“Το Ύψωμα 731, οι άγνωστες Θερμοπύλες του πολέμου του 1940”, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Το Ύψωμα 731, οι άγνωστες Θερμοπύλες του πολέμου του 1940

Στις αρχές του Μάρτη, ο ίδιος ο Μπενίτο Μουσολίνι έφτασε στην Αλβανία για να παρακολουθήσει από κοντά τις επιχειρήσεις.

Κύριος στόχος, η διάσπαση του μετώπου σε μια γραμμή έξι χιλιομέτρων, από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι. Την επιχείρηση είχε αναλάβει το όγδοο ιταλικό σώμα στρατού, που έριξε στη μάχη τέσσερις μεραρχίες και δυο τάγματα μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο σε εφεδρεία. Απέναντι τους, η πρώτη ελληνική μεραρχία που πολεμούσε συνεχώς, χωρίς σταμάτημα, από την αρχή της εκστρατείας. Η πολυδιαφημισμένη «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών ξέσπασε στις 9 του Μάρτη του 1941 σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Στις 26 του Μάρτη ο απολογισμός ήταν τραγικός . Δώδεκα ιταλικές μεραρχίες με άφθονα εφόδια είχαν ριχτεί σε έξι πεινασμένες και ξεθεωμένες ελληνικές και δεν πήραν ούτε σπιθαμή εδάφους.

Μεγάλη συμβολή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε η χώρα μας. Πιο γνωστή στο ευρύ κοινό, η ελληνοιταλική σύγκρουση και η Μάχη της Κρήτης (Επιχείρηση Ερμής). Ένα περιστατικό ηρωικό από το ελληνοαλβανικό μέτωπο που δεν είναι τόσο πολύ διαδεδομένο, διαδραματίστηκε κατά την διάρκεια της “Εαρινής Επίθεσης” των Ιταλών.

«Το εν λόγω ύψωμα βρίσκεται περί τα 20χιλ βόρεια της Κλεισούρας. Ήταν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα, που κατέλαβε ο Ελληνικός Στρατός κατά τους χειμερινούς αγώνες, που προηγήθηκαν, κλειδί της όλης τοποθεσίας, στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας. Η παραμονή σε ελληνικά χέρια του υψώματος αυτού καταδίκαζε κάθε προσπάθεια των Ιταλών. Η αρχή της ιταλικής επίθεσης έγινε νωρίς το πρωί της 9ης Μαρτίου, με σφοδρή δράση του πυροβολικού με όλμους και αεροπορικό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων.

Στο διάστημα από 9 έως 11 Μαρτίου 1941, πενήντα Τρικαλινοί θυσιάστηκαν ηρωικά, υπερασπιζόμενοι το ύψωμα. Η τρίτη μέρα βρίσκει το 5° σύνταγμα Τρικάλων να έχει χάσει 586 άνδρες, περίπου τη μισή του δύναμη. Τρικαλινός ήταν ο πρώτος νεκρός στρατιώτης ονόματι Τσιαβαλιάρης Βασίλειος, Τρικαλινός ήταν και ο πρώτος νεκρός αξιωματικός ονόματι Νικόλαος Γεωργούλας».

Ένας τιτάνιος αγώνας διεξήχθη στο ύψωμα 731 (υψόμετρο) κατά την «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών στα μέσα Μαρτίου 1941, προκειμένου οι ιταλικές φασιστικές δυνάμεις με την παρουσία του ίδιου δικτάτορα Μουσολίνι -μετά από τέσσερις μήνες πόλεμο – να δρέψουν μία νίκη κατά της Ελλάδας και να κατέβουν μαζί με τις ναζιστικές δυνάμεις των Γερμανών «νικητές» στην Αθήνα! Το 731 όμως, ανέτρεψε τα σχέδια του(ς). Στο ύψωμα αυτό, καθώς και στα γειτονικά υψώματα, πολέμησαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας πού κατάγονταν κυρίως από την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα.

Η Ιστορία για το 731 γράφει:

“Επί 7 ημέρες, ως τις 15 Μαρτίου η μεραρχία δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά απέκρουσε τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων. Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε συμπλοκές, όπου το λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη. Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, έμεινε θρυλικό. Ως τις 19 Μαρτίου, μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν κατά του υψώματος 731 όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το «731», όπως έμεινε γνωστό στην πολεμική ιστορία και των δύο αντιπάλων, υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του παγκοσμίου πολέμου”. (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. 1978, τόμος ΙΕ, σελ.441-442).

Ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης, πολεμιστής του 1940, γράφει:

“Ξημερώνει η 10 Μαρτίου 1941 ,ημέρα Δευτέρα, και το πυροβολικό του Καβαλλέρο ξαναρχίζει. Ξαναρχίζει από την Τρεμπεσίνα, με πείσμα διπλό, γιατί η πρώτη μέρα χάθηκε κι αυτό είναι άσχημο για μιαν επίθεση, που πρέπει να το πετύχει στις πρώτες ώρες της.

Το κανονίδι τώρα απλώνεται ανατολικά, στο 731. Είναι τέτοιο που μόνο με τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να παραβληθεί. Τ’ ακούει και ζαρώνει περίτρομη η ψυχή του ανθρώπου. Τα ελληνικά πυρά της έκοψαν την ορμή, ως που το μεσημέρι οι Ιταλοί ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις, ξανάρχισαν, όμως, το πεζικό κατόρθωσε με μόνα τα δικά του να σπάσει το πρώτο κύμα του εχθρού. Στις 6 τ’ απόγεμα οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χίμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από τη δημοσιά, ενώ έπιαναν και να βομβαρδίζουν την Τρεμπεσίνα. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες στο θρύλο” (Άγγελος Τερζάκης, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941, Αθήναι 1964, σελ.177-178).

Στο προσωπικό χειρόγραφο ημερολόγιο του Ταγματάρχη (τότε) Δημήτριου Κασλά, από το Πουρί Ζαγοράς, Διοικητή του ΙΙ (2ου) Τάγματος του 5ου Συντάγματος Τρικάλων, που με τους στρατιώτες του υπερασπίστηκε το ύψωμα 731, αναφέρει:

“(Ημέρα πρώτη: Κυριακή 9η Μαρτίου 1941, «έναρξις της επιθέσεως»)

(Πρωινές ώρες): Την 06:30 ώραν ήρξατο τρομακτικόν και καταιγιστικόν πυρ του εχθρικού Πυροβολικού και όλμων. Η πρώτη ομοβροντία μιας βαρέως Πυροβολαρχίας ερρίφθη ακριβώς την 06:30 ώραν επί του υψώματος 731, όπου ο Σταθμός Διοικήσεώς μου ήτο το σύνθημα της ενάρξεως της βολής.

Ο βομβαρδισμός συνεχίζεται με αυξάνουσαν έντασιν. Σμήνη αεροπλάνων ρίπτουν συνεχώς τα φορτία των επί των υψωμάτων 731 και 717. Το ύψωμα 731, όπου το Τάγμα μου, σείεται συνεχώς, σκόνη, φωτιά και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαρειά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλαν καπνοί και αι φλόγες, δεν ημπορούμε να διακρίνουμε τι γίνεται εις απόστασιν 10 μέτρων. Το ύψωμα 731 ήτο δασωμένον με δέντρα ύψους 4-5 μέτρων, εντός διώρου έμεινε γυμνόν. Τα συρματοπλέγματά μας κατεστράφησαν, τα χαρακώματα ισοπεδώθηκαν, οι στρατιώται καλύπτονται εις τας οπάς των οβίδων και αγωνίζονται απεγνωσμένα να επανορθώσουν τας ζημίας, ιδίως να προστατεύσουν τα πολυβόλα και οπλοπολυβόλα από την καταστροφήν, από τις πέτρες και χώματα που εγείροντο από τας εκρήξεις. Τα υπάρχοντα επί του υψώματος 731 δύο πυροβόλα των 6,5 και αντιαρματικός ουλαμός των 37 κατεστράφησαν ολοτελώς.

Περί την 07:30 ώραν κατόρθωσα να επικοινωνήσω τηλεγραφικώς δια λίγα λεπτά με τον Συνταγματάρχην Κετσέαν, επίσης μετά του Διοικητού του Συγκροτήματος Συνταγματάρχου Γεωργούλα Ν., οι οποίοι αγωνιούσαν να πληροφορηθούν την κατάστασίν μας. Με ερώτησαν εάν οι άνδρες του Τάγματος κρατούν τας θέσεις των, τους απάντησα ότι οι Λόχοι ευρίσκονται εις τας θέσεις των. Μου διεβίβασεν την εξής Διαταγήν γραπτήν. «Επί των θέσεών σας θ’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων, Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων».

……………Του απήντησα ότιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί.

Περί την 8ην ώραν το Πυροβολικόν του εχθρού ήρχισε να επιμηκύνη την βολήν του εις τα μετόπισθεν του Τάγματος και την 08:30 έπαυσεν την βολήν του επί των υψωμάτων 731 και 717. ΄Ητο φανερόν πλέον ότι θα ήρχιζεν η επίθεσις των Ιταλών. Διέταξα τους Λόχους να ετοιμάσουν τα αυτόματα και να μη βάλουν από μεγάλας αποστάσεις, παρά μόνον όταν οι Ιταλοί θα έφθαναν εις ωρισμένα σημεία του εδάφους που υπεδείχθησαν επί τόπου εις απόστασιν περίπου 200 μέτρων.

Περί την 09:30 ώραν οι Ιταλοί χρησιμοποιούντες τας δεξιά του 5ου Λόχου βαθείας γραμμάς πλησιάζουν επικινδύνως και προσεγγίζουν τα κατεστραμμένα συρματοπλέγματα. Αρχίζει πλέον ο αγών διά της χειροβομβίδος. Οι Ιταλοί δοκιμάζουν με τρόμον και φωνάς τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των αμυντικών μας χειροβομβίδων.

(Μεσημέρι): Την μεσημβρίαν προσπαθούν οι Ιταλοί να επαναλάβουν την επίθεσίν των, αλλά ευθύς ως αναπτύσσονται καθηλούνται και διασκορπίζονται από το Πυροβολικό και τα Πολυβόλα μας.

(Απόγευμα): Το απόγευμα και ενώ μέχρι της στιγμής εκείνης τα εχθρικά πυρά είχον αραιωθή, εκσπά και νέα επίθεσις μετά σφοδρού βομβαρδισμού, εφ’ ολοκλήρου του τομέως της Ι Μεραρχίας και ανασκάπτεται πάλιν το έδαφος από το πυροβολικόν και τας βόμβας αεροπλάνων. Οι στρατιώται περιμένουν να πλησιάσουν τα εχθρικά τμήματα πεζικού, τα παραλαμβάνουν με τα αυτόματα και τα αποδεκατίζουν με επιτυχείς ριπές και όταν ο εχθρός χρησιμοποιή τας βαθείας γραμμάς και προσεγγίζει τα χαρακώματα, επιτίθενται διά της χειροβομβίδος και της λόγχης.

Οι Ιταλοί όμως δεν παραιτούνται. Δοκιμάζουν διά μία ακόμα φοράν, προτού νυκτώση, να διασπάσουν τας γραμμάς μας επί του υψώματος 731.Και η προσπάθεια αυτή αποκρούεται σε σοβαροτάτας απωλείας.

