Sylvia Yang/unsplash.com

Σχολείο και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας: πυλώνες ενός συστήματος πρόληψης της παιδικής κακοποίησης – παραμέλησης

Νέα

Σχολείο και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας: πυλώνες ενός συστήματος πρόληψης της παιδικής κακοποίησης – παραμέλησης

Συνέντευξη του Γιώργου Νικολαϊδη, Ψυχιάτρου, MDMAMScPhD, Διευθυντή της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Πρόνοιας του Κέντρου για τη μελέτη και την πρόληψη της κακοποίησης-παραμέλησης των παιδιών, του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού στην εκπαιδευτικό Λίτσα Φρυδά.

Η  συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο 6ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, χειμώνας 2019.

Κύριε Νικολαΐδη, θα θέλαμε κατ’ αρχάς να μας πείτε σε τι ακριβώς αναφερόμαστε με τους όρους «παιδική κακοποίηση» και «παραμέληση».

Το φαινόμενο της κακοποίησης – παραμέλησης των παιδιών, λέει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.), περιλαμβάνει όλες τις μορφές σωματικής και ψυχολογικής βίας, κακομεταχείρισης, παραμέλησης, αποστέρησης, σεξουαλικής ή εμπορικής εκμετάλλευσης, ακόμα και μη κάλυψης αναγκών υγείας του παιδιού που μπορούν να εμφανιστούν στα πλαίσια μιας σχέσης ευθύνης, εμπιστοσύνης και δύναμης (όπως η γονεϊκή αλλά όχι μόνο) και τα οποία ενδεχομένως να καταλήξουν σε μία επερχόμενη ή εν δυνάμει βλάβη στην υγεία ή την ψυχοσωματική ανάπτυξη ενός παιδιού στο πλαίσιο μιας σχέσης ευθύνης, εμπιστοσύνης και δύναμης. Το σημαντικότερο γνώρισμα που διακρίνει το φαινόμενο της κακοποίησης ενός παιδιού από άλλα φαινόμενα που μπορεί να ενυπάρχουν στη ζωή του είναι ακριβώς η ασυμμετρία στη σχέση «ευθύνης, εμπιστοσύνης και δύναμης».

Μιλάμε για κακοποίηση – παραμέληση παιδιών όταν υπάρχει μια εγγενής ανισομετρία των εμπλεκόμενων μερών, όπου το ένα μέρος (το παιδί) σαφώς υπολείπεται και το άλλο σαφώς υπερτερεί σε ευθύνη, εμπιστοσύνη, δύναμη. Γι’ αυτό και θεωρούμε μια μορφή κακοποίησης, για παράδειγμα, τον εκφοβισμό (“bullying”), μολονότι δεν αφορά ενήλικες και παιδιά αλλά μόνο παιδιά. Γιατί εκφοβισμός υφίσταται μόνο όταν υπάρχει αυτή η εγγενής ανισομετρία (πολλά παιδιά – ένα παιδί, μεγάλα παιδιά – μικρά παιδιά, σωματικά και ψυχικά αρτιμελή και υγιή παιδιά – παιδιά με αναπηρία, ιθαγενή παιδιά – μεταναστάκια, μεγάλη μεταναστευτική κοινότητα – μικρή μεταναστευτική κοινότητα), και όχι όταν απλώς δυο παιδιά τσακώνονται. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνουμε, για παράδειγμα, στη σεξουαλική κακοποίηση την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας μεταξύ παιδιών παρόμοιας ηλικίας ή το σεξουαλικό «παιχνίδι» των παιδιών, παρά το γεγονός ότι οι ενήλικες οφείλουν να οριοθετούν τέτοια φαινόμενα. Όταν, ας πούμε, τα αδέρφια παίζουν το παιχνίδι που αναφέρεται συχνά ως «ο γιατρός» στο σπίτι, οι γονείς οφείλουν να τους πουν ότι αυτό που κάνουν δεν είναι σωστό και δεν πρέπει να το κάνουν, χωρίς πανικό και «ετικέτες». Ένα τέτοιο φαινόμενο δεν το θεωρούμε κακοποίηση γιατί λείπει αυτή η ανισομετρία «ευθύνης, εμπιστοσύνης, δύναμης». Όμως θα θεωρήσουμε σεξουαλική κακοποίηση κάτι που γίνεται ανάμεσα σε δυο παιδιά που έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας ή όταν το ένα παιδί έχει ένα νοητικό δυναμικό ενώ το άλλο υπολείπεται, γιατί πάλι υπάρχει αυτή η ανισομετρία των εμπλεκόμενων μερών.

Ιστορικά το φαινόμενο της παιδικής κακοποίησης άρχισε να περιγράφεται τη δεκαετία του ’50 από έναν Αμερικανό παιδίατρο τον Χένρυ Κέμπε (Henry Kempe). Στην πρώτη δεκαετία η συζήτηση κυρίως περιοριζόταν στους ιατρικούς κύκλους, η προσέγγιση ήταν ιατροκεντρική και οι δημοσιεύσεις αφορούσαν στους τραυματισμούς, τα κατάγματα, τις κακώσεις κλπ. ως αποτέλεσμα άσκησης φυσικής βίας στο παιδί. Η αντίληψη για τις όψεις και τους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου άλλαξε πάρα πολύ από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και μετά, και σ’ αυτό επηρέασαν σημαντικά τα κινήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το γυναικείο κίνημα. Σήμερα πια, εδώ και δυο-τρεις δεκαετίες, τόσο στον ορισμό του φαινομένου όσο και στην αντιμετώπισή του, κυριαρχεί το πρότυπο της «τεκμηριωμένης πρακτικής» και οι παρεμβάσεις των επαγγελματιών και των υπηρεσιών για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας κατά των ανηλίκων δεν αντανακλούν τις ιδεολογικές, θρησκευτικές, ηθικές πεποιθήσεις ή και προσωπικές αντιλήψεις των εμπλεκομένων, αλλά βασίζονται στο εμπειρικά και ποσοτικά αποδεικνυόμενο περιεχόμενο του επιστημονικού corpus αυτού του πεδίου, όπου μια σειρά από πράγματα δοκιμάζονται εμπειρικά, με μεθοδολογίες προτυποποιημένες, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για το τι μπορεί να βλάψει ή τι μπορεί να είναι καλό για την πορεία, τη ζωή και την ανάπτυξη των παιδιών.

