Ο Οκτώβριος έχει καθιερωθεί ως μήνας ευαισθητοποίησης για άτομα με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και/ ή Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) – διεθνώς (ADHD) – είναι μια από τις συχνότερες και πιο μελετημένες νευροβιολογικές διαταραχές της παιδικής ηλικίας, η οποία συνεχίζεται, κατά ένα σημαντικό ποσοστό, και στην ενήλικη ζωή. Εμφανίζεται στο 5-7% του μαθητικού πληθυσμού με σχέση συνήθως 3:1 υπέρ των αγοριών. Μολονότι η αιτιολογία της διαταραχής δεν έχει σαφώς αποσαφηνιστεί, εκτεταμένες έρευνες έχουν δείξει ότι η ΔΕΠΥ οφείλεται σε κάποια ανισορροπία των χημικών ουσιών του εγκεφάλου και ειδικότερα στους νευροδιαβιβαστές που μεταφέρουν τα μηνύματα στον εγκέφαλο. Πιθανόν να οφείλεται σε κληρονομικές βιοχημικές διαταραχές, σε διαταραχές κύησης που επηρεάζουν τις περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν την προσοχή και την κίνηση, σε τοξικές ουσίες (π.χ. μόλυβδο) ή σε άλλες αναπτυξιακές διαταραχές ή εγκεφαλικές κακώσεις. Τέλος, η συχνότερη εμφάνιση της ΔΕΠΥ σε μέλη της ίδιας οικογένειας, υποδεικνύει ότι ενδεχομένως να υπάρχει και γονιδιακή κληρονομική προδιάθεση.
Συμπτωματολογία-Κλινική εικόνα
Τα κύρια συμπτώματα της διαταραχής, όπως ορίζονται από το DSM-IV, είναι η διάσπαση της προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα. Με βάση τα συμπτώματα που επικρατούν στα παιδιά σχολικής ηλικίας διακρίνουμε τρεις τύπους ΔΕΠΥ:
α) τύπος Απροσεξίας: το παιδί δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, αποσπάται εύκολα από άσχετα ερεθίσματα, δεν φαίνεται να ακούει, δε δίνει σημασία στις λεπτομέρειες, κάνει λάθη απροσεξίας,
δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες, αποφεύγει εργασίες που απαιτούν συστηματική πνευματική προσπάθεια, ξεχνά τις σχολικές εργασίες χάνει πράγματα και γενικά είναι ανοργάνωτος/η,
β) τύπος Παρορμητικότητας/Υπερκινητικότητας: το παιδί δυσκολεύεται να παραμείνει καθισμένος/η, κουνάει χέρια, πόδια, ή στριφογυρίζει στην καρέκλα, κοιτά συνέχεια γύρω του και πειράζει τους άλλους, σηκώνεται όταν δεν επιτρέπεται, τρέχει και σκαρφαλώνει υπερβολικά,
δεν σκέφτεται πριν αντιδράσει, απαντάει πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση, μιλάει συνεχώς, δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του, στα παιχνίδια δεν ακολουθεί κανόνες, διακόπτει ή ενοχλεί τους άλλους,
γ) Συνδυασμένος τύπος: Είναι επίσης συνηθισμένος τύπος ΔΕΠΥ στα παιδιά και στους εφήβους όπου παρουσιάζεται συνδυασμός κάποιων από τα παραπάνω συμπτώματα, ήτοι απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητική συμπεριφορά.
Γενικά, το φάσμα των κλινικών συμπτωμάτων είναι ευρύ, γι αυτό και κανένα παιδί με ΔΕΠΥ δεν μοιάζει με κάποιο άλλο. Συνήθως, υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην ένταση των συμπτωμάτων και μάλιστα τέτοιες διακυμάνσεις μπορεί να παρατηρούνται στο ίδιο παιδί κατά την διάρκεια της ημέρας, ακόμη και από ώρα σε ώρα. Ωστόσο, για να δοθεί η διάγνωση της ΔΕΠΥ, τα ως άνω προβλήματα πρέπει να παρατηρούνται τόσο στο σπίτι, όσο και στο σχολείο και να προκαλούν σημαντική δυσκολία στην ακαδημαϊκή απόδοση και την κοινωνική συναναστροφή του παιδιού. Η αναγνώριση του προβλήματος και η πρώτη επίσκεψη στον ειδικό συμπίπτει συνήθως με την ένταξη στο σχολείο, εξαιτίας των αυξημένων απαιτήσεων για συγκέντρωση της προσοχής, οργάνωση και συμμόρφωση στους κανόνες. Εντούτοις, τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ θεωρούνται τόσο κοινά στην παιδική ηλικία, που συχνά η διάγνωση παραβλέπεται, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα προβλήματα που η ίδια η ΔΕΠΥ προκαλεί στη συμπεριφορά, στην κοινωνική προσαρμογή ή στη σχολική απόδοση, αποδίδονται σε άλλες καταστάσεις που μπορεί να συνυπάρχουν με αποτέλεσμα η ΔΕΠΥ να παραμένει συχνά αδιάγνωστη ή εσφαλμένα διαγνωσμένη.
Όσον αφορά στους ενήλικες, τα πυρηνικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ, απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά εκφράζονται διαφορετικά. Παράλληλα, η κλινική εικόνα περιπλέκεται λόγω της συχνής συνύπαρξης με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές. Οι ενήλικες βιώνουν την υπερκινητικότητα ως ένα εσωτερικό συναίσθημα ανησυχίας, αδυναμίας να ηρεμήσουν καθώς και με υπερβολική φλυαρία, ενώ η απροσεξία και η παρορμητικότητα τους ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό σε όλη τους τη ζωή. Οι ενήλικες με ΔΕΠΥ έχουν περισσότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους, να απολυθούν από την εργασία τους και να έχουν κακές σχέσεις στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυξημένο κίνδυνο κακής σωματικής υγείας, σοβαρών τροχαίων και άλλων ατυχημάτων, καθώς και εθισμό διαφόρων μορφών. Επαγγελματικά προτιμούν δουλειές με κίνηση και δράση, διέγερσης και κινδύνου, όπως επιχειρηματικές δραστηριότητες και συχνά αλλάζουν επάγγελμα μέχρι να βρουν αυτό που τους ταιριάζει. Έχουν πτωχές οργανωτικές δεξιότητες και δυσκολεύονται στη διαχείριση τόσο των οικονομικών όσο και του χρόνου.
Στην προσωπική τους ζωή, συχνά έχουν συζυγικά προβλήματα, ασταθείς σχέσεις, διαζύγια, κλπ.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η ΔΕΠΥ είναι μια χρόνια διαταραχή που δεν έχει ριζική θεραπεία, αλλά η πρώιμη διάγνωση και ολοκληρωμένη παρέμβαση στην παιδική ηλικία βελτιώνει κάποια συμπτώματα και προσφέρει στο άτομο καλύτερη ποιότητα ζωής.
Αφού η συννοσηρότητα αποτελεί μάλλον τον κανόνα στη ΔΕΠΥ και όχι την εξαίρεση, η θεραπευτική προσέγγιση είναι πολυεπίπεδη και πρέπει να περιλαμβάνει ψυχοεκπαίδευση, φαρμακευτική αγωγή, καθώς και ειδικά σχεδιασμένες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις. Στη θεραπεία θα πρέπει να συμμετέχει όχι μόνον ο ασθενής, αλλά, όπου χρειάζεται κι αυτό είναι εφικτό, και η οικογένεια.
H ψυχοεκπαίδευση γονέων στη διαχείριση της συμπεριφοράς του παιδιού στο οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί την πλέον αποτελεσματική μη φαρμακευτική μέθοδο αντιμετώπισης της ΔΕΠΥ. Επιδιώκει την άμεση εργασία με τους γονείς ώστε να τροποποιήσουν και να βελτιώσουν τις γονικές τους δεξιότητες με σκοπό τη βελτίωση των σχέσεων γονέα – παιδιού. Βασίζεται στις τεχνικές τροποποίησης της συμπεριφοράς και αφορά στην εκμάθηση τεχνικών διαχείρισης και ελέγχου της συμπεριφοράς του παιδιού, την ενίσχυση της ικανότητας και αυτοπεποίθησής τους στην ανατροφή του παιδιού και τη βελτίωση της σχέσης γονέων- παιδιού με τη χρήση κατάλληλων μορφών επικοινωνίας και θετικής προσοχής.
