρωπογενούς. Η επέκταση του σημασιολογικού αυτού πλαισίου παρέχει δυνατότητες πολλαπλών «αναγνώσεων» και ερευνητικών εργασιών στο σχολικό περιβάλλον. Στη σχετική βιβλιογραφία το τοπίο εντάσσεται στις ιστορικές πηγές και οργανώνεται σε τέσσερις μεγάλες υποκατηγορίες. Στην πρώτη εντάσσεται το ίδιο το τοπίο, η τοποθεσία του, οι χρήσεις γης του, η οδοποιία, οι καλλιέργειες, τα τοπωνύμια, τα οδωνύμια. Στη δεύτερη περιλαμβάνονται τα κτίρια, τα κτίσματα και τα ερείπια. Στην τρίτη κατηγορία τα μνημεία και οι μνημειακοί τόποι και στην τέταρτη τα μουσεία. Οι υποκατηγορίες αυτές παρά τη διαφορετικότητά τους δεν υπαγορεύουν απόλυτο διαχωρισμό όσον αφορά τη μεθοδολογική προσέγγιση, αφού η μία υποκατηγορία υπεισέρχεται στην άλλη και πολλές φορές τη συμπληρώνει (Μ. Ρεπούση 2004).
Οι ποικίλες εξάλλου μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας διαμορφώνουν την οικιστική, οικονομική και πολιτιστική του ταυτότητα, οικοδομώντας γενικότερα και την ιστορικότητά του. Και όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δ. Ζήβας «ιστορικό είναι κάθε τι που συνδέεται με την ιστορία μας, την πολιτική, τη στρατιωτική, τη θρησκευτική, ακόμα κάθε τι που αποτελεί ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ή έστω τεχνικό επίτευγμα, κάθε τι που έχει σημαδέψει μια εποχή» (Ζήβας, 1997).
Η οικο-ιστορία θέτει ζητήματα επανεξέτασης του παρελθόντος με βάση καινούργια ερωτήματα, που αφορούν τη διάδραση του ανθρώπου με τη φύση (Λιάκος, 2007). Το οικιστικό τοπίο, ως επιμέρους πεδίο του περιβάλλοντος, δηλώνει την ανθρώπινη παρουσία και δράση, τις προθέσεις των κοινωνιών και των ατόμων που το συγκροτούν. Ο χώρος αποτελεί βασική διάσταση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε και καθοριστική παράμετρο για τη διαμόρφωση των αντιλήψεών μας (Νάκου, 2001). Κτίρια και αντικείμενα που βρίσκονται γύρω μας δεν είναι βουβές και μονοσήμαντες οντότητες αλλά συνδέονται με σύνθετες πολιτισμικές σημασίες και πολλαπλά νοήματα, καθώς οι κοινωνικές ομάδες συνδιαλέγονται μαζί τους (Νάκου, 2001).
Ερευνώντας τη μικροπεριοχή στη μακρά και στη βραχεία διάρκεια του χρόνου, οι μαθητές οδηγούνται στην κατανόηση της συνέχειας, της αλλαγής, αλλά και της εξέλιξης, στην ανάπτυξη δεξιότητας αναγνώρισης των κινήτρων της ανθρώπινης δράσης (Λεοντσίνης, 1999), στην κατανόηση της συνεχούς περιπλοκής της ανθρώπινης δραστηριότητας με το φυσικό και ιστορικό χώρο (Λεοντσίνης, 1999).
Η έννοια του τοπίου, είτε ως φυσικό είτε ως ανθρωπογενές, ενυπάρχει στο Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, ανιχνεύεται στο εσωτερικό της έννοιας περιβάλλον και παίρνει συγκεκριμένες σημασιολογικές διαστάσεις στο πλαίσιο των γνωστικών αντικειμένων.
Στο πλαίσιο του ιστορικού μαθήματος οι μαθητές καλούνται «να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του γεωγραφικού παράγοντα για τη διαμόρφωση της ιστορικής εξέλιξης ενός τόπου» (Α.Π.Σ., 2002, 230). Μέσα από το ιστορικό μάθημα και σύμφωνα με τις διδακτικές αρχές που επιβάλλει το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο επιχειρείται η ανάδειξη της διαπλοκής περιβάλλοντος χώρου και ανθρώπινης παρέμβασης. Η ανάδειξη γενικότερα του ρόλου που διαδραματίζει το φυσικό περιβάλλον στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Σ’ αυτό το διδακτικό περιβάλλον η διδασκαλία της τοπικής ιστορίας αναδεικνύει τις αλληλεξαρτήσεις του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και συμβάλλει στην οικοδόμηση της γνώσης για την ιστορία του τόπου μέσα από την εμπειρία που κομίζει η άμεση επαφή με το περιβάλλον, φυσικό και ανθρωπογενές.