Οι τέσσερις βασικοί και μεγαλύτεροι τύποι κακοποίησης – θυματοποίησης των παιδιών είναι η σωματική βία ή σωματική κακοποίηση, η ψυχολογική κακοποίηση, η σεξουαλική κακοποίηση ή παραβίαση και η παραμέληση ή αποστέρηση που ισοδυναμεί απολύτως με μια θετική ενέργεια άσκησης βίας. Επειδή ένα παιδί είναι εξαρτημένο από την προηγούμενη γενιά για να μπορέσει να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, η αποστέρησή του από κάποια πράγματα μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα με μια θετική ενέργεια άσκησης βίας. Για παράδειγμα, εάν σε ένα παιδί που πάσχει από νεανικό διαβήτη του στερήσεις την ινσουλίνη, οι επιπτώσεις στο σώμα του θα είναι εξίσου καταστροφικές όπως εάν το κακοποιούσες σωματικώς συστηματικά.

Θα πρέπει ακόμη να έχουμε κατά νου ότι συνήθως, όταν μιλάμε για κακοποίηση, μιλάμε για ένα φαινόμενο φασματικού χαρακτήρα, με εξαίρεση τη σεξουαλική κακοποίηση. Δεν υπάρχει «ολίγη» παραβίαση. Ή παραβιάζεται ένα παιδί ή δεν παραβιάζεται. Τα υπόλοιπα έχουν χαρακτήρα φάσματος. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πάντα σαφές όριο που να διαφοροποιεί τη σωματική τιμωρία – όρο που συνήθως χρησιμοποιούμε για την άσκηση ηπιότερων μορφών βίας στην ανατροφή του παιδιού (βλ. «το ξύλο που βγήκε από τον παράδεισο») – από τη σωματική κακοποίηση – όρο που συνήθως επιφυλάσσουμε για τα πιο βαριά, θανατηφόρα, αναπηροποιητικά περιστατικά άσκησης βίας. Το ίδιο ισχύει και στην ψυχολογική βία και στην παραμέληση: το γεγονός ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους, πολλές φορές κάνει την αντιμετώπιση μιας σειράς από τέτοια περιστατικά που βρίσκονται στην «γκρίζα ζώνη» των πρακτικών τιμωρίας, μέρος της ευθύνης, κατά κάποιον τρόπο, των ίδιων των επαγγελματιών που εμπλέκονται. Γιατί κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν το επίπεδο της βίας που ασκείται μέσα σε μια οικογένεια θα μείνει στα όρια, ας πούμε, μιας σωματικής τιμωρίας, ή αν θα ξεφύγει και θα το διαβάζει κανείς στον κίτρινο τύπο το επόμενο πρωί. Γι’ αυτό και οι πολιτικές και οι συστάσεις όλων των διακρατικών οργανισμών που ασχολούνται με το θέμα υιοθετούν γενικά τη γραμμή της μηδενικής ανοχής απέναντι στη βία κατά των παιδιών, ακριβώς επειδή δεν είναι καθόλου εύκολο να διακρίνεις τον βαθμό επικινδυνότητας ενός περιστατικού: άλλωστε κάτι τέτοιο δεν θα είχε μάλλον κανένα νόημα.

Τώρα, ιδιαίτερα για τη σεξουαλική κακοποίηση, αξίζει τον κόπο να πούμε ότι έχει κάπως διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τους άλλους τύπους κακοποίησης -παραμέλησης του παιδιού. Για παράδειγμα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι τύποι είναι, grosso modo, φαινόμενα που επηρεάζονται πάρα πολύ από τους αιτιοπαθογενετικούς προσδιοριστές, αυτό που αποκαλούμε «κοινωνική παθολογία», (την έλλειψη κοινωνικής στήριξης της οικογένειας, την ακραία φτώχια, την εισοδηματική ανισότητα, τον αποκλεισμό, την οικογενειακή δυσλειτουργία και όλους τους παράγοντες που συνδέονται μ’ αυτά), η σεξουαλική κακοποίηση φαίνεται ότι είναι κάτι διαφορετικό. Είναι φαινόμενο οικουμενικό, απαντάται σε όλα τα κοινωνικομορφωτικά στρώματα, σε πλούσιους, φτωχούς, μορφωμένους, αμόρφωτους, σε όλες τις ιστορικές κοινωνίες που ξέρουμε, χωρίς να μεταβάλλεται η συχνότητά της με το χρόνο, και αποτελεί φαινόμενο ατομικής ψυχοπαθολογίας μάλλον παρά κοινωνικής παθολογίας. Μόνη εξαίρεση αποτελεί μια ιδιαίτερη κατηγορία παιδιών που τα αποκαλούμε «πολυθυματοποιημένα παιδιά». Αυτά, κατά τη διαδρομή της παιδικής τους ηλικίας, θα εκτεθούν στην άσκηση πολλαπλών και διαφορετικών τύπων βίας. Θα παραμεληθούν ως βρέφη, θα υποστούν και σωματική βία, στη συνέχεια ψυχολογική, μετά ξανά σωματική και πάλι παραμέληση. Και θα προσκρούσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους και στη σεξουαλική βία, κυρίως στα πλαίσια της κοινότητας, αλλά αυτό θα είναι αποτέλεσμα της πλημμελούς επιτήρησης και φροντίδας μάλλον (από την πλευρά του θύματος – γιατί από την πλευρά του δράστη είναι μια άλλη ιστορία).

