Για τους γονείς

6. Τι είναι η Συμβουλευτική Γονέων και πώς βοηθάει; / Βάλια Μαστοροδήμου

Η Συμβουλευτική Γονέων είναι μία εξειδικευμένη υπηρεσία, που στόχο έχει να υποστηρίξει τους γονείς στο ρόλο τους και έτσι να συμβάλει στην πιο ικανοποιητική οικογενειακή ζωή και την ενίσχυση της αίσθησης ασφάλειας του παιδιού.

Στο ρόλο του γονιού, ο καθένας και η καθεμία υπάρχει και εξελίσσεται με βάση όλες τις πλευρές που φέρει συνολικά ως άνθρωπος. Όταν γίνεται κανείς γονιός και σε όλη τη διαδρομή του μεγαλώματος του παιδιού/των παιδιών, αναμοχλεύονται εμπειρίες, μνήμες και συναισθήματα από όταν ο ίδιος/η ίδια ήταν παιδί. Ένα ευρύ συναισθηματικό ρεπερτόριο: ζεστασιά, εμπιστοσύνη, φόβοι, πρώιμες δικές τους εγγραφές για το πώς σχετιζόμαστε, πεποιθήσεις, προσδοκίες, εντολές που έλαβαν στην παιδική τους ηλικία. Όλα αυτά υπεισέρχονται στη σχέση με το παιδί τους και μπορεί να ευνοούν ή να δυσχεραίνουν κάποιες φορές την επαφή.

Ακόμα, στη γονεϊκότητα αποτυπώνεται και δοκιμάζεται η σχέση του ζευγαριού. Πώς οι ίδιοι σχετίστηκαν και σχετίζονται, πώς στηρίζουν ή όχι ο ένας τον άλλον, πώς μοιράζουν ευθύνες, πώς βιώνουν τη χαρά, πώς θέτουν στόχους και αποφασίζουν για όλη την οικογένεια, πώς βιώνουν και διαχειρίζονται τα εμπόδια; Αν η συντροφική σχέση δεν είναι ικανοποιητική, μπορούν να διαχειριστούν το ότι πρόκειται δια δύο σχέσεις (συντροφική, γονεϊκή) και να λειτουργήσουν καλά ως γονείς;

Αυτά είναι κάποια ερωτήματα που απασχολούν τις διαδικασίες Συμβουλευτικής Γονέων. Διερευνώντας τα, βλέπουμε ότι η προσωπική και η οικογενειακή ιστορία του κάθε γονιού καθορίζει πολλές από τις πλευρές αυτές, και έτσι υπάρχει η ανάγκη να επεξεργαστούν αυτά τα δικά τους κομμάτια.

Μέσα στις διαδικασίες της Συμβουλευτικής, μέσα από την πραγμάτευση όσων προαναφέρθηκαν, εντοπίζουμε και πλαισιώνουμε τις δυνατές πλευρές κάθε γονιού και οικογένειας και κατανοούμε τα βαρίδια που υπεισέρχονται στο μεγάλωμα του παιδιού, ώστε να γίνεται εφικτή η κατάλληλη για την κάθε οικογένεια αλλαγή.

Ας μείνουμε στο «κατάλληλη για κάθε οικογένεια αλλαγή», για να αποσαφηνίσουμε κάτι. Στη Συμβουλευτική δε δίνουμε μία λίστα οδηγιών που συνέταξαν κάποιοι γνώστες «δια πάσαν νόσον». Καλώς ή κακώς, τέτοιες λίστες δεν υπάρχουν, ακριβώς γιατί η προσωπική και οικογενειακή ιστορία του καθένα διαφέρει. Αυτό που κάνουμε είναι να βλέπουμε πώς και σε ποια στιγμή οι επιστημονικές αρχές και κατευθύνσεις μπορούν να βοηθήσουν την κάθε οικογένεια.

Έτσι, οι γονείς μέσα από τη Συμβουλευτική υποστηρίζονται, λαμβάνουν οι ίδιοι/ες φροντίδα που έχουν ανάγκη, πλαισιώνονται στις συνειδητοποιήσεις τους, στις αποφάσεις τους, στο πώς επεξεργάζονται κρίσεις και εμπόδια, στο πώς ενδυναμώνουν τα λειτουργικά και ευχάριστα κομμάτια της οικογενειακής τους ζωής. Έτσι, μπορούν να διαμορφώνουν ένα καλό, ασφαλές συναισθηματικό κλίμα εντός της οικογένειας, που αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη όλων. Έτσι, φροντίζουν τα παιδιά, τους εαυτούς τους και συνολικά την οικογένεια.

Βάλια Μαστοροδήμου
Ψυχολόγος MSc
Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία ενηλίκων, παιδιών, εφήβων, οικογένειας
Facebook page: https://www.facebook.com/ValiaEnDynamei

Πίνακας:
– Frida Kahlo, My Grandparents My Parents and I (Family Tree), 1936

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Νεολόγο Αττικής

5. Παιχνίδι με τα παιδιά: όταν οι γονείς «μπλοκάρουν» / Βάλια Μαστοροδήμου

Όταν γονείς και παιδιά παίζουν μαζί, προκύπτουν σημαντικά οφέλη για το κάθε μέλος ξεχωριστά και για την οικογένεια ως σύνολο.

Ποια είναι τα οφέλη;

– Ειδικά τα παιδιά: συνδέονται και επικοινωνούν, βιώνουν το ενδιαφέρον και την προσοχή των γονιών, καλλιεργούν ενδιαφέροντα και δεξιότητες (π.χ. καλλιτεχνική ενασχόληση, συνεργασία, μάθηση κ.ο.κ.), απολαμβάνουν τη διαδικασία, βιώνουν μεγάλη γκάμα συναισθημάτων μέσα σε ένα ασφαλές για αυτά πλαίσιο (αφού οι γονείς είναι παρόντες), εκφράζονται, εξασκούνται στην εύρεση τρόπων να ξεπερνάνε εμπόδια.

– Οι γονείς χαίρονται οι ίδιοι την όλη συνθήκη και συνδέονται βαθύτερα με τα παιδιά τους. Επιπλέον, μία σημαντική παράμετρος είναι ότι επιτρέπουν στο «εσωτερικό παιδί» τους να δράσει με χαλαρότητα, άνεση και τρυφερότητα που ίσως δεν έχουν σε άλλα πεδία της ζωής τους· ακόμα, μπορεί το παιχνίδι με τα παιδιά να είναι μία καλή επανορθωτική – «θεραπευτική» εμπειρία για έναν ενήλικα που υπήρξε ένα πληγωμένο ή καταπιεσμένο παιδί.

– Η οικογένεια συνδέεται, λειτουργεί ως ομάδα, αποκρυσταλλώνει ρόλους και σχέσεις, βιώνει και επεξεργάζεται συναισθήματα, έχει ευχάριστες κοινές στιγμές.

————————

Τι γίνεται, όμως, όταν κάποιος γονιός ναι μεν έχει τη διάθεση, μα δεν μπορεί αυθόρμητα να ξεκινήσει / να συμμετάσχει στα παιχνίδια, όταν στερεύει από ιδέες και όταν κουράζεται ή βαριέται;

Για κάποιους ενήλικες το να παίξουν είναι μία απλή διαδικασία, μπαίνουν σε αυτήν άνετα, αξιοποιούν τη φαντασία τους και το απολαμβάνουν. Για άλλους τα πράγματα είναι διαφορετικά: για ποικίλους λόγους, κάτι τους κρατάει και μπλοκάρουν ή δεν ξέρουν πώς να παίξουν ή ίσως κουράζονται.

Κάτι τέτοιο συχνά κάνει το γονιό να νιώθει ενοχικά – και να μπλοκάρει ακόμα περισσότερο.

Τι μπορούμε να κάνουμε τότε;

Σίγουρα, όχι να «μαλώσουμε» το γονιό που μπλοκάρει (όπως δε μαλώνουμε και τα παιδιά, όταν μπλοκάρουν). Μπορεί να είναι πραγματικά βοηθητικό για το γονιό το να διερευνήσει αυτό του το μπλοκάρισμα, ώστε να δώσει ευκαιρίες στον εαυτό του να αφήνεται περισσότερο γενικά στη ζωή του και να χαίρεται.

Ας δούμε, όμως, ταυτόχρονα και πώς μπορεί με μικρές κινήσεις να ξεπερνά αυτό το μπλοκάρισμα.

Το πιο βασικό να θυμόμαστε: για τα παιδιά παιχνίδι μπορεί να γίνει το οτιδήποτε! Αρκεί να νιώθουν ότι ο γονιός είναι εκεί και κάνουν μαζί κάτι με διάθεση να διασκεδάσουν.

Έτσι, οι γονείς μπορούν να μετατρέψουν σε παιχνίδι τις δραστηριότητες που είναι για τους ίδιους/τις ίδιες απολαυστικές ή και ρουτίνα: μαγείρεμα, μαστορέματα, διάβασμα, ψώνια, ένας καφές, γυμναστική, μουσική και γενικά ό,τι όντως αρέσει στον καθένα/την καθεμία. Ένα παιχνίδι ρόλων – που πολύ αγαπούν τα παιδιά – μπορεί να γίνει με τα πιο απλά υλικά που ήδη υπάρχουν στο σπίτι και με τους πλέον καθημερινούς διαλόγους.

Δηλαδή, το παιχνίδι με τα παιδιά δεν απαιτεί από τους γονείς να γίνονται φοβεροί παραμυθάδες, χειροτέχνες, σκηνοθέτες και αεικίνητοι αθλητές με ανεξάντλητη φαντασία· προϋποθέτει μόνο να είναι παρόντες/ούσες και με παιγνιώδη διάθεση.

