Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Αναστάση Βιστωνίτη

Γράφει: η Ειρήνη Κοκκίνου, μαθήτρια.

Η συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Αναστάση Βιστωνίτη έγινε στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου, την Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012, με ειδικότερο άξονα «Η Εσωτερική Εξορία μέσα και έξω από Τόπο και από Χρόνο: Παραδοχές του Βιώματος».

Στο σχολείο μας την Τετάρτη 7 Μαρτίου υποδεχτήκαμε, στην 11η κατά σειρά συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς φέτος, τον ποιητή και πεζογράφο Ανάσταση Βιστωνίτη, ο οποίος μας ανέπτυξε εκτενώς, ελεύθερα και σε διάφορες φάσεις, το κεντρικό θέμα της συνάντησης, αλλά αναφέρθηκε και σε άλλα αντικείμενα, όπως στην παραγωγικότητα ενός δημιουργού, στο ρόλο της δημοσιογραφίας και της γραφής, στα ταξίδια του, ακόμα και στην ιστορία του αρχαίου κόσμου.

Ο ίδιος προσήλθε στην παρέα μας με απίστευτη όρεξη και ενθουσιασμό, αφού, κατά την κολακευτική για μας γνώμη του, μια τέτοια συνάθροιση «εξυπηρετεί προπάντων τον ίδιο και τους ιδιοτελείς σκοπούς του»… Από μια συζήτηση με νέους ανθρώπους, όπως μας είπε, «έχει να πάρει κανείς περισσότερα απ’ όσα δίνει». Μακάρι να το επιβεβαίωσε. Το σίγουρο πάντως είναι πως η συζήτηση κύλησε ευχαρίστα και δημιουργικά.

Αρχικά, μιλώντας για τις δημοσιεύσεις του και δίνοντάς μας μια πρώτη εικόνα από τη μέχρι τώρα πορεία του, δήλωσε πως αισθάνεται πρωτίστως ποιητής, καθώς η δημοσιογραφία και η πρόζα, έπειτα από ένα σημείο, του προσέφεραν απλά το «ψωμί του». Στα ποιήματά του φαίνεται ένα όριο προς την έκφραση μέσω της πεζογραφίας, ρυθμικά, στοχαστικά και μυθοπλαστικά. Η δοκιμιογραφία του, από την άλλη μεριά, υπακούει στις αρχές της τυπικής μελέτης. Στην ερώτηση τι θα επέλεγε, αν εξαναγκαζόταν να διαλέξει μεταξύ ποίησης και πεζού λόγου, απάντησε πως πιθανόν να κατέφευγε σε «εξαπάτηση του αναγνώστη», αφού κανένα είδος δεν θα του αρκούσε ολοκληρωτικά – θα έκανε δηλαδή «το επιβεβλημένο με στοιχεία του επιθυμητού».

Με αφορμή τις δικές του εμπειρίες, αναφέρθηκε στη γενιά του. Ο κύριοι πόλοι του προβληματισμού της ήταν: δικτατορία και τεχνολογία. Πράγματι, σχετικό με την τεχνολογία υπήρξε και το πρώτο του δοκίμιο, ξεκινώντας από τη σκέψη: ένας Η/Υ θα μπορεί κάποτε να αναπαραγάγει τον εαυτό του· άραγε και η λογοτεχνία αύριο θα γράφεται από «μηχανές»; Σημαίνουσα χαρακτήρισε την καταβολή των παιδικών του χρόνων: οι δικοί του έζησαν στην επαρχία, αλλά για τον ίδιο χώρος αποφασιστικής διαμόρφωσης («alma mater») υπήρξε η Θεσσαλονίκη. Την άφησε μετά από μια τραυματική απώλεια, την αυτοχειρία του επιστήθιου φίλου του Αλέξη Τραϊανού. Αλλά είχε και την ανάγκη τότε, προσέθεσε, «να δει από απόσταση» τα πράγματα που τον όριζαν.