Υπάρχουν διαφόρων ειδών ψυχοθεραπείες, θεωρίες και μέθοδοι. Η Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική θεραπεία είναι μια από τις πιο διαδεδομένες για τη ΔΕΠΥ και στοχεύει στο να βοηθήσει το άτομο με ΔΕΠΥ να αναπτύξει δικούς του τρόπους επίλυσης προβλημάτων και να αποκτήσει αυτοέλεγχο. Έχει ένα συμβουλευτικό και συνεργατικό χαρακτήρα και διευκολύνει το θεραπευόμενο να εκπαιδευθεί στην αυτοκαθοδήγηση, στη βελτίωση των δεξιοτήτων διαχείρισης προβλημάτων, στην αντιμετώπιση του άγχους, κλπ.
Άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν την νευροανάδραση, την υποστηρικτική Καθοδήγηση (Coaching), την άσκηση και την ειδική αγωγή.
Η Nευρoανάδραση είναι μια τεχνική εκγύμνασης και αυτοελέγχου της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Χρησιμοποιεί το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG), μια συσκευή που ανιχνεύει και καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου, και, με κατάλληλη επεξεργασία, την προβάλλει στον εκγυμναζόμενο, ο οποίος εκπαιδεύεται στο να την ελέγχει, ώστε να πετύχει φυσιολογικά επίπεδα των εγκεφαλικών κυμάτων. Δεν είναι μια παρεμβατική προσέγγιση. Απαιτεί προσπάθεια και κόπο από τον εκπαιδευόμενο γι αυτό και τα αποτελέσματά της εξαρτώνται από το βαθμό συνεργασίας και συμμετοχής του.
Η Υποστηρικτική Καθοδήγηση (Coaching) δεν είναι μια θεραπευτική διαδικασία. Πρόκειται για μια συνεργασία μεταξύ ενός «προπονητή (coach)» και του «πελάτη» μέσω μίας δημιουργικής διαδικασίας που εμπνέει το άτομο με ΔΕΠΥ να μεγιστοποιήσει την προσωπική και επαγγελματική του δυναμική. Μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία το άτομο με ΔΕΠΥ εκπαιδεύεται να κατανοεί τις επιπτώσεις της διαταραχής στην εκάστοτε συμπεριφορά του, αποκτά κίνητρα και συμμετέχει ενεργά στην επιλογή στρατηγικών που εξυπηρετούν τις ανάγκες του και βελτιώνει την καθημερινότητά του.
Δεδομένου του υψηλού ποσοστού συννοσηρότητας της ΔΕΠΥ με Μαθησιακές Δυσκολίες και Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες, η ειδική αγωγή είναι συχνά απαραίτητη για την αντιμετώπιση των δυσκολιών μάθησης. Τέλος, η σωματική άσκηση υποστηρίζεται ότι μπορεί να βελτιώσει τη γνωστική λειτουργία και την οργάνωση των νευρώνων που σχετίζονται με τον εκτελεστικό έλεγχο κατά τη διάρκεια της προεφηβικής ανάπτυξης. Ωστόσο, απαιτούνται περισσότερες και εκτεταμένες μελέτες σ’ αυτόν τον τομέα για να τεκμηριωθεί η ως άνω άποψη. Σύμφωνα με άλλη μελέτη, η αθλητική επίδοση σε αγόρια με ΔΕΠΥ μπορεί να αυξήσει την αποδοχή εκ μέρους των συνομηλίκων τους, όταν μάλιστα συνοδεύεται από ηπιότερη αρνητική συμπεριφορά, και να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση και τον αυτοέλεγχο τους.
Κοσμά Αλίκη, Ψυχολόγος MSc
Πηγή: www.adhdhellas.org