«Συμπεράσματα από τη μελέτη των αγιολογικών κειμένων» της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.

«Συμπεράσματα από τη μελέτη των αγιολογικών κειμένων» της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.
P6230003
OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Τα αγιολογικά κείμενα είναι χρήσιμα για την ανίχνευση ζητημάτων που σχετίζονται με την προφορικότητα ως συστατικού στοιχείου του γραπτού λόγου, ή με την κατά μόνας ανάγνωση και αντίστοιχα την απαγγελία ως μέσα μετάδοσης γνώσης και μηνυμάτων στη συγκεκριμένη κοινωνία. Η εικόνα, για παράδειγμα, του ανθρώπου που διαβάζει σιωπηλά ή του αντιγραφέα που αντιγράφει από άλλο χειρόγραφο κι όχι καθ’ υπαγόρευση, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς για το Βυζάντιο, σε αντίθεση με τη Δύση, όπου η τομή τοποθετείται στον 12ο αιώνα. Στους Βίους εντοπίζουμε συχνά σκηνές, που σε συνδυασμό με την εικονογραφία μπορεί να φωτίσουν περισσότερο τη μορφή του βυζαντινού αναγνώστη.
Τα αγιολογικά κείμενα είναι δηλαδή χρήσιμα για τη μελέτη του σπουδαίου προβλήματος της διαπλοκής του γραπτού και του προφορικού πολιτισμού στο Βυζάντιο. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν χωρά ολόκληρο στα όρια της δικής μου έρευνας.
Τελικά, το περιεχόμενο -των περισσοτέρων Βίων της Μέσης βυζαντινής περιόδου- στόχευε στην ανάδειξη του μοναστικού ιδεώδους και οι Βίοι, ως κείμενα, προορίζονται να λειτουργήσουν καταρχήν στο εσωτερικό της Εκκλησίας, και κυρίως των Μοναστηριών. Λαμβάνοντας, μάλιστα, υπ’ όψιν, το κλίμα του ατομικισμού που διέκρινε το βυζαντινό μοναχισμό, μπορούμε να πούμε πως οι Βίοι λειτουργούσαν ως συνεκτικό στοιχείο μεταξύ των μοναχών, που είχαν έτσι κοινή αναφορά στον ιδρυτή του μοναστηριού τους. Τα αγιολογικά κείμενα αποτελούσαν, επομένως, συστατικό στοιχείο της μοναστικής κουλτούρας. Μάλιστα, το γεγονός ότι μέσα από τους Βίους αναδεικνύεται η σημασία της εγγραματοσύνης των μοναχών, φανερώνει πως οι εν δυνάμει αναγνώστες αυτών των κειμένων ήταν, πρωτίστως, συγκεντρωμένοι στα μοναστήρια. Βέβαια, και οι λαικοί διάβαζαν ή άκουγαν άλλους να διαβάζουν τα κείμενα αυτά και το πιθανότερο είναι ότι οι λαικοί, που ως ακροατές έρχονταν σε επαφή με τους Βίους, ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσους τα διάβαζαν κατά μόνας.
Αναμφισβήτητα, όμως, ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας των Βίων στόχευε κυρίως στους μοναχούς αλλά και στους λαικούς. Η Εν. Patlagean διαπίστωσε πως η «συναλλαγή» των αγίων με όλα τα κοινωνικά στρώματα πιστοποιεί πως τα αγιολογικά κείμενα απευθύνονταν στο σύνολο της βυζαντινής κοινωνίας. Απ’ την άλλη μεριά, ένας απ’ τους σημαντικότερους στόχους, άμεσος ή έμμεσος, της συγγραφής ενός Βίου είναι η «στρατολόγηση» μοναχών από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ένα συμπέρασμα δεν αποκλείει το άλλο.
Υπό αυτό το πρίσμα οι Βίοι, ως κείμενα προπαγανδιστικά του μοναστικού τρόπου ζωής, αποκτούν αξία για τη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας του Βυζαντίου, επειδή ανακαλούν μοντέλα και κώδικες συλλογικής συμπεριφοράς και συστήματα αναπαραστάσεων που η ίδια η βυζαντινή κοινωνία είχε διαμορφώσει και η Εκκλησία τα χρησιμοποίησε και στη συνέχεια τα επηρέασε κατά κάποιο βαθμό και κατά έναν ορισμένο τρόπο.
Οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και ορισμένους αγίους στο Βυζάντιο είναι στενές και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζονται αποκρυπτογράφηση. Η πολιτική εξουσία, στο πρόσωπο του αυτοκράτορα και των στρατιωτικών και πολιτικών αξιωματούχων, συνδέεται με την επίσημη Εκκλησία, δηλ. τον Πατριάρχη, τους επισκόπους, τον κλήρο και τους μοναχούς. Και οι μεν και οι δε, δηλ. και οι δύο μορφές εξουσίας, πολιτική και θρησκευτική, προσπαθούν να προσεταιριστούν το λαό.
………………………………………………………….
Οι πολύποκες αυτές αλληλεξαρτήσεις ιχνηλατούνται σε αρκετούς βίους της μεσοβυζαντινής περιόδου.
Οι άγιοι της Μέσης βυζαντινής περιόδου κατάγονται απ’ όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας (Ασίας και Ευρώπης), προέρχονται απ’ όλη την κλίμακα των κοινωνικών στρωμάτων (ανωτέρων και κατωτέρων), αν και πλειοψηφούν οι άγιοι που προέρχονται από ανώτερα κοινωνικά στρώματα, και ασκούν πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα. Άλλοι άγιοι είναι στρατιωτικοί, άλλοι γιατροί, άλλοι γεωργοί, άλλοι τεχνίτες, άλλοι δάσκαλοι, είτε είναι αρχοντικής, είτε ταπεινής καταγωγής. Στη χορεία των Βυζαντινών αγίων της Μέσης περιόδου εντάσσονται άνθρωποι κάθε επαγγέλματος, κάθε τέχνης, κάθε μορφώσεως που ασκούν την αγιότητά τους πότε στην έρημο ως ασκητές, πότε σε μονές κοντά σε κώμες ως κοινοβιάτες μοναχοί, πότε στις πόλεις ως σαλοί ή ως μοναχοί σε μονές της Κων/πολης.
Τα αγιολογικά κείμενα υπήρξαν, επί αιώνες ολόκληρους, ένα από τα σπουδαιότερα και προσφιλέστερα είδη της βυζαντινής γραμματείας. Γράφονταν κυρίως για τους μοναχούς, με σκοπό να διαβάζονται στα μοναστήρια, κατά τις διάφορες ακολουθίες, ή και στην κοινή τράπεζα κατά την ώρα του φαγητού. Ο βιογράφος, συνήθως κάποιος μοναχός ανώνυμος, εξαίροντας τα έργα και τα κατορθώματα των ηρώων και αθλητών της χριστιανικής πίστης, καθώς και των οσίων και ασκητών της Εκκλησίας, θέλει με τον τρόπο αυτό να παραδειγματίσει και να φρονηματίσει το ακροατήριό του ή το αναγνωστικό του κοινό και να το παρακινήσει να μιμηθεί τις πράξεις των αγίων ανδρών και γυναικών, που παρουσιάζει και εξυμνεί.
Ο βασικός λοιπόν στόχος των κειμένων αυτών είναι εποικοδομητικός και ψυχωφελής. Η διάδοσή τους όμως υπήρξε ευρύτατη και δεν περιορίστηκε μόνο στις τάξεις των μοναχών και του κλήρου, αλλά επεκτάθηκε σε όλα τα στρώματα της τότε κοινωνίας, της οποίας, προφανώς, ικανοποιούσε τις προτιμήσεις και τις θρησκευτικές και πνευματικές γενικότερα ανησυχίες και αναζητήσεις.
Τα αγιολογικά κείμενα, εκτός από τη θρησκευτική και θεολογική σημασία τους, έχουν και άλλη γενικότερη αξία ως γραμματειακά είδη φιλολογικά και λογοτεχνικά, αλλά και ως πολύτιμες και, πολλές φορές, μοναδικές πηγές πληροφοριών για την εκκλησιαστική ιστορία, για την ιστορία των μονών και του ορθόδοξου μοναχισμού, αλλά και για πολιτικοκοινωνικά ή στρατιωτικά γεγονότα, για προσωπικότητες της εκκλησιαστικής ή και της «θύραθεν»(κοσμικής) παιδείας, για πολιτικούς άρχοντες και αξιωματούχους.
………………………………………………………………………………………..
Οι περισσότεροι βιογράφοι και συναξαριογράφοι των αγίων δεν ενδιαφέρονται να δηλώσουν το όνομά τους, αφού κύριο μέλημά τους είναι να παρουσιάσουν στο πλήρωμα της Εκκλησίας και να απαθανατίσουν την ενάρετη βιοτή, τα παλαίσματα, τις ανδραγαθίες και τα κατορθώματα των ηρώων και αθλητών της χριστιανικής πίστης για παραδειγματισμό, φρονηματισμό και μίμηση. Η «άκρα» ταπείνωση και η αφοσίωση στο σκοπό που υπηρετούν με τη συγγραφή τους, τους κρατάει μακριά από κάθε λογής κοσμική φιλοδοξία και ματαιοδοξία και έχει ως αποτέλεσμα να προτιμούν πολλές φορές την ανωνυμία και τη σιγή γύρω από το πρόσωπό τους……

«Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις», Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.

«Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις», Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.
P6230001
OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Στη Βαιμάρη της Θουριγγίας της Γερμανίας, τον Ιούλιο του 1919, μετά τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση. Το έτος 1920 από τις 11 ως τις 19 Ιουνίου έλαβε χώρα στο Βερολίνο εκπαιδευτικό συνέδριο, στο οποίο κλήθηκαν ως εκπρόσωποι της παιδαγωγικής μεταρρυθμιστικής κινήσεως οι: G.Kerschensteiner, Hugo Gaudig, Berthold Otto, Paul Oestreich, Eduard Spranger, Aloys Fischer, Paul Natorp.
Σκοπός του συνεδρίου ήταν να γίνουν πράξη στα πλαίσια του νέου συντάγματος οι παιδαγωγικές αρχές του σχολείου εργασίας με την υποστήριξη του κράτους και να ισχύσουν ενιαία μέτρα σ’ όλα τα γερμανικά σχολεία ως προς την έναρξη και τη λήξη του σχολικού έτους, την υποχρεωτική εκπαίδευση, τη διαχείριση των σχολείων, την αυτοδιοίκηση των μαθητών, την συνεκπαίδευση, τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, το οποίο είχε οργανώσει το συνέδριο, υπηρεσιακή έκθεση 1.095 σελίδων με τα πορίσματα του συνεδρίου, η οποία εκδόθηκε το 1921.
Στο συνέδριο ήρθαν σε φως όλες οι απόψεις για την Παιδαγωγική του σχολείου εργασίας και συγκεράστηκαν σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) στο σχολείο ως τόπο παραγωγικής εργασίας και επιδόσεως και β) στο σχολείο σαν δυνατότητα ελεύθερης πνευματικής δραστηριοποιήσεως και αναπτύξεως. Μεταξύ των δύο αυτών αντίθετων κατευθύνσεων περιορίστηκε το χάσμα που υπήρχε και επισημοποιήθηκε το σχολείο εργασίας.
Ο Otto Scheibner έχοντας υπ’ όψη τη σύγχυση που άρχισε να επικρατεί στο σχολείο εργασίας, προσπαθεί στις παιδαγωγικές εβδομάδες που οργανώθηκαν στη Γερμανία για την ενημέρωσαη των Γερμανών δασκάλων πάνω στις αρχές και τις επιδιώξεις του Νέου σχολείου, να μετριάσει τη δογματική προσήλωση του Gaudig στο αξίωμα της ελεύθερης πνευματικής εργασίας και να δώσει πραγματοποιήσιμες κατευθύνσεις. Οι μαθητές λέει, εργάζονται κατά το δυνατόν ανεξάρτητοι. Δεν αναγκάζονται πάντοτε να σκέπτονται και να πράττουν σύμφωνα με τις υποδείξεις του δασκάλου. Ομολογεί ότι είναι πολύ προβληματικός ο συμβιβασμός της ελεύθερης πνευματικής εργασίας των μαθητών με τη διδασκαλία των απαραίτητων γνώσεων. Κρίνει απαραίτητη την ασχολία των μαθητών με τις γνώσεις, οι οποίες πρέπει να είναι πλούσιες, αλλά καλά διαρθρωμένες. Την πρώτη θέση όμως έχει η απόκτηση πνευματικών δυνάμεων. Τα προγράμματα πρέπει να είναι προγράμματα εργασίας κι όχι ύλης. Βρίσκει απαραίτητη την ισχύ αναλυτικού προγράμματος, με ύλη όμως που να ασκεί μορφωτική επίδραση στους μαθητές.
Ο Scheibner αναγνωρίζει ότι οι ομαδικές εργασίες περιορίζουν την ελεύθερη πνευματική εργασία του μαθητή και δεσμεύουν γενικότερα την ελευθερία του. Βοηθούν όμως στην κοινωνικοποίησή του. Επίσης αποδίδει ιδιαίτερη αξία στις σιωπηρές εργασίες, αναγνωρίζει όμως ότι ο δάσκαλος πρέπει να προλαβαίνει αστοχίες και ματαιοπονία των μαθητών, χωρίς η επέμβασή του να είναι πρόωρη και να προδιαγράφει την πορεία της εργασίας τους.
Αναμφισβήτητα το συνέδριο του Βερολίνου και οι παραπάνω περιληπτικές θέσεις του Otto Scheibner μετρίασαν τις ακρότητες που παρατηρήθηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της εφαρμογής του σχολείου εργασίας, δεν έλυσαν όμως τα προβλήματα της νέας Παιδαγωγικής. Οι οδηγίες που δίνει στους Γερμανούς δασκάλους ο Scheibner είναι θεωρητικές και αυθαίρετες, δεν ξεκινούν απ’ τη διδακτική πράξη ούτε καταλήγουν σ’ αυτή.