Δίνεται σημασία «στην απόκτηση αισθητικών αξιών σε σχέση με το περιβάλλον, στη γνώση της οργάνωσης και των διαδικασιών του περιβάλλοντος (φυσικού και κοινωνικού) και στην απόκτηση της ικανότητας να συμμετέχει στις προσπάθειες για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις δεξιότητες που έχει αποκτήσει, στην απόκτηση βασικών γνώσεων, εξειδικευμένων πληροφοριών, μεθόδων και τεχνικών που συμβάλλουν στην κατανόηση της δομής του γεωγραφικού χώρου, στην κατανόηση και ερμηνεία των αλληλεξαρτήσεων και των αλληλεπιδράσεων γεωφυσικών και κοινωνικών παραγόντων, καθώς και στην αιτιολόγηση της ανάγκης αρμονικής συνύπαρξης ανθρώπου και περιβάλλοντος» (Δ.Ε.Π.Π.Σ., 2002, 521).
Δεδομένου ότι το περιβάλλον είναι μια πολυδιάστατη και πολύπλοκη πραγματικότητα, τα θεωρητικά και ερευνητικά εργαλεία των Φυσικών επιστημών δεν αρκούν στο να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για το περιβάλλον. Προϋπόθεση για την κατανόηση της περιβαλλοντικής πραγματικότητας είναι η διαθεματική και διεπιστημονική προσέγγιση των διαστάσεών της.
Στο πλαίσιο της συνολικής διάστασης του τοπίου (γεωφυσικής και ιστορικής). Μπορούν να αναζητήσουν την κοινωνική διάσταση του θέματος και να επικεντρωθούν στη μελέτη του χώρου και των ανθρώπων που τον συγκροτούν, στην καταγραφή των αξιών και των στάσεων της κοινότητας απέναντι στο περιβάλλον. Να επεκταθούν στην πολιτική διάσταση αναζητώντας τις πολιτικές προθέσεις και επιλογές στη διαχείριση του περιβάλλοντος.
Η έννοια της πόλης συντίθεται από διαφορετικούς τομείς της ανθρωπογεωγραφίας (αστική, οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική γεωγραφία) και η μελέτη της απαιτεί μία πολύ-πρισματική οπτική. Η επιλογή αυτής της οπτικής μπορεί να αποτελέσει συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τα οποία έχουν ως αφετηριακό και καταληκτικό σημείο την πόλη.
Στην σύγχρονη Πολεοδοµία, Χωροταξία και Ανάπτυξη τα νέα ζητήµατα αιχµής είναι: α) χωρικές επιπτώσεις της οικονοµικής παγκοσµιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, β) χρήση των νέων τεχνολογιών στην ανάλυση και το σχεδιασµό του χώρου (ηλεκτρονική αναπαράσταση του χώρου στη διαδικασία ανάλυσης και ηλεκτρονικός σχεδιασµός), γ) ενίσχυση της σχέσης µεταξύ των µαθηµάτων προγραµµατισµού του χώρου (spatial planning) και των µαθηµάτων φυσικού σχεδιασµού του χώρου (urban planning, urban design) και δ) ενθάρρυνση και ενσωµάτωση στη διδασκαλία των νέων διεθνών σχολών σκέψης και των νέων θεωρητικών και µεθοδολογικών εργαλείων και τρόπων σχεδιασμού.
Το τέλος του 20ου αιώνα σηματοδοτήθηκε από µια σειρά δραµατικών, παγκόσμιων αλλαγών και εξελίξεων που αφορούν την οικονοµία, την κοινωνία και το χώρο: οικονοµική παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, νέες (µεταβιοµηχανικές) αστικές και περιφερειακές οικονοµίες, νέες τεχνολογίες και κοινωνία της πληροφορίας, περιβαλλοντική συνείδηση και βιώσιµη ανάπτυξη, υψηλή κινητικότητα των ατόµων και το φαινόµενο της συµπίεσης του χώρου-χρόνου (time-space compression), νόµιµη και παράνοµη µετανάστευση, πολυεθνικές, πολυπολιτισµικές Ευρωπαϊκές αστικές κοινωνίες, ‘διαφοροποίηση’ (diversity’) και
‘εξατοµίκευση’ (‘individualization’) των αναφορών του ατόµου στην µεταµοντέρνα
κοινωνία. Σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, οι σπουδές στην πολεοδοµία, τη χωροταξία και την
ανάπτυξη φαίνεται να αντιµετωπίζουν – ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους- τόσο σηµαντικές προκλήσεις αλλά και προοπτικές.
