Η χώρα μας αριθμεί σήμερα 19 εγγραφές που αφορούν μνημεία-αρχαιολογικούς χώρους και οικισμούς που καλύπτουν χρονολογικά όλες τις περιόδους από την προϊστορία έως τους νεώτερους χρόνους και γεωγραφικά απλώνονται σχεδόν σε όλη την επικράτεια.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
- Εισαγωγή
- Κριτήρια επιλογής μνημείων UNESCO
- Χρονολόγιο ένταξης μνημείων στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς UNESCO
- Χάρτης ελληνικών μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς UNESCO
- Ναός του Επικούριου Απόλλωνα (1986)
- Αρχαιολογικός Χώρος Δελφών (1987)
- Ακρόπολη Αθηνών (1987)
- Άγιον Όρος (1988)
- Μετέωρα (1988)
- Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά Μνημεία Θεσσαλονίκης (1988)
- Ασκληπιείο Επιδαύρου (1988)
- Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου (1988)
- Αρχαιολογικός Χώρος Μυστρά (1989)
- Αρχαιολογικός χώρος Ολυμπίας (1989)
- Δήλος (1990)
- Μονή Δαφνίου • Μονή Οσίου Λουκά • Νέα Μονή Χίου (1990)
- Πυθαγόρειο και Ηραίο Σάμου (1992)
- Αρχαιολογικός Χώρος Αιγών (Βεργίνα) (1996)
- Αρχαιολογικός Χώρος Μυκηνών και Τίρυνθας (1999)
- Ιστορικό κέντρο (Χώρα), Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και Σπήλαιο της Αποκάλυψης στην Πάτμο (1999)
- Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας (2007)
- Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων (2016)
- Πολιτιστικό τοπίο Ζαγορίου (2023)
Εισαγωγή
Ο προσδιορισμός «αγαθό παγκόσμιας κληρονομιάς» αποδίδεται στο πολιτιστικό και φυσικό απόθεμα με εξαιρετική οικουμενική αξία. Τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομάς αποτελούν κοινή κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας και προστατεύονται στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (UNESCO Convention concerning the Protection of the World Cultural and Natural Heritage), η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη της UNESCO (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization – Εκπαιδευτική Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών) το 1972 και κυρώθηκε από την Ελλάδα το 1981. Αποτελεί ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο νομικό εργαλείο για τη διεθνή συνεργασία σε θέματα προστασίας της Παγκόσμιας Κληρονομιάς από κάθε είδους βλάβη και φθορά, φυσική ή ανθρωπογενή, προκειμένου τα αγαθά αυτά να κληροδοτηθούν στις γενιές του μέλλοντος.
Η Ελλάδα έχει εγγράψει συνολικά 19 Μνημεία και Χώρους, από την προϊστορική, κλασική, βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Τα μνημεία αυτά πληρούν προκαθορισμένα κριτήρια ώστε να χαρακτηριστούν εξέχουσας σημασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, από ιστορική καλλιτεχνική, επιστημονική, αισθητική, εθνολογική ή ανθρωπολογική άποψη.
Κριτήρια επιλογής μνημείων UNESCO
Έως το τέλος του 2004 υπήρχαν έξι κριτήρια για την πολιτιστική κληρονομιά και τέσσερα κριτήρια για τη φυσική κληρονομιά. Το 2005 αυτό το καθεστώς τροποποιήθηκε σε μία ενοποιημένη ομάδα δέκα κριτηρίων. Τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς οφείλουν να είναι «ιδιάζουσας παγκόσμιας αξίας» και να πληρούν ένα από τα παρακάτω δέκα κριτήρια.
Κριτήρια
- «Να αποτελεί αριστούργημα της ανθρώπινης δημιουργικής διάνοιας».
- «Να επιδεικνύει σημαντικές ανθρώπινες αξίες για μακρά περίοδο χρόνου ή σε μία πολιτιστική περιοχή του κόσμου, σε εξελίξεις στην αρχιτεκτονική ή την τεχνολογία, τις μνημειακές τέχνες, την πολεοδομία ή τον σχεδιασμό τοπίου».
- «Να φέρει μια μοναδική ή τουλάχιστον εξαιρετική μαρτυρία για κάποια πολιτισμική παράδοση, ζώντα ή εξαφανισμένο πολιτισμό».
- «Να αποτελεί σημαντικό παράδειγμα τύπου κτηρίου, αρχιτεκτονικού ή τεχνολογικού συνόλου ή τοπίου που απεικονίζει σημαντική ή σημαντικές φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας».
- «Να αποτελεί σημαντικό παράδειγμα παραδοσιακής ανθρώπινης εγκατάστασης, χερσαίας ή θαλάσσιας χρήσης, αντιπροσωπευτικής πολιτισμού ή πολιτισμών, ή ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, ιδιαίτερα όταν το τελευταίο έχει γίνει ευάλωτο υπό την πίεση ανεπίστροφων αλλαγών».
- «Να συνδέεται άμεσα ή διακριτά με γεγονότα ή ζώσες παραδόσεις, με ιδέες ή πίστεις, με καλλιτεχνικά ή λογοτεχνικά έργα εξέχουσας παγκόσμιας σημασίας». (Η Επιτροπή θεωρεί ότι το συγκεκριμένο κριτήριο θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα κριτήρια)
- «Να περιέχει εξαιρετικά φυσικά φαινόμενα ή περιοχές εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς και αισθητικής».
- «Να είναι ιδιάζοντα παραδείγματα μειζόνων φάσεων της ιστορίας της Γης, του αρχείου της ζωής, σημαντικών εν εξελίξει γεωλογικών διαδικασιών για την ανάπτυξη γεωσχηματισμών ή σημαντικών γεωμορφικών ή φυσιογραφικών χαρακτηριστικών».
- «Να είναι ιδιάζοντα παραδείγματα σημαντικών εν εξελίξει οικολογικών και βιολογικών διαδικασιών στην εξέλιξη και ανάπτυξη οικοσυστημάτων χερσαίων, γλυκού ύδατος, παράκτιων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων και κοινοτήτων φυτών και ζώων».
- «Να περιέχει τα σημαντικότερα φυσικά ενδιαιτήματα συντήρησης της βιοποικιλότητας, να περιλαμβάνει απειλούμενα είδη παγκόσμιας αξίας από την άποψη της επιστήμης ή της συντήρησης του είδους».
Χρονολόγιο ένταξης μνημείων στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς UNESCO
1986
20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1986 • 392
Ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες
1987
5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1987 • 393
Αρχαιολογικός Χώρος Δελφών
5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1987 • 404
Ακρόπολη Αθηνών
1988
24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988 • 454
Άγιον Όρος
24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988 • 455
Μετέωρα
24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988 • 456
Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά Μνημεία Θεσσαλονίκης
24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988 • 491
Ασκληπιείο Επιδαύρου
24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988 • 493
Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου
1989
22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1989 • 511
Αρχαιολογικός Χώρος Μυστρά
22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1989 • 517
Αρχαιολογικός χώρος Ολυμπίας
1990
17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1990 • 530
Δήλος
17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1990 • 537
Μονή Δαφνίου • Μονή Οσίου Λουκά • Νέα Μονή Χίου
1992
18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1992 • 595
Πυθαγόρειο και Ηραίο Σάμου
1996
14 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1996 • 780
Αρχαιολογικός Χώρος Αιγών (Βεργίνα)
1999
18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1999 • 941
Αρχαιολογικός Χώρος Μυκηνών και Τίρυνθας
18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1999 • 942
Ιστορικό κέντρο (Χώρα), Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και Σπήλαιο της Αποκάλυψης στην Πάτμο
2007
11 ΜΑΪΟΥ 2007 • 978
Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας
2016
27 ΜΑΪΟΥ 2016 • 1517
Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων
2023
19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023 • 1695
Πολιτιστικό Τοπίο Ζαγορίου
Χάρτης ελληνικών μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς UNESCO
-
Μυκηναϊκή περίοδος (1600–1100 π.Χ.) (15)
-
Αρχαϊκή (750-480 π.Χ.), Κλασική (480-323 π.Χ.) περίοδος (1, 2, 3, 7, 9, 11, 13, 14)
-
Eλληνιστική (323-30 π.Χ.), Ρωμαϊκή (30 π.Χ.-330 μ.Χ.) περίοδος (18)
-
Βυζαντινή (330-1453 μ.Χ.), μεταβυζαντινή (1453-1821 μ.Χ.) περίοδος – ναοί (4, 5, 6, 12)
-
Βυζαντινή (330-1453 μ.Χ.), μεταβυζαντινή (1453-1821 μ.Χ.) περίοδος – κάστρα, οικισμοί (8, 10, 16, 17, 19)
Τα Ελληνικά Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά εγγραφής και αριθμό φακέλου της UNESCO World Heritage Convention:
Ναός του Επικούριου Απόλλωνα
-
Έτος εγγραφής: 1986 • 392
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iii)
-
Κλασική περίοδος
-
Π. Δυτικής Ελλάδας, Π.Ε. Ηλείας, Δήμος Ζαχάρως, Πελοπόννησος
Στο γυμνό, βραχώδες τοπίο των Βασσών βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας. Ο ναός ανεγέρθηκε γύρω στο 420-400 π.Χ., προς τιμήν του θεού Απόλλωνα που βοήθησε στην αντιμετώπιση επιδημίας, που έπληξε σύμφωνα με μια εκδοχή την περιοχή. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε επικούριος, δηλαδή αυτός που επικουρεί, συνδράμει, προστρέχει σε βοήθεια.
Η καλή κατάσταση διατήρησης του ναού δεν είναι τυχαία, αφού βρίσκεται σε δύσβατο ορεινό τοπίο, στα όρια Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας, στη δυτική πλαγιά του όρους Κοτύλιο και 13 χλμ. από την αρχαία Φιγάλεια, στην οποία υπαγόταν παλιότερα διοικητικά. Οι Βάσσες οφείλουν την ονομασία τους στη μορφολογία του εδάφους, δηλαδή στις πολλές μικρές κοιλάδες (βάσσαι ή βήσσαι), που ανοίγονται μέσα στους βράχους.
Χαρακτηρίζεται από πλήθος πρωτοτυπιών τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του διαρρύθμιση, που τον καθιστούν μοναδικό μνημείο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ο Παυσανίας, μάλιστα, τον θεωρεί το δεύτερο μετά της Τεγέας πελοποννησιακό ναό σε κάλλος και αρμονία (8.41.8). Η ανέγερσή του τοποθετείται στο 420-400 π.Χ. και αρχιτέκτονάς του θεωρείται ο Ικτίνος, που σε αυτό το δημιούργημά του κατόρθωσε να συνδυάσει πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που επέβαλλε η συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων, με τα νέα γνωρίσματα της κλασικής εποχής. Συνδυάζονται οι τρεις αρχιτεκτονικοί ρυθμοί της αρχαιότητας: δωρικός, ιωνικός και κορινθιακός.
Ο ναός που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης δεν είναι ο αρχαιότερος που κτίσθηκε στο χώρο. Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., πιθανότατα στην ίδια θέση. Ακολούθησαν μία ή δύο οικοδομικές φάσεις του, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., αντίστοιχα, από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το κεντρικό δισκοειδές πήλινο ακρωτήριο με την πλούσια πολύχρωμη γραπτή διακόσμηση, κεραμίδια και πήλινα ακροκέραμα.
Ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς το 1765 από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher και η πρώτη συστηματική ανασκαφή του έγινε το 1812 από ομάδα αρχαιόφιλων επιστημόνων.
Από το 1987 ο ναός προστατεύεται από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες με ειδικό στέγαστρο, που θα απομακρυνθεί μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων εργασιών.
Έντυπα
Πηγές – Ιστότοποι
Αρχαιολογικός Χώρος Δελφών
-
Έτος εγγραφής: 1987 • 393
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iii) (iv) (vi)
-
Κλασική περίοδος
-
Π. Στερεάς Ελλάδας, Π.Ε. Φωκίδας, Δήμος Δελφών
Στους πρόποδες του Παρνασσού, στο υποβλητικό φυσικό τοπίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο θεόρατους βράχους, τις Φαιδριάδες, βρίσκεται το πανελλήνιο ιερό των Δελφών και το πιο ξακουστό μαντείο της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δελφοί ήταν ο ομφαλός της γης, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία, συναντήθηκαν οι δύο αετοί που έστειλε ο Δίας από τα άκρα του σύμπαντος για να βρει το κέντρο του κόσμου, και για πολλούς αιώνες αποτελούσαν το πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο και το σύμβολο της ενότητας του αρχαίου ελληνισμού.
Μηδέν άγαν
ένα από τα πιο γνωστά δελφικά παραγγέλματα και ένα σοφό μήνυμα για την εποχή μας. Τίποτε το υπερβολικό. Αυτό το μέτρο και την ισορροπία διδάσκει και το δελφικό τοπίο.
Η ιστορία των Δελφών χάνεται στην προϊστορία και στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ αρχικά υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γης, και φύλακάς του ήταν ο φοβερός δράκοντας Πύθων. Ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα και το δικό του ιερό ιδρύθηκε από Κρήτες που έφθασαν στην Κίρρα, το επίνειο των Δελφών, με τη συνοδεία του θεού, μεταμορφωμένου σε δελφίνι. Ο μύθος αυτός σχετικά με την κυριαρχία του Απόλλωνα επιβίωσε σε εορταστικές αναπαραστάσεις που γίνονταν στους Δελφούς, τα Σεπτήρια, τα Δελφίνια, τα Θαργήλεια, τα Θεοφάνεια, και, βέβαια, τα περίφημα Πύθια, που τελούνταν για να θυμίζουν τη νίκη του θεού εναντίον του Πύθωνα και περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς και γυμνικούς αγώνες.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4000 π.Χ.) και προέρχονται από το Κωρύκειο Άντρο, σπήλαιο στον Παρνασσό, όπου τελούνταν οι πρώτες λατρείες. Εντός των ορίων του ιερού βρέθηκαν κατάλοιπα μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου. Τα ίχνη κατοίκησης είναι ελάχιστα και πολύ αποσπασματικά μέχρι τον 8ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία επικράτησε οριστικά η λατρεία του Απόλλωνα και άρχισε η ανάπτυξη του ιερού και του μαντείου. Προς το τέλος του 7ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά, που επίσης λατρευόταν επίσημα, με την επωνυμία «Προναία› ή «Προνοία› και είχε δικό της τέμενος. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, στους Δελφούς λατρεύονταν, ακόμη, η Άρτεμις, ο Ποσειδώνας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ζευς Πολιεύς, η Υγεία και η Ειλείθυια.
Με το ιερό συνδέεται ο θεσμός της αμφικτυονίας, της ομοσπονδίας από δώδεκα φυλές της Θεσσαλίας και της Στερεάς, που αποτελούσε αρχικά θρησκευτική ένωση, ενώ αργότερα απέκτησε και πολιτική σημασία. Η δελφική αμφικτυονία είχε τον έλεγχο της περιουσίας και λειτουργίας του ιερού, αφού όριζε τους ιερείς και τους άλλους αξιωματούχους, εκλέγοντάς τους πάντα από κατοίκους των Δελφών. Υπό την προστασία και τη διοίκησή της τον 6ο αι. π.Χ. το ιερό εδραίωσε την αυτονομία του έναντι των διεκδικητών του (Α΄ Ιερός πόλεμος), αύξησε την πανελλήνια θρησκευτική και πολιτική επιρροή του, μεγάλωσε σε έκταση και αναδιοργάνωσε τα Πύθια, τους δεύτερους σε σημασία πανελλήνιους αγώνες μετά τους Ολυμπιακούς, που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Η έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών άρχισε γύρω στο 1860 από Γερμανούς. Το 1891 οι Γάλλοι πήραν από την ελληνική κυβέρνηση έγκριση για διεξαγωγή συστηματικών ερευνών και τότε άρχισε η λεγόμενη “Μεγάλη Ανασκαφή”, αφού πρώτα απομακρύνθηκε το χωριό Καστρί. Κατά τη διάρκειά της ήλθαν στο φως εντυπωσιακά ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και περίπου 3.000 επιγραφές, που αποκαλύπτουν διάφορες πτυχές του αρχαίου δημοσίου βίου. Σήμερα, οι εργασίες στο χώρο των δύο δελφικών ιερών συνεχίζονται με τη συνεργασία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Γαλλικής Σχολής, με ανασκαφική αλλά και αναστηλωτική δραστηριότητα. Το μοναδικό μνημείο που διέθετε το αρχαίο υλικό για τη σχεδόν πλήρη αναστήλωσή του ήταν ο θησαυρός των Αθηναίων, που αποκαταστάθηκε το 1903-1906 από τους Γάλλους με έξοδα του Δήμου Αθηναίων. Άλλα μνημεία που έχουν αναστηλωθεί είναι ο βωμός των Χίων, ο ναός του Απόλλωνα και η θόλος.
Έντυπα
- Δελφοί – Brochure | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Αρχαίο Θέατρο Δελφών | Ι’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
- Πηγές και Κρήνες των Δελφών | Ι’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Δελφών
- Η ιστορία του Ιερού και του Μαντείου των Δελφών | Μαρία Πεντάζου, αρχαιολόγος
- Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών | © Όμιλος Λάτση / Eurobank 382σελ | 74.9MB
Πηγές – Ιστότοποι
Ακρόπολη Αθηνών
-
Έτος εγγραφής: 1987 • 404
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iii) (iv) (vi)
-
Κλασική περίοδος
-
Π. Αττικής, Π.Ε. Κεντρικού Τομέα Αθήνας, Δήμος Αθηναίων
Στο βραχώδη λόφο της Ακρόπολης, που δεσπόζει στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, βρισκόταν το σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ιερό της αρχαίας πόλης, αφιερωμένο, κατά κύριο λόγο, στην προστάτιδα θεά της, την Αθηνά. Με τον ιερό αυτό χώρο σχετίζονται οι σημαντικότεροι μύθοι της αρχαίας Αθήνας, οι μεγάλες θρησκευτικές εορτές, οι παλαιότερες λατρείες της πόλης αλλά και ορισμένα από τα καθοριστικά για την ιστορία της γεγονότα. Τα μνημεία της Ακρόπολης, αρμονικά συνδυασμένα με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μοναδικά αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η Ακρόπολη του 5ου αι. π.Χ. αποδίδει με τον τελειότερο τρόπο το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της Αθήνας στην εποχή της μαγαλύτερης ακμής της, το «χρυσό αιώνα» του Περικλή.
Ο λόφος επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής. Κατάλοιπα εγκατάστασης της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού εντοπίσθηκαν στην περιοχή του Ερεχθείου. Κατά το 13ο αι. π.Χ., ο βράχος τειχίσθηκε και αποτέλεσε την έδρα του τοπικού ηγεμόνα. Τμήματα αυτού του τείχους, που αναφέρεται συνήθως ως «κυκλώπειο», σώζονται αποσπασματικά ανάμεσα στα μεταγενέστερα μνημεία και η πορεία του μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ακρίβεια. Τον 8ο αι. π.Χ. η Ακρόπολη απέκτησε για πρώτη φορά τον αποκλειστικά ιερό της χαρακτήρα με την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς Πολιάδος. Η θεά είχε το δικό της ναό, στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., την εποχή που τύραννος της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος, το ιερό απέκτησε μεγάλη αίγλη. Καθιερώθηκαν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της θεάς και ιδρύθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια και οι ναοί για τη λατρεία της, μεταξύ των οποίων, ο λεγόμενος ”Αρχαίος ναός” και ο Εκατόμπεδος, πρόδρομος του Παρθενώνα. Τότε κατασκευάσθηκε το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος και έγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση μνημειακού προπύλου του χώρου. Οι πιστοί αφιέρωναν στο ιερό πολυάριθμα και πλούσια αναθήματα, όπως ήταν οι μαρμάρινες κόρες και οι ιππείς, τα χάλκινα και πήλινα αγαλμάτια και τα αγγεία, πολλά από τα οποία συνοδεύονταν από επιγραφές, που βεβαιώνουν τη σημασία που είχε η λατρεία της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή περίοδο.
Μετά τη νίκη εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κτίσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ναό στη θέση του Παρθενώνα, γνωστό ως Προπαρθενώνα. Αυτός ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί το 480 π.Χ., οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αττική, λεηλάτησαν την Ακρόπολη και πυρπόλησαν τα μνημεία. Μετά την αποχώρηση των εχθρών, οι Αθηναίοι ενταφίασαν το γλυπτό διάκοσμο των κατεστραμμένων ναών καθώς και όσα αναθήματα είχαν διασωθεί, γεμίζοντας τις φυσικές κοιλότητες του εδάφους και διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο τεχνητά άνδηρα στο χώρο του ιερού. Η Ακρόπολη οχυρώθηκε με νέο τείχος, αρχικά από το Θεμιστοκλή (στη βόρεια πλευρά) και στη συνέχεια από τον Κίμωνα (στη νότια πλευρά). Μάλιστα, στο βόρειο τμήμα του τείχους ενσωματώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη των κατεστραμμένων ναών, που φαίνονται μέχρι σήμερα από την αρχαία Αγορά και από τη βόρεια πλευρά της πόλης.
Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., την εποχή που μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου, τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Για την εκτέλεσή του εργάσθηκαν πολλοί άνθρωποι, Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι, με ημερομίσθιο μία δραχμή. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Οι ναοί στη βόρεια πλευρά και στο κέντρο του βράχου στέγαζαν κυρίως τις αρχαιότερες λατρείες των Αθηναίων και τις λατρείες των Ολυμπίων θεών, ενώ η Αθηνά λατρευόταν πια με όλες τις ιδιότητές της που σχετίζονταν με την πόλη, ως Πολιάς, προστάτιδα της πόλης, ως Παρθένος, Παλλάς, Πρόμαχος, θεά του πολέμου, Εργάνη, θεά της χειρωνακτικής εργασίας, και ως Νίκη. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., και έως τον 1ο αι. π.Χ., πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης δεν οικοδομήθηκαν άλλα σημαντικά μνημεία. Το 27 π.Χ., στα ανατολικά του Παρθενώνα κτίσθηκε μικρός ναός αφιερωμένος στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο και στη Ρώμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σε άλλα ελληνικά ιερά έγιναν σοβαρές λεηλασίες και καταστροφές, η Ακρόπολη διατήρησε την παλαιά της αίγλη και εξακολούθησε να συγκεντρώνει τα πλούσια αφιερώματα των πιστών. Η τελευταία επέμβαση στο χώρο έγινε μετά την επιδρομή των Ερούλων τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε κατασκευάσθηκε οχυρωματικό τείχος με δύο πύλες στη δυτική πλευρά, από τις οποίες η μία, η δυτική, σώζεται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή με το όνομα Beule, από το όνομα του Γάλλου αρχαιολόγου που έκανε έρευνες στο χώρο το 19ο αιώνα.