Μέσα από δημοσιεύματα στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο, έχει διαμορφωθεί η αντίληψη πως η παιδοφιλία και η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών βρίσκονται διεθνώς σε έξαρση το τελευταίο διάστημα. Εσείς ο ίδιος αναφέρεστε συχνά στο φαινόμενο του «παγόβουνου». Ποια είναι η πραγματικότητα;

Η σεξουαλική βία κατά 85% πραγματοποιείται στο χώρο του κύκλου εμπιστοσύνης του παιδιού από δράστες πρόσωπα της πυρηνικής του οικογένειας ή πρόσωπα πολύ κοντινά στην οικογένεια, άτομα δηλαδή που η ίδια οικογένεια φέρνει σε επαφή με το παιδί και μπορεί να είναι συγγενείς, γείτονες, επαγγελματίες που ασχολούνται με παιδιά, δάσκαλοι, ιερωμένοι, δάσκαλοι χορού, προπονητές, και πάει λέγοντας. Προσωπικά ανήκω σε μια γενιά που η μάνα μας μάς μεγάλωσε με την προτροπή να προσέχουμε τον κύριο με τις καραμέλες έξω από το σχολείο. Φαίνεται όμως πως δεν υπάρχει αυτός ο άγνωστος «κύριος» που «τη στήνει» έξω από το σχολείο. Συνήθως αυτός ο κύριος ή η κυρία υπάρχει και δρα μέσα και γύρω από την οικογένεια. Γι’ αυτό και το φαινόμενο αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζεται από κοινωνικές καταστάσεις. Η πεποίθηση δε που συζητιέται στο δημόσιο χώρο, και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, ότι η παιδοφιλία ή η σεξουαλική παραβίαση των παιδιών είναι σε έξαρση είναι εντελώς πλασματική και δημιουργείται από το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα και περισσότερα θύματα βρίσκουν το κουράγιο να μιλήσουν γι’ αυτό που τους συνέβη, να καταγγείλουν το συμβάν, κι έτσι γίνεται γνωστό. Δεν φαίνεται να άλλαξε η πραγματική συχνότητα του φαινομένου· αυτό που άλλαξε είναι η στάση των θυμάτων, πράγμα που είναι θετικό ως τέτοιο. Και σε παλιότερες, πιο παραδοσιακές κοινωνίες ή μορφές κοινωνικής οργάνωσης, ακόμα και της ελληνικής κοινωνίας, πάντα υπήρχαν τέτοια κρούσματα όπου δράστης ήταν συνήθως άτομο γνωστό στο παιδί, προερχόμενο από την οικογένεια ή τον περίγυρό της, και συνήθως, όταν αυτά τα κρούσματα λάμβαναν χώρα, παρόντες ήταν συνήθως, όπως και σήμερα, μόνο ο δράστης και το θύμα. Η διαφορά είναι ότι παλαιότερα τα θύματα έπαιρναν το μυστικό στον τάφο τους, μην τολμώντας να μιλήσουν πουθενά γι’ αυτό, από φόβο μήπως αν μιλούσαν πιο πολύ θα έπεφτε το βάρος του στίγματος στα ίδια παρά στους δράστες των εγκλημάτων αυτών. Αυτή είναι μια γενική διαπίστωση που έχει τεκμηριωθεί σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου και στην Ελλάδα, με βάση τις δικές μας παλιότερες έρευνες. Στα πλαίσια των τελευταίων μάλιστα δεν βρήκαμε καμιά στατιστική διαφορά ανάμεσα σε αγροτικές, ημι-αστικές ή αστικές περιοχές της χώρας μας. Τα ίδια πράγματα συνέβαιναν παντού, άλλαζε μόνο η δυνατότητα των θυμάτων να μιλήσουν.