Το εκπαιδευτικό πακέτο «Η ΠΟΛΗ» είναι ένα αλληλεπιδραστικό ψηφιακό περιβάλλον, που ενσωματώνει εκπαιδευτικά σενάρια, ψηφιακούς χάρτες και πρόσθετο διδακτικό υλικό συνδεδεμένα δυναμικά μεταξύ τους για τη διερεύνηση της έννοιας της πόλης. Μέσα από την εξέλιξη της πλοκής των προτεινόμενων εκπαιδευτικών σεναρίων οι μαθητές ενεργοποιούνται και αναλαμβάνουν διάφορους ρόλους, ώστε να αναλύσουν και να συνθέσουν με κριτική ματιά ποικίλες διαθέσιμες πληροφορίες διαμορφώνοντας το δικό τους κοσμοείδωλο, τη δική τους άποψη για τον κόσμο που πρέπει να γνωρίσουν και να ζήσουν.
Βιβλιογραφία
Maingain Alain & Dufour Barbara, (2002), Διδακτικές προσεγγίσεις της διαθεματικότητας, 137, Αθήνα: Πατάκη.
Δουκέλης, Π.Ν., (1998), Περί των ιστοριών του τοπίου, Ιστορικά 8, 85-102.
Ζήβας, Δ., (1997), Τα μνημεία και η πόλη, 43, Libro.
Λεοντσίνης, Γ.Ν., (1999), Ιστορία-περιβάλλον και η διδακτική τους, 77, 80, 81, Αθήνα.
Λιάκος, Α., (2007), Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; 119, Αθήνα.
Νάκου, Ειρ., (2001), Εμείς τα πράγματα και ο πολιτισμός, 9, 45, Αθήνα.: νήσος.
Ρεπούση, Μ., (2004), Πηγές του τοπίου: Τα μνημεία και οι μνημειακοί τόποι στο: Η διαθεματικότητα στο σύγχρονο σχολείο και η διδασκαλία της Ιστορίας με τη χρήση των πηγών, 81-99, Αθήνα: Μεταίχμιο.
Σακκής, Δ.-Τσιλιμένη, Τ., (2007), Ιστορικοί τόποι και περιβάλλον 47-55, Αθήνα: Καστανιώτης.
Στεφάνου Ιωσήφ, Η φυσιογνωμία των τόπων ως πρωταρχική περιβαλλοντική αξία, στο Έργα και ιδέες για το περιβάλλον, Πρακτικά 1ου Διεθνούς συνεδρίου, Σύρος 1-3 Οκτωβρίου 2004, 269-282.
Α. Αράπογλου , υπεύθυνος ΚΕ.ΠΛΗ.ΝΕ.Τ Δ/νσης Δ/θμιας Εκπ. Ν. Εύβοιας, ΠΕ 19, aarap@ppp.uoa.gr, Β. Αράπογλου, Λέκτορας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, arapov@social.soc.uoc.gr Περιδιαβαίνοντας τις πόλεις του χθες και του σήμερα. Μια πολυ-πρισματική προσέγγιση της έννοιας της «πόλης» με αξιοποίηση ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού ψηφιακού περιβάλλοντος.
Ασωνίτης, Σ., Παππάς, Θ. (2006). Τοπική Ιστορία Γ΄ Γυμνασίου. Βιβλίο Εκπαιδευτικού. Αθήνα: ΟΕΔΒ, σελ. 5-50.
Λεοντίδου, Λ., (2006). Αγεωγράφητος Χώρα: ελληνικά είδωλα και επιστημολογικές διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαλούτας, Θ., (επιμ.) (2000). Κοινωνικός και Οικονομικός Άτλας της Ελλάδας. Τόμος 1ος : Οι πόλεις , ΕΚΚΕ και Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
Οικονόμου, Δ., Πετράκος, Γ. (επιμ.) (1999). Η ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις αστικής ανάλυσης και πολιτικής, Gutenberg- Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας.
Τερκενλή, Θ., Ιωσηφίδης, Θ., Χωριανόπουλος, Ι. (επιμ.) (2007). Ανθρωπογεωγραφία: Άνθρωπος, Κοινωνία και Χώρος. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.
Φράγκου, Ο., Αράπογλου, Α., Παπανικολάου, Κ. (2007) «Πτυχές Παιδαγωγικής Αξιοποίησης Εκπαιδευτικών Σεναρίων σε Διαδικτυακά Μαθήματα» στα Πρακτικά του 4ου Διεθνές Συνεδρίου για την Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Αθήνα: Προπομπός.

«Ίχνη που τα σκεπάζει η αχλύ του χρόνου: Το πέρασμα ενός Βυζαντινού αυτοκράτορα από τους Σταγούς» – Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος – ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.)

«Ίχνη που τα σκεπάζει η αχλύ του χρόνου: Το πέρασμα ενός Βυζαντινού αυτοκράτορα από τους Σταγούς» – Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος – ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.


Μετά την αντιμετώπιση των πρώτων προβλημάτων κατά τις αρχές της μονοκρατορίας του, ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Βασίλειος ο Β΄ που «θυσίασε» την προσωπική του ευτυχία και ολόκληρη την ιδιωτική του ζωή για χάρη της «Πολιτείας των Ρωμαίων», συνέτριψε τους Βουλγάρους.
Μετά την αντιμετώπιση των πρώτων προβλημάτων κατά τις αρχές της μονοκρατορίας του, ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Βασίλειος ο Β΄ που «θυσίασε» την προσωπική του ευτυχία και ολόκληρη την ιδιωτική του ζωή για χάρη της «Πολιτείας των Ρωμαίων», συνέτριψε τους Βουλγάρους και οδήγησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στο απόγειο της δύναμής της. Το κράτος επεκτάθηκε με την προσθήκη εδαφών στα Βαλκάνια, μέχρι το Δούναβη και τον Καύκασο.
Οι Βούλγαροι ηττώνται τελειωτικά το 1018 και η Βουλγαρία καθίσταται Βυζαντινή επαρχία. Η θριαμβική πορεία του Βασιλείου, κατά τις τελευταίες περιπέτειες του βουλγαρικού πολέμου, από την Αχρίδα στην Καστοριά και από κει στην Αθήνα, προκειμένου να δηλώσει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για την κατάσταση στη νότια Ελλάδα ,τον οδηγεί, με ενδιάμεσους σταθμούς, στους Μεσαιωνικούς Σταγούς, δηλαδή τη σημερινή Καλαμπάκα, οικισμό της εποχής (10ος- 11ος αι. )με οχυρό κάστρο.
Ο Βασίλειος Β’ (976-1025), σύμφωνα με σιγίλιό του (1020), απέσπασε τους Σταγούς από τη Μητρόπολη της Λάρισας και τους υπήγε στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας κατέχοντας την 2η θέση μεταξύ των επισκοπών της, αλλά στα μέσα του 11ου αι. οι Σταγοί εμφανίζονται ξανά υπό την Μητρόπολη της Λάρισας. Επομένως συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα πως η επιτήρηση και ο έλεγχος της Βυζαντινής Πολιτείας στην περιοχή της Δυτικής Θεσσαλίας ήταν ζωτικής σημασίας για την εμπέδωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην κεντρική Ελλάδα. Αφού προηγουμένως διέταξε τον στρατηγό του Ξιφία να κατεδαφίσει όλα τα φρούρια στα Σέρβια (ανάμεσα στον Αλιάκμονα και στον Όλυμπο) και στο Σωσκό, κινήθηκε προς το φρούριο των Σταγών στη Θεσσαλία, όπου πήγε για να τον προσκυνήσει με το υπηρετικό του προσωπικό ο Ελεμάγ, αρχηγός των Βουλγάρων του Βερατίου, που βρισκόταν στην κεντρική Αλβανία, μαζί με τους συνάρχοντές του.
Όπως σωστά παρατηρεί ο Καρλ Χοπφ, από τις τελευταίες περιπέτειες αυτού του πολέμου εξάγεται το συμπέρασμα ότι η βουλγαρική κυριαρχία είχε εξαπλωθεί όχι μόνο στην άνω Αλβανία αλλά και στην κεντρική και στην κάτω.Τρεις γιοι του Ιωάννη, ηγεμόνα των Βουλγάρων, αγωνίστηκαν μέχρις εσχάτων στην περιοχή γύρω από το αρχαίο όρος Τόμαρο, την Τομόρνιτσα ή Τόμεριτ, και τώρα οι άρχοντες του Βερατίου ζητούν συγγνώμη από το βασιλιά γιατί είχαν υποκύψει στο κράτος των Βουλγάρων.
