Ποιητής, ένας παράκτιος άνθρωπος

Γράφει: η Ματίνα Μόσχοβη, ποιήτρια.

Εισήγηση στην εκδήλωση του σχολείου μας για την παγκόσμια ημέρα της Ποίησης, 21/3/14.
Κάποια ημέρα, σ’ ένα γιορτινό τραπέζι, στο σπίτι του θεσσαλού άρχοντα Σκόπα, μετά την απαγγελία ενός ποιήματος, η στέγη κατέρρευσε από σεισμό και σαν από θαύμα σώθηκε μόνον ένας άνθρωπος. Θεϊκή πρόνοια ή για να κάνει την ανάγκη του οδήγησαν αυτόν τον ένα προς την πόρτα. Όταν επέστρεψε, όλοι και όλα είχαν θαφτεί κάτω από τα ερείπια. Οι συνεορταστές είχαν μεταβληθεί σε σωρούς από σάρκες. Κανένας δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα θύματα εκτός απ’ αυτόν που επέζησε – και τι σύμπτωση – αυτός ο ένας, ήταν ο περίφημος ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος (556 π.Χ. περίπου) σύγχρονος του Αισχύλου! Λίγο αργότερα από το τρομερό συμβάν, δια της μνήμης, ο Σιμωνίδης βοήθησε τους συγγενείς και φίλους να βρουν τους νεκρούς τους.
Ένας ποιητής λοιπόν, διασώζει τον χρόνο και τον χώρο, τα πρόσωπα – το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά – την ιστορία τους, τις σχέσεις· διασώζει χειρονομίες και βλέμματα, σκεύη, τροφές, τον οίνο, την ευφρόσυνη εμπειρία της μετοχής στο γιορτινό τραπέζι, την μουσική, την μισοτελειωμένη φράση, αλλά και την στιγμή του σεισμικού κλονισμού. Στρώματα σκόνης θα σηκώθηκαν πάνω από σωρούς ερειπίων και άνεμος θα πέρασε, ξεσκεπάζοντας ίσως μια λεπτομέρεια – την έκφραση ενός χεριού ή ενός στόματος – αποκαλύπτοντας τον τρόμο της απώλειας του φωτός. Μέσα σε απειροελάχιστο χρόνο οι συνδαιτυμόνες του γιορτινού τραπεζιού, από ζώντες έγιναν σκοτωμένοι. Βρέθηκαν ευθύς «στο τραπέζι όχι που τρώνε παρά όπου τρώγονται», όπως λέει ο Σαίξπηρ. Από το φως της ζωής πέρασαν στο σκοτάδι της ανυπαρξίας, αφού σκοτόω για τους αρχαίους σήμαινε: σκοτίζω, τυφλώνω, ρίχνω στο σκοτάδι.
Ένας ποιητής λοιπόν διασώζει, ανακαλύπτει, αποκαλύπτει εκείνο που υπάρχει και έχουμε την δυνατότητα να το δούμε, αλλά κι εκείνο που υπάρχει και δεν έχουμε την δυνατότητα να το δούμε, π.χ. βλέπουμε επειδή υπάρχει φως, αλλά το ίδιο το φως δεν μπορούμε να το δούμε. Το φωτόνιο, το οξυγόνο, δεν τα βλέπουμε. Ο ποιητής όμως θα δει, θα ανακαλύψει, θα συσχετίσει, θα ανασύρει, θα κάνει λεπτές διακρίσεις, θα μιλήσει για το θεατό και το αθέατο, για το ακουστό και το ανάκουστο, ο ποιητής θα λαφυραγωγήσει για λογαριασμό όλων μας, δηλαδή της κοινότητας, εκείνο το πολύτιμο, το ανώλεθρο, που ίσως να μην γνωρίζαμε ότι μας έλειπε παρά τώρα μόλις που μας το αποκάλυψε, για να μας ξανασυνδέσει με τον εαυτό μας και με τους άλλους, με όλους τους άλλους, με τον διπλανό μας και με την ανθρωπότητα. Και γιατί να μας ξανασυνδέσει; Γιατί ο άνθρωπός φέρει εγγενώς το αίτημα της κοινωνίας με τους άλλους, γιατί ο άνθρωπος αναζητεί πάντα το κρυφό νόημα σε κάθε τι που υπάρχει και σε κάθε τι που κάνει. Και γιατί αναζητεί πάντα το κρυφό νόημα; Γιατί φέρει μέσα του την παράσταση του απολύτου. Και πως επιτυγχάνεται στην περίπτωσή μας αυτό; Δια του Λόγου. Και τι είναι Λόγος; Είναι: απόκριση, αποκάλυψη, χρησμός, εντολή, συζήτηση, είδηση, διήγηση, ιστορία, δύναμη του νοείν, σκέψη, ιδέα, γνώμη, προσδοκία, λογαριασμός, αιτία, εκτίμηση, λογοδοσία, αναλογία, συμμετρία και τόσα άλλα. Και επειδή η ιστορία του ανθρώπου είναι «κρανίου τόπος» όπως μας λέει ο Hegel, ακριβώς εκεί, στον σταυρό του ανθρώπου «τοποθετήθηκε το τριαντάφυλλο του λόγου».

Καλά, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, αυτά συνέβαιναν αιώνες πριν, τι μπορεί να ενδιαφέρουν εμένα, τον άνθρωπο του 21ου αιώνα, την εποχή της μετανεωτερικότητας, που σήμερα είμαι έφηβος, νέος, αύριο ώριμος και μεθαύριο ηλικιωμένος.
Παρακαλώ επιτρέψτε μου εδώ μια αναγκαία παρέκβαση. Να προσδιορίσουμε με πολύ αδρές γραμμές τι εννοούμε με τον όρο: μετανεωτερικότητα και τί είναι ο άνθρωπος της μετανεωτερικότητας. Από το τέλος του 20ου αιώνα εκδηλώθηκε έντονος κοινωνικός, οικονομικός, πολιτικός και πολιτισμικός μετασχηματισμός: ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, εμφάνιση καινούργιων ασθενειών, κίνδυνος πλανητικού, οικολογικού αφανισμού, παγκοσμιοποίηση, κατάργηση των συνόρων, καταναλωτισμός, πολιτισμική ομογενοποίηση, τεχνομεσσιανισμός (δηλαδή η νέα μεταφυσική ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα λύσουν όλα μας τα προβλήματα), η σύγκρουση πολιτισμών, η επιβολή στρατιωτικής ισχύος. Το άτομο της μετανεωτερικότητας ζει στην εικονική πραγματικότητα, τα πάντα τρέχουν ασταμάτητα, το άτομο αδυνατεί να παρακολουθήσει τους ιλιγγιώδεις εξελικτικούς ρυθμούς, τη στιγμή που τείνει να παγιωθεί κάτι μέσα του, κάτι νέο έρχεται από την διαφήμιση που μοιάζει να αμφισβητεί αυτό που προ ολίγου θεωρούσε μόνιμο. Τα πάντα είναι σχετικιστικά.
Ο μετανεωτερικός άνθρωπος έχει αρχίσει να μην πιστεύει σε τίποτα. Αμφισβητεί άλογα τα πάντα, απελπισμένος. Κατακερματίζεται ως μέλος του συστήματος, μηδενίζεται ασταμάτητα. Η ελευθερία έχει σκοπό την κατανάλωση, επιλέγει μόνος του αποθεώνοντας τις όποιες ενστικτώδεις επιθυμίες του χωρίς να σχετίζεται κοινωνικά.
Το άτομο της μετανεωτερικότητας παρακολουθεί κυρίως εικόνα, δεν συμμετέχει. Οι περισσότεροι είναι καταναλωτές – χρήστες – δέκτες παθητικοί…
Που χωράει η ποίηση και ο ποιητής μέσα σ’ όλα αυτά;
Πως μπορεί να πράξει ποιητικώς ένας άνθρωπος σήμερα όταν ο κόσμος απομυθοποιήθηκε, απομαγεύθηκε;
Κι όμως ο άνθρωπος μ’ όλη την δεινή γνώση του και την δεινή εκτροπή του, εξακολουθεί να παραμένει το «αεί ζητούμενον και το αεί απορούμενον». Εξακολουθεί να αποτελεί το αίνιγμα που καλείται να λύσει το αίνιγμα. Και το αίνιγμα δεν λύεται – άν επιδέχεται επίλυσης – μόνο με το τι έχει να πει, να αποκριθεί, αλλά και με το πώς. Και αν οι λέξεις μπορούν να γίνουν ουράνια τόξα και γέφυρες, οι γέφυρες δημιουργούνται για να ενώνουν δύο διαφορετικά σημεία, να γίνονται περάσματα από → προς, διελεύσεις από ένα πεδίο σ’ ένα άλλο, προκειμένου να επιτευχθεί η συνάντηση σ’ ένα τέμενος, σ’ ένα ιερό έδαφος κοινού νοήματος, εκεί που υπερβαίνεται η ιδιώτευση, εκεί όπου παύουμε να ζούμε χωρισμένοι από τους άλλους, ως απαίδευτοι, αμαθείς, δυσκίνητοι, αδίδακτοι, ανάσκητοι, απαθείς, νευρωτικοί. Εκεί όπου έχουμε υπερβεί τον γιγάντιο ναρκισσισμό μας, τον εγωισμό μας, την φιλαυτία, την κενοδοξία και την αχαλίνωτη φαντασίωσή μας και έχουμε ξανακερδίσει την ουσία όλων εκείνων των πραγμάτων που συνθέτουν την οικουμενικότητά μας, το «δυνάμει» του εαυτού μας, με την έννοια της φιλότητας όπως μας έμαθε ο Εμπεδοκλής, αυτός είναι ο στόχος: ένωση με τα πάντα, με ό,τι ευλογημένο ζει και αγωνίζεται και πάσχει και πέφτει και επανίσταται σ’ αυτόν τον πλανήτη που σου κόβει την ανάσα από την ομορφιά και την φρίκη.
Και σ’ αυτό το σημείο θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το σπουδαίο κείμενο του Χ. Μαλεβίτση «Παράκτιοι άνθρωποι» Εκδόσεις Αναλόγιο – Ευθύνη γραμμένο το 1968
«Όταν ο νέος ξυπνά μέσα στον κόσμο, βρίσκεται σε μια νησίδα πολύ μικρή. Το κύμα του ωκεανού γλύφει τα πόδια του. Και φρικιά από τη μυστηριακή μουσική ως βαθειά του. Γι’ αυτό το παιδί θέτει πάντοτε προβλήματα έσχατα. Δηλαδή θέτει εξ αρχής τα πρώτα και τελευταία προβλήματα της φιλοσοφίας του ανθρώπου. Απορεί. Απορεί για το νόημα του κόσμου, της υπάρξεως, του θεού. Καθώς αντιμετωπίζει άμεσα το μυστηριακό με την φρεσκάδα των αισθήσεών του δεν του λένε τίποτα οι συμβατικές λύσεις των μεγάλων. Η αβέβαιη όμως και αδύναμη θέση του θα τον κάνει να υποχωρήσει, και θα αρχίσει να δέχεται τις λύσεις των μεγάλων. Μ’ αυτές τις λύσεις θα επεκτείνει τη νησίδα του, θα την κάνει να ενωθεί με τη «στεριά» της κατεστημένης κοινωνικής ζωής και θα χαθεί μέσα στην ενδοχώρα. Οι ακρογιαλιές της εφηβικής θάλασσας θα χαθούν δια παντός από τα μάτια του. Ο «κόσμος της σιγουριάς» θα τον κερδίσει. Επειδή οι θάλασσες του μυστηριακού που απλώνονται γύρω μας είναι επίφοβες.
Ο άνθρωπος των ορίων, της ακρογιαλιάς είναι ο ποιητής. Ο λόγος του έχει πέραση όταν όλοι οι άνθρωποι είναι ακόμη παράκτιοι. Όταν αντιμετωπίζουν με δέος τον ανοιχτό ωκεανό και τα μυστηριακά επίφοβα μηνύματα που τους φέρνει η αύρα, φωτίζονται από τον λόγο του ποιητή. Όταν οι ακρογιαλιές έχουν πια ξεχασθεί, όταν όλοι γίνουν ηπειρωτικοί, ο λόγος του ποιητή είναι περιττός, ανόητος, χωρίς λόγο. Οι ποιητικές εποχές, είναι οι εποχές που όλοι οι άνθρωποι είναι παράκτιοι. Ως τα γεράματά τους. Τότε όλοι είναι νέοι. Δηλαδή το μυστηριακό ερεθίζει τις αισθήσεις τους για όλη τους τη ζωή. Οι μη ποιητικές εποχές, είναι οι εποχές που όλοι οι άνθρωποι είναι ηπειρωτικοί.
Οι ακρογιαλιές είναι εγκαταλειμμένες διότι αυτές απειλούνται να σαρωθούν από τα μεγάλα κύματα του ωκεανού. Οι ακρογιαλιές έχουν μείνει σαν μεταβατικοί σταθμοί στα παιδιά. Αναδύονται από τον μυστηριακό ωκεανό, ζουν προς στιγμή την φρικίαση της ακρογιαλιάς και σπεύδουν προς την ετοιμασμένη από την παράδοση σίγουρη ενδοχώρα. Όσοι εξακολουθούν να νοιώθουν τη φρικίαση της ακρώρειας είναι απόβλητοι. Άλλοτες ήταν οι πρώτοι.
Τώρα κλαίνε μόνο τα παιδιά. Άλλοτε κλαίγανε και οι ομηρικοί ήρωες. Αλήθεια, πότε κλαίει κανείς; Κλαίει όταν υπάρχει ένα μέγα κέρδος ή μια μεγάλη απώλεια. Και τι θα πει μεγάλο κέρδος ή μεγάλη απώλεια; Θα πει πως δίνεις υπέρτατη αξία σε ορισμένα συμβάντα. Δηλαδή πως απ’ αυτά εξαρτάς την μοίρα σου, την ίδια σου την αξία που κινδυνεύει να εκπέσει σε απαξία, σε τίποτα. Άρα για να δώσεις αξία σε ορισμένα συμβάντα, πρέπει να νοιώθεις σίγουρος. Και δεν νοιώθεις σίγουρος, μόνον όταν βρίσκεσαι στην ακρογιαλιά. Όταν αντιμετωπίζεις τον επίφοβο ωκεανό. Κλαίνε οι παράκτιοι. Οι ηπειρωτικοί δεν κλαίνε. Αλλά αυτό θα πει πως ο ηπειρωτικός κόσμος, ο κόσμος της σιγουριάς δεν έχει αξίες. Τις αξίες της ζωής τις τρυγάς από τις ακρώρειες των αβύσσων. Με τον έσχατο κίνδυνο. Είναι το κέρδος από τον κίνδυνο της έσχατης απώλειας. Μόνο άνθρωποι που κινδύνεψαν, μόνο πολιτισμοί που κινδύνεψαν έδωσαν αξίες στον κόσμο. Αξία είναι η κερδισμένη απώλεια, την στιγμή του κέρδους, όχι κατόπιν. Η ελευθερία, π.χ. είναι αξία τη στιγμή που την αποκτάς από τον θάνατο. Η ελευθερία υπάρχει μόνο ως «Ελευθερία ή Θάνατος». Μόνη ελευθερία δε νοείται. Γι’ αυτό και η ελευθερία στις σύγχρονες κοινωνίες κινδυνεύει, διότι είναι ελευθερία κληρονομημένη, είναι ελευθερία της ενδοχώρας. Της χώρας όπου εξέλειψαν οι αξίες. Οι αξίες ανταλλάσσονται με την απώλεια. Στην ενδοχώρα οι αξίες ανταλλάσσονται πάλι με αξίες. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με οικονομικές αξίες. Δηλαδή οι αξίες της ενδοχώρας ανταλλάσσονται με χρήμα. Και ο έρωτας. Και όλοι οι έρωτες. Υπάρχει μια γενική εξίσωση. Όλα ανταλλάσσονται. Δεν νοείται απώλεια. Αλλά ούτε και κέρδος. Οι σύγχρονοι ηπειρώτες ανταλλάσσουν ασμένως την ελευθερία τους με υλικά αγαθά.»
Ποιητής λοιπόν είναι ο άνθρωπος που έχει το κουράγιο να παραμένει παράκτιος, που έχει το κουράγιο του φωτός, είναι ο αντιστεκόμενος στη λαίλαπα: της διαίρεσης, του αδίκου, της ασχήμιας, του ατομικισμού, της αυτιστικής ψευδοαυτάρκειας, της νηπιακής παντοδυναμίας, είναι ο πολέμιος της αβελτηρίας (της μη προσπάθειας για βελτίωση), ο πολέμιος της αυτάρεσκης παθητικής γκρίνιας που ισχυρίζεται ότι για όλα τα δεινά μας φταίνε πάντα οι άλλοι, είναι αυτός που μεριμνά με προσωπική ευθύνη λόγου και πράξης για να υπενθυμίζει πως ο άνθρωπος δεν είναι μόνον μια βιολογική μηχανή, αλλά κι ένα ον πνευματικό. Είναι αυτός που παραμένει άγρυπνος, μαχόμενος στην κρίσιμη σκοπιά. Ποιητής εν τέλει είναι ο αθλητής της ύπαρξης.