Αρχική » ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ » Το δέντρο με τα αυγά

Το δέντρο με τα αυγά

Το δέντρο με τα αυγά
(Από τα «Παραμύθια και ιστοριούλες» Γ.Α. Βασδέκη – Εκδόσεις Δίπτυχο)

Η Άσπρη Κότα, η Ξανθιά Κότα και η Καφετιά Κότα φαίνονταν πολύ εκνευρισμένες σήμερα το πρωί. Κακάριζαν ακατάπαυστα και προχωρούσαν τρικλίζοντας ως την πόρτα της μάντρας. Πήγαιναν να βρουν το φίλο τους το Γιαννάκη.
Ο Γιαννάκης έπαιζε με τις μπίλιες του πάνω στο κατώφλι της πόρτας.
– Γιαννάκη, έμαθες τα νέα;
– Ποια νέα;
– Η καρακάξα μας διηγήθηκε πριν από λίγο πως φύτρωσε τούτη την άνοιξη, πάνω στο λόφο ένα δέντρο με αυγά.
– Ένα δέντρο με αυγά;
Ο Γιαννάκης απόρησε. Ποτέ δεν είχε ακούσει να μιλούν για κάτι παρόμοιο. Υπάρχουν δέντρα που δίνουν κεράσια, άλλα ροδάκινα, άλλα δαμάσκηνα, άλλα μήλα, αλλά ποτέ δεν είχε δει δέντρα που δίνουν αυγά.
– Σίγουρα είναι ψέματα. Θα πάω να δω.
Ανέβηκε πάνω στο λόφο και είδε ένα άσχημο δέντρο που ποτέ δεν είχε παρατηρήσει άλλη φορά ως τώρα. Τα φύλλα του έμοιαζαν με πράσινα φτερά όπως τα φτερά της ουράς του πετεινού και ήταν σκεπασμένο με λουλούδια που έμοιαζαν με κόκκινες φούντες.
Ο Γιαννάκης έμεινε με ανοιχτό το στόμα, γιατί δεν είχε δει ποτέ ένα τέτοιο δέντρο.
Ξαναγύρισε στη μάντρα για να βρει τις τρεις κότες που έκλαιγαν.
Αν αυτό το δέντρο δίνει αυγά, η νοικοκυρά δε θα μας έχει ανάγκη πια. Τέρμα οι γλυκές και ευγενικές λεξούλες που μας έλεγε: «Όμορφη κοτούλα μου», «Μικρή μου κοτούλα». Τέρμα οι καλοί σπόροι που μας έδινε το πρωί και το βράδυ. Τέρμα το απαλό άχυρο που έβαζε στη φωλιά και που ήταν πιο λεπτό και πιο μαλακό από τον αφρό. Τότε ίσως να μας ψήσει, αφού δε θα της χρησιμεύουμε σε τίποτα.
Και οι τρεις κοτούλες έκλαιγαν, έκλαιγαν ασταμάτητα.
– Κοτ, κοτ, κοτ, κοτ!
Πέρασαν δύο βδομάδες και ένα βράδυ που ο Γιαννάκης γύριζε από το σχολείο, πέρασε κοντά από το δέντρο και έμεινε βουβός από την έκπληξη. Το δέντρο ήταν σκεπασμένο με ωραία αυγά, όπως τα αυγά που έβρισκε κάθε μέρα μέσα στη φωλιά του κοτετσιού. Ήταν λοιπόν αλήθεια, ήταν ένα δέντρο με αυγά.
Αυτός που αγαπούσε πολύ τα αυγά: τα αυγά μελάτα, τα τηγανητά αυγά, τα καλοβρασμένα αυγά, τις ομελέτες, έλεγε μέσα του πως ήταν πολύ τυχερός, γιατί η μαμά του θα του ετοίμαζε περισσότερα αυγά. Σκέφτηκε όμως και τις τρεις κοτούλες και ξαναγύρισε γρήγορα στη μάντρα. Τις ξαναβρήκε στο βάθος της αυλής, πλαγιασμένες πάνω στο χώμα, με μάτια δακρυσμένα, με το λειρί πεσμένο. Φαίνονταν καταλυπημένες. Μόλις είδαν το Γιαννάκη, τον ρώτησαν:
– Λοιπόν; Είδες αυτό το δέντρο που θα μας αντικαταστήσει;
– Ναι, το είδα. Μα δεν πρέπει ν’ ανησυχείτε έτσι. Ίσως τα αυγά του να μην είναι τόσο καλά και τόσο νόστιμα όσο τα δικά σας!
– Ω! φοβούμαστε πάρα πολύ μήπως μας ψήσει. Τότε, θα φύγουμε.
Ο Γιαννάκης ήταν πολύ λυπημένος. Οι κοτούλες ήταν φίλες του. Του έδιναν τα νόστιμα φρέσκα