(Βράδυ): Η νύκτα μας βρίσκει όλους εξηντλημένους σωματικώς. Είμεθα όλη την ημέραν νηστικοί. Εν τούτοις κανείς δεν θέλει να φάγη. Έχουμε άφθονο κονιάκ. Οι Λόχοι δεν ζητούν ψωμί αλλά χειροβομβίδας αμυντικάς και σκαπανικά εργαλεία. Καθ’ όλην την νύκτα οι ημιονηγοί του Τάγματος, οι αφανείς αυτοί ήρωες επηγαινοερχόνταν εις τον σταθμόν εφοδιασμού διά να μας φέρουν εκατοντάδας φορτίων χειροβομβίδων, πυρομαχικών και λοιπών εφοδίων.

(Ημέρα δεύτερη: Δευτέρα 10 Μαρτίου 1941).

(Πρωινές ώρες): «Την 7ην πρωινήν ήρχισε πάλιν το ιταλικόν πυροβολικόν. Εις τας 9 ώρα αρχίζει η Ιταλική επίθεσις. Αυτήν την ημέραν κατευθύνεται προς το αριστερόν μας διά να υπερφαλαγγίσουν το 731 εκ του αριστερού. Οι Ιταλοί κινούνται με μυρίας προφυλάξεις, τους καταλαμβάνει πρώτον το Πυροβολικόν μας και τους αποδεκατίζει. Το Πυροβολικόν των Ιταλών προσπαθεί να υποστηρίζει την κινουμένην φάλαγγα. Οι Ιταλοί προχωρούν κατά διαδοχικά κύματα με προφανή σκοπόν να καταλάβουν οπωσδήποτε το 731, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τας απωλείας των. Οι Ιταλοί φθάνουν εις απόστασιν από 50-100 μ. από την γραμμήν αντιστάσεως. Διά να εξαπατήσουν τους στρατιώτας μας υψώνουν λευκά μανδίλια, προς στιγμήν υπέθεσαν ότι επρόκειτο να παραδοθούν. Αντελήφθην εκ πρώτης στιγμής ότι επρόκειτο περί απάτης. Επενέβην αμέσως, διέταξα έντασιν των πυρών διά χεροβομβίδων και τοπικήν αντεπίθεσιν. Οι Στρατιώται κραυγάζοντες την περίφημον πολεμικήν ιαχήν «αέρα» διά της λόγχης και των χειροβομβίδων αιφνιδιάζουν τους Ιταλούς, οι οποίοι αρχίζουν να τρέχουν προς τα οπίσω, μεταβαλόντες την υποχώρησίν των εις πανικόβλητον φυγήν. Η επίθεσις των συνετρίβη.

(Μεσημέρι): Ολίγον προ της μεσημβρίας διεξάγεται νέα προσπάθεια εις το ίδιο σημείον παρά Ιταλών κατόπιν πάλιν προπαρασκευής διά σφοδρού βομβαρδισμού και η επίθεσις αύτη συνετρίβη προ του ακαμάτου ηρωισμού των Λόχων, διά της λόγχης, μέχρι την 12:30 ώραν τρέπομεν εις νέαν άτακτον φυγήν τους Ιταλούς.

(Απόγευμα): … Εις τας 06:30 αρχίζει βομβαρδισμός επί των υψωμάτων 731 και 717 και μετ’ ολίγον νέα επίθεσις των Ιταλών και κατά των δύο πλευρών του υψώματος 731, δηλαδή εναντίον και των δύο Λόχων μου. Και η επίθεσις αυτή απεκρούσθη με βαρυτάτας απωλείας διά τον εχθρόν.

(Βράδυ): Προς το εσπέρας νομίζουν ότι θα κλονίσουν το ηθικόν των στρατιωτών μας, ρίπτουν δι’ αεροπλάνων χιλιάδας προκηρύξεις, καλούν τους στρατιώτας μας να ρίψουν τα όπλα και να σπεύσουν να παραδοθούν. Αι προκηρύξεις αυταί μόνον γέλωτας προσέφερον εις τους ηρωικούς οπλίτας.

Και η δευτέρα ημέρα της επιθέσεως έκλεισε με την απόλυτον διατήρησιν των θέσεών μας επί του υψώματος 731, καθώς επίσης και το δεξιά μου ΙΙΙ Τάγμα επί του υψώματος 717″.

Η «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών απέτυχε. Ο Μουσολίνι έφυγε ταπεινωμένος. Το ύψωμα 731 έγινε δόξα και το όνομά του γράφτηκε στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη: «731».

Η ανιδιοτελής τους θυσία ας μας ωθήσει μέσα στην τύρβη της βαριάς μας καθημερινότητας να αναλογιστούμε: τιμή σ’ όσους κρατούνε Θερμοπύλες, κι ας ξέρουν πως οι βάρβαροι στο τέλος θα διαβούνε…

Η ηρωική αντίσταση των Συμπολιτών μας Ελλήνων στο Ύψωμα 731 είναι μεγάλης, απροσμέτρητης σημασίας, τόσο σε Πανελλήνιο όσο και σε τοπικό επίπεδο. Οι ήρωες αυτοί έκαναν στην εντέλεια το καθήκον τους προς την πατρίδα. Κι ήταν οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, απλοί, καθημερινοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού. Το γεγονός αυτό καταξιώνει με τρόπο απόλυτα ηθικό τη θυσία των υπερασπιστών του Υψώματος 731.

Όπως, μάλιστα, συγκινημένος, δηλώνει ο σημαιοφόρος του 5ου Συντάγματος στο σχετικό ντοκιμαντέρ της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικάλων, η έννοια της εκπλήρωσης του καθήκοντος προς την πατρίδα δεν εξαγοράζεται ούτε ανταλλάσσεται , για τους αγνούς πατριώτες εκείνης της ηρωικής γενιάς,  με θέσεις και διορισμούς στο δημόσιο. Είναι εξόχως αποστομωτική η μαρτυρία του, η μαρτυρία ενός ανθρώπου που μέσα στη φωτιά και τη δίνη του πολέμου, μέσα στη φτώχεια, τη στέρηση και την πείνα, μέσα σε συνθήκες ταπεινωτικές, σχεδόν άθλιες, δεν έχασε στιγμή την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και περηφάνια του.

Ακούγοντας,  κυριολεκτικά και νοερά τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων, αυτών που βίωσαν στο πετσί τους τα ηρωικά ιστορικά γεγονότα, συνειδητοποιούμε πως το Ύψωμα 731, χαραγμένο στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, είναι συνώνυμο της Δόξας, αριθμός – σύμβολο του ηρωισμού του απλού, καθημερινού ανθρώπου: των ηρώων που περπατούν ακόμη στα σκοτεινά όταν τους καταπίνει η λήθη της ιστορίας. Ας τους θυμόμαστε, αρνούμενοι  να υποκύψουμε στη λήθη αυτή, ως φωτεινά μετέωρα στο στερέωμα της Σύγχρονης, πρόσφατης Ιστορίας μας.

Νοερά τους αντικρίζουμε στις ράχες και στα κορφοβούνια της Πίνδου να περπατούν στα σκοτεινά και να καταυγάζουν με το εσωτερικό τους φως τη δική μας, σημερινή σκοτεινιά… Ας εμπνευστούμε όλοι από την ηρωική τους  θυσία σε έργα προόδου, ειρήνης, δικαιοσύνης, τιμώντας όσους κρατούνε Θερμοπύλες, κι ας ξέρουν πως οι βάρβαροι στο τέλος θα περάσουν.

“Περί Ελευσινίων Μυστηρίων”, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Περί Ελευσινίων Μυστηρίων

Η λέξη Μυστήριο σημαίνει το απόρρητο, το μυστικό και προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «μυείν» που σημαίνει κλείνω.

Ο Μύστης-μυσταγωγός ασκώντας τη μυστική λατρεία προς το θείο προσβλέπει στην ένωση, στη συνοχή της κοινότητας των μυημένων, ανώτερων πνευματικά ανθρώπων. Οι αιώνιες αλήθειες της ανθρώπινης ψυχής, ως φυσικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις ανθρώπων, μέσω της Δήμητρας, της χθόνιας θεότητας της γης και του Άδη-θανάτου, αποκαλύπτονται στους μυημένους. Η Γη ως μήτηρ με αγροτικό χαρακτήρα και γονιμότητα συμπυκνώνει τη ζωή και το θάνατο, την εναλλαγή του φωτός και της σκιάς ως φυσικού και μεταφυσικού φαινομένου.

Η προέλευση των Ελευσινίων Μυστηρίων είναι προελληνική, πελασγική ή μυκηναϊκή. Για πρώτη φορά τέλεση μυστηρίων εντοπίζεται στη Βοιωτία. Οι Αχαιοί και οι Ίωνες υιοθέτησαν και αφομοίωσαν χθόνιες θεότητες ενώ οι Ευμολπίδες, το βασιλικό γένος της Ελευσίνας, υπήρξαν από τους πρώτους Ιεροφάντες, Κήρυκες και δαδούχους των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Οι Αθηναίοι ήταν βέβαια αυτοί που «απογείωσαν» τα Ελευσίνια Μυστήρια συντελώντας στην απώτατη ακμή τους. Από την εποχή του απογείου του 5ου αι. μ.Χ. και της αίγλης της τυρρανίδας των Πεισιστρατιδών, πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι οδήγησαν την Αθήνα σε μια πνευματική ηγεμονία άνευ προηγουμένου. Το Ψήφισμα του Περικλή περί κατάργησης της προσόδου στα Ελευσίνια Μυστήρια απάλειψε τον ελιτίστικο χαρακτήρα τους, αφού έτσι τα προηγούμενα χρόνια ήταν προορισμένα μόνο για υψηλές «εισόδους». Το «άνοιγμα», όμως, των Μυστηρίων σε όλους εκτός των μη ομιλούντων την Ελληνική (π.χ. Πέρσες) τα καθιστά χαμηλότερης πνευματικής ποιότητας.

Τα Μεγάλα Μυστήρια διαρκούσαν 9 ημέρες και θεωρούνταν Πανελλήνια Γιορτή. Κάθε Φθινόπωρο, κατά τις αρχές του Οκτωβρίου, από την εποχή της Τυραννίδας των Πεισιστρατιδών κατά το απόγειο του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι τελούσαν τα Ελευσίνια Μυστήρια μεταφέροντας τα ιερά αντικείμενα σε κίστη (καλάθι) από την Ελευσίνα στην Αθήνα και το αντίστροφο. Ο Άρχων Βασιλεύς στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς πρωτοστατούσε στην κάθαρση με αλμυρό νερό και αργότερα στην πορεία στην Ιερά Οδό προς την Ελευσίνα. Στην στάση του Κηφισού οι αισχρολογίες και τα άσεμνα αστεία αποτελούσαν τον προάγγελο της μυστηριακής τελετουργίας του Τελεστηρίου: η εναλλαγή σκότους και φωτός που συνάδει με την αρχιτεκτονική δόμηση του κτιρίου, τα δρώμενα για τη Μητέρα, την Κόρη και τον Πλούτωνα (όπως αναπαριστώνται κυρίως σε αρχαία έργα τέχνης) που συμβολίζουν τον ιερό γάμο ζωής και θανάτου, ώθησαν τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, άλλους αρχαίους και χριστιανούς συγγραφείς καθώς και νεότερους μελετητές, όπως τον Φουκάρ και τον Νόακ , να υποθέσουν τη χρήση μηχανημάτων προς εντυπωσιασμό κατά την τέλεση των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Τα έντονα αυτά θεατρικά στοιχεία καθώς και οι ισχυροί συμβολισμοί ( στάχυς του αδύτου, μύηση, Τελετή, Εποπτεία) θα προσφέρουν αργότερα στο Χριστιανισμό, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Ιππόλυτου, χριστιανού συγγραφέα του 2ου αι. μ.Χ. , ιδεολογικό περιεχόμενο συμβατό με αυτό των Ελευσινίων: θερισμός=θάνατος/ελπίδα=προσδοκία ανάστασης. Βέβαια, με την έλευση και τελειωτική επικράτηση του Χριστιανισμού και την Εσχατολογική του Διδασκαλία τα Ελευσίνια Μυστήρια έλαβαν χαρακτήρα περισσότερο τελετουργικό και αποστεωμένο.