Ύστερα η κουβέντα στράφηκε στον τίτλο της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του «Εσωτερική εξορία» και κατ’ επέκταση στη σχέση του με το χώρο και το χρόνο, την οποία περιέγραψε ως μια «διαρκή αίσθηση ανοικειότητας». Στο χώρο παραπέμπει ακόμα και ο τίτλος της πρώτης αναγνωρισμένης του συλλογής: «Μετοικεσία». Με τον χώρο συνδέονται και τα ταξίδια του που, αν και άρχισαν αργά (στη δεκαετία του ’80), του έγιναν πάθος ζωής. Ο χρόνος, είπε, είναι πιο περίπλοκη υπόθεση και έχει να κάνει με εκλεκτικές συγγένειες που σε γυρίζουν σε άλλες εποχές. Ο χρόνος μπορεί να μην έχει την κοινή για όλους σημασία για έναν ποιητή, που «η συνείδησή του δεν είναι ιστορική, αλλά μυθική». Έφερε μάλιστα σαν παράδειγμα την αρχαία ελληνική παράδοση, όπου συναντάται αυτή η «ασυνέπεια»: «Οι Αρχαίοι δεν είχαν την ίδια με μας αντίληψη για το “πριν” και το “μετά”. Ό,τι καταλαβαίνουμε εμείς με τους όρους αυτούς για εκείνους ισοδυναμούσε με “κενό διάστημα”.» Είναι πολύ χαρακτηριστικό το «σταμάτημα του χρόνου» στα μεγάλα αφηγήματα του Ομήρου. «Αρκεί κανείς να καταφέρει αυτό το “σταμάτημα” για να γράψει σπουδαία πράγματα.» Αν και, όπως συμπλήρωσε, «η Μούσα είναι πλάσμα εκδικητικό. Νομίζω πως κανένας πραγματικά σημαντικός δημιουργός δεν παύει να αμφιβάλλει για το επίτευγμά του μέχρι να πεθάνει. Και σ’ αυτό ας προσθέσουμε τον φόβο ότι κάθε ποίημα που γράφεις μπορεί να ’ναι και το τελευταίο…»

Η έννοια που έχουμε για τον χρόνο σήμερα είναι κεντροευρωπαϊκή, επισήμανε. Όπως τα περισσότερα πράγματα στις μέρες μας, την καθορίζει κι αυτήν η προοπτική της «εξαγοράς». Αντίθετα, ο Α. Βιστωνίτης πιστεύει πως αυτή η φαουστική (όπως τη χαρακτήρισε) αντίληψη απέχει πολύ από την Αρχαία Ελλάδα. «Εκεί έχουμε δράμα και όχι άγχος. Έχουμε Ύβρη και Δίκη, όχι φόβο και ενοχή. Η ζωή εκεί δεν είναι μια μορφή ασφυξίας, αλλά μια σειρά ανατροπών με κάθαρση.»

Ξαναγυρνώντας στο κεφάλαιο της δημοσιογραφίας, ύστερα από σχετικές ερωτήσεις, εκείνος δήλωσε πως είναι ένα αρκετά ικανοποιητικό επάγγελμα για έναν άνθρωπο νέο, γεμάτο πάθος και δίψα για έκφραση και δημιουργία. Στην αρχή αυτό γίνεται μιμητικά (πάντα θα υπάρχει κάποιος να επηρεάζει ή να κατευθύνει τις σκέψεις σου στο ξεκίνημα). Σ’ ένα δεύτερο στάδιο, λες τα δικά σου αισθήματα. Σ’ ένα τρίτο, κατακτάς τη δικιά σου φωνή. Βεβαίως υπάρχουν και αστάθμητοι παράγοντες, όπως σε περιπτώσεις ανθρώπων με πρώιμες επιδόσεις που τα εγκατέλειψαν – ίσως απλά επειδή δεν ήταν ο προορισμός τους.

Δεν έκρυψε, όμως, πως ανέκαθεν φοβόταν αυτό που πολλοί αποκαλούν «κίνδυνο της μανιέρας». Η φαντασία του ανθρώπου είναι ανεξέλεγκτη, αλλά, επειδή ο καθένας μας έχει ένα περιορισμένο σύμπαν («κοσμοείδωλο και βιωτή»), η πιθανότητα επανάληψης είναι μεγάλη. Όσο περνούν τα χρόνια «στερεύεις», κατά κάποιο τρόπο. Έφερε σαν παράδειγμα τον Μανώλη Αναγνωστάκη, που είχε γνωρίσει καλά όσο ζούσε στην Θεσσαλονίκη. «Είμαι ποιητής εποχής», συνήθιζε να του λέει ο Αναγνωστάκης. Παραδοχή που λίγοι μπορούν να κάνουν. Αντίθετα, ο Ρίτσος «έγραφε όπως ασκείται ένας πιανίστας», παρατήρησε· «αντιλαμβανόταν τη γραφή ως ερμηνεία». Διαφορετικό, επίσης, κεφάλαιο είναι οι «ολιγογράφοι»: χαρακτηρισμός ο όποιος συχνά αφορά στην κατανομή της παραγωγής τους, που μπορεί να μην είναι μικρή.

Μια συνθήκη ευτυχίας για αυτόν, όπως εξομολογήθηκε, θα ήταν η ολιγογραφία σε έναν ευχάριστο τόπο κατοικίας με διαλεχτούς φίλους. Αλλά, για ακόμη μια φορά, επανέλαβε πως είναι «δύστροπο πράγμα η Μούσα», υποκατάστατα της οποίας δεν έπαψαν να υπάρχουν κάτω από τις ανάγκες ύπαρξης μέσα στην κοινωνία. Μούσα του Καβάφη, για παράδειγμα, ήταν η Ιστορία – και ανάλογα άλλες «οντότητες» για τον Μπρεχτ, τον Όντεν κ.τ.λ.

Ρωτήθηκε επίσης και για τη συναισθηματική φόρτιση, την αναγκαιότητα να διαποτίζει τη γραφή, την ωφέλεια της γραφής απ’ αυτήν, και πώς εκείνος αντιλαμβάνεται το φαινόμενο αυτό. «Δεν πιστεύω πως είναι απαραίτητη· μπορεί και να βλάπτει», είπε. Ο ίδιος κράτησε μόνο δύο φορές στην ζωή του ημερολόγιο – καλό μέσο για να μη διοχετεύεται η συγκινησιακή έξαψη εν θερμώ σε κείμενο με καλλιτεχνικές αξιώσεις. Πρότεινε, αντιθέτως, ως καλή τη σχετική τοποθέτηση του Ρόμπερτ Γκρέιβς στο βιβλίο του «Η Λευκή Θεά: Ιστορική Γραμματική του Ποιητικού Μύθου»: Για να γράψει κανείς πρέπει να πραγματοποιήσει μιαν υπέρβαση, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, χωρίς την ίδια πάντοτε ένταση ή το ίδιο ποιόν. Η συναισθηματική υπερβολή, κατά τη γνώμη του, δεν ευνοεί τη γραφή. Μνημονεύτηκε ξανά ο Ρίτσος και η «Τέταρτη Διάστασή» του, που η απόσταση χρόνου και θέματος ωφέλησαν τις συνθέσεις της. Μείναμε λίγο στον προσδιορισμό του όρου «τέταρτη διάσταση». Ο ίδιος τον όρισε ως βιωματική εκδοχή του χρόνου.

Περνώντας στη βιωματική εκδοχή του χώρου, ομολόγησε ότι οι πόλεις είναι κάτι που τον ενδιαφέρει πολύ. Μέσα από τα ταξίδια του κατάλαβε πως ο χώρος και ο χρόνος για μας σημαδεύονται από στοιχεία των πολιτισμών που γνωρίσαμε. «Το μυθικό αρχέτυπο του λαβυρίνθου δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο έναν ποιητή», διαπίστωσε, συνδέοντάς το με την εικόνα των πόλεων. Οι αρχαίες πόλεις, όμως, δεν ήταν όπως οι σημερινές: έως 15.000 κάτοικοι συνήθως, με συγκεκριμένο προσανατολισμό και «ανθρώπινη» δομή (το ιπποδάμειο πρότυπο)… Σταδιακά αναπτύχθηκε μια εκτενής συζήτηση με συγκρίσεις μεταξύ της Κίνας και της Ελλάδας. Παρατήρησε πως το Πεκίνο γίνεται πόλη, όπως την εννοούμε σήμερα, τον 14ο αιώνα, επί Δυναστείας των Μινγκ. Το πρόβλημα της ζωής εκεί, όπως μας πληροφόρησε, εξαρτιόταν άμεσα από το κύρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Για αιώνες ο άνθρωπος εκεί είχε πολύ μικρότερη αξία από ένα άλογο. Η τωρινή Αθήνα, είπε, παρότι μοιάζει με «αυτοκρατορία», είναι μια καλή και ζωντανή πόλη, αν και η Θεσσαλονίκη είναι πιο ανθρώπινη. Η πόλη εκ της φύσεώς της δεν είναι πράγμα περίκλειστο, κατέληξε· είναι το αντίθετο του φεουδαλικού οικισμού. Ώς την Αναγέννηση πόλεις-κράτη υπήρχαν, κι αυτό αντανακλάται στις κατακτήσεις της περιόδου (με κορυφαία, κατά τη γνώμη του, την καλλιέργεια της μνημοτεχνικής, της ικανότητας ανάκλησης του βιώματος από οποιοδήποτε βάθος).

Η συζήτηση πήγε αναπόφευκτα στη «σκοτεινή πλευρά» του αρχαίου κόσμου (δουλοκτησία, εκμετάλλευση, διακρίσεις κλπ.). Αντέτεινε πως δεν είναι σωστό να αυτομαστιγώνεται κανείς από κριτική διάθεση. Κρίσιμη αρετή του αρχαίου ελληνικού πολισμού θεώρησε την απουσία εξιδανικεύσεων – με άκρο παράδειγμα τον «Διάλογο Αθηναίων-Μηλίων» στον Θουκυδίδη.

Ένα τελευταίο ζήτημα που εθίγη ήταν η δύση του αρχαίου κόσμου. Παραπέμποντάς μας στον Σύριο ποιητή Άδωνη, ο καλεσμένος μας δεν απέκλεισε να προέκυψε αυτή από την εξάπλωση του μονοθεϊσμού, που συνέπεσε με υποβαθμίσεις και δαιμονοποιήσεις αλλοτινών αξιών. Και, με την ευκαιρία, έφερε παραδείγματα των κρυπτικών μεθόδων που σε τέτοιες περιόδους οι ποιητές ανέπτυξαν απέναντι στις εξουσίες.

Φεύγοντας από την συνάντηση με τον Α. Βιστωνίτη σκεφτόμουν πως σήμερα άκουσα και έμαθα για πράγματα που ούτε καν είχα αναλογιστεί στον παρελθόν, μου δόθηκε η ευκαιρία να ρίξω μια ματιά (και κάτι παραπάνω) σε αυτό που πολλοί ονομάζουν βαθύτερη σημασία της λογοτεχνίας, καθώς και να ακούσω μια αρκετά διαφορετική εκδοχή πάνω σε στερεωμένες αντιλήψεις που έχει ο καθένας μας για πράγματα τα οποία θεωρούμε απολύτως φυσικά, όπως οι έννοιες του χρόνου και του χώρου. Η επίγευση μετά από όλα αυτά; Ευτυχώς για μας, ήταν ένα ευχάριστο και καθόλου συνηθισμένο μεσημέρι της Τετάρτης.