Επιστημονική απάντηση στα προβλήματα της νέας Παιδαγωγικής, προσπαθεί να δώσει σήμερα η Πειραματική Παιδαγωγική. Κατανοήθηκε πλέον απ’ τους ερευνητές ότι μόνη η λογική με τους παραγωγικούς και επαγωγικούς συλλογισμούς δεν οδηγεί με ασφάλεια σε σωστά συμπεράσματα, γιατί δεν είναι γνωστό αν η γενική κρίση του παραγωγικού συλλογισμού είναι ορθή ή αν ο επαγωγικός συλλογισμός περιλαμβάνει όλες τις μερικές περιπτώσεις στις οποίες στηρίζεται. Η κλασική λογική μέθοδος έρευνας έχει γι’ αυτό ανάγκη ενισχύσεως απ’ τη συστηματική παρατήρηση και το πείραμα. Ο ερευνητής που χρησιμοποιεί την πειραματική μέθοδο έρευνας βρίσκεται σ’ όλη τη διάρκεια της έρευνάς του σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα. Κι οπωσδήποτε το γεγονός αυτό αποτελεί εγγύηση αυξημένης επιστημονικότητας.
«Με την πειραματική παιδαγωγική έρευνα εκτιμώνται κυρίως τα παιδαγωγικά αποτελέσματα, δηλαδή οι μεταβολές των ψυχικών εκδηλώσεων του παιδιού, οι οποίες είναι προιόν επιδράσεων».
Επομένως κάποιος συνδυασμός της Παιδαγωγικής του σχολείου εργασίας και της Πειραματικής Παιδαγωγικής με τον έλεγχο και την επαλήθευση της πρώτης απ’ τη δεύτερη θα απέφερε ίσως ικανοποιητικά αποτλέσματα που θα προωθούσαν την έρευνα της σχολικής πράξεως.
Πάντως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ομαδική εργασία που σε πολλές περιπτώσεις εισήγαγε το σχολείο εργασίας, αποτελεί σημαντική πρόοδο σε σχέση με το παλιό σχολείο, το οποίο απομόνωνε το μαθητή στον εαυτό του, καλλιεργούσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των μαθητών και ανέπτυσσε αντικοινωνικές ιδιότητες στο χαρακτήρα τους. Η συνεργασία στην εκτέλεση ενός έργου ασκεί θετική επίδραση στην προαγωγή του αισθήματος, της ευθύνης, της αλληλοβοήθειας και της αβρότητας, γιατί φέρνει τους συνεργαζόμενους σε εσωτερική επαφή.
Ομάδα σημαίνει ένα οργανικό όλο, στο οποίο τα άτομα συμπεριφέρονται και δρουν σύμφωνα με το αντικειμενικό πνεύμα που δημιουργείται σ’ αυτό. Μέσα στο πνεύμα αυτό εξελίσσουν τα μέλη του τις ικανότητές τους. Η τάση για την απόκτηση κύρους στην ομάδα ωθεί το άτομο, να ενεργεί και να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της. Πέρα απ’ αυτό στην ομάδα γίνεται κατανομή ρόλων στα μέλη της, οι οποίοι συντελούν στην ανάπτυξη του αισθήματος της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.
Κάτω απ’ τις διαπιστώσεις αυτές μετασχηματίστηκε η ομάδα της εργασίας σε Παιδαγωγική της ομάδας μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο. Άρχισε να ερευνάται το σχολείο και ιδιαίτερα η σχολική τάξη σαν ένας πολυσύνθετος και πολυσήμαντος χώρος κοινωνικών δραστηριοτήτων. Η έρευνα, που έγινε στις βιομηχανικές επιχειρήσεις για τη σχέση μεταξύ αποδόσεως των εργατών στην εργασία τους και του είδους της συνθέσεως των ομάδων τους, πέρασε και στο σχολείο.
Ο δάσκαλος διαπιστώνει με τα κοινωνιομετρικά tests και αιτιολογεί σήμερα τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μαθητών του. Ύστερα απ’ τη διαπίστωση και αιτιολόγηση αναζητεί τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για τη βελτίωση και την επέκταση των σχέσεων αυτών, γιατί αποδίδει σ’ αυτές κεφαλαιώδη παιδαγωγική σημασία. Παρ’ όλα αυτά τα συμπεράσματα δεν είναι άμεσα, αλλά μακροπρόθεσμα.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το Σχολείο εργασίας σαν παιδαγωγικό ρεύμα μπορεί αρχικά να μην θεμελιώθηκε σε επαρκή επιστημονικά δεδομένα, αλλά παραμένει γεγονός ότι άνοιξε καινούργιους δρόμους στην έρευνα της σχολικής πράξης, δίνοντας λαβή σε γόνιμες υποθέσεις και πειραματισμούς. Οπωσδήποτε εξάλειψε την παλιά μεθοδολογική ακαμψία του Ερβαρτιανού σχολείου και ευνόησε την προσαρμογή στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, και αυτή η προσαρμοστικότητα είναι στοιχείο θετικό, αφού αντικατοπτρίζει το συμβάδισμα σχολικού οργανισμού και κοινωνικού οργανισμού.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, «Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις». Τρίκαλα 2003.

“Εκπαιδευτικό Υλικό (κείμενα από το διαδίκτυο, ιστορικές πηγές, απομνημονεύματα, ποίηση) για την έννοια και τη σημασία των Εμφυλίων Πολέμων στη διαχρονία τους” Της Αμαλίας  Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.

“Εκπαιδευτικό Υλικό (κείμενα από το διαδίκτυο, ιστορικές πηγές, απομνημονεύματα, ποίηση) για την έννοια και τη σημασία των Εμφυλίων Πολέμων στη διαχρονία τους”

Της Αμαλίας  Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.

345802149 162656330107350 2114084107792922652 n Αντιγραφή344300578 921618232477432 8392275108220640944 n ΑντιγραφήP1110799

«Η αρχική ονομασία γι’ αυτό το είδος πολέμου είναι Εμφύλιος Πόλεμος, που στην κυριολεξία σημαίνει: διαφυλετικός πόλεμος, πόλεμος μεταξύ φυλών, αν και η ερμηνεία αυτή είναι προβληματική. Τα προβλήματα μετάφρασης του ελληνικού όρου φυλή στα αγγλικά είναι εξαιρετικά πολύπλοκα. Όπως σημειώνουν οι λεξικογράφοι της αρχαιότητας Liddel και Scott, ο όρος φυλή σήμαινε αρχικά μια σύναξη ανθρώπων διακριτών από τη φύση από κάθε άλλον, αλλά σημειώνουν επίσης ότι αυτή η πολύ γενική και ευρεία έννοια δεν χρησιμοποιείτο σχεδόν ποτέ. Ο όρος χρησιμοποιείτο συνήθως για να υποδείξει το αντίστοιχο του ρωμαϊκού tribus και σημαίνει ‘ένα σύνολο ή άθροισμα ανθρώπων που τους ενώνουν υποτιθέμενοι δεσμοί αίματος και κοινή καταγωγή, όπως οι φυλές των Δωριέων’…. Στην ελληνική αρχαιότητα, εμφύλιος σήμαινε να ανήκεις στην ίδια φυλή, στο ίδιο γένος, και συνεπώς εμφύλιοι ήταν οι επ’ αμφωτερω. εξ’ αίματος συγγενείς. Ο όρος Εμφύλιος ως όρος που σημαίνει πόλεμο μεταξύ Ελλήνων εμφανίζεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, σε σχέση με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στον Θέογνι, στον Οιδίποδα Τύραννο, στους Ευμενίδες του Αισχύλου (ως Άρης εμφύλιος), στον Θεόκριτο ως μάχην εμφυλιον ανδρών, και στον Πολύβιο ως πόλεμος εμφύλιος. Στον Πλούταρχο σημαίνει ανταρσία (στάσις).

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετατόπισε τη σχέση του εμφύλιου με το φύλο και την έμφασή του στους δεσμούς αίματος και την επανατοποθέτησε στην πόλη, με έμφαση στις σχέσεις των πολιτών με την πόλη. Εξ’ ου και το Comentarii de Bello Civico του Ιουλίου Καίσαρα, η διάσημη περιγραφή του πόλεμου του ενάντια στον Πομπήιο και την Ρωμαϊκή Γερουσία. Οι ευρωπαϊκές γλώσσες, με εξαίρεση την ελληνική που κράτησε την αρχαία έκφραση, υιοθέτησαν αυτή την πολιτική διατύπωση (Burgerkrieg, στα γερμανικά, guerre civile, στα γαλλικά, guerra civile, στα ιταλικά).

Στο πλαίσιο της μετα-οθωμανικής ελληνικής ιστορίας, ο όρος χρησιμοποιείται σε σχέση με τους δυο εμφύλιους πόλεμους που ξέσπασαν στη διάρκεια κι έπειτα από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας από τους Οθωμανούς (1821), καθώς και για τον Εμφύλιο που ξέσπασε στην Ελλάδα το 1947.  Δεν είναι περίεργο που στην Ελλάδα ο όρος Εμφύλιος (μαζί με τον όρο Δεύτερο Αντάρτικο) χρησιμοποιήθηκε σε σχέση με τον πόλεμο του 1946-49 από την Αριστερά, ενώ το Κέντρο και η Δεξιά χρησιμοποίησαν τον όρο Συμμοριτοπόλεμος. Ήδη από το 1947, ο Ριζοσπάστης, η επίσημη εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, χρησιμοποιούσε τον όρο εμφύλιος στα κύρια άρθρα της.
Ο όρος εμφύλιος έγινε επίσημη έκφραση μετά την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού το 1974, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα νομιμοποιήθηκε και, ειδικά, μετά την πράξη συμφιλίωσης της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το 1981. Με την χειρονομία της συμφιλίωσης, οι φάκελοι που κρατούσε η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και η Εδική Ασφάλεια για τους διαφωνούντες κάηκαν κατά την περίοδο της συνεργασίας ΝΔ και ΚΚΕ στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής της Αθήνας το 1989, και η Αριστερά λησμονήθηκε οριστικά……»

(Νένη Πανουργιά – Ο Καντ, ο εμφύλιος πόλεμος και οι πτυχές του νοήματος: http://www.re-public.gr/?p=128

 (Από τον ιστοχώρο http://www.fte.org.gr/datadoc/an0308.doc)

….Παράλληλα ο Κολοκοτρώνης άρχισε να συμμετέχει ενεργά και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο. Η εμφύλια διαμάχη  που είχε ξεκινήσει έμελλε να συνεχισθεί, καθώς δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα μέρος, και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαϊμη από το άλλο) επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαϊμη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις στις περιοχές της Πελοποννήσου. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του Πάνου, κλόνισε σοβαρά τον Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοθεί στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1824. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία Ύδρας μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά. Με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ακρόπολη των Αθηνών από ανθρώπους του Γκούρα τερματίζεται η εμφύλια διαμάχη, αλλά η επανάσταση βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο από την επέλαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο.