Σχετικά με την έκταση του φαινομένου θα σας δώσω στοιχεία από τη μεγαλύτερη και πιο αντιπροσωπευτική έρευνα που συντονίσαμε ως Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού πριν κάποια χρόνια στην Ελλάδα και σε άλλες εννέα βαλκανικές χώρες, σε ένα μεγάλο, τυχαία επιλεγμένο δείγμα του παιδικού πληθυσμού. Η έρευνα αυτή μάλλον παραμένει η μεγαλύτερη σε δείγμα έρευνα που έχει γίνει στην Ευρώπη έως σήμερα. Στο ελληνικό της κομμάτι, που αφορούσε σε παιδιά ηλικίας έντεκα, δεκατριών και δεκαέξι ετών, τα ευρήματα ήταν σοκαριστικά και μ’ αυτή την έννοια αρνητικά εντυπωσιακά. Για παράδειγμα, πολύ σχηματικά σας λέω ότι σχεδόν ένα στα δύο παιδιά είχε μια τουλάχιστον εμπειρία έκθεσης σε σωματική βία το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν την έρευνα, τα τρία τέταρτα σχεδόν είχανε μια τέτοια εμπειρία στη διαδρομή της παιδικής τους ηλικίας ως τη στιγμή που τα ρωτήσαμε, περίπου ένα στα έξι παιδιά μάς είπε ότι είχε μια εμπειρία σεξουαλικής βίας στη διαδρομή της παιδικής του ηλικίας, και περίπου ένα στα δέκα παιδιά μας είπε ότι είχε μια τέτοια εμπειρία το τελευταίο δωδεκάμηνο. Εξ αυτών δε περίπου το 7,5% μας απάντησε ότι αυτή η ανεπιθύμητη εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης περιλάμβανε και σωματική επαφή (δεν ήταν δηλαδή απλά έκθεση σε πορνογραφικό υλικό ή ενθάρρυνση σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο, π.χ. «να σε βγάλω φωτογραφία στα αποδυτήρια και να την ανεβάσω στο διαδίκτυο» κλπ.), ενώ το 4,5% των περιστατικών είχε συμβεί το τελευταίο δωδεκάμηνο. Το 3% των παιδιών μας είπαν ότι στην παιδική τους ηλικία είχαν μια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού, 2% το τελευταίο δωδεκάμηνο. Ένα στα είκοσι, ένα στα τριάντα παιδιά είναι μεγάλο νούμερο. Ο καθένας από εμάς στον οικογενειακό και κοινωνικό μας κύκλο γνωρίζουμε είκοσι με τριάντα παιδιά. Τα γκρίζα αυτά νούμερα σημαίνουν ότι ο κάθε εκπαιδευτικός που μπαίνει σε μια τάξη, πρέπει να έχει υπόψη του ότι ανάμεσα στα παιδιά, σε κάθε τάξη, θα υπάρχει ένα παιδί που είτε έχει ήδη υπάρξει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού, ή πρόκειται να γίνει, στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. Αυτό οφείλει να μας κάνει κάπως να αναθεωρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε ή απευθυνόμαστε στα παιδιά.

Σε ό,τι αφορά στη σωματική βία, στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου του τύπου: «σε χτύπησαν με το χέρι», «με αντικείμενο», «σε κλώτσησαν», «σε έκαψαν», κλπ. γύρω στο 5-6% των παιδιών μας ανέφερε ότι έχει εκτεθεί σε πάνω από οκτώ διαφορετικούς τύπους βίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν ένα μοναδικό συμβάν ξυλοδαρμού κάποια στιγμή στην παιδική τους ηλικία αλλά υπήρχε συστηματική έκθεση σε σωματική βία. Και πάλι ένα στα είκοσι παιδιά είναι πολύ για μια κοινωνία. Τέλος, περίπου το 9% έδωσαν μια θετική απάντηση και στα τέσσερα βασικά είδη κακοποίησης – παραμέλησης (σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική, παραμέληση). Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα και κάτι πρέπει να κάνουμε για να το αντιμετωπίσουμε.

Υπάρχει σύστημα παιδικής προστασίας στη χώρα μας και ποιες είναι οι δυνατότητες του σήμερα;

Το εντυπωσιακό σε εκείνη την έρευνα ήταν ότι, για την ίδια χρονική περίοδο, το δωδεκάμηνο πριν την έρευνα, στις ίδιες περιοχές που μας έβγαζε η τυχαία δειγματοληψία, για τις ίδιες ηλικιακές κατηγορίες, απευθυνθήκαμε και ρωτήσαμε όλους τους δυνητικά εμπλεκόμενους φορείς – και εννοώ εισαγγελείς, αστυνομία, κοινωνικές υπηρεσίες, υπηρεσίες σωματικής και ψυχικής υγείας, εμπλεκόμενες υπηρεσίες εκπαίδευσης (δηλ. Συμβουλευτικούς Σταθμούς Νέων) τόσο του κυβερνητικού τομέα όσο και του μη κυβερνητικού – πόσα από αυτά τα περιστατικά γνώριζαν. Η σύγκριση είναι εντυπωσιακή και πάλι με αρνητικό τρόπο. Σας θυμίζω: 4,5% των παιδιών μάς είχαν πει ότι το τελευταίο δωδεκάμηνο είχαν μια ανεπιθύμητη εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης που περιλάμβανε και σωματική επαφή. Ωστόσο όλοι οι φορείς μαζί είχαν υπόψη τους περιστατικά που αντιστοιχούσαν μόλις στο 0,07% του πληθυσμού των παιδιών της ίδιας ηλικίας των ίδιων περιοχών. 5-6% είχαν υποστεί πάνω από οκτώ τύπους σωματικής βίας. Το αντίστοιχο ποσοστό της επίγνωσης των φορέων ήταν 0,18%. Το φαινόμενο που σας περιγράφω συνιστά αυτό που στην δική μας επαγγελματική αργκό αποκαλούμε «φαινόμενο του παγόβουνου» του οποίου γνωστή είναι μόνο η κορυφή. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι στη σεξουαλική κακοποίηση κάποια θύματα παίρνουν το θάρρος να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους δεν αναπαριστά παρά μια μικρή μεταβολή σε σχέση με το χαώδες σώμα του παγόβουνου που παραμένει στην αφάνεια. Έχουμε επίγνωση ότι γνωρίζουμε πάρα πολύ λίγα περιστατικά από αυτά που πραγματικά λαμβάνουν χώρα και στο πλαίσιο αυτό επιστημονικοί φορείς, εγχώριοι ή διακρατικοί, προσπαθούν να αναπτύξουν δράσεις και ενέργειες κοινωνικής πολιτικής, οι οποίες να έχουν ένα αποτέλεσμα όσον αφορά στον περιορισμό και τον έλεγχο του φαινομένου, με βάση την αντίληψη της μηδενικής ανοχής στην έκθεση των παιδιών στη βία. Χαίρομαι που με διάφορες ενέργειες που είχαμε ξεκινήσει και συμμετάσχει και εμείς εδώ, μαζί με τον Συνήγορο του παιδιού και άλλες οργανώσεις του κυβερνητικού και μη κυβερνητικού χώρου, τουλάχιστον για τη σωματική βία, έχουμε πια στην Ελλάδα ένα εκσυγχρονισμένο, γενικά, νομικό σύστημα που απαγορεύει παντού την άσκηση σωματικής βίας στα παιδιά. Υπάρχουν βεβαίως πράγματα που μπορούν ακόμα να βελτιωθούν. Χαίρομαι, επίσης, και για το γεγονός ότι η Ελλάδα εισήγαγε στο δικό της εθνικό νομοθετικό πλαίσιο τη Σύμβαση Λαζαρόττε του Συμβουλίου της Ευρώπης, που είναι η πιο εξελιγμένη νεότερη σύμβαση για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική βία και εκμετάλλευση. Και το λέω αυτό έχοντας και δεκαετή εμπειρία στην επιτροπή αυτή ως εκπρόσωπος της Ελλάδας . Φέτος μάλιστα είχα τη χαρά και την τιμή να εκλεγώ από τα σαράντα τέσσερα πια κράτη-μέλη που συμμετέχουν στην Επιτροπή, πρόεδρός της.

Αποτελεί πια κοινή πεποίθηση πως η πρόληψη είναι πιο σημαντική από την αντιμετώπιση. Θα μπορούσε το σχολείο να αποτελεί μέρος ενός συστήματος για την παιδική και εφηβική προστασία;

Πρώτη βασική αρχή για την αντιμετώπιση του φαινομένου είναι πράγματι η πρόληψη. Είναι προφανώς καλύτερη από την αντιμετώπιση και για λόγους ηθικούς, ακόμη-ακόμη και για λόγους, αν θέλετε, οικονομικής αποδοτικότητας. Ο Π.Ο.Υ. έχει υπολογίσει ότι για κάθε δολάριο που δαπανάται στην πρόληψη του φαινομένου, οι κοινωνίες σώζουν 19-20 δολάρια από τις επιπτώσεις του, οι οποίες είναι πολλές και πολυεπίπεδες. Μπορεί να είναι άμεσες ή να εμφανίζονται μεταγενέστερα, στην εφηβεία ή στην ενηλικίωση του παιδιού. Είναι επιπτώσεις στην υγεία, ψυχολογικές ή ψυχιατρικές, είναι κοινωνικές, εκπαιδευτικές, είναι νομικές, γιατί μπορεί να έχεις δικαστήρια – μιας και το παιδί αυτό αργότερα έχει αυξημένη πιθανότητα να έχει μπλεξίματα με τον νόμο. Οπότε η πρόληψη είναι από κάθε άποψη η «βασιλική οδός» για να ελέγξεις το φαινόμενο. Πρέπει πια την πρόληψη να την βλέπουμε με ένα τρόπο πολύ διευρυμένο ώστε να αφορά όχι τόσο στην κορυφή του παγόβουνου, τα περιστατικά που ήδη ξέρουμε, αλλά στο σώμα του παγόβουνου, που είναι αυτά για τα οποία «έχουμε μαύρη νύχτα». Γι’ αυτό η σύγχρονη αντίληψη θέλει τις πολιτικές προστασίας του παιδιού να αρθρώνονται και να υλοποιούνται κυρίως μέσα σε υπηρεσίες στις οποίες απευθύνονται όχι τα κακοποιημένα παιδιά αλλά ο γενικός παιδικός πληθυσμός. Και αυτές οι υπηρεσίες στις προηγμένες κοινωνίες είναι κατ’ εξοχήν το σχολείο και η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, όπου υπάρχει – γιατί στην Ελλάδα είναι τόσο άναρχη που είναι δύσκολο να υπάρχει ενιαίο πλέγμα δράσεων και μέτρων. Εκεί πρέπει να δίνεται η έμφαση ώστε να γίνεται πρώιμη ανίχνευση, πρώιμος εντοπισμός ανησυχητικών σημείων ή συμπεριφορών, έτσι ώστε η παρέμβασή μας να γίνεται όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Πώς μπορεί να γίνει αυτή η παρέμβαση; Πρώτον με το να εκπαιδεύονται οι εκπαιδευτικοί και να ξέρουν τι να κάνουν στο σχολείο, για παράδειγμα, αλλά και οι επαγγελματίες του χώρου της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Με τον Νόμο 3500 του 2006-7, στο άρθρο 23, ο κόσμος της εκπαίδευσης μπήκε σε μια θέση την οποία εμείς που δουλεύουμε στην υγεία την ξέρουμε πολύ καλά. Δηλαδή μπήκε στο νομοθετικό εθνικό πλαίσιο η έννοια της υποχρεωτικότητας στην αναφορά, δηλαδή η υποχρέωση του εκπαιδευτικού να αναφέρει άμεσα οποιοδήποτε τέτοιο περιστατικό πέσει στην αντίληψή του, ακόμα κι αν πρόκειται μόνο για υπόνοια ή υποψία και όχι για ομολογημένο επεισόδιο. Το δύσκολο και το δυστυχές είναι ότι αυτό δεν συνοδεύτηκε από μια συστηματική εκπαίδευση του προσωπικού, έτσι ώστε να ξέρει τι ακριβώς να κάνει. Έγιναν προσπάθειες, αναπτύξαμε από το 2014 ένα εθνικό πρωτόκολλο για τη διάγνωση και για την πιστοποίηση στο Νόμο, όμως ο χώρος της εκπαίδευσης, όπως ξέρετε, είναι τεράστιος από άποψη ανθρώπινου δυναμικού και θα έπρεπε αυτό το πρωτόκολλο να αποτελέσει mainstream δράση του συστήματος που να εφοδιάζει τους εκπαιδευτικούς με την απαραίτητη γνώση, για να μην νιώθουν ότι είναι μόνοι τους, εκτεθειμένοι, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν για το ζήτημα αυτό. Στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, στο πλαίσιο ενός κοινοτικού προγράμματος που εκπονήσαμε μαζί με Πανεπιστήμια από άλλες έξι-επτά χώρες, είχαμε επίσης αναπτύξει από το 2015 ένα διαγνωστικό εργαλείο για την πολύ ευάλωτη κατηγορία των νεογνών και βρεφών, για παιδιά που είχαν να κάνουν εμβόλια κλπ., και επρόκειτο να εφαρμοστεί τουλάχιστον στις κρατικές υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, στο ΠΕΔΥ -δυστυχώς όμως και αυτό δεν εφαρμόστηκε καθώς η βασική ερευνήτρια του προγράμματος αυτού στη Διεύθυνσή μας απολύθηκε λίγο μετά…

