“Η κακιά μπουλντόζα”

Δίνουμε το δικό μας τέλος στο παραμύθι και το συγκρίνουμε με το τέλος που έδωσε η συγγραφέας του …

Η ΚΑΚΙΑ ΜΠΟΥΛΝΤΟΖΑ

της Λίας Μεγάλου – Σεφεριάδη

(Από το ανθολόγιο για το νηπιαγωγείο της Ρ.Παπανικολάου )

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κακιά μπουλντόζα. Η μπουλντόζα αυτή όλη την ώρα μούγκριζε και γκρέμιζε τα μικρά σπίτια, έριχνε, κάτω τα δέντρα, ξερίζωνε τα λουλούδια, τσαλαπατούσε το χορτάρι. Όπου πήγαινε, πήγαινε, οι άνθρωποι βουλώνανε τα αυτιά τους με μπαμπάκι, για να μην ακούνε το μουγκρητό της. Έτσι όμως δεν μπορούσαν ούτε να κουβεντιάσουν, ούτε να ακούσουν μουσική, ούτε να τραγουδήσουν.

Μια μέρα μπουλντόζα ξεκίνησε και πήγε σε ένα μέρος που παίζαν τα παιδιά. Εκεί είχε λίγα δέντρα και δυο τρεις κούνιες. Μόλις έφτασε μουγκρίζοντας πρόσταξε να φύγουν αμέσως όλοι.

– Γιατί να φύγουμε; ρώτησαν τα παιδιά.

– Γιατί θα ρίξω κάτω τα δέντρα!

– Μην το κάνεις αυτό, μπουλντόζα, την παρακάλεσαν, τι σου φταίνε τα δεντράκια; Είναι τόσο καλά. Καθαρίζουν τον αέρα, μας κάνουν σκιά, τα πουλιά έχουν φωλιές στα’ κλαδιά τους….

– Θα ρίξω κάτω τα δέντρα, θα χαλάσω τις κούνιες, θα πατήσω λουλούδια    και χορτάρι.  Φύγετε αμέσως!. Δε θα το ξαναπώ!

Τα παιδιά τραβήχτηκαν σε μιαν άκρη κι έβλεπαν τα δέντρα να πέφτουν ένα ένα κλαίγοντας. Το ίδιο κλαίγανε και τα πουλιά πετώντας πάνω από τις χαλασμένες τους φωλιές. Όταν η μπουλντόζα έσπασε και τις κούνιες, σταμάτησε, έκανε στροφή και είπε στα παιδιά:

– Αρκετά για σήμερα! Αύριο θα ξανάρθω να ρίξω χάμω και τη βελανιδιά!

Η βελανιδιά ήταν το πιο μεγάλο δέντρο και το πιο αγαπημένο των πουλιών και των παιδιών. Είχε μια μεγάλη κουφάλα κι εκεί μέσα παίζανε σπιτάκια. Στον ίσκιο της χωρούσαν όλα τα παιδιά και σε κάθε της κλαδί ήταν και μια φωλιά.

– Mπουλντόζα, παρακαλούσαν τα παιδιά τρέχοντας ξοπίσω της, κάνε μας τη χάρη και άφησε τουλάχιστον τη βελανιδιά. Ένα μονάχα δέντρο άφησέ μας, μπουλντόζα!

– ;Oχι, δε θα αφήσω τίποτα! Μούγκρισε η μπουλντόζα φεύγοντας.

Τότε τα παιδιά θυμώσανε πολύ.

– Τώρα να δεις τι θα πάθεις, παλιομπουλντόζα! Είπανε κι αμέσως σφύριξαν κι ήρθαν κοντά τους τα πουλιά. Κάθισαν όλοι κάτω από τη βελανιδιά και καταστρώσανε ένα έξυπνο σχέδιο………

ΣΧΕΔΙΟ, ΤΙ ΣΧΕΔΙΟ;

ΚΑΤΑΣΤΡΩΝΟΥΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΣΧΕΔΙΑ….

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ή ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ

Να της ρίξουμε βόμβες, νερό στα καλώδια, κόλα κλπ.
αλλά και να κόψουμε δέντρα !!!!!!!
Να της κόψουμε το υνί, να φτιάξουμε παγίδα σκάβοντας λακούβα αλλά και να .... κόψουμε εμείς δέντρα για να την σταματήσουμε !!!!!!!!
Βόμβες ξανά αλλά και έρωτες!!!!!!!!!
και πάλι κόλες
Να την σπάσουμε ...και πέσει σε λακούβα ..
Κάποιοι προτίμησαν να γράψουν.

ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΑΜΕ ΟΤΙ Ο ΒΛΑΣΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΛΙΝΑ ΕΙΧΑΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΙΔΕΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ …


Μόλις νύχτωσε, φέρανε φτυάρια και κλεφτοφάναρα κι έσκαψαν ένα βαθύ λάκκο κοντά στην βελανιδιά. Έπειτα τον σκέπασαν με κλαδιά, τα πουλιά έστρωσαν από πάνω φύλλα και τα παιδιά έριξαν λίγο χώμα, έτσι που ο λάκκος δεν φαινότανε καθόλου. Είχανε φτιάξει μια τέλεια παγίδα! Τότε πήγανε για ύπνο, αφού πρώτα παρακαλέσανε τον κόκορα να τους ξυπνήσει πρωί πρωί.

–           Μη μας ξεχάσεις, κοκοράκο!

–           Μείνετε ήσυχοι, παιδιά! Ξεχνιούνται τέτοια πράγματα! απάντησε.

Πράγματι, μόλις ο ήλιος ξεμύτισε πίσω από τα βουνά, άρχισε ο κόκορας να φωνάζει:

–                      Κικιρίκου! Κικιρίκου!

Τα παιδιά σηκώθηκαν αμέσως, ντύθηκαν κι έτρεξαν γρήγορα γρήγορα στη βελανιδιά. Τα πουλιά ήταν κιόλας εκεί, κρυμμένα στη φυλλωσιά. Τα μισά παιδιά πιάστηκαν χέρι χέρι γύρω από το δέντρο και τα άλλα μισά κρύφτηκαν μέσα στην κουφάλα και περίμεναν. Ξαφνικά ακούστηκε από μακριά το μουγκρητό της μπουλντόζας κι όσο πλησίαζε  έτρεμε η γη. Μόλις έφτασε, πρόσταξε να φύγουν αμέσως όλοι.

–                      Όχι, δε φεύγουμε! Απάντησαν τα παιδιά.

–                      Πηγαίνετε στην άκρη να ρίξω τη βελανιδιά!

–                      Δε θα σ αφήσουμε να τη ρίξεις! Φώναξαν τα παιδιά.

–                      Τι είπατε παλιόπαιδα; Τώρα θα σας δείξω εγώ! Μούγκρισε η μπουλντόζα και ξεκίνησε με όλη της τη δύναμη καταπάνω στο δέντρο. Δεν προχώρησε όμως και πολύ και ….μπουμ … έπεσε στην παγίδα. Τότε ακούστηκε μια φωνή:

–                      Απάνω της παιδιά!

Την ίδια στιγμή τα παιδιά που ήταν κρυμμένα στην κουφάλα βγήκαν κι άρχισαν να τη χτυπούν με τόξα και φυσοκάλαμα, ενώ τα άλλα παιδιά τράβηξαν από την τσέπη τις σφεντόνες και της έσπασαν τα τζάμια. Τα πουλιά όρμησαν πρώτα πάνω στις ρόδες και με το ράμφος τους κατατρύπησαν τα λάστιχα. Έπειτα άρχισαν να την κουτσουλούν, να την κουτσουλούν, να την κουτσουλούν, ώσπου τη σκέπασαν με τόσες πολλές κουτσουλιές, που δε φαινότανε πια καθόλου.

Τρέξανε τότε τα παιδιά στα σπίτια τους και πήραν ταμπούρλα, τρακατρούκες, καπάκια από κατσαρόλες και τρομπέτες. Πήραν κρυφά κι ένα άσπρο σεντόνι, έγραψαν επάνω του με μεγάλα γράμματα «ΤΗ ΝΙΚΗΣΑΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ ΜΠΟΥΛΝΤΟΖΑ» και το έδωσαν στα πουλιά να το ανεβάσουν ψηλά κρατώντας το με το ράμφος τους και να πετάξουν πάνω από την πόλη. Βγήκαν έπειτα όλα μαζί κι άρχισαν να τραγουδούν και να γυρνούν στις γειτονιές. Ο κόσμος έβγαινε στις πόρτες και στα μπαλκόνια να δει, τι συμβαίνει….,

…ΜΠΡΑΒΟ ΠΑΙΔΙΑ! ΖΗΤΩ! ……

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *