Αρχική » ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ » Θυμίζουν Μουσείο…

Θυμίζουν Μουσείο…

 

1. Το άγαλμα που κρύωνε

Χρήστος Μπουλώτης, Το άγαλμα που κρύωνε, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2003 (διασκευή)

Γλώσσα (Στ Δημοτικού) – Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

     

Το μικρό μαρμάρινο αγόρι, το άγαλμα, άφησε σαν προσφυγάκι την πατρίδα του στη Μικρασία και στεγάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Από τότε κρύωνε ολοένα, γιατί νοσταλγούσε αθεράπευτα την πατρίδα του στην αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν όμως όταν θα βρει δυο φίλους καρδιάς, την κυρία Γαλάτεια, την καθαρίστρια του Μουσείου, και τον μικρό Λάμπη, τον γιο του νυχτοφύλακα. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν μ’ ένα παράξενο όνειρο. Απ’ τ’ όνειρο θα φτερουγίσει στο Μουσείο ένα μεγάλο γαλάζιο πουλί που θα τους ταξιδέψει μια νύχτα με πανσέληνο στις χαμένες πατρίδες, στη Μικρασία.

Την τελευταία νύχτα εκείνου του Οκτώβρη ήρθε κι ο Λάμπης, ο μικρός γιος του νυχτοφύλακα.

Πολύ το ’χε μεράκι ο Λάμπης να γινόταν γλύπτης όταν θα μεγάλωνε. Να σκάλιζε, λέει, κι αυτός στο μάρμαρο αγάλματα σαν κι εκείνα στο μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Τι όμορφα που είναι τα αρχαία αγάλματα! Και λαχταρούσε ο Λάμπης να τ’ ακουμπήσει με το χέρι του, να τα χαϊδέψει. Όμως όλο «μη» και «μη» τού έλεγαν, «απαγορεύεται να τ’ αγγίξεις». Μα το ένιωθε εκείνος πως τ’ αρχαία αγάλματα αποζητούσανε αγγίγματα σαν το δικό του.

Κι αφού τη μέρα οι φύλακες είχαν τα μάτια τετρακόσια, άλλη λύση δεν έμενε: παρακαλούσε τον πατέρα του μήνες και μήνες, «πάρε με μαζί σου μια νύχτα στο μουσείο, πάρε με, πατέρα. Να γίνω γλύπτης θέλω, πατέρα».

Μια, δυο, τρεις, δέκα, απ’ τα πολλά τα παρακάλια τελικά του ’κανε το χατίρι.

Σαν μελένιο όνειρο ήταν, και πιο πολύ ακόμη… Μπερδεύτηκε ο Λάμπης μέσα σε πλήθος αγάλματα που σεριανούσαν στις αίθουσες του μουσείου, αργά, νωχελικά, λες κι είχαν μόλις βγει από βαθύ λήθαργο. Γυναίκες και παιδιά και άντρες και θεοί, όλοι ανάκατα, στο βελουδένιο μισοσκόταδο. Κι ανάμεσά τους να φυσάει, θαρρείς, ένα απαλό αεράκι.

Δεν πίστευε στα μάτια του ο Λάμπης.

«Κοίτα να δεις… Καλά μού το ’λεγε ο πατέρας… τις νύχτες ζωντανεύουν τ’ αγάλματα!»

Κι είδε περήφανους θεούς να υποκλίνονται ταπεινά σε ανθρώπους που μοιάζανε θεοί, και παιδιά να ’χουν πάρει στο κατόπι θεούς κρατώντας τους απ’ το μακρύ τους ρούχο. Και κοπελιές είδε σαν τα κρύα νερά να προχωρούν ζευγαρωτά με νεαρούς πανέμορφους. Είδε και μοναχικά αγάλματα να στέκονται απόμερα στη γωνιά κι άλλα μαζεμένα σε παρέες να συζητούν, χωρίς όμως ν’ακούγεται μιλιά. Έστησε αυτί ο Λάμπης μήπως και πιάσει καμιά λέξη. Μα τίποτα.

Ξαφνικά, μες στη σιωπή των αγαλμάτων, άκουσε ο Λάμπης μια λεπτή φωνίτσα:

– Έι, ψιτ. Σε σένα μιλάω…

Από το βάθος της αίθουσας ερχόταν η φωνή. Τράβηξε κατά κει και μόνο τότε πρόσεξε ένα μικρό αγόρι να στέκεται ακίνητο, σφιχτοτυλιγμένο στην κάπα του, μ’ ένα σκυλάκι αγκαλιά.