Πότε χαλάει το παιχνίδι; Όταν μπαίνουν στη μέση η επίκριση, ο έλεγχος για γνώσεις και δεξιότητες, ο διδακτισμός: π.χ. «το κάστρο που έφτιαξες μπατάρει, πρέπει να το κάνεις αλλιώς, κοίτα εδώ» ή «για μοίρασε τα Χ κοχύλια που μαζέψαμε δια τα μέλη της οικογένειάς μας» κ.ο.κ.

Βάλια Μαστοροδήμου
Ψυχολόγος MSc
Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία ενηλίκων, παιδιών, εφήβων, οικογένειας
Facebook page: https://www.facebook.com/ValiaEnDynamei

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Νεολόγο Αττικής

4. Οι διαγνώσεις δυσκολιών στα παιδιά: πώς να υποστηρίζεται ολόπλευρα η οικογένεια/Βάλια Μαστοροδήμου

Οι διαγνώσεις/αξιολογήσεις των παιδιών για αναπτυξιακές διαταραχές και μαθησιακές δυσκολίες απασχολούν όλο και περισσότερο τις οικογένειες στη σύγχρονη Ελλάδα.

Με αρκετά ερωτήματα να εγείρονται λόγω του πλήθους αυτών των διαγνώσεων, στο άρθρο αυτό ας επιχειρήσουμε να δούμε τι σηματοδοτεί η διάγνωση/αξιολόγηση για την οικογένεια.

Οι «μαθησιακές δυσκολίες» είναι μία κατηγορία διαγνώσεων την οποία συναντάμε πολύ συχνά. Ένα ερώτημα που απασχολεί θεραπευτές, δασκάλους, γονείς είναι το γιατί τόσες διαγνώσεις; Επίσης, τι σημαίνει π.χ. για ένα νηπιάκι η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) ; Ας αναρωτηθούμε σχετικά:

  • Οι απαιτήσεις/υποχρεώσεις τη σχολικής ζωής σε ποια ηλικία ξεκινάνε; Μήπως είναι πρώιμα; Είναι έτοιμο το παιδί π.χ. στο α’ τρίμηνο της Β’ δημοτικού να έχει μάθει την προπαίδεια; Στο νηπιαγωγείο αγγλικά; Ο παιδικός εγκέφαλος αναγκάζεται να κάνει πολύ βαθιά βουτιά πολύ νωρίς – και, ενώ ο εγκέφαλος είναι ένα εκπληκτικό «πολυεργαλείο» με άπειρες δυνατότητες, απαιτεί σεβασμό στους ρυθμούς του και κατάλληλους τρόπους, διαφορετικά κάπου «μπλοκάρει».
  • Ποιος είναι ο τρόπος ζωής των οικογενειών στις σύγχρονες (δυτικές) κοινωνίες; Μπορούν τα παιδιά στη νηπιακή και σχολική ηλικία να κινούνται και να παίζουν ελεύθερα; Ή μήπως συμπιέζονται αρκετά στο πλαίσιο ζωής που αναγκαστικά έχει μία σύγχρονη οικογένεια (μειωμένος ελεύθερος χρόνος, περιορισμένος φυσικός χώρος) ; Μήπως έτσι η φυσική τους τάση για κίνηση και ενεργητική σωματική δραστηριότητα περιορίζεται και τότε ψάχνει αγωνιωδώς τρόπους να εκδηλωθεί;

Αν αναλογιστούμε κάποια τέτοια ερωτήματα, βλέπουμε ότι η πραγματικότητα σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ πλούσια και ότι κάποιες φορές οι διαγνωστικές κατηγορίες των μαθησιακών δυσκολιών και της ΔΕΠΥ σε κάποιες περιπτώσεις επικαλύπτονται με αυτά τα δεδομένα και ίσως ιατρικοποιούν αυτήν την πιο πλούσια πραγματικότητα[1].

Άρα τι; Να μην υποστηρίξουμε το παιδί; Τουναντίον, αυτές είναι παράμετροι που συνυπολογίζουμε στη θεραπεία, στοχεύοντας όχι απλά στην «επιδιόρθωση» της συμπεριφοράς που φαίνεται δυσλειτουργική (π.χ. ΔΕΠΥ), μα στην κατανόησή της, στην επεξεργασία του συναισθήματος του παιδιού και στο να το βοηθήσουμε να ανοιχτεί σε άλλες επιλογές πιο βοηθητικές για το ίδιο.

Πώς βιώνει η οικογένεια τη «διάγνωση»;

Ας δούμε τώρα τι σηματοδοτεί μία «διάγνωση» για το παιδί και την οικογένεια.

Πρώτα, για το παιδί έχουν προϋπάρξει της διάγνωσης δυσχέρειες που μπορεί να το έχουν εμποδίσει πρακτικά και πονέσει ψυχικά. Έπειτα, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα το πώς έχει βιώσει την ίδια τη διαδικασία των αξιολογήσεων: ακόμα σε ένα ανθρώπινο πλαίσιο/δομή, μπορεί να είναι αγχογόνα και πιεστική διαδικασία. Στη συνέχεια, εφόσον το παιδί μπει σε διαδικασία θεραπειών, αυτό του δημιουργεί απορίες (π.χ. «γιατί εγώ κάνω θεραπεία και οι συμμαθητές μου όχι;») και απαιτεί από αυτό να δώσει χρόνο και να καταβάλει προσπάθεια – συχνά μεγάλη και κοπιαστική.

Οι γονείς; Παρατηρώντας αρχικά την όποια δυσχέρεια του παιδιού, κατακλύζονται από ανησυχία, ίσως και φόβο, συχνά πλάθουν πολλά σενάρια, ιδιαίτερα δυσμενή. Αναρωτιούνται για το ποια είναι η κατάλληλη διαδικασία, ποιος είναι κατάλληλος για να τους βοηθήσει. Ξεκινώντας τη διερεύνηση, μπαίνουν σε μία σειρά διαδικασιών ανοίκειων – που μπορεί κάποιες φορές και σε κάποιες δομές να μην είναι user’s friendly. Αναμετριούνται με ερωτήματα όπως: πώς να επιλέξουμε το κατάλληλο θεραπευτικό πλαίσιο; Με τι κριτήρια; Ποιον να εμπιστευτούμε; Το κόστος των θεραπειών είναι σημαντικό. Απαιτείται και από τους ίδιους να δίνουν χρόνο, να συνδυάζουν τη μετακίνηση στο θεραπευτικό χώρο με την εργασία τους κ.ο.κ.

Σε ψυχικό επίπεδο, επίσης, επεξεργάζονται ζητήματα πολλά και δύσκολα. Όλοι οι γονείς, από την πρώτη στιγμή που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί κιόλας, κάπως το φαντάζονται – τι σημαίνει μία «διάγνωση» σε σχέση με τον τρόπο που είχαν φανταστεί το παιδί τους; Πώς το παιδί βιώνει τη συνθήκη; Μήπως ταλαιπωρείται; Μήπως αυτοί έφταιξαν σε κάτι; Αν υπάρχουν άλλα παιδιά, πώς το ζουν αυτά; Μήπως τα παραμερίζουν; Ερωτήματα τα οποία είναι σύμφυτα με τη γονεϊκότητα και που αξίζει να βρίσκουν το χώρο να μιλιούνται: ανάμεσα στο ζευγάρι, με άλλα πρόσωπα εμπιστοσύνης, σε διαδικασίες Συμβουλευτικής γονέων, εφόσον τις επιλέγει κάποιος/α.

Θεραπευτικές κατευθύνσεις

Σε θεραπευτικό επίπεδο, συχνότερο μοντέλο σε περιπτώσεις μαθησιακών δυσκολιών ή ΔΕΠ-Υ είναι η διεπιστημονική προσέγγιση. Η ενδυνάμωση και η κινητοποίηση, η ενίσχυση της θετικής προοπτικής και των υπαρκτών δυνατοτήτων των παιδιών, αποτελεί κοινό τόπο για τους θεραπευτές – ακριβώς γιατί συχνά πλευρές/φάσεις των θεραπειών μπορεί να γίνονται αρκετά απαιτητικές, να επισύρουν καταβολή μεγάλου κόπου και να ενυπάρχει το ρίσκο της απογοήτευσης και της απόσυρσης του παιδιού.

Ταυτόχρονα, αντιλαμβανόμαστε ότι για το παιδί όλη αυτή η διαδικασία στην οποία έχει μπει, σηματοδοτεί έντονες ψυχικές διεργασίες: παράπονο, θλίψη ή/και θυμό, απογοήτευση, πληγή από πιθανό στιγματισμό και θέματα που ανακύπτουν στην επαφή με συνομηλίκους. Αυτά συνθέτουν ένα ψυχικό περιβάλλον που υπερβαίνει το πλαίσιο της εκάστοτε «διάγνωσης».

Έτσι, είναι ένα κεντρικό ζητούμενο να πλαισιωθεί το κάθε παιδί κατάλληλα ώστε αρχικά να νιώσει ότι μπορεί να εκφράσει, να κατανοήσει και άρα να αντέξει τα δυσφορικά συναισθήματα που βιώνει. Άλλωστε, είναι από τους πλέον σημαντικούς στόχους του τι μπορούμε να κάνουμε οι ενήλικες για τα παιδιά: η βοήθεια στη ρύθμιση των συναισθημάτων τους (π.χ. με το καθρέφτισμα, ονοματίζοντας για τα παιδιά αυτά που τους είναι πολύ χαοτικά και αγχογόνα, δίνοντας χώρο και επιτρέποντας να βιώσουν μία πλούσια γκάμα συναισθημάτων).

Συνάμα, είναι σημαντικό να συμβάλλουμε στην ενδυνάμωση των παιδιών. Έτσι, μαζί με το να δίνουμε χώρο στα δυσφορικά συναισθήματα, είναι σημαντικό να ακούμε και να ενισχύουμε τις πλευρές των δυνατοτήτων, των ταλέντων, της συναισθηματικής ασφάλειας. Αυτές οι πλευρές υπάρχουν στον ψυχισμό του παιδιού και εμείς μπορούμε να τις υπογραμμίζουμε και έτσι να αποτελούμε «φωνές» ενδυναμωτικές, καθώς και με το να βοηθάμε το παιδί να τις κατανοήσει, να δει τι το βοηθάει να τις φέρνει στο προσκήνιο, πώς μπορεί να τις εμπλουτίσει και να τις αναδείξει με τον καταλληλότερο για εκείνο τρόπο.

Οι γονείς καλούνται να συμμετάσχουν στην όλη θεραπευτική διαδρομή του παιδιού. Συχνά πρέπει να κάνουν ασκήσεις, π.χ. λογοθεραπείας, στο σπίτι με τα παιδιά.

Παράλληλα, είναι ιδιαίτερα βοηθητικό για όλο το οικογενειακό σύστημα -άρα και για το παιδί που ακολουθεί θεραπευτικές διαδικασίες- να υποστηρίζονται και οι ίδιοι στο ρόλο τους. Τα συναισθήματα των γονέων, οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια (με παιδιά, παππούδες, ανάμεσα στο ζευγάρι) αποτελούν σημεία του πλέγματος της οικογενειακής ζωής και για αυτό αξίζει να τα επεξεργαζόμαστε. Στη γονεϊκότητα έρχονται να ανακινηθούν βιώματα, συναισθήματα, ανάγκες από όταν οι γονείς υπήρξαν παιδιά, αναδύονται ανησυχίες πρωτόγνωρες, η σχέση του ζευγαριού επηρεάζεται. Είναι κομμάτια που επιδρούν στην οικογενειακή ζωή.

Στόχος είναι μέσα από την επεξεργασία αυτών των κομματιών, οι γονείς να υποστηρίζονται στις αποφάσεις τους, στις κρίσεις, στην προαγωγή των ικανοποιητικών πλευρών της οικογενειακής ζωής. Στόχος, ταυτόχρονα, είναι και η δική τους ανακούφιση εν τω μέσω καταστάσεων που προκαλούν πόνο, ανησυχία και είναι ιδιαίτερα απαιτητικές.

Βάλια Μαστοροδήμου
Ψυχολόγος MSc – Ψυχοθεραπεύτρια
valiamast@gmail.com
https://www.facebook.com/ValiaEnDynamei

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Νεολόγο Αττικής

3. Σχολική ηλικία: ψυχοκοινωνικές παράμετροι και μάθηση /Βάλια Μαστοροδήμου

Πίνακας: Norman Rochwell, “Happy Birthday, Miss Jones (school teacher)”, 1956

Η έναρξη της σχολικής ζωής του παιδιού αναδεικνύεται σε περίοδο μείζονος σημασίας, τόσο για το ίδιο όσο και για την οικογένεια.

Σύμφωνα με τη θεωρία ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Έρικ Έρικσον, στη σχολική ηλικία (περίπου 6-12 έτη), το παιδί, ανακαλύπτει τα δικά του ενδιαφέροντα και συνειδητοποιεί ότι είναι διαφορετικό από τους άλλους. Θέλει να καταλάβει αν και να δείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει σωστά.

Αν λάβει αναγνώριση, επιβράβευση («ψήφο εμπιστοσύνης)) από τους γονείς, τους δασκάλους και τους συνομηλίκους, το παιδί προσπαθεί, φροντίζει τις υποθέσεις του, έχει στόχους. Αν λάβει αρνητικά σχόλια, διαμορφώνει μία αυτοεικόνα υποτιμημένη και δε βρίσκει κίνητρα {1}.

Τα παιδιά διαμορφώνουν την αίσθηση του εαυτού μέσα από το καθρέφτισμα των γονιών. Αργότερα, αυτό εμπλουτίζεται από σημαντικούς άλλους, όμως παραμένει καθοριστικό αυτό των γονιών.

Σε αυτήν την περίοδο, σιγά-σιγά αλλάζει και ο τρόπος που σχετίζονται με τα άλλα παιδιά: παίζουν σε μεγαλύτερες ομάδες, δε ζητούν τη βοήθεια των ενηλίκων για να διευθετήσουν διαμάχες (γεγονός του οποίου η αποδοχή και διαχείριση συχνά αποτελεί στοίχημα για τους γονείς).

Τότε συντελείται και η τεράστια μετάβαση: η είσοδος και η πρώτη διαδρομή στη μάθηση. Πλέον το παιδί ξεκινάει να κάνει συγκεκριμένες νοητικές ενέργειες: συνδυάζει, ξεχωρίζει, οργανώνει, μετασχηματίζει στο μυαλό του. Δεν μπορεί, όμως, ακόμα να επεξεργαστεί αφηρημένες έννοιες.

Ας δούμε ένα κυρίαρχο ζήτημα αυτής της περιόδου: πώς μαθαίνουν τα παιδιά;

Όλα τα παιδιά έχουν τη φυσική περιέργεια της μάθησης. Σε αυτήν τη φάση, η μάθηση οργανώνεται σε θεσμικό σύστημα. Ένας από τους μεγαλύτερους αναπτυξιακούς ψυχολόγους, ο Λεβ Βιγκότσκυ, έδινε την προτεραιότητα στο πώς οργανώνεται κοινωνικά η μάθηση: τι δασκάλους, τι σχολικό σύστημα θα συναντήσει το παιδί;

Αυτό γιατί οι ποιότητες της κοινωνικής οργάνωσης της μάθησης και των εμπειριών που το παιδί βιώνει σε αυτήν τη διαδρομή του, μπορεί να το βοηθήσουν να προαγάγει αυτήν την έμφυτη τάση ή να το παρεμποδίσουν. Για αυτό, έχει σημασία να εξετάζουμε τι αναστέλλει σε κάθε παιδί αυτήν τη φυσική τάση και τι την ωθεί.

Τι την ωθεί; Η συναισθηματική σύνδεση. Το παιδί αγαπάει τη γνώση, εμπνέεται και προχωράει ικανοποιητικά, αν αγαπήσει το δάσκαλο και αν εμπνευστεί από το γονιό, καθώς και αν νιώσει ότι κάτι κερδίζει το ίδιο (άρα όχι «επειδή πρέπει», γιατί άλλωστε σε αυτήν την φάση το παιδί δεν αντιλαμβάνεται καν την έννοια του καθήκοντος).

Ας αναλογιστούμε την καθημερινότητα των παιδιών αυτής της ηλικίας, για να δούμε τι αναστέλλει αυτήν την φυσική περιέργεια για τη γνώση. Εδώ και χρόνια, η σχολική ύλη «κατεβαίνει» τάξεις και τα παιδιά καλούνται πολύ πρώιμα να μάθουν/αποστηθίσουν/κατανοήσουν διδακτική ύλη που δεν ανταποκρίνεται στις δυνατότητες της ηλικίας τους. Συνάμα, βλέπουμε συχνά τα παιδιά να έχουν πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες που τα κρατούν διαρκώς απασχολημένα, σε κίνηση, και έτσι να μη ..βαριούνται.

Πίνακας: Norman Rochwell, “Happy Birthday, Miss Jones (school teacher)”, 1956

Ας σκεφτούμε, μπορούν αυτά τα παιδιά να αντέξουν την εκπαιδευτική διαδικασία που απαιτεί χρόνο; Σε αυτό το σημείο μπαίνει και το ζήτημα των οθονών, που έχουν «εξιτάρισμα», διάδραση, εντυπωσιακή ροή εικόνων κ.ο.κ. Μόνο ένα πολύ συναρπαστικό σχολείο μπορεί να κερδίσει το ενδιαφέρον του παιδιού, ως «αντίβαρο» σε αυτήν την εμπειρία του.

Παράλληλα, οι γονείς έχουν να συμβάλλουν και μέσα από ένα μεγάλο προσωπικό στοίχημα: να εμπιστευτούν τους δασκάλους, για να το καθρεφτίσουν στα παιδιά και να νιώσουν εκείνα ασφαλή και εμπνευσμένα.

Οι γονείς μπορούν να συνοδοιπορούν ικανοποιητικά, αν αναστοχάζονται το τι δικό τους διεγείρεται (π.χ. ένας γονιός που ο ίδιος έχει υπάρξει συνεπής και υπάκουος ως παιδί πώς νιώθει όταν το παιδί του δε συγκεντρώνεται;) και έχοντας το βλέμμα στην ανάγκη του παιδιού για όποια τους παρέμβαση.

Βάλια Μαστοροδήμου
Ψυχολόγος MSc – Ψυχοθεραπεύτρια
valiamast@gmail.com
https://www.facebook.com/ValiaEnDynamei

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Νεολόγο Αττικής

 

2. Ασφαλής και Μη-Ασφαλής Συναισθηματικός Δεσμός / Βάλια Μαστοροδήμου

Είδαμε, ήδη, ότι η θεωρία του Συναισθηματικού Δεσμού αναφέρεται στη σχέση του βρέφους με τον πρωταρχικό φροντιστή του (τη μητέρα συχνότερα) και με τους άλλους ανθρώπους που το φροντίζουν.

Η ανταποκρισιμότητα στις ανάγκες του βρέφους τού δημιουργεί το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης ότι οι άλλοι είναι εκεί για αυτό.

Έτσι, διαμορφώνεται σιγά-σιγά η βάση για τη συναισθηματική του ανάπτυξη και την όλη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Μία ασφαλής βάση τού δίνει τη δυνατότητα να ρυθμίζει τα συναισθήματά του και να προχωρήσει στην εξερεύνηση του κόσμου. Τα ερευνητικά και κλινικά δεδομένα δείχνουν, επίσης, ότι τα παιδιά με ασφαλή συναισθηματικό δεσμό αναπτύσσουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση, διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα το στρες, συνδέονται καλύτερα με τους άλλους στην παιδική, την εφηβική και την ενήλικη ζωή τους.

Amanda Greavette

Ήδη από τις πρώτες κλινικές έρευνες της Mary Ainsworth, φάνηκε ότι η μητρική φιγούρα στις περιπτώσεις ανάπτυξης ασφαλούς δεσμού ήταν συναισθηματικά διαθέσιμη, ζεστή και με ανταπόκριση προς το βρέφος. Έτσι, εκείνο είχε εμπιστοσύνη στην ικανότητα της μητέρας/του γονιού/του φροντιστή να διαχειρίζεται τα συναισθήματα και μπορούσε να τα εκφράζει όλα, χωρίς να καταπιέζει τα δυσφορικά/αρνητικά.

Οι ίδιες έρευνες αποκάλυψαν και δύο άλλους τύπους αλληλεπίδρασης, δύο τύπους μη ασφαλούς δεσμού.

– Αποφευκτικός δεσμός: Αυτά τα βρέφη μοιάζουν αδιάφορα προς τη μητέρα, σα να μην τα αφορά αν είναι παρούσα ή όχι και, αν αυτή φύγει και επιστρέψει, μπορεί να την αποφεύγουν. Αυτή η συναισθηματική αποφυγή και απόσταση γίνεται ο τρόπος τους να υπάρχουν στον κόσμο και αργότερα: γίνονται άκαμπτα, δε συνδέονται, κάποιες φορές εχθρικά και επιθετικά. Παραιτούνται ή μουτρώνουν, όταν προσπαθούν να επιλύσουν κάποιο πρόβλημα. Οι μητέρες/γονείς/φροντιστές εδώ βιώνουν δυσφορία και θυμό (γενικά και προς το βρέφος), δεν είναι ανθεκτικές και κάποιες φορές είναι τιμωρητικές.

Τα παιδιά καταπνίγουν τα συναισθήματά τους, προκειμένου να μην απορριφθούν από εκείνη/τους γονείς/το φροντιστή και να μείνουν κοντά τους. Παύουν να αποζητούν βοήθεια.

– Αμφιθυμικός δεσμός: Αυτά τα βρέφη δεν ανακουφίζονται εύκολα. Στη διάρκεια του παιχνιδιού παρουσία της μητέρας, μοιάζουν προσκολλημένα σε αυτήν και δεν παίζουν. Αν φύγει και επιστρέψει, τότε «παλατζάρουν» ανάμεσα στην προσκόλληση και την οργισμένη αντίσταση. Τα μωρά εδώ αποζητάνε τη σχέση με τη μητέρα/φροντιστή που είναι, όμως, ασυνεπής και με αλλαγές στη διάθεση. Έτσι, το βρέφος επικεντρώνεται στη δική της συμπεριφορά και δεν αναπτύσσει εμπιστοσύνη στην ανταπόκρισή της. Μεγαλώνουν ως παιδιά μαζεμένα, αποσυρμένα, με φτωχές διαπροσωπικές δεξιότητες.

– Από την ερευνήτρια της ίδιας ομάδας, Mary Main, περιγράφηκε ένας τρίτος τύπος ανασφαλούς δεσμού, που είναι ο πιο επιβαρυντικός: ο αποδιοργανωμένος. Η μητέρα/φροντιστής δεν είναι φιγούρα φροντίδας, μα προκαλεί φόβο στο βρέφος. Συχνά σε αυτές τις οικογένειες υπάρχει κακοποίηση/παραμέληση ή οι μητέρες έχουν βιώσει ανεπίλυτα τραύματα. Τα βρέφη κατακλύζονται από άγχος ή αποσυνδέονται μοιάζοντας παγωμένα, χωρίς έκφραση. Ως παιδιά, διατηρούν την αποσύνδεση ως αμυντικό μηχανισμό, αναπτύσσουν μία στάση ελεγκτική και επιθετική.

Είπαμε ότι όλα αυτά ενδοβάλλονται ως πρότυπα και για τις μετέπειτα σχέσεις μας. Άρα πρόκειται για μία αναπόδραστη «μοίρα»; Παρότι μπορεί να είναι μία απαιτητική διαδικασία, όχι.

Θετικές εμπειρίες στη μετέπειτα ζωή μπορούν να επηρεάσουν «διορθωτικά» αυτά τα πρότυπα. Η ψυχολογική υποστήριξη και η ψυχοθεραπεία συμβάλλουν καθοριστικά, αφού λειτουργούν ως επανορθωτικές εμπειρίες που αποκαθιστούν την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη στο σχετίζεσθαι.

Βάλια Μαστοροδήμου
Ψυχολόγος MSc
Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία ενηλίκων, παιδιών, εφήβων, οικογένειας

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Νεολόγο Αττικής

 

1. Διαμορφώνοντας ασφαλή συναισθηματικό δεσμό της Βάλιας Μαστοροδήμου

Η θεωρία του Συναισθηματικού Δεσμού (Attachment theory) θεμελιώθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1930 από τον ψυχαναλυτή John Bowlby και αναπτύχθηκε περαιτέρω στα 1950s από τη Mary Ainsworth.

Σήμερα, θεωρείται από τις πιο σημαντικές και αξιοποιήσιμες προσεγγίσεις στην κατανόηση του ψυχισμού μας, στην ψυχοθεραπεία και τη συμβουλευτική, μα και στην καθημερινότητα των οικογενειών.

Περιγράφει το πόσο καθοριστική για τη συναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους είναι η σχέση του με το βασικό φροντιστή του, που τις περισσότερες φορές είναι η μητέρα.

Ο τρόπος που συνδεθήκαμε νωρίς, που μας φρόντισαν και που δεχτήκαμε αγάπη, διαμορφώνει καίρια τον τρόπο μας να συνδεόμαστε συναισθηματικά και έπειτα στη ζωή μας.

Όταν το βρέφος βιώνει με βεβαιότητα και σταθερότητα ότι ο φροντιστής είναι εκεί και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, τότε νιώθει εμπιστοσύνη και αναπτύσσει έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό.

Ποια είναι η αξία του ασφαλούς δεσμού;

 Δίνει στο βρέφος αίσθημα ασφάλειας και συμβάλλει στο να μπορεί σταδιακά το βρέφος να ρυθμίζει τα συναισθήματά του. Όσο, δηλαδή, το βρέφος παίρνει φροντίδα και ανταπόκριση από τη μητέρα του (και έτσι ρυθμίζονται τα συναισθήματά του), σιγά-σιγά ενδοβάλλει την ικανότητα ρύθμισης και μπορεί να την πετυχαίνει το ίδιο.

 Αποτελεί τη βάση, για να μπορεί το βρέφος/παιδί να εξερευνήσει τον εαυτό του, τους άλλους, τον κόσμο. Έτσι, μέσα σε ένα κλίμα στοργικότητας, συναισθηματικής ασφάλειας και εμπιστοσύνης, το παιδί δημιουργεί την αυτονομία του.

Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι μιλάμε για μία διαρκή και πολύμορφη σχέση.

Δεν πρόκειται για μία λίστα συμπεριφορών/τεχνικών που πρέπει όλοι οι γονείς να ακολουθούν ή για μία ασφυκτική-συγχωνευτική για τη μητέρα και το βρέφος συνθήκη.

Ο καθένας/η καθεμία και η κάθε οικογένεια διαμορφώνει τις δικές της πρακτικές. Η ανταπόκριση στις ανάγκες του βρέφους σημαίνει φυσικά κάποιες συγκεκριμένες πρακτικές κινήσεις, όπως π.χ. ότι δεν αφήνουμε το βρέφος να κλαίει με τη σκέψη ότι «έτσι μαθαίνει μόνο του να ηρεμεί», γιατί στην πραγματικότητα αυτό που βιώνει είναι ότι είναι αβοήθητο και ότι οι ανάγκες του δεν μπορούν να ικανοποιηθούν.

Ταυτόχρονα, δεν είναι ένας αγώνας για τη μητέρα/το φροντιστή να εξαφανίσει το άγχος από τη ζωή του βρέφους – πράγμα αδύνατο.

Είναι κομβικό ζήτημα η επανόρθωση των δυσάρεστων εμπειριών, γιατί δίνει στο βρέφος μία εμπειρία για το πώς να αντιμετωπίζει το στρες, ως μέρος της ζωής.

Η σχέση με τη μητέρα/το βασικό φροντιστή είναι η πρωταρχική στη διαμόρφωση του συναισθηματικού δεσμού. Παράλληλα, όμως διαμορφώνεται μία «ιεραρχία» δεσμών: το βρέφος συνδέεται και με αδέρφια, παππούδες, άλλους σημαντικούς ενήλικες, παιδαγωγούς.

Βάλια Μαστοροδήμου
Ψυχολόγος MSc
Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία ενηλίκων, παιδιών, εφήβων, οικογένειας
Facebook page: https://www.facebook.com/ValiaEnDynamei

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Νεολόγο Αττικής