«Μουσεία και Εκπαίδευση: η Μουσειοπαιδαγωγική του σήμερα, στη θεωρία και στην πράξη», Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.)

«Μουσεία και Εκπαίδευση: η Μουσειοπαιδαγωγική του σήμερα, στη θεωρία και στην πράξη», Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.)
P7030018
Σήμερα συχνά πραγματοποιούνται εικαστικές συναντήσεις για παιδιά και εφήβους σε χώρους τέχνης ή μουσεία. Μέσα από την εμπειρία και τις γνώσεις μας, κατανοούμε την ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με τα μουσεία και το κατά πόσο φιλικά είναι στο κοινό και ιδιαίτερα στα παιδιά: υπάρχουν εκπαιδευτικά προγράμματα, άνθρωποι καταρτισμένοι και χώροι με ενδιαφέρον. Βέβαια, το Μουσείο ίσως είναι μια έννοια που στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων είναι κάπως περίπλοκη, κουραστική, ενίοτε βαρετή. Για ποιο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό; Λίγες είναι οι περιπτώσεις που οι έφηβοι μαθητές/τριες γνωρίζουν με πληρότητα και ακρίβεια τι είναι ένα μουσείο. Ακόμη και όσοι έχουν επισκεφθεί μουσειακούς χώρους και αίθουσες τέχνης δεν έχουν κατανοήσει- νιώσει την αποστολή τους. Συχνά οι ενήλικες κατατάσσουν την προσφορά των μουσειακών χώρων σε χαμηλή θέση σε σχέση με τις προτεραιότητες, τις δικές τους και των κοντινών τους ανθρώπων. Κατά συνέπεια, η παρουσίαση της έννοιας του μουσείου σε ένα έφηβο μαθητή δε γίνεται από την πλευρά τους με εμβάθυνση, πόσο μάλλον με ενδιαφέρον και αγάπη. Αγνοούνται συχνά επίσης σημαντικά «οφέλη», γνωστικά, πνευματικά, ψυχικά, που προσφέρει μία επίσκεψη ή ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε Μουσείο, μια και οι άνθρωποι δεν έχουν δώσει ή αποφεύγουν να δώσουν την ευκαιρία στον εαυτό τους για επαφή με συλλογές, εκθέματα και γενικότερα με το χώρο μουσείων ή τουλάχιστον να μαθαίνουν να είναι ?ανοικτοί? στο ενδεχόμενο «είσπραξης» πνευματικών «δώρων» μέσα από προσωπικές ανακαλύψεις.
Επομένως, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι άνθρωποι που είναι κοντά στα παιδιά καλούνται να παρουσιάσουν την έννοια και την αποστολή του μουσείου και των χώρων τέχνης, με τρόπο σαφή και δημιουργικό. Οποιαδήποτε ωραιοποιημένη παρουσίασή του δεν προτείνεται, γιατί το ψεύδος της θα αποκαλυφθεί στο μέλλον και το παιδί τότε, ίσως, απορρίψει το μουσείο ή το χώρο τέχνης, μια και κάθε εν δυνάμει σχέση μαζί του θα έχει ξεκινήσει με ένα ή περισσότερα ψέματα. Τα προφίλ των μουσείων επίσης επηρεάζουν τη γνώμη του παιδιού για αυτά. Όταν, για παράδειγμα, μια δική τους επίσκεψη τα έχει φορτώσει στο παρελθόν με πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι ακατανόητες ή μακριά από τη ζωή τους, το παιδί καταχωρεί το μουσείο στους βαρετούς χώρους ή τουλάχιστον στους χώρους που δεν το αφορούν. Η θετική, υγιής σύνδεση του μουσείου με το παιδί προϋποθέτει εμπνευσμένη προσέγγιση, είτε μέσα από το μουσειοπαιδαγωγικό πρόγραμμα του ίδιου του χώρου, είτε από το σχέδιο δράσης και μάθησης που θα έχει εκπονήσει με αγάπη και έμπνευση ο/η εκπαιδευτικός του σχολείου, είτε μέσα από το κλίμα (προετοιμασία, ερωτήματα?) που καλλιεργεί ο γονέας/κηδεμόνας κάθε φορά, πριν και μετά την επίσκεψη. Έτσι, από τη στιγμή που θα γίνει συνείδηση η σύνδεση του μουσείου με την καθημερινή ζωή, το μουσείο μπορεί να λάβει σημαντική θέση στη ζωή ενός εφήβου, ακόμη και αν τα εκθέματα είναι δύσκολα στην κατανόηση και ερμηνεία τους. Και στις περιπτώσεις ακόμη που ένα μουσείο δεν έχει εξελιχθεί σε ζωντανό οργανισμό που αναπνέει στην κοινωνία όπου ανήκει με ευθύνη, η εμπνευσμένη προσέγγισή του μπορεί να αλλάξει την εικόνα του ως αποθήκης έργων και παρελθόντος σε χώρο ζωής, σκέψης, δράσης, ψυχαγωγίας, προβληματισμού, μοιράσματος γνώσεων και εμπειριών. Συνειδητοποιημένοι και εμπνευσμένοι άνθρωποι, στη διοίκηση και στο προσωπικό, μπορούν να συνδράμουν σημαντικά σε αυτό το σκοπό.
Υπάρχει κατάλληλη ηλικία για να επισκεφτεί ένα παιδί ένα μουσείο; Ποια είναι αυτή; Όλες οι ηλικίες είναι κατάλληλες ή θα έπρεπε να είναι κατάλληλες για τις μουσειακές εκθέσεις. Αυτό συμβαίνει ακόμη και για εκθέσεις όπου τίθενται θέματα δυσκολίας κατανόησης, ακόμη και από το προσωπικό του μουσείου. Ο άνθρωπος που θα φέρει το παιδί στον κόσμο του μουσείου μπορεί να σημάνει την αλλαγή, την οποιαδήποτε θετική ανατροπή και καλείται να συνειδητοποιήσει το βάρος του ρόλου του, ειδικά στις «δύσκολες» εκθέσεις. Η παράμετρος «ηλικία» έχει να κάνει με τον όγκο των ερεθισμάτων και την προσέγγιση των ενοτήτων, εκθεμάτων, αιθουσών των συλλογών. Έργα τέχνης, φωτογραφίες, αρχαιολογικά ευρήματα: το υλικό του μουσείου είναι η αφετηρία για πολιτιστικές «διαδρομές» στο παιδί και στον ενήλικα. Η παρουσίαση αυτών των διαδρομών, το περιεχόμενό τους, το υλικό τους, η συνύπαρξή τους στο χώρο, η ίδια η επιμέλεια της έκθεσης, ακόμη και ο αρχιτεκτονικός χώρος του μουσείου μπορούν να επηρεάσουν τις προτιμήσεις μας. Συχνά η μουσειολογική παρουσίαση αρχαιοτήτων και το ανάλογο εκπαιδευτικό πρόγραμμα απέχουν από τα ενδιαφέροντα των παιδιών ή τουλάχιστον απέχουν από το να αποπειραθούν το κέντρισμα της προσοχής τους και της ενεργούς εμπλοκής τους. Αυτό δε σημαίνει ότι σε μία εξαιρετική ως προς την επιλογή των έργων και το στήσιμο έκθεση σύγχρονης εικαστικής τέχνης δεν μπορεί να υπάρξουν φαινόμενα δυσανεξίας από την πλευρά των παιδιών, αν η παρουσίαση και η πρόσκληση δε δίνουν αφετηρία στις εν λόγω ψυχικές, συναισθηματικές, νοητικές διαδρομές.
Αναμφισβήτητα, τα ελληνικά μουσεία και γενικότερα οι χώροι τέχνης δείχνουν τα τελευταία χρόνια μια διάθεση να δεχτούν μικρούς σε ηλικία επισκέπτες. Υπάρχουν πολλά προγράμματα που αφορούν παιδιά και οικογένειες. Είναι γεγονός ότι στη σημερινή εποχή τα προγράμματα για παιδιά και οικογένειες ολοένα και πληθαίνουν σε μουσεία, πινακοθήκες και άλλους εκθεσιακούς χώρους. Συχνά παρατηρούνται σχεδιασμοί προγραμμάτων για μαζική προσέλευση παιδιών και χαμηλό κόστος συμμετοχής που εξισορροπείται από το μεγάλο αριθμό συμμετοχών. Το γεγονός αυτό απαιτεί την προσοχή μας, μια και η σχέση εντέλει που χτίζεται ανάμεσα στο παιδί και στο έκθεμα, καθώς και στο μουσείο ως χώρο και έννοια, υπάρχει κίνδυνος να γίνει επιφανειακή, επιπόλαιη και να απομακρυνθεί από τις προσωπικές του ανάγκες εξέλιξης. Ο μεγάλος αριθμός ατόμων, στις περιπτώσεις αυτές, δυσκολεύει τη βαθειά εστίαση και πνευματική εργασία από το παιδί, όσο εμπνευσμένοι και αν είναι οι εμψυχωτές και καλοδομημένο το πρόγραμμα. Ο χρόνος επίσης, συμπιεσμένος σε τέτοιες περιπτώσεις, απαγορεύει την ανακάλυψη προσωπικών ιδιαιτεροτήτων και δυσκολιών, της ιδιαίτερης ματιάς του κάθε παιδιού. Συχνά λέγεται «Δεν πειράζει. Αρκεί που είχε μία επαφή το παιδί. Από το τίποτα, ? καλύτερα αυτό!» Ερώτημα: Το παιδί είχε επαφή ή απλά άκουσε πληροφορίες μαζί με άλλα παιδιά, τις οποίες δε γνωρίζει πώς να διαχειριστεί, και στοιχεία που δεν έχουν δημιουργήσει εγγραφές μέσα του; Μήπως κάτω από ομαδικά γέλια και επιφανειακά αστεία, από ομαδικές μεταμφιέσεις και show-off δραστηριότητες το παιδί φεύγει από την έκθεση, χωρίς να έχει δουλέψει μέσα του τίποτα, ενώ παράλληλα έχει κάνει λανθασμένες συνδέσεις και συνειρμούς σε σχέση με την έκθεση, έστω και αν δε βαρέθηκε; Με το φόβο του ?να μη βαρεθεί το παιδί?, ?να περάσει καλά?, όπως λένε οι γονείς και οι δάσκαλοι συχνά, λησμονείται η ευθύνη, ο ρόλος του παιδαγωγού, του γονέα, του εμψυχωτή στη διαμόρφωση σκεπτόμενων ανθρώπων, υγιών συναισθηματικά, μικρών (ή μεγάλων) ερευνητών, χαμογελαστών εσωτερικά ανθρώπων. ?Το να περάσει καλά το παιδί? είναι μεγάλο θέμα συζήτησης, το πότε δηλαδή αληθινά το παιδί περνά καλά. Υπάρχουν βέβαια προγράμματα στα οποία η κινητοποίηση μεγάλων αριθμών παιδιών μπορεί να δώσει δυνατά συναισθήματα και εμπειρίες στους συμμετέχοντες και τα μαζικά παιχνίδια όχι μόνο να ?διασκεδάσουν? τα παιδιά, παράλληλα με τη γνώση που προσφέρουν, αλλά και να αφήσουν το αποτύπωμά τους που ?δουλεύει? και γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας για αρκετό καιρό στη συνέχεια μέσα στη ζωή των παιδιών. Αυτές οι δραστηριότητες, όταν καταφέρουν να κρατήσουν τον πυρήνα του στόχου του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι επιτυχείς. Η στόχευση χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη εξαρχής, με έμφαση στη δημιουργία, στη φιλομάθεια, στην ανακάλυψη, στη συνεργασία, και βέβαια, στην ανακάλυψη εαυτού.