Το άγαλμα κρύωνε πολύ, όχι απ’ το κρύο, όχι. Ο λόγος ήταν άλλος, πιο βαθύς. Νοσταλγούσε αθεράπευτα τη μακρινή πατρίδα του στη Μικρασία, στην άλλη, την αντίπερα όχθη του Αιγαίου.

– Σίγουρα είσαι ο Λάμπης εσύ!

– Ναι, ο Λάμπης είμαι, ο γιος του νυχτοφύλακα. Μα τ’ όνομά μου πού το ξέρεις;

– Σε περίμενα. Είχε δίκιο το γαλάζιο πουλί πως θα ’ρχόσουν. Ήρθες! Καλώς ήρθες!

– Το γαλάζιο πουλί; Ποιο πουλί; έκανε διπλά απορημένος ο Λάμπης.

Και του τα εξήγησε όλα το μικρό προσφυγάκι. Για το γαλάζιο πουλί του ’πε που βγάζει αληθινές τις πιο τρελές επιθυμίες. Του ’πε για την πατρίδα του στη Μικρασία. Και για την κυρία Γαλάτεια του ’πε, που είναι κι αυτή προσφυγοπούλα κι είναι τα μάτια της σαν τα νερά του Αιγαίου.

– Σ’ έβλεπα τόση ώρα, Λάμπη, ν’ αγγίζεις τ’ αγάλματα.

– Ναι. Μια μέρα θέλω να γίνω γλύπτης, προσφυγάκι μου, γι’ αυτό.

– Έλα, ακούμπησε κι εμένα, χάιδεψέ με.

– Αλήθεια το λες; Μπορώ; Το θέλεις; έκανε ο Λάμπης και το ’σφιξε όλο πεθυμιά στην αγκαλιά του.

Κι αφού χόρτασε χάδια το μικρό προσφυγάκι, είπε:

– Να παίξουμε τώρα, Λάμπη;

– Ναι, να παίξουμε. Πρώτη φορά θα παίξω με άγαλμα!

Κι έπαιξαν τρίλιζα, κι έπαιξαν αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα, κι ύστερα κρυφτό. Είχε και μπίλιες πολύχρωμες στην τσέπη του ο Λάμπης και μια σβούρα ξύλινη. Έπαιξαν μπίλιες, έπαιξαν και σβούρα. Κι αφού χόρτασε παιχνίδι το μικρό προσφυγάκι, είπε:

– Ξέρεις παραμύθια, Λάμπη; Πολύ μ’ αρέσουνε τα παραμύθια.

– Ξέρω… Μια φορά κι έναν καιρό…

Εκείνη τη νύχτα έγινε τρισευτυχισμένο το μικρό άγαλμα που κρύωνε.

 

Αγαπητά μας παιδιά,
τι θα γινόταν αν σε ένα Μουσείο ζωντάνευε ξαφνικά ένα άγαλμα;…  Αν ήσασταν και εσείς εκεί;… Αν ήταν το αγαπημένο σας;… Τι θα το ρωτούσατε;… Πως θα νιώθατε;… 

 Αν θέλετε μπορείτε και εσείς να “ζωντανέψτε”   ένα άγαλμα – έκθεμα από το Αλφαβητάρι των Μουσείων και να μας πείτε την ιστορία του…

 

2. Διαδραστικά παιχνίδια με εκθέματα Μουσείων…

 

ΒΡΕΣ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ… ΕΔΩ

 

ΑΓΑΛΜΑ: ΠΑΖΛ ΕΔΩ

 

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΔΩ

 

ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΟ ΕΔΩ

 

 

3. Online παιχνίδια Μουσείων

 

Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας – Online παιχνίδια  ΕΔΩ

 

Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού – Online παιχνίδια ΕΔΩ

 

Μουσείο Κυκλαδικής – Παίζοντας στο σπίτι ΕΔΩ

 

Μουσείο Ακρόπολης – Εκπαιδευτικό υλικό ΕΔΩ

 

Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο – Παιχνίδια ΕΔΩ

 

4. Μπροστά στις Καρυάτιδες, Ιωάννης Πολέμης

Μπροστά στις Καρυάτιδες,

τις μαρμαρένιες κόρες,
σταθήκαμε θαυμάζοντας

κι οι δυο μας ώρες κι ώρες.

