Λογοτεχνία και Ιστορία

Γράφει: ο Κώστας Χατζηαντωνίου, πεζογράφος-δοκιμιογράφος

[Εισήγηση στη Συνάντηση με τη Λογοτεχνική Συντροφιά του 2ου Πρότυπου Πειραματικού Γενικού Λυκείου Αθηνών την Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011]

Η σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας είναι πανάρχαια. Πέρα από την κλασική σύνδεση του ιστορικού μυθιστορήματος, που είναι προϊόν των νέων χρόνων, η ιστορία ήταν πάντα η μεγάλη πηγή της λογοτεχνίας. Αρκεί να θυμηθούμε τα ομηρικά έπη για να κατανοήσουμε αυτή την αδιαχώριστη σχέση, την διαρκή ώσμωση ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές πνευματικής δραστηριότητας. Είναι αδύνατο να δημιουργηθεί οποιοδήποτε έργο σε κενό χώρου και χρόνου, όπως είναι αδύνατο να αναπτυχθεί πνευματική ζωή χωρίς παράδοση. Αυτό είναι βέβαιο. Ποια είναι όμως η μορφή που λαμβάνει κάθε φορά και κάθε εποχή αυτή η σχέση, είναι ένα ζήτημα που δεν θα πάψει να απασχολεί συγγραφείς, κριτικούς και αναγνώστες. Πρόκειται για ένα ζήτημα που φωτίζεται κάθε εποχή από τα γενικά κοινωνικά συμφραζόμενα, από τις επιλογές, τις προτεραιότητες και από τις βαθύτερες αναζητήσεις. Ποια είναι η δομική σχέση που ενώνει σε ένα σχήμα μια τέχνη όπως η λογοτεχνία και μια επιστήμη όπως η ιστορία;

[Πώς συνδυάζεται μια Τέχνη με μια Επιστήμη;]

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη. Συχνά η πρόσληψη της ιστορίας γίνεται μια ιδεολογική πρόσληψη και άρα μη επιστημονική, ενώ και η μορφή του λογοτεχνικού έργου δεν παίρνει τον χαρακτήρα εκείνο που μας επιτρέπει να μιλούμε για τέχνη είτε από αισθητική αδυναμία είτε επειδή επιβαρύνεται από τις ιδεοληψίες. Το φαινόμενο αυτό δημιουργεί ήδη τα πρώτα προβλήματα. Π.χ., είναι δεοντολογικό ένα λογοτεχνικό έργο να αυθαιρετεί ιστορικά; Και τι σημαίνει ιστορική αυθαιρεσία; Μπορούμε να μιλούμε για αντικειμενική, επιστημονική αλήθεια στο πεδίο της ιστορίας; Αν τα πράγματα στην ιστορία είναι ήδη πολύ αβέβαια, σκεφτείτε τι περιθώρια υποκειμενισμού υπάρχουν στη λογοτεχνία, όπου πολλές φορές οι χαρακτήρες και ο επαρκής μύθος αποκρύπτουν τις ιστορικές ανακρίβειες.

[Η Αξιοποίησης της Ιστορίας από τη Λογοτεχνία]

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δώσουμε μερικές αφορμές για σκέψη, αφού οριστικές απαντήσεις δεν θα δοθούν ποτέ. Αν θα θέλαμε να κάνουμε μια πρώτη διάκριση στην πρόσληψη της ιστορίας, θα μιλούσαμε για τα κλασικά ιστορικά μυθιστορήματα ή τις επικές ποιητικές συνθέσεις όπου η ιστορία παρίσταται άμεσα διά των γεγονότων που περιγράφονται, με λογοτεχνική γλώσσα βεβαίως. Μια άλλη κατηγορία είναι τα έργα όπου η ιστορία είναι το κινούν αίτιο της διήγησης και της διαμόρφωσης των χαρακτήρων, χωρίς όμως να προβάλλεται ως γεγονός ή ως πλαίσιο σε πρώτο επίπεδο. Όσον αφορά τους συγγραφείς, μέσω της ιστορίας άλλοι αναζητούν κοσμοθεωρητικές βεβαιότητες, ιδεολογικές αποσαφηνίσεις, και άλλοι προτιμούν μια μεταμοντέρνα προσέγγιση, όπου δεν έχει καμιά σημασία η διάκριση σωστού και λάθους ή δίκαιου και άδικου, αλλά επιδιώκεται απλώς η αποδόμηση για να τονιστεί η ατομικότητα. Άλλοι, κυρίως αυτοί που έχουν μια παράλληλη πορεία στην ιστοριογραφία, ή απλώς μια στερεή γνώση, προσέρχονται με περίσκεψη και θέλοντας να μιλήσουν στο ευρύτερο κοινό, που προτιμά τη λογοτεχνική εξιστόρηση από την ακαδημαϊκή ιστορική προσέγγιση.

[Η Αξιοποίηση της Ιστορίας στη Νεοελληνική Λογοτεχνία]

Η νέα ελληνική πεζογραφία είχε πάντα μια προνομιακή σχέση με την ιστορία. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι μας συγγραφείς ώς το 1970 οργάνωναν το μυθιστορηματικό τους υλικό με βάση το ιστορικό περιβάλλον. Μετά από τριακονταετία ιδιώτευσης, που δεν είναι τυχαία η μεταπολιτευτική περίοδος της εξατομίκευσης και της κοινωνικής διάλυσης, τα τελευταία χρόνια η ελληνική πεζογραφία αναζητεί πάλι να αναπτύξει την παλιά προνομιακή σχέση με την ιστορική αναπαράσταση, σε όλο σχεδόν το πανόραμα των ιστορικών γεγονότων της ελληνικής ιστορίας, αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης. Ως αφήγηση και υλικό μυθοπλασίας, με τις πιο ετερόκλιτες αφορμές μπαίνει ξανά στο συγγραφικό σχέδιο η ιστορία. Άλλοτε για να τιμήσουν επιτεύγματα του παρελθόντος κι άλλοτε για να αντλήσουν χρήσιμα διδάγματα, αλλά πάντα για να δώσουν αναδρομικό νόημα στα φλέγοντα σημερινά γενόμενα, ανασυντάσσοντας και συχνά ανακατασκευάζοντας το παρελθόν, το κύρος του οποίου επινοούν εξαρχής. Συγχρόνως παρατηρούμε το φαινόμενο του μεταμοντερνισμού, όπου όλα είναι ασαφή και αβέβαια. Ο χώρος των πρώην ανοίγει και χωρά σχεδόν τα πάντα.

[Οι Όροι της Ιστορίας]

Αρκεί όμως αυτή η στροφή στην ιστορία, αν δεν οργανώνεται μορφικά και αφηγηματικά το υλικό, με σχέδιο και χαρακτήρες; Νομίζω ότι η προχειρότητα με την οποία διαβάζουμε την ιστορία μας αντανακλάται και στον τρόπο που συνήθως την χρησιμοποιούμε στη λογοτεχνία μας. Προσερχόμαστε δηλαδή συνήθως όχι για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, αλλά για να κρυφτούμε απ’ αυτόν, είτε διαστρεβλώνοντας την ιστορία είτε απωθώντας την, ή χρησιμοποιώντας την κάποτε σαν ένα καλόβολο καταφύγιο περηφάνιας και μεγάλων αλλά κούφιων λόγων, είτε τέλος για να σχετικοποιήσουμε τα πάντα διαλύοντας κάθε στέρεα αξία ζωής και πορείας. Η ιστορία δεν είναι όμως ένα διακοσμητικό στοιχείο της έμπνευσης, ούτε ένας εύκολος, έτοιμος μύθος που καλύπτει την αδυναμία μυθοπλαστικής έμπνευσης και δημιουργίας χαρακτήρων. Δυστυχώς, πολλές φορές μετατρέπεται σε μια ατομική ανακούφιση αντί να προκαλεί την ατομική αφύπνιση, συσκοτίζει αντί να φωτίζει, εξυπηρετεί δήθεν απομυθοποιητικά ιδεολογήματα αντί να οργανώνει το μύθο. Έτσι όμως η λογοτεχνία δεν επηρεάζεται σοβαρά από την ιστορία, αλλά και θεωρεί άσκοπο να την αντικρίσει σοβαρά. Δεν έχει αυθυπαρξία. Δεν εμπνέει, δεν φωτίζει, δεν ξεκαθαρίζει έννοιες, συμβάντα, αισθήματα και πράξεις, δεν ανακαλύπτει προβλήματα, δεν δίνει βαρύτητα στις συνέπειες και στις ιδέες που ορίζουν το σήμερα.