Πολλά μουσεία στην χώρα μας είναι ιδανικά για παιδιά, όταν χτίζεται κατά την επίσκεψη περιβάλλον ασφάλειας, θετικότητας και πνευματικής επαφής, όταν υπάρχει στοχευμένη προσέγγιση και δημιουργική, κεφάτη, κατάλληλης μεθοδολογίας συνεργασία με το παιδί, σεβόμενη τις ανάγκες της προσωπικότητάς του. Πώς μπορεί ένας γονιός ή ένας εκπαιδευτικός να προετοιμάσει μια επίσκεψη σε μουσείο με το παιδί του; Ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι να θέσει ένα βασικό στόχο και μερικούς δευτερεύοντες για την επίσκεψη. Δεν επισκεπτόμαστε, για παράδειγμα, ένα χώρο επειδή είναι της μόδας ή επειδή έχουμε ακούσει/διαβάσει ότι είναι καλό για τα παιδιά να επισκέπτονται μουσειακούς χώρους. Επιλέγουμε να πάμε σε ένα χώρο με το παιδί μας ή με τους μαθητές μας επειδή, για παράδειγμα, η έκθεση ασχολείται με θέματα για το ανθρώπινο σώμα ή ασκεί τις αισθήσεις ή θέτει ερωτήματα για την ομορφιά ή? ή? κ.τ.λ. Οι στόχοι αυτοί καλό είναι να έχουν ως αφετηρία όχι μόνο γνωστικά αλλά και συναισθηματικά πεδία του ανθρώπου. Επίσης, από τη στιγμή που είμαστε κοντά στα παιδιά μπορούμε να επιλέξουμε μία έκθεση, με βάση ένα θέμα που ?δουλεύει? μέσα του εκείνη την περίοδο το παιδί. Αν, για παράδειγμα, αυτό το θέμα είναι η ανθρώπινη σχέση της φιλίας μπορούμε να επιλέξουμε μία επίσκεψη σε μουσείο που δίνει τέτοια ερεθίσματα. Ωστόσο, μια ή περισσότερες δραστηριότητες με αρκετούς μαθητές/τριες που επιλέγουμε να επισκεφθούμε μαζί έως εκπαιδευτικοί ένα μουσείο, μπορούν να θέσουν ζητήματα εμπιστοσύνης, μοιράσματος, επιλογών και υγιών ορίων,? μια και όλα αυτά είναι παράμετροι της μαθησιακής διαδικασίας και της εκπαιδευτικής σχέσης, ανεξάρτητα από τα ίδια τα εκθέματα και τις συλλογές.
Επιπροσθέτως, ορισμένα στοιχεία μπορούν να εμπλουτίσουν μια επίσκεψη σε μια μουσειακή έκθεση: ο καλός σχεδιασμός πριν την επίσκεψη, η ευελιξία και άνεση απέναντι σε κάθε αναδυόμενη ανάγκη εκτροπής από τη σχεδιασμένη δομή στη διάρκεια της επίσκεψης, η προσαρμογή/αναπροσαρμογή του λόγου, των παραδειγμάτων, των εξηγήσεων, των αφηγήσεων, των παιχνιδιών στα ερωτήματα που έρχονται από τους μαθητές/τριες, τα παιχνίδια παρατήρησης και θησαυρού, η επιδίωξη της συνεργασίας, η ανάθεση πρωτοβουλιών, η διαρκής, θετική και εμπνευσμένη παρουσία μας κοντά στα παιδιά, τα οποία αφήνουμε να πρωταγωνιστήσουν στην επίσκεψη και εμείς αρκούμαστε στο ρόλο της πυροδότησης συναισθημάτων, λόγου και αντιδράσεων, στην καλλιέργεια ζεστής ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης και ασφάλειας, στη διαρκή προσφορά εμπνεύσεων, αναφορών, συνδέσεων με τη ζωή και την καθημερινότητα, σε μικρές ανακεφαλαιώσεις, σε ευτυχείς ανάπαυλες, κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε κουρασμένα ή κορεσμένα βλέμματα.
Φεύγοντας από ένα μουσείο, αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που μένει στους μαθητές/τριές μας? Για την ακρίβεια τι είναι αυτό που θα πρέπει να μένει? Όταν το παιδί εκφραστεί με το δημιουργό-εαυτό του, το λόγο του, το πρόσωπό του μέσα στο μουσείο, ακριβώς μέσα στην ατμόσφαιρα, στο περιβάλλον της έκθεσης, χωρίς εκπτώσεις στους στόχους της επίσκεψης, θα φύγει από το μουσείο με συναισθήματα, εικόνες, γνώσεις, αναφορές στη ζωή του (άρα στοιχεία που το αφορούν), ερωτήματα προς απάντηση, πνευματικές ζυμώσεις, υλικό προς ανακάλυψη για τη συνέχεια και ενδεχομένως νέες φιλίες (με άλλα παιδιά, με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, εν ζωή ή όχι). Τότε, το μουσείο μεταμορφώνεται μέσα του από ένα στοιχείο σε πολλά μαζί μέσα σε ένα χώρο, σε μια αγκαλιά παλλόμενη και ζωντανή.
Μπορεί, τελικά, στα πλαίσια της επίσκεψης σε ένα μουσείο να συνδυαστεί η ψυχαγωγία με τη γνώση, μια και η γνώση είναι αγωγή της ψυχής στην ολιστική τουλάχιστον εκπαίδευση. Εξάλλου, για την επίσκεψη σε ένα μουσείο οφείλουμε να έχουμε τέτοια αφετηρία, τέτοια προσέγγιση. Στις ημέρες μας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη προσφορά προγραμμάτων και σημαντικές απόπειρες για το δέσιμο μουσείου-σχολείου σε στενή συνεργασία των δύο, με άμεση την ανάγκη για υποστήριξη της Πολιτείας, ειδικά στο επίπεδο των συνεργασιών. Προσοχή χρειάζεται και από τις δύο πλευρές, της προσφοράς και της ζήτησης, με καλή στοχοθεσία και στη συνέχεια βαθειά εστίαση στους εκάστοτε στόχους. Η αυτοαξιολόγηση του γονέα, του εκπαιδευτικού, του μουσειοπαιδαγωγού, του εμψυχωτή, του ίδιου του μουσείου μέσω της διεύθυνσης και του προσωπικού του, σε συνέχεια και με συνέπεια, βελτιώνουν τις συνθήκες στο σύνολό τους. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο επισκέψεις σε μουσεία να έχουν τροφοδοτήσει θετικά τη σχέση γονέα-παιδιού, εκπαιδευτικού-μαθητών/τριών, τις σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά μιας ομάδας, τη σχέση που έχει το παιδί με τον εαυτό του αλλά και ο ενήλικας με τον εαυτό του. Ας έχουμε «ανοιχτή», βιωματική, αληθινή σχέση με τα μουσεία, την Τέχνη και τους χώρους της, για να προχωρούμε όλοι οι «παράγοντες» της κοινωνικοποίησης και της παιδευτικής διαδικασίας με διάθεση εξέλιξης, αυτοβελτίωσης, πλήρωσης.
Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, στις μέρες μας τα μουσεία θεωρούνται η καλύτερη εκπαιδευτική μέθοδος καθώς μέσα από μια επίσκεψη σε ένα μουσείο οι νέοι συνειδητοποιούν ότι η μάθηση δεν περιορίζεται στα στενά όρια της αίθουσας και ότι οι γνώσεις δεν αποκτιούνται μόνο μέσα από τα βιβλία αλλά και με «διασκεδαστικό» τρόπο μέσω επισκέψεων σε εκπαιδευτικούς χώρους. Ωστόσο, πολλές φορές, η επίσκεψη σε ένα μουσείο λόγω της απόστασης ή λόγω οικονομικών παραγόντων είναι δύσκολη ιδιαίτερα στις μέρες μας. Γι? αυτόν το λόγο έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια τα ψηφιακά μουσεία δηλαδή μουσεία στον κυβερνοχώρο που δίνουν έμφαση στην εξασφάλιση απρόσκοπτης πρόσβασης στο υλικό του κάθε μουσείου και στην γνωστική και συγκινησιακή εμπλοκή του κοινού μέσα από νέες, καινοτόμες προσεγγίσεις.
Ο αριθμός των ιστοσελίδων των μουσείων στο Internet είναι μέχρι σήμερα 10.000 και καθημερινά αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα μουσείο να προστίθεται στη λίστα σχεδόν καθημερινά. Η ανταπόκριση του κοινού είναι εντυπωσιακή. Ορισμένα μουσεία μάλιστα απαριθμούν περισσότερες επισκέψεις στον Κυβερνοχώρο παρά στον φυσικό τους χώρο. Ένας λόγος της απότομης ανάπτυξης των ψηφιακών μουσείων είναι ότι ο «επισκέπτης» δεν δέχεται παθητικά τις γνώσεις που του προσφέρονται αλλά μπορεί να αλληλεπιδρά και να συμμετέχει σε διαδικτυακά εκπαιδευτικά προγράμματα που παρέχουν τέτοια είδη μουσείων. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται σχέσεις συνεργασίας και επικοινωνίας μεταξύ του μουσείου που παρέχει αυτά τα προγράμματα και των χρηστών του διαδικτύου. Μπορεί, λοιπόν, αυτό το «κορυφαίο» να γίνει καλύτερο; Μπορεί, με το έργο CHESS. (Cultural-Heritage Experiences through Socio-personal interactions and Storytelling δηλ. πολιτιστική κληρονομιά μέσω κοινωνικο-προσωπικής αλληλεπίδρασης και εξιστόρησης). Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή CHESS αφηγείται στον κάθε επισκέπτη μια συγκεκριμένη ιστορία που επικεντρώνεται στα εκθέματα που είναι πιο σχετικά με τα ενδιαφέροντά του, με λιγότερες ή περισσότερες λεπτομέρειες ανάλογα με την επιθυμία του. Οι ιστορίες μπορούν να εμπλουτιστούν με πολυμέσα, παιχνίδια 3D και ενισχυμένης πραγματικότητας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα αντικείμενα μιλούν και προσκαλούν τους επισκέπτες να αλληλεπιδράσουν μαζί τους. Φεύγοντας από το εικονικό μουσείο, ο επισκέπτης θα μπορεί να βρει ενθύμια -π.χ. ένα βίντεο ή μια εικόνα- της επίσκεψής του στην ιστοσελίδα του μουσείου, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να μοιραστεί μια προσωπική του ανάμνηση με την οικογένεια και τους φίλους τους.
Ωστόσο, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης των ψηφιακών μουσείων έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο ερώτημα: κατά πόσο μπορεί ένα ηλεκτρονικό-ψηφιακό μουσείο να αντικαταστήσει επάξια το «κλασικό» μουσείο. Το όφελος ενός ψηφιακού μουσείου για το κοινό είναι προφανές καθώς του δίνεται η δυνατότητα για εναλλακτική αναζήτηση πληροφοριών εκτός από τις ήδη υπάρχουσες. Επίσης οι πληροφορίες είναι περισσότερες μέσω του υπολογιστή, άρα ο χρήστης ενημερώνεται καλύτερα. Ωστόσο η άμεση επαφή με το χώρο του μουσείου και τα ίδια τα αντικείμενα δεν αντικαθίσταται. Αυτό είναι και το βασικό πλεονέκτημα των συμβατικών μουσείων. Η όλη ατμόσφαιρα, το κλίμα, η επαφή με τους ιθύνοντες ακόμα και η μυρωδιά του χώρου δεν αντικαθίσταται από μία απλή οθόνη. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ηλεκτρονικό-εικονικό μουσείο λειτουργεί ως επέκταση, ως μία από τις υπηρεσίες του παραδοσιακού μουσείου.

Τα αίτια εξάπλωσης-διάδοσης του Χριστιανισμού στο Ρωμαϊκό κόσμο/Η συνεχιζόμενη επέκταση του Χριστιανισμού στο τέλος της Ρωμαϊκής ιστορίας. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.)

Τα αίτια εξάπλωσης-διάδοσης του Χριστιανισμού στο Ρωμαϊκό κόσμο/Η συνεχιζόμενη επέκταση του Χριστιανισμού στο τέλος της Ρωμαϊκής ιστορίας.

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.)

Στον ανταγωνισμό μεταξύ των θρησκειών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η άμυνα ήταν γενικώς ισχυρότερη από την επίθεση. Ακόμα και  προσηλυτιστικές λατρείες, όπως της Ίσιδος και του Μίθρα, όφειλαν σε μεγάλο βαθμό τη διάδοσή τους στην εξόρμηση των Ανατολικών θιασωτών τους σ’ όλο το ρωμαϊκό κόσμο. Ο προσηλυτισμός όμως σ’ αυτές δεν σήμαινε και την απάρνηση των άλλων λατρειών. Με την παρακμή του εμπορίου και των μετακινήσεων στον τρίτο και τέταρτο αιώνα, η διαδικασία της προπαγάνδας καθυστέρησε αναπόφευκτα. Η μόνη θρησκεία που κέρδιζε συνεχώς έδαφος κατά την περίοδο αυτή εις βάρος των άλλων λατρειών, ήταν ο Χριστιανισμός.

Η διάδοση του Χριστιανισμού:Η τελική επικράτηση του Χριστιανισμού ως της κυρίαρχης θρησκείας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οφειλόταν στη συγκυρία των πολλών πλεονεκτημάτων που είχε έναντι των αντιπάλων λατρειών. Οι Χριστιανοί διέθεταν μια οργάνωση που ξεπερνούσε όλες τις άλλες επί μέρους θρησκείες. Όταν η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποσπάστηκε από την πατρική ιουδαϊκή, έχασε όλα τα πλεονεκτήματα που προσέφερε στα μέλη της μια καλώς ρυθμισμένη κοινωνία. Οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες ήταν απομονωμένα κύτταρα υπό τη στοιχειώδη διοίκηση πρεσβυτέρων μελών. Αλλά κατά τον πρώτο αιώνα της υπάρξεώς τους συνέστησαν ένα επαρκώς οργανωμένο σώμα κληρικών, που κατείχαν ευρύτατες πειθαρχικές αρμοδιότητες πάνω στους λαϊκούς. Ως τον καιρό του Μ. Αυρηλίου η κληρική ιεραρχία τελειώθηκε σ’ όλα ουσιώδη στοιχεία της. Ακόμα σπουδαιότερη υπήρξε η δημιουργία ενός μοναδικού συστήματος επικοινωνίας μεταξύ των, αρκετών σε αριθμό, χριστιανικών κοινοτήτων. Τον πρώτο αιώνα μ. Χ. τα μόνα  μέσα διατήρησης της επαφής μεταξύ των κατά τόπους εκκλησιών, ήταν οι ακανόνιστες επισκέψεις ή οι σποραδικές επιστολές επισήμων αρχηγών σαν τον Πέτρο και Παύλο. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου αιώνος οι εκκλησίες καθιέρωσαν ένα σύστημα τακτικής αλληλογραφίας μέσω αντιπροσώπων των γειτνιαζουσών κοινοτήτων. Στα πρώτα χρόνια του τρίτου αιώνα έγινε ένα καίριο βήμα προς τα εμπρός, όταν σ’ όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες, τη μία μετά την άλλη, ο επίσκοπος της «μητροπόλεως» ή κυριότερης πόλεως προχώρησε στη σύγκληση τακτικών συνόδων επισκόπων απ’ όλες τις μικρότερες πόλεις, κατά το πρότυπο των λαϊκών επαρχιακών consilia. Σ’ αυτές τις διασκέψεις λαμβάνονταν πρόνοια για αμοιβαία οικονομική υποστήριξη -μια μορφή ασφάλειας που η αξία της αποδείχθηκε συχνά σε καιρούς διωγμών- και διαμορφώθηκε η ενιαία πίστη.

Η Καινή Διαθήκη:Τη διάδοση του Χριστιανισμού επιβοήθησε η ειδική φιλολογία, που δημιουργήθηκε σε τέτοιο βαθμό ανάλογο του οποίου δε γνώρισε καμία άλλη αρχαία εκκλησία, με εξαίρεση την ιουδαϊκή. Η διδασκαλία του Ιησού, που αρχικά συντηρήθηκε μόνο με την προφορική παράδοση, διατυπώθηκε σύντομα σε γραπτά κείμενα από τα οποία τα τέσσερα Ευαγγέλια, χρονολογούμενα περίπου από το 65 ως το 100, θεωρήθηκαν στο τέλος αυθεντικά. Κατά την εποχή του Κωνσταντίνου αυτά τα τέσσερα βιβλία, μαζί με άλλα πρώιμα κείμενα και επιστολές, κωδικοποιήθηκαν έτσι ώστε να σχηματίσουν την «Καινή Διαθήκη».

Χριστιανική θεολογία: Ολόκληρη η συλλογή αυτή πέρασε στους δυτικούς λαούς σε αρκετές λατινικές μεταφράσεις. Η αποστολή της αναθεωρήσεως και διευρύνσεως της χριστιανικής πίστεως στο φως άλλων συστημάτων σκέψεως και κυρίως της στωικής και πλατωνικής φιλοσοφίας, άρχισε με τις επιστολές του Παύλου και συνεχίστηκε στα γραπτά των διαφόρων εκκλησιαστικών Πατέρων ελληνικής ειδικά εθνικότητας, ανάμεσα στους οποίους οι Αλεξανδρινοί επίσκοποι Κλήμης και Ωριγένης (περίπου 200 μ. Χ.) υπήρξαν οι καθ’ εαυτό σκαπανείς. Από την εποχή του Μ. Αυρηλίου η Εκκλησία κρατούσε επίσης δικές της ιστορικές αναγραφές, που ανάμεσά τους το Μαρτυρολόγιο κατέληξε να σχηματίσει μια ξεχωριστή βιβλιοθήκη. Στις ημέρες του Κωνσταντίνου ένας επίσκοπος της Παλαιστίνης, ο Ευσέβιος (264-340) συγκέντρωσε τις διάφορες  παραδόσεις σε μια τυπική ιστορία της Εκκλησίας. Ο ίδιος λόγος συσχέτισε τις χρονολογίες των ιουδαϊκο-χριστιανικών  γεγονότων με τα γεγονότα της ανατολικής, ελληνικής και ρωμαϊκής ιστορίας σε συγχρονιστικούς πίνακες, που έχουν αξιόλογη σπουδαιότητα για τη γενική μας γνώση της αρχαίας  χρονολογίας.

Απολογητική : Ένας άλλος κλάδος της χριστιανικής λογοτεχνίας απευθυνόταν στους μη Χριστιανούς για να τους ερμηνεύσει τη χριστιανική θρησκεία και να την υπερασπιστεί εναντίον επιθέσεων απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Η ανάγκη αυτής της απολογητικής λογοτεχνίας, ήταν τόσο μεγαλύτερη καθόσο καμία άλλη θρησκεία της αρχαιότητας δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει συντονώτερη αντίθεση (Κεφ. XLIII, 9). Οι πρώτες χριστιανικές απολογίες των οποίων έχουμε μνεία (από τον Αριστείδη κι από το Μηλίτωνα, επίσκοπο των Σάρδεων) ανήκουν στη βασιλεία του Αντωνίου. Επί Μ. Αυρηλίου οι επιθέσεις δύο λογίων, του Κορνηλίου Φρόντωνος (Κεφ. XXXIX,9) και του Κέλσου, επέσυραν αρκετές απαντήσεις, ανάμεσα στις οποίες ο διάλογος «Οκτάβιος» του Μινουκίου Φήλικος (Minucius Felix) αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα.

Ο Άγιος Αυγουστίνος: Τον τέταρτο αιώνα η έντονη επίθεση των τελευταίων νεοπλατωνικών φιλοσόφων αντιμετωπίσθηκε από μία συνδυασμένη χριστιανική προπαγάνδα, που κατάληξή της ήταν το «περί της Πολιτείας του Θεού» (De Civitate Dei) του Αγ. Αυγουστίνου (354-430), που θεωρήθηκε ως η κλασσική δικαίωση της χριστιανικής πίστεως. Μολονότι οι Χριστιανοί απολογητές έχαναν κατά καιρούς την ψυχραιμία τους  -δείγματα των επιζημίων αντεγκλήσεων θα βρεθούν στην Apologia του Αφρικανού ρήτορα Τερτυλιανού (περίπου 160-230), –  διατήρησαν συνολικά έναν τόνο υπολογισμένης μετριοπάθειας και αντέκρουσαν τους ανταγωνιστές τους σημείο προς σημείο. Καμία άλλη αρχαία θρησκεία δεν υπήρξε τόσο τυχερή όσο ο Χριστιανισμός στον τρόπο παρουσιάσεώς της.

Χριστιανικό τελετουργικό και ηθική: Τέλος, η χριστιανική πίστη καθ’ εαυτήν  ήταν διαρκέστερα ελκυστική απ’ ό, τι  οι αντίπαλες λατρείες. Το τελετουργικό της ήταν απλό και δεν προκαλούσε παρόμοια οπτική και ακουστική εντύπωση, όπως εκείνη των επισήμων ειδωλολατρικών λατρειών. Δεν ήταν προσωποληπτική, πράγμα που άλλωστε δε συνέβαινε ούτε στις λατρείες της Ίσιδας και του Μίθρα και στα άλλα συγγενή δόγματα, που αγνοούσαν τη διάκριση μεταξύ πλουσίων και φτωχών, μεταξύ ελεύθερων και εξαρτημένων. Αν ο Χριστιανισμός προσέφερε μιαν εξίσου έγκυρη υπόσχεση για τη μελλοντική ζωή του ατόμου, το αντίτιμο εισόδου στον ουρανό ήταν σ’ αυτόν υψηλότερο. Αλλά εδώ ίσως βρισκόταν το μυστικό της επιτυχίας του.

Πρακτική αλληλοβοήθεια: Μολονότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμήσουμε τα αντίστοιχα ηθικά επίπεδα των Χριστιανών, Ιουδαίων και Ειδωλολατρών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αξιόλογη μαρτυρία προς όφελος των Χριστιανών έδωσε ένας από τους πιο αποφασισμένους αντιπάλους του, ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός (361-363), όταν προέτρεπε τους ειδωλολάτρες να μιμούνται την πρακτική αλληλοβοήθεια των Χριστιανών σε ζητήματα τέτοια όπως η περιποίηση των αρρώστων και η ανακούφιση των φτωχών. Μολονότι ο ειδωλολατρικός κόσμος είχε κάποτε να επιδείξει μια εξαίρετη παράδοση σεβασμού των υποχρεώσεων του πλούτου, η μεγαλοδωρία του έτεινε να γίνει υπέρ το δέον επιδεικτική και αδιάφορη, και με τη γενική εξαθλίωση του ρωμαϊκού κόσμου τον 3ο και 4ο αιώνα, συστάλθηκε σε πολύ περιορισμένες αναλογίες. Αν η Χριστιανική κοινωνική συνείδηση ήταν πιο αποτελεσματικά άγρυπνη σ’ αυτή την περίοδο απ’ ό, τι  των ειδωλολατρών, η επιτυχία της Εκκλησίας στην απόκτηση και διατήρηση προσήλυτων βρίσκει μια έτοιμη εξήγηση.

Η αντίθεση στο Χριστιανισμό: Η βάση της αντιθέσεως προς τους Χριστιανούς ήταν η ίδια όπως και στην περίπτωση των Ιουδαίων. Η Χριστιανική σαν την Ιουδαϊκή θρησκεία δεν αρκούνταν να μοιράζεται τον κόσμο μαζί με άλλες λατρείες, αλλά απέβλεπε στην ολοκληρωτική τους υποκατάσταση. Η επίθεση αυτή κατά των άλλων θεών ή «αθεϊσμός» όπως ονομαζόταν, απορρίπτονταν από τους πολυθεϊστές που είχαν ως αξίωμά τους την ανοχή στα θρησκευτικά ζητήματα.

Αντίθεση στις μονοθεϊστικές λατρείες: Η αντίθεση στην Ιουδαϊκή και Χριστιανική επιθετικότητα αυξήθηκε με την ενόχληση που έδινε αυτή στις κοινωνικές συνήθειες και τον κίνδυνο από τα καλυμμένα συμφέροντα που απέρρεαν από την άρνηση των «λατρευτικών ειδώλων». Εξάλλου, οι Ιουδαίοι και οι Χριστιανοί δε μπορούσαν να αποφύγουν την αντιδημοτικότητα χρησιμοποιώντας το προφυλαχτικό τέχνασμα της παραμονής μακριά από την πολυθεϊστική κοινωνία, γιατί σε ένα ουσιαστικά κοινωνικό σύνολο όπως ήταν η ελληνική ή η ρωμαϊκή πόλη, η αυτοαπομόνωση αντιμετωπιζόταν με υποψία και ήταν πάντοτε πρόχειρες οι τερατώδεις φημολογίες για την αποκάλυψη των ανυπόληπτων τελετουργιών που θεωρούνταν ότι ασκούν μυστικά οι Ιουδαίου και οι Χριστιανοί ή για την επίρριψη υπαινιγμών για πολιτική απειθαρχία. Αν ένας καλώς πληροφορημένος και στοχαστικός άνδρας σαν τον Τάκιτο, μπορούσε να καταγγέλλει ανοιχτά τους Ιουδαίους και τους Χριστιανούς για φαυλότητα στους τρόπους ζωής τους, είναι εύκολο να κατανοηθεί ότι η μάζα των ανύποπτων ανθρώπων ήταν έτοιμη να δεχθεί με την πρώτη εντύπωση τις υπερβολικότερες φήμες που αναφέρονταν σε αυτούς.

Λαϊκές  εκρήξεις: Αν ο μέσος άνθρωπος στον ελληνικό και το ρωμαϊκό κόσμο έσπευδε να καταδικάσει τις μονοθεϊστικές θρησκείες, η οργή του εναντίον τους σπάνια μπορούσε να συγκρατηθεί, ενώ δε γινόταν παρά να παραδεχτεί, σε στενότερη τυχόν επαφή με Ιουδαίους και Χριστιανούς, ότι οι εναντίον τους κατηγορίες ήταν αβάσιμες. Γι’ αυτό το λόγο και οι δύο λατρείες απαλλάχθηκαν βαθμιαία από ένα μέρος της αρχικής τους αντιδημοτικότητας. Μετά την εποχή του Αδριανού, οι Ιουδαίοι καθιέρωσαν ένα modus vivendi με τους γείτονές τους. Η λαϊκή αγανάκτηση κατά των Χριστιανών υποχώρησε τον 3ο αιώνα. Τον καιρό του Κωνσταντίνου Χριστιανοί και ειδωλολάτρες δεν δυσκολεύονταν να συνάπτουν σταθερές φιλίες. Αλλά στους δύο πρώτους αιώνες της υπάρξεώς τους οι χριστιανικές κοινότητες ήταν διαρκώς εκτεθειμένες σε επιθέσεις αποθηριωμένων όχλων, σαν κι εκείνους που επέπεφταν κατά των Ιουδαίων στους μεσαιωνικούς και πάλι στους πρόσφατους χρόνους.

Το Έδικτο του Μιλάνου: Το 312 η «προσχώρηση»-ευνοϊκή στάση του Κωνσταντίνου στο Χριστιανισμό εγκαινίασε μία νέα εποχή για την Εκκλησία. Μετά τη νίκη του εναντίον του Μαξεντίου, που τον άφησε μόνο κυρίαρχο όλης της δύσεως, ο Κωνσταντίνος συνάντησε το Λικίνιο, τον απομένοντα συνάδελφό του στην ανατολή, τον οποίο κέρδισε στην πολιτική της ανεξιθρησκείας. Με το Έδικτο του Μιλάνου, που εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο στο όνομα του Κωνσταντίνου και Λικινίου, παραχωρήθηκε στους Χριστιανούς τελεία ελευθερία ασκήσεως της λατρείας τους και εξαίρεση απ’ όλες τις ειδωλολατρικές τελετουργίες σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Είναι αλήθεια ότι το διάταγμα αυτό παραβιάστηκε αργότερα από το Λικίνιο, αλλά επικυρώθηκε πάλι το 323 όταν ο Κωνσταντίνος έγινε μόνος αυτοκράτορας.

Προνόμια της Εκκλησίας: Δύο χρόνια αργότερα ο Κωνσταντίνος έδωσε ειδικές διευκολύνσεις στους Χριστιανούς ιεράρχες για να παρευρεθούν στη σύνοδο της Νίκαιας και πήρε ο ίδιος μέρος στο συνέδριο ως διαιτητής και ειρηνοποιός. Ο σεβασμός του προς τους χριστιανούς συμβούλους του αποκαλύπτεται στη μεταγενέστερη νομοθεσία του σε ζητήματα οικογενειακού δικαίου (Κεφ. XLII, 4)   και στο  θεσμό  της υποχρεωτικής Κυριακής αργίας. Στη νέα του πρωτεύουσα ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε την κατασκευή ειδωλολατρικών ναών. Η θρησκευτική όμως πολιτική του παρέμεινε στο σύνολό της πολιτική γενικής ανεξιθρησκείας. Οι καταδιωκτικές δραστηριότητες της προνομιούχου χριστιανικής εκκλησίας ανήκουν σε μεταγενέστερες βασιλείες.

Χριστιανισμός, η θρησκεία του μέλλοντος: Στις ημέρες του Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός απείχε ακόμα πολύ από του να είναι η γενική θρησκεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Με εξαίρεση ίσως τη Συρία, τη Μικρά Ασία και την πόλη της Αλεξάνδρειας, οι οπαδοί του πουθενά δεν περιλάβαιναν  περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού. Στη Ρώμη και στη δύση, αποτελούσαν ακόμα μία ελάχιστη μειοψηφία. Παρ’ όλα αυτά, είχαν φυτεύσει σε κάθε επαρχία τους σπόρους της προπαγάνδας τους. Ο κλήρος τους είχε εξελιχθεί σε παντοδύναμη αριστοκρατία. Πάνω απ’ όλα, είχαν κερδίσει την πλειοψηφία των πιο καλλιεργημένων κατοίκων της αυτοκρατορίας. Στα μέσα του 4ου αιώνα ο αντιφρονών αλλά τίμιος αυτοκράτορας Ιουλιανός, τελευταίος εξέχων αντιπρόσωπος της παλαιότερης τάξεως πραγμάτων, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι η τελική νίκη του Χριστιανισμού στο ρωμαϊκό κόσμο είχε εξασφαλισθεί.

Βιβλιογραφία-πηγές:

1.Ρωμαϊκή ιστορία, M. Cary (Διδ. Φιλ. Πανεπιστημίου Οξφόρδης), Τόμος Β΄, μετάφραση: Αικ. Ε. Σταθοπούλου (φιλόλογος), Εκδόσεις: «Μίνωας», Αθήναι 1960.

2.Για τις προσηλυτιστικές μεθόδους στο ρωμαϊκό κόσμο βλ.Frank, Aspects of Social Behaviour in Ancient Rome, και ειδικώς A.D.Nock, Conversion.

3.Για την πρώτη χριστιανική κουλτούρα και την εκκλησιαστική διοργάνωση βλ. W.M. Ramsay, The Church in the Roman Empire. T.R. Glover, The Conflict of Religions in the Early Roman Empire. A.D.Nock, F.C. Burkitt & H. Lietzmann  εις  Cambr. Anc. Hist., τ. XII, Κεφ. XII-XV. M.L.W. Laistner, Christianity and Pagan Culture in the Later Roman Empire.

4.Το προβάδισμα της επισκοπής της Ρώμης δεν καθιερώθηκε οριστικά μέχρι τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451, όταν ο Πάπας Λέων Α΄ απαίτησε με επιτυχία την ανάγκη παραχωρήσεως ex officio της προεδρίας στον πληρεξούσιό του.

5.Οι Χρονολογικοί Πίνακες του Ευσεβίου σώζονται σε λατινική και αρμενική μετάφραση (Βλ. J.K. Fotheringham, Eusebii Pamphili  Chronici Canones).

6.Η κανονική πορεία της ρωμαϊκής ζωής περιλάβαινε πολλές  πράξεις λατρείας προς τις θεότητες. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις προσευχές ή τις σπουδές γίνονταν τελείως μηχανικά, παρόλο που η παράλειψή τους θα προκαλούσε κακή διάθεση. Η παρακώλυση του εμπορίου που μπορούσε να προξενήσει η διάδοση των μονοθεϊστικών θρησκειών απεικονίζεται  στον Plinius, Ep. X. 96,10, και στο επεισόδιο του Δημητρίου του Χρυσοχόου στην Έφεσο (Πράξεις XIX).

7.Για την κρίση του Τακίτου όσον αφορά στους Ιουδαίους βλ. Historiae, V. 2-5.  για τους χριστιανούς βλ. Annales, XV. 44. 4 («ολέθρια δεισιδαιμονία» [exitiabilis superstition]).

8.Για την προπαγάνδα των ειδωλολατρών λογίων κατά των Χριστιανών βλ. Glover,  ε.α.  T. Geffcken, Der Ausgang des griechisch-romischen Heidentums, Κεφ. ΙΙΙ.

9.Ανάμεσα στους πρώτους Χριστιανούς μόνο η αίρεση των Μοντανιστών αντιτίθονταν στη στρατιωτική υπηρεσία. Ο μοναχισμός ήταν προϊόν του 4ου και 5ου αιώνα. Εκτός απ’ την άρνησή τους να συμμετέχουν στις ειδωλολατρικές τελετουργίες, οι πρώτοι Χριστιανοί δεν έδειξαν άλλη τάση αποφυγής των πολιτικών καθηκόντων τους.

10.Για τον Κωνσταντίνο βλ. N.H. Baynes,  Constantine the Great and the Christian Church.  A.H.M. Jones, Constantine.

Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη