Ανάσταση

Γράφει: ο Σπύρος Καρύδης, θεολόγος.

Στις ευχές που ακούγονται τις μέρες αυτές, η ανάσταση συνδυάζεται με τα όνειρα, τις προσδοκίες, τις ελπίδες, τις καρδιές, ενώ δεν παραλείπεται και ο συνδυασμός της με τον ευχετήριο οπλισμό του εορτασμού της πρωτοχρονιάς στον τύπο «καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση με Υγεία και Ευτυχία». Φράσεις δίχως νόημα, για να καλύψουν την αμηχανία και την ανάγκη έκφρασης μιας ευχής σε μια γιορτή που όλοι συμμετέχουν, για ένα γεγονός που όλοι το γιορτάζουν, αλλά λίγοι (φαντάζομαι) το αποδέχονται και κανείς δεν το κατανοεί.

Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η καπηλεία της ανάστασης στα στόματα πολιτικών, όπου η λέξη, αποχρωματισμένη, συσχετίζεται με την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα για να δηλώσει την επιθυμία ή την ευχή για την έξοδο από την κρίση, τον ερχομό καλύτερων ημερών και την αποκατάσταση των όποιων «ατυχημάτων» στην πολιτική ζωή του τόπου. Τί άλλο θα μπορούσαν άλλωστε να πουν; Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της λέξης δεν τους αφορά, άλλωστε ως πολιτικοί συμμετέχουν στα θρησκευτικά δρώμενα, ουδέποτε απεκδύθηκαν τον ρόλο τους (μόνον ο πατριάρχης στα Ιεροσόλυμα αφαιρεί κάθε τι που σχετίζεται με το αξίωμά όταν μπαίνει στον πανάγιο τάφο το πρωί του Μ. Σαββάτου, αλλά και αυτός μόνον για λίγο).

Ας μη γελιόμαστε. Η ανάσταση γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο χριστιανικό περιβάλλον της και σημαίνει άλλα πράγματα. Ανάσταση είναι η επιστροφή στην ύπαρξη του όλου ανθρώπου, η ολική επαναφορά του (για να χρησιμοποιήσω την κινηματογραφική ορολογία), με οποιονδήποτε τρόπο και αν αυτός κατανοείται και από οποιαδήποτε δομικά στοιχεία και αν αυτός αποτελείται.

Η ανάσταση επομένως προϋποθέτει διαφορετική θεώρηση του ανθρώπου από την τρέχουσα που τον εγκλωβίζει στον κοσμικό χώρο και χρόνο. Η χριστιανική ανθρωπολογία έχει ως κέντρο της την ανάσταση, δηλαδή τη ζωή μετά το οριστικό κλείσιμο της επίγειας ύπαρξης του ανθρώπου. Η χριστιανική ανθρωπολογία, αφήνοντας στην άκρη την οποιαδήποτε εξελικτική ή άλλη ερμηνεία της παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο, βλέπει τον άνθρωπο ως δημιούργημα Θεού που βιώνει τις συνέπειες της πτώσης του στην αναγκαιότητα της φθοράς και του θανάτου, λόγω της απομάκρυνσής του από την πηγή της ζωής. Η απελευθέρωση της ανθρώπινης ύπαρξης από αυτά επιτυγχάνεται μέσα από την αγαπητική σχέση και κοινωνία με τον Θεό, δηλαδή με «την τέλεια παραίτηση από κάθε διεκδίκηση υπαρκτικής αυτοτέλειας». Η φύση αυτή που αντλεί την ύπαρξή της από τη σχέση της με τον Θεό δεν πεθαίνει, αν και κτιστή, «υπάρχει με τον τρόπο του ακτίστου». Στο πρόσωπο του Χριστού η Εκκλησία αναγνωρίζει αυτό το κατόρθωμα. Ο Χριστός, με την υπακοή του μέχρι θανάτου στο θέλημα του Πατρός, αποδεχόμενος δηλαδή εκούσια τον θάνατο, οδήγησε την ανθρώπινη φύση στην «παραίτηση από κάθε απαίτηση αυθυπαρξίας» και στη ένωσή της με τον Θεό. «Το σώμα του αναστημένου Χριστού είναι η ανθρώπινη φύση ελεύθερη από κάθε περιορισμό και ανάγκη, είναι ένα ανθρώπινο σώμα με σάρκα και οστά, που όμως δεν αντλεί ζωή από τις βιολογικές του λειτουργίες, αλλά υποστασιάζεται σε πραγματική ύπαρξη χάρη στην προσωπική σχέση με τον Θεό».

Η Εκκλησία επιμένει στην δια του θανάτου κατάργηση του θανάτου. Η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο. Χωρίς θάνατο δεν υπάρχει ανάσταση και ο λόγος αυτός δεν είναι ούτε μεταφορικός ούτε συμβολικός, είναι κυριολεκτικός. «Ο ανθρώπινος θάνατος είναι η υποχρεωτική και δεδομένη αναίρεση της υπαρκτικής αυτονομίας της ατομικότητας, η αγάπη του Θεού δέχεται τον κάθε θάνατο με τον τρόπο που δέχτηκε τη θυσία του σαρκωμένου Υιού του: ως αναίρεση των αντιστάσεων του κτιστού στην πρόσληψή του από τον Θεό», γράφει ο Χρ. Γιανναράς.

Η γιορτή της Ανάστασης, είναι η χαρμόσυνη αναγγελία και υπενθύμιση της πρώτης ανάστασης, προανάκρουσμα και υπόσχεση συνάμα για την ανάσταση όλων.

Είναι προφανές ότι πέρα και έξω από το χριστιανικό της περιβάλλον, η γιορτή μπορεί να λάβει τη σημασία που ο καθένας θέλει να της αποδώσει: να την κάνει γιορτή της άνοιξης, των λουλουδιών, του ξαναζωντανέματος της φύσης στο πλαίσιο του κύκλου των εποχών, μια ευκαιρία για ξεκούραση, για ανάπαυλα, για ταξίδι…., δεν θα είναι όμως πια γιορτή της Ανάστασης.

Για τα παραθέματα βλ. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της πίστης, Δόμος, Αθήνα 1983, σ. 172-178.