Είναι πολύ συχνό φαινόμενο ένα παιδί που ματαιώνεται, επειδή π.χ. “έχασε” στο παιχνίδι ή δεν του επέτρεψαν να δει περισσότερη τηλεόραση, να κλαίει, να φωνάζει και να δημιουργεί ένταση στην οικογένεια.
Έτσι, πολλές φορές οι γονείς επιλέγουν να αφήσουν να «περάσει το δικό του» (π.χ. να μην πάει στο κρεβάτι για ύπνο στην ώρα του, να φάει πολλά γλυκά, να μείνει πολλές ώρες στην οθόνη του υπολογιστή). Όλες αυτές οι υποχωρήσεις γίνονται προκειμένου να μην στενοχωρηθεί το παιδί και να αποφευχθούν οι μετέπειτα συγκρούσεις.
(Πόσο αντέχουμε άραγε εμείς οι ενήλικες τη σύγκρουση;)
Όμως, η τακτική αυτή δημιουργεί στο παιδί την εντύπωση ότι οι επιθυμίες του πρέπει να ικανοποιούνται πάντα και άμεσα. Δε μαθαίνει να ελέγχει τις αντιδράσεις του, όταν βιώνει κάτι απρόβλεπτο, κάποια απαγόρευση, κάτι δυσάρεστο, να έχει, δηλαδή, ανοχή και αντοχή στη ματαίωση. Είναι σαν οι γονείς να του συμπεριφέρονται με τέτοιον τρόπο, ώστε το παιδί να μη θυμώνει, να μην οργίζεται. Δεν του μαθαίνουν όμως, το πώς είναι να είναι κανείς θυμωμένος, να το υπομένει και να το διαχειρίζεται.
Η ανοχή στη ματαίωση είναι μία δεξιότητα που είναι απαραίτητο το παιδί να αρχίσει να διδάσκεται. Κι αυτό διότι μαθαίνει να αντέχει την αναβολή των επιθυμιών του, να δέχεται και να διαχειρίζεται την απαγόρευση και το πιο σημαντικό , να ρυθμίζει τα συναισθήματά του.
Έτσι, όταν το παιδί αντέχει το γεγονός ότι οι επιθυμίες του δεν είναι δυνατόν να ικανοποιούνται πάντα και ότι οι επιθυμίες του πολλές φορές έρχονται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα και τις επιθυμίες των άλλων, μαθαίνει τα προσωπικά του όρια αλλά και τα όρια των άλλων. Με αυτόν τον τρόπο του δίνεται η ευκαιρία να συνειδητοποιήσει και να κατανοήσει ότι δεν έχει πάντα εκείνο τον έλεγχο αλλά και ότι παράλληλα ελέγχεται από το περιβάλλον του (π.χ. τους γονείς του, τα αδέρφια του).
Ένα παιδί που είναι ήδη από το σπίτι του εξοικειωμένο με τη ματαίωση θα καταφέρει να την υιοθετήσει και στο σχολικό περιβάλλον. Επομένως, όταν το παιδί μπορεί και ανέχεται τη ματαίωση των επιθυμιών του, τότε είναι λιγότερο απαιτητικό και περισσότερο συνεργάσιμο και υπομονετικό (Miller & Green, 1985).
Πώς οι γονείς μπορούν να υποστηρίξουν το παιδί, ώστε να αντέχει τη ματαίωση;
Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να λάβουν υπόψη το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, ώστε τα παρακάτω βήματα να εφαρμοστούν με τρόπο κατάλληλο για το γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδό του. Για παράδειγμα, ο γονιός δε μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη του βρέφους για τροφή, μπορεί όμως να αρνηθεί στο παιδί των 2 ετών να φάει και δεύτερη σοκολάτα.