( Από τον ιστοχώρο   http://www.johnpap.net/not-el/pro1821-1829/EmfylioiPolemoi.htm)

Η διχόνοια, η απειθαρχία και η φιλαρχία υπήρξαν πάντοτε οι μεγαλύτερες πληγές οι οποίες ταλανίζουν τον Ελληνισμό τις πλέον  κρίσιμες στιγμές, σε όλη την διάρκεια των χιλιετιών της ιστορίας του. Επομένως δεν θα μπορούσαν να λείψουν ούτε και κατά την διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Αιτία των εμφυλίων πολέμων υπήρξε ο χωρισμός των Ελλήνων σε δύο πολιτικές παρατάξεις: στο κόμμα των στρατιωτικών με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρούτσο και στο κόμμα των πολιτικών με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο, τον Νέγρη και τον Κωλέττη.

Αφορμή του πρώτου εμφυλίου πολέμου ήταν η πλειοψηφία των βουλευτών του κόμματος των πολιτικών στην Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (Μάρτιος 1823). Επειδή η νέα κυβέρνηση (το Νομοτελεστικό) περιλάμβανε τέσσερις πολιτικούς και έναν στρατιωτικό, τον Κολοκοτρώνη, οι στρατιωτικοί με επί κεφαλής τον Κολοκοτρώνη (αφού προσεταιρίσθηκαν τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως Πετρόμπεη ) μετέθεσαν την έδρα τους στην Τρίπολη και εζήτησαν την διάλυση της Εθνοσυνελεύσεως (Νοέμβριος 1823). Αυτή  δεν διελύθη, αλλά εξέλεξε άλλη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη  με έδρα το Κρανίδι. Η νέα κυβέρνηση είχε την υποστήριξη των Προκρίτων (κοινοτικοί άρχοντες επί Οθωμανικής κυριαρχίας) της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος και των Νησιών. Μπροστά στην δύναμη της κυβερνήσεως, ο Κολοκοτρώνης υποχώρησε για το καλό της Πατρίδας και του δόθηκε αμνηστία.

Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος άρχισε τον Οκτώβριο του 1824. Οι Πρόκριτοι της Πελοποννήσου συμμάχησαν με τον Κολοκοτρώνη κατά της κυβερνήσεως Κουντουριώτη. Αυτή, επειδή δεν είχε ισχυρές δυνάμεις στον Μοριά, εκάλεσε με την μεσολάβηση του Ηπειρώτη Υπουργού της Κωλέττη, τα σώματα του Γκούρα και του Καραϊσκάκη και κατέβαλε τους αντιπάλους της. Ο Κολοκοτρώνης, μολονότι εζήτησε συμβιβασμό, γιατί ήταν συντετριμμένος από τον φόνο του υιού του Πάνου, συνελήφθη με 24  Προκρίτους της Πελοποννήσου και φυλακίσθηκε στην Ύδρα (Ιανουάριος 1825). Η κυβέρνηση στράφηκε κατόπιν εναντίον του Ανδρούτσου, τον οποίο κατηγόρησαν ότι ευρίσκεται σε συνεννοήσεις με τους Οθωμανούς. Ο Ανδρούτσος, αφού έλαβε υπόσχεση ότι θα αμνηστευθεί, παραδόθηκε στον Γκούρα ο οποίος  τον έφερε σιδηροδέσμιο στην Αθήνα  και τον φυλάκισε στην Ακρόπολη. Στις 5 Ιουνίου 1825, ο ήρωας της Γραβιάς ευρέθηκε νεκρός κάτω από τα τείχη. Τον είχαν γκρεμίσει άνθρωποι του Γκούρα. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι ο Ανδρούτσος ήταν αθώος και ότι έπεσε θύμα των παθών και έτσι το Έθνος απεκατέστησε την μνήμη του και τον έταξε στην χορεία των ηρώων, μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη.

Έτσι τελείωσαν οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι οποίοι αποτελούν μελανή παρένθεση στην ιστορία του 1821. Με αυτούς διασπάσθηκε η εθνική ενότητα και για πολύ καιρό εκυριάρχησαν τα πάθη και η αναρχία, τα οποία λίγο έλειψε να φέρουν το επαναστατημένο έθνος στον όλεθρο.

( Από τον ιστοχώρο http://dimitrisdoctor.blogspot.com/2008/03/blog-post_22.html

3 Οκτωβρίου 1824: Εκλογές: Από τη μία οι Υδραίοι και οι σύμμαχοί τους, Σουλιώτες και Ρουμελιώτες με επικεφαλής τους αδερφούς Κουντουριώτη, οι οποίοι είχαν ήδη παραλάβει τις δύο πρώτες δόσεις του δανείου, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Αντίπαλοι: οι ηττηθέντες στον α’ εμφύλιο πόλεμο  Πελοποννήσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες.

Στις εκλογές επικράτησαν οι Υδραίοι και οι σύμμαχοί τους. Οι Πελοποννήσιοι, κατήγγειλαν τα αποτελέσματα ως προϊόντα εκβιασμού και εξαγοράς ψήφων. Ο Ζαΐμης, ο Λόντος, οι Δεληγιανναίοι, οι Κολοκοτρωναίοι και άλλοι Πελοποννήσιοι ηγέτες ετοιμάζονταν για την ένοπλη αναμέτρηση. Τον Οκτώβριο του 1824 οι κάτοικοι της επαρχίας Αρκαδιάς αρνήθηκαν στην εθνική διοίκηση την απόδοση των προσόδων της επαρχίας τους και εξεδίωξαν τον κυβερνητικό αξιωματούχο, μη αναγνωρίζοντάς του το δικαίωμα επιβολής και είσπραξης των φόρων για λογαριασμό της κεντρικής εξουσίας. Οι περισσότεροι από τους οπλαρχηγούς και κοτσαμπάσηδες της επαρχίας ήταν άνθρωποι του Κολοκοτρώνη. Η Διοίκηση χαρακτήρισε το γεγονός ανταρσία και διέταξε τον υπουργό Εσωτερικών Παπαφλέσσα να την καταστείλει. Ο Παπαφλέσσας έφτασε στην περιοχή και με την απειλή χρήσης βίας ζήτησε από τις τοπικές αρχές να πειθαρχήσουν στην εθνική διοίκηση και να αποδώσουν τους φόρους. Ωστόσο, οι οπλαρχηγοί σε συνεννόηση με τον Κολοκοτρώνη αρνήθηκαν να υπακούσουν και έτσι οι δύο πλευρές ετοιμάστηκαν για την ένοπλη αναμέτρηση. Μετά από διήμερη μάχη στους Κωνσταντίνους, χωριό της επαρχίας Αρκαδιάς, οι Πελοποννήσιοι υπερίσχυσαν των αντιπάλων τους, τα ένοπλα σώματα του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και ο ίδιος επέστρεψε ηττημένος στο Ναύπλιο. Προς το τέλος του Νοεμβρίου του 1824 όμως τα κυβερνητικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τρίπολη διασκορπίζοντας τους Πελοποννήσιους και ακινητοποιώντας τους στα γύρω χωριά. Το σχέδιο εισβολής στον Μοριά είχε κληθεί να υλοποιήσει ο Ιωάννης Κωλέττης στηριζόμενος οικονομικά από τα χρήματα του δανείου με τα οποία φρόντισε να εξαγοράσει πολλούς τοπικούς ηγέτες του Σουλίου και της Ρούμελης. Στις 23/11/1824, ένα πρώτο σώμα, υπό τον Γκούρα, εισέβαλε στην Κορινθία από τον Ισθμό. Τα στρατεύματα του Γκούρα σκόρπισαν τον φόβο και τον πανικό στην περιοχή λεηλατώντας και καταστρέφοντας.