[Η Συμβολή της Λογοτεχνίας]

Μια άλλη διαδεδομένη σύγχυση είναι αυτή που θέλει την ιστορία να λειτουργεί σε βάρος της ατομικής ενδοσκόπησης και των σύγχρονων προβληματισμών που κυριαρχούν υποτίθεται στα συγχρονικά έργα. Πρόκειται για μύθο. Δεν λέω πως το άτομο δεν πρέπει να ασχολείται με τον εαυτό του, πως πρέπει να σβήνει μπροστά στις μεγάλες αφηγήσεις της κοινότητας. Το αντίθετο. Πρέπει να αναζητά την παρουσία του μέσα στις μεγάλες αφηγήσεις, τη διακριτή φωνή του. Αν η ιστορία και η πολιτική είναι πολύ σκληρές για να επιτρέψουν μια τέτοια παρουσία, η λογοτεχνία μάς προσφέρει τη δυνατότητα να μεταπλάσουμε τον κόσμο και να γίνουμε πρωταγωνιστές ή έστω προνομιακοί θεατές. Με την ιστορία τελικά θα γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Είναι μέσα μας και όχι πίσω μας το χτες. Όταν η ιστορία αδυνατεί να μας πείσει γι’ αυτό, η λογοτεχνία έρχεται να μάς φωτίσει αυτή την αλήθεια αποφασιστικά. Κι είναι ένας φωτισμός που δεν είναι μονομερής. Γιατί μια εξαιρετική λογοτεχνία μπορεί να κινήσει ιστορικές δυνάμεις και τότε είναι η λογοτεχνία που γίνεται ακόμη και κοινωνιολογικό θεμέλιο.

[Οι Όροι της Εποχής]

Υπάρχει, βέβαια, πριν απ’ όλα το κοινό της λογοτεχνίας, που είναι πάντα συγκεκριμένο και με έτοιμους προσανατολισμούς. Δεν υπάρχει εδώ και πολύ καιρό κάποιο αξιόλογο νέο λογοτεχνικό ρεύμα, αντιπροσωπευτικό μιας γενιάς που θα προκαλούσε ειδικό ενδιαφέρον. Έτσι ο συγγραφέας αναγκάζεται να αναμετριέται μόνος με την αγορά, κι αν είναι τυχερός η εργαστεί σκληρά, να έχει τη βοήθεια κάποιου εκδότη. Δεν λείπουν οι προκαταλήψεις και οι συμπάθειες που στηρίζουν ή κρύβουν ένα βιβλίο. Όταν μάλιστα η ιστορία δεν είναι ντεκόρ, αλλά υπάρχει μια ορισμένη θέαση, τότε οι πολιτικές προτεραιότητες καθορίζουν την υποδοχή και την πορεία ενός βιβλίου. Οπότε, τι διακρίνεται, τι προβάλλεται και τι θα επιζήσει τελικά; Εδώ το πρόβλημα γίνεται σχεδόν άλυτο. Το πρόβλημα της επιβίωσης του λογοτεχνικού δημιουργήματος και γενικά των σταθερών στοιχείων μιας λογοτεχνίας δεν είναι απλώς ένα ζήτημα προσαρμογής στο περιβάλλον, όπως η ζωή. Αν η έλλειψη προσαρμογής στη φύση σημαίνει θάνατο, στην τέχνη μπορεί να σημαίνει σπορά μιας νέας ζωής. Κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ.

[Η Ιθαγένεια των Λογοτεχνικών Έργων]

Μια άλλη διάσταση του ζητήματος που εξετάζουμε είναι αν η αναφορά σε μια εθνική ιστορία κλείνει το έργο τέχνης στο εθνικό του περιβάλλον. Νομίζω πως συμβαίνει το αντίθετο. Το γνήσιο έργο τέχνης είναι πάντα ιθαγενές. Μιλά για έναν τόπο και ένα τρόπο με τόση δύναμη που μπορεί να καθηλώνει αυτόν που δεν έρχεται από αυτό το περιβάλλον. Ο Καβάφης, για παράδειγμα, μιλά με ιστορικούς όρους, ιδιαίτερα για τον ελληνιστικό κόσμο. Αυτό δεν του στέρησε την παγκόσμια αναγνώριση. Εδώ ίσως είναι και το κλειδί της σύγχρονης διεθνούς ανυποληψίας των ελληνικών γραμμάτων. Να μιλούμε απλώς με ελληνικές λέξεις για ιδέες και φαινόμενα που το διεθνές κοινό τα ξέρει ήδη από τη δική του λογοτεχνία δεν προξενεί κανένα ενδιαφέρον. Να δώσουμε τη δική μας οπτική και προοπτική στον κόσμο, αυτό ναι, θα μπορούσε να κινήσει, αν όχι το ενδιαφέρον, τουλάχιστον την περιέργεια κάποιων.

