Στις 8 Νοεμβρίου του 1895 στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας γεννήθηκε ο Φώτης Κόντογλου. Διακόπτει τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και για 5 χρόνια ζει στο Παρίσι όπου εικονογραφεί βιβλία και περιοδικά και ασχολείται με την προσωπογραφία. Το 1923 βρίσκεται στο Άγιο Όρος και έρχεται σε επαφή με τη βυζαντινή τέχνη. «δεν περίμενα να βρω μια τέχνη τόσο τέλεια μέσα στις εκκλησίες των μοναστηριών. Από όσα είχα διαβάσει για τη βυζαντινή τέχνη είχα την ιδέα πως η τέχνη τούτη είναι άξια μικρότερης προσοχής από εκείνη της Ιταλικής Αναγέννησης. Βρίσκονται στον Άθω ζωγραφιές της πιο σπάνιας τελειότητας.. Καθ’όσο τουλάχιστον το κρίνω εγώ,είναι πολύ σπάνιο να τύχει κανείς έργα με μια τέτοια καλλιτεχνική σοφία και γιομάτα από τόσο έντονο ρυθμό..» Από αυτό το σημείο ξεκινάει η προσπάθεια του Κόντογλου για αναβίωση της βυζαντινής παράδοσης.
Ο Κόντογλου αγαπούσε τον Θεόφιλο και τον Καραγκιόζη. «Η πολιτεία θα κάνει καλά να βάλει ένα καραγκιοζοπαίχτη σε κάθε χωριό για να κρατήσει ψηλά το φρόνημα του λαού και των παιδιών» έγραφε.
Έργο έμβλημα το Κόντογλου είναι το τοιχογραφικό σύνταγμα που ζωγράφισε στον τοίχο του σπιτιού του μαζί με τους μαθητές του Τσαρούχη και Εγγονόπουλο.
Για τον Φώτη Κόντογλου είχε γράψει ο Ν. Καζαντζάκης:
«…ανάερα κρεμασμένος σαν πολυέλειος της εκκλησιάς… με την παλέτα και το πινέλο στα χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι εκστατικός…. Ποτέ δεν είδα αυτόν τον άνθρωπο χωρίς να σκιρτήσει η καρδιά μου. Βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους και λες νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος…. Και ξάφνου βλέπεις έναν και τινάζεσαι χαρούμενος. Λες τούτος δε θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή. Πιάνει την ζωή και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα ζωή και την κάνει αθανασία. Ο Κόντογλου θαρρώ πως το βλέπω (πως θα μείνει αθάνατος). Γι’ αυτό τα μάτια του λάμπουν. Κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι «Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…». Ή «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία». Κι η πίκρα ξαφανίζεται, κι η γης μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου με τα σγουρά μαλλιά και με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον Παράδεισο…»