Σε τι συνίσταται αυτό το εθνικό πρωτόκολλο και πώς εφαρμόζεται;

Δυστυχώς έγιναν τότε από την πλευρά της πολιτείας κάποιες επιλογές και τελικά δεν υιοθετήθηκε και δεν εφαρμόζεται. Το πρωτόκολλο ήτανε μια προσπάθεια να τεθεί ένας περιορισμός σ’ αυτήν την τρομακτική πανσπερμία πρακτικών που ακολουθούνται στην ελληνική πραγματικότητα. Γιατί δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, αναλόγως με το που θα πρωτοδιατυπωθεί μία αναφορά για ένα περιστατικό κακοποίησης – στην εισαγγελία, στην αστυνομία, σε μια μη κυβερνητική οργάνωση, σε μια υπηρεσία υγείας, στο σχολείο – κι αναλόγως με το αν αυτό θα γίνει στην Αθήνα, στη Μυτιλήνη, στα Γιάννενα ή στο Ρέθυμνο της Κρήτης, ακολουθούνται διαφορετικά πράγματα, επιλαμβάνονται διαφορετικές ειδικότητες διαφορετικών επαγγελμάτων, κάνει ο καθένας ό,τι νομίζει και δεν υπάρχει μια ισονομία στον τρόπο που αντιμετωπίζονται τα περιστατικά. Το χειρότερο δε είναι ότι, ειδικά σε περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, όπου δεν υπάρχουν συνήθως αντικειμενικά ή ιατροδικαστικά ευρήματα στο σώμα του παιδιού, ένα παιδί-θύμα καλείται να επαναλάβει την πολύ τραυματική εμπειρία της θυματοποίησής του δεκατέσσερις κατά μέσο όρο φορές, σε διάφορες εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Η προσπάθεια λοιπόν ήταν να ενοποιηθούν τα curricula του τι κοιτάζει ποια ειδικότητα, ανάλογα με τον τύπο της καταγγελλόμενης κακοποίησης ή αυτής για την οποία υπάρχει υποψία, να δοθούν στους επαγγελματίες επαρκή υλικά ώστε να ξέρουν τι να εξετάσουν, πώς να το εξετάσουν και πώς να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα το οποίο θα κοινοποιηθεί στις αρχές. Η φιλοδοξία ήταν αυτό να γίνεται με ενιαίο τρόπο, σε σύντομο χρόνο, με το παιδί να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα σημεία επαφής όπου θα επαναλαμβάνει την τραυματική του ιστορία, για να μπορέσει μετά να ακολουθήσει τη ζωή του, να λάβει θεραπεία ή την υποστήριξη που χρειάζεται.

Δυστυχώς, ενώ το είχαμε φτιάξει και είχαμε εκπαιδεύσει επαγγελματίες και στις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας, η πολιτεία δεν το αξιοποίησε. Δεν μπορώ να σας κρύψω την απογοήτευσή μου για το γεγονός, καθώς και για το ότι μαζί με αυτό αγνοήθηκε και το εθνικό αρχείο αναφοράς που είχαμε φτιάξει για να μπορούν να καταχωρούνται τα περιστατικά, ώστε να υπάρχει απάντηση στο ερώτημα πόσα περιστατικά καταγγέλθηκαν στις υπηρεσίες λόγου χάρη πέρυσι, κάτι που τώρα δεν υπάρχει. Ένα τέτοιο αρχείο θα εξυπηρετούσε επίσης στο να υπάρχει συνέχεια στην παρακολούθηση και την επιτήρηση των περιστατικών, γιατί όσοι δουλεύουμε σε αυτό το πεδίο έχουμε την εμπειρία, για παράδειγμα, μετά από έξι μήνες δουλειάς με μια οικογένεια να διαπιστώνουμε ότι και πριν τρία ή πέντε χρόνια υπήρξε αντίστοιχο συμβάν και μεσολάβησε συνεργασία με άλλη υπηρεσία, κάτι που αγνοούσαμε και το μάθαμε κατά τύχη.

Είμαι όμως στην ευχάριστη θέση να σας πω ότι, εκτός από αυτό που δώσαμε στην ελληνική πολιτεία και δεν το χρησιμοποιεί για λόγους που αυτή γνωρίζει, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέθεσε στο ΙΥΠ, ως επικεφαλής ενός κονσόρτσιουμ οκτώ ευρωπαϊκών φορέων και Πανεπιστημίων, τη δημιουργία αντίστοιχου εργαλείου για όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ εδώ και λίγους μήνες πήραμε την έγκριση για να αρχίσει η πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος σε κάποια κράτη. Ελπίζω να μπορέσει να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα. Θα νιώσω σε πολύ τραγική θέση να αρχίζει να εφαρμόζεται αλλού κι εμείς που το φτιάχνουμε να μην το εφαρμόζουμε στη χώρα μας (ενώ το έχουμε ήδη από τετραετίας παραδώσει στην ελληνική πολιτεία).

Για να επανέλθουμε στο ρόλο του σχολείου και του εκπαιδευτικού στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, σε περίπτωση που ένας εκπαιδευτικός αντιληφθεί ένα τέτοιο περιστατικό, έχει την υπόνοια ή την «εξομολόγηση» ενός παιδιού για κακοποιητική συμπεριφορά, ποιες ενέργειες οφείλει να κάνει;

Δεν θα ήθελα κατ’ αρχάς να το εξαντλήσουμε στο πλαίσιο αυτής της συνέντευξης, γιατί είναι πολλά τα πράγματα που πρέπει να κοιτάξουμε. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πω στους εκπαιδευτικούς, ιδιαίτερα αν τους προσεγγίζουν τα παιδιά – και κυρίως στην πρωτοβάθμια – για να τους πούνε κάτι, είναι τα εξής: πρώτον να αναγνωρίσουν την εμπιστοσύνη των παιδιών στο πρόσωπό τους. Δεν μιλάει στον πρώτο τυχόντα ένα παιδί για τέτοιο θέμα. Για να διαλέξει κάποιον εκπαιδευτικό για να του μιλήσει σημαίνει ότι τρέφει πολύ μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του και ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να το αναγνωρίσει απέναντι στο παιδί. Δεύτερον, να το καλέσει να μη φοβάται να μιλήσει και να μην αισθάνεται ένοχο, γιατί ο μόνος που δεν είναι ένοχος είναι το ίδιο το παιδί. Τρίτον, να μην κάνει κατευθυντικού τύπου ερωτήσεις, όσο μπορεί, δηλαδή να μην προσπαθήσει να κατευθύνει γρήγορα το παιδί προς τα εκεί που νομίζει ότι είναι το σωστό, αλλά να το αφήσει να μιλήσει και από την αφήγησή του ελεύθερα να βγει η οποιαδήποτε πληροφορία. Και το τέταρτο που θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους εκπαιδευτικούς μ’ αυτή την ευκαιρία. Αν τυχόν ποτέ τους ζητηθεί από ένα παιδί προκαταβολικά να υποσχεθούν άνευ όρων εχεμύθεια, ποτέ μα ποτέ να μην το κάνουν. Αν τυχόν και μας πουν «Κύριε/κυρία να σου πω κάτι αλλά να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το πεις πουθενά», το σωστό είναι να πούμε – το λέμε πάντα στις εκπαιδεύσεις, στις ημερίδες και παντού – «Ναι, φτάνει να μην κινδυνεύει κανένας, και σ’ αυτή την περίπτωση θα μιλήσω μόνο σ’ όποιον πρέπει για να προστατευθεί όποιος κινδυνεύει». Ακόμα κι αν το παιδί ανακρούσει πρύμνα και πει «καλά, τότε δε σου λέω» θα του πούμε: «Εντάξει. Ξέρεις πού να με βρεις, έλα να με βρεις, εγώ είμαι διαθέσιμος/η για σένα», και το πιθανότερο είναι ότι θα ξανάρθει. Γιατί ακόμα και όταν ζητάει την άνευ όρων εχεμύθεια μας, το παιδί μας μιλάει γιατί περιμένει από μας να κάνουμε κάτι, όχι για να περάσει την ώρα του. Το αντίθετο θα είναι τραγικό και καταστροφικό. Γιατί αν τυχόν ακούσουμε από το παιδί κάτι «χοντρό», το πιθανότερο είναι ότι θα βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να προδώσουμε αμέσως την εμπιστοσύνη που μας έδειξε και να του πούμε «Εντάξει, σου υποσχέθηκα εχεμύθεια, αλλά τώρα που είδα τι γίνεται, θα διαρρήξω αυτήν την εμπιστοσύνη και δεν θα κρατήσω το μυστικό που υποσχέθηκα». Ή, ακόμα χειρότερα, να αναγκαστούμε να ακούμε κάθε φορά τι τού ’κανε ο θύτης εχθές το βράδυ και τι δεν τού ’κανε προχθές το βράδυ, πράγμα που θα μας φέρει σε πολύ δυσχερή θέση. Ποτέ μα ποτέ μια άνευ όρων εχεμύθεια, μιας και μιλάμε σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