αυγά τους, κι αυτός τους έδινε ψίχουλα ή σπόρους. Η αυλή του αγροκτήματος θα ήταν πολύ θλιβερή όταν δε θ’ ακουγόταν η φωνή τους.
– Κοτ, κοτ, κοτ, κοτ!
Έπρεπε να βρει κάτι.
Ο Κυβερνήτης της χώρας ήταν ένας πελώριος γίγαντας που κατοικούσε μέσα σε μια σπηλιά πάνω στο βουνό. Έπρεπε να εγκαινιάσει το δέντρο με όλη την κυβέρνησή του: τους υπουργούς, τους βουλευτές. Θα ήταν εκεί και μουσικοί και χορεύτριες.
Είχαν κιόλας τοποθετήσει κάτω από το δέντρο την εξέδρα, όπου θ’ ανέβαινε ο γίγαντας για το λόγο και τις καρέκλες για να καθίσουν όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
Η τελετή έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα που ήταν Κυριακή.
Ο Γιαννάκης σκαρφάλωσε στη σοφίτα και από το στρογγυλό φεγγίτη, κάλεσε την καρακάξα.
– Ε! πολυλογού, σε χρειάζομαι. Αν δε με βοηθήσεις, φοβάμαι πολύ πως θα σκοτώσουν την άσπρη Κοτούλα, την Ξανθιά Κοτούλα και την Καφετιά Κοτούλα.
– Ω! δε θα ήθελα να το δω αυτό. Είναι τόσο ευγενικές. Μου άφηναν πάντοτε λίγους σπόρους ή λίγο ζυμάρι μέσα στη σκάφη. Τι πρέπει να κάνω;
– Αύριο, όταν θα δεις την πομπή να φτάνει, θα ‘ρθεις κοντά μου. Θα σου δώσω την πιπεριέρα, θα την πάρεις στο ράμφος σου και θα πας και θα την κουνήσεις κοντά στη μύτη του γίγαντα.
– Σύμφωνοι, θα διασκεδάσουμε και θα γελάσουμε πολύ.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο Γιαννάκης έκρυψε τις κότες του στη σιταποθήκη. Έπειτα πήγε στην κουζίνα και από το ράφι με τα μπαχαρικά, πήρε την πιπεριέρα.
Η καρακάξα ήρθε μπροστά στην πόρτα κι εκείνος της την έδωσε. Αμέσως, πέταξε πάνω από την εξέδρα όπου ο γίγαντας ετοιμαζόταν να βγάλει το λόγο του.
Καθώς άρχισε να λέει:
– Κυρίες, κύριοι, και αγαπητοί συμπολίτες…, η πονηρή του τίναξε πιπέρι κάτω από τη μύτη κι εκείνος άρχισε να φταρνίζεται.
Θεέ μου! Ποτέ δεν είχε ακουστεί ένα τέτοιο φτέρνισμα. Αυτό το «Αψού» αντιλάλησε από βουνό σε βουνό και προκάλεσε μια τέτοια βροντή και έναν τέτοιο ανεμοστρόβιλο, που τα καπέλα των μουσικών πέταξαν στον αέρα, οι χορεύτριες με τις ανασηκωμένες φούστες τους έμοιαζαν με αλεξίπτωτα και, ξαφνικά όλα τ’ αυγά του δέντρου έπεσαν κάτω και έσπασαν, άλλα πάνω στο κεφάλι του γίγαντα και των μουσικών και άλλα πάνω στα κεφάλια όλων των ανθρώπων που ήταν εκεί.
Κι έτσι έγινε η πιο μεγάλη ομελέτα στον κόσμο.
Οι κοτούλες ξαναγύρισαν στο κοτέτσι τους και έζησαν πάλι ήσυχες, γιατί ο γίγαντας θυμωμένος διάταξε να κόψουν το δέντρο με τα αυγά.


Αν είχατε ένα μαγικό αυγό τι θα του ζητούσατε;…
Μπορείτε να ζωγραφίσετε το δικό σας μοναδικό μαγικό αυγό!

Σαν σήμερα

28/4/1928: Η πόλη της Κορίνθου, που καταστράφηκε από τον τρομερό σεισμό της 23ης Απριλίου, κατεδαφίζεται ολόκληρη για να ανοικοδομηθεί από την αρχή

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση