«Μουσεία και Αγωγή: εργαστήρι πολιτιστικής Παιδείας» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός , Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Μουσεία και Αγωγή: εργαστήρι πολιτιστικής Παιδείας»
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός , Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό της ICOM (International Council of Museums) το Μουσείο είναι «ένα μόνιμο ίδρυμα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτό στο κοινό, που έχει ως έργο του τη συλλογή, τη μελέτη, τη διατήρηση, τη γνωστοποίηση και την έκθεση τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού και περιβάλλοντος». Τα μουσεία ανάλογα με τις συλλογές που εκθέτουν διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες. Ανάμεσα σε αυτές είναι τα Λαογραφικά, τα Βυζαντινά και τα Ιστορικά.
Τα Λαογραφικά Μουσεία περιλαμβάνουν συλλογές του λαϊκού πολιτισμού μιας περιοχής (είτε εθνικής είτε τοπικής). Σε ένα Λαογραφικό Μουσείο υπάρχουν κινητά αντικείμενα ή εξοπλισμός εργαστηρίων, φωτογραφικό υλικό, ταινίες ή ότι άλλο σχετικό με το λαϊκό πολιτισμό ενός συγκεκριμένου τόπου Παράδειγμα: Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (στην Πλάκα) έχει πλούσιες συλλογές από δείγματα της νεοελληνικής λαϊκής τέχνης, όπως κεντητικής, υφαντικής, ενδυμασιών, μεταμφιέσεων, θεάτρου σκιών, αργυροχοΐας, μεταλλοτεχνίας, κεραμικής, ξυλογλυπτικής, λαϊκής ζωγραφικής και λιθογλυπτικής.
Τα Ιστορικά Μουσεία στοχεύουν στη διαφύλαξη και προβολή της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς ενός τόπου.
Παράδειγμα: Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Μέγαρο, Παλαιάς Βουλής, Αθήνα) ανήκει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (ΙΕΕΕ), η οποία ιδρύθηκε το 1882 με σκοπό τη συλλογή και διάσωση κειμηλίων σχετικών με τη νεώτερη ελληνική ιστορία, από την άλωση της Κωνσταντινούπολης (15ος αιώνας) κι ύστερα.
Τα Βυζαντινά μουσεία περιλαμβάνουν συλλογές από έργα βυζαντινής τέχνης, όπως εικόνες, τοιχογραφίες, ιερά κειμήλια, σκεύη, άμφια κλπ. Παράδειγμα: Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Θεσσαλονίκη): Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού επιχειρεί να δείξει πολλές όψεις της ζωής κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο: της τέχνης, της ιδεολογίας, της κοινωνικής οργάνωσης, της θρησκείας, αλλά και της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Το 2005 βραβεύτηκε με το Βραβείο του Συμβουλίου της Ευρώπης
Η επίσκεψη σε ένα μουσείο μπορεί να είναι πολύ ωφέλιμη αλλά και ευχάριστη για ένα μαθητή. Μέσα από τα αντικείμενα – εκθέματα ενός μουσείου μπορούμε να γνωρίσουμε καλύτερα την ιστορία και τον πολιτισμό μας, να μάθουμε πώς ζούσαν οι άνθρωποι σε παλιότερες εποχές και να γνωρίσουμε την τέχνη που αυτοί δημιούργησαν. Για το λόγο αυτό, πάρα πολλά μουσεία έχουν δημιουργήσει εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά, ώστε να τους δείξουν το υλικό τους μέσα από το παιχνίδι και άλλες ευχάριστες δραστηριότητες. Είναι σημαντικό οι μαθητές να πάνε προετοιμασμένοι σε ένα μουσείο έτσι ώστε να μπορούν καλύτερα να καταλάβουν τι αυτό περιλαμβάνει και να μπορούν να κερδίσουν περισσότερα από την επίσκεψή τους αυτή. Με τα καινοτόμα προγράμματα σχολικών πολιτιστικών δραστηριοτήτων προωθείται, μέσα από εκπαιδευτικές συναντήσεις, η αλληλογνωριμία, η ανταλλαγή ιδεών και απόψεων, η επικοινωνία ανάμεσα σε μέλη της σχολικής εκπαιδευτικής κοινότητας. Με τον τρόπο αυτό πραγματοποιείται, επίσης, φυσικά και αβίαστα, η ευτυχής εκείνη «μετάγγιση» νοοτροπιών, γνώσεων, στάσεων, η οποία είναι απαραίτητη, προκειμένου το άνοιγμα των οριζόντων στην εκπαίδευση, μέσα από τη διαθεματικότητα και τη διαπολιτισμικότητα, να φέρει τον πολυπόθητο αέρα ανανέωσης σε εκπαιδευτικές μεθόδους και πρακτικές.
Σήμερα τα Μουσεία φιλοδοξούν επίσης να αποτελέσουν ζωντανό εργαστήριο εμπλουτισμού της μάθησης στο επίπεδο της ενήλικης φάσης ζωής, πλατέματος και εμβάθυνσης στο πεδίο της εφαρμογής Μουσειακών Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων. Εξάλλου οι τέχνες, εφαρμοσμένες και μη, στη θεωρία και την πράξη τους, ως συγκοινωνούντα δοχεία ιδεών και υλικών αισθητοποίησής τους, εμψυχώνουν τα Μουσεία, καθιστώντας τα χώρους ζωντανής σοφίας: τα σύγχρονα μουσειοπαιδαγωγικά προγράμματα, συνοδευόμενα πολλές φορές από τις τόσο «εύγλωττες» και εύχρηστες μουσειοσκευές τους, καταδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Πώς όμως να βγουν τα μουσεία έξω από τους τοίχους, πώς θα ρίξουν τους τοίχους που τα κρατούν κλειστά είναι το θέμα που απασχολεί σταθερά τα τελευταία χρόνια μουσειολόγους, πανεπιστημιακούς, ερευνητές, ειδικούς στη σύγχρονη μουσειολογία αλλά και στις νέες τεχνολογίες. Πώς, με λίγα λόγια, τα μουσειακά αντικείμενα θα βρουν τρόπους να «περπατήσουν» στην πόλη, να «ανακατευτούν» με τους πολίτες αλλά και τους τουρίστες των μεγάλων μουσείων, πώς τα έργα τού χθες θα «στείλουν» το μήνυμά τους στους πολίτες του σήμερα. Και πώς μπορούν σε όλα αυτά να βοηθήσουν οι νέες τεχνολογίες και τα social media. Τα «Δικτυωμένα Μουσεία», τα νέα μέσα και οι καινοτόμες ιδέες για τη διεύρυνση κοινού σε μουσεία και πολιτιστικούς φορείς μαζί με μερικές πικρές διαπιστώσεις που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα των μουσείων εν μέσω κρίσης ανοίγουν στην εποχή μας καινούριους ορίζοντες μουσειακής παιδείας.

Με ποιον τρόπο λοιπόν οι κινητές μηχανές ξενάγησης, οι διαδικτυακοί τόποι και τα social media θα μπουν στην υπηρεσία των μουσείων και, το κυριότερο, θα φέρουν σε επαφή με τα εκθέματά τους ακόμα μεγαλύτερο κοινό; Κι αν τα ξένα μουσεία βασίζονται όλο και περισσότερο στη χρήση των νέων τεχνολογιών, κατακτώντας ευρύτερο κοινό και αξιοποιώντας περισσότερο την πολιτιστική κληρονομιά που διαθέτουν, τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Είναι το μουσείο μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι στην Ελλάδα; Ολη αυτή η συζήτηση πώς αφορά τα κλασικά ελληνικά μουσεία; Και είναι δυνατόν εν μέσω κρίσης να αναδιοργανωθεί η λειτουργία των ελληνικών μουσείων;

Οι ειδικοί έχουν πολλά παραδείγματα και πολλές ολοκληρωμένες ερευνητικές δουλειές να παρουσιάσουν, αποδεικνύοντας με πρωτότυπες ιδέες με ποιους τρόπους (μέσω των νέων τεχνολογιών) μπορεί το μουσείο να συνδεθεί με το περιβάλλον, την πόλη που βρίσκεται, τη χώρα και το κοινωνικό σύνολο. Κι αν μέχρι τώρα στα ελληνικά μουσεία οι πληροφορίες μας προέρχονται κυρίως από τις ταμπελίτσες που συνοδεύουν το κάθε έκθεμα, υπάρχουν πολλοί τρόποι, πολλές κινητές συσκευές που διευρύνουν εντυπωσιακά αυτές τις πληροφορίες και δίνουν τη δυνατότητα στον κάθε επισκέπτη να αναζητήσει πράγματα που τον ενδιαφέρουν, κι ίσως μετά να ανταλλάξει απόψεις με άλλους επισκέπτες και να δημιουργήσει έτσι πολλές και διαφορετικές προσωπικές εντυπώσεις και αφηγήσεις από τον ίδιο χώρο.

Είναι δυνατόν όμως στην Ελλάδα της κρίσης, στην Ελλάδα που τα μουσεία αγωνίζονται να λειτουργήσουν στοιχειωδώς, στην Ελλάδα που κυρίως βασίζεται στον τουρισμό, να αναπτυχθούν νέες προοπτικές στα μουσεία; Πολλοί λένε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει η ωριμότητα της χρήσης νέων τεχνολογιών. Άλλοι αναφέρονται στην αποσπασματικότητα των στόχων, σε προσπάθειες που διαρκούν όσο διαρκεί η χρηματοδότησή τους. Δεν μας λείπει η γνώση σ’ αυτή τη χώρα. Μας λείπει η στρατηγική για το πώς μια προσπάθεια μπορεί να λειτουργήσει στα μουσεία με διάρκεια. Η τεχνολογία που χρηματοδοτήθηκε και αναπτύχθηκε είναι ανενεργή. Είτε γιατί δεν υπάρχουν χρήματα, είτε γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται, είτε γιατί ο νυν υπεύθυνος δεν ξέρει να την εμπλουτίσει με νέες πληροφορίες. Άλλοι ειδικοί μεταφέρουν από το εξωτερικό την εμπειρία του εθελοντισμού υποστηρίζοντας ότι τα μουσεία μπορούν να αναδιοργανωθούν, να κάνουν πιο έξυπνη δουλειά, να είναι λιγότερο αυθεντίες, να είναι πιο δημιουργικά με το κοινό αξιοποιώντας προγράμματα εθελοντισμού, σε μια χώρα με τόση μορφωμένη ανεργία. Γιατί ο εθελοντισμός είναι εργαλείο σε καιρούς κρίσης. Και όλοι συμφωνούν ότι το μουσείο είναι χώρος διαφύλαξης, πολιτισμού και εκπαίδευσης. Αρα θα πρέπει να επικοινωνεί με το κοινό του. Να είναι ένα ευχάριστο σχολείο που να απευθύνεται σε όλους.

Κι επειδή στη γνώση, στις καινοτόμες ιδέες και στην ερευνητική δουλειά δεν υστερούμε σ’ αυτή τη χώρα, η αισιόδοξη όψη είναι η παρουσίαση μερικών καινοτόμων όσο και ευφάνταστων προγραμμάτων που έχουν ήδη υλοποιηθεί, έστω και πιλοτικά. Ετσι η ερευνητική Ομάδα Αλληλεπίδρασης Ανθρώπου-Υπολογιστού με επικεφαλής τον καθηγητή Νικόλαο Αβούρη, έχει κατασκευάσει ένα πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε με μικρούς μαθητές στο Μουσείο Σολωμού, στη Ζάκυνθο. Τίτλος του, MuseumScrabble, και οι χρήστες του αντιμετωπίζουν τα εκθέματα του μουσείου σαν ένα παιχνίδι. Εντυπωσιακά και τα προγράμματα που έφτιαξαν ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημ. Χαρίτος, με την ερευνήτρια Δάφνη Δραγώνα, δείχνοντας πώς ένα έργο μπορεί να είναι φυσικό όσο και ψηφιακό, και μέσω της τεχνολογίας, εντέλει να είναι μέρος της πόλης: η τεχνολογία μπορεί να είναι ευφάνταστη, η εμπειρία όσο και οι αριθμοί είναι ενθαρρυντικοί, διατείνονται.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Πληροφορίες: (παραπομπές σε σχετικό εκπαιδευτικό υλικό: http://www.edutv.ypepth.gr/ , Μαρία Οικονόμου, Μάθημα Εισαγωγή στη Μουσειοπαιδαγωγική, Εισαγωγή στη Μουσειοπαιδαγωγική Υποχρεωτικό μάθημα 5ου εξαμήνου κατευθύνσεων Μουσειολογίας & Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας 2005-06 … www.aegean.gr/…/intro_museopaed/ Μουσειοπαιδαγωγική – Μουσείο και Αγωγή, της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη E-books… Αρχική Βιβλιοθήκης Μελέτη και εκπαιδευτικό, πρωτότυπο www.matia.gr/library/ebook…/index

http://el.wikipedia.org

http://odysseus.culture.gr/h/1/gh110.jsp?theme_id=23

http://www.melt.gr/index.php…

http://mbp.gr/html/gr/

Μαθαίνοντας σε εικονικά μουσεία. Ιωάννης Μπήτρος, Λουκάς Δημητρόπουλος, Ιωάννης Βρέλλης, Μαρία Βέρρα, Χρήστος Σιντόρης, Νικόλαος Αβούρης.ibitros@upnet.gr, loukisdim@yahoo.gr, berra@upatras.gr, sintoris@ece.upatras.gr, avouris@upatras.grΤμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών, Πανεπιστημίου Πατρών.

Αβούρης Ν. (2001), Εισαγωγή στην Επικοινωνία Ανθρώπου-Υπολογιστή. Αθήνα: Δίαυλος.

Μπούνια, Α., Οικονόμου, Μ., & Πιτσιάβα, Ε-Μ. (2009). Η χρήση νέων τεχνολογιών σε μουσειακά εκπαιδευτικά προγράμματα: αποτελέσματα έρευνας στα ελληνικά μουσεία. Στο Ε. Νάκου & Μ. Βέμη (επιμ.), Μουσεία και Μουσειοπαιδαγωγική. Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος.

Α. Τζιμογιάννης (επιμ.), Πρακτικά Εργασιών 7ου Πανελλήνιου Συνεδρίου με Διεθνή Συμμετοχή «Οι ΤΠΕ στην Εκπαίδευση», τόμος ΙΙ, σελ. 737-744, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κόρινθος, 23-26 Σεπτεμβρίου 2010.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη).
Σημείωση: Οι εκπαιδευτικοί ζωντανεύουμε τη γνώση κάθε στιγμή. Βιώνουμε τον πολιτισμό καθημερινά. Είμαστε κοντά στην κοινωνία συνεργαζόμενοι και συμμετέχοντες στα κοινά.
Τέλος, αυτό που οφείλουμε να τονίσουμε είναι ότι οι εκπαιδευτικοί και οι εμψυχωτές μπορούν να συντάξουν-δημιουργήσουν τα δικά τους φύλλα εργασίας, ανάλογα με το μαθησιακό επίπεδο των παιδιών, τις γνώσεις που έχουν αποκτήσει για το αντικείμενο ή τα σχετικά πολιτιστικά ζητήματα, για τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής που έχουν την ανάγκη φροντίδας και διατήρησης. Θα ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικό αν εκπαιδευτικοί και μαθητές προτείνουν και δικά τους φύλλα εργασίας ή και άλλες δραστηριότητες τα οποία θα μπορούσαν να ευαισθητοποιήσουν ακόμη περισσότερο τα παιδιά και τις τοπικές κοινωνίες για την προστασία, τη διατήρηση και την ανάδειξη του τοπικού και ευρύτερα του πολιτιστικού μας πλούτου, φυσικού και πνευματικού.