[Η Αντοχή των Λογοτεχνικών Έργων]

Πέρα από το άμεσο περιβάλλον (το έθνος στο οποίο ανήκει ο δημιουργός και η εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο του) υπάρχει κι ένα ευρύτερο περιβάλλον, που είναι ο πολιτισμικός κύκλος και το πολιτισμικό ρεύμα εντός του οποίου κινείται ο λογοτέχνης. Έχει λεχθεί πως μεγάλο έργο είναι αυτό που τυγχάνει μεγάλης επιδοκιμασίας του περιβάλλοντος. Δεν το νομίζω. Μεγάλο έργο είναι αυτό που φωτίζει τη ζωή έστω και ελαχίστων ανθρώπων. Επειδή το θέμα μας όμως είναι η σχέση με την ιστορία, νομίζω πως, εφόσον κάθε ιστορική περίοδος έχει ορισμένες κεντρικές κυρίαρχες ιδέες, η αναφορά των ηρώων αποκλειστικά σ’ αυτές οδηγεί συνήθως στη λήθη του έργου.

Μερικά έργα πεθαίνουν αμέσως επειδή δεν έχουν καμία αξία. Άλλα είναι θνησιγενή, σβήνουν με την αλλαγή κλίματος ή με το φυσικό τέλος του συγγραφέα τους. Πολλά έχουν το σύντομο τέλος που επιφυλάσσεται στην έκφραση των τάσεων ή μιας μόδας και άλλα με μεγαλύτερη απήχηση ζουν όσο διαρκεί μια εποχή για την οποία έχουν γραφεί. Πεθαίνουν μεταξύ της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας της φήμης τους και δεν ξεπερνούν την εφηβεία στην κλίμακα της αιώνιας ζωής των γραμμάτων. Άλλα, επειδή εκφράζουν βασικά στοιχεία του πνεύματος και του πολιτισμού μιας χώρας, διαρκούν όσο διαρκεί αυτός ο πολιτισμός. Αυτά φτάνουν στην ανδρική ηλικία. Κι υπάρχουν, τέλος, τα ελάχιστα που επιζούν του πολιτισμού του οποίου τα συναισθήματα εκφράζουν. Αυτά φτάνουν σε βαθιά ωριμότητα και δεν έχουν τέλος. Υποτάσσονται μόνο στο τελικό μυστήριο που το πεπρωμένο κρατά μυστικό για πάντα.

[Τα Ιστορικά Θέματα και η Αντίληψή τους]

Νά λοιπόν το συγγραφικό ζητούμενο. Εδώ η σχέση με την ιστορία δεν είναι αυτή που θα κρίνει. Διότι τελικά το ζήτημα δεν είναι τι γράφεις αλλά το πώς το γράφεις. Ορισμένα είναι τα μεγάλα θέματα της ζωής και της τέχνης, ο έρωτας κι ο θάνατος πρωτευόντως. Ο προσωπικός τρόπος είναι αυτός που θα δώσει υπόσταση στο έργο. Γιατί η λογοτεχνία είναι μια αυτόνομη πνευματική εκδήλωση, με δικές της επιδιώξεις, δική της πειθαρχία, δικά της μέτρα. Όταν μέσα στα ελατήρια ή στα κριτήριά της εισχωρούν συνειδητά ή ασύνειδα ηθικές, ιδεολογικές και θεωρητικές προθέσεις ή αξιολογήσεις, χάνει ανεπανόρθωτα την καθαρότητά της και μπαίνει στην υπηρεσία μη καλλιτεχνικών σκοπών. Όταν χρησιμοποιούμε λοιπόν την ιστορία δεν πρέπει να έχουμε στο νου μιαν αυθαίρετη ιδέα, αλλά να έχουμε, όπως έλεγε ο Σικελιανός, μια κυκλική εκτίμηση της όλης ιστορίας και μια καθαρή παράσταση μιας βάσης, οσοδήποτε μικρής. Το επίθετο κυκλική, σημείωνε ο Σικελιανός δεν πρέπει να παρθεί στη στατική κλειστή γεωμετρική του έννοια, αλλά ως κύκλος ανοιχτός, ως ζωντανή λειτουργία μνήμης, συμπαραβολής, προαίσθησης, επινόησης και εποπτείας. Κυκλικά εκτιμά κανείς την ιστορία και τη ζωή όταν δεν αναχωρεί από την περιφέρειά τους, αλλά από το κέντρο τους, από το αιώνιο, βαθύ και θετικό μυστήριό τους.

