Ένα παραμύθι για την Πρωταπριλιά!
Τα παιδιά της Άνοιξης
Λότη Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου
(Παιδιά αφού διαβάσετε το παραμύθι μπορείτε να ζωγραφίσετε την αγαπημένη σας σκηνή και αν θέλετε μπορείτε να στείλετε τις ζωγραφιές σας στο mail του σχολείου μας.)
ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ
Ο Απρίλης, το τέταρτο εγγόνι του χρόνου, από την πρώτη μέρα που ήρθε στον κόσμο είχε ένα μεγάλο ελάττωμα: έλεγε διαρκώς ψέματα!….
Ο παππούς Χρόνος τον φώναξε και του είπε: «Απρίλη, μη λες ψέματα γιατί θα το μετανιώσεις!». Ο Απρίλης όμως που να βάλει μυαλό. ‘Ετσι ο Απρίλης, όταν άκουσε το σύννεφο να φωνάζει στα άλλα σύννεφα: «Εμπρός, ελάτε φεύγουμε ήρθε η Άνοιξη», τους φώναξε: «Σταθείτε η Άνοιξη θα φύγει όπου να΄ναι και θα ξανάρθει ο Χειμώνας. Τα σύννεφα τότε σάστισαν και άρχισαν να σκέφτονται τι έπρεπε να κάνουν. Μόλις ο Χρόνος είδε αναστατωμένα τα σύννεφα, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί και είπε αυστηρά στον Απρίλη: ΄Σταμάτα τα ψέματα γιατί θα βρεις τον μπελά σου». Εκείνος όμως ούτε που έδωσε σημασία.
Την άλλη μέρα φώναξε στην βροχή πως η μητέρα του η Άνοιξη την παρακαλεί να πάει να πλύνει την πλάση γιατί τάχα θα πάει ταξίδι. Παράγγειλε στη χιονοθύελλα πως ο πατέρας του ο γαλανός ουρανός τη γύρευε να κουβεντιάσουν. Έστειλε μήνυμα στη θεία του τη Παγωνιά πως η μάνα του την καλεί να μείνει για λίγο στο σπίτι τους.
Κορόιδεψε το χιόνι πως του λόγου του δεν είναι γιός της Άνοιξης αλλά ο τρίτος γιός του Χειμώνα. Κι είπε ένα σωρό άλλα ψέματα που στο τέλος όλοι και όλα έγιναν άνω κάτω.
Τα σύννεφα μαζεύτηκαν όλα μαζί και σκέπασαν τον γαλανό ουρανό. Η Βροχή άρχισε να πλένει την πλάση. Η Χιονοθύελλα στριφογύριζε για να βρει τον Γαλανό Ουρανό να κουβεντιάσουν και Παγωνιά ήρθε επίσκεψη στο σπίτι της Άνοιξης. Ο Χειμώνας ετοιμαζόταν να φέρει δώρο ένα λευκό πάπλωμα στον καινούριο γιο του Χειμώνα.
Ο Απρίλης τα έχασε με όλη αυτή την αναταραχή. Έψαξε να βρει τον πατέρα του μα δεν τον είδε πουθενά. Έψαξε για τη μάνα του μα ούτε και εκείνη είχε βάψει με χρώματα τα λουλούδια. Άρχισε να φωνάζει: «Θέλω τη μαμά μου». « Η μαμά σου έχει πάει ταξίδι και θα αργήσει να γυρίσει. Έτσι δεν μας είπες?», του είπε η Βροχή. « Θέλω τον πατέρα μου», είπε τότε εκείνος. Τον πατέρα σου ψάχνω και εγώ μα δεν τον βρίσκω πουθενά», είπε η Χιονοθύελλα « μα εσύ δεν μου είπες ότι ο πατέρας σου είναι ο Χειμώνας?», είπε το Χιόνι.
«Τον Χειμώνα τον έχω θείο γιατί εγώ είμαι ο Απρίλης», είπε. « Ψέματα, λέει», θύμωσε το χελιδόνι. « Εμένα μου είπε πως είναι η Πρωταπριλιά». « Δεν είμαι κορίτσι», φώναξε ο Απρίλης. « Τώρα θα έρθει η μάνα μου και θα σας τα πει. Είμαι ο Απρίλης και η μητέρα μου είναι η Άνοιξη. Ο πατέρας μου είναι ο Γαλανός Ουρανός. Ψέματα σας έλεγα. Γιατί δεν με πιστεύετε?».
Άναψε τότε μεγάλος καυγάς. Τα σύννεφα άρχισαν να χτυπιούνται μεταξύ τους. Έπεσε και ένα αστροπελέκι που τσάκισε τα φτερά ενός χελιδονιού και το έριξε δίχως πνοή στη γη. Ο Απρίλης φώναξε τότε: « Σκοτώσατε το χελιδόνι». « Εσύ το σκότωσες με τα ψέματά σου»., του είπαν τα σύννεφα. Ο Απρίλης τότε έκλαψε τόσο πολύ που δεν ξέρουμε αν έφταιγαν τα δικά του δάκρυα ή η Βροχή που έπεσε και μούσκεψαν όλα. Ως και τα χρώματα που είχε η Άνοιξη για να βάψει τα λουλούδια χάλασαν. Έτσι μαζεμένους όλους τους βρήκε ο Χρόνος και φώναξε: « Τι ανακατωσούρα είναι αυτή? Ποιος σκότωσε αυτό το χελιδόνι?». Όλοι μαζί με μια φωνή απάντησαν: «Ο Απρίλης με τα ψέματά του τα έκανε όλα αυτά».
Ο παππούς Χρόνος ντράπηκε για το εγγόνι του. Αγαπούσε τον Απρίλη αλλά θα έπρεπε να βρει κάποια μικρή τιμωρία γι΄ αυτά που έκανε. Ήξερε ότι ο Απρίλης ήταν μικρός και ήθελε μονάχα να παίξει. Αφού σκέφτηκε, είπε: « Η τιμωρία του Απρίλη θα είναι να του πουλάμε εμείς ψέματα στα γενέθλιά του. Από δω και μπρος αντί να του δίνουμε δώρα. Τη μέρα που γεννήθηκε θα την λέμε Πρωταπριλιά και θα επιτρέπω σε όλους σας να του λέτε ψέματα». Ένας -ένας τώρα άρχισαν να φεύγουν. Ο Γαλανός Ουρανός άρχισε να φαίνεται. Μόνο η Άνοιξη ήταν απαρηγόρητη για τα χρώματα που της χάλασαν. « Αχ! Μακάρι να μπορούσα να βρω χρώματα για την μαμά μου», είπε ο Απρίλης. Τότε ο πατέρας του ο Γαλανός Ουρανός άκουσε την ευχή του γιού του και παρακάλεσε τον φίλο του τον Ήλιο να βγάλει ένα ουράνιο τόξο για να μπορεί η Άνοιξη να μαζέψει χρώματα. Ύστερα ο Απρίλης βλέποντας το χελιδόνι ευχήθηκε με όλη του την ψυχή να ζωντανέψει. Ο πατέρας του πάλι άκουσε την ευχή του και είπε στον Ήλιο να του ζεστάνει την καρδιά. Και το χελιδόνι ζωντάνεψε. « Αναστήθηκε», φώναξε με χαρά ο Απρίλης. «Πρέπει να με πιστέψετε». « Σε πιστεύουμε», του είπε ο Χρόνος «και τώρα είμαστε σίγουροι πως δεν θα ξαναπείς ψέματα. Μόνο σκέψου τι δώρα θα πρέπει να πας στον πατέρα σου και στον Ήλιο που σε βοήθησαν». « Δώρα? Για να σκεφτώ», είπε ο Απρίλης. « Το βρήκα!!!», φώναξε με χαρά. « Θα πάρω τα αυγά από χαλάζι που άφησε εδώ η Παγωνιά και θα τα βάψω κόκκινα με τη μπογιά της μαμάς μου». Έτσι και έκανε. Έβαψε κόκκινα τα αυγά και τα πήγε στον πατέρα του και στον Ήλιο που κουβέντιαζαν. « Α! σε ευχαριστούμε πολύ είπε ο πατέρας του και ο Ήλιος». « Διάλεξε ένα φίλε μου Ήλιε να τσουγκρίσουμε όπως κάνουν οι άνθρωποι», είπε ο Γαλανός Ουρανός. Ο Ήλιος άπλωσε τις ζεστές του ακτίνες και έπιανε τα αυγά για να διαλέξει και εκείνα από την ζέστη άρχισαν να λιώνουν. Και έγινε τότε μια κόκκινη βροχή που άρχισε να πέφτει στη γη. Τα λιβάδια τότε γέμισαν παπαρούνες…..
Η Αιμιλία ζωγράφισε την αγαπημένη της σκηνή