- Ένα πρώτο βήμα είναι η θέσπιση σαφών ορίων από τους γονείς (π.χ. Θα παίξεις μισή ώρα στον υπολογιστή). Είναι πολύ σημαντικό τα όρια να εφαρμόζονται με συνέπεια και σταθερότητα και από τους δύο γονείς, ώστε να μη δημιουργούν σύγχυση στο παιδί αναφορικά με το τι αναμένεται από εκείνο. Η θέσπιση ορίων, ακόμη, μπορεί να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας και συζήτησης με το παιδί, όταν το γνωστικό του επίπεδο του επιτρέπει να κατανοήσει τι είναι όριο και πού χρησιμεύει (συνήθως από 7 ετών και μετά).
- Είναι σημαντικό ακόμη, οι γονείς να διερευνούν κάθε φορά το αίτημα-επιθυμία του παιδιού και βάσει της φύσης του αιτήματος και του αναπτυξιακού επιπέδου του παιδιού, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, να αποφασίσουν αν θα το ικανοποιήσουν ή όχι.
- Όταν επιλέξουν ότι δε θα ικανοποιήσουν την επιθυμία του παιδιού καλό είναι πρώτα να την αναγνωρίσουν και να την αντιμετωπίσουν με ενσυναίσθηση (π.χ. Βλέπω ότι πραγματικά δεν σου αρέσει ,που έχασες στο παιγνίδι και όντως, δεν αρέσει σε κανέναν να χάνει. Δεν πειράζει που έχεις θυμώσει, γιατί έτσι είναι τα παιχνίδια, κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει. Μια άλλη φορά θα κερδίσεις εσύ).
- Μία άλλη λύση, όταν το παιδί χρειάζεται να περιμένει για την ικανοποίηση της επιθυμίας του (π.χ. να φάει), είναι ο γονιός να μπορεί να περιγράφει τα βήματα που κάνει προκειμένου να ικανοποιήσει το αίτημα του παιδιού (π.χ. Σε καταλαβαίνω,πεινάς πολύ! Λοιπόν, τώρα θα βάλω το νερό να βράσει, θα στρώσω το τραπεζομάντηλο κλπ.). Με αυτόν τον τρόπο το παιδί εξασκείται στην αναμονή και παράλληλα ο γονιός το πληροφορεί ότι δεν έχει αγνοήσει την επιθυμία του και ότι προσπαθεί να την ικανοποιήσει, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την υπομονή που δείχνει το παιδί.
- Οι συμβιβασμοί αποτελούν μία άλλη λύση που ενισχύει την ανοχή του παιδιού στη ματαίωση. Γονείς και παιδί, κάνουν μία συμφωνία κατά την οποία το αρχικό αίτημα του παιδιού έρχεται σε συμφωνία με τα «θέλω» των γονιών (π.χ. Μπορείς να παίξεις με τους φίλους σου, αν έχεις τελειώσει πρώτα με τα μαθήματά σου.) (Markham, 2012).
Τα βήματα αυτά λοιπόν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο να μάθει το παιδί να ελέγχει τις επιθυμίες του και να δέχεται την άρνηση της ικανοποίησης τους. Έτσι, το παιδί μαθαίνει να αντιμετωπίζει και να διαχειρίζεται τις ματαιώσεις στη ζωή του χωρίς να κυριεύεται και να κατακλύζεται από τον θυμό ή την λύπη.Μπορεί να πει κανείς ότι, η ανοχή στην ήττα για παράδειγμα σε ένα παιχνίδι αποτελεί ένα γερό θεμέλιο για την ανοχή σε ματαιώσεις στην ενήλικη ζωή, μια ικανότητα απαραίτητη τόσο σε ατομικό όσο και σε διαπροσωπικό επίπεδο.
Τέλος, ας κοιτάξουμε μέσα μας , εμείς οι ενήλικες: Πόσο εύκολα σπεύδουμε να κατευνάσουμε την επιθετικότητα του παιδιού μας; Αντέχουμε τη δική μας επιθετικότητα; Πόσο αντέχουμε οι ίδιοι τον δικό μας θυμό και την ματαίωση;
Ας μην ξεχνάμε ότι πίσω από τη φράση “Χαίρομαι πολύ, όταν κερδίζω” κρύβεται συχνά η φράση “Δεν αντέχω να χάνω”.