Το δεύτερο σώμα, υπό τον Τζαβέλα, τον Ίσκο, τον Μπότσαρη και τον Καραϊσκάκη αποβιβάστηκε στο Αίγιο στις αρχές Δεκεμβρίου. Οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες, αφού λεηλάτησαν την Κερπινή και κατέστρεψαν τα σπίτια και όλα τα υπάρχοντα των Ζαΐμηδων και των υποστηρικτών τους, κατευθύνθηκαν στην Γορτυνία με σκοπό να κυνηγήσουν τους Δεληγιανναίους και να καταστρέψουν τις ιδιοκτησίες τους στα Λαγκάδια. Στα τέλη Ιανουαρίου 1825 οι Δεληγιανναίοι έφτασαν στο Ναύπλιο και τέθηκαν υπό κράτηση, αφού παρέδωσαν τα όπλα τους. Αλλά και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε ήδη αποφασίσει να παραδοθεί προς το τέλος του 1824. Συνοδευόμενος από τον Δ.Πλαπούτα έφτασε στην Τρίπολη, παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής που διοικούσε την πόλη, και έθεσε εαυτόν στη διάθεση της Διοίκησης. Εκεί αποφασίστηκε η μεταφορά του στο Ναύπλιο. Εκεί τον έθεσαν υπό περιορισμό στο σπίτι του Παπαφλέσσα.

Την αφορμή της συγγραφής των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη και το σκοπό για τον οποίο γράφτηκαν  δηλώνουν οι φράσεις του σχολιαστή του «Όμως γνωρίζει ότι ο σκοπός του είναι υψηλός….. τα Απομνημονεύματα αποτελούν την πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του 1821.

Διαβάστε επίσης τις παρακάτω πηγές-αποσπάσματα:

«Ο Μπραΐμης, μπήκε στην Πελοπόννησο και την έκανε γης Μαδιάμ όχι από την παλληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά που λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι Σπαρτιάτες κι’απ’άλλα μέρη, όλοι αυτήνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κότες, κι’ ο Αράπης όταν τους έβρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια» [6].

(Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», εισαγωγή-σχόλια Σπύρου Ι.Ασδραχά, εκδόσεις Α.Καραβία, Αθήνα, όπως παρατίθεται στην «Ιστορία των Ελλήνων», ο.π. σελ.439.)

 Στα απομνημονεύματά του, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί τον όρο ‘φατρία’ σε σχέση με τον Πρώτο Εμφύλιο, όταν αναφέρει ότι “στην Πελοπόννησο ο Κολιόπουλος και άλλοι είχαν ανοίξει φατρία απ’ την πλευρά της κυβέρνησης, ενώ οι Δεληγιάννης, Ζαΐμης, Λόντος και άλλοι πήγαν απ’ την άλλη πλευράΡωτήσαμε τι είδους πράγμα ήταν αυτή η φατρία (από εκεί που ερχόμασταν δεν ξέραμε αυτή τη λέξη ενώ ξέραμε άλλα πράγματα που έκαναν οι καπετάνιοι [καπετάνιοι της επανάστασης]). Με διέταξαν να πάω να δοκιμάσω αυτό το καλό πράγμα, να φάω φατρία με τους ανθρώπους μου. Τους είπα ‘Δεν ορκίστηκα να σηκώσω τα όπλα και να πολεμήσω άλλους Έλληνες, ορκίστηκα να πολεμήσω τους Τούρκους. Και δεν πήγαμε”.

Χρησιμοποιεί τον όρο εμφύλιο σε σχέση με τον Δεύτερο Εμφύλιο όταν διηγείται την προσφορά που του έκανε ο Ζαΐμης για 1000 γρόσια το μήνα μισθό ως αντάλλαγμα για την προσχώρησή του στο κόμμα που είχαν ιδρύσει οι Λόντος, Νοταράς, Ζαΐμης και Μαυροκορδάτος για να πολεμήσουν τους Κολοκοτρώνη, Δεληγιάννη και Σισίνη. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι επέπληξε τον Ζαΐμη λέγοντας: «Και 50.000 να μου δωκεις κρέας για εμφύλιο πόλεμο δεν πουλώ» (σ. 201).

(Νένη Πανουργιά – Ο Καντ, ο εμφύλιος πόλεμος και οι πτυχές του νοήματος)

Μετά την ήττα των Πελοποννησίων, τη σύλληψη και τη φυλάκιση των περισσοτέρων από αυτούς (Θ.Κολοκοτρώνης, Δεληγιανναίοι, Νοταράδες, Παπατσώνης, Σισίνης κ.λπ) η εθνική διοίκηση βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν διαφορετικό κίνδυνο: Τον Ιμπραήμ Πασά που στα μέσα του Φεβρουαρίου του 1825 αποβίβασε τα στρατεύματά του στην περιοχή της Μεθώνης.
Οι Ρουμελιώτες και Σουλιώτες αποχώρησαν από την Πελοπόννησο και έτσι η άμυνα της Πελοποννήσου έπρεπε να στηριχθεί στις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις. Ποιοι όμως μπορούσαν να ξεσηκώσουν τα λεηλατημένα χωριά του Μοριά και να πείσουν τις κοινότητες να κινητοποιηθούν για τον πόλεμο, δηλαδή να πολεμήσουν, να προσφέρουν εργασία και τρόφιμα; Εκείνοι, τους οποίους οι ίδιοι πληθυσμοί είχαν μάθει να εμπιστεύονται, να ακολουθούν και να αναγνωρίζουν ως ηγέτες τους, ήταν φυλακισμένοι ή φυγάδες. Στις συνθήκες αυτές, η Διοίκηση αποφάσισε να παραχωρήσει γενική αμνηστία «εις όλους τους υποπεσόντας εις πολιτικά εγκλήματα» στις 18/5/1825.

(Από τον ιστοχώρο http://dimitrisdoctor.blogspot.com/2008/03/blog-post_22.html

Κοινό σημείο  των τριών ποιημάτων που ακολουθούν είναι το ότι αποτελούν ποιήματα για την ποίηση και  μιλούν για το χρέος του ποιητή και της ποίησης σε δύσκολους καιρούς. Αφορμή της ποιητικής συγγραφής είναι και για τους τρεις ποιητές η τραγική ιστορική συγκυρία των εμφυλιακών και μετεμφυλιακών χρόνων. Στα ποιήματά τους είναι κυρίαρχες οι εικόνες του θανάτου, του διχασμού, του φόβου και της οδύνης που συνθέτουν την τότε πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Παρά το διαφορετικό τους ύφος, οι ποιητές συμφωνούν στην τραγικότητα και τον αδιέξοδο χαρακτήρα της εποχής.

 

Ποίηση 1948

Τούτη η εποχή

του εμφυλίου σπαραγμού

δεν είναι εποχή

για ποίηση

κι άλλα παρόμοια

σαν πάει κάτι

να γραφεί

είναι

ως αν

να γράφονταν

από την άλλη μεριά

αγγελτηρίων θανάτου

γι αυτό και

τα ποιήματά μου

είν’ τόσο πικραμένα

(και πότε –άλλωστε- δεν ήσαν;)

κι είναι

-προ πάντων-

και

τόσο

λίγα

Ν. Εγγονόπουλος «ΕΛΕΥΣΙΣ»,

1948

 

Στον Νίκο Ε… 1949

Φίλοι

Που φεύγουν

Που χάνονται μια μέρα

Φωνές

Τη νύχτα

Μακρινές φωνές

Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους

Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση

Ερείπια

Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες

Εφιάλτες,

Στα σιδερένια κρεβάτια

Όταν το φως λιγοστεύει

Τα ξημερώματα.

(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα

αυτά;)

Μ. Αναγνωστάκης

«ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ», 1949

 

Οφειλή

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,

πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο

αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,

δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,

συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες

είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.

Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή των άλλων,

γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε

μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.

Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή

κι όσος καιρός μου μένει

σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν

για να τους ιστορήσω. (Τίτος Πατρίκιος «ΜΑΘΗΤΕΙΑ» 1952 – 1962)

 

Το ακόλουθο κείμενο είναι ένα κείμενο του Κικέρωνα, που αναφέρεται στη ψυχολογία των αντιπάλων και ειδικότερα στη συμπεριφορά του νικητή στη διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων:

Lectio XXXVII(37):

In eum locum res deducta est, ut, nisi qui deus vel casus aliqui subvenerit, salvi esse nequeāmus. Equidem, ut vēni ad urbem, non destiti omnia et sentīre et dicere et facere, quae ad concordiam pertinērent; sed tantus furor omnes invaserat, ut pugnāre cuperent, etsi ego clamābam nihil esse bello civili miserius. Omnia sunt misera in bellis civilibus, sed nihil miserius quam ipsa victoria: ea victōres ferociōres impotentioresque reddit, ut, etiamsi natūrā tales non sint, necessitāte esse cogantur. Bellōrum enim civilium exitus tales sunt semper, ut non solum ea fiant, quae velit victor, sed etiam ut victor obsequātur iis, quorum auxilio victoria parta sit.

Τα πράγματα έχουν φτάσει  (οδηγηθεί) σε τέτοιο σημείο που (ώστε), αν κάποιος θεός ή κάποιο τυχαίο περιστατικό δε βοηθήσει, δε θα μπορέσουμε να σωθούμε. Εγώ, βέβαια, μόλις ήρθα στην πόλη ( Ρώμη), δεν έπαψα και να πιστεύω και να λέω και να κάνω όλα εκείνα που στόχευαν στην (αφορούσαν στην) ομόνοια· όμως τόσο μεγάλη μανία τούς είχε πιάσει όλους, ώστε να επιθυμούν τον πόλεμο (να πολεμούν), μολονότι εγώ φώναζα ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία (τίποτα δεν είναι πιο αξιοθρήνητο) από τον εμφύλιο πόλεμο. Στους εμφυλίους πολέμους όλα είναι αξιοθρήνητα, αλλά τίποτα (δεν είναι) πιο αξιοθρήνητο από την ίδια τη νίκη: αυτή κάνει τους νικητές αγριότερους και πιο αχαλίνωτους (από ό,τι συνήθως), ώστε, ακόμα και αν δεν είναι τέτοιοι από τη φύση τους, να εξαναγκάζονται από τα πράγματα (να πιέζονται από την ανάγκη) να γίνουν. Πράγματι, η έκβαση των εμφυλίων πολέμων είναι πάντα τέτοια, ώστε να γίνονται όχι μόνο όσα θέλει ο νικητής, αλλά (ώστε) ακόμη να κάνει ο νικητής το χατίρι εκείνων, με τη βοήθεια των οποίων κερδήθηκε η νίκη.

«Οι ευεργετικές συνέπειες της ανάγνωσης στην παιδική και εφηβική ηλικία για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας» της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

«Οι ευεργετικές συνέπειες της ανάγνωσης στην παιδική και εφηβική ηλικία για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας»
της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων


Το διάβασμα είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν όλες οι περιοχές του εγκεφάλου (ινιακός, βρεγματικός, μετωπιαίος λοβός). Είναι μια δραστηριότητα κατά την οποία χρησιμοποιούμε και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου και, για το λόγο αυτό, ενεργοποιείται και το μεσολόβιο, δηλαδή ο ιστός που συνδέει τα δύο ημισφαίρια, επομένως συμβάλλει και στην καλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους. Έτσι ένα βιβλίο ακονίζει και κρατά σε φόρμα το μυαλό μας, ενισχύοντας τη μνήμη και προφυλάσσοντάς μας από άνοια. Και επειδή το διάβασμα ενεργοποιεί το μετωπιαίο λοβό, από τον οποίο εξαρτώνται -έστω και έμμεσα- οι αυτόματες λειτουργίες του οργανισμού όπως η αναπνοή ή η καρδιακή λειτουργία, μπορεί να είναι ευεργετικό ακόμη και για το αναπνευστικό σύστημα ή την καρδιά μας!
Ένα εξαιρετικό βιβλίο που μελετά, αναλύει και αποκωδικοποιεί την τέχνη της ανάγνωσης είναι το «Ο Προυστ και το καλαμάρι. Πώς ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει», της Μαριάν Γουλφ, νευροεπιστήμονα του πανεπιστημίου Ταφτς της Μασαχουσέτης. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, τα εγκεφαλικά κύτταρα εξασκούνται μέσω της ανάγνωσης βιβλίων και της μετέπειτα επεξεργασίας του περιεχομένου, κάτι που θα αρχίσει να χάνεται εξαιτίας της υπερβολικής χρήσης υπολογιστών. Όταν ένα παιδί μαθαίνει ανάγνωση, ο εγκέφαλός του αναδιαρθρώνεται και δημιουργεί συγκεκριμένες νευρωνικές συνδέσεις προκειμένου να μπορεί να κατανοεί γραπτά σύμβολα. Διαβάζοντας κανείς ένα κείμενο έχει την εντύπωση πως βλέπει ένα πρόσωπο να διαγράφεται κάπου πίσω από τη σελίδα. Αντίθετα, η δυνατότητα εμπλουτισμού ενός ηλεκτρονικού κειμένου με υπερκείμενο, βίντεο, ήχους και εικόνες, στην πραγματικότητα εμποδίζει ένα αναγνώστη να δημιουργήσει ένα φανταστικό σύμπαν από τις δικές του νοητικές εικόνες.
Με το λογοτεχνικό βιβλίο το παιδί εξασφαλίζει εμπειρίες και ευκαιρίες ισάξιες με τις πραγματικές, “ταξιδεύει” σε πραγματικό και φανταστικό χωροχρόνο, γνωρίζει στάσεις και αντιλήψεις ανθρώπων διαφορετικές από εκείνες που το ίδιο έχει υιοθετήσει. Βάζει στη θέση των ηρώων τον εαυτό του και με τον τρόπο αυτό αυτοπροσδιορίζεται. Μια λυτρωτική ταύτιση με τον ήρωα μπορεί να χρησιμεύσει στο παιδί ως δικλείδα ασφαλείας, σαν «καθρέφτης» για να δει και να συνειδητοποιήσει τις συγκρούσεις και τους φόβους του με ασφαλέστερο τρόπο. Το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο συμβάλει στην ανάπτυξη της φαντασίας, της έκφρασης και της δημιουργικότητας. Κυρίως όμως προσφέρει στο παιδί αισθητική απόλαυση, κριτήριο δηλαδή αποτίμησης του ωραίου και του αληθινού στη ζωή.
Δεν χρειάζεται να περιμένουμε ώστε το παιδί να μάθει να διαβάζει για να το μυήσουμε στον κόσμο του βιβλίου. Από τη νηπιακή ηλικία ήδη επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι όταν ο γονιός διαβάζει ένα εικονογραφημένο βιβλίο έχοντας αγκαλιά το παιδί του, συμβάλει στη μεταγενέστερη γλωσσική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του. Για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας χρήσιμο είναι τα βιβλία να είναι εικονογραφημένα. Όσο μικρότερης ηλικίας είναι το παιδί, τόσο πιο απλές και ξεκάθαρες πρέπει να είναι οι εικόνες ,με έντονα και φωτεινά χρώματα. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσχολικής ηλικίας, είναι το ενδιαφέρον του παιδιού για τον εαυτό του, το σπίτι του, την οικογένειά και τους φίλους του. Άρα στο περιεχόμενο του βιβλίου καλό είναι να κυριαρχούν οικείες σε αυτό καταστάσεις, όπως και ιστορίες με ζώα ή περιπέτειες ανθρωπόμορφων πραγμάτων και όντων.
Για τα παιδιά σχολικής ηλικίας, τα βιβλία, οφείλουν να έχουν λέξεις που θα ξεχωρίζουν και θα προξενούν το ενδιαφέρον π.χ με ομοιοκαταληξία, ονοματοποιημένες ή αστείες λέξεις. Επίσης να προτιμώνται βιβλία που παρουσιάζουν φανταστικούς χαρακτήρες και καταστάσεις γιατί σε αυτή την ηλικία τα παιδιά αρέσκονται να υποδύονται ρόλους.
Από την ηλικία των 12 ετών και άνω το φανταστικό στοιχείο μπορεί να μετριάζεται στα βιβλία, ο τόπος και ο χρόνος της ιστορίας μπορεί να είναι καθορισμένος και κύριος στόχος είναι η χωρίς προκαταλήψεις γνωριμία του παιδιού με το περιβάλλον (μόλυνση, πόλεμος) και τις σχέσεις των ανθρώπων (σχέσεις των δύο φύλων, κοινωνική αδικία, διαπολιτισμικότητα κ.α.). Σε αυτή την ηλικία απευθύνονται τα διηγήματα-μυθιστορήματα και τα ιστορικά παιδικά βιβλία.
Στον πολιτισμό της εικόνας, πολλά είναι τα εναγώνια ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις. Τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, το όμορφο και το άσχημο έχουν αλλάξει ή δεν είναι πια τόσο ευδιάκριτα όσο κάποιες άλλες εποχές. Το καλό λογοτεχνικό βιβλίο ως μέσο διεύρυνσης των πνευματικών οριζόντων, δημιουργίας υγιών προτύπων μίμησης και ταύτισης από το παιδί, ως φορέας γνώσεων και κοινωνικοποίησης, μα πρωτίστως ως δάσκαλος αισθητικής καλλιέργειας του παιδιού, δημιουργίας δηλαδή κριτηρίων αποτίμησης του ωραίου και του αγαθού μέσα στη ζωή, αποτελεί sine qua non στοιχείο μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, ιδιαίτερα στην αντιπνευματική εποχή που ζούμε.