Η λέξη Μυστήριο σημαίνει το απόρρητο, το μυστικό και προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «μυείν» που σημαίνει κλείνω. Ο Μύστης-μυσταγωγός ασκώντας τη μυστική λατρεία προς το θείο προσβλέπει στην ένωση, στη συνοχή της κοινότητας των μυημένων, ανώτερων πνευματικά ανθρώπων. Οι αιώνιες αλήθειες της ανθρώπινης ψυχής, ως φυσικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις ανθρώπων, μέσω της Δήμητρας, της χθόνιας θεότητας της γης και του Άδη-θανάτου, αποκαλύπτονται στους μυημένους. Η Γη ως μήτηρ με αγροτικό χαρακτήρα και  γονιμότητα συμπυκνώνει τη ζωή και το θάνατο, την εναλλαγή του φωτός και της σκιάς ως φυσικού και μεταφυσικού φαινομένου.

Η προέλευση των Ελευσινίων Μυστηρίων είναι προελληνική, πελασγική ή μυκηναϊκή. Για πρώτη φορά τέλεση μυστηρίων εντοπίζεται  στη Βοιωτία. Οι Αχαιοί και οι Ίωνες υιοθέτησαν και αφομοίωσαν χθόνιες θεότητες ενώ οι Ευμολπίδες, το βασιλικό γένος της Ελευσίνας, υπήρξαν από τους πρώτους Ιεροφάντες, Κήρυκες και δαδούχους των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Οι Αθηναίοι ήταν βέβαια αυτοί που «απογείωσαν» τα Ελευσίνια Μυστήρια συντελώντας στην απώτατη ακμή τους. Από την εποχή του απογείου του 5ου αι. μ.Χ. και της αίγλης της τυρρανίδας των Πεισιστρατιδών, πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι οδήγησαν την Αθήνα σε μια πνευματική ηγεμονία άνευ προηγουμένου.  Το Ψήφισμα του Περικλή περί κατάργησης της   προσόδου στα Ελευσίνια Μυστήρια απάλειψε τον  ελιτίστικο χαρακτήρα τους, αφού έτσι τα προηγούμενα χρόνια ήταν προορισμένα μόνο για υψηλές «εισόδους». Το «άνοιγμα»,  όμως, των Μυστηρίων σε όλους εκτός των μη ομιλούντων την Ελληνική (π.χ. Πέρσες) τα καθιστά χαμηλότερης πνευματικής ποιότητας.

Τα Μεγάλα Μυστήρια διαρκούσαν 9 ημέρες και θεωρούνταν Πανελλήνια Γιορτή.   Κάθε  Φθινόπωρο, κατά τις αρχές του Οκτωβρίου, από την εποχή της Τυραννίδας των Πεισιστρατιδών  κατά το απόγειο του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι τελούσαν  τα Ελευσίνια Μυστήρια μεταφέροντας τα ιερά αντικείμενα σε κίστη (καλάθι) από την Ελευσίνα στην Αθήνα και το αντίστροφο. Ο Άρχων Βασιλεύς στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς πρωτοστατούσε στην κάθαρση με αλμυρό νερό και αργότερα στην πορεία στην Ιερά Οδό προς την Ελευσίνα. Στην στάση του Κηφισού οι αισχρολογίες και τα άσεμνα αστεία αποτελούσαν τον προάγγελο της μυστηριακής τελετουργίας του Τελεστηρίου: η εναλλαγή σκότους και φωτός που συνάδει με την αρχιτεκτονική δόμηση του κτιρίου, τα δρώμενα για τη Μητέρα, την Κόρη και τον Πλούτωνα (όπως αναπαριστώνται κυρίως σε αρχαία έργα τέχνης) που συμβολίζουν τον ιερό γάμο ζωής και θανάτου, ώθησαν τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, άλλους αρχαίους και χριστιανούς συγγραφείς καθώς και νεότερους μελετητές, όπως τον Φουκάρ και τον Νόακ , να υποθέσουν τη χρήση μηχανημάτων προς εντυπωσιασμό κατά την τέλεση των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Τα έντονα αυτά θεατρικά στοιχεία καθώς και οι ισχυροί συμβολισμοί ( στάχυς του αδύτου, μύηση, Τελετή, Εποπτεία) θα προσφέρουν αργότερα στο Χριστιανισμό, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Ιππόλυτου, χριστιανού συγγραφέα του 2ου αι. μ.Χ. , ιδεολογικό περιεχόμενο συμβατό με αυτό των Ελευσινίων: θερισμός=θάνατος/ελπίδα=προσδοκία ανάστασης. Βέβαια,  με την έλευση  και τελειωτική επικράτηση του Χριστιανισμού και την Εσχατολογική του Διδασκαλία τα Ελευσίνια Μυστήρια έλαβαν χαρακτήρα περισσότερο τελετουργικό και αποστεωμένο.

Αξιοπιστία των Ιστορικών πηγών κατά την εποχή της Εικονομαχίας, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Αξιοπιστία των Ιστορικών πηγών κατά την εποχή της Εικονομαχίας,Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

 

Για το πρώτο τμήμα της περιόδου της εικονομαχίας και ιδιαίτερα για την εικονοκλαστική πολιτική των αυτοκρατόρων που στράφηκε με την πάροδο του χρόνου εναντίον του μοναχισμού, βασικές πηγές είναι τα χρονικά του πατριάρχη Νικηφόρου και του Θεοφάνη του Ομολογητή.Και οι δύο χρονογράφοι εξιστορούν την εικονομαχία απ’ τη σκοπιά των εικονοφίλων. Ιδιαίτερα έντονη είναι η τάση αυτή στο έργο του Θεοφάνη.

Όπως οι παραπάνω βυζαντινοί χρονογράφοι, έτσι και τα αγιολογικά έργα της εποχής αυτής εκπροσωπούν τη γραμμή των εικονοφίλων, και μάλιστα συχνά με μεγαλύτερη έμφαση. Τα κείμενα αυτά είναι αφιερωμένα στους μάρτυρες της εικονομαχίας, γι’ αυτό και έχουν φυσικά χαρακτήρα πανηγυρικό. Ωστόσο αρκετά απ’ αυτά έχουν μεγάλη αξία σαν πηγές που συμπληρώνουν τις λιγοστές ειδήσεις των καθαρά ιστορικών έργων. Ιδιαίτερη ιστορική αξία έχει ο βίος του Στεφάνου του Νέου (+767), που στηρίζεται σε παλαιότερες διηγήσεις του Στεφάνου, διακόνου της Αγίας Σοφίας, γράφτηκε το 808 και αποτελεί τη σπουδαιότερη και αρχαιότερη εξιστόρηση των εικονοκλαστικών διωγμών του Κωνσταντίνου Ε΄ (Migne, P.G. 100, 1069-1186). Τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν συνήθως το φιλολογικό αυτό είδος αντισταθμίζονται στην περίπτωση αυτή απ’ την αφθονία των ιστορικών λεπτομερειών.

Επίσης μεγάλη σημασία για την Αντιμοναχική στροφή της εικονομαχίας έχουν τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. (Mansi 12, 959 εξ και 13, 1 εξ). Δεν διασώθηκε στην αρχική του μορφή κανένα απολύτως έργο των εικονομάχων, γιατί η έβδομη οικουμενική Σύνοδος του 787 αποφάσισε την καταστροφή των εικονοκλαστικών συγγραμμάτων, ενώ παρόμοια απόφαση ίσως έλαβε και η σύνοδος του 843. Διασώθηκαν όμως πολυάριθμα αποσπάσματα στα έργα των εικονοφίλων, που τα καταχώρισαν για να τα αναιρέσουν. Τους Όρους της πρώτης συνόδου των εικονομάχων του 754 μπορούμε να ανασυντάξουμε από τα Πρακτικά της συνόδου της Νίκαιας, ενώ τους Όρους της δεύτερης συνόδου των εικονομάχων του 815 καθώς και τους δύο λόγους του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄, που έχουν μεγάλη θεολογική και ιστορική αξία, από τα αποσπάσματα που χρησιμοποίησε ο πατριάρχης Νικηφόρος.

Η Ιστορία Σύντομος του Πατριάρχη Νικηφόρου (πατριάρχευσε το 806-815, πέθανε το 829) είναι σημαντική, γιατί, μεταφέροντας τις ίδιες (άγνωστες σε μας) πηγές, αποτελεί μία απ’ τις δύο συνεχείς ιστορίες του έβδομου και όγδοου αιώνα (αν και ο Νικηφόρος καλύπτει μόνο την περίοδο 602-769).

Το Breviarium του Νικηφόρου βασίζεται πιθανόν κατά τη γνώμη του K.Krumbacher σε σωζόμενα ερανίσματα εγχειριδίων εκκλησιαστικής χροιάς ή και πολιτικότερου ενδιαφέροντος. Στις «εκλογές» του Μεγάλου Χρονογράφου φαίνεται ότι σώθηκαν μερικά πενιχρά λείψανα απ’ την πηγή που χρησιμοποίησε ο Νικηφόρος.

Το Breviarium του Νικηφόρου, όπως και όλες οι χρονογραφίες (εκλαϊκευμένες ιστορίες ή επίτομα εγχειρίδια «παγκόσμιας» ιστορίας), χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή προσπάθεια να δικαιώσει το χριστιανισμό. Κύριος στόχος των χρονογράφων ήταν να πείσουν τους αναγνώστες τους για το θεόπνευστο της ορθόδοξης πίστης που αποκαλύφθηκε στη ζωή αυτή με τη δημιουργία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (γεγονός που αποδεικνύεται αναντίρρητα απ’ την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας). Έτσι άσκησαν σημαντική πολιτική επίδραση τόσο στους Βυζαντινούς όσο και στους λαούς που ήρθαν σ’ επαφή με την ορθόδοξη εκκλησία.

Στο Μεσαιωνικό κόσμο, όπου αποκλειστικά μονολιθικά θρησκευτικά συστήματα κυριαρχούσαν στην κοινωνία, η πολιτική καταστροφή κατά κανόνα διέγειρε τη θρησκευτική ερμηνεία και λογικοποίηση, όπως ήδη έχει καταστεί προφανής. Στους παγανιστικούς χρόνους η πολιτική ήττα δεν συνεπάγονταν απαραιτήτως μια έκλειψη των θρησκευτικών αξιών και συστημάτων του καταβεβλημένου, και έτσι για παράδειγμα ο ελληνικός παγανισμός δεν καταστράφηκε απ’ τη Ρωμαϊκή κατάκτηση. Αλλά η Χριστιανοσύνη συναισθανόταν την αποκλειστική της «αλήθειας» και τη μοναδική φύση της. Η πολιτική ήττα της Χριστιανοσύνης απαιτούσε απαραιτήτως μια θρησκευτική εξήγηση, έτσι η πολιτική νίκη του Βυζαντινού κράτους φαινόταν να σημαίνει την «αλήθεια» του Χριστιανισμού.

Η συγγραφική δράση του Νικηφόρου πέφτει στην αρχή του 8ου αιώνα. Αν και δεν είναι σύγχρονος προς όλα τα γεγονότα που εξιστορεί και ιδιαίτερα προς τους εικονοκλαστικούς διωγμούς του Κωνσταντίνου του Ε΄, εντούτοις οι πληροφορίες του διασταυρούμενες και με τις πληροφορίες του Θεοφάνη (9ος αι.), αποδεικνύονται εν μέρει αξιόπιστες γιατί αν και στάθηκε εχθρός της εικονομαχίας δεν είναι τόσο επιθετικός και δε χρησιμοποιεί αδέξια επιχειρήματα σαν εκείνα που αφθονούν στο χρονικό του Θεοφάνη.

Απ’ την άλλη μεριά ο Θεοφάνης εξιστορεί τα της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε΄ με ιδιαίτερη εμπάθεια, επηρεασμένος από θεολογικές αντιλήψεις και συναισθηματικές παρορμήσεις περισσότερο απ’ ότι ο Νικηφόρος που τα εξιστορεί με μετριοπάθεια. Σύμφωνα με το Θεοφάνη η αντιμοναχική στροφή του Κωνσταντίνου Ε΄ υπήρξε ανήλεη. Τα μοναστήρια μετατραπήκανε σε οπλαποθήκες και σε τόπους συγκέντρωσης των στρατιωτών. Ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ έστειλε στα ασιατικά θέματα τους πιστούς του στρατηγούς: το Μιχαήλ Μελισσηνό στο θέμα των Ανατολικών, το Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα στο θέμα της Θράκης και τέλος το Μανή στο θέμα των Βουκελλαρίων, με την εντολή να πάρουν τα πιο ριζικά μέτρα εναντίον στην «καταραμένη ράτσα» των καλογέρων. Και με γραφικό τρόπο ιστορεί τα μέτρα που πήρε ο Λαχανοδράκων. Ο στρατηγός αυτός μάζεψε όλους τους καλόγερους και τις καλόγριες που βρίσκονταν στο θέμα του στην πρωτεύουσα, την Έφεσσο, και αφού τοτς συγκέντρωσε όλους μαζί στην πεδιάδα τους δήλωσε: «ο μέν βουλόμενος τω βασιλεί πειθαρχείν και ημίν ενδυσάσθω στολήν λευκήν και λάβέτω γυναίκα τη ώρα ταύτη (=τώρα), οι δε τούτο μη ποιούντες τυφλούμενοι εις Κύπρον εξορισθήσονται».

Εξάλλου για να προλάβει κάθε μελλοντική απόπειρα που θα είχε σκοπό να δημιουργηθούν στο θέμα του καινούργιες «καλογερικές» αδελφότητες δεν αρκέστηκε μόνο να δημεύσει τις μοναστηριακές περιουσίες, αλλά «έπρασε πάντα τα μοναστήρια ανδρείά τε και γυναικεία και πάντα τα ιερά σκεύη και βιβλία και κτήνη και όσα ήν εις υπόστασιν αυτών, και τας τούτων τιμάς εισεκόμισε τω βασιλεί όσα δε εύρε μοναχικά και πατερικά βιβλία πυρί κατέκαυσεν» = «πούλησε όλα τα μοναστήρια (τα  έβγαλε στο σφυρί) ανδρικά και γυναικεία, και όλα τα ιερά σκεύη και τα βιβλία και τα κτήνη και όλα τα υποστατικά τους, και την τιμή τους (όσα εισέπραξε) τα πήγε στο βασιλιά. Όσα επίσης βιβλία μοναχικά και πατερικά βρήκε τα έκαψε στη φωτιά.

Κι αν κάπου ανακάλυπτε να έχει κάποιος στη φύλαξή του λείψανα αγίου κι αυτό το έριχνε στη φωτιά και τον κάτοχό του τον τιμωρούσε ως ασεβή. Τελικά δεν άφησε σ’ όλο το θέμα του ούτε έναν άνθρωπο με το σχήμα του μοναχού.

Το παραπάνω απόσπασμα δείχνει ανάγλυφα πόσο δύσκολη είναι η ιστορική έρευνα η σχετική με την περίοδο της εικονομαχίας, που το πάθος κρύβει την αλήθεια. Ο Lombard και άλλοι ιστορικοί βρίσκουν υπερβολικά στο σύνολό τους τα παράπονα των εικονολατρών. Ίσως μια ακόμη ένδειξη γι’ αυτό είναι και το ότι τα παρατσούκλια Κοπρώνυμος και Καβαλλίνος που δόθηκαν στον Κων/νο Ε΄ του τα “κόλλησαν” οι μοναχοί.

Η καταφυγή στη βία, κατά τη βασιλεία του Κων/νου του Ε΄, για ν’ αναγκάσουν τους μοναχούς της Θράκης να παντρευτούν, δεν ήταν παρά μια επανάληψη των όσων έγιναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεοφάνης παραδίδει: όταν οι διώξεις των μοναχών βρίσκονταν στο κορύφωμά τους, το 765, ο αυτοκράτορας οργάνωσε ένα σπάνιο θέαμα στον Ιππόδρομο: έβαλε να παρελάσουν μοναχοί και μοναχές δύο-δύο. Οι μοναχοί υποχρεώθηκαν να διασχίσουν την πίστα κρατώντας ο καθένας τους ένα γύναιο απ’ το χέρι. Οι θεατές τους χλεύαζαν και τους έβριζαν. Και όταν ο αυτοκράτορας κατάγγειλε φωναχτά πως η καταραμένη γενιά των μοναχών δεν τον άφηνε να βρει καμμιά ησυχία, το κοινό απάντησε: « μα δεν υπάρχει πια στην πόλη ίχνος απ’ αυτή τη βρωμογενιά».

Εκτός απ’ τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Θεοφάνης σχετικά με τις διώξεις των μοναχών απ’ τον Κων/νο Ε΄, υπάρχει μια είδηση που περιέχεται στο βίο του Στεφάνου του Νεωτέρου και είναι περίεργη για το ότι, σύμφωνα μ’ αυτή, ο Κων/νος γιόρταζε και απαγορευμένα απ’ την Πενθέκτη, Βρουμάλια, γιορτή του Διονύσου. Επίσης απ’ τον παρά Θεοφάνει διάλογο προς τον πατριάρχη, φαίνεται ότι για τη Θεοτόκο σκέπτονταν ελεύθερα ο Κωνσταντίνος, κατά τον τόπο του Νεστορίου. Βέβαια αυτή η στάση του Κωνσταντίνου είναι πολύ τολμηρή για την εποχή του και παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των χρονογράφων, μας αφήνει σοβαρούς ενδοιασμούς για την αλήθεια της. Και κατά τη γνώμη του Κ. Άμαντου «είναι ζήτημα αν πρέπει να πιστέψουμε όλα όσα λέγονται περί μαρτυρίων απ’ το Θεοφάνη, το Νικηφόρο και άλλους συγγραφείς (Ζωναράς). Ένα μαρτύριο είναι βέβαιο, του Στεφάνου του νέου».

Ο Νικηφόρος επίσης εκτός απ’ το Breviarium, μιλά και στην «τρίτην αντίρρησιν» κατά της πολιτικής του Κωνσταντίνου με εμπάθεια κάπως μεγαλύτερη απ’ τη συνηθισμένη: «οικητήρια τα μοναστήρια πεποίηκεν, ιπποστάσια δε και κοπρώντας τας εκκλησίας του Θεού κατεστήσατο, ών τα περιττώματα και εφ’ ημών αυτών διήρκεσαν επιχρονίσαντα (!), έστι δε ά και χρυσίου απέδοτο σε μνεία και βοώσι μέγα τα επώνυμα Φλώρου και Καλλιστράτου μοναστήρια».

Επίσης ο Ζωναράς που είναι αρκετά μεταγενέστερος γράφει: «Χιλιάδας ορθοδόξων πολλάς ανελών και μάλιστα μοναχών και τα τούτων ασκητήρια τα μέν πυρός θέμενος παρανάλωμα, τα δε καθελών».

Γενικά αν το πορτραίτο του Κων/νου Ε΄ που ζωγραφίστηκε απ’ τους συγχρόνους του είναι αληθινό (πράγμα που επιδέχεται αρκετές αμφιβολίες), ήταν ένας εφάμιλλα «επιτυχημένος» ηγεμόνας σαν και τον Νέρωνα. Δεν ήταν μόνο «άθεος» και σαδιστής, αλλά επίσης διέτρεξε όλη την κλίμακα της σεξουαλικής παρεκτροπής. Τουλάχιστον, όλες αυτές οι ελλείψεις, αποδόθηκαν σ’ αυτόν απ’ τους παροργισμένους ή πικραμένους μοναχούς-χρονογράφους (και στην ανατολή και δύση φαίνονται να κατέχουν μια αξιοπρόσεχτη γνώση των σεξουαλικών αδυναμιών του ανθρώπου), ο οποίος εξαιτίας των εικονοκλαστικών «συμπαθειών» του προς αυτούς φάνταζε ο ίδιος ο διάβολος.

Τελικά, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι οι εικονολάτρες συγγραφείς, και ιδιαίτερα ο Θεοφάνης και ο Νικηφόρος είναι βαθιά εμποτισμένοι από δογματικές εμπάθειες και συναισθηματικούς δεσμούς, που εμποδίζουν την αμερόληπτη και αφανάτιστη παρουσίαση της δράσεως σπουδαίου ηγεμόνα, παρά τη διαβεβαίωση του κυριότερου χρονογράφου ότι θα εκθέσει τα γεγονότα «φιλαλήθως… ως εφορώντος του παντεπόπτου Θεού». Ωστόσο ασήμαντες εκ πρώτης όψεως λεπτομέρειες αποκαλύπτουν την ανταπόκριση που βρήκε μέσα στη λαϊκή ψυχή η πολεμική δράση του ηγεμόνα, ο οποίος αγωνίστηκε να περιφρουρήσει το κράτος και μάλιστα στον Βαλκανικό χώρο.

Ο Romilly Jenkins μετριάζοντας κάπως την αμερόληπτη εξιστόρηση της βασιλείας του Κων/νου Ε΄ απ’ τους χρονογράφους διατείνεται ότι «η έσχατη μανία της μοναχικής εναντίωσης, στην οποία οι μεταγενέστεροι είναι υποχρεωμένοι για τη μοναδική σχεδόν πληροφορία που είναι σχετική με την εσωτερική διοίκηση του Λέοντα Γ΄, δεν μπορεί να αποδώσει σ’ αυτόν την αγριότητα της καταδίωξης την οποία προκαλεί- φοβόμαστε, με υπερβολική δικαιολογία- ο περισσότερο λαμπρός αλλά λιγότερο σταθερός γιός του Κωνσταντίνος Ε΄».

Οπωσδήποτε η παρατήρηση αυτή του Jenkins υπογραμμίζει μια αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά , ταυτόχρονα, δεν αίρει απολύτως τις προκατειλημμένες θέσεις του Θεοφάνη και του Νικηφόρου για τον Κων/νο.

Πάντως, απ’ τις κατηγορίες για διωγμούς ίσως πρέπει να πιστέψουμε τα λεγόμενα κατά την έβδομη Σύνοδο περί φυλακίσεων, εξοριών, τυφλώσεων, ρινοτομήσεων.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η έρευνα, όσον αφορά την αξιοπιστία την πηγών αυτής της εποχής, αν και έχει προχωρήσει αρκετά στη διαλεύκανση των σκοτεινών σημείων και στην ερμηνεία που προέρχεται μετά απ’ το συσχετισμό των πηγών μεταξύ τους, εντούτοις έχει να επιδείξει ποικιλία διϊστάμενων απόψεων. Αυτό, απ’ τη μία μεριά καταδείχνει την πολυπλοκότητα στο πλέγμα των σχέσεων, ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (εικονομάχους-εικονολάτρες) και απ’ την άλλη επισημαίνει πόσο πιο ξεκαθαρισμένα θα ήταν για μας σήμερα τα πράγματα, αν διασώζονταν ως την εποχή μας αυτούσιες πηγές και απ’ την πλευρά των εικονομάχων. Τότε θα επέρχονταν μια πιο θεμελιωμένη εκτίμηση της αντιμοναχικής στροφής της εικονομαχίας και γενικά της εικονοκλαστικής πολιτικής των Ισαύρων.

Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

 

Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

(Από το βιβλίο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, Τα πανεπιστήμια στο Μεσαίωνα. Το πανεπιστήμιο του Παρισιού 12ος-15ος αι. https://www.public.gr/…/ta-panepistimia…/prod1010978pp/ )

Το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο αξίζει ιδιαίτερη μνεία και μελέτη· τόσο ως θεσμός, που κατείχε εξέχουσα θέση στη ζωή των λογίων εκείνης της εποχής, αλλά και ως θεσμός που η εσωτερική του ιστορία αντικατοπτρίζει, στην πραγματικότητα, την ιστορία της μεσαιωνικής σκέψης από τα τέλη του 11ου αι. και μετά: δηλ. της εξέλιξης της σχολαστικής φιλοσοφίας και θεολογίας, της αναβίωσης της σπουδής του αστικού δικαίου, της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του κανονικού δικαίου. Τα πανεπιστήμια όλων των χωρών και όλων των εποχών είναι, τελικά, προσαρμογές και παραλλαγές – κάτω από διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες – του ίδιου θεσμού: του μεσαιωνικού Πανεπιστημίου, που το γέννησε το μεγάλο πολιτιστικό κύμα του Κυρίως Μεσαίωνα (11ος-13ος αι.). Τα στοιχεία αυτής της γενικότερης αλλαγής εντοπίζονται στην ακμή και παρακμή του φεουδαλισμού, στην ανάπτυξη των πόλεων και του εμπορίου, στην εμφάνιση της λαϊκής λογοτεχνίας, στην ανάπτυξη της γοτθικής αρχιτεκτονικής, στην εμφάνιση του φαινομένου των Σταυροφοριών και, βέβαια, στην εμφάνιση των Πανεπιστημίων. Μια ματιά σε οποιαδήποτε συλλογή Μεσαιωνικών ντοκουμέντων αποκαλύπτει το γεγονός ότι η λέξη «πανεπιστήμιο-universitas» σημαίνει απλώς έναν αριθμό, μια πολλαπλότητα, ένα σύνολο ανθρώπων. Ο όρος universitas, που συναντούμε στα μεσαιωνικά κείμενα, είναι κάτι αντίστοιχο ή ισοδύναμο με το ρωμαϊκό «collegium» (όρος του ρωμαϊκού δικαίου), αν και ο όρος universitas αναφέρεται αρχικά σε ενώσεις εμπόρων και καλλιτεχνών που συγκροτούνταν για την προώθηση των επαγγελματικών τους συμφερόντων, επαγγέλματα που η εμφάνισή τους σχετίζεται με την αναβίωση των πόλεων. Αυτή ακριβώς η διάκριση αφορά και το Πανεπιστήμιο, αφού και αυτού η εμφάνιση συμπίπτει χρονικά με την ανάπτυξη των πόλεων. Στο τέλος του 12ου και στις αρχές του 13ου αι. βρίσκουμε τη λέξη universitas να σημαίνει συσσωματώσεις-ενώσεις είτε καθηγητών, είτε φοιτητών. Στην αρχή ποτέ δεν χρησιμοποιείται απολύτως για να δηλώσει τις «σχολαστικές» αυτές ενώσεις, αλλά πάντα η φράση είναι universitas magistrorum ή universitas Scholarium, ή ακόμη universitas magistrorum at Scholarium («ένωση» καθηγητών και φοιτητών) ή universitas studium. Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι ο όρος universitas υποδηλώνει μόνο το σώμα των καθηγητών ή των φοιτητών κι όχι τον τόπο ή τα κτιριακά συγκροτήματα όπου ήταν εγκατεστημένο. Η λέξη που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αφαιρετικά τον ακαδημαϊκό θεσμό- δηλαδή τα σχολεία (σχολές) και την πόλη όπου βρίσκονταν- ήταν το studium generale. Το studium generale υποδηλώνει όχι τον τόπο όπου διδάσκονται όλες οι επιστήμες, οι γνωστές σε κείνη την εποχή, αλλά τον τόπο όπου οι φοιτητές απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης συγκεντρώνονται. Πραγματικά λίγα μεσαιωνικά studia κατείχαν τη δυνατότητα της παροχής γνώσεων πάνω σ’ όλους τους τομείς. Ακόμη και στο Παρίσι, στις μέρες του μεσουρανήματός του, δεν διδασκόταν καθόλου αστικό δίκαιο. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια του 13ου αι., η θεολογική παιδεία ήταν το αποκλειστικό προνόμιο του Πανεπιστημίου του Παρισιού και των Αγγλικών Πανεπιστημίων. Ο όρος studium generale έγινε κοινός μόνο ως το τέλος του 13ου αι. Τότε φαίνεται ότι αρχίζει να συμπυκνώνει στο άκουσμά του τρία χαρακτηριστικά: 1. Το σχολείο αυτού του είδους προσελκύει φοιτητές(Scholars) απ’ όλες τις χώρες, κι όχι μόνο από μια συγκεκριμένη περιοχή ή περιφέρεια. 2. Ότι ήταν χώρος ανώτερης εκπαίδευσης. Δηλαδή, ότι ένας τουλάχιστον απ’ τους ανώτερους τομείς γνώσεως(higher faculty) μπορούσε να διδαχτεί (θεολογία, νομική, ιατρική). 3. Αυτές οι επιστήμες διδάσκονταν από μεγάλο αριθμό καθηγητών. Απ’ αυτές τις ιδέες η πρώτη ήταν η πιο βασική: ένα studium generale ήταν σχολείο γενικής καταφυγής, αλλά απ’ την αρχή η σύστασή του δεν έγινε αποδεκτή βάσει νομικής κατοχύρωσης κάποιου καταστατικού χάρτη, αλλά βασίστηκε στο έθιμο και τη χρήση. Εντούτοις, στην αρχή του 13ου αι., υπήρχαν τρία studia, για τα οποία καθιερώθηκε κατεξοχήν ο όρος studium generale, και τα οποία απολάμβαναν έναν άνευ προηγουμένου σεβασμό: Το Παρίσι για τη θεολογία και τις ελεύθερες τέχνες, η Μπολώνια για τη νομική, και το Σαλέρνο για την ιατρική. Ένας καθηγητής που είχε διδάξει και είχε γίνει δεκτός στο καθηγητικό σώμα σε μια απ’ τις παραπάνω πόλεις ήταν σίγουρο ότι θα αποκτούσε έμμεση αναγνώριση και άδεια εισόδου για να διδάξει σ’ όλα τα κατώτερα studia της Ευρώπης. Αυτή η «οικουμενική» ισχύς του καθηγητικού τίτλου (magisterial title), συντέλεσε στο ν’ αποκτήσει η εμφάνιση των Πανεπιστημίων στην Ευρώπη μια αξιοσημείωτη ενότητα, που ιχνηλατείται στα κοινά σχολεία της συγκρότησής τους. Σ’ όλο το 13ο αι., πολλά σχολεία, εκτός απ’ το Παρίσι και τη Μπολώνια, διεκδίκησαν τον τίτλο του studium generale. Πραγματικά- τουλάχιστον στην Ιταλία όπου ο όρος χρησιμοποιούνταν περισσότερο- υιοθετήθηκε από κάθε σχολείο που μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να υπαινιχτεί ότι πρόσφερε ισοδύναμη μόρφωση μ’ αυτή του Παρισιού και της Μπολώνια. Και βέβαια η επέκταση του τίτλου διευκολύνθηκε κι απ’ το γεγονός ότι τα περισσότερα απ’ τα νέα σχολεία ιδρύθηκαν από καθηγητές που είχαν διδάξει στα παλιότερα studia generalia. Η ιδέα ότι τα studia generalia αποκτούσαν νόμιμη κι επίσημη ίδρυση με την κατοχή στ’ αρχεία τους παπικής ή αυτοκρατορικής βούλας είναι μεταγενέστερη (μέσα 13ου αι.), και ίσχυσε αρχικά για την ίδρυση ή την σταθεροποίηση της θέσης υποδεέστερων studia σε σχέση με το Παρίσι και τη Μπολώνια (π.χ. 1224: Νεάπολη 1229, 1244-45: Toulouse). Αλλά σταδιακά το ειδικό προνόμιο του ius ubique docendi που μπορούσε να το απονέμει μόνο ο πάπας ή ο αυτοκράτορας επεκτάθηκε και στα πανεπιστήμια-αρχέτυπα (Μπολώνια-Παρίσι). Το 1291-92, ακόμη κι αυτά επενδύθηκαν τυπικά με το ίδιο προνόμιο, με βούλες του Νικολάου IV. Απ’ αυτήν την εποχή κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι το ius ubique docendi αποτελεί την ουσία ενός stadium generale και ότι όποιο σχολείο δεν κατείχε αυτό το προνόμιο δεν μπορούσε να το αποκτήσει παρά μόνο με βούλα απ’ τον αυτοκράτορα ή τον Πάπα. Απομένει να δείξουμε τη σχέση ανάμεσα στους όρους «studium generale» και universitas. Απ’ την αρχή δεν υπήρχε καμιά απαραίτητη σύνδεση ανάμεσα στο θεσμό που δηλώνεται με τον όρο studium generale. Ενώσεις καθηγητών ή φοιτητών σχηματίστηκαν προτού ο όρος studium generale χρησιμοποιηθεί συχνά. Και σε λίγες περιπτώσεις τέτοιες ενώσεις είναι γνωστό ότι υπήρξαν σε σχολεία, τα οποία δεν έγιναν ποτέ studia generalia. Το Πανεπιστήμιο ήταν εξαρχής ένας «σχολαστικός σύνδεσμος» είτε καθηγητών (magisterial), είτε φοιτητών (scholarium). Τέτοιες ενώσεις (σύνδεσμοι, σωματεία), χωρίς καμία τυπική καθιέρωση από βασιλιά, πάπα, πρίγκηπα ή άλλη θρησκευτική ή κοσμική αρχή, υπήρξαν πηγαία προϊόντα εκείνου του ενστίκτου για συσσωμάτωση που σάρωσε σαν μεγάλο κύμα τις πόλεις της Ευρώπης κατά τον 11ο και 12ο αι. Αλλά ειδικά στο Παρίσι και στη Μπολώνια οι «σχολαστικές ενώσεις» (scholastic guilds) απέκτησαν τέτοια ανάπτυξη και σπουδαιότητα που δεν παρατηρείται αλλού. Σχεδόν όλα τα δευτερεύοντα studia generalia που εμφανίστηκαν αυθόρμητα (universities spontanees), δηλαδή χωρίς παπικό ή αυτοκρατορικό καταστατικό χάρτη, δημιουργήθηκαν από καθηγητές ή φοιτητές που αποσπάστηκαν απ’ το Παρίσι ή τη Μπολώνια. Ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που τα σπέρματα ενός πανεπιστημίου ή μιας ένωσης καθηγητών εμφανίστηκαν ανεξάρτητα απ’ την επίδραση αυτών των δύο, η περαιτέρω ανάπτυξή τους οφειλόταν περισσότερο ή λιγότερο σε συνειδητή μίμηση των «σχολαστικών ενώσεων» των δύο μεγάλων Πανεπιστημίων. Τα δύο αυτά «αρχέτυπα» εμφανίστηκαν περίπου την ίδια εποχή ανάμεσα στο 1170-1200. Το Πανεπιστήμιο της Μπολώνια, με την ένωση των φοιτητών η οποία αναπτύχθηκε αργότερα απ’ την ένωση των καθηγητών του Παρισιού, συμπλήρωσε τη διαδικασία ανάπτυξης του οργανισμού του νωρίτερα. Και παρ’ όλο που και τα δύο αλληλοεπηρεάστηκαν κατά την ανάπτυξή τους, η Μπολώνια, κατά πάσα πιθανότητα άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στο Παρίσι απ’ ό,τι το Παρίσι στη Μπολώνια. Όσον αφορά στην κατανομή της ακαδημαϊκής δύναμης στα άλλα Πανεπιστήμια ανάμεσα στην «ένωση των καθηγητών» (magisterial college) και στην «ένωση των φοιτητών» (student guild), υπήρχε μεγάλη ποικιλία. Ακόμη περισσότερο αυτή η κατανομή μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις χρονικές στιγμές. Έτσι μερικά studia πλησιάζουν σε κάποια φάση την «ένωση τύπου Μπολώνιας» και σε κάποια άλλη την «ένωση τύπου Παρισίων». Αν και μια κατάταξη των πανεπιστημίων σε student universities και master universities, θα έφερνε στο φως το παράξενο γεγονός ότι τα γαλλικά Πανεπιστήμια είναι περισσότερο παιδιά της Μπολώνιας απ’ ότι του Παρισιού κι ότι τα Πανεπιστήμια της Σκωτίας σχετίζονται πιο στενά με τη Μπολώνια παρά με το Παρίσι ή την Οξφόρδη, εντούτοις θ’ αποκάλυπτε σ’ όλη του την έκταση το φαινόμενο της ένταξης των Πανεπιστημίων στο αστικό οργανωτικό και διανοητικό επίπεδο- διότι οι ευγενείς και η εκκλησία δεν συγκροτούσαν τέτοιους συλλόγους-ενώσεις. Όπως ο γοτθικός καθεδρικός ναός, έτσι και το Πανεπιστήμιο υπήρξε προϊόν της μεσαιωνικής πόλης. Η ανάπτυξη των πόλεων το 12ο αι., προκάλεσε την παρακμή των παλιών μοναστηριακών σχολείων, των μόνων κέντρων κοσμικής και θεολογικής μαθήσεως κατά τους προηγούμενους αιώνες. Αυτά στις περιοχές βόρεια των Άλπεων υπερκεράστηκαν απ’ τα καθεδρικά σχολεία, που παρ’ όλη την προηγούμενη μακρόχρονη ύπαρξή τους, μόνο τώρα αρχίζουν ν’ αποκτούν σπουδαιότητα. Πολλά απ’ αυτά τα σχολεία γίνονται κέντρα ανώτερης μόρφωσης ενός είδους, που μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει η Ευρώπη και που οφείλεται στην πνευματική και πολιτιστική Αναγέννηση του 12ου αιώνα. Οι εγγραφές αυτών που διψούν για μόρφωση αυξάνονται σταθερά στα καθεδρικά σχολεία παράλληλα με τη βελτίωση και την αύξηση των προγραμμάτων σπουδών, και τελικά μερικά απ’ αυτά εξελίσσονται σε Πανεπιστήμια. Τέτοια καθεδρικά σχολεία έπαιξαν το ρόλο κεντρικού πυρήνα στην περίπτωση του Παρισιού. Μάλιστα φαίνεται ότι η παροχή απ’ τα Πανεπιστήμια, εκτός απ’ την ανώτερη (θεολογία, νομική, ιατρική) και στοιχειώδους μορφώσεως (βασικό πρόγραμμα, εισαγωγή στις παραδοσιακές 7 ελευθέριες τέχνες- trivium+quadrivium- : γραμματική, ρητορική, διαλεκτική/ αστρονομία, γεωμετρία, αριθμητική, μουσική), έχει κάποια σχέση με την παραγωγική προέλευσή τους απ’ τα καθεδρικά σχολεία. Στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, το κυρίαρχο στοιχείο ήταν ακριβώς οι «ελευθέριες τέχνες» (συνδετικό-κοινό στοιχείο όλων των Πανεπιστημίων), που αποτελούνταν σαν τομέας από νεαρούς καθηγητές, οι οποίοι έχοντας προετοιμαστεί έξι χρόνια τις δίδασκαν ενώ παράλληλα συνέχιζαν να σπουδάζουν θεολογία, νομική ή ιατρική. Μ’ άλλα λόγια η ομάδα διακανονισμού των υπολοίπων ήταν οι καθηγητές του trivium-quadrivium στη σύνδεσή της με τους ανώτερους τομείς (advanced degrees). Για την προαγωγή ενός καθηγητού των artes liberales, δηλαδή ενός artista σε magister (doctor,professor), τίτλος που τον καθιστούσε ικανό να διδάξει θεολογία, νομική ή ιατρική, απαιτούνταν, εκτός από επιτυχείς εξετάσεις στον αντίστοιχο τομέα, και τυπική εισδοχή του στην «ένωση των καθηγητών». Αυτή σήμαινε την αρχή της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Δεν υπήρχε στο δρόμο του κανένα νομικό κώλυμα να τον εμποδίσει για κάτι τέτοιο. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια κενή αίθουσα πάνω από μια ταβέρνα και αρκετούς ακροατές για να εξοικονομεί απ’ τα δίδακτρα τα έξοδά του. Στο Παρίσι πολλές τέτοιες αίθουσες βρίσκονταν στη Rue du Fouarre (άχυρο), ένα δρόμο στην Αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Γι’ αυτό το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο χαρακτηρίστηκε ως κατεξοχήν κινητικός θεσμός (higlily mobile institution), πράγμα που, τουλάχιστον ως τα μέσα του 13ου αι., καθόρισε την ευρωπαϊκή του διάσταση. Βέβαια αργότερα, όταν πλούσιοι πάτρωνες και πρίγκηπες καθώς και δημοτικές αρχές παρείχαν τα υλικά μέσα για μια πιο ανθρώπινη διεξαγωγή των διαλέξεων, η μονιμότητα της θέσης του κτιριακού συγκροτήματος, κατατάσσεται στους παράγοντες που συντελούν στο ν’ αποκτήσει το Πανεπιστήμιο εθνικό (κατεύθυνση) χαρακτήρα. Τότε ακριβώς εμφανίζονται για τους πτυχιούχους λαμπρές ευκαιρίες: ανοίγονται θέσεις με μέλλον στο κράτος και την εκκλησία για τους εκπαιδευμένους θεολόγους και νομικούς, κι έτσι τα Πανεπιστήμια πρωτοστατούν στην εδραίωση της γραφειοκρατικής μηχανής των εθνικών μοναρχιών. Ωστόσο, το 12ο αι. τα Πανεπιστήμια αποτελούσαν ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το Παρίσι και η Μπολώνια συγκέντρωναν φοιτητές απ’ ολόκληρη την Ευρώπη, για να γίνουν κοινωνοί μιας γνώσης που ήταν κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά και που το 12ο αιώνα παρουσιάζει μια ευρεία ανανέωση. Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια έλαβαν την αρχή τους παράλληλα με την ανανέωση της Μεσαιωνικής σκέψης κι επιστήμης που ονομάζεται Αναγέννηση του 12ου αι. Στην Ιταλία αυτή η Αναγέννηση εκφράστηκε περισσότερο μέσα απ’ την αναβίωση της μελέτης του Ρωμαϊκού Δικαίου, που άρχισε απ’ την Μπολώνια. Στη Γαλλία πήρε τη μορφή ενός ξεσπάσματος της διαλεκτικής και της θεολογίας, που βρήκε το ύστατο λίκνο του στο Παρίσι, κατά το 13ο αι. Απ’ το 12ο αι. η εκπαιδευτική δραστηριότητα των μοναχών περνά στον κοσμικό «κλήρο».Σ’ όλον αυτό τον αιώνα, οι Ευρωπαίοι λόγιοι διψασμένοι για γνώση συρρέουν στην Ισπανική Χερσόνησο για ν’ αποκτήσουν τη σοφία των Αράβων, ενώ μια μικρότερη ομάδα έκανε ένα μακρινό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη για να μυηθεί στα μυστικά των Ελλήνων. Τη Σικελία επισκέφτηκαν λίγοι λόγιοι απ’ την Ευρώπη, αλλά εκεί οι Νορμανδοί βασιλείς ενθάρρυναν τους Μωαμεθανούς υπηκόους τους να συνεχίσουν την επιστημονική τους εργασία και τους Χριστιανούς να μεταφράσουν ή να συνοψίσουν βιβλία απ’ τα Αραβικά στα Λατινικά. Το Τολέδο στην Ισπανία, το Παλέρμο στη Σικελία, και η Κωνσταντινούπολη ήταν τα τρία σημεία απ’ τα οποία εισάγονταν η επιστημονική παράδοση στην Δ.Ευρώπη. Οι λόγιοι(scholars) του 12ου αι. αναζητούσαν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα, και τις περισσότερες απ’ αυτές θα μπορούσαν να τις βρουν μόνο στον Αριστοτέλη. Όμως αναμφίβολα ανάμεσα στις ποικίλες αναζητήσεις και στις συγκρουόμενες γνώμες των μεσαιωνικών στοχαστών τρία κεντρικά προβλήματα κατέχουν εξέχουσα θέση: α) η σχέση μεταξύ πίστης και λόγου, β) η αντίθεση μεταξύ της Πλατωνικο-Αυγουστινιανής και Αριστοτελικής πνευματικής παράδοσης, και γ) κατά πόσο είναι πραγματικά τα πλατωνικά «αρχέτυπα» ή «universalia». Είναι φανερό ότι το τρίτο ερώτημα απορρέει κι έχει άμεση σχέση με το δεύτερο. Στο 12ο αι. αυτοί που προσέγγιζαν τον γύρω τους κόσμο και σκέφτονταν ακολουθώντας την παλιότερη παράδοση ήταν γνωστοί ως «ρεαλιστές» (realists)- γιατί πίστευαν ότι τα universalia ήταν αληθινά, είχαν οντότητα. Όμως η γνώση και των «Φυσικών» του Αριστοτέλη, εκτός απ’ τα «Μεταφυσικά», την ηθική και τη Λογική του, που ήδη ήταν γνωστά, άνοιξε καινούργιες προοπτικές στην αντιμετώπιση του θέματος: η ολοκληρωμένη αριστοτελική παράδοση (αυτή η ολοκλήρωση συντελέστηκε σίγουρα ως το τέλος του 12ου αι.) προκάλεσε μια καινούργια άποψη για τα universalia: ότι δηλαδή υπήρχαν, αλλά μόνον όσον αφορά ξεχωριστά μέρη και η γνώση αυτών των ξεχωριστών αρχετύπων θα μπορούσε ν’ αποκτηθεί μελετώντας τα αντίστοιχά τους πράγματα μέσα στον κόσμο των φαινομένων. Οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι που έκλιναν προς αυτή την άποψη ονομάστηκαν moderate realists. Μια τρίτη άποψη πάνω στο ίδιο θέμα διατυπώθηκε απ’ τον Rosselinus (αρχές 12ου αι.) και συνοψίζεται σε μια απλή φράση: universalia sunt nomina, δηλαδή τα καθολικά (οι γενικές έννοιες) είναι ονόματα. Ο Rosselinus υποστηρίζει ότι οι γενικές έννοιες δεν έχουν οντότητα, αλλά πρόκειται για flatus vocis, για απλές λέξεις, με τις οποίες σχηματίζουμε τις ταξινομήσεις εκείνες που μας χρειάζονται. Όμως για τη διάδοση και την εδραίωση αυτής της άποψης στη σχολαστική φιλοσοφία θα περάσουν σχεδόν δύο αιώνες. Κύρια αιτία γι’ αυτό στάθηκε το γεγονός ότι πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες θεώρησαν αυτή τη θεωρία επικίνδυνη, γιατί η έμφασή της στο μερικό αντί του γενικού φαινόταν να υπονοεί ότι η Καθολική εκκλησία δεν ήταν το μοναδικό παγκόσμιο σώμα, αλλά μάλλον μια τεράστια συνάθροιση μεμονωμένων ατόμων. Όμως, μιλώντας γενικά, όλοι οι φιλόσοφοι αυτής της περιόδου είναι γνωστοί σαν «σχολαστικοί», γιατί σχεδόν όλοι τους συνδέονταν με διάφορα σχολεία- είτε μοναστικά, είτε καθεδρικά, είτε Πανεπιστήμια. Οι φιλόσοφοι του 12ου αι., μεθώντας απ’ τις φαινομενικά ατέλειωτες δυνατότητες του νου και της λογικής, έφτασαν σε άγνωστα ως τότε διανοητικά σύνορα, προχωρώντας τολμηρά σε σχέση με τους προκατόχους τους. Ο Peter Abelard (1079-1142) υπήρξε ο κορυφαίος λογικός φιλόσοφος του 12ου αι. Γράφοντας αρκετές δεκαετίες πριν τη μεγάλη αποκάλυψη της αριστοτελικής σκέψης σε λατινική απόδοση, υιοθέτησε την αριστοτελική θέση στην ερώτηση σχετικά με την ύπαρξη των «universalia», αποδεχόμενος ένα μέσο ρεαλισμό (moderate realism). Ο Abelard πίστευε ότι τα «αρχέτυπα» δεν είχαν ξεχωριστή ύπαρξη, αλλά μέσω μιας αφαιρετικής διαδικασίας εξάγονται από κάθε ξεχωριστό πράγμα. Στο περίφημο έργο του «sic et Non», ο Abelard συνέλεξε γνώμες απ’ τη Βίβλο, τους Λατίνους πατέρες, τα εκκλησιαστικά συνέδρια, και τις κατά καιρούς αποφάσεις του παπισμού πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία θεολογικών ζητημάτων, καταδείχνοντας ότι πολλές απ’ αυτές τις θεωρούμενες αυθεντίες πολύ συχνά διαφωνούσαν σε καίρια θρησκευτικά ζητήματα. Κι άλλοι πριν απ’ τον Abelard είχαν συλλέξει τέτοιες γνώμες για ποικίλα νομικά και θεολογικά θέματα αλλά όχι συστηματικά όπως αυτός. Ο Abelard στο «Sic et Non» εισάγει μια μέθοδο ερώτησης που αναπτύχθηκε και τελειοποιήθηκε αργότερα απ’ τους νομικούς του κανονικού δικαίου και τους φιλοσόφους. Αλλά οι συνεχιστές της μεθόδου του ζητούν να συμβιβάσουν τ’ αντίθετα και φτάνουν σε συμπεράσματα, ενώ ο Abelard αφήνει πολλά απ’ τα κείμενά του χωρίς λύση κι έτσι προκαλεί την εχθρότητα ορισμένων συντηρητικών συγχρόνων του. Ο πιο δριμύς του κατήγορος ήταν ο Bernard του Clairvaux, ο οποίος πίστευε ότι η πίστη κατακτάται μόνο με τον μυστικισμό και τη διαίσθηση, παρά με τη λογική και την προσπάθεια εξεύρεσης λογικών στηριγμάτων της. Όμως ο St. Bernard του Clairvaux (1090-1153) με την έμφαση που δίνει στην εσωτερική διαίσθηση αποτελεί εξαίρεση στην επικρατούσα σ’ όλο το 12ο αι. έμφαση στη λογική και την a priori αιτιολόγηση των φιλοσοφικών και θεολογικών προβλημάτων. Βέβαια αυτή η a priori λογική καταδικάστηκε αργότερα από πολλούς, απ’ την Αναγέννηση μέχρι σήμερα. Όμως είναι άδικο να κατηγορούμε σήμερα τους λογίους του 12ου αι. επειδή σπαταλούσαν τον καιρό τους σε επιδείξεις λεκτικής δεξιοτεχνίας, παίζοντας με τις λέξεις, ενώ αγνοούσαν τελείως βασικά γεγονότα του γύρω τους κόσμου, γιατί η μελέτη των λέξεων και των λογικών τους σχέσεων δεν ήταν χάσιμο χρόνου για τον 12ο αι. Άλλωστε είναι αδύνατο να σκεφτούμε χωρίς λέξεις και εφόσον το νόημά τους δεν έχει καθοριστεί επακριβώς, η σκέψη μας είναι φυσικό να παίρνει μορφή μπερδεμένη. Είναι ακόμη αδύνατο να μελετήσει κανείς ένα αντικείμενο σοβαρά χωρίς να χρησιμοποιήσει λογικές τεχνικές και κατηγορίες, πάνω στις οποίες θα χτιστεί η επιστήμη. Επομένως, οι Ευρωπαίοι στοχαστές έπρεπε να μάθουν λογική προτού ασχοληθούν με τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες. Και ακριβώς στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, στο κύριο πεδίο των πνευματικών συγκρούσεων στο Μεσαίωνα, άνθισε, αρχικά μα τον Γουλιέλμο του Σαμπώ και τον Peter Abelard, και αργότερα (όπως θα δούμε παρακάτω) με τους Albertus Magnus, Thomas Aquinas και William Ockham, έφτασε στο ξέσπασμά της η ενασχόληση με τη λογική και τη διαλεκτική της θεολογίας και της φιλοσοφίας.

“Η έννοια της αισθητικής μέσω της φιλοσοφίας”, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

“Η έννοια της αισθητικής μέσω της φιλοσοφίας”,
Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
Η αισθητική είναι ο παράγοντας που επηρεάζει περισσότερο την άποψη που σχηματίζει κανείς για διάφορες καταστάσεις ή πρόσωπα. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκωρ το αισθητικό στάδιο που περνά κάθε άνθρωπος είναι συνδεδεμένο με το νόημα της ζωής και της ευτυχίας.
Οι εμπειρίες του ίδιου από την περίοδο εκείνη της ζωής του το βοηθούν να δώσει τον ορισμό του αισθητικού ανθρώπου. Πρόκειται για τον άνθρωπο εκείνο που ζει αποκλειστικά τις στιγμιαίες απολαύσεις των ηδονών. Το πρότυπο του αισθητικού ανθρώπου είναι ο Δον Ζουάν. Όμως το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κυνήγι των ηδονών από τον αισθητικό άνθρωπο δημιουργεί σ’ αυτόν το αίσθημα της ανίας και μετά της ματαιότητας και ύστερα του κενού. Προσπαθώντας να επιτύχει κανείς το «αισθητικό στάδιο» της ζωής του πολλές φορές τον οδηγεί σε έκλυτο, ανήθικο, βίο. Συνεπώς το αισθητικό στάδιο δεν μπορεί να αλληλοεξαρτάται από το ηθικό στάδιο.
Το πρόβλημα της αισθητικής φιλοσοφίας απασχολεί τους ανθρώπους εδώ και είκοσι πέντε αιώνες. Τόσο το ωραίο, που αποτελεί την κυρίαρχη έννοια της αισθητικής φιλοσοφίας, όσο και η τέχνη, μέσω της οποίας αναπαρίσταται το ωραίο, αντιμετωπίστηκαν με αδιάφορους τρόπους. Πολλοί φιλόσοφοι , όπως ο Πλάτωνας, είχανε αρνητική άποψη απέναντι στην αισθητική της τέχνης, γιατί υποστηρίζανε πως υποβαθμίζει την αλήθεια και την αρετή.
Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο Καντ ασχολήθηκε με την αισθητική και το διαχωρισμό του ωραίου και του υψηλού. Ο Καντ υιοθέτησε τη διάκριση μεταξύ δύο εννοιών, του ωραίου και του υψηλού επιχειρώντας να δώσει τις βασικές διαφορές τους. Διέκρινε τέσσερα τέτοια σημεία.
Το ωραίο είναι συνυφασμένο με την έννοια του σχήματος. Το ωραίο έχει πάντοτε κάποιο σχήμα, και γι’ αυτό προκαλεί την αίσθηση ότι έχει κάποια όρια, ότι περιορίζεται στο χώρο. Αντίθετα, ένα αντικείμενο που χαρακτηρίζεται από την έννοια του υψηλού μας δίνει την εντύπωση του απεριόριστου, ενός αντικειμένου που δεν περιορίζεται σε κάποιο σημείο και γι’ αυτό φαίνεται να μην έχει σχήμα.
Η δεύτερη διαφορά είναι η εξής: το υψηλό, όποτε ερχόμαστε αντιμέτωποι με αντικείμενα που υπάγονται στην έννοιά του, μας προκαλεί έντονα αισθήματα, που ίσως φτάσουν τα όρια του δέους και του φόβου. Αντίθετα, το ωραίο ασκεί στο μυαλό μας ανακούφιση κάνοντάς μας να αισθανόμαστε άνετα απέναντί του.
Το τρίτο σημείο, στο οποίο εντοπίζεται η διαφορά του ωραίου από το υψηλό, είναι πως ενώ το ωραίο μας δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται υπό τον έλεγχό μας, το υψηλό, εξαιτίας του μεγέθους του, φαίνεται να μην μπορεί να περιοριστεί στη φαντασία μας και να δαμαστεί από τις δυνάμεις του μυαλού μας.
Η τέταρτη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι η εξής: το ωραίο, καθώς υπακούει σε κανόνες δεοντολογίας, υπάγεται μέσα στην κανονικότητα της φύσης. Αντίθετα, το υψηλό, ξεφεύγοντας από κάθε περιοριστικό όρο, μας δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν υπόκειται στη σκοπιμότητα της φύσης.
Ο Καντ διέκρινε 4 ορισμούς του «ωραίου». Συγκεκριμένα: ανιδιοτέλεια, καθολικότητα, σκοπιμότητα χωρίς σκοπό και αναγκαιότητα.
Ανιδιοτέλεια: Μεταξύ δύο ευχάριστων συναισθηματικών καταστάσεων υπάρχει ποιοτική διαφορά. Στην πρώτη περίπτωση η απόλαυση είναι προϊόν. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, η αιτία της ικανοποίησής μου βρίσκεται αλλού, πέρα από την όψη του κτιρίου του ίδιου- στη σκέψη. Από τα δύο αυτά είδη απολαύσεων συναφής προς το ωραίο είναι μόνον η ανιδιοτελής τέρψη, εκείνη που δεν παραπέμπει σε τίποτε άλλο πέρα από το αντικείμενο που, βλέποντάς το, μου προκαλεί ευχαρίστηση.
Καθολικότητα: Η Καθολικότητα που χαρακτηρίζει την αισθητική κρίση για το ωραίο είναι το βασικό κριτήριο, για να την αντιδιαστείλει κανείς από άλλες κρίσεις με τις οποίες εκφράζει απλές επιθυμίες, ορέξεις ή διαθέσεις.
Σκοπιμότητα χωρίς σκοπό: είναι το τρίτο χαρακτηριστικό της αισθητικής έννοιας του ωραίου, που, όπως λέει ο Καντ, φαίνεται σαν μία παραδοξολογία.
Αναγκαιότητα: Το τέταρτο γνώρισμα της έννοιας του ωραίου είναι η αναγκαιότητα η οποία χαρακτηρίζει τις κρίσεις μας για τα αντικείμενα που μας προκαλούν αισθητική απόλαυση. Φυσικά ο Καντ παρατηρεί ότι η αναγκαιότητα του ωραίου δεν υπαγορεύεται από κάποιο νόμο ή κανόνα στον οποίο οφείλει κανείς να υπακούει.
Η αισθητική είναι γενικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς γεγονότα ή ανθρώπους. Όμως είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, γιατί διαφορετική άποψη έχει κάποιος για κάτι που θεωρεί αισθητικά ωραίο ή αισθητικά άσχημο. Άρα, η αισθητική εξαρτάται από την κρίση του καθενός.

Σκέψεις προς τους μαθητές/τριες, με αφορμή την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς 2017-18 στο 5ο Λύκειο Τρικάλων

5ο logotypo 4

 Σκέψεις προς τους μαθητές/τριες, με αφορμή την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς 2017-18 στο 5ο Λύκειο Τρικάλων

Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου Λυκείου Τρικάλων

OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Amalia K. Iliadi

 

5o GEL logotypo 2

 

«Στο Δημοτικό»

Τα μήλα ήταν μέλι.

Ο Μίμης και η Άννα αδέρφια αγαπημένα.

Δεν κάπνιζε το τζάκι τους, δε μάλωναν, δεν τα ’παιρνε ο πατέρας στο χωράφι.

Όλα κυλούσαν ήρεμα στο αναγνωστικό.

Άστραφτε νιάτα κι ομορφιά η βασίλισσα στο κάδρο και το πουλί περιπλεγμένο μες στις δάφνες.

Σε φέτες απορίας γευόμουνα τον κόσμο.

Δεν άλλαξε η γεύση του, συνήθισα μονάχα.

(Γιώτα Αργυροπούλου, Από τη συλλογή «Νερά απαρηγόρητα», εκδ. Πλανόδιον, 2004)

Με τη γεύση του καλοκαιριού που ομορφαίνει τον κόσμο και τα πρώτα, αμυδρά σημάδια του φθινοπώρου, με χάρη κι έμπνευση, αναπνέουμε ήδη την αύρα  της νέας σχολικής χρονιάς 2017-18. Ευχή και προσδοκία όλων μας είναι να κάνουμε καλή αρχή ώστε η νέα χρονιά να είναι Αποδοτική, Δημιουργική, Αποτελεσματική, ευεπίφορη σε νέους στόχους.

Tο σχολικό περιβάλλον όπως στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, συντελεί στο να αποκτήσει η νέα γενιά γνώσεις και δεξιότητες,  να αναπτύξει την προσωπικότητά της και παράλληλα να καλλιεργήσει το πνεύμα της.

Στο χώρο του σχολείου, όπου ζουν και δρουν πολλοί άνθρωποι μαζί, πρέπει όλοι να συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο ώστε η συνύπαρξή τους να μην δημιουργεί πρόβλημα σε κανένα.

Ο σεβασμός των δικαιωμάτων και η αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου, πρέπει να θεωρούνται αυτονόητα.

Αυτονόητος πρέπει να θεωρείται και ο σεβασμός στο χώρο και στην περιουσία του σχολείου καθώς και στο φυσικό περιβάλλον.

Η εποχή μας αποϊεροποίησε τον κόσμο και την ζωή. Αναμφισβήτητα, είναι εύλογη η δυσαρέσκεια για την ηθικιστική λειτουργία, στο παρελθόν και στο παρόν, θεσμών, όπως η  Εκκλησία, η οικογένεια, η δικαιοσύνη, ακόμη και η εκπαίδευση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτοί οι θεσμοί δεν πρέπει να θεωρούνται ιεροί για τον άνθρωπο και τον κόσμο.  Και «ιερός» δεν σημαίνει μαγικός ή ανεξέλεγκτος.  Ιερός σημαίνει άξιος σεβασμού.  Ο σεβασμός δεν επιβάλλεται από τον νόμο. Διδάσκεται με το παράδειγμα των προηγούμενων γενεών. Είναι κανόνας της παράδοσης. Είναι κανόνας της ταυτότητας ενός λαού, της ιστορίας και του πολιτισμού του. Άλλωστε, πολιτισμός χωρίς ιερότητα είναι πολιτισμός καταδικασμένος στην ισοπέδωση και την εξαφάνιση.

Ιερότητα πάλι δεν σημαίνει άρνηση της αλήθειας και  απουσία κριτικής. Γιατί τα πρόσωπα δεν ταυτίζονται με τους θεσμούς. Τα λάθη τους, οι αποτυχίες τους είναι αναγκαίο να κρίνονται και να αντιμετωπίζονται κάτω από το άπλετο φως της αντικειμενικής, κατά το μάλλον ή ήττον, κριτικής προσέγγισης.

Στα ασύδοτα δικαιώματα που κραδαίνονται ως άλλη «δαμόκλειος σπάθη» για την ουσιαστική δημοκρατία,  έρχεται να συμβάλει η απόλυτη κυριαρχία των ολίγων που έχουν στα χέρια τους τα ΜΜΕ, την διαχείριση του «μεγάλου κεφαλαίου», – δημοσίου και ιδιωτικού χρήματος,  και επομένως την δυνατότητα να συνασπίζουν κοντά τους ανθρώπους που κρίνουν με βάση μόνο το συμφέρον τους. Γι’ αυτό και στην σύγχρονη δημοκρατία η συζήτηση περί ηθικής είναι εντελώς υποκριτική. Με τον τρόπο αυτό, όμως, η κοινωνία μας  δεν πορεύεται βάσει αρχών και αξιών, αλλά βάσει των ανθρώπινων ιδιοτελειών.  Όλα είναι δικαίωμα του καθενός, αρκεί να μη σε συλλάβουν να προκαλείς το κοινό αίσθημα, το οποίο κι αυτό διαμορφώνεται. Κι εδώ ισχύει ένας βαθυστόχαστος καβαφικός στίχος: « Αν ήμουν ακαλαίσθητος κι αν μυστικά το είχα προστάξει, θα έβγαζαν πρώτο οι κόλακες και το κουτσό μου αμάξι» («Εύνοια του  Αλεξάνδρου Βάλα»).  Επομένως, η συζήτηση δεν γίνεται για την ουσία της ηθικής, δηλαδή για το αν υπάρχει καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, συνείδηση ή όχι, αλλά για την επιφάνειά της.  Η «δημοκρατική» κοινωνία  μας στηρίζεται στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «είναι».

Εμείς οι καθηγητές σας, αγαπητοί μαθητές και μαθήτριες, δεσμευόμαστε να σας προσφέρουμε γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες,  να αναπτύξουμε την κριτική σας σκέψη, ώστε να μπορείτε να αντιμετωπίζετε μόνοι σας τα προβλήματα της καθημερινή σας ζωής.

Δεσμευόμαστε ακόμα να σας βοηθήσουμε ώστε στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικής Ενωμένης Ευρώπης στην οποία καλείστε να ζήσετε, να διαφυλάξετε την ταυτότητά σας και την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας.

Βιώνουμε όλοι δύσκολες καταστάσεις λόγω της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Ελπίζουμε όμως σε καλύτερες μέρες και πιστεύουμε πως έχουμε υποχρέωση να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η νέα γενιά , εσείς, τα παιδιά μας, να ζήσετε σε ένα πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο και αληθινό κόσμο. Ας μην σας στερήσουμε την ελπίδα. Γι’ αυτό, παρά τις δυσκολίες, σας υποδεχόμαστε με χαμόγελο και αισιοδοξία κι αυτό το μήνυμα θέλουμε σήμερα να κλείσετε στην καρδιά σας: είμαστε εδώ για να κάνουμε το χρέος μας απέναντί σας. Οι συνάδελφοί μου κι εγώ θα επιστρατεύσουμε το μεράκι και τη φαντασία μας, τις γνώσεις και τη δημιουργικότητά μας για να σας προσφέρουμε  τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες και τις μαθησιακές εμπειρίες που αξίζουν, στη διάρκεια της μαθητικής σας πορείας στο Λύκειο.

Σας αφιερώνω με ενσυναίσθηση και ευαισθησία εφήβου, το παρακάτω ποίημα:

«Νέος μαθητής με ρολογάκι»

Κωστάκη, από δω κι εμπρός

τα ρολογάκια θα ρυθμίζουν τη ζωή σου.

Κομμένη η αναρχία των σοκολατούχων και των παραμυθιών. Από εδώ κι εμπρός χιλιάδες ρολογάκια σιωπηλά κι απάνθρωπα, χιλιάδες ρολογάκια που ηχούν δαιμονισμένα».

(Τάσος Καπερνάρος,  Από τη συλλογή «Ακελδαμά», εκδ. Ηριδανός, 1987)

Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου Λυκείου Τρικάλων