Ακίνητα τα μάτια σου

έδειχναν κάποια λύπη
για κείνην που μας έκλεψαν

κι από τις άλλες λείπει
στην ξενιτιά, στη σκοτεινιά,

στα πέρατα του κόσμου…

Μα εγώ τις έβρισκα σωστές,

όλες σωστές εμπρός μου
κι έλεγα πως θα γύρισε

κι εκείνη από τα ξένα·
γιατί μετρούσα, αγάπη μου,

μαζί μ’ αυτές και σένα.

 

Συζητήστε με τους γονείς σας για την χαμένη κόρη,  την Καρυάτιδα, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.

 

4. Ο ευτυχισμένος γλεντζές

Ιστορία που γράφτηκε από τα παιδιά του 4ου Νηπιαγωγείου Καισαριανής στις 11/2/2020 με αφορμή τον δανεισμό της Μουσειοσκευής “Κυκλαδικός Πολιτισμός” από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

 

Μια φορά κι έναν καιρό, παραμονή πρωτοχρονιάς, ο κύριος Παπατσόγλου μαζί με την οικογένειά του, τους φίλους του και τους συγγενείς του, πήγαν στην ταβέρνα του κυρίου Μουστακαλάκη για να φάνε.

Φάγανε μπριζόλες και πατάτες τηγανητές και μόλις ήρθε ο καινούργιος χρόνος κόψανε τη βασιλόπιτα. Το φλουρί το κέρδισε ο κύριος Παπατσόγλου που πήρε δώρο και έναν φασουλή. Ύστερα γέμισαν τα ποτήρια με κρασί τα σήκωσαν ψηλά και ευχήθηκαν να περάσουν μια όμορφη, υπέροχη και πολύ καλή χρονιά.  Μετά σηκώθηκαν και χόρεψαν με τα φιλαράκια τους. Τα βιολιά έπαιζαν τραγούδια της πρωτοχρονιάς και τραγούδια για χορό. Αφού χόρεψαν αρκετά τραγούδια πήγαν στο σπίτι τους να κοιμηθούν.

Την άλλη μέρα – την πρωτοχρονιά- όλη η παρέα βρέθηκε πάλι σε ένα πανηγύρι στην εκκλησία που γιόρταζε ο Άγιος Βασίλης. Τραγούδησαν τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς -Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά…- και ύστερα οι μουσικοί έπαιξαν με τα βιολιά τους τραγούδια για να χορέψουν. Πέρασαν πάρα πολύ ωραία και χαρούμενοι και ευτυχισμένοι έφυγαν για τα σπίτια στους. Ο κύριος Παπατσόγλου για να θυμάται πόσο υπέροχα πέρασε αυτή την πρωτοχρονιά έφτιαξε ένα άγαλμα -τον γλεντζέ- και στόλισε το σπίτι του.

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 

5. Αγαλματάκια ακίνητα

Μπορείτε να παίξετε το παιχνίδι Αγαλματάκια ακίνητα. Βάλτε μουσική και παίξτε τα αγαλματάκια ακίνητα. Όταν η μουσική σταματήσει, όλοι μένουν ακίνητοι στη θέση τους σαν αγάλματα.

 

6. Φωνούλα Μ, μ, … όπως Μουσείο

Βίντεο: Ένα Γράμμα μια Ιστορία  – Γράμμα Μ: Η μικρή Μαϊμού (Μ) από την Εκπαιδευτική Τηλεόραση

 

Προσπαθήστε να βρείτε λέξεις που αρχίζουν από  Μ.

Με διάφορα υλικά που έχετε στο σπίτι σας (ζυμαρικά, οδοντογλυφίδες, καλαμάκια, όσπρια…)  σχεδιάστε το γράμμα Μ. 

 

7. Γλωσσοδέτης Μ,μ… όπως Μουσείο

Από το Αλφαβητάρι με γλωσσοδέτες του Ευγένιου Τριβιζά 

Ένας μυρμηγκοφάγος,

μα ποιος μυρμηγκοφάγος;

Ένας μυρμηγκοφάγος

που μαγειρεύει

ένα μικρούλικο μυρμήγκι.

 

 

 

Σαν σήμερα

27/5/1963: Δολοφονείται ο Γρηγόριος Λαμπράκης, βουλευτής.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση