Θυμάσαι τη μέρα…


thimasai

ΓΡΑΦΕΙ: Η ΙΩΑΝΝΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΟΥΚΟΥΜΕ.

Τίποτε δὲν πονάει περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀπώλεια ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἀγαποῦσες. Ἰδιαίτερα ὅταν δὲν εἶχες πεῖ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο πόσο τὸν ἀγαποῦσες. Τίποτε δὲν πονάει περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ξέρεις ὅτι μποροῦσες νὰ πεῖς καὶ νὰ κάνεις πράγματα ποὺ δὲν εἶπες καὶ δὲν ἔκανες ὅσο μποροῦσες καὶ τώρα δὲ μπορεῖς γιατὶ εἶναι πλέον ἀργά. Τίποτε δὲν πονάει περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ξέρεις ὅτι ἡ ζωὴ περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὰ μάτια σου καὶ ἐσὺ ἀντὶ νὰ πηδήξεις στὸ παλκοσένικο καὶ νὰ παίξεις τὸν ῥόλο σου, ἔμεινες ἁπλῶς θεατής.

Πόσες φορὲς ἀμελοῦμε πράγματα θεωρώντας τα αὐτονόητα… Νομίζοντας ὅτι ἐννοοῦνται ἢ ζώντας μὲ τὴ ψευδαίσθηση ὅτι θὰ ζοῦμε γιὰ πάντα. Ὅμως δὲ θὰ ζοῦμε γιὰ πάντα. Ἡ ζωὴ τελειώνει πολλὲς φορὲς ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε. Οἱ ἄνθρωποι φεύγουν πολλὲς φορὲς ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε. Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς ἀκόμη καὶ τότε ἐξακολουθοῦμε νὰ ζοῦμε ὅπως ζούσαμε καὶ νὰ παραμένουμε ἁπλὰ θεατὲς καὶ κάποιοι ἄλλοι ξυπνᾶνε καὶ παίρνουν στὰ χέρια τους τὴ ζωή τους.

Στὴν ἀπώλεια ἑνὸς ἀγαπημένου προσώπου ὅλοι πονᾶμε μὰ κανεὶς δὲν πονάει τόσο ὅσο ἡ σύζυγος ἢ ὁ σύζυγος, ἡ μάνα, ὁ πατέρας, ἢ τὸ παιδί. Τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν κάποιοι δὲν τὸν νοιώσαμε καὶ μακάρι νὰ μὴν τὸν νοιώσουμε. Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ ὑπάρχει ὁ θάνατος γιὰ νὰ δρᾶ ὣς ἕνα κίνητρο. Μὰ ζοῦμε λές κι ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει. Λές κι εἶναι κάτι ποὺ δὲ μᾶς ἀφορᾶ. Μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ὅλοι μας θὰ πεθάνουμε καὶ εὐτυχῶς ποὺ θὰ πεθάνουμε γιὰ νὰ ἔχουμε ἕναν λόγο νὰ ἀρπάξουμε τὴ ζωὴ στὸ τώρα ἐπειδὴ τὸ μετὰ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει. Κι ἀκόμη κι ἂν ἀκουστεῖ παρωχημένο ἡ ζωὴ δὲν ἔχει νόημα χωρὶς τὸ θάνατο ὅπως κι ἡ χαρὰ χωρὶς τὴ λύπη. Ἂς μὴν ἀναγκάσουμε τὴ ζωὴ νὰ φτάσει στὸ σημεῖο τῶν τίτλων τοῦ τέλους γιὰ νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε.

Ἂν ζούσαμε γιὰ πάντα δὲ θὰ εἴχαμε λόγο νὰ μὴν κοιμόμαστε ὅλη μέρα ἢ νὰ μὴ βλέπουμε τηλεόραση ὅλη μέρα ἢ νὰ μὴν καθόμαστε μπροστὰ ἀπὸ τὸν ὑπολογιστὴ ὅλη μέρα. Ὑπάρχουν τόσα ὄμορφα πράγματα ἐκεῖ ἔξω νὰ γνωρίσει κανείς… Τόσοι ὄμορφοι πίνακες νὰ δεῖ, τόσες ὄμορφες μουσικὲς νὰ ἀκούσει, τόσα ὄμορφα μέρη νὰ βρεθεῖ, τόσα συγκλονιστικὰ βιβλία νὰ διαβάσει. Πόσοι ἄνθρωποι ἀρκοῦνται νὰ μένουν σὲ αὐτὰ ποὺ ἤδη γνωρίζουν… Ἀναρωτιέμαι ἂν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι εὐτυχισμένοι. Ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ σηκώσουμε τὸ κεφάλι καὶ νὰ κοιτάξουμε τὸν οὐρανό, ἀρκεῖ νὰ ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὸν ἢχο τῶν κυμάτων στὴ θάλασσα ἢ τὸ κελάιδισμα τῶν πουλιῶν κι ἴσως τότε δοῦμε πόσο ὑπέροχη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ φύση καὶ ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ μόνα ποὺ χρειαζόμαστε.

Θὰ ἤθελα νὰ κλείσω αὐτὸ τὸ ἄρθρο μὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀγαπημένου μου συγγραφέα Λέο Μπουσκάλια «Νὰ ζεῖς, νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ μαθαίνεις», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἔμπνευση τοῦ παρόντος ἄρθρου.

Στὸ βιβλίο αὐτό, ὁ συγγραφέας παραθέτει τὸ ποίημα μιᾶς φοιτήτριας του ποὺ τοῦ τὸ ἔδωσε μὲ τίτλο «Πράγματα ποὺ δὲν ἔκανες»:
«Θυμᾶσαι τὴ μέρα ποὺ δανείστηκα
τὸ καινοῦριο σου αὐτοκίνητο καὶ τὸ τράκαρα;
Νόμισα πὼς θὰ μὲ σκότωνες, μὰ δὲν τὸ ἔκανες.
Καὶ θυμᾶσαι τὴ φορὰ ποὺ ἐπέμενα νὰ πᾶμε στὴ θάλασσα
κι ἐσὺ ἔλεγες ὅτι θὰ βρέξει, καὶ ἔβρεξε;
Νόμιζα πὼς θὰ μοῦ ‘λεγες «Στό ‘χα πεῖ». Μὰ δὲν τὸ ἔκανες.
Θυμᾶσαι τὴ φορὰ ποὺ φλερτάρισα μὲ ὅλους τοὺς ἄνδρες
γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ ζηλέψεις, κι ἐσὺ ζήλεψες;
Νόμιζα πὼς θὰ μὲ παρατοῦσες, μὰ δὲν τὸ ἔκανες.
Θυμᾶσαι τὴ φορὰ ποὺ λέρωσα τὴν ταπετσαρία
τοῦ αὐτοκινήτου σου
μὲ κρέμα φράουλα;
Νόμιζα πὼς θὰ μὲ χτυποῦσες, μὰ δὲν τὸ ἔκανες.
Καὶ θυμᾶσαι τὴ φορὰ ποὺ ξέχασα νὰ σοῦ πῶ πὼς
ὁ χορὸς ἦταν ἐπίσημος κι ἦρθες μὲ τὸ μπλουτζίν;
Νόμιζα πὼς θά ‘φευγες, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανες.
Ἀλλὰ μὲ δέχτηκες καὶ μ’ἀγάπησες καὶ μὲ προστάτεψες.
Ὑπῆρχαν χιλιάδες πράγματα ποὺ ἤθελα νὰ σοῦ ἀνταποδώσω
ὅταν θὰ γύριζες ἀπὸ τὸ Βιετνάμ.
Ἀλλὰ δὲ γύρισες.»
Ἀφιερωμένο στὸν ἀγαπημένο μου νονὸ ποὺ μᾶς ἄφησε νωρίς.

 

Αναδημοσιεύση από:  http://www.arriton.gr/sinirmoi/item/1278-zanet
H Ιωάννα Αλεξοπούλου Δουκουμέ είναι φοιτήτρια του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.