Μέχρι και σήμερα δεν είναι λίγα τα σλαβικά ονόματα κωμοπόλεων και χωριών στα μέρη αυτά, που φανερώνουν όχι μόνο την μακρινή εκείνη βουλγαρική κυριαρχία αλλά και το ότι μετά την κατάλυσή της παρέμειναν εκεί αρκετοί Σλαβοβούλγαροι, από τους οποίους, μολονότι τελικά όλοι συγχωνεύθηκαν με τους ντόπιους, διατηρήθηκαν πολλά τοπικά ονόματα, όπως συνέβη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Από την άλλη, όμως, όπως φαίνεται, πολλοί Αλβανοί υπηρετούσαν στον αυτοκρατορικό στρατό.
Κατά πάσα πιθανότητα, Αλβανός ήταν ο στρατηγός Δαβίδ ο Αριανίτης, ο οποίος τόσες φορές αναφέρεται στον πόλεμο αυτό και του οποίου τους απογόνους θα τους συναντήσουμε το 15ο αιώνα να αγωνίζονται στο πλευρό του Γεωργίου Καστριώτη κατά των μωαμεθανών Τούρκων.
Ο Αυτοκράτωρ από την Αθήνα όδευσε στην Κωνσταντινούπολη : φθάνοντας στη Βασιλεύουσα μπήκε θριαμβευτικά από τη Χρυσή Πύλη, φορώντας χρυσό στεφάνι, που στο πάνω μέρος του είχε λοφίο διακοσμημένο με διαμάντια. Πριν από το άρμα βάδιζαν η υποταγμένη Βουλγάρα βασίλισσα Μαρία, οι κόρες του Σαμουήλ και άλλοι διακεκριμένοι Βούλγαροι. Οι επευφημίες του λαού εκείνη τη μέρα προσέδωσαν επίσημα στο Βασίλειο Β’ το Μακεδόνα την προσωνυμία του Βουλγαροκτόνου, που την επικύρωσαν οι αιώνες και η ιστορία.
Ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος πολλές φορές ριψοκινδύνευε πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης. Έζησε 70 έτη. Από αυτά, τα σαράντα τα πέρασε πολεμώντας διάφορους εχθρούς, ενώ τα 20 σχεδόν τα πέρασε συνεχώς έφιππος σε εκείνες τις φοβερές πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων.
«Άνδρας γενναίος και όμορφος που πάσχιζε να ξεπεράσει όλους τους άλλους που πολεμούσαν …», όπως χαρακτηριστικά παραδίδουν οι βυζαντινοί χρονογράφοι, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος και πάρα πολλοί άλλοι που τα ονόματά τους είτε αποσιωπήθηκαν είτε χλευάστηκαν από αλλοφύλους και εσωτερικούς εχθρούς– μαζί με πολλούς άλλους ήρωες της ίδιας αυτής περιόδου, περίπου 1000 χρόνια τώρα, ελπίζουν ακόμα πως οι ελληνικές καρδιές τελικά θα τους αποδώσουν την ευγνωμοσύνη, το ενδιαφέρον και την τιμή που τους οφείλουν.
Ένας παλιός τουρκικός μύθος συγκρίνει τη ζωή με την τοξοβολία και καταλήγει: «όσο μακριά θέλεις να ρίξεις το βέλος σου στο μέλλον, τόσο πρέπει να γυρίσεις πίσω στο παρελθόν». Επιπροσθέτως, ας αναρωτηθούμε όλοι με ειλικρίνεια και ερευνητική διάθεση, αν, όταν ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης έγραφε για τον «ένδοξο βυζαντινισμό μας», μιλούσε επαινετικά για την ιστορία και την προσφορά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Ρωμανίας.
Δυστυχώς στην εποχή μας έχει καθιερωθεί μία αρνητική χρήση του όρου «βυζαντινισμός» και ορισμένοι Νεοέλληνες στρέφονται αποκλειστικά και κατ’ ευθείαν στη γιαγιά μας-τήν Αρχαιότητα- αδιαφορώντας για τη μητέρα μας, τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και το Βυζαντινό πολιτισμό. Η διαφορά είναι ότι ο μεν Καβάφης γνώριζε Ιστορία, ενώ οι χλευάζοντες το Βυζάντιο ή δεν γνωρίζουν ή τη μελετούν με παραμορφωτικούς φακούς.