Στους επόμενους αιώνες τα μνημεία της Ακρόπολης υπέστησαν σοβαρές βλάβες από φυσικά αίτια ή από ανθρώπινες επεμβάσεις. Με την επικράτηση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα από τον 6ο αι. μ.Χ., τα μνημεία μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες. Ο Παρθενώνας αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία, που στη συνέχεια ονομάσθηκε Παναγιά η Αθηνιώτισσα, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα αποτέλεσε τη μητρόπολη της Αθήνας. Το Ερέχθειο είχε μετατραπεί σε ναό του Σωτήρος ή της Θεοτόκου, ο ναός της Αθηνάς Νίκης σε εκκλησάκι και τα Προπύλαια σε επισκοπική κατοικία. Ο βράχος της Ακρόπολης αποτελούσε το φρούριο της πόλης. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1456), τα Προπύλαια μετατράπηκαν σε ανάκτορο των Φράγκων ηγεμόνων, ενώ στην Τουρκοκρατία (1456-1833) η Ακρόπολη και πάλι έγινε το φρούριο της πόλης, όπου κατοικούσε ο Τούρκος φρούραρχος. Το 1687, κατά τη διάρκεια του Β΄ Ενετοτουρκικού πολέμου, ο λόφος πολιορκήθηκε από τον Φ. Μοροζίνι και στις 26 Σεπτεμβρίου 1687, μία βόμβα των Ενετών ανατίναξε τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η επόμενη σοβαρή καταστροφή στα μνημεία σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1801-1802, με τη διαρπαγή του γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν και την αφαίρεση γλυπτών από το ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερέχθειο. Η Ακρόπολη πέρασε οριστικά στην κυριαρχία των Ελλήνων το 1822 και πρώτος φρούραρχός της ορίσθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Μετά την απελευθέρωση, τα μνημεία της Ακρόπολης τέθηκαν υπό τη μέριμνα του νέου ελληνικού κράτους. Οι πρώτες ανασκαφές στο βράχο έγιναν ανάμεσα στα έτη 1835 και 1837. Η μεγάλη συστηματική ανασκαφή της Ακρόπολης διεξήχθη το διάστημα 1885-1890 από τον Παναγιώτη Καββαδία, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα έγιναν οι πρώτες εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από τον Ν. Μπαλάνο. Το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως που έχει ως στόχο τη μελέτη και τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας στερεωτικών και αναστηλωτικών έργων, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε συνεργασία με την Υπηρεσία Αναστήλωσης Μνημείων Ακροπόλεως και την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Χάρτης μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών
- Παρθενώνας
- Αρχαίος Ναός Αθηνάς Πολιάδος
- Βωμός της Πολιάδος Αθηνάς
- Ερέχθειο
- Άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς
- Προπύλαια
- Ναός της Αθηνάς Νίκης
- Ιερό της Πανδήμου Αφροδίτης και Πειθούς
- Πελασγικό Τείχος (Μυκηναϊκό Τείχος)
- Ιερό της Άρτεμης Βραυρωνίας (Βραυρώνιον)
- Χαλκοθήκη
- Ιερό της Αθηνάς Εργάνης (πιθανή τοποθεσία)
- Πανδρόσειο
- Αρρηφόριον
- Ιερό Διός Πολιέως
- Ιερό του Πανδίονος
- Ναός της Ρώμης και του Αυγούστου
- Μνημείο (Βάθρο) του Αγρίππα
- Η πύλη του Μπελέ (Ernest Beulé)
- Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
- Στοά Ευµένους
- Ασκληπιείο
- Θέατρο Διονύσου Ελευθερέως
- Ιερό Διονύσου Ελευθερέως
- Χορηγικό Μνημείο Θρασύλλου (Παναγία η Σπηλιώτισσα)
- Χορηγικό Μνημείο του Νικία
- Ωδείον του Περικλέους
- Περίπατος
- Κλεψύδρα Αθηνών (πηγή)
- Ιερά Σπηλαία Απόλλωνος Υποακραίου, Πανός και Διός Ολυμπίου
- Μυκηναϊκή Κρήνη
- Ιερό Αφροδίτης και Έρωτα
- Επιγραφή Περίπατου
- Σπήλαιο Αγλαύρειο
- Οδός των Παναθηναίων
-
1. Μυκηναϊκή περίοδος
-
2. Αρχαϊκή περίοδος
-
3. Κλασική περίοδος
-
4. Ελληνιστική περίοδος
-
5. Ρωμαϊκή περίοδος
Πηγή εικόνας: Plan Acropolis of Athens colored | commons.wikimedia.org/wiki/User:Tomisti | wikimedia.org
Έντυπα
- Η Ακρόπολη των Αθηνών – Brochure | 2011 © Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- The Acropolis of Athens-EN | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Θέατρο Διονύσου – Brochure | 2011 © Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Μιά Μέρα στην Ακρόπολη – Αναστηλώνοντας τα μνημεία της | ΥΣΜΑ
- Μιά Μέρα στην Ακρόπολη – Αναζητώντας τη Θεά Αθηνά | ΥΣΜΑ
- Μιά Μέρα στην Ακρόπολη – Αρχαία Μουσικά Όργανα | ΥΣΜΑ
- Πάμε στον Περίπατο της Ακρόπολης – Οδοιπορικό του εκπαιδευτικού | ΥΣΜΑ
- Πάμε στον Περίπατο της Ακρόπολης – Οδοιπορικό του μαθητή | ΥΣΜΑ
- Η Ακρόπολη των Αθηνών – Tα µνηµεία του βράχου και των κλιτύων | 2017 © Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων 153σελ | 50.8MB
- Παρθενών | Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού 148σελ | 104.2MB
- Το Μουσείο Ακροπόλεως | © Όμιλος Λάτση / Eurobank 452σελ | 62.6MB
Πηγές – Ιστότοποι
- Ακρόπολη Αθηνών | Βικιπαίδεια
- Μουσείο Ακρόπολης | Επίσημος ιστοχώρος
- Ακρόπολη Αθηνών | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (ΥΣΜΑ)
- Αποθετήριο εκπαιδευτικού περιεχομένου για την Ακρόπολη | ΥΣΜΑ, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ)
- Τείχος της Ακρόπολης των Αθηνών | ΕΟΤ
- Προπύλαια | ΕΟΤ
- Παρθενώνας | ΕΟΤ
- Ναός Αθηνάς Νίκης | ΕΟΤ
- Ερέχθειο | ΕΟΤ
- Η Ακρόπολη των Αθηνών | ΕΟΤ
- Ακρόπολη Αθηνών | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Άγιον Όρος
-
Έτος εγγραφής: 1988 • 454
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iv) (v) (vi) (vii)
-
Βυζαντινή, μεταβυζαντινή και νεότερη περίοδος
-
Αυτόνομη περιοχή του Αγίου Όρους, Χαλκιδική, Κεντρική Μακεδονία
Το Άγιον Όρος είναι η ανατολικότερη από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Έχει μήκος περίπου 60 χλμ., πλάτος 8 μέχρι 12 χλμ. και καλύπτει μια έκταση περίπου 360 τ.χλμ. Γύρω από την ονομασία και την παλαιότερη ιστορία του Όρους υπάρχουν πολλοί και διάφοροι θρύλοι και παραδόσεις. Οι αρχαίοι ονόμαζαν Ακτή ολόκληρη τη χερσόνησο. Οι πηγές αναφέρουν την ύπαρξη επτά πολισμάτων κατά τους προχριστιανικούς χρόνους: Σάνη, Θύσσος, Κλεωναί, Δίον, Ολόφυξος, Ακρόθωοι, Απολλωνία.
Κατάλληλος σαν τοποθεσία ο Άθως συγκέντρωσε ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους πολλούς μοναχούς, που προέρχονταν από όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με γραπτές πηγές ήδη από τα 843 υπάρχουν ομάδες ασκητών, που είχαν κάποια οργάνωση με κύρος και αναγνώριση, γεγονός που σημαίνει ότι τουλάχιστον από τις τελευταίες δεκαετίες του 9ου αι. η χερσόνησος γνώρισε αναχωρητές μοναχούς. Το 883 υπάρχει κάποια μορφή κοινοτικής οργάνωσης στον Άθω, αφού το έτος αυτό εκδόθηκε το σιγίλλιο, έγγραφο του Βασιλείου Α’, με το οποίο ρυθμίζονται υποθέσεις που αφορούν όλη τη χερσόνησο. Η παρουσία του οσίου Αθανασίου στον Άθω από τα μέσα του 10ου αι. επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη των αγιορειτικών πραγμάτων με την ίδρυση οργανωμένης μοναστικής πολιτείας. Οι προσπάθειες του οσίου επικυρώθηκαν με το Τυπικό του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή το 972 και το μεταγενέστερο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου το 1045, που αποσκοπούσαν στην οργάνωση της αγιορειτικής διοίκησης και στη θέσπιση γενικότερων κανόνων μοναχικής συμπεριφοράς.
Η ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας από τον όσιο με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά ήταν η απαρχή νέων μοναστικών δεδομένων για το Άγιον Όρος. Την ίδρυση της μονής αυτής ακολουθεί η ίδρυση και άλλων μοναστηριακών συγκροτημάτων, των Ιβήρων, του Βατοπεδίου και άλλων μεγάλων μονών. Στον 11ο αι., αφού πια σταθεροποιείται ο κοινοβιακός βίος στο Όρος, ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια τα οποία έφτασαν τα 180. Ήδη πλέον με το τυπικό του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου επισημοποιήθηκε η χρήση της ονομασίας “Άγιον Όρος” για όλη τη χερσόνησο. Στο τέλος του 11ου αι. ανακόπτεται η προηγούμενη μεγάλη ακμή του αθωνικού μοναχισμού, ενώ στο 12ο αι. περιορίζεται η ίδρυση νέων μοναστηριών.
To 13o αι., στην περίοδο της Λατινοκρατίας, το Όρος υπέφερε από τις φράγκικες επιδρομές, από τις οποίες απαλλάχθηκε μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261). Το 14ο αι. με τις επιδρομές των Καταλανών πειρατών, ο αριθμός των μοναστηριών μειώθηκε σε 25, από τα οποία τα 19 σώζονται μέχρι σήμερα. Με την άλωση της Θεσσαλονίκης (1430) και αργότερα της Κωνσταντινούπολης (1453) το Άγιον Όρος κατακτάται από τους Οθωμανούς. Οι δυσβάστακτοι φόροι και οι δημεύσεις των περιουσιών από τις οθωμανικές αρχές δημιούργησαν μεγάλη οικονομική κρίση στις μονές. Προστάτες και δωρητές του Αγίου Όρους αναδεικνύονται οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, οι τσάροι της Ρωσίας, καθώς και πολλοί πατριάρχες. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας, και κυρίως το 17ο και 18ο αι., έγινε το πνευματικό κέντρο του ελληνισμού. Η πνευματική αυτή όμως εξέλιξη του Αγίου Όρους και η ανοδική του πορεία σταμάτησαν με την έκρηξη της Επανάστασης το 1821, την οποία οι αγιορετικές μονές βοήθησαν με πολλούς και διαφόρους τρόπους. Πολλοί μάλιστα μοναχοί εγκαταλείπουν τον τόπο της άσκησής τους, είτε για να αποφύγουν τις βαρβαρότητες του οθωμανικού στρατού, είτε για να πολεμήσουν εναντίον τους μαζί με τους άλλους Έλληνες. Μετά το τέλος της Επανάστασης το Όρος μπαίνει σε μια νέα περίοδο ακμής, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το Άγιο Όρος συνίσταται από είκοσι Ιερές Μονές. Σύμφωνα με την ιεραρχική τάξη οι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, καλούμενες και Αθωνικές, οι οποίες είναι αυτοδιοίκητες και διοικούνται σύμφωνα με τον εσωτερικό τους κανονισμό, τον οποίο ψηφίζουν οι ίδιες και εγκρίνει η Ιερά Κοινότητα.
Ιερές Μονές του Αγίου Όρους
- Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας (963)
- Ιερά Μονή Βατοπεδίου (972)
- Ιερά Μονή Ιβήρων (976)
- Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (1197, Σερβική)
- Ιερά Μονή Διονυσίου (1375)
- Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου (12ος αιώνας)
- Ιερά Μονή Παντοκράτορος (1363)
- Ιερά Μονή Ξηροποτάμου (11ος αιώνας)
- Ιερά Μονή Ζωγράφου (919, Βουλγαρική)
- Ιερά Μονή Δοχειαρίου (11ος αιώνας)
- Ιερά Μονή Καρακάλλου (1070)
- Ιερά Μονή Φιλοθέου (992)
- Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας (1363)
- Ιερά Μονή Αγίου Παύλου (11ος αιώνας)
- Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (10ος αιώνας, 1542)
- Ιερά Μονή Ξενοφώντος (1070)
- Ιερά Μονή Γρηγορίου (14ος αιώνας)
- Ιερά Μονή Εσφιγμένου (11ος αιώνας)
- Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος (11ος αιώνας, Ρωσική)
- Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου (1086)
Έντυπα
- Τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους | Κοζάνη 2005 42σελ | 1.5MB
- Το Άγιον Όρος | Παν. Κ. Χρήστου, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1987 243σελ | 29.1MB
- Άθως Το Άγιον Όρος, Έκθεση Φωτογραφιών και Χαλκογραφιών | ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΑΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2016 53σελ | 12MB
- Πληθυσµιακή Γεωγραφία του Αγίου Όρους: ζητήματα καταγραφής | Γεώργιος Σιδηρόπουλος, Φωκίων Κοτζαγεώργης 25σελ | 5.5MB
Πηγές – Ιστότοποι
Μετέωρα
-
Έτος εγγραφής: 1988 • 455
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iv) (v) (vii)
-
Βυζαντινή, μεταβυζαντινή και νεότερη περίοδος
-
Π. Θεσσαλίας, Π.Ε. Τρικάλων, Δήμος Μετεώρων, Καλαμπάκα
Τα Μετέωρα αποτελούν, μετά το Άγιο Όρος, το μεγαλύτερο και με συνεχή παρουσία από την εποχή της εγκατάστασης των πρώτων ασκητών μέχρι σήμερα μοναστικό σύνολο στον ελλαδικό χώρο. Από τις ιστορικές μαρτυρίες συμπεραίνουμε ότι οι μονές των Μετεώρων ήταν στο σύνολό τους τριάντα. Από τις τριάντα αυτές μονές οι έξι λειτουργούν έως σήμερα και δέχονται πλήθος προσκυνητών. Υπάρχουν όμως και πολλά μικρότερα μοναστήρια εγκαταλελειμμένα. Τα περισσότερα από αυτά είχαν ιδρυθεί στον 14ο αι.
Η ονομασία Μετέωρα είναι νεότερη και δεν αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς. Το όνομά τους το οφείλουν στον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, κτήτορα της μονής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Μεγάλο Μετέωρο), ο οποίος ονόμασε έτσι τον «πλατύ λίθο›, στον οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1344. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι πρώτοι αναχωρητές εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 12 αι. Στα μέσα του 14ου αι. ο μοναχός Νείλος συγκέντρωσε τους μοναχούς που ζούσαν απομονωμένοι σε σπηλιές των βράχων, γύρω από την σκήτη της Δούπιανης οργανώνοντας έτσι τον μοναχισμό στα Μετέωρα.
Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς Τούρκους (1393) και η βαθμιαία κατάρρευση και τελική πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας επέφεραν κατά το 15ο αι. μια κάμψη στη μοναστική ζωή των Μετεώρων.
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 15ου αι. παρατηρείται μια ανάκαμψη, που σηματοδοτείται από τη ίδρυση της μονής της Αγίας Τριάδας (1475/76) και την τοιχογράφηση του παλαιού καθολικού του Μεγάλου Μετεώρου (1483). Η ακμή των Μετεώρων θα συντελεστεί τον επόμενο αιώνα, κατά τον οποίο ιδρύονται νέα μοναστήρια, ανεγείρονται νέα καθολικά και άλλα μοναστηριακά κτίσματα, τα περισσότερα από τα οποία κοσμούνται με εξαιρετικής τέχνης αγιογραφίες.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στη Θεσσαλία (1393-1881) τα μετεωρίτικα μοναστήρια λειτούργησαν ως τόποι ελπίδας. Στις αρχές του 19ου αι. τα στρατεύματα του Αλή-Πασά, επέφεραν καταστροφές και λεηλασίες σε πολλά από αυτά (Μονή Υπαπαντής, Μονή Αγίου Δημητρίου κ. ά.).
Τα επτά μοναστήρια των Μετεώρων, είναι σήμερα αναστηλωμένα και με συντηρημένο στο μεγαλύτερο μέρος τους τον τοιχογραφικό τους διάκοσμο. Το 1989 η Unesco ενέγραψε τα Μετέωρα στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ως ένα ιδιαίτερης σημασίας πολιτιστικό και φυσικό αγαθό.
Ιερές Μονές:
- Ιερά Μονή Υπαπαντής | Ορθοδοξία News Agency
- Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου – Μεταμορφώσεως του Σωτήρος | Βικιπαίδεια
Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου | meteoromonastery.gr - Ιερά Μονή Βαρλαάμ | Βικιπαίδεια
- Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά | Βικιπαίδεια
- Ιερά Μονή Ρουσάνου | Βικιπαίδεια
- Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας Μετεώρων | Βικιπαίδεια
- Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου Μετεώρων | Βικιπαίδεια
Πηγές – Ιστότοποι
- Μετέωρα | Βικιπαίδεια
- Μετέωρα Καλαμπάκας, Τρίκαλα | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Διαδικτυακή περιήγηση Ιερών Μονών Μετεώρων | ΔΙΕΚ Τρικάλων, Αναπτυξιακό Κέντρο Θεσσαλίας
- Οι Μονές των Μετεώρων | ΕΟΤ
- Μετέωρα: Επιβλητική ομορφιά | ΕΟΤ
- Μοναστήρια των Μετεώρων | kalampaka.com
- Οι Ιερές Μονές των Μετεώρων | meteora.com [τουριστικός ιστότοπος]
- Μοναστήρια | meteorarocks.com [τουριστικός ιστότοπος]
- Μετέωρα | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά Μνημεία Θεσσαλονίκης
-
Έτος εγγραφής: 1988 • 456
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iv)
-
Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή περίοδος
-
Π. Κεντρικής Μακεδονίας, Π.Ε. Θεσσαλονίκης, Δήμος Θεσσαλονίκης
Η ιστορική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης, που έχει την αρχή της σε μία αδιάσπαστη συνέχεια από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι σήμερα, είναι συνδεδεμένη κυρίως με τη βυζαντινή ζωή της. Η περιτειχισμένη πόλη με τα μνημεία της εύλογα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανοιχτό Βυζαντινό Μουσείο. Στο σύνολό τους τα μνημεία της πόλης, παλαιοχριστιανικά – βυζαντινά, μεταβυζαντινά και οθωμανικά είναι κηρυγμένα ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Δεκαπέντε (15) εκ των παλαιοχριστιανικών – βυζαντινών εγγράφηκαν το 1988 στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Σε κάθε γειτονιά έμεινε και κάποιο από τα βυζαντινά ή μεταβυζαντινά μνημεία της, στοιχεία αλλοτινών καιρών, όταν η πόλη ήταν συμβασιλεύουσα μιας άλλοτε κραταιάς και άλλοτε φθίνουσας βυζαντινής αυτοκρατορίας ή αργότερα κέντρο της τουρκοκρατούμενης βαλκανικής χερσονήσου.
Μνημεία – Χάρτης
- Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης
- Ροτόντα
- Όσιος Δαβίδ (Μονή Λατόμου)
- Βασιλική Αγίου Δημητρίου
- Βασιλική Παναγίας Αχειροποίητου
- Ναός Αγίας Σοφίας
- Ναός Παναγίας Χαλκέων
- Βυζαντινό λουτρό
- Ναός Αγίου Παντελεήμονα
- Ναός Αγίων Αποστόλων
- Ναός Αγίου Νικολάου Ορφανού
- Ναός Αγίας Αικατερίνης
- Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος
- Μονή Βλατάδων
- Ναΐδριο Προφήτη Ηλία
Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης (4ος – 5ος αι.)
Η ιστορία της πόλης καταγράφεται πάνω στα τείχη, ενίοτε και στις επιγραφές που σώζονται σε διάφορα σημεία της οχύρωσης, μάρτυρες επάλληλων επισκευών και ανακατασκευών μέσα στην πορεία των αιώνων που ακολούθησαν. Λείψανα της ελληνιστικής και διαδοχικά της ρωμαϊκής οχύρωσης της πόλης ενσωματώθηκαν στα τέλη του 4ου αι. στον νέο οχυρωματικό περίβολο, τραπεζιόσχημο σε κάτοψη, με τον οποίο τειχίστηκε η Θεσσαλονίκη. Η συνολική περίμετρος των τειχών της πόλης ανέρχεται στα 8 χλμ. Στα πεδινά τμήματα ισχυροί τριγωνικοί πρόβολοι εναλλάσσονταν με ορθογώνιους πύργους ενώ το τείχος ενισχύθηκε και με προτείχισμα. Από την πλευρά της θάλασσας την πόλη προστάτευε χαμηλό θαλάσσιο τείχος.
Δυτικά τείχη
Τμήμα του παλαιοχριστιανικού τείχους και του προτειχίσματος διατηρείται στην Πλατεία Δημοκρατίας. Στο σημείο αυτό υψωνόταν μέχρι το 1874, οπότε και κατεδαφίστηκε, η κύρια είσοδος της πόλης, η Χρυσή Πύλη, από την οποία ξεκινούσε η βασική οδική αρτηρία της πόλης, ο ρωμαϊκός decumanus maximus και η μετέπειτα Λεωφόρος των βυζαντινών. Τμήμα του τείχους ανηφορίζει κατά μήκος της σημερινής οδού Ειρήνης, μέχρι τη συμβολή της με την οδό Αγίου Δημητρίου, στο ύψος του δεύτερου κυριότερου decumanus της πόλης. Εκεί ανοιγόταν η δεύτερη από δυτικά βασική πύλη, η Ληταία που οδηγούσε στην ύπαιθρο χώρα, στο Μυγδονικό λεκανοπέδιο και τη Λητή.
Βoρειοδυτικά Τείχη
Την βραχώδη γεωμορφολογία του εδάφους ακολουθούν τα τείχη που ανηφορίζουν προς την Ακρόπολη. Το ΒΔ τμήμα του τείχους αποτελεί προσθήκη στα χρόνια του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, όταν ο ίδιος διετέλεσε δεσπότης της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των ετών 1369 – 1373.
Τείχη Ακροπόλεως – Πύργος Λαπαρδά – Πύλη Άννας Παλαιολογίνας – Πύργος Τριγωνίου – ή Άλύσεως
Το λεγόμενο διάμεσο τείχος που διαχώριζε την περιοχή της Ακρόπολης από την Άνω Πόλη εκτεινόταν δυτικά, απέναντι από τη Μονή Βλατάδων περίπου και έφθανε στα ανατολικά μέχρι τον Πύργο του Τριγωνίου. Η τοποθέτηση των πύργων στο διάμεσο τείχος προς το εσωτερικό της Ακρόπολης, το οποίο αποτελούσε αρχικά την εξωτερική όψη του τείχους της πόλης, επιβεβαιώνει τη μεταγενέστερη προσθήκη της Ακρόπολης στον αρχικό οχυρωματικό περίβολο. Οι επιγραφές που σώζονται στον ορθογώνιο πύργο, γνωστό ως Πύργο του Λαπαρδά, που στέκει απέναντι από τη Μονή Βλατάδων σχετίζονται με τις εκτεταμένες επεμβάσεις που έγιναν στην οχύρωση της Ακρόπολης τον 12ο αι.
Ακολουθώντας το διάμεσο τείχος στην πορεία προς τα ΒΑ ανοίγεται η Πύλη της Άννας Παλαιολογίνας (1355 – 1356), όπως μαρτυρεί η εγχάρακτη στο μαρμάρινο περιθύρωμα επιγραφή. Η πύλη αυτή οδηγούσε στην εκτός των τειχών περιοχή.
Το διάμεσο τείχος καταλήγει βορειονατολικά στον Πύργο της Αλύσεως ή ευρύτερα γνωστό ως Πύργο του Τριγωνίου. Πρόκειται για κυκλικό πύργο που κατασκευάστηκε τον 15ο αι. ενσωματώνοντας τον προγενέστερο τετράγωνο πύργο της βυζαντινής οχύρωσης, που προϋπήρχε στη θέση αυτή.
Ο πύργος του Τριγωνίου μαζί με το Φρούριο του Βαρδαρίου και τον Λευκό Πύργο εντάσσονται στο νέο σύστημα ενίσχυσης της οχύρωσης που εφάρμοσαν οι Οθωμανοί στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις αλλαγές της πολεμικής τεχνικής που επέφερε στο εξής η χρήση της πυρίτιδας.
Ανατολικά τείχη – Λευκός πύργος – Προτείχισμα
Τα τείχη άλλοτε θεμελιωμένα πάνω στον βραχώδη γήλοφο και άλλοτε πατώντας πάνω στα απομεινάρια της ρωμαϊκής οχύρωσης, κατηφορίζουν υψηλά και αγέρωχα μέχρι την οδό Αγίου Δημητρίου και εν συνεχεία ταπεινωμένα πλέον, μετά το 1889, προς τη θάλασσα. Δια μέσου της οδού Φιλικής Εταιρείας, όπου διατηρούνται ορατά τμήματα του προτειχίσματος και τριγωνικοί πρόβολοι του κυρίως τείχους, καταλήγουν στο Λευκό Πύργο, που υψώνεται στη συμβολή του θαλάσσιου με το χερσαίο τείχος. Ο πύργος στη μορφή που σώζεται σήμερα κτίστηκε στα τέλη του 15ου αι., στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού των οχυρώσεων, στη θέση παλαιότερου βυζαντινού πύργου.
Από τις πύλες του ανατολικού σκέλους του περιβόλου γνωστές είναι οι θέσεις δύο κύριων πυλών, πάνω στους δύο βασικούς οδικούς άξονες της πόλης, της Νέας Χρυσής Πύλης σε αντιστοιχία με τη Ληταία και της Κασσανδρεωτικής (ή πύλη της Καλαμαρίας), σε αντιστοιχία με τη Χρυσή Πύλη.
Επταπύργιο
Το φρούριο του Επταπυργίου υψώνεται στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης, στο ΒΑ άκρο των τειχών της πόλης. Παρουσιάζει ένα σύμπλεγμα διαφορετικών κατασκευαστικών φάσεων από την παλαιοχριστιανική – πρώιμη βυζαντινή περίοδο έως και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με οψιμότερη την προσθήκη νεώτερων κτιρίων και βοηθητικών χώρων κατά την μετατροπή του σε φυλακές το 19ο αι και τελική φάση στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τις ήπιες επεμβάσεις και αναγκαίες μετατροπές για την στέγαση των γραφείων της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Πάνω στις τοιχοποιίες του φρουριακού συγκροτήματος με τα ποικίλα κεραμοπλαστικά και τα ενσωματωμένα κατά τόπους μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη διαφόρων εποχών, ανιχνεύονται αντιστοίχως ισάριθμες κατασκευαστικές φάσεις και αποτυπώνονται οι πολυετείς περιπέτειες του κτηρίου, συνυφασμένες με την μακραίωνη και πολυτάραχη ιστορία της πόλης.