[Σκοπιές προς την Ιστορία]

Υπάρχουν δυο τρόποι τελικά να σπουδάσει και να εκτιμήσει κανείς την ιστορία. Με τον πρώτο τη σπουδάζουν όσοι ζητάνε κατά βάση στην ανάλυση το φως και την εξήγηση της ζωής. Η ιστορία σαν μια αλλεπάλληλη δραματική διαδοχή γεγονότων όπου όλα αλλάζουν, όλα χάνονται. Ανάμεσα στα γεγονότα η ανθρώπινη ζωή συνθλίβεται ή εξαίρεται, βαδίζοντας προς κάποιο πολικό αστέρι που υπάρχει και δεν υπάρχει και πότε χάνεται στα σύννεφα συμπαρασύροντας στα σκοτάδια την ψυχή μας και πότε αστράφτει εφήμερη αλλά δημιουργική αναλαμπή. Υπάρχει όμως και μια άλλη θέαση της ιστορίας, ποιητικά δημιουργική. Ο δημιουργός φωτίζει τη χρονική διαδοχή των γεγονότων με το έργο του. Μια αισθαντικότητα ανώτερου βαθμού αποκαλύπτεται και το νόημα της ιστορίας φωτίζεται με την ανίχνευση στο μακρινό ή το εγγύς παρελθόν φαινομένων που κατά βάθος είναι επαναλαμβανόμενα (όπως εξάλλου επαναλαμβανόμενα είναι τα μεγάλα της ζωής, ο έρωτας, το μίσος, η δημιουργία, ο θάνατος). Η λογοτεχνία προδηλώνει τότε το πεπρωμένο του ανθρώπου, σημαδεύει την τροχιά της μοίρας του και συντελείται έτσι η κατάκτηση μιας μείζονος συνείδησης. Η ιστορία γίνεται μια σύνθετη αποτίμηση και συγχρόνως διάρθρωση όλων των αιώνων, ελληνικών και παγκόσμιων, αποτίμηση και διάρθρωση μες στην οποία η βαθύτερη ουσία του παρελθόντος και αγνές μελλοντικές επιταγές συγκεντρώνονται δυναμικά βαθιά εντός μας και γίνονται αφήγηση, σ’ ένα ολόφωτο και αμείλικτα υπεύθυνο παρόν. Όλα τελούνται τώρα, όχι στο παρελθόν, όχι στο μέλλον.

[Ιστορία και Ζωή]

Είναι λοιπόν η λογοτεχνία όταν μιλά για ή με την ιστορία μια εκδοχή φιλοσοφίας της ιστορίας; Ίσως. Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται είναι τελικά στην τέχνη, όπως και στη ζωή, τα ίδια, με τα ίδια πάθη και την ίδια τύχη. Είναι αλήθεια πως τα κίνητρα και τα συμβάντα ποικίλλουν από έργο σε έργο, το πνεύμα των συμβάντων όμως δεν διαφέρει πολύ. Παρ’ όλη την εμπειρία που έχουν πια οι ήρωες και οι συγγραφείς, από τόσα βιβλία που έχουν προηγηθεί, δεν γίνονται πιο ικανοί ή πιο γενναιόδωροι ή πιο υποψιασμένοι. Ζητούν τη δική τους ζωή, τη δική τους επιτυχία, τη δική τους αποτυχία. Νά λοιπόν μια ακόμη προσφορά της λογοτεχνίας. Η βοήθειά της ώστε να καταλάβουμε ότι η ιστορία, είτε στη μορφή είτε στην ύλη της, είναι τελικά μια κουρτίνα που μας κρύβει τη ζωή, ή στην καλύτερη περίπτωση μας παρηγορεί γι’ αυτήν. Το μέγα ζητούμενο να ενώσουμε τέχνη και ζωή ελάχιστες φορές θα γίνει πραγματικότητα. Η λογοτεχνία όμως που δεν έχει σχέση με την ιστορία είναι χειρότερη. Συνήθως, με το πρόσχημα ότι μας μιλάει για άτομα φανταστικά και για μεμονωμένα γεγονότα, θα προσποιείται κάθε φορά πως μας μιλάει για κάτι διαφορετικό, ενώ από την αρχή ώς το τέλος θα είναι η επανάληψη του ίδιου δράματος, με άλλα πρόσωπα και διαφορετικές ενδυμασίες. Η αληθινή ενότητα λογοτεχνίας και ιστορίας συντελείται όταν κάτω από τις άπειρες μεταβολές και μέσα στο χάος ενός κόσμου που δεν σταματά στιγμή να εξελίσσεται, συνειδητοποιούμε ότι μπροστά μας στέκει ο άνθρωπος πέρα από το χρόνο, ταυτόσημος και αμετάβλητος μέσα στις δραματικές αλλαγές.

[Φτάνοντας στο Αγκριτζέντο]

Επιτρέψτε μου κλείνοντας να έρθω στην προσωπική μου περίπτωση. Έχοντας ήδη μια θητεία στις ιστορικές μελέτες, στο δοκίμιο στοχασμού, αλλά και σε μικρές αφηγηματικές λυρικές φόρμες, αισθάνθηκα ώριμος να μιλήσω για κάτι ευρύτερο μέσω μιας μυθιστορηματικής σύνθεσης. Ίσως κι από μια ανάγκη να ξεκαθαρίσω την υπαρξιακή μου σχέση με την ιστορία που δεν πήρε ποτέ μια ακαδημαϊκή μορφή, αφού η αισθητική ιδέα βάραινε πάντα στις επιλογές μου. Έτσι όπως δηλαδή οι βασικοί ήρωες του τελευταίου μου βιβλίου, που ήταν η αφορμή της συνάντησης αυτής, εμπλέκονται με την ιστορία ή συνειδητά αποστασιοποιούνται από αυτήν, αναζητώντας να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Ιδού λοιπόν το μείζον εν προκειμένω ερώτημα: Πώς βαραίνει η ιστορία σύγχρονους ανθρώπους που διψούν για ζωή και δεν θέλουν απλώς να ξεχαστούν στα αρχαία κλέη, τα οποία βεβαίως θαυμάζουν και νοσταλγούν; Πώς και γιατί τους ωθεί προς τη δράση ή προς την αδράνεια; Τι ακριβώς νοσταλγούν; Τι δεν αντέχουν; Γιατί σιωπούν; Γιατί εκρήγνυνται;

[Αφετηρία και Άφιξη]

Για όλα αυτά δεν ήθελα να μιλήσω με ένα ακόμη τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα. Όχι πως αυτό είναι κακό ή λίγο. Αλλά στη συγκεκριμένη στιγμή με ενδιέφερε όχι απλώς να αφηγηθώ άλλη μια ιστορία, αλλά να την αφηγηθώ με ένα τρόπο που θα αναδεικνύει την άρρηκτη ενότητα της συνέχειας της ύπαρξης: δεν υπάρχει χτες, σήμερα, αύριο, αλλά ένα συνεχές τώρα, στο οποίο είμαι εγώ που θυμάμαι το χτες, είμαι εγώ αυτός που σκέφτεται το αύριο, αλλά –προ­σοχή– όλα τελούνται τώρα που ζω εγώ. Όλα τελούνται όχι με τη φαντασία, αλλά με τη ζωή. Και το πιο δύσκολο: να μιλήσω στο τώρα με όλες τις δυνατότητες της γλώσσας, με όλο τον λεκτικό πλούτο τής επικοινωνίας που θα φτιάξει μια ατμόσφαιρα αραιού χρόνου, αν μπορώ να το πω έτσι. Να μπαίνεις και να βγαίνεις από το χρόνο, ακόμη κι όταν αυτό κάνει πιο επίπονη την αφήγηση, που διακοπτόμενη μοιάζει σαν ανάβαση με στάσεις σε καταφύγια ανατροφοδότησης και όχι ανάπαυσης.

Κι ακόμη: Να μιλήσω για τις επιρροές της ιστορίας όταν όλα φαίνονται πώς τέλειωσαν κι όμως όλα συνεχίζουν να ζουν υπόγεια και υποδόρια. Δεν πήγα για παράδειγμα στο χώρο της Νότιας Ιταλίας, όπου υπάρχουν ακόμη ελληνόφωνες νησίδες, αλλά στη Σικελία, όπου όλα φαίνεται πως έχουν τελειώσει. Τελειώνει όμως κάτι στην ιστορία; Τίποτε που γεννήθηκε δεν μπορεί να πεθάνει και τίποτε δεν γεννιέται από το τίποτα έλεγε ο μεγάλος φιλόσοφος Εμπεδοκλής που εποπτεύει όλο το βιβλίο. Η μακρά ενασχόλησή μου με την ιστορία (ειδικά του ελληνισμού που χάθηκε στην πορεία των αιώνων), η προσωκρατική φιλοσοφία και η μορφή του Εμπεδοκλή, αλλά και η σύγχρονη πραγματικότητα, συνέθεσαν το πρωτογενές υλικό το οποίο «γέννησε» τους χαρακτήρες που θα έδιναν ζωή στην ιδέα για ένα βιβλίο σημερινό και όχι αναπόλησης. Εξ ου και ο τίτλος. Όχι Ακράγαντας, που θα παρέπεμπε στο παρελθόν, αλλά η σημερινή ονομασία της πόλης, Αγκριτζέντο, με ήρωες σημερινούς, σκηνογραφία τα πολλαπλά στρώματα πολιτισμών που συναντά κανείς στη Σικελία και προσπάθεια περιγραφής των δυνάμεων που συνωθούνται στην ψυχή ενός Ευρωπαίου του Νότου. Αντίθετα προς κάθε θεωρία και επιδίωξη αποδόμησης, η ιστορία είναι ένα διαρκές παρόν, δεν είμαστε παρά μια φάση μιας μακράς διαδρομής που γνωρίζει απώλειες, ευρέσεις, καταστροφές και αναγεννήσεις. Τίποτα απ’ όσα υπήρξαν δεν μπορεί να πεθάνει. Απλώς επιστρέφει με νέες, διαφορετικές μορφές. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θα ήθελα να αισθανθεί ο αναγνώστης. Και συγχρόνως να νιώσει την ανάγκη να αναζητά τη δική του αλήθεια και να τη ζει, με κάθε κόστος και κάθε τίμημα. Η ζωή το πρώτο και μέγα αγαθό.

[Σύνοψη Συμπερασμάτων]

Ας συνοψίσουμε. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ιστορία, αλλά ούτε η ιστορία να εξαντλήσει τη ζωή της στην ακαδημαϊκή της καταγραφή. Να ενώσουμε τέχνη και επιστήμη, τέχνη και ζωή, θα είναι πάντα η μεγάλη πρόκληση για να ζούμε με πληρότητα. Πίσω από τις φιλολογικές συγκρούσεις κρύβεται πάντα η δίψα για αληθινή ζωή. Αν τα λογοτεχνικά γεγονότα δεν είναι επιστημονικές υποθέσεις, αλλά οι πολλαπλές εκφράσεις μιας επιθυμίας να ζήσουμε κι άλλες ζωές πέρα από αυτήν που μας δόθηκε, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε να ζήσουμε εξίσου ακέραια και αυτές τις άλλες φανταστικές ζωές. Η ένωση με το όλο, το όραμα μιας μακράς αρμονικής αλυσίδας γενεών, η ευφορία και η γονιμότητα, η απρόβλεπτη τέχνη των μεταμορφώσεων, δίνουν στη ζωή ξανά κάτι από τη χαμένη της ιερότητα. Μιλώντας άμεσα για το γίγνεσθαι του κόσμου, για το ορατό κυνήγι του χρόνου, ο τόπος του θανάτου, που είναι η αναπόφευκτη κοινή μας μοίρα, γίνεται τόπος της γονιμότητας. Το σημάδι του πεπερασμένου, αλλά και μιας πανάρχαιας λαχτάρας να ενώσουμε τις ζωές μας με το Όλον. Αν η τάξη του κόσμου μένει πάντα μετέωρη και τα έργα θνησιγενή, η λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει μέσω της ιστορίας και κάτι που ίσως δεν φανταζόμαστε, την ανακάλυψη της ζωής.