Στον αρχικό πυρήνα του φρουρίου ανήκουν δέκα πύργοι, οκτώ τετράπλευροι και δύο τριγωνικοί και τα μεσοπύργια διαστήματά τους, με πρωιμότερο το βόρειο σκέλος, ενταγμένο στη διάταξη της παλαιοχριστιανικής οχύρωσης της Ακρόπολης και με πολλές, ωστόσο, μεταγενέστερες επεμβάσεις. Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους προστέθηκαν οι πύργοι της νότιας πλευράς διαμορφώνοντας το περίκλειστο του φρουρίου. Η μαρμάρινη οθωμανική επιγραφή του 1431 εντοιχισμένη πάνω από το υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου, μαρτυρεί επεμβάσεις και ανακαινίσεις πύργων και τμημάτων του φρουρίου στα χρόνια που ακολούθησαν την κατάκτηση της πόλης αλλά και του εσχάτου καταφυγίου της, του Επταπυργίου.
Οι γραπτές πηγές για το φρούριο είτε σιωπούν, όπως συμβαίνει στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο είτε είναι φειδωλές και συγκεχυμένες, όπως συμβαίνει στα μεσοβυζαντινά και υστεροβυζαντινά χρόνια, όπου η αναφορά στον Κουλά της Θεσσαλονίκης σχετίζεται άλλοτε με το Επταπύργιο και άλλοτε με την Ακρόπολη. Η ονομασία Επταπύργιο απαντά επί Τουρκοκρατίας ως μίμηση πιθανότατα του Επταπυργίου (Yedi Kule), με τους ισάριθμους, πράγματι, πύργους, αντίστοιχου οχυρωματικού έργου του 15ου αι στην Κωσταντινούπολη.
Το μνημείο επιβαρυμένο αρκετά από τις σχεδόν πρόσφατες μνήμες των φυλακών, τις οποίες η νέα χρήση του όχι μόνο δεν απάλειψε αλλά φρόντισε να διαφυλάξει και να προβάλλει στην έκθεση που λειτουργεί στο ισόγειο ενός από τα νεώτερα κτίρια του συγκροτήματος, είναι ανοικτό στο κοινό της πόλης και επισκέψιμο καθημερινά, ενώ ενίοτε χώροι του ανοιχτοί και κλειστοί διατίθενται για πολιτιστικές εκδηλώσεις υπό την αιγίδα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Ροτόντα (4ος αι.)
Κτίστηκε αρχικά στον τύπο του περίκεντρου κτηρίου, στον άξονα της πομπικής οδού που συνέδεε τη θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με το ανακτορικό συγκρότημα. Για τη χρήση του ερίζουν διάφορες απόψεις, όπως ναός του Δία ή των Καβείρων, κτήριο με πιθανόν λατρευτικό και κοσμικό – διοικητικό χαρακτήρα που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του ανακτορικού συγκροτήματος ή μνημείο αφιερωμένο στη δόξα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το μνημείο, διαμέτρου 24,50μ. καλύπτει θόλος από οπτόπλινθους, που φθάνει σε ύψος τα 29,80μ. Στον κυλινδρικό τοίχο, πάχους 6,30μ., εγγράφονται εσωτερικά οκτώ ορθογώνιες κόγχες, από τις οποίες η νότια αποτελούσε την κύρια είσοδο.
Η μετατροπή του κτηρίου σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότατα στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους έγινε στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Τότε προστέθηκε περιμετρική στοά για την επικοινωνία της οποίας με τον αρχικό πυρήνα διανοίχθηκαν στο πάχος της τοιχοποιίας οι επτά από τις οκτώ κόγχες, διευρύνθηκε η ανατολική με την προσθήκη ιερού βήματος, διαμορφώθηκε νέα είσοδος με νάρθηκα στη δυτική κόγχη και προστέθηκαν πρόπυλο και δύο παρεκκλήσια στη νότια είσοδο. Τα λαμπρότερα όμως κατάλοιπα από την παλαιοχριστιανική φάση του μνημείου είναι τα εξαίρετης ποιότητας ψηφιδωτά που καλύπτουν τις καμάρες των κογχών και τα εσωράχια των παραθύρων, ενώ την αποκορύφωση του λαμπρού διακόσμου αποτελούν τα ψηφιδωτά του θόλου ιεραρχημένα σε τρεις ζώνες. Κατά τους σεισμούς των αρχών του 7ου αι. καταστράφηκε η αψίδα του ιερού, το υπερκείμενο τμήμα του θόλου και πιθανόν και η στοά. Η αψίδα, μετά την αποκατάστασή της, ενισχύθηκε εξωτερικά με δύο αντηρίδες και διακοσμήθηκε τον 9ο αι. με την τοιχογραφία της Αναλήψεως.
Όσιος Δαβίδ (Μονή Λατόμου) (6ος αι.)
Στην Άνω πόλη στο αδιέξοδο της οδού Αγίας Σοφίας βρίσκεται ο μικρός ναός, άλλοτε καθολικό της μονής του Χριστού Σωτήρα του Λατόμου ή των Λατόμων, προσωνυμία που οφείλεται στην ύπαρξη λατομείων πέτρας στην περιοχή. Ο ναός κτίστηκε στα τέλη του 5ο αι. στον τύπο του εγγεγραμμένου σε τετράγωνο σταυρού με κόγχη στα ανατολικά. Σήμερα σώζεται το ανατολικό ήμισυ της αρχικής κάτοψης. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για την ψηφιδωτή παράσταση με το όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ στην κόγχη, ένα από τα σημαντικότερα ψηφιδωτά έργα της παλαιοχριστιανικής περιόδου.
Βασιλική Αγίου Δημητρίου (7ος αι.)
Επί της ομώνυμης οδού, βορείως της αρχαίας Αγοράς και του βυζαντινού Μεγαλοφόρου, πάνω στα ερείπια συγκροτήματος ρωμαϊκού λουτρού, όπου φυλακίστηκε και μαρτύρησε το 303 ο αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού Δημήτριος κτίστηκε αρχικά μικρός ευκτήριος οίκος. Στα μέσα του 5ου αι. ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος ανήγειρε στην ίδια θέση μεγάλη βασιλική, η οποία κάηκε στο σεισμό του 620. Με τη συνδρομή του Επάρχου Λέοντα και του Επισκόπου της Θεσσαλονίκης αποκαταστάθηκε στην αρχική της μορφή η βασιλική στον τύπο της πεντάκλιτης ξυλόστεγης με εγκάρσιο κλίτος και υπερώα. Η σημερινή αναδομημένη μορφή του ναού – ο οποίος καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς στην πυρκαγιά του 1917 – είναι αποτέλεσμα εκτεταμένων εργασιών αναστήλωσης που άρχισαν το 1918 και ολοκληρώθηκαν το 1948.
Στη ΒΔ γωνία υπάρχει σήμερα ο τάφος του αγίου, σε θέση που πιστεύεται ότι υπήρχε ήδη από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Ο ναός αφιερωμένος στον πολιούχο άγιο της Θεσσαλονίκης είναι προσκυνηματικός, γνωστός κυρίως και για τα ψηφιδωτά σύνολα που διασώθηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Πρόκειται για ένδεκα ψηφιδωτές συνθέσεις αναθηματικού χαρακτήρα του 5ου, 7ου και 9ου αι. που διατηρούνται στους δύο πεσσούς του ιερού βήματος και στο δυτικό τοίχο του κεντρικού κλίτους.
Κρύπτη
Κάτω από το εγκάρσιο κλίτος του ναού βρίσκεται η Κρύπτη, που στα υστεροβυζαντινά χρόνια ήταν το κέντρο της μυροβλυσίας του αγίου. Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ο υπόγειος αυτός χώρος καταχώθηκε και εγκαταλείφθηκε ενώ η μνήμη της ύπαρξής του φαίνεται ότι σβήστηκε στα κατοπινά χρόνια. Αφορμή για τον εντοπισμό της στάθηκε η καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Από το 1985 λειτουργεί έκθεση, διαρθρωμένη σε επτά (Α – Ζ) αίθουσες και περιλαμβάνει κατεξοχήν γλυπτά παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά που μαρτυρούν τις επάλληλες περιόδους της μακραίωνης ιστορίας της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, ενώ σε δύο προθήκες εκτίθενται νομίσματα και κεραμικά, προερχόμενα από την επίχωση που είχε καλύψει το εσωτερικό της Κρύπτης.
Παρεκκλήσι Αγίου Ευθυμίου
Νοτίως του ιερού της βασιλικής προσαρτήθηκε τον 9ο – 10ο αι. ναΐδριο στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, αφιερωμένο στον άγιο Ευθύμιο. Ο ναός κατάγραφος στο εσωτερικό του, τοιχογραφήθηκε το 1303 με δαπάνες του πρωτοστράτορα Μιχαήλ Γλαβά Ταρχανειώτη και της συζύγου του Μαρίας. Ο ζωγραφικός διάκοσμος, έργο προικισμένου καλλιτέχνη, αποπνέει την υψηλή αισθητική και τη δυναμική της παλαιολόγειας αναγέννησης
Βασιλική Παναγίας Αχειροποίητου (5ος αι.)
Στο κέντρο της πόλης επί της οδού Αγίας Σοφίας, βρίσκεται ο Μεγάλος Ναός της Θεοτόκου. Κτίστηκε τον 5ο αι στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με νάρθηκα και υπερώα, πάνω στα ερείπια συγκροτήματος ρωμαϊκών λουτρών. Μικρό κογχωτό κτίσμα, σε επαφή με τη νότια πλευρά εξυπηρετούσε λατρευτικές ανάγκες του ναού, ενώ μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Ειρήνη προσκολλήθηκε στην ανατολική πλευρά κατά τη βυζαντινή περίοδο. Στο εσωτερικό του ναού ξεχωρίζουν τα αρχιτεκτονικά γλυπτά στις κιονοστοιχίες που διαχωρίζουν τα τρία κλίτη ενώ εξαιρετικής τέχνης είναι τα ψηφιδωτά που σώζονται στα εσωράχια των τόξων των κιονοστοιχιών, των υπερώων και του τριβήλου στο νάρθηκα.
Ναός Αγίας Σοφίας (8ος αι.)
Ο ναός αφιερωμένος στο Χριστό, τον αληθή Λόγο και τη Σοφία του Θεού κτίστηκε στα τέλη του 7ου αι. –αρχές του 8ου αι. στη θέση μεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου αι. Αποτελεί τυπικό δείγμα μεταβατικού σταυροειδούς ναού με τρούλο και περίστωο, κατά μίμηση της Αγία Σοφίας Κωνσταντινούπολης. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος στο εσωτερικό του ναού, έργο τριών φάσεων, μαρτυρεί το υψηλό πνευματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο της πόλης σε διάφορες εποχές. Η διακόσμηση του ιερού συνιστά ένα από τα πιο σημαντικά και ακριβώς χρονολογημένα. σύνολα ζωγραφικής της Εικονομαχικής περιόδου (780 – 788). Στον τρούλο η Ανάληψη είναι κορυφαίο δείγμα της λεγόμενης Αναγέννησης των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων στα τέλη του 9ου αι., ενώ στην κόγχη η ένθρονη Παναγία Βρεφοκρατούσα, έργο του 11ου – 12ου αι. κάλυψε τον μεγάλο σταυρό της εικονομαχικής περιόδου.
Ναός Παναγίας Χαλκέων (11ος αι.)
Νοτίως της αρχαίας αγοράς, στη ΝΑ γωνία του βυζαντινού Μεγαλοφόρου, στη γειτονιά των χαλκωματάδων, από όπου και έλκει την ονομασία του, βρίσκεται ο ναός της Παναγίας. Είναι ακριβώς χρονολογημένο μνημείο με επιγραφή στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου: κτίστηκε το 1028 από τον Χριστόφορο Πρωτοσπαθάριο και κατεπάνω Λογουβαρδίας, τη σύζυγό του Μαρία και τα παιδιά του Νικηφόρο, Άννα και Κατακαλή, ως ταφικό παρεκκλήσι. Ο τάφος του κτήτορα βρίσκεται σε αρκοσόλιο που ανοίγεται στο πάχος του βόρειου τοίχου του ναού. Ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού. Οι ραδινές αναλογίες του μνημείου και η ολόπλινθη τοιχοδομία του, την οποία διαρθρώνουν τυφλά αψιδώματα, κόγχες και ημικίονες παραπέμπουν σε κωνσταντινοπολίτικη επίδραση. Δεύτερη γραπτή επιγραφή επιβεβαιώνει την τοιχογράφησή του συγχρόνως με την ίδρυσή του.
Βυζαντινό λουτρό (14ος αι.)
Στις παρυφές της Άνω πόλης, επί της οδού Θεοτοκοπούλου βρίσκεται το μοναδικό δημόσιο βυζαντινό λουτρό που σώζεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για κτίσμα ορθογωνικής κάτοψης, μικρών διαστάσεων, που χρονολογείται πιθανότατα στον 13ο αι. και διατηρεί όλους τους αναγκαίους για ένα λουτρό χώρους: προθάλαμο, χλιαρό και θερμό χώρο και δεξαμενή.
Ναός Αγίου Παντελεήμονα (14ος αι.)
Στη συμβολή των οδών Αρριανού και Ιασωνίδου, σε μικρή απόσταση από την αψίδα του Γαλερίου και τη Ροτόντα, βρίσκεται ο βυζαντινός ναός του Αγίου Παντελεήμονα. Ο ναός, η επωνυμία του οποίου είναι πολύ νεώτερη, ταυτίζεται με το καθολικό της μονής της Θεοτόκου Περιβλέπτου, γνωστή και ως μονή του κυρ Ισαάκ, από τον ιδρυτή της μητροπολίτη Ιάκωβο (1295 – 1314). Ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο και περίστωο, το οποίο καταλήγει στα ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια. Από τον αρχικό τοιχογραφικό διάκοσμο διατηρούνται ελάχιστα δείγματα στην πρόθεση και το διακονικό.
Ναός Αγίων Αποστόλων (14ος αι.)
Στην αρχή της οδού Ολύμπου και πολύ κοντά στα δυτικά τείχη βρίσκεται ο ναός των Αγίων Αποστόλων, καθολικό άλλοτε μονής αφιερωμένης στην Παναγία, με κτήτορα τον Πατριάρχη Νίφωνα (1310 – 1314) και το μαθητή του ηγούμενο Παύλο. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάρθρωση των εξωτερικών όψεων του μνημείου με κορύφωση τα κεραμοπλαστικά που κοσμούν την ανατολική πλευρά. Στο εσωτερικό σώζει εξαιρετικό ψηφιδωτό διάκοσμο, χαρακτηριστικό της τελευταίας περιόδου της παλαιολόγειας τέχνης.
Ναός Αγίου Νικολάου Ορφανού (14ος αι.)
Στην Άνω πόλη, μεταξύ των οδών Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου και πολύ κοντά στα ανατολικά τείχη εντός περίκλειστης αυλής βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου του Ορφανού ή των Ορφανών, καθολικό και αυτός βυζαντινής μονής. Ανήκει στον τύπο του μονόχωρου ναού με περίστωο που απολήγει στα ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια. Ο αριστουργηματικός τοιχογραφικός του διάκοσμος είναι ένα από τα πληρέστερα διατηρούμενα ζωγραφικά σύνολα στη Θεσσαλονίκη και αντιπροσωπευτικό δείγμα της παλαιολόγειας τέχνης. Από το μοναστηριακό συγκρότημα πλην του καθολικού σώζονται ερείπια του πυλώνα της μονής επί της οδού Ηροδότου.
Ναός Αγίας Αικατερίνης (13ος αι.)
Πάνω από την οδό Ολυμπιάδος, στις παρυφές της Άνω πόλης, στη συμβολή των οδών Τσαμαδού και Οιδίποδα και κοντά στα ΒΔ τείχη βρίσκεται ο ναός της Αγίας Αικατερίνης, καθολικό άλλοτε βυζαντινής μονής. Χρονολογείται στα τέλη του 13ου – αρχές 14ου αι. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο και παρεκκλήσια στα ανατολικά. Οι κομψές του αναλογίες και η διάρθρωση των όψεων με βαθμιδωτά αψιδώματα και τόξα, πλίνθινους ημικίονες και κεραμοπλαστικά κοσμήματα καθιστούν το μνημείο εξαίρετο δείγμα της παλαιολόγειας αρχιτεκτονικής. Ο τοιχογραφικός του διάκοσμος αν και διατηρείται πολύ αποσπασματικά, ακολουθεί τη ζωγραφική παράδοση των αρχών της παλαιολόγειας αναγέννησης.
Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (14ος αι.)
Στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Παλαιών Πατρών Γερμανού βρίσκεται το ναΐδριο του Σωτήρος. Κτίστηκε μετά το 1340 πιθανότατα ως ταφικό παρεκκλήσι βυζαντινού μοναστηριού και αρχικά ήταν αφιερωμένο στην Παναγία. Ανήκει στον τύπο του τετράκογχου εγγεγραμμένου σε τετράγωνη κάτοψη ναού. Η δυτική κόγχη κατεδαφίστηκε το 1936 για την προσθήκη νάρθηκα. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό του χρονολογείται την περίοδο 1350 – 1370 και εντάσσεται στην παλαιολόγεια παράδοση.
Μονή Βλατάδων (14ος αι.)
Έξω ακριβώς από τα τείχη της Ακρόπολης, επί της οδού Ακροπόλεως βρίσκεται η Πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων, το μοναδικό βυζαντινό μοναστήρι της πόλης που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1351 – 1371 από το μαθητή του Γρηγορίου Παλαμά, μοναχό Δωρόθεο Βλατή, και μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Από το αρχικό συγκρότημα σώζεται μόνον το καθολικό στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο που απολήγει σε παρεκκλήσια. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό τοποθετείται μεταξύ των ετών 1360 – 1380. Ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος στο Χριστό Παντοκράτορα ενώ σήμερα τιμάται στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Ναΐδριο Προφήτη Ηλία (14ος αι.)
Επί της οδού Ολυμπιάδος, στη συμβολή της με την οδό Προφήτη Ηλία, πάνω σε ένα φυσικό βραχώδες έξαρμα δεσπόζει ο ναός του Προφήτη Ηλία. Μοναδικός στη πόλη της Θεσσαλονίκης για τον αρχιτεκτονικό του τύπο: τρίκογχος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με λιτή και περίστωο που απολήγει στα ανατολικά σε παρεκκλήσια, ήταν αφιερωμένος στο Χριστό και ταυτίζεται με το καθολικό της μονής Ακαπνίου. Από τον εικονογραφικό διάκοσμο σώζεται μόνον στη λιτή η παράσταση της Βρεφοκτονίας, αντιπροσωπευτική για την τελευταία φάση της παλαιολόγειας τέχνης.
Έντυπα
Πηγές – Ιστότοποι
- Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης | Βικιπαίδεια
- Τείχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ροτόντα, Θεσσαλονίκη | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ι. Ναός Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ι. Μονή Λατόμου – Ι. Ναός Οσίου Δαυίδ και αγίασμα, Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ι. Ναός Αχειροποιήτου, Θεσσαλονίκη | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ι. Ναός Αγίας Σοφίας, Θεσσαλονίκη | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ι. Ναός Παναγίας Χαλκέων, Θεσσαλονίκη | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ι. Μονή Βλατάδων, Θεσσαλονίκη | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Θεσσαλονίκη | ΕΟΤ
- Θεσσαλονίκη – Τα 15 Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς | Savvas Land
- Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία Θεσσαλονίκης | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Ασκληπιείο Επιδαύρου
-
Έτος εγγραφής: 1988 • 491
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iii) (iv) (vi)
-
Κλασική περίοδος
-
Π. Πελοποννήσου, Π.Ε. Αργολίδας, Δήμος Επιδαύρου
Στην ενδοχώρα της Επιδαύρου, σε μία περιοχή με ήπιο κλίμα και άφθονα πηγαία ιαματικά νερά, βρισκόταν το Ασκληπιείο, η έδρα του θεού ιατρού της αρχαιότητας και το σημαντικότερο θεραπευτικό κέντρο όλου του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου. Ήταν το κύριο ιερό της μικρής παραθαλάσσιας πόλης της Επιδαύρου, αλλά η φήμη του και η αναγνώριση της σημασίας του γρήγορα ξεπέρασαν τα όρια της Αργολίδας και θεωρήθηκε από όλους τους Έλληνες ο τόπος όπου γεννήθηκε η ιατρική. Περισσότερα από διακόσια ιαματικά κέντρα σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο θεωρούνταν ιδρύματά του. Τα μνημεία του αποτελούν σήμερα όχι μόνο παγκοσμίου φήμης αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αλλά και εξαιρετική μαρτυρία για την άσκηση της ιατρικής στην αρχαιότητα. Σε αυτά αποτυπώθηκε η εξέλιξη της ιατρικής από τη φάση κατά την οποία η ίαση εξαρτιόταν αποκλειστικά από το θεό έως τη μετατροπή της σε επιστήμη, με τη συστηματική καταγραφή περιστατικών και τη σταδιακή συγκέντρωση γνώσης και πείρας.
Ο τόπος ήταν αφιερωμένος σε θεότητες με θεραπευτικές ιδιότητες ήδη από την προϊστορική εποχή. Στο λόφο Κυνόρτιον, που υψώνεται πίσω από το θέατρο, στα βορειοανατολικά, κατά τη μυκηναϊκή εποχή υπήρχε ιερό, στο οποίο λατρευόταν μία θεά συνδεμένη με την ίαση. Το ιερό αυτό, που ήταν ασυνήθιστα μεγάλο για την εποχή, δημιουργήθηκε το 16ο αι. π.Χ. πάνω στα κατάλοιπα ενός οικισμού της Πρώιμης και της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2800-1800 π.Χ.) και διατηρήθηκε έως τον 11ο αι. π.Χ. Γύρω στο 800 π.Χ. ιδρύθηκε στην ίδια θέση ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα, θεό με θεραπευτικές ιδιότητες, που λατρευόταν εδώ ως Απόλλωνας Μαλεάτας. Η λατρεία του κυρίως θεραπευτή θεού, του Ασκληπιού, που η μυθική παράδοση τον παρουσιάζει ως αυτόχθονα γιο του Απόλλωνα και της εγγονής του βασιλιά της Επιδαύρου Μάλου, της Κορωνίδας, καθιερώθηκε κατά τον 6ο αι. π.Χ. Η λατρεία του θεού προστάτη της ανθρώπινης υγείας και της προσωπικής ευτυχίας απέκτησε φήμη που εξαπλώθηκε ραγδαία. Ο αριθμός των προσκυνητών ολοένα αυξανόταν και το ιερό στο Κυνόρτιο δε επαρκούσε πλέον για τις ανάγκες της λατρείας, έτσι, άρχισε η ανάπτυξη ιερού και στην πεδινή περιοχή, περίπου 1 χλμ. στα νοτιοδυτικά του Κυνορτίου, στον τόπο όπου κατά το μύθο γεννήθηκε ο Ασκληπιός. Τα δύο ιερά, αφιερωμένα το ένα στον Απόλλωνα Μαλεάτα και το άλλο στον Ασκληπιό, εξελίχθηκαν παράλληλα, με την επίσημη ονομασία «ιερόν Απόλλωνος Μαλέατα και Ασκλαπιού».
Το νέο ιερό στην κοιλάδα οργανώθηκε γύρω από το Ιερό Φρέαρ (που αργότερα ενσωματώθηκε στη στοά του Αβάτου) και στο χώρο του κτηρίου Ε, όπου υπήρχε ο πρώτος βωμός τέφρας και ο χώρος των τελετουργικών γευμάτων. Το φρέαρ ήταν βασικό στοιχείο της ίασης, που επιτυγχανόταν με τη διαδικασία της κάθαρσης και της «εγκοίμησης» κοντά στο νερό, ως μίμηση του τρόπου με τον οποίο οι θεϊκές δυνάμεις εξασφάλιζαν την ανανέωσή τους, επιστρέφοντας με τον περιοδικό θάνατο μέσα στη γη, στην πηγή της ζωής, από την οποία επανέρχονταν αναγεννημένοι. Ο θεός συμβούλευε τον ασθενή κατά την εγκοίμηση, δηλαδή τον ύπνο που αντιστοιχούσε στον περιοδικό θάνατο, σχετικά με τη θεραπεία που έπρεπε να ακολουθήσει.
Κατά τον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. οι γενικευμένες πολεμικές συρράξεις οδήγησαν τους ανθρώπους να αναζητήσουν ακόμη περισσότερο την προστασία και τη βοήθεια του Ασκληπιού και το ιερό του φιλάνθρωπου θεού έγινε από τα πλουσιότερα της εποχής. Τότε πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα ανοικοδόμησης τόσο στο ορεινό όσο και στο πεδινό ιερό και οικοδομήθηκαν τα σημαντικότερα μνημεία: στο πεδινό ιερό ο ναός του Ασκληπιού, το Άβατον, η θόλος και το θέατρο, το εστιατόριο, το ξενοδοχείο και το στάδιο, ενώ στο ορεινό ιερό ο κλασικός ναός και ο βωμός του Απόλλωνα, η μεγάλη στοά, η κατοικία των ιερέων και το τέμενος των Μουσών. Μετά την περίοδο των μεγάλων καταστροφών που προκάλεσαν ο Σύλλας και οι Κίλικες πειρατές τον 1ο αι. π.Χ., το Ασκληπιείο γνώρισε νέα άνθηση στους αυτοκρατορικούς χρόνους, ιδίως στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ., οπότε ο Ρωμαίος συγκλητικός Αντωνίνος χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέων κτηρίων και την ανανέωση παλαιών. Τότε επισκέφθηκε το ιερό ο περιηγητής Παυσανίας, που το περιέγραψε με λεπτομέρεια και θαύμασε τα μνημεία του (2.26 κ.εξ.). Κατά τους δύο επόμενους αιώνες ο χώρος υπέστη και άλλες καταστροφικές εισβολές, με κυριότερη αυτή των Γότθων, το 267 μ.Χ. Το πεδινό ιερό αναδιοργανώθηκε άλλη μία φορά στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ., όποτε ο κεντρικός του χώρος διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα σε μία περιμετρική στοά, στην οποία εντάχθηκαν τμήματα παλαιοτέρων κτηρίων. Η λατρεία συνεχίσθηκε ακόμη και μετά την επίσημη απαγόρευση της αρχαίας θρησκείας το 426 μ.Χ., αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλα ιερά, έως την οριστική εγκατάλειψη του χώρου, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 522 και του 551 μ.Χ.
Οι πρώτες έρευνες στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου έγιναν από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή της Πελοποννήσου το 1829. Συστηματικές ανασκαφές πραγματοποίησε ο Π. Καββαδίας, υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1870-1926, αποκαλύπτοντας τα σημαντικότερα μνημεία του ιερού. Περιορισμένες ανασκαφές διενήργησε η Γαλλική Σχολή Αθηνών με τον G. Roux το 1942-1943 γύρω από το Άβατον και τα κτήρια Ε και Η, καθώς και η Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον Ι. Παπαδημητρίου το 1948-1951. Τα έτη 1954-1963 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εργασίες αναστήλωσης του θεάτρου από τον Α. Ορλάνδο. Από το 1974 τις ανασκαφές ανέλαβε και πάλι η Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση του Καθηγ. Β. Λαμπρινουδάκη στο ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έργα συντήρησης και ανάδειξης των μνημείων και των δύο ιερών από τη διεπιστημονική ομάδα που συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1984 με την τότε ονομασία Ομάδα Εργασίας για τη Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου, σήμερα Επιτροπή για την Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου. Τα έργα που πραγματοποιούνται στο Ασκληπιείο έχουν αλλάξει ριζικά τη φυσιογνωμία του αρχαιολογικού χώρου, ενώ οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως στοιχεία σχετικά με τη γενική οργάνωση του χώρου, καθώς και τη χρονολόγηση, τη χρήση και τη λειτουργία πολλών κτηρίων.
Έντυπα
- Επίδαυρος | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Συντήρηση, αναστήλωση και ανάδειξη μνημείων της Επιδαύρου | Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων – Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου 29σελ | 10.7MB
Πηγές – Ιστότοποι
Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου
-
Έτος εγγραφής: 1988 • 493
-
Κριτήρια: (ii) (iv) (v)
-
Ύστερη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδος
-
Π. Νοτίου Αιγαίου, Π.Ε. Ρόδου, Δήμος Ρόδου
Η πόλη της Ρόδου ιδρύθηκε το 408 π.Χ. στο βορειότερο άκρο του νησιού και οικοδομήθηκε με βάση ένα άρτιο πολεοδομικό σύστημα, σχεδιασμένο από τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο. Την αρχαία πόλη διαδέχθηκε η βυζαντινή, αρκετά πιο περιορισμένη σε μέγεθος και οχυρωμένη ήδη από τον 7ο αιώνα. Η πρώτη αυτή βυζαντινή οχύρωση περιέκλειε μόνο την περιοχή που ονομάστηκε από τους Ιππότες “Κολλάκιο”. Στις αρχές του 12ου αιώνα, όμως, το τείχος επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει μια έκταση 175.000 τ.μ. σχήματος ορθογωνίου παραλληλογράμμου. Αυτή την πόλη κατέκτησαν οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη το 1309.
Από το 1309 και για δύο περίπου αιώνες, η Ρόδος αποτέλεσε το διοικητικό και πολιτικό κέντρο του ιπποτικού κράτους, το οποίο περιλάμβανε τα περισσότερα από τα νησιά της Δωδεκανήσου και είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τα εσωτερικά του ζητήματα, τη διαρκή μουσουλμανική απειλή. Τα πανίσχυρα τείχη της πόλης αντιστάθηκαν ακόμα και στην πολιορκία του Μωάμεθ του Β’ του Πορθητή, το 1480, η οποία κατέληξε στην ήττα της υπέρτερης αριθμητικά τουρκικής δύναμης.
Ορόσημο για την ιστορία της Ρόδου αποτελεί το έτος 1522, όταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατόρθωσε, έπειτα από εξαντλητική για τον πληθυσμό πολιορκία, να συνθηκολογήσει με τους Ιππότες. Το ιπποτικό τάγμα υποχρέωθηκε να παραδώσει την πόλη στους Τούρκους, να εγκαταλείψει την έδρα του και να αποσυρθεί στη Μάλτα, αφήνοντας πίσω πλήθος μνημείων, ανεξίτηλα ίχνη της παρουσίας του στο νησί. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας κράτησε ως το 1912 και την ακολούθησε η περίοδος της ιταλικής κατοχής (1912-1948). Μόλις το 1948 ενσωματώθηκε το νησί στο ελληνικό κράτος.
Έντυπα
- Οι Μεσαιωνικές Οχυρώσεις της πόλης της Ρόδου | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Tο παλάτι του Mεγάλου Mαγίστρου | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Aρχαιολογικό Μουσείο Ρόδου | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Ρόδος – Ένας περίπατος στην παλιά πόλη, αποσπάσματα | © Μάγδα Μαριά, Απρίλιος 2019, Θεσσαλονίκη
- Η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ως παραθαλάσσιο αμυντικό οχυρό | Ερευνητική διπλωματική εργασία, Γκαβογιάννη Κυριακή
Πηγές – Ιστότοποι
Αρχαιολογικός Χώρος Μυστρά
-
Έτος εγγραφής: 1989 • 511
-
Κριτήρια: (ii) (iii) (iv)
-
Ύστερη βυζαντινή περίοδος
-
Π. Πελοποννήσου, Π.Ε. Λακωνίας, Δήμος Σπάρτης
Η ίδρυση του Μυστρά συνδέεται με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204: η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίζεται, η Πελοπόννησος παραχωρείται στη φράγκικη οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων, που ιδρύει το Πριγκηπάτο της Αχαΐας και λίγα χρόνια αργότερα, το 1249, ο φράγκος πρίγκιπας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος κτίζει το κάστρο του Μυζηθρά στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, σε θέση καίρια για τον έλεγχο της κοιλάδας του Ευρώτα. Το κάστρο αυτό θα αποτελέσει τον πυρήνα της μετέπειτα καστροπολιτείας του Μυστρά, μιας από τις σημαντικότερες υστεροβυζαντινές πόλεις. Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, ο φράγκος πρίγκιπας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Βυζαντινούς. Για την απελευθέρωσή του ο βυζαντινός αυτοκράτορας απαιτεί ως λύτρα την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας, της Μαΐνης και του Μυζηθρά, τα οποία και παραδίδονται τρία χρόνια αργότερα, το 1262. Η ασφάλεια, που παρέχει ο φυσικά οχυρός λόφος του Μυστρά, θα προκαλέσει τη μετακίνηση του πληθυσμού της Λακεδαιμονίας σε αυτόν, γεγονός που θα αποτελέσει την απαρχή της εξέλιξής του στο σημαντικότερο αστικό κέντρο της περιοχής.
Το 1289 η “κεφαλή”, ο επαρχιακός διοικητής των βυζαντινών κτίσεων της Πελοποννήσου, μεταφέρει την έδρα του από τη Μονεμβασία στο Μυστρά, ενώ το 1349 ο Μυστράς γίνεται η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο «Δεσπότη» τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄. Το 1383 τη δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται στο Μυστρά η αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων με πρώτο εκπρόσωπό της τον Θεόδωρο Α΄ (1380/1-1407). Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους «Δεσπότες» του Μυστρά κατέχει ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1443-1448), προτελευταίος στη σειρά «Δεσπότης», ο οποίος, έχοντας διαδεχθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448), θα σκοτωθεί στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453.
Η βυζαντινή φάση στην ιστορία του Μυστρά λήγει το 1460 με την παράδοσή του στους Τούρκους.
Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς, πρωτεύουσα πλέον του οθωμανικού σαντζακίου της Πελοποννήσου, γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου. Μικρή διακοπή στη μακραίωνη τουρκική κατάκτηση αποτελεί η περίοδος της Ενετοκρατίας, από το 1687 έως το 1715, ενώ η παρακμή του Μυστρά αρχίζει το 1770 μετά την καταστροφή του από Τουρκαλβανούς στρατιώτες στο πλαίσιο του μεγάλου επαναστατικού κινήματος των Ορλωφικών.
Με την ίδρυση της σύγχρονης πόλης της Σπάρτης από το βασιλιά Όθωνα, το 1834, αρχίζει η μετακίνηση των κατοίκων του Μυστρά προς τη νέα πόλη. Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Είχε προηγηθεί, το 1921, η κήρυξη του χώρου με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο.
Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Χάρτης Μυστρά
- Κύρια είσοδος
- Μητρόπολη
- Ευαγγελίστρια
- Μονή Βροντοχίου – Άγιοι Θεόδωροι
- Μονή Βροντοχίου – Οδηγήτρια ή Αφεντικό
- Πύλη Μονεμβασιάς
- Άγιος Νικόλαος
- Μέγαρο των Δεσποτών και η πλατεία
- Πύλη Ναυπλίας
- Επάνω είσοδος στην ακρόπολη
- Αγία Σοφία
- Ακρόπολη
- Μαυρόπορτα
- Μονή Παντάνασσας
- Ταξιάρχες
- Αρχοντικό Φραγκόπουλου
- Μονή Περιβλέπτου
- Άγιος Γεώργιος
- Οικία Κρεβατά
- Μάρμαρα (είσοδος)
- Αΐ Γιαννακίδης
- Σπίτι Λάσκαρη
- Άγιος Χριστόφορος
- Ερείπια
- Αγία Κυριακή
Πηγή εικόνας: Map of Mystras-en | commons.wikimedia.org
Ανασχεδίαση και μετάφραση σημείων: Matthew Legakis
Έντυπα
- Μυστράς | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Ακολούθησέ με… στην Καστροπολιτεία του Μυστρά | © Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. 2015 8σελ | 5.3MB
- Μυστράς – Η σιωπηλή καστροπολιτεία | Ερευνητική εργασία Διπλώματος, Ευαγγελία-Μένια Δημητρίου 2019 116σελ | 54.6MB
Πηγές – Ιστότοποι
- Μυστράς | Βικιπαίδεια
- Μυστράς | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Μυστράς | Αρχαιολογία & Τέχνες
- Μυστράς – Σπάρτη | Discover Greece | Created by the Greek Tourism Industry
- Η Καστροπολιτεία του Μυστρά | Εκπαιδευτικός ιστοχώρος του ΥΠΠΟ για παιδιά και εκπαιδευτικούς
- Αρχαιολογικός Χώρος Μυστρά | ΕΟΤ
- Αρχαιολογικός Χώρος του Μυστρά | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Αρχαιολογικός χώρος Ολυμπίας
-
Έτος εγγραφής: 1989 • 517
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iii) (iv) (vi)
-
Κλασική περίοδος
-
Π. Δυτικής Ελλάδας, Π.Ε. Ηλείας, Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας
Στη δυτική Πελοπόννησο, στην πανέμορφη κοιλάδα του ποταμού Αλφειού, άνθισε το πιο δοξασμένο ιερό της αρχαίας Ελλάδας, που ήταν αφιερωμένο στον πατέρα των θεών, τον Δία. Απλώνεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του κατάφυτου Κρονίου λόφου, μεταξύ των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου, που ενώνονται σε αυτή την περιοχή. Παρά την απομονωμένη θέση της κοντά στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, η Ολυμπία καθιερώθηκε στο πανελλήνιο ως το σημαντικότερο θρησκευτικό και αθλητικό κέντρο. Εδώ γεννήθηκαν οι σπουδαιότεροι αγώνες της αρχαίας Ελλάδας, οι Ολυμπιακοί, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του Δία, ένας θεσμός με πανελλήνια ακτινοβολία και λάμψη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η απαρχή της λατρείας και των μυθικών αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα στην Ολυμπία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι τοπικοί μύθοι σχετικά με τον ισχυρό βασιλιά της περιοχής, τον ξακουστό Πέλοπα, και τον ποτάμιο θεό Αλφειό, φανερώνουν τους ισχυρούς δεσμούς του ιερού τόσο με την Ανατολή όσο και με τη Δύση.
Τα παλαιότερα ευρήματα στο χώρο της Ολυμπίας εντοπίζονται στους νότιους πρόποδες του Κρονίου λόφου, εκεί όπου αναπτύχθηκαν τα πρώτα ιερά και οι προϊστορικές λατρείες. Μεγάλος αριθμός οστράκων, που χρονολογούνται στην Τελική Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.), βρέθηκαν στο βόρειο πρανές του σταδίου. Ίχνη κατοίκησης και των τριών περιόδων της Εποχής του Χαλκού έχουν εντοπισθεί στην ευρύτερη περιοχή της Άλτεως και του Νέου Μουσείου. Στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο (2800-2300 π.Χ.) κατασκευάσθηκε μεγάλος τύμβος, που αποκαλύφθηκε στα κατώτερα στρώματα του Πελοπίου, και στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο (2150-2000 π.Χ.) οικοδομήθηκαν τα πρώτα αψιδωτά κτήρια του οικισμού. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, τον 11ο αιώνα π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας εγκαταστάθηκαν οι Αιτωλοί, με αρχηγό τον Όξυλο, οι οποίοι ίδρυσαν το κράτος της Ήλιδας. Προς τα τέλη της μυκηναϊκής εποχής πιθανότατα διαμορφώθηκε και το παλαιότερο πρωτόγονο ιερό, αφιερωμένο σε τοπικές και πανελλήνιες θεότητες.
Γύρω στο 10ο-9ο αι. π.Χ. άρχισε να διαμορφώνεται η Άλτις, το ιερό άλσος που ήταν κατάφυτο με αγριελιές, πεύκα, πλατάνια, λεύκες και δρυς. Τότε καθιερώθηκε η λατρεία του Δία, και η Ολυμπία από τόπος κατοίκησης έγινε τόπος λατρείας. Για αρκετό καιρό μέσα στο ιερό δεν υπήρχαν οικοδομήματα, παρά μόνο η Άλτις, που προστατευόταν από περίβολο, μέσα στον οποίο υπήρχαν βωμοί για τις θυσίες στους θεούς και ο τύμβος του Πελοπίου. Τα πολυάριθμα αναθήματα, κυρίως ειδώλια, χάλκινοι λέβητες και τρίποδες τοποθετούνταν στην ύπαιθρο, πάνω σε κλαδιά δένδρων και σε βωμούς. Στην Γεωμετρική εποχή χρονολογούνται και τα πρώτα ειδώλια που απεικονίζουν τον Δία, τον κύριο του ιερού. Το 776 π.Χ. αναδιοργανώθηκαν προς τιμήν του οι αγώνες, από τον Ίφιτο, βασιλιά της Ήλιδας, από τον Κλεοσθένη της Πίσας και τον Λυκούργο της Σπάρτης, οι οποίοι θέσπισαν και την ιερή εκεχειρία. Τα Ολύμπια τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια και σύντομα απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα.
Στην Αρχαϊκή εποχή άρχισε η μεγάλη ανάπτυξη του ιερού, όπως δείχνουν τα χιλιάδες αφιερώματα της περιόδου, όπλα, ειδώλια, λέβητες και πολλά άλλα, ενώ τότε οικοδομήθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια: ο ναός της Ήρας, το Πρυτανείο, το Βουλευτήριο, οι θησαυροί και το πρώτο στάδιο. Η ακμή του ιερού συνεχίσθηκε και στην κλασική εποχή, όταν κτίσθηκε ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία (470-456 π.Χ.), λουτρά, στοές, θησαυροί, βοηθητικά κτήρια, και το στάδιο, το οποίο μεταφέρθηκε ανατολικότερα των δύο αρχαϊκών, εκτός της ιεράς Άλτεως. Πολυάριθμα ήταν και τα αφιερώματα που προσέφεραν οι πιστοί. Οι χιλιάδες ανδριάντες και άλλα πολύτιμα έργα που υπήρχαν σε όλο τον ιερό χώρο της Άλτεως χάθηκαν, δεδομένου ότι το ιερό συλήθηκε αρκετές φορές κατά την αρχαιότητα, ιδιαίτερα στη Ρωμαϊκή εποχή. Κατά την Ελληνιστική εποχή συνεχίσθηκε η ανέγερση οικοδομημάτων κυρίως κοσμικού χαρακτήρα, όπως το γυμνάσιο και η παλαίστρα, και στα ρωμαϊκά χρόνια έγιναν μετασκευές στα υπάρχοντα κτήρια. Οικοδομήθηκαν επίσης θέρμες, πολυτελείς κατοικίες και το υδραγωγείο. Το ιερό λεηλατήθηκε, προκειμένου τα εξαίρετα αφιερώματα να κοσμήσουν ρωμαϊκές επαύλεις.
Η λειτουργία του συνεχίσθηκε κανονικά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το 393 μ.Χ. έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες και λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α΄, με διάταγμά του απαγόρευσε οριστικά την τέλεσή τους, ενώ επί Θεοδοσίου Β΄, επήλθε η οριστική καταστροφή του ιερού (426 μ.Χ.). Στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. επάνω στα ήδη ερειπωμένα κτίσματα αναπτύχθηκε μικρός χριστιανικός οικισμός, και το εργαστήριο του Φειδία μετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική βασιλική. Δύο μεγάλοι σεισμοί, το 522 και 551 μ.Χ. προκάλεσαν την οριστική καταστροφή του ιερού, εφ’ όσον τότε κατέρρευσαν όσα κτήρια είχαν απομείνει όρθια, μεταξύ αυτών και ο ναός του Δία. Στους αιώνες που ακολούθησαν ο χώρος καλύφθηκε από τις πλημμύρες των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου και από τις κατολισθήσεις του Κρονίου λόφου και η Ολυμπία πέρασε στη λησμονιά με τα ερείπια καλυμμένα από επίχωση 5-7 μέτρων. Η περιοχή ονομάσθηκε Αντίλαλος και μόλις το 1766 εντοπίσθηκε η θέση του αρχαίου ιερού.
Η πρώτη ανασκαφή στο χώρο διεξήχθη το 1829 από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή στην Πελοπόννησο, με επικεφαλή το στρατηγό N. J. Maison. Τότε αποκαλύφθηκε μέρος του ναού του Δία και τμήματα των μετοπών που τον κοσμούσαν, πολλά από τα οποία μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου. Η συστηματική έρευνα του ιερού άρχισε το 1875 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και με διακοπές συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι πιο πρόσφατες έρευνες, την τελευταία δεκαετία, έγιναν στο νοτιοδυτικό κτήριο, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Wurzburg και μέλους του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου κ. U. Sinn, και στα προϊστορικά κτήρια του ιερού, υπό τη διεύθυνση του Δρ Η. Kyrieleis, τ. Διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ιντιτούτου. Σήμερα, παράλληλα με το ανασκαφικό έργο σε όλο το χώρο του αρχαίου ιερού πραγματοποιούνται έργα συντήρησης και αναστήλωσης.
Τα κυριότερα μνημεία της αρχαίας Ολυμπίας – Χάρτης
- Γυμνάσιο
- Παλαίστρα
- Θεηκολεών
- Ελληνικά Λουτρά
- Εργαστήριο του Φειδία
- Λεωνιδαίο
- Βουλευτήριο
- Nότια Στοά
- Nοτιοανατολικό Kτίριο
- Στοά της Hχούς ή Eπτάηχος
- Kρυπτή
- Στάδιο
- Iππόδρομος
- Zάνες
- Θησαυροί
- Mητρώον
- Νυμφαίο
- Ναός της Ήρας
- Πελόπιο
- Μεγάλος βωμός του Διός
- Φιλιππείο
- Πρυτανείο
- Ναός του Διός
- Γυμνάσιο
Το Γυμνάσιο είναι κτίριο του 2ου αι. π.Χ. και αποτελείται από υπαίθριο χώρο που περιβάλλεται από στοές, όπου προπονούνταν οι αθλητές στο αγώνισμα του δρόμου και στο πένταθλο. Στο νότιο άκρο του χτίστηκε μεγαλοπρεπές πρόπυλο στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. - Παλαίστρα
Η Παλαίστρα, τετράγωνο κτίριο του 3ου αι. π.Χ., αποτελείται από υπαίθρια περίστυλη αυλή και δωμάτια γύρω από αυτή. Ήταν χώρος προπόνησης των αθλητών στην πάλη, στην πυγμή και στο άλμα. - Θεηκολεών
Ο Θεηκολεών, κτίριο ορθογώνιο με περίστυλη αυλή, ήταν έδρα των Θεηκόλων, των ιερέων της Ολυμπίας. - Ελληνικά Λουτρά
Τα Λουτρά χτίστηκαν τον 5ο αι. π.Χ. και μετασκευάστηκαν σε μεταγενέστερους χρόνους. - Εργαστήριο του Φειδία
Το εργαστήριο του Φειδία, όπου ο Φειδίας φιλοτέχνησε το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, που ήταν στημένο στο ναό του θεού. Τον 5ο αι. μ.Χ. χτίστηκε πάνω στα ερείπια του εργαστηρίου χριστιανική βασιλική. - Λεωνιδαίο
Το Λεωνιδαίο χτίστηκε το 330 π.Χ. από τον Λεωνίδα τον Νάξιο και χρησίμευε ως ξενώνας των επίσημων ξένων επισκεπτών του ιερού. - Βουλευτήριο
Το Βουλευτήριο χτίστηκε τον 6ο αι. π.Χ. και υπέστη πολλές προσθήκες και μετασκευές μέχρι το 2ο αι. π.Χ. Στο βωμό του Ορκίου Διός, που υπήρχε στο Βουλευτήριο, οι αθλητές έδιναν τον όρκο πριν από τους αγώνες. - Nότια Στοά
Η Νότια Στοά, κτίσμα του 4ου αι. π.Χ., αποτελεί το νότιο όριο του ιερού. - Nοτιοανατολικό Kτίριο
Στο Νοτιοανατολικό Κτίριο, του 4ου αι. π.Χ., υπήρχε βωμός της Αρτέμιδος. Τον 1ο αι. μ.Χ., ο Νέρων έχτισε έπαυλη στα ερείπιά του. - Στοά της Hχούς ή Eπτάηχος
Η Στοά της Ηχούς ή Επτάηχος χωρίζει την Άλτιν από το Στάδιο. Χτίστηκε γύρω στο 350 π.Χ. - Kρυπτή
Η Κρυπτή, στεγασμένος διάδρομος που συνδέει το Στάδιο με την Άλτιν, χτίστηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. - Στάδιο
Το Στάδιο, όπου τελούνταν οι γυμνικοί αγώνες, είχε μήκος 212,54 μ. και πλάτος 28,50 μ. Δεν είχε καθίσματα, εκτός από τη λίθινη εξέδρα των Ελλανοδικών, που βρισκόταν απέναντι από το βωμό της θεάς Δήμητρος Χαμύνης. Στα πρανή του μπορούσαν άνετα να καθήσουν 45.000 θεατές. - Iππόδρομος
Ο Ιππόδρομος τοποθετείται νότια του Σταδίου. Σήμερα δεν σώζεται. - Zάνες
Οι Ζάνες, δεκαέξι βάσεις αγαλμάτων του Διός, ήταν αφιερώματα των αθλητών που υπέπεσαν σε παράπτωμα κατά τη διάρκεια των αγώνων. - Θησαυροί
Οι Θησαυροί, κτίσματα του 6ου και του 5ου αι. π.Χ., είχαν μορφή ναΐσκου και χρησίμευαν για τη φύλαξη πολύτιμων αφιερωμάτων του ιερού. - Mητρώον
Το Μητρώο, ο ναός της μητέρας των θεών Κυβέλης, του 4ου αι. π.Χ. - Νυμφαίο
Το Νυμφαίο χτίστηκε το 160 μ.Χ. από τον Ηρώδη τον Αττικό. - Ναός της Ήρας
Ο ναός της Ήρας, ένας από τους αρχαιότερους δωρικούς να ούς της Ελλάδας (600 π.Χ.). Στο σηκό του βρέθηκε το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη. - Πελόπιο
Το Πελόπιο, το τέμενος του Πέλοπα, του 5ου αι. π.Χ. - Μεγάλος βωμός του Διός
Ο μεγάλος βωμός του Διός τοποθετείται στα νοτιοανατολικά του ναού της Ήρας, όπου γίνονταν οι θυσίες προς τιμήν του θεού. - Φιλιππείο
Το Φιλιππείο, κυκλικό οικοδόμημα, που χτίστηκε από τον Φίλιππο Β΄, βασιλιά της Μακεδονίας, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και αποπερατώθηκε από το γιο του, Μέγα Αλέξανδρο. Φιλοξενούσε πέντε ανδριάντες, του Αλεξάνδρου και των προγόνων του, έργα του γλύπτη Λεωχάρη. - Πρυτανείο
Το Πρυτανείο, έδρα των πρυτάνεων, όπου έκαιγε η ιερή εστία με το άσβεστο πυρ. Κτίσμα του 5ου αι. π.Χ. - Ναός του Διός
Ο ναός του Διός, το σημαντικότερο κτίριο της Άλτεως, χτίστηκε στο διάστημα 470-456 π.Χ. Ήταν δωρικού ρυθμού, περίπτερος, με 13 κίονες, έργο του Ηλείου αρχιτέκτονα Λίβωνα. Στο σηκό του υπήρχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, το αριστουργηματικό έργο του Φειδία. Οι γλυπτές παραστάσεις των αετωμάτων του εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας.
Έντυπα
- Ολυμπία | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Από την Ήλιδα στην Ολυμπία | Ζ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων 18σελ | 2.2MB
- Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας | © Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε. / Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση 372σελ | 122.6MB
Πηγές – Ιστότοποι
Δήλος
-
Έτος εγγραφής: 1990 • 530
-
Κριτήρια: (ii) (iii) (iv) (vi)
-
Κλασική περίοδος
-
Π. Νοτίου Αιγαίου, Π.Ε. Μυκόνου, Δήμος Μυκόνου
Δήλος – μια Ουτοπία που υπήρξε
Υπολογίζεται ότι γύρω στο 90 π.Χ. στο μικρό αυτό νησί, που δεν είναι παρά μια κουκίδα στο χάρτη της Μεσογείου, κατοικούσαν περίπου 30.000 άνθρωποι. Από τις αναθηματικές επιγραφές και τα ταφικά μνημεία της Ρήνειας φαίνεται ότι εκτός από τους Αθηναίους και τους Ρωμαίους, που αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού, στη Δήλο κατοικούν άνθρωποι από την Πελοπόννησο, την Κεντρική και Δυτική Ελλάδα, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, τη Θράκη και τον Εύξεινο Ποντο, την Ταυρική Χερσόνησο, την Τρωάδα, τη Μυσία, την Αιολίδα, την Ιωνία, τη Λυδία, την Καρία, τη Λυκία, τη Βιθυνία, την Παφλαγονία, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Πισιδία, την Παμφυλία, την Κιλικία, τη Συρία, τη Μηδία, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Κυρήνη, την Αραβία.
Όλοι αυτοί συνυπάρχουν ειρηνικά, υιοθετούν τον ελληνικό τρόπο ζωής, μιλούν και γράφουν ελληνικά, κατοικούν σε ελληνικά σπίτια, κτίζουν ιερά στα οποία λατρεύουν τους θεούς τους χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα, εργάζονται και διασκεδάζουν μαζί, ενώ τα παιδιά τους φοιτούν στο ίδιο Γυμνάσιο, παίζουν και γυμνάζονται μαζί στις ίδιες παλαίστρες.
Οι Έλληνες ποτέ δεν είχαν τον φανατισμό των μονοθεϊστικών θρησκειών. Ήταν πάντα πρόθυμοι να δεχθούν ότι ο θεός που λάτρευε ο γείτονάς τους ήταν κι αυτός θεός, πολύ συχνά μάλιστα ένας από τους δικούς τους θεούς με άλλο όνομα. Ο Απόλλωνας, μετά από κάποιους αρχικούς δισταγμούς, δέχεται να μοιραστεί την γενέτειρά του με τον Σάραπι, την Ίσιδα, τον Αρποκράτη και τον Άνουβι, με τον Θεό του Ισραήλ και τους θεούς των Αράβων, με την Ατάργατη και τον Αδάδ, τους θεούς της Ασκαλώνος και της Ιάμνειας.
Έτσι για πρώτη ίσως φορά στην ανθρώπινη ιστορία σ’ αυτή τη μικρή γωνιά της γης συνυπάρχουν ειρηνικά όλοι σχεδόν οι λαοί της Μεσογείου. Τα πλοία που έφταναν διαρκώς στα λιμάνια της Δήλου δεν έφερναν μονάχα εμπορεύματα, αλλά και ανθρώπους και νέα και ιδέες από όλες σχεδόν τις παραλιακές πόλεις της Μεσογείου. Ο τότε κόσμος έμοιαζε να είναι μια μικρή γειτονιά γύρω από τη Μεσόγειο που τους ένωνε και μας ενώνει. Τη Μεσόγειο, όπου η μυστικιστική Ανατολή και η Δύση της δράσης και της προόδου συναντώνται με την Ελλάδα του λόγου, του μέτρου και της αρμονίας, το χώρο που ο νους κι η καρδιά συνυπάρχουν αρμονικά, όπου η αγάπη της ζωής και η υποταγή στο πεπρωμένο εξισορροπούνται.
Σύντομη ιστορία της Δήλου
Η Δήλος, μια βραχονησίδα, μόλις 5 χμ. μήκους και 1300 μ. πλάτους, ήταν στην αρχαιότητα Ιερό νησί, επειδή εδώ γεννήθηκε ο Απόλλωνας και η Άρτεμις, δύο από τους πιο σημαντικούς θεούς του Ελληνικού πανθέου. Βρίσκεται στην καρδιά του Αιγαίου, στο κέντρο των Κυκλάδων που σχηματίζουν κυκλικό χορό γύρω της – “εστία των νήσων” την ονομάζει ο Καλλίμαχος (3ος αι. π.Χ.), δηλαδή βωμό και κέντρο των νησιών.
Οι παλιότεροι κάτοικοι της Δήλου έκτισαν (γύρω στο 2.500 π.Χ.) τις ελλειψοειδείς καλύβες τους στην κορυφή του Κύνθου (113 μ. ύψος), από όπου, στις ταραγμένες και ανασφαλείς εκείνες εποχές, μπορούσαν εύκολα να εποπτεύουν και να ελέγχουν τη μικρή κοιλάδα και τη θάλασσα ολόγυρα. Οι Μυκηναίοι, που ήλθαν γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ., έχοντας ήδη εδραιώσει την κυριαρχία τους στο Αιγαίο, αισθάνθηκαν αρκετά ασφαλείς ώστε να εγκατασταθούν στην μικρή κοιλάδα πλάι στη θάλασσα. Το Απολλώνιο Ιερό, εδραιωμένο ήδη από τους Ομηρικούς χρόνους, έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή του στη διάρκεια των αρχαϊκών (7ος-6ος αι. π.Χ.) και κλασικών (5ος-4ος αι. π.Χ.) χρόνων. Έλληνες απ’ όλο τον τότε ελληνικό κόσμο συγκεντρώνονταν στο νησί για να λατρέψουν τον θεό του φωτός Απόλλωνα και την δίδυμη αδελφή του Άρτεμη, θεά της Σελήνης.
Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ., υπήρχαν ήδη λίγες κατοικίες και αγροικίες γύρω από το Ιερό. H πόλη, που σήμερα αντικρίζει ο επισκέπτης, αναπτύχθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες μετά το 166 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι, που ρύθμιζαν πλέον τις τύχες του Αιγαίου, κήρυξαν ατέλεια για το λιμάνι της Δήλου. Πλούσιοι έμποροι, τραπεζίτες και εφοπλιστές απ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο εγκαταστάθηκαν στο νησί προσελκύοντας ένα μεγάλο πλήθος οικοδόμων, τεχνιτών, γλυπτών και ψηφωτών, που έκτισαν γι’ αυτούς πολυτελείς κατοικίες, διακοσμημένες με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά δάπεδα και αγάλματα. Το μικρό νησί πολύ σύντομα έγινε το maximum emporium totius orbis terrarum (Festus), δηλαδή το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της οικουμένης.
Υπολογίζεται ότι στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. σ’ αυτό το μικρό νησί, που δεν είναι παρά μια κουκίδα στο χάρτη της Μεσογείου, κατοικούσαν περίπου 30.000 άνθρωποι και ότι στα λιμάνια του ήταν δυνατόν να διακινηθούν κάθε χρόνο 750.000 τόνοι εμπορευμάτων.
Ο πλούτος που συγκεντρώθηκε στο νησί και οι φιλικές σχέσεις των Δηλίων με τη Ρώμη ήταν η κύρια αιτία της καταστροφής. Η Δήλος καταστράφηκε και λεηλατήθηκε δυο φορές: το 88 π.Χ. από τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, που ήταν σε πόλεμο με τους Ρωμαίους, και το 69 π.Χ. από τους πειρατές του Αθηνόδωρου, σύμμαχου του Μιθριδάτη. Από τότε το νησί έπεσε σε παρακμή και σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 1872 και συνεχίζονται ακόμη, έχουν αποκαλύψει το Ιερό και ένα μεγάλο μέρος της κοσμοπολίτικης ελληνιστικής πόλης.
Χάρτης της Δήλου
- Λιμάνι
- Aγoρά των Kομπεταλιαστών
- Iερό
- Aγoρά των Δηλίων
- Αγορά των Ιταλών
- Λητώο
- Άνδηρο των Λεόντων
- Ιερή Λίμνη
- Συνοικία της Λίμνης
- Συνοικία του Σκαρδανά
- Οικία των Κωμωδών
- Οικία του Διαδούμενου
- Λέσχη Ποσειδωνιαστών
- Οικία του Λόφου
- Υπόστυλη αίθουσα
- Εμπορικό λιμάνι
- Συνοικία του Θεάτρου
- 17α. Οικία του Διονύσου
- Θέατρο
- Ξενώνας
- Οικία του Ερμή
- Οικία των Προσωπείων
- Οικία των Δελφινιών
- Συνοικία του Ινωπού
- Άνδηρο Ξένων Θεών
- Ναός της Ήρας
- Ιερό του Ηρακλή (Σπηλιά του Κύνθου)
- Iερό της Αγαθής Τύχης
- Κύνθιο
- Ιερό του Ύψιστου Δία
- Ιππόδρομος
- Αρχηγέσιο
- Γυμνάσιο
- Στάδιο
- Μουσείο
Χάρτης: Έντυπο Δήλος – Κυκλάδες | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων | Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Τα κυριότερα μνημεία του χώρου
Η Αγορά των Ερμαϊστών ή Κομπεταλιαστών
Aνοικτή πλατεία πλάι στο Ιερό Λιμάνι, μία από τις σημαντικότερες αγορές της ελληνιστικής πόλης, στρωμένη με μεγάλες πλάκες γρανίτη, πολλές από τις οποίες έχουν τρύπες για την στερέωση πασάλων που στήριζαν στέγαστρα. Στη βόρεια πλευρά είναι η Στοά του Φιλίππου κι ένας μικρός ιωνικός ναός αφιερωμένος στον Ερμή, ενώ στα ανατολικά και στα νότια οριοθετείται από σειρές καταστημάτων και εργαστηρίων. Στο κέντρο της πλατείας σώζονται τα θεμέλια ενός τετράγωνου και ενός κυκλικού μνημείου αφιερωμένων επίσης στον Ερμή, το θεό του εμπορίου, και γύρω από αυτά υπάρχουν βάσεις αναθημάτων τραπεζιτών, καπετάνιων και εμπόρων. Τελευταίο τέταρτο του 2ου π.Χ. αιώνα.
Ο Ναός των Δηλίων
Ο ναός των Δηλίων ή Μέγας Ναός είναι ο τελευταίος και μεγαλύτερος από τους τρεις ναούς του Απόλλωνα. Είναι ένας περίπτερος δωρικός ναός με έξι κίονες σε κάθε στενή και 13 κίονες σε κάθε μακρά πλευρά. Η κατασκευή του άρχισε το 478 π.Χ., διακόπηκε γύρω στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, όταν το ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας μεταφέρθηκε στην Αθήνα, και συνεχίστηκε στη σύντομη περίοδο της Δηλιακής Ανεξαρτησίας χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί.
Η Μινώα Κρήνη
Η Μινώα Κρήνη, που αναφέρεται στις επιγραφές και ταυτίστηκε από ένα ανάγλυφο αφιερωμένο στις Μινώες Νύμφες, είναι μια δημόσια δεξαμενή σκαμμένη στο φυσικό βράχο, το δεύτερο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα. Ηταν στεγασμένη με ένα τετράγωνο κτίριο, ανοικτό στη νότια πλευρά, όπου υπήρχε δωρική στοά. Στη νότια πλευρά υπάρχουν επίσης σκαλοπάτια, από τα οποία κατέβαιναν για να φτάσουν τη στάθμη του νερού. Η κρήνη ήταν σε χρήση μέχρι τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους, οπότε μετατράπηκε σε κατοικία.
Το Άνδηρο των Λεόντων
Τα μαρμάρινα λιοντάρια, αφιέρωμα των Ναξίων γύρω στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., είναι τοποθετημένα σε μια σειρά, ατενίζοντας ανατολικά, προς την Ιερή Λίμνη. Υπολογίζεται ότι αρχικά ήταν 16, αλλά μόνον πέντε και τμήματα από τρία ακόμη σώζονται στο χώρο, ενώ το ακέφαλο σώμα ενός άλλου κοσμεί το Ναύσταθμο της Βενετίας. Τοποθετημένα στη δυτική πλευρά του δρόμου, που οδηγεί από το αρχαϊκό λιμάνι του Σκαρδανά στους ναούς, ήταν οι αιώνιοι φρουροί του Ιερού.
Το Ίδρυμα των Βυρητίων Ποσειδωνιαστών
Το ίδρυμα των Βηρυτίων ήταν η λέσχη μιας ένωσης εφοπλιστών, τραπεζιτών και πρακτόρων που είχαν συσπειρωθεί για να λατρεύουν τους δικούς τους θεούς και να προστατεύουν πιο αποτελεσματικά τα κοινά εμπορικά τους συμφέροντα. Αποτελείται από μια κεντρική αυλή με περιστύλιο γύρω από την οποία υπάρχουν διάφορα δωμάτια και ναΐσκοι αφιερωμένοι στον Ποσειδώνα, τον Ηρακλή, τη Ρώμη. Τελευταίο τέταρτο του 2ου π.Χ. αιώνα.
Το Στοιβάδειον
Ορθογώνια εξέδρα, στα ΒΑ του Ιερού, μέσα στην οποία βρέθηκε άγαλμα του Διονύσου πλαισιωμένο από τα αγάλματα δύο ηθοποιών – Παποσιληνών (στο Μουσείο). Δύο πεσσοί αριστερά και δεξιά της εξέδρας στηρίζουν υπερμεγέθεις φαλλούς. Ο πεσσός που βρίσκεται στα νότια, ανάθημα του κατοίκου της Δήλου Καρύστιου, που νίκησε σαν χορηγός σε θεατρικό αγώνα γύρω στο 300 π.Χ., έχει ανάγλυφες σκηνές από τον κύκλο του Διονύσου.
Το Θέατρο
Το αρχικό ξύλινο θέατρο αντικαταστάθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. με το σημερινό λίθινο. Το επιθέατρο και το κατώτερο τμήμα του θεάτρου, που δεν είναι ομόκεντρα, χωρίζονται από διάζωμα. Πίσω από την πρώτη σειρά καθισμάτων, που ήταν για τα τιμώμενα πρόσωπα, υπάρχουν 26 σειρές θρανίων στο κάτω τμήμα και άλλες 17 σειρές στο επιθέατρο, που χωρίζονται από οκτώ κλίμακες σε επτά τμήματα (κερκίδες), που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν περίπου 5.500 θεατές. Μπροστά από την κυκλική ορχήστρα σώζονται τα θεμέλια της σκηνής.
Ο Ναός της Ίσιδας
Ο μικρός δωρικός ναός της Ίσιδας, βρίσκεται στο Ιερό των Ξένων Θεών, στους πρόποδες του Κύνθου. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. και επισκευάσθηκε από τους Αθηναίους το 135 π.Χ. Στο εσωτερικό του ναού σώζεται ακόμη το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, που λατρευόταν με διάφορα ονόματα και ήταν η προστάτιδα των ναυτικών και αυτή που έδινε καλή υγεία και τύχη.
Ο Ναός της Ήρας
Ο δωρικός ναός της Ήρας οικοδομήθηκε γύρω στο 500 π.Χ., κάτω από το σηκό όμως, βρέθηκαν λείψανα ενός αρχαιότερου ναού των αρχών του 7ου αιώνα π.Χ., καθώς και πολλά αγγεία αρχαϊκών χρόνων (στο Μουσείο), αρκετά από τα οποία έχουν εγχάρακτες αναθηματικές επιγραφές. Στα νότια του ναού βρίσκεται ο βωμός της θεάς.
Η Οικία του Διονύσου
Η “Οικία του Διονύσου” είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα ιδιωτικής κατοικίας στη Δήλο γύρω στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ. Ονομάστηκε έτσι από το περίφημο ψηφιδωτό του αιθρίου που παριστάνει τον Διόνυσο πάνω σ’ έναν πάνθηρα. Ένας στεγασμένος διάδρομος οδηγεί από την οδό στην κεντρική αυλή, που περιβάλλεται από περιστύλιο, στο οποίο ανοίγουν τα δωμάτια του ισογείου. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει υπόγεια δεξαμενή στεγασμένη με ένα σπουδαίο ψηφιδωτό δάπεδο, στην οποία συγκεντρωνόταν το νερό της βροχής. Μία λίθινη σκάλα οδηγεί στα κομψά ιδιαίτερα δωμάτια του πρώτου ορόφου.
Έντυπα
- Δήλος | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Αρχαιολογικός Χώρος Δήλου – Χάρτης | © Π. Ι. Χατζηδάκης / Όμιλος Λάτση Α3 | 6.4MB
- Δήλος | © Π. Ι. Χατζηδάκης / Όμιλος Λάτση 466σελ | 89.5MB
Πηγές – Ιστότοποι
- Δήλος | Βικιπαίδεια
- Νήσοι Δήλος, Ρήνεια, Κουνελονήσι, Μικρός και Μεγάλος Ρεματιάρης | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Δήλος – Το ιερό νησί | Αρχαιολογία & Τέχνες
- Δήλος | Δήμος Μυκόνου
- Εξερευνώντας τη γενέτειρα του Απόλλωνα της Δήλου | Discover Greece | Created by the Greek Tourism Industry
- Αρχαιολογικός Χώρος και Μουσείο Δήλου | ΝΕΟΝ+ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
- Δήλος | ΕΟΤ
- Δήλος | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Μονή Δαφνίου • Μονή Οσίου Λουκά • Νέα Μονή Χίου
-
Έτος εγγραφής: 1990 • 537
-
Κριτήρια: (i) (iv)
-
Μέση βυζαντινή περίοδος
-
Αττική • Βοιωτία • Χίος
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με βαθιά θρησκευτική ιστορία. Οι ιερές μονές, τα προσκυνήματα και οι αφιερωματικοί τόποι μας δίνουν τη δυνατότητα να έρθουμε σε επαφή με τον εσωτερικό μας κόσμο, με πολύπειρους στον ανθρώπινο πόνο γέροντες και γερόντισσες, με τη δύναμη της φύσης και, τελικά, με τον ίδιο τον Θεό. Τρείς μονές -η Μονή Δαφνίου, η Μονή Οσίου Λουκά και η Νέα Μονή Χίου- κοσμούν στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Όμως η μεταξύ τους σχέση, τα αόρατα νήματα που τις συνδέουν, είναι βαθύτερα. Και οι τρεις αυτές ιστορικές μονές στολίζονται με τα σπουδαιότερα ψηφιδωτά αριστουργήματα των υστεροβυζαντινών χρόνων.
Πολύτιμες ψηφίδες, που μοιάζουν με εκρήξεις φωτός, συνθέτουν κόσμους από χρώμα μέσα στους ναούς της ευλάβειας. Οι καλλιτέχνες αυτών των ψηφιδωτών δημιούργησαν μια εμπράγματη προσευχή, που αφήνει άφωνους, τόσο τους ιστορικούς της τέχνης, όσο και τους ταξιδιώτες.
Μονή Δαφνίου
-
Π. Αττικής, Π.Ε. Δυτικού Τομέα Αθήνας, Δήμος Χαϊδαρίου
Στις παρυφές του άλσους Χαϊδαρίου, αριστερά της Ιεράς Οδού, που εξακολουθεί από την αρχαιότητα να οδηγεί από την Αθήνα στην Ελευσίνα, και στη θέση πιθανότατα του αρχαίου ιερού του Δαφναίου ή Δαφνίου Απόλλωνα, βρίσκεται το οχυρωμένο μοναστήρι του Δαφνιού.
Το μοναστήρι προστατεύεται από ιδιαίτερα εντυπωσιακό, οχυρωμένο με πύργους και επάλξεις τετράγωνο περίβολο, με δύο πύλες εισόδου, στην ανατολική και τη δυτική πλευρά. Η αρχική του φάση χρονολογείται στους βυζαντινούς χρόνους, αλλά σήμερα μόνο το βόρειο τείχος θυμίζει τη μορφή που είχε το αρχικό τετράγωνο οχυρό. Οι τέσσερις πλευρές, με μήκος περί τα 98 μέτρα η κάθε μία και με πάχος λίγο μεγαλύτερο από 1 μέτρο, ενισχύονται εσωτερικά με μεγάλες παραστάδες, στις οποίες ακουμπούσαν πλατιές καμάρες που διαμόρφωναν τοξοστοιχία, εκ των οποίων λίγες διατηρούνται μέχρι σήμερα. Επάνω στις καμάρες διαμορφώνεται περίδρομος, ο οποίος περιέτρεχε τα τείχη με τις επάλξεις. Τρεις τετράγωνοι πύργοι ενίσχυαν το βόρειο τείχος, που είναι κτισμένο δίπλα στην Ιερά Οδό. Ένας ακόμη πύργος ενίσχυε τη δυτική πύλη που διατηρείται ακόμη ερειπωμένη, ενώ μία ακόμη πύλη με εσωτερικό πύργο υπήρχε ανατολικά, κάτω από την μεταβυζαντινή πύλη, από την οποία εισέρχεται σήμερα ο επισκέπτης στον αρχαιολογικό χώρο.
Παράλληλα προς τις τέσσερις πλευρές του οχυρού περιβόλου, αλλά σε μικρή απόσταση από αυτές, διατηρούνται τα ερείπια κτισμάτων, ίσως των αρχικών κελλιών.
Στο εσωτερικό του οχυρού δεσπόζει το Καθολικό (ο ναός της Μονής), ενώ βόρεια αυτού βρίσκονται τα ερείπια της Τράπεζας (τραπεζαρίας). Στην νότια πλευρά του Καθολικού υπήρχε τετράγωνος αύλειος χώρος με τοξοστοιχίες, πτέρυγες κελλιών και βοηθητικά κτίσματα που ανακαινίστηκαν ή ανοικοδομήθηκαν αρκετές φορές μέσα στα χίλια χρόνια ύπαρξης του μνημείου, όπως έδειξαν παλαιότερες και πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες.
Το Καθολικό της Μονής, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χρονολογείται στον 11ο αι. και ανήκει στον οκταγωνικό τύπο, που υιοθετείται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους από σειρά σπουδαίων μνημείων, όπως τα Καθολικά της Μονής Οσίου Λουκά, στο Στείρι Βοιωτίας, και της Νέας Μονής Χίου. Δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί αν ο τύπος αυτός δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι οι μεγάλες διαστάσεις του τρούλου και ο τρόπος στήριξής του σε οκτώ πεσσούς, που διατάσσονται συμμετρικά, στις πλευρές του ευρύχωρου, τετράγωνης κάτοψης, κεντρικού χώρου. Παρεκκλήσια καταλαμβάνουν τους γωνιακούς χώρους του κτηρίου.
Η εξαιρετικά φροντισμένη κατασκευή του Καθολικού με δόμους περίκλειστους από σειρά πλίνθων, η πλούσια κεραμοπλαστική διακόσμηση γύρω από τα παράθυρα και ο πολυτελής διάκοσμος στο εσωτερικό, με τα μοναδικής τέχνης επιτοίχια ψηφιδωτά, τις ορθομαρμαρώσεις και τον μαρμάρινο διάκοσμο, του οποίου ελάχιστα δείγματα μόνο σώζονται, συνδέουν την ίδρυση του μνημείου με κύκλους της αυτοκρατορικής αυλής. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος που καλύπτει τις ψηλότερες επιφάνειες, αποτυπώνει εικαστικά το δόγμα της εκκλησίας. Ακολουθείται το καθιερωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα των μεσοβυζαντινών ναών με τον Παντοκράτορα στον τρούλο, πλαισιωμένο από προφήτες, την Παναγία στην κόγχη του Ιερού με τη συνοδεία αρχαγγέλων, παραστάσεις του Ευαγγελισμού, της Γέννησης, της Βάπτισης και της Μεταμόρφωσης στα τέσσερα ημιχώνια κάτω από τον τρούλο, σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, αγίους και ιεράρχες.
Οι μορφές, με άριστες αναλογίες και συγκρατημένες κινήσεις, καθώς προβάλλονται επάνω σε χρυσό βάθος, μοιάζουν ανάγλυφες και θυμίζουν κλασικά και ελληνιστικά πρότυπα. Η έκφραση στα πρόσωπα των αγίων χαρακτηρίζεται από υψηλό ήθος και ευγένεια, ενώ η απόδοση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γίνεται με σπάνια δεξιοτεχνία.
Ο Παντοκράτορας στον τρούλο, η μεγαλύτερη σε μέγεθος και κλίμακα παράσταση της Μονής Δαφνίου, επιβάλλεται στον κεντρικό χώρο του ναού με την ιδιαίτερη αυστηρότητα αλλά και γλυκύτητα της έκφρασης, που δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν φωτογραφικά.
Μετά την καταστροφή των ορθομαρμαρώσεων, ο διάκοσμος στα κατώτερα τμήματα του κυρίως ναού συμπληρώθηκε με τοιχογραφημένες παραστάσεις, πιθανότατα του 17ου αιώνα, οι οποίες σώζονται αποσπασματικά και απεικονίζουν τη Δέηση, τη Θυσία του Αβραάμ, ολόσωμους αγίους, ιεράρχες και διακοσμητικά θέματα.
Σύγχρονος με το ναό είναι ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε εξωνάρθηκας ή προστώο με όροφο, που κάλυπτε επίσης τον νάρθηκα και μέρος του κυρίως ναού. Η πρόσβαση στον όροφο γίνεται μέσω πυργοειδούς κλιμακοστασίου, στη ΒΔ γωνία του Καθολικού. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, μετά από σοβαρές βλάβες που προκάλεσε σεισμός, οι Κιστερκιανοί μοναχοί, στους οποίους είχε παραχωρηθεί η Μονή από το δούκα των Αθηνών, Όθωνα ντε λα Ρος, έκαναν εκτεταμένες ανακατασκευές στον εξωνάρθηκα, ο οποίος τότε απέκτησε τη σημερινή του μορφή, με τα οξυκόρυφα τόξα στην πρόσοψη και τις επάλξεις στον όροφο.
Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους, το 1458, το μοναστηριακό συγκρότημα αποδόθηκε και πάλι στους ορθοδόξους μοναχούς, οι οποίοι οικοδόμησαν στο μικρό περίβολο διώροφα κτήρια με κελλιά και τραπεζαρία, αποθήκες και περιμετρική στοά.
Δυτικά του εξωνάρθηκα προσκολλήθηκε στους όψιμους χρόνους της Τουρκοκρατίας παρεκκλήσι με την αψίδα του Ιερού προς Βορρά, το οποίο κατασκευάσθηκε από τη Συντεχνία των Μπακάληδων.
Μετά την Επανάσταση του 1821 -κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως φρουραρχείο- και την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους (1830), η Μονή ερημώθηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε, για να μετατραπεί σταδιακά σε αρχαιολογικό χώρο, αφού στέγασε για μικρό χρονικό διάστημα στρατώνα των Βαυβαρικών στρατευμάτων (1838-1839), καθώς και το Δημόσιο Ψυχιατρείο (1883-1885).
Έντυπα
- Μονή Δαφνίου | © 2017 Θέματα Αρχαιολογίας, Σοφία Γρυδάκη
- Η Μονή Δαφνίου. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου | Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
- Μονή Δαφνίου – Βυζαντινές εικόνες και Ιερός Ναός | © 2020 Πάνος Χαρ. Μανιατόπουλος 40σελ | 23.3MB
Πηγές – Ιστότοποι
- Μονή Δαφνίου | Βικιπαίδεια
- Ι. Μονή Δαφνίου, Δαφνί, Αττική | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ψηφιδωτά της Μονής Δαφνίου | Ορθοδοξία – pravoslavie.ru
- Μονή Δαφνίου | Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής
- Μονή Δαφνίου | Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
- Μονή Δαφνίου | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Μονή Οσίου Λουκά
-
Π. Στερεάς Ελλάδας, Π.Ε. Βοιωτίας, Δήμος Διστόμου – Αράχωβας – Αντίκυρας – Στειρίου
Στη δυτική πλαγιά του Ελικώνα, απέναντι από τον Παρνασσό, μετά το χωριό Στείρι, σε απόσταση περίπου 30 χλμ. από τη Λειβαδιά, είναι κτισμένη η ξακουστή μονή του Οσίου Λουκά, το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο μοναστηριακό συγκρότημα των μεσοβυζαντινών χρόνων, που ξεχωρίζει για τη θαυμάσια αρχιτεκτονική του και τον εξαίρετο διάκοσμο από ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και γλυπτά.
Η ίδρυση της μονής συνδέεται με την παρουσία του τοπικού οσίου Λουκά Στειριώτη, που μόνασε εδώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 946/7 έως το 953. Ήταν χαρισματικός, θαυματουργός και με προφητικές ικανότητες, μάλιστα είχε προφητεύσει την ανακατάληψη της αραβοκρατούμενης Κρήτης από τους Βυζαντινούς, που επιτεύχθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά το 961. Διατηρούσε στενή σχέση με τους στρατηγούς του Θέματος της Ελλάδος, που είχε έδρα τη Θήβα, και ένας από αυτούς, ο Κρηνίτης, το 946, άρχισε να κτίζει στον χώρο την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, που σήμερα ταυτίζεται με την κρύπτη, πάνω στην οποία αργότερα κτίστηκε το καθολικό. Η ολοκλήρωση και ο διάκοσμός της πραγματοποιήθηκαν το 955, λίγο μετά τον θάνατο του οσίου, από τους μοναχούς, οι οποίοι επίσης μετέτρεψαν το κελί του σε σταυροειδές ευκτήριο και οργάνωσαν τη μοναστηριακή κοινότητα.
Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς, το 961, ανεγέρθηκε ο δεύτερος ναός, αφιερωμένος στην Παναγία, έργο πολυδάπανο και θριαμβικού χαρακτήρα, που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ρωμανό Β΄ και συνδέεται με την προφητεία του οσίου. Το καθολικό κτίστηκε επάνω από την κρύπτη στις αρχές του 11ου αιώνα και ολοκληρώθηκε επί ηγουμενίας Φιλοθέου, περίπου το έτος 1011, όταν έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του οσίου από τον αρχικό του τάφο, στο κελί του, στη σημερινή τους θέση.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, μετά το 1204, στο μοναστήρι εγκαταστάθηκαν Λατίνοι μοναχοί, ενώ στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας επανήλθε στην ορθόδοξη λατρεία και πραγματοποιήθηκαν επισκευές και επεκτάσεις των κτηρίων. Η μονή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Οι δύο ενωμένες μεταξύ τους λαμπρές εκκλησίες δεσπόζουν στο κέντρο του μοναστηριακού συγκροτήματος. Η μικρότερη, στα βόρεια, αφιερωμένη στην Παναγία, χρονολογείται στον 10ο αιώνα και ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες. Στη δυτική της πλευρά υπάρχει ευρύς δικιόνιος νάρθηκας, η λιτή, που για πρώτη φορά εμφανίζεται εδώ. Εντυπωσιακός είναι ο πλούσιος εξωτερικός κεραμοπλαστικός διάκοσμός της με τα κουφικά (γράμματα αραβικής γραφής), και ο μαρμάρινος τρούλος της. Στο εσωτερικό της, το μαρμάρινο τέμπλο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της τέχνης του 10ου αιώνα, ενώ στο διακονικό διατηρούνται λίγες τοιχογραφίες του 12ου αιώνα.
Το καθολικό, η νότια, μεγαλύτερη εκκλησία, είναι διώροφο και ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του λεγόμενου «ηπειρωτικού» οκταγωνικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, που εφαρμόζεται για πρώτη φορά εδώ. Αποτελείται από τον κυρίως ναό, στον οποίο στα ανατολικά έχει προσαρτηθεί το τριμερές Ιερό Βήμα και στα δυτικά δύο νάρθηκες, από τους οποίους ο εξωνάρθηκας ήταν μεταγενέστερος, του 12ου αιώνα, αλλά κατεδαφίστηκε. Χαρακτηριστικό του αρχιτεκτονικού αυτού τύπου είναι ότι οι οκτώ πεσσοί (τετράπλευροι κίονες) που στηρίζουν τον τρούλο απωθούνται προς τα πλάγια δημιουργώντας ενιαίο χώρο στον κυρίως ναό. Στα πλάγια του κεντρικού τμήματος του ναού διαμορφώνονται παρεκκλήσια. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα σύνολα. Διατηρείται στο μεγαλύτερο μέρος του, εκτός από τον τρούλο που είχε καταστραφεί το 1593 και τα ψηφιδωτά του αντικαταστάθηκαν με τοιχογραφίες, πιθανώς του τέλους του 17ου αιώνα. Με τοιχογραφίες του 11ου αιώνα διακοσμούνται και τα παρεκκλήσια και η κρύπτη, ενώ η τοιχογραφία του Ιησού του Ναυή, που βρίσκεται δίπλα στον τάφο του οσίου, χρονολογείται στον 10ο αιώνα. Εντυπωσιακή είναι και η ορθομαρμάρωση που σώζεται στο κάτω μέρος των τοίχων. Στο σημείο όπου το καθολικό ενώνεται με τον δεύτερο ναό, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, υπάρχει το λείψανο του οσίου, που προσελκύει πλήθη προσκυνητών.
Το συγκρότημα περιλαμβάνει ακόμη πολλούς βοηθητικούς χώρους και κελιά, που ανάγονται σε διάφορες εποχές, και στην αναστηλωμένη τράπεζά του λειτουργεί μουσείο γλυπτών.
Η μονή είναι ανδρική και πανηγυρίζει στις 7 Φεβρουαρίου, ενώ εορτασμοί πραγματοποιούνται την Κυριακή των Προπατόρων και στις 15 Αυγούστου.
Έντυπα
Πηγές – Ιστότοποι
- Μονή Οσίου Λουκά | Βικιπαίδεια
- Ι. Μονή Οσίου Λουκά, Στείρι, Βοιωτία | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Μονή Οσίου Λουκά | Ιερά Μητρόπολις Θηβών, Λεβαδείας και Αυλίδος
- Δήμος Διστόμου – Αράχωβας – Αντίκυρας – Στειρίου
- Ιερά Μονή Οσίου Λουκά | Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
- Μοναστήρι Όσιου Λουκά | ΕΟΤ
- Μονή Οσίου Λουκά | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Νέα Μονή Χίου
-
Π. Βορείου Αιγαίου, Π.Ε. Χίου, Δήμος Χίου
Το μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής Χίου, οικοδομήθηκε στα μέσα του 11ου αι. με αυτοκρατορική χορηγία των θυγατέρων του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η΄, Ζωής και Θεοδώρας, και του τρίτου συζύγου της Ζωής, αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου. Σύμφωνα με την παράδοση, το Καθολικό της Μονής κτίσθηκε στη θέση που είχε βρεθεί θαυματουργή εικόνα της Παναγίας από τρεις Χιώτες ασκητές. Αυτοί προφήτευσαν ότι ο εξόριστος τότε στη Λέσβο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος θα ανερχόταν στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. ‘Όταν η προφητεία τους επαληθεύτηκε, ο Μονομάχος προσέφερε γενναία χορηγία για την ανέγερση και τη διακόσμηση του Καθολικού.
Το μοναστηριακό συγκρότημα ακολουθεί την τυπική διάταξη των μονών των βυζαντινών χρόνων: περιβάλλεται από υψηλό περίβολο, ο οποίος ενισχύεται από πύργο στη βορειοδυτική γωνία, Το Καθολικό υψώνεται στο μέσον, ενώ σε μικρή απόσταση από αυτό βρίσκεται η Τράπεζα, η δεξαμενή νερού (κινστέρνα), οι πτέρυγες με τα κελιά και τα λοιπά κτήρια. Από το αρχικό συγκρότημα του 11ου αιώνα, διατηρούνται σήμερα το Καθολικό, η κινστέρνα, ο πύργος, η αψίδα της Τράπεζας και ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Λουκά, που βρίσκεται εκτός του περιβόλου.
Το Καθολικό της Μονής ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του νησιωτικού οκταγωνικού ναού και αποτελεί κορυφαίο δείγμα της μεσοβυζαντινής ναοδομίας. Διασώζει εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτό διάκοσμο, ενώ στους τοίχους του διατηρούνται σπαράγματα της πολυτελούς, πολύχρωμης ορθομαρμάρωσης. Το Καθολικό της Μονής, τόσο ως προς την αρχιτεκτονική του, όσο και ως προς τον ψηφιδωτό του διάκοσμο απηχεί τάσεις της τέχνης της Κωνσταντινούπολης κατά το τέλος της περιόδου της Μακεδονικής δυναστείας, και μαζί με τα καθολικά της Μονής Οσίου Λουκά και της Μονής Δαφνίου, αποτέλεσε το πρότυπο για μια σειρά σημαντικών μνημείων του 11ου αιώνα.
Τα παρεκκλήσια του Τιμίου Σταυρού και του Αγίου Παντελεήμονα βρίσκονται στα βόρεια και στα δυτικά του καθολικού. Περιμετρικά, αναπτύσσονται οι μοναστηριακές πτέρυγες με τα κελιά και τα λοιπά κτήρια, που ανάγονται στον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα. Το κωδωνοστάσιο του καθολικού τέλος, οικοδομήθηκε στα 1900, αντικαθιστώντας προγενέστερο του 1512.
Εκτός του περιβόλου της μονής εντοπίζονται τα ακόλουθα μνημεία:
- ο κοιμητηριακός ιερός ναός του Αγίου Λουκά
- κρήνη
- ερειπωμένα κτίσματα υποστήριξης στα βόρεια της Μονής
- το μοναστήρι των Αγίων Πατέρων
- ο ναΐσκος της Αγίας Τριάδος
Η Ι. Μονή των Αγίων Πατέρων καθώς και η Ι. Μονή του Αγίου Μάρκου με τα Καθίσματα, Παρεκκλήσια και Μετόχια αυτής, συγχωνεύθηκαν υπό την Νέα Μονή Χίου του 1930 με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Έντυπα
- Νέα Μονή Χίου | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Τράπεζα Νέας Μονής Χίου | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Η Νέα Μονή της Χίου | 3η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων 23σελ | 5.7MB
Πηγές – Ιστότοποι
Η Νέα Μονή της Χίου μαζί με τη Μονή Δαφνίου και τη Μονή Οσίου Λουκά εντάχθηκαν, ως σειριακή εγγραφή, το 1990 στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, καθώς τόσο ως προς την αρχιτεκτονική τυπολογία τους, όσο και ως προς τον ψηφιδωτό και γλυπτό τους διάκοσμο απηχούν τάσεις της τέχνης της Κωνσταντινούπολης, αποτέλεσαν δε το πρότυπο για μια σειρά σημαντικών μνημείων του 11ου αιώνα.
Πυθαγόρειο και Ηραίο Σάμου
-
Έτος εγγραφής: 1992 • 595
-
Κριτήρια: (ii) (iii)
-
Κλασική περίοδος
-
Π. Βορείου Αιγαίου, Π.Ε. Σάμου, Δήμος Ανατολικής Σάμου
Ήδη από το α’ μισό του 6ου αι. π.Χ. η Σάμος ήταν ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα του ελληνικού κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επινόηση των κοίλων χάλκινων αγαλμάτων αποδίδεται στους Ροίκο και Θεόδωρο από τη Σάμο, ενώ στον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου έχουν αποκαλυφθεί τμήματα από δύο κολοσσικούς κούρους ύψους 5 μ. Επίσης, ένας από τους διασημότερους γλύπτες της εποχής, ο Γενέλεως, είναι ο δημιουργός του περίφημου «Συντάγματος», γλυπτού συμπλέγματος που αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές. Τα εκπληκτικής ομορφιάς γλυπτά που κοσμούσαν, τόσο το Ιερό όσο και την αρχαία πόλη καθιέρωσαν τη Σάμο ως ένα από τα μεγάλα κέντρα γλυπτικής του ιωνικού κόσμου. Αξίζουν επίσης να σημειωθούν και τα τοπικά εργαστήρια κεραμικής και χαλκουργίας.
Η Σάμος, χάρη στη γεωγραφική της θέση στο ανατολικό Αιγαίο, έχοντας συνεχή επικοινωνία με τις ακτές της Μικράς Ασίας, υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα κέντρα πολιτικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, από τους προϊστορικούς χρόνους έως και το Μεσαίωνα. Το Ηραίο της Σάμου, μαζί με το Ηραίο του Άργους, υπήρξε ο πιο φημισμένος τόπος λατρείας της Ήρας στον ελλαδικό χώρο και χαρακτηρίστηκε από τον Ηρόδοτο ως ο μεγαλύτερος ναός του κόσμου. Την εποχή της ακμής του μάλιστα, στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ξεπέρασε με τα οικοδομήματα και τα αναθήματά του όλα τα άλλα ελληνικά ιερά.
Η Σάμος είναι άμεσα συνδεδεμένα με πολλές ιστορικές μορφές: ο φιλόσοφος και μαθηματικός Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Σάμο, όπως και ο Αρίσταρχος που πρώτος τον 4ο αι. π.Χ. υποστήριξε τη θεωρία του πλανητικού συστήματος. Πολλοί σημαντικοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρθηκαν στη Σάμο, όπως ο Πλούταρχος και ο Στράβων, ενώ ο Παυσανίας αναφέρει ότι σύμφωνα με μια τοπική παράδοση, η Ήρα γεννήθηκε στην όχθη του ποταμού Ίμβρασου κάτω από ένα δέντρο στη θέση όπου αργότερα ιδρύθηκε το Ιερό.
Έντυπα
- Το Ηραίο της Σάμου | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Η Αρχαία πόλη της Σάμου | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Ευπαλίνειο Όρυγμα | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
Πηγές – Ιστότοποι
Αρχαιολογικός Χώρος Αιγών (Βεργίνα)
-
Έτος εγγραφής: 1996 • 780
-
Κριτήρια: (i) (iii)
-
Κλασική περίοδος
-
Π. Κεντρικής Μακεδονίας, Π.Ε. Ημαθίας, Δήμος Βέροιας
Στα νότια του ποταμού Αλιάκμονα, στη «Μακεδονίδα γη» του Ηροδότου, στους πρόποδες των Πιερίων, του αρχαίου «Μακεδονικού όρους», βρίσκονται αι Αιγεαί, η πρώτη πόλη των Μακεδόνων, που το όνομά της σημαίνει “ο τόπος με τα πολλά κατσίκια”.
«Αι Αιγεαί» ήταν μια πόλη «κατά κώμας», ένα ‘ανοιχτό’ πολεοδομικό μόρφωμα με το «άστυ» στο κέντρο και πολλούς μικρούς και μεγάλους οικισμούς ολόγυρα, ο αριθμός των οποίων δικαιολογεί τον πληθυντικό του ονόματος, όπως συμβαίνει με πολλές άλλες αρχαίες πόλεις, όπως αι Αθήναι, αι Θήβαι, αι Φεραί κ.λ.π. Tο μόρφωμα αυτό που αναπτύχθηκε οργανικά στο χρόνο αποτυπώνει στο χώρο το αρχαιότροπο μοντέλο μιας κοινωνίας στηριγμένης στην αριστοκρατική δομή των γενών με σημείο αναφοράς και πόλο συνοχής τη βασιλική εξουσία.
Στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ο Περδίκκας Α΄, ένας Δωριέας από το Άργος, απόγονος σύμφωνα με την παράδοση της γενιάς του Ηρακλή, γίνεται βασιλιάς των Μακεδόνων. Οι Αιγές γίνονται το λίκνο των Τημενιδών, της δυναστείας που θα βασιλέψει για τρισήμισυ αιώνες στη Μακεδονία και θα δώσει στην ανθρωπότητα τον Φίλιππο Β΄ και τον Μέγα Αλέξανδρο, που ξεκινώντας από τις Αιγές άλλαξαν την ιστορία της Ελλάδας και του κόσμου.
Στις βασιλικές ταφικές συστάδες της πολύχρυσης νεκρόπολης των Αιγών που βρέθηκαν ως τώρα, τεκμηριώνεται η μεγάλη ακμή της πόλης. Όσο βασιλεύει ο Αλέξανδρος Α΄ (498-454 π.Χ.) οι Αιγές γίνονται κέντρο του σημαντικότερου ελληνικού κράτους του βορρά. Στα χρόνια του Αρχέλαου (413-399 π.Χ.) η αυλή των Αιγών αποδεικνύεται φιλόξενο λιμάνι για μεγάλους καλλιτέχνες που θα λαμπρύνουν με την παρουσία τους τη ζωή της πόλης. Ο σπουδαίος ζωγράφος Ζεύξις θα διακοσμήσει το νέο ανάκτορο του βασιλιά και ο Ευριπίδης θα συνθέσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του.
Η μεγάλη ώρα για τη Μακεδονία και τις Αιγές, όμως, θα σημάνει με την ανάρρηση στο θρόνο του Φιλίππου Β΄, που θα συγκεντρώσει γύρω του την αφρόκρεμα της διανόησης με αποτέλεσμα η αυλή του να γίνει μήτρα παραγωγής πολιτισμού, όπως η Αθήνα του Περικλή. Ο Φίλιππος Β΄ είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα, που εξωράισε τις Αιγές μεταμορφώνοντας ριζικά την εικόνα της πόλης.
Το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. οι γενικότερες πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις αναγκάζουν τον Μακεδόνα βασιλιά και την οικογένειά του να μένει όλο και πιο συχνά στην Πέλλα, το λιμάνι στη βόρεια πλευρά του Θερμαϊκου που αναπτύσσεται γρήγορα σε μεγάλη πόλη. Ωστόσο, οι Αιγές παραμένουν το πατροπαράδοτο κέντρο, ο τόπος όπου βρίσκονται τα παλάτια και οι τάφοι των βασιλιάδων και εξακολουθούν να τελούνται οι κρίσιμες ιερές τελετές και οι μεγάλες γιορτές του βασιλείου.
Το καλοκαίρι του 336 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄, εκλεγμένος ηγεμόνας και αρχιστράτηγος όλων των Ελλήνων, αποφάσισε να γιορτάσει στις Αιγές την παντοδυναμία του με μια πρωτοφανή σε λαμπρότητα γιορτή. Καθώς, ακολουθώντας την ιερή πομπή, έμπαινε στο θέατρο, συνάντησε το μαχαίρι του δολοφόνου και έπεσε νεκρός μπροστά στα μάτια των συγκεντρωμένων. Ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς και φρόντισε να θάψει τον πατέρα του στην βασιλική νεκρόπολη των Αιγών με τιμές που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.
Στην αρχή της άνοιξης του 334 π.Χ. ο νεαρός βασιλιάς θα ξεκινήσει από τις Αιγές την μεγάλη εκστρατεία που θα τον κάνει κοσμοκράτορα. Οι νέες τάσεις και τα ρεύματα που γεννήθηκαν στο περιβάλλον του Φιλίππου Β΄ θα μεταλαμπαδευτούν από τον Αλέξανδρο στην Ελληνιστική Οικουμένη και θα γίνουν τα θεμέλια του λαμπρού νέου κόσμου.
Η ιστορία του κόσμου άλλαξε, όμως, η παλιά βασιλική καθέδρα πέρασε στο περιθώριο. Ακολουθώντας τη μοίρα του βασιλείου οι Αιγές καταστράφηκαν μετά την ήττα του 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους, ξέπεσαν και σιγά-σιγά ξεχάστηκαν. Ώσπου το 1977 η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου χάρισε στον τόπο ξανά το όνομά του και η ιστορία της Μακεδονίας άρχισε να ξαναγράφεται.
Τα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα του αρχαιολογικού χώρου είναι:
Οι βασιλικοί τάφοι της Μεγάλης Τούμπας
Στη συστάδα αυτή περιλαμβάνονται οι περίφημοι τάφοι που αποδίδονται σε μέλη της μακεδονικής δυναστείας:
- Ο τάφος του Φιλίππου Β΄. Μεγάλος διθάλαμος μακεδονικός τάφος με ναόσχημη πρόσοψη που συνδυάζει στοιχεία του δωρικού και ιωνικού ρυθμού. Η ιωνική ζωφόρος φέρει τοιχογραφία με παράσταση βασιλικού κυνηγιού, από τα εξαιρετικά σπάνια δείγματα αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής. Η μία από τις κεντρικές μορφές της σκηνής ταυτίζεται με τον Μ. Αλέξανδρο. Από τον πλούτο των ευρημάτων που απέδωσε ο ανέπαφος από καταστροφές και συλήσεις τάφος ξεχωρίζουν οι δύο χρυσές λάρνακες που περιείχαν τα οστά των νεκρών του τάφου, του Φιλίππου και της συζύγου του.
- Ο τάφος της Περσεφόνης. Μνημειακός κιβωτιόσχημος τάφος, από τους μεγαλύτερους του είδους του που έχουν βρεθεί. Χρονολογείται γύρω στο 350 π.Χ. και αποδίδεται με μεγάλη πιθανότητα στη Νικησίπολη, μία από τις συζύγους του Φιλίππου Β΄ και μητέρα της Θεσσαλονίκης. Η συμβατική ονομασία του μνημείου οφείλεται στην τοιχογραφία που περιέτρεχε τα τοιχώματα και αναπαριστά την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Μαζί με την τοιχογραφία του κυνηγιού από τον τάφο του Φιλίππου αποτελούν τα δύο σημαντικότερα πρωτότυπα σύνολα αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής που έχουν διασωθεί. Ο τάφος συλήθηκε πιθανότατα κατά την επιδρομή των Γαλατών που λεηλάτησαν τη βασιλική νεκρόπολη των Αιγών κατά το 279 π.Χ.
- Ο “τάφος του Πρίγκιπα” (τάφος Αλεξάνδρου Δ΄). Κατασκευάστηκε δίπλα στον τάφο του Φιλίππου, περίπου 30 χρόνια αργότερα. Περιείχε τα οστά ενός νεαρού εφήβου που ταυτίστηκε με το γιο του Μ. Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, τον Αλέξανδρο Δ΄, που δολοφονήθηκε μαζί με τη μητέρα του από τον σφετεριστή του θρόνου Κάσσανδρο.
- O “τάφος με τους ελεύθερους κίονες”. Χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. και πιθανώς να δέχτηκε το λείψανο του Αντίγονου Γονατά. Το μνημείο συλήθηκε και λιθολογήθηκε σε βαθμό που σήμερα να σώζονται μόνο τμήματα των κιόνων και της ανωδομής του και κάποια ίχνη από τους τοίχους.
Το νεκροταφείο των τύμβων
Πρόκειται για την επιβλητική νεκρόπολη της Εποχής του Σιδήρου (11ος-8ος αιώνας π.Χ.), που αποτελείται από περισσότερους από 300 χωμάτινους τύμβους οι οποίοι καλύπτουν συστάδες πλούσια κτερισμένων τάφων.
Το Ανάκτορο και το Θέατρο
Τα δύο πολύ σημαντικά αυτά μνημεία είναι ενταγμένα στο ίδιο οικοδομικό σύνολο, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ. Το ανάκτορο δέσποζε στα δυτικά της αρχαίας πόλης, κτισμένο σε ψηλό, περίοπτο σημείο. Το συγκρότημα οργανώνεται γύρω από μεγάλη περίστυλη αυλή και περιλαμβάνει ιερό αφιερωμένο στον Ηρακλή Πατρώο και πολυτελείς χώρους συμποσίων για τον βασιλιά και τους αξιωματούχους. Σε έναν από αυτούς σώζεται μωσαϊκό δάπεδο. Πρόκειται για το μοναδικό σωζόμενο ανάκτορο της κλασικής εποχής, προπομπό των ελληνιστικών διαδόχων του.
Δίπλα στο ανάκτορο, σε μια κατηφορική πλαγιά κατασκευάστηκε το θέατρο των Αιγών. Διακρίνεται για την ιδιαίτερα μεγάλη ορχήστρα του, διαμέτρου 28 μ., ενώ το κοίλο παρέμεινε χωμάτινο με μία μόνο σειρά λίθινων καθισμάτων. Στο θέατρο αυτό δολοφονήθηκε ο Φίλιππος το καλοκαίρι του 336 π.Χ. και εδώ ο Μ. Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς.
H Πόλη και τα Ιερά της
Κτισμένη σε κλιμακωτά άνδηρα, η πόλη των Αιγών περικλειόταν από ισχυρά οχυρωματικά τείχη, τμήματα των οποίων έχουν φέρει οι ανασκαφές στο φως. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα – δημόσια οικοδομήματα, ιδιωτικές οικίες, εργαστήρια – δίνουν μια αδρή εικόνα του πολεοδομικού σχεδιασμού και της οικιστικής ανάπτυξης της πόλης, μια εικόνα που συμπληρώνεται αδιάλειπτα από τις συνεχιζόμενες ανασκαφές.
Ο δημόσιος πυρήνας της πόλης, η αγορά, εντοπίστηκε σε χαμηλότερο επίπεδο, κάτω από το ανάκτορο και το θέατρο. Τη σημαντικότερη ένδειξη για την ταύτιση του χώρου αποτέλεσε το ιερό της Εύκλειας, της θεότητας που τα ιερά της βρίσκονται στην καρδιά των αρχαίων ελληνικών πόλεων, στην αγορά. Στην περίπτωση του ιερού των Αιγών, η ανασκαφή αποκάλυψε τα θεμέλια δύο ναών, ένα περίστυλο οικοδόμημα και σειρά αναθημάτων. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι οι ενεπίγραφες βάσεις δύο αγαλμάτων, αναθήματα της βασίλισσας Ευρυδίκης, μητέρας του Φιλίππου Β΄. Η πλειοψηφία των αρχιτεκτονικών καταλοίπων χρονολογείται κατά την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου (359-336 π.Χ.) και του Αλεξάνδρου (336-323 π.Χ.).
Από τα σπουδαιότερα στον ελληνικό χώρο αποδεικνύεται το ιερό της Μητέρας των Θεών (Μητρώο), της πανελλήνιας πανάρχαιης θεότητας, που ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. συσχετίστηκε με τη φρυγική θεότητα Κυβέλη. Το ιερό της Βεργίνας αποτελείται από ένα μεγάλο και σύνθετο συγκρότημα λατρευτικών και βοηθητικών χώρων, που διαδέχθηκε το ιερό των κλασικών χρόνων. Το ελληνιστικό ιερό χρονολογείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., ενώ καταστράφηκε το 150 π.Χ.
Έντυπα
- Αιγές. Η πρώτη πόλη των Μακεδόνων | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Το ανάκτορο του Φιλίππου Β’ στις Αιγές | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Αιγές. Η Βασιλική Μητρόπολη των Μακεδόνων | © Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, 2013 372σελ | 27.4MB
Πηγές – Ιστότοποι
- Βεργίνα | Βικιπαίδεια
- Βεργίνα (Αιγές) | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Αιγές, η πρώτη πόλη των Μακεδόνων | Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας – Μουσείο Βασιλικών Τάφων των Αιγών
- Βασιλικοί τάφοι Αιγών (Βεργίνα) | Discover Greece | Created by the Greek Tourism Industry
- Αρχαιολογικός χώρος των Αιγών | ΕΟΤ
- Αρχαιολογικός Χώρος Αιγών | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Αρχαιολογικός Χώρος Μυκηνών και Τίρυνθας
-
Έτος εγγραφής: 1999 • 941
-
Κριτήρια: (i) (ii) (iii) (iv) (vi)
-
Μυκηναϊκή περίοδος
-
Μυκήνες και Τίρυνθα, Πελοπόννησος
Τα δύο σημαντικότερα κέντρα του Μυκηναϊκού πολιτισμού δεσπόζουν στην Ανατολική Μεσόγειο από το 15ο έως το 12ο π.Χ. και έπαιξαν ένα ζωτικό ρόλο στην εξέλιξη του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδας. Οι δύο Ακροπόλεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα Ομηρικά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που επηρέασαν την ευρωπαϊκή τέχνη και λογοτεχνία για περισσότερο από τρεις χιλιετίες.
Μυκήνες
-
Π. Πελοποννήσου, Π.Ε. Αργολίδας, Δήμος Άργους – Μυκηνών
Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.
O λόφος των Μυκηνών, θέση φυσικά οχυρή, υψώνεται περίπου 280 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κυρίαρχος στην αργολική πεδιάδα, ελέγχει τις οδούς επικοινωνίας προς κάθε κατεύθυνση. Η μυκηναϊκή ακρόπολη περιβάλλεται από τείχη σε σχήμα τριγωνικό και έχει συνολική έκταση 30.000 τμ. Η ανασκαφή των Μυκηνών άρχισε το 1874 από τον Ερρίκο Σλήμαν και συνεχίζεται σε ορισμένα σημεία μέχρι σήμερα. Ο Όμηρος ονομάζει τις Μυκήνες «πολύχρυσες», ονομασία που επιβεβαιώθηκε από την εύρεση των πλούσιων βασιλικών τάφων της ακρόπολης.
- Κυκλώπειο τείχος
- «Πύλη των Λεόντων»
- Βασιλικοί τάφοι («Ταφικός Κύκλος Α»)
- Θρησκευτικό κέντρο
- Αναβάθρα – ράμπα
- Μεγάλο κλιμακοστάσιο και είσοδος στο ανάκτορο
- Μέγαρο – Ανάκτορο
- «Εργαστήρια καλλιτεχνών»
- Υπόγεια δεξαμενή
- «Βόρεια πύλη»
© 2015 Υπουργείο, Παιδείας και Θρησκευμάτων
Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του. Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.
Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.
Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Έντυπα
- Ακολούθησέ με… στην ακρόπολη των Μυκηνών | © 2015 Υπουργείο, Παιδείας και Θρησκευμάτων
- Μυκήνες | © Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, 2015 333σελ | 47.4MB
Πηγές – Ιστότοποι
Τίρυνθα
-
Π. Πελοποννήσου, Π.Ε. Αργολίδας, Δήμος Ναυπλιέων
Ο χαμηλός λόφος της Τίρυνθας, στο 8ο χιλιόμετρο του δρόμου Άργους-Ναυπλίου, κατοικήθηκε αδιάλειπτα από τη Νεολιθική εποχή μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους ο χώρος ήκμασε κυρίως κατά την πρώιμη και την ύστερη εποχή του Χαλκού. Στη δεύτερη φάση της Πρωτοελλαδικής εποχής (2700-2200 π.Χ.) πρέπει να υπήρχε εδώ ένα σημαντικό κέντρο με πυκνή κατοίκηση και ένα μοναδικής κατασκευής κυκλικό κτήριο, διαμέτρου 27 μ., στην κορυφή του λόφου. Κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού ο λόφος οχυρώνεται σταδιακά και περιβάλλει μέσα στα «κυκλώπεια» τείχη του το ανακτορικό συγκρότημα καθώς και άλλα κτήρια που χρησιμοποιούνται κυρίως από την άρχουσα τάξη ως λατρευτικοί χώροι, αποθήκες και εργαστήρια αλλά και ως κατοικίες. Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Τίρυνθα, παρότι πρέπει να είχε τη μορφή μιας οργανωμένης πολιτικής κοινότητας, δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί το Αργος, το οποίο και την κατέστρεψε στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα εξορίζοντας τους κατοίκους της.
Ο περιηγητής Παυσανίας που την επισκέφθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. τη βρήκε ερειπωμένη. Κατά τη βυζαντινή εποχή ιδρύεται στην Ανω Ακρόπολη ένας κοιμητηριακός ναός και πιθανά ένας μικρής τάξεως οικισμός στα δυτικά της Ακρόπολης. Το τέλος του ασήμαντου πια οικισμού πρέπει να συνδεθεί με την κατάκτηση του Αργους από τους Τούρκους το 1379 μ.Χ. Στις βενετσιάνικες πηγές η Τίρυνθα αναφέρεται ως Napoli vecchio, ενώ το όνομα Τίρυνθα δίνεται ξανά στην περιοχή στη σύγχρονη εποχή αντικαθιστώντας το σύνηθες όνομα «Παλαιόκαστρο». Το 1828 ιδρύεται από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στο χώρο νότια της Ακρόπολης κτήριο για τη λειτουργία αγροτικής σχολής. Σήμερα στεγάζονται σ’ αυτό οι αγροτικές φυλακές. Μετά τους περιηγητές του 17ου και του 19ου αιώνα (Des Mouceaux, Dodwell, Leake) την Τίρυνθα ανακαλύπτει το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν που με τις εκτεταμένες ανασκαφές του στα 1884/5 την παραδίδει στην αρχαιολογική έρευνα.
Ως μυθικός ιδρυτής της Τίρυνθας παραδίδεται ο αργείος πρίγκηπας Προίτος, ο οποίος κατέφυγε μετά τη διαμάχη με τον αδελφό του Ακρίσιο στη Λυκία. Κατά την επιστροφή του έφερε μαζί του τους Κύκλωπες που έχτισαν για χάρη του τα μεγαλειώδη τείχη. Με την Τίρυνθα συνδέονται εξάλλου και οι μυθικοί ήρωες Βελλερεφόντης και Περσέας αλλά και ο ημίθεος Ηρακλής.
Οι έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από το 1876 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως μια από τις σημαντικότερες μυκηναϊκές ακροπόλεις και ιχνηλάτησαν τα στάδια του πολιτισμού των προϊστορικών και ιστορικών περιόδων της Αργολίδας. Μετά τους πρωτεργάτες Heinrich Schliemann και Wilhelm Dφrpfeld (1884-1885), το χώρο ερεύνησαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι Georg Karo και Kurt Mόller. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αργολίδος Νικόλαος Βερδελής ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης της δυτικής πλευράς της οχύρωσης που είχε καταρρεύσει και σκεπαστεί από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών. Μετά το 1967 οι ανασκαφές ανατίθενται και πάλι στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο υπό τη Διεύθυνση των Ulf Jantzen, Jφrg Schδfer, Klaus Kilian και Joseph Maran συνεχίζει τις έρευνες συμπεριλαμβάνοντας την Κάτω Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη. Παράλληλα ανασκαφικές έρευνες διενεργεί η τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων τόσο στον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, όσο και στην ευρύτερη περιοχή.
Η αποκάλυψη με τις ανασκαφές ενός μνημείου που προστατεύτηκε για πολλούς αιώνες κάτω από το χώμα της εγκατάλειψης και η μακροχρόνια έκθεσή του χωρίς φροντίδα συντήρησης στις καιρικές συνθήκες και στη δράση των επισκεπτών, προξένησε σημαντικές φθορές στον αρχαιολογικό χώρο. Με ενέργειες της Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, αρμόδιας περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και την άμεση υποστήριξη της Περιφέρειας Πελοποννήσου, το μνημείο εντάχθηκε στα έργα που χρηματοδοτήθηκαν από το Β΄ και το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Καθοριστική ήταν και η συμμετοχή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου που χρηματοδότησε την τελευταία δεκαετία τις μελέτες του γερμανού αρχιτέκτονα Jan Martin Klessing που υλοποιήθηκαν στην Τίρυνθα. Στο διάστημα αυτό μεγάλος αριθμός συνεργατών (αρχαιολόγοι, σχεδιαστές, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες) συμμετείχε στο πρόγραμμα της αναβάθμισης ενός από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Αργολίδας που έχει ενταχθεί στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Εξάλλου με ευθύνη της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού υλοποιήθηκαν εργασίες διαμόρφωσης του επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος περιλαμβάνει πλέον οργανωμένες διαδρομές, κτήρια εξυπηρέτησης των επισκεπτών, νέα είσοδο και χώρο στάθμευσης.
Έντυπα
Πηγές – Ιστότοποι
Ιστορικό κέντρο (Χώρα), Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και Σπήλαιο της Αποκάλυψης στην Πάτμο
-
Έτος εγγραφής: 1999 • 942
-
Κριτήρια: (iii) (iv) (vi)
-
Βυζαντινή, μεταβυζαντινή και νεότερη περίοδος
-
Π. Νοτίου Αιγαίου, Π.Ε. Καλύμνου, Δήμος Πάτμου
Η Πάτμος, το μικρό νησί των Δωδεκανήσων, κατοικείται από την αρχαιότητα. Το 95 μ.Χ., κατά τη διάρκεια των διωγμών του Δομιτιανού, έφθασε στο νησί εξόριστος ο απόστολος Ιωάννης και εκεί συνέγραψε την Αποκάλυψη, ένα από τα σημαντικότερα θεολογικά κείμενα.
Χώρα, Πάτμος
Ο ιστορικός πυρήνας της Χώρας Πάτμου είναι εγγεγραμμένος στον Κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Αποτελείται από:
- τη συνοικία των πλουσίων, των Αλλοτεινών, στα δυτικά της Μονής, που δημιουργηθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), και
- τη συνοικία Κρητικά γύρω από την πλατεία της Αγιαλεβιάς, που δημιουργήθηκε από Κρήτες πρόσφυγες μετά την πτώση του Χάνδακα (1669).
Τα σπίτια του οικισμού χαρακτηρίζονται από την παρουσία φούρνων και αποθηκευτικών χώρων στο ισόγειο, χώρους διαβίωσης και ξενώνες στον όροφο, υπόγεια στέρνα με λίθινο στόμιο, μαντώματα στα ανοίγματα των κτηρίων, κεραμικά πλακίδια στα εσωτερικά δάπεδα και τις αυλές και την αναγραφή της χρονολογίας ανέγερσης του κτίσματος στο ανώφλι.
Αυτή την περίοδο δημιουργείται παράλληλα μία νέα ισχυρή αριστοκρατική τάξη, καθώς και η τάξη των πλοιοκτητών, οι οποίοι αρχίζουν και χτίζουν περιμετρικά του οικισμού τα πρώτα αρχοντικά με τη μορφή αυτόνομων αγροτικών συγκροτημάτων και δημιουργούν:
- τη συνοικία Απορθιανά (τα κτίσματα έξω από τις πόρτες) που διαμορφώθηκε στα τα μέσα του 18ου αι.
- τη συνοικία με τα πλούσια διώροφα σπίτια, όπου εγκαθίστανται οι νέοι καραβοκυραίοι, στο βόρειο όριο του οικισμού στο φρύδι του γκρεμού που βλέπει προς τη Σκάλα Πάτμου.
Εντός του οικισμού της Χώρας, συμπεριλαμβανομένων του Καθολικού της Μονής και των παρεκκλησιών της, βρίσκονται γύρω στις 41 κηρυγμένες εκκλησίες.
Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου
Η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο αποτελεί ίσως το σημαντικότερο μοναστηριακό συγκρότημα του Αιγαίου Πελάγους. Ιδρυτής της μονής υπήρξε ο όσιος Χριστόδουλος (1088), ο οποίος με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού έλαβε το νησί της Πάτμου απαλλαγμένο από φορολογικές υποχρεώσεις.
Xτισμένη στην κορυφή βουνού, προφανώς στη θέση του ναού της Aρτέμιδος και μίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, η μονή περιβάλλεται από ακανόνιστο ορθογώνιο αμυντικό περίβολο που χρονολογείται από το τέλος του 11ου αι. μέχρι τον 17ο αι.
Το καθολικό της μονής ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο και μάλιστα στην παραλλαγή του τετράστυλου. Προσθήκες, επεμβάσεις και τροποποιήσεις πραγματοποιούνταν κατά διαστήματα στον κεντρικό πυρήνα έως ότου λάβει το μοναστήρι την τελική του μορφή, σύμφωνα με τις επιταγές των οικοδομικών προγραμμάτων κάθε εποχής. Aπό τη βυζαντινή περίοδο διατηρούνται το καθολικό, η τράπεζα, η εστία και τα κελλιά. Δεν είναι βέβαιη η χρονολόγηση των βοηθητικών χώρων, όπως το μαγκιπείον, το μυλωνείον, το δοχείον, το ωρείον κλπ.
Το καθολικό της μονής διασώζει τοιχογραφικό διάκοσμο των αρχών του 17ου αι., ενώ στο παρεκκλήσι της Παναγίας, στη νότια πλευρά του καθολικού, ο ζωγραφικός διάκοσμος χρονολογείται στις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αι. Την ίδια εποχή και λίγο αργότερα τοιχογραφήθηκε η τράπεζα της μονής, η οποία βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνία του καθολικού.
Tα κελλιά είναι παρατεταγμένα στη νότια πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου. Στη μονή υπάρχουν επίσης παρεκκλήσια των μεταβυζαντινών χρόνων: του Aγίου Bασιλείου, του Aγίου Nικολάου, του Tιμίου Σταυρού, του Προδρόμου, των Aγίων Aποστόλων (1603). Δύο μικρότερα βρίσκονται έξω από τον περίβολο της μονής: του Aγίου Γεωργίου και του Aγίου Oνουφρίου (1611).
Περίφημη θεωρείται η πλουσιότατη Βιβλιοθήκη του μοναστηριού και η Συλλογή των κειμηλίων του, τα σημαντικότερα δείγματα της οποίας μπορεί να θαυμάσει κανείς στο επισκέψιμο σκευοφυλάκιο.
Σπήλαιο της Αποκάλυψης
Το σπήλαιο της Αποκάλυψης αποτελεί το λατρευτικό πυρήνα ενός πολύπλοκου κτηριακού συγκροτήματος που είναι γνωστό ως Μονή της Αποκάλυψης. Σύμφωνα με την παράδοση, μέσα σε αυτό, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δέχτηκε την Αποκάλυψη και την υπαγόρευσε στο μαθητή του Πρόχορο.
Η πρώτη φάση διαμόρφωσης του σπηλαίου συνδέεται με τον όσιο Χριστόδουλο ή με τα πνευματικά του τέκνα, στα τέλη του 11ου – αρχές 12ου αι.
Τον πυρήνα του λατρευτικού συγκροτήματος αποτελεί η δισυπόστατη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (νότια) και της Αγίας Άννας (βόρεια). Στο ιερό βήμα του σπηλαίου της Αποκάλυψης σώζονται τμήματα τοιχογραφικού διακόσμου από τα τέλη του 13ου αι. Το σπήλαιο σήμερα περιβάλλεται από κελιά και παρεκκλήσια, τα οποία αποτελούν μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα.
Το 1713 στην ίδια περιοχή ανεγέρθηκε η Πατμιάδα Σχολή από τον λόγιο Μακάριο Καλογερά.
Στο ευρύχωρο άνοιγμα της σπηλιάς έχει διαμορφωθεί παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη. Ο φυσικός βράχος σχηματίζει την οροφή και τις πλευρές του καθώς και την ανατολική πλευρά του ιερού βήματος στο οποίο έχουν λαξευτεί οι κόγχες της πρόθεσης, του διακονικού και η κεντρική κόγχη που χρησιμεύει ως Αγία Τράπεζα. Το ιερό βήμα απομονώνεται από τον υπόλοιπο χώρο με ξύλινο τέμπλο κοσμημένο με σημαντικές μεταβυζαντινές εικόνες. Τα τοιχώματα του ιερού βήματος και τις κόγχες κοσμούσαν κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα τέλη του 12ου αι.
Η αρχική διαμόρφωση του χώρου αποδίδεται σύμφωνα με την παράδοση στον όσιο Χριστόδουλο, κτήτορα της Μονής του Αγίου Ιωάννη.
Πηγές – Ιστότοποι
- Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου | Βικιπαίδεια
- Χώρα, Πάτμος | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ι. Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Χώρα, Πάτμος | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Σπήλαιο Αποκάλυψης και Πατμιάδα Σχολή, Πάτμος | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Ιερά, Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Κοινοβιακή Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού
- Εξερεύνηση στη Χώρα της Πάτμου με τα πόδια | Discover Greece | Created by the Greek Tourism Industry
- Τα ιερά προσκυνήματα της Πάτμου | ΕΟΤ
- Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου | Wikiwand
- Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
- Σπήλαιο Αποκάλυψης | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας
-
Έτος εγγραφής: 2007 • 978
-
Κριτήρια: (iv)
-
Βενετοκρατία, νεότερη περίοδος
-
Π. Ιονίων Νήσων, Π.Ε. Κερκύρας, Δήμος Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων
Η Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας αποτελεί ένα μνημειακό σύνολο με ιδιαίτερη ιστορική και πολιτιστική αξία. Η στρατηγική-γεωπολιτική θέση του νησιού στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης καθόρισε τις τύχες του ήδη από την αρχαιότητα. Από τα τέλη του 14ου αιώνα η Κέρκυρα πέρασε στην κυριαρχία Βενετών (1386-1797), Γάλλων (1797-1799, 1807-1814) και Άγγλων (1814-1864), με αποτέλεσμα η μακραίωνη συνύπαρξη των κατοίκων με τους δυτικούς κατακτητές να συμβάλει καταλυτικά στη δημιουργία της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας που τη διακρίνει.
Η Παλαιά Πόλη συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες οχυρωμένες πόλεις-λιμάνια της Μεσογείου. Οι οχυρώσεις της, τεχνικές κατασκευές τεράστιας κλίμακας, είναι από τα τελειότερα δείγματα βενετικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Η σημερινή μορφή του εντυπωσιακού αυτού συνόλου είναι αποτέλεσμα κυρίως των έργων των Βενετών με μετασκευές και προσθήκες κατά την περίοδο της Βρετανικής προστασίας (1814-1864). Την παλαιότερη οχύρωση αποτελεί το Παλαιό Φρούριο, το οποίο από τους βυζαντινούς χρόνους γνώρισε όλα τα στάδια εξέλιξης της αμυντικής τέχνης και στην τελική του μορφή συνδέθηκε με την προσωπικότητα του σπουδαίου αρχιτέκτονα και στρατιωτικού μηχανικού του μανιερισμού Michele Sanmicheli. Στα τέλη του 16ου αιώνα ολοκληρώθηκε το τεράστιο έργο της περιτείχισης της πόλης με την ανέγερση του Νέου Φρουρίου στο ΒΔ άκρο της και την αμυντική γραμμή που απομόνωσε την πόλη από την ύπαιθρο και τη θάλασσα. Πρόκειται για ένα από τα τελειότερα αμυντικά σύνολα της περιόδου, το οποίο απέδειξε την αποτελεσματικότητά του με την απόκρουση των επανειλημμένων τουρκικών επιθέσεων.
Τα αμυντικά έργα των Βενετών συνέβαλαν καθοριστικά και στη διαμόρφωση της εντός των τειχών πόλης. Ο αστικός ιστός της έχει διατηρήσει σε αξιοσημείωτο βαθμό την πολεοδομική διάταξη και την πυκνή πολυώροφη δόμηση. Το αρχιτεκτονικό σύνολο με έντονες μπαρόκ και νεοκλασικές επιδράσεις στα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, στα πλούσια αρχοντικά και στους πολυάριθμους ναούς αποτελεί εξαίρετο δείγμα δημιουργικού συγκερασμού καλλιτεχνικών και πολιτιστικών στοιχείων της Ανατολικής και Δυτικής Μεσογείου.
Η πολιτιστική σημασία του μνημειακού αυτού συνόλου οδήγησε το 2007 στην εγγραφή της Παλαιάς Πόλης της Κέρκυρας στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco. Η εγγραφή συνοδεύτηκε από ολοκληρωμένο και τεκμηριωμένο σχέδιο διαχείρισης, το οποίο για πρώτη φορά συντάχθηκε για ελληνικό Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της Unesco. Η διαμόρφωση του διαχειριστικού σχεδίου αποτελεί επιτυχημένο παράδειγμα στενής συνεργασίας μεταξύ όλων των αρμόδιων φορέων με παράλληλη πρόβλεψη για την ενεργό συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας.
Έντυπα
- Παλαιό Φρούριο Κέρκυρας | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Παλιά Πόλη Κέρκυρας – Σχέδιο Διαχείρισης | Φορέας Διαχείρισης Παλιάς Πόλης Κέρκυρας
Πηγές – Ιστότοποι
- Κέρκυρα (πόλη) | Βικιπαίδεια
- Παλαιά Πόλη Κέρκυρας | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας (Μνημείο UNESCO) | Visit Corfu
- Εξερευνώντας την ατμοσφαιρική παλιά πόλη της Κέρκυρας | Discover Greece | Created by the Greek Tourism Industry
- Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων
-
Έτος εγγραφής: 2016 • 1517
-
Κριτήρια: (iii) (iv)
-
Eλληνιστική Ρωμαϊκή, παλαιοχριστιανική και βυζαντινή περίοδος
-
Π. Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Π.Ε. Καβάλας, Δήμος Καβάλας
Η αρχαία πόλη των Φιλίππων ιδρύθηκε στις παρυφές των ελών που κάλυπταν το νοτιοανατολικό τμήμα της πεδιάδας της Δράμας. Η πόλη των Φιλίππων είναι ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι πρώτοι οικιστές της ήταν άποικοι από τη Θάσο, που ίδρυσαν στα 360 π.Χ. την αποικία των Κρηνίδων. Ακμή γνώρισε η πόλη κατά τα ελληνιστικά χρόνια.
Οι Θάσιοι άποικοι ίδρυσαν την αποικία γνωρίζοντας τον πλούτο της περιοχής σε πολύτιμα μέταλλα, ξυλεία και γεωργικά προϊόντα. Πολύ γρήγορα (365 π.Χ.) η νέα αποικία, που απειλείται από τους Θράκες, ζητά τη βοήθεια του Φιλίππου Β΄, βασιλιά της Μακεδονίας. Αυτός διαβλέποντας την οικονομική και στρατηγική σημασία της πόλης την καταλαμβάνει, την οχυρώνει και της δίνει το όνομά του: Φίλιπποι.
Κατά την περίοδο ανάπτυξης της, στα ελληνιστικά χρόνια η πόλη απέκτησε το τείχος της, το θέατρο, δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικές κατοικίες. Η διέλευση μέσα από τους Φιλίππους της “Εγνατίας οδού”, το 2ο π.Χ. αι., προσέδωσε στην πόλη μεγαλύτερη βαρύτητα καθώς τη μετέτρεψε σε σημείο αναφοράς της περιοχής.
Το 42 π.Χ. η δραματική μάχη των Φιλίππων έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης άλλαξε εντελώς το χαρακτήρα της, αφού μετά την επικράτησή του ο Οκταβιανός τη μετέτρεψε σε ρωμαϊκή αποικία (Colonia Augusta Julia Philippensis). Έτσι η πόλη μεγαλώνει και αναδεικνύεται σε οικονομικό, διοικητικό και καλλιτεχνικό κέντρο.
Ένα άλλο σημαντικό γεγονός όμως έμελλε και πάλι να αλλάξει τη φυσιογνωμία της πόλης. Η έλευση του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος ίδρυσε εδώ την πρώτη χριστιανική εκκλησία σε ευρωπαϊκό έδαφος το 49/50 μ.Χ. Η επικράτηση της νέας θρησκείας και η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη προσέδωσαν αίγλη στους Φιλίππους. Κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (4ος -6ος μ.Χ. αιώνες.) ιδρύθηκαν, στη θέση των ρωμαϊκών κτηρίων, το συγκρότημα του “Οκταγώνου”, με τον μητροπολιτικό ναό τον αφιερωμένο στον Απόστολο Παύλο, καθώς και τρεις μεγαλόπρεπες βασιλικές.
Η πόλη αρχίζει να εγκαταλείπεται στις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα εξαιτίας μεγάλων σεισμών και σλαβικών επιδρομών. Επιζεί στα βυζαντινά χρόνια, ως οχυρό φρούριο, ενώ η ερήμωσή της ολοκληρώνεται με την τουρκική κατάκτηση στα τέλη του 14ου αιώνα.
Η ανασκαφική έρευνα άρχισε στους Φιλίππους στα 1914 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία διενέργησαν συστηματικές ανασκαφές. Σήμερα η Αρχαιολογική Υπηρεσία, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή συνεχίζουν την αρχαιολογική έρευνα. Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φιλίππων. Κάθε χρόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες (από το Μάιο ως το Σεπτέμβριο) γίνεται καθαρισμός του χώρου από τη βλάστηση για τη διευκόλυνση και την ασφαλή πρόσβαση των επισκεπτών.
Τα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα του αρχαιολογικού χώρου είναι:
Τα τείχη και η ακρόπολη
Τα τείχη ξεκινούν από την κορυφή του λόφου, όπου βρίσκεται η οχυρή ακρόπολη, και περικλείουν τους πρόποδές του και τμήμα της πεδιάδας (α΄φάση: Φίλιππος Β΄, μέσα 4ου αι. π.Χ., β΄φάση: Ιουστινιανός Α΄, 527-565 μ.Χ.). Στο εσωτερικό της ακρόπολης υπάρχει πύργος υστεροβυζαντινών χρόνων. Το συνολικό μήκος της περιμέτρου των τειχών φθάνει τα 3,5 χλμ.
Θέατρο
Το αρχαίο θέατρο των Φιλίππων είναι σημαντικό μνημείο. Η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα διαδοχικών κτιριακών αλλαγών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν διάφορες φάσεις της ιστορίας της πόλης. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλαγιά του λόφου της ακρόπολης, σε επαφή με το ανατολικό τείχος της πόλης, στο οποίο και στηρίζεται.
Η αρχική φάση του, που είναι σύγχρονη με τα τείχη της πόλης, ανάγεται στα χρόνια του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄(μέσα του 4ου αι. π.Χ.). Από τη φάση αυτή σώζονται οι αναλημματικοί τοίχοι (κατακόρυφοι τοίχοι που στήριζαν το κοίλο του θεάτρου) του κοίλου, δηλαδή του χώρου όπου κάθονται οι θεατές, και των παρόδων, των διαδρόμων που οδηγούσαν προς την ορχήστρα του θεάτρου. Την εποχή αυτή η ορχήστρα, ο υπαίθριος κεντρικός χώρος όπου “παίζουν” οι ηθοποιοί, είχε σχήμα πετάλου.
Το θέατρο αυτό, εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και από τους Ρωμαίους αποίκους, αφού διασκευάστηκε για να προσαρμοστεί στα νέα θεάματα της ρωμαϊκής κοινωνίας και για να δεχθεί πολυάριθμους θεατές.
Τον 2ο αι. μ.Χ., το θέατρο αποκτά τυπική ρωμαϊκή μορφή, με μεγαλοπρεπές τριώροφο κτήριο σκηνής, ορχήστρα στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες και κοίλο που επεκτείνεται επάνω από τις παρόδους, οι οποίες καλύπτονται με θολωτές κατασκευές. Μια εικόνα της μορφής αυτής του θεάτρου μας δίνει η νότια στοά του κτηρίου της σκηνής, που αναστηλώθηκε πρόσφατα και φέρει στα μέτωπα των πεσσών ανάγλυφες πλάκες με παραστάσεις που σχετίζονται με το θεό Διόνυσο (μαινάδες κ.ά.).
Τον 3ο αι. μ.Χ. το θέατρο μετατρέπεται σε αρένα για τις θηριομαχίες. Κατεδαφίζεται το προσκήνιο και αφαιρούνται οι πρώτες σειρές των καθισμάτων του κοίλου. Στην περιφέρεια της ορχήστρας υψώνεται τοίχος, ύψους 1,20μ., με κιγκλίδωμα για την προστασία των θεατών από τα θηρία. Μάλιστα για την παραμονή και την ευκολότερη μεταφορά των θηρίων στην αρένα, δημιουργήθηκε στο νότιο άκρο της ορχήστρας, ένας μεγάλος ορθογώνιος υπόγειος χώρος. Στη φάση αυτή θα πρέπει να κατασκευάστηκε και το επιθέατρο, μία καμαροσκέπαστη κατασκευή στο ψηλότερο μέρος του κοίλου, που στήριζε νέες σειρές εδωλίων και αύξησε την χωρητικότητα του θεάτρου.
Στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (τέλος 3ου-αρχές 4ου μ.Χ. αι.) πρέπει να κτίστηκαν τα δύο τόξα για την αντιστήριξη του θεάτρου στο γειτονικό τείχος.
Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια (5ος-6ος μ.Χ. αι.) το θέατρο παύει να λειτουργεί ως χώρος παραστάσεων. Η εγκατάλειψή του πρέπει να σχετίζεται με την επικράτηση του χριστιανισμού και τα νέα ήθη που δεν ήταν πια σύμφωνα με τις θηριομαχίες ή τις θεατρικές παραστάσεις. Η στοά στο πίσω μέρος του κτηρίου της σκηνής διασκευάζεται σε χώρο εργαστηρίων. Με την καταστροφή της σκηνής από πυρκαγιά, που πιθανότατα σχετίζεται με το μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε την πόλη των Φιλίππων στις αρχές του 7ου μ.Χ. αι., αρχίζει το συστηματικό γκρέμισμα του θεάτρου με σκοπό τη χρησιμοποίηση των μελών του ως οικοδομικού υλικού για την κατασκευή νέων οικοδομών.
Στη διάρκεια των πρώιμων Βυζαντινών χρόνων το κτίριο της σκηνής και η περιοχή στα νοτιανατολικά του θεάτρου φιλοξενεί εργαστήρια. Τέλος, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο λιθόστρωτος δρόμος, που ως τις αρχές του 20ου αι. ένωνε την Καβάλα με τη Δράμα διασχίζοντας τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, περνά μπροστά από το θέατρο.
Οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για το θέατρο στη σύγχρονη εποχή προέρχονται από τους Ευρωπαίους περιηγητές που επισκέπτονται την περιοχή από τα μέσα του 16ου αι. Η συστηματική ανασκαφή του θεάτρου ξεκινά το 1921-1927 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και συνεχίζεται στο τέλος της δεκαετίας του ’50 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον Δ. Λαζαρίδη. Στο διάστημα αυτό το θέατρο δέχθηκε γρήγορες και πρόχειρες επεμβάσεις για να μπορέσει να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του φεστιβάλ Φιλίππων. Η ΙΗ΄ ΕΠΚΑ Καβάλας ξανάρχισε το 1974 τις ανασκαφικές έρευνες και από το 1993, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ., ξεκίνησε πρόγραμμα με ανασκαφικές έρευνες, μελέτες συντήρησης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του θεάτρου, που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.
Αγορά (Forum)
Αποτελούσε το διοικητικό κέντρο των Φιλίππων στη ρωμαϊκή εποχή. Είναι ένα ενιαία σχεδιασμένο συγκρότημα δημοσίων κτηρίων, που οργανώνονται γύρω από μια κεντρική πλατεία, με μνημειακότερα κτίσματα τον βορειοανατολικό και τον βορειοδυτικό ναό. Στα βόρειά της περνά ένας μεγάλος πλακοστρωμένος δρόμος, που έχει ταυτιστεί με την αρχαία Εγνατία οδό.
Παλαίστρα
Έχει καλυφθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της από τη βασιλική Β. Περιελάμβανε περίστυλη κεντρική αυλή, δωμάτια και μικρό αμφιθέατρο. Ο καλύτερα διατηρημένος χώρος είναι οι βεσπασιανές (τουαλέτες) στη νοτιοανατολική γωνία του κτηρίου.
«Φυλακή» του αποστόλου Παύλου
Βρίσκεται στα νότια της βασιλικής Α. Σύμφωνα με την παράδοση πιστεύεται ότι στον χώρο αυτό φυλακίστηκε ο απόστολος Παύλος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ρωμαϊκή δεξαμενή ύδατος (κινστέρνα), η οποία αργότερα μετατράπηκε σε λατρευτικό χώρο.
Βασιλική Α
Μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, διαστάσεων 130×50 μ., με εγκάρσιο κλίτος στην ανατολική πλευρά, τετράγωνο αίθριο, υπερώο πάνω από τα κλίτη και τον νάρθηκα και ιδιότυπη φιάλη. Χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ. Στο μεσαίο κλίτος διατηρούνται τμήματα της πολυτελούς πλακόστρωσης και μέρος του άμβωνα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακές είναι οι τοιχογραφίες (μίμηση ορθομαρμάρωσης) του προθαλάμου του παρεκκλησίου.
Βασιλική Β
Τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και προσκτίσματα στα βόρεια και νότια (φιάλη, διακονικό). Χρονολογείται γύρω στο 550 μ.Χ. Το σχεδόν τετράγωνο κεντρικό κλίτος καλυπτόταν με θόλο, ο οποίος στηριζόταν σε μεγάλους πεσσούς. Με δεύτερο θόλο στεγαζόταν το Iερό Bήμα. Ο γλυπτός της διάκοσμος αντανακλά κωνσταντινουπολίτικη επίδραση.
Βασιλική Γ
Μεγαλοπρεπής τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και εγκάρσιο κλίτος, διπλό άμβωνα, πολυτελή μαρμαροθετήματα δαπέδου και πλούσιο γλυπτό και αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Χρονολογείται στον 6ο αι. μ.Χ.
Οκτάγωνο
Το ολοκληρωμένο συγκρότημα του επισκοπικού ναού των Φιλίππων. Περιλαμβάνει τον οκτάγωνο ναό που παρουσιάζει τρεις οικοδομικές φάσεις (από τα τέλη του 4ου-αρχές του 5ου έως τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ.) και χτίστηκε στη θέση ευκτήριου οίκου αφιερωμένου στον απόστολο Παύλο (αρχές του 4ου αι. μ.Χ.), ο οποίος ιδρύθηκε στη θέση υστεροελληνιστικού τάφου-ηρώου. Το συγκρότημα περιλαμβάνει ακόμη φιάλη, βαπτιστήριο, λουτρώνα, διώροφο επισκοπείο και μνημειακό πυλώνα προς την Εγνατία οδό.
Έντυπα
- Φίλιπποι | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Αρχαιολογικό Μουσείο Φιλίππων | Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
- Ακολούθησέ με…στo αρχαίο θέατρο των Φιλίππων | © 2015 Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων
- Ο Απόστολος Παύλος στους Φιλίππους | © 2019 Θέματα Αρχαιολογίας, Σοφία Γρυδάκη
Πηγές – Ιστότοποι
- Φίλιπποι | Βικιπαίδεια
- Φίλιπποι, Καβάλα | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων | Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας
- Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων – UNESCO World Heritage Site | Visit Kavala | Δημωφέλεια – Δήμος Καβάλας
- Περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων | Discover Greece | Created by the Greek Tourism Industry
- Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων | ΕΟΤ
- Παλαιοχριστιανικοί Φίλιπποι | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
- Φίλιπποι | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Πολιτιστικό Τοπίο Ζαγορίου
-
Έτος εγγραφής: 2023 • 1695
-
Κριτήρια: (v)
-
Οικισμοί, τοπία
-
Π. Ηπείρου, Π.Ε. Ιωαννίνων, Δήμος Ζαγορίου
Η Εγγραφή του Ζαγορίου στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO αποτελεί μια μεγάλη επιτυχία της Ελλάδας. Για πρώτη φορά, εγγράφεται στον Κατάλογο ένα πολιτιστικό αγαθό της χώρας μας, το οποίο αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα της νεώτερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ολες οι μέχρι σήμερα ελληνικές εγγραφές αφορούσαν σε αγαθά της Αρχαιότητας ή του Βυζαντίου.
Ο διεθνής Οργανισμός αναγνώρισε την εξέχουσα οικουμενική αξία της αρχιτεκτονικής των Ζαγοροχωρίων, ως ένα εξαιρετικό δείγμα επιβίωσης και αλληλεπίδρασης της βυζαντινής και οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Αναγνώρισε την αυθεντικότητα και ακεραιότητα του αγαθού, συστατικά απαραίτητα προκειμένου να περιληφθεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Η εγγραφή του Ζαγορίου στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, στο πλαίσιο της 46ης Συνόδου της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς στο Ριάντ, αποτελεί πρόσκληση και υποχρέωση της χώρας μας να διατηρήσει και να προστατεύσει αλώβητη αυτήν κληρονομιά, που από σήμερα καθίσταται παγκόσμια.
Η περιοχή του Ζαγορίου περιλαμβάνει ένα σύνολο οικισμών εξαιρετικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, που συνδέονται μεταξύ τους με ένα μοναδικό δίκτυο λιθόστρωτων μονοπατιών και γεφυριών, που διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Οι οικισμοί που περιλαμβάνουν μεγάλα ή μικρότερα αρχοντικά σπίτια, εκκλησίες διακοσμημένες με μοναδικές τοιχογραφίες, σχολεία στα οποία φοίτησαν γενιές Ζαγορησίων, απέκτησαν τη σημερινή τους ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα.
Αυτή η ιστορική περίοδος ακμής των χωριών του Ζαγορίου, ήταν αποτέλεσμα της κινητικότητας των Ζαγορησίων, που άσκησαν το εμπόριο στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη και απέκτησαν την οικονομική δύναμη, που τους επέτρεψε να επενδύσουν στον τόπο τους. Όλα αυτά μέσα σε ένα εντυπωσιακό φυσικό περιβάλλον, σχεδόν ανέγγιχτο από το χρόνο, με δάση, πλούσια βιοποικιλότητα, ποτάμια, λίμνες και εντυπωσιακούς γεωμορφολογικούς σχηματισμούς. Ο φάκελος υποψηφιότητας του Ζαγορίου πρόβαλε τη φυσιογνωμία της περιοχής του Ζαγορίου ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης. Η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO αναγνώρισε την ιδιαίτερη αυτή φυσιογνωμία ως ένα εξαιρετικό πολιτιστικό τοπίο.
Δήμος Ζαγορίου
Ο Δήμος Ζαγορίου είναι Δήμος της Περιφερειακής Ενότητας Ιωαννίνων, στην Περιφέρεια Ηπείρου, ο οποίος συστάθηκε το 2011, από τη συνένωση των προϋπαρχόντων Δήμων, Κεντρικού Ζαγορίου, Ανατολικού Ζαγορίου και Τύμφης και των Κοινοτήτων, Βοβούσης και Παπίγκου.
Ο Δήμος αποτελείται αποκλειστικά από 45 (46 [Μεγάλο & Μικρό Πάπιγκο]) χωριά, τα καλούμενα Ζαγοροχώρια. Έδρα του είναι οι Ασπράγγελοι στη Δ.Ε. Κεντρικού Ζαγορίου.
Πατήστε τους συνδέσμους για να μεταφερθείτε στις πληροφορίες και φωτογραφίες για το κάθε χωριό της ιστοσελίδας του Δήμου Ζαγορίου
Δημοτική Ενότητα Ανατολικού Ζαγορίου
Δημοτική Ενότητα Κεντρικού Ζαγορίου
- Άγιος Μηνάς
- Άνω Πεδινά (Άνω Σουδενά)
- Αρίστη (Αρτσίστα)
- Ασπράγγελοι (Ντοβρά) (Έδρα του Δήμου Ζαγορίου)
- Βίκος (Βιτσικό)
- Βίτσα (Βεζίτσα)
- Δικόρυφο (Τζοντίλα)
- Δίλοφο (Σοποτσέλι)
- Διπόταμο (Στολοβό)
- Ελάτη (Μπούλτση)
- Ελαφότοπος (Τσερβάρι)
- Καλουτά (Καλωτά)
- Κάτω Πεδινά (Κάτω Σουδενά)
- Μανασσή
- Μεσοβούνι
- Μονοδένδρι
Δημοτική Ενότητα Τύμφης
Δημοτική Ενότητα Βοβούσης
Δημοτική Ενότητα Πάπιγκου
Έντυπα
-
Χάρτης (υψηλής ανάλυσης) Πολιτιστικού Τοπίου Ζαγορίου (στα αγγλικά)
Zagori Cultural Landscape | UNESCO World Heritage Centre 9248 x 5032px | 29.2MB HQ
(Κάντε download για να τον δείτε σωστά)
Πηγές – Ιστότοποι
- Δήμος Ζαγορίου
- Γεφύρια | Δήμος Ζαγορίου
- Εκκλησίες | Δήμος Ζαγορίου
- Δήμος Ζαγορίου | Βικιπαίδεια
- Στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το Ζαγόρι | H πλατφόρμα πολιτισμού του gov.gr beta
- Ζαγόρι | visitgreece.gr – ΕΟΤ
- Ioannina Photos | Greece.com
- Ζαγόρι ως πολιτιστικό τοπίο: ζητήματα και μέθοδοι | Ερευνητική εργασία από τον Παναγιώτη Αντωνέλλο και την Αρσινόη Νάσιου | archisearch.gr
Πηγές – Χρήσιμες Ιστοσελίδες
- visitgreece.gr | Επίσημη Ιστοσελίδα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού
- visitgreece.gr – Αρχαιολογικοί χώροι και Μνημεία | Επίσημη Ιστοσελίδα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού
- Ελληνικά μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς | ΟΔΥΣΣΕΥΣ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
- Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού | Ελληνική Δημοκρατία
- H πλατφόρμα πολιτισμού του gov.gr BETA | Digital Culture
- Αρχαιολογικοί χώροι – Αρχαιολογία Online | Αρχαιολογία & Τέχνες
- Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου | Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
- Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές στα ελληνικά μνημεία της UNESCO | Υπουργείο Πολιτισµού και Αθλητισµού
- Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο – Ελληνικά Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς UNESCO | Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων
- Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο | Εθνικό Αρχείο Μνημείων
- Αρχαιολογικοί Χώροι | Οργανισμός Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (ΟΔΑΠ) (πρώην Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων – ΤΑΠ)
-
Μελέτες περίπτωσης | Climascape
Ανάπτυξη πλατφόρμας και πολυκριτηριακής εφαρμογής για την πρόβλεψη, ανίχνευση και διαχείριση κινδύνων λόγω της κλιματικής αλλαγής σε χώρους μείζονος πολιτιστικού και τουριστικού ενδιαφέροντος – εφαρμογή για επιλεγμένους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία του καταλόγου Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO
- Ο Κύκλος των Μουσείων – e-Library | Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση
- UNESCO World Heritage Centre
- UNESCO
- Εκπαιδευτική Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών – UNESCO
- Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς | Βικιπαίδεια
- Κατάλογος Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς | Βικιπαίδεια
- Κάστρα, Πύργοι και Φρούρια της Ελλάδας | Καστρολόγος