Φυσικά ένας εκπαιδευτικός δεν είναι ανακριτής, δεν είναι επαγγελματίας υγείας, δεν εξετάζει το παιδί σωματικά, δεν μπορεί να του ζητήσει να γδυθεί μέσα στο σχολικό πλαίσιο για να διαπιστώσει σε τι κατάσταση βρίσκεται, ούτε είναι επαγγελματίας ψυχικής υγείας για να κάνει συνέντευξη ή ψυχοϊατροδικαστική. Οπότε πρέπει να μείνει σ’ αυτό το πλαίσιο που περιγράφεται, δηλαδή αυτού που ακούει το παιδί, το διαβεβαιώνει για την προστασία του, ότι το θέμα θα πάει εκεί που πρέπει, και αμέσως μετά πρέπει να κάνει την αναφορά στις αρχές που θα το διερευνήσουν περαιτέρω. Το λέω αυτό γιατί έτσι όπως είναι αυτά τα περιστατικά, δύσκολα, βαριά, με αβεβαιότητες, με βαθμό υποκειμενικής κρίσης των επαγγελματιών, πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί τείνουν για διάφορους λόγους να καταλάβουν χώρους και ρόλους άλλων ειδικοτήτων, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα βοηθήσει το να αναλάβει ο εκπαιδευτικός ρόλο δικαστή, κοινωνικού λειτουργού, ανακριτή, ιατροδικαστή. Ο καθένας θα πρέπει να μένει στα όρια της δικής του αρμοδιότητας, αλλά αυτήν να την ασκεί. Γιατί όταν πάμε να κάνουμε τη δουλειά του άλλου το πιθανότερο είναι ότι θα αμελήσουμε να κάνουμε τη δική μας.

Ποια είναι τα σημεία που θα μπορούσαν να κινήσουν υπόνοιες για πιθανή κακοποίηση και πώς μπορεί, αν μπορεί, ο εκπαιδευτικός να επιβεβαιώσει τη βασιμότητα αυτών των υπονοιών;

Και πάλι δεν μπορεί να είναι εξαντλητική αυτή η κουβέντα στα πλαίσια μιας συνέντευξης. Υπάρχουν ωστόσο πράγματα τα οποία μπορεί να προσανατολίσουν. Για παράδειγμα, στη σωματική βία είναι οι πολύμορφες βλάβες που έχουν διαφορετική ηλικία στο σώμα του παιδιού, οι οποίες τους καλοκαιρινούς μήνες, που τα παιδιά φοράνε λιγότερα ρούχα, μπορεί να είναι ορατές και διά γυμνού οφθαλμού. Κάτι άλλο που μπορεί επίσης να μας υποψιάσει είναι το να φοράει ένα παιδί τους καλοκαιρινούς μήνες πάρα πολύ βαριά ρούχα, με μακριά μανίκια, που καλύπτουν πάρα πολύ μεγάλο μέρος του σώματος. Ή το να συναντάμε αντίδραση ή να παίρνουμε αντιφατικές απαντήσεις από το παιδί και την οικογένειά του όταν ρωτάμε τι έπαθε. Υπάρχουν αναλυτικοί οδηγοί όπως αυτοί στην ηλεκτρονική διεύθυνση της υπηρεσίας μας (www.ichmhsw.gr) όπου μπορεί κανείς να βρει πιο εκτενή κείμενα όπου περιγράφονται πολύ αναλυτικά όλα αυτά.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, πάντως, ιδιαίτερα στην ψυχολογική και τη σεξουαλική κακοποίηση ή στην παραμέληση, πρέπει να θυμόμαστε ότι τα ευρήματα δεν είναι αυτό που λέμε εμείς στην ιατρική «παθογνωμονικά». Δεν είναι σίγουρο ότι αν δεις κάτι, τότε σίγουρα «έτσι έγιναν τα πράγματα». Η διάγνωση παραμένει υποκειμενική, συνθετική και κλινική. Για την πλειονότητα των περιπτώσεων κακοποίησης – παραμέλησης παιδιών, δεν υπάρχει στον κόσμο ούτε ένα δείγμα που άμα το δεις να είσαι σίγουρος ότι υπάρχει σεξουαλική κακοποίηση. Τώρα κάνα-δυο Έλληνες κατά καιρούς πουλούσανε διάφορα εργαλεία, ισχυριζόμενοι ότι κάνουν αυτή τη δουλειά. Εγώ δεν έχω δει πουθενά στον αναπτυγμένο κόσμο να γίνεται κάτι τέτοιο. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αποφεύγουμε να βγάζουμε συμπεράσματα και κυρίως – μιας και μιλάμε για το χώρο της εκπαίδευσης – να διατυπώνουμε κρίσεις για το δράστη κατά την επαφή με το παιδί, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι γονιός ή πολύ οικείο του πρόσωπο. Γιατί το παιδί, την ώρα που μιλάει, την ίδια στιγμή σπαράζεται από την αμφιθυμία για το τι επιπτώσεις μπορεί να έχει το γεγονός ότι μιλάει. Με το να λέμε «τι πατέρας είναι αυτός, είναι τέρας» και «θα τον πιάσουμε, θα τον κάνουμε» κλπ. όχι μόνο δεν βοηθάμε το παιδί αλλά αντιθέτως το σπρώχνουμε περισσότερο σ’ αυτήν την αμφιθυμία. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο η δημόσια συζήτηση που υπάρχει, ειδικά στην μπλογκόσφαιρα, για τους παιδόφιλους (να τους κρεμάμε, να τους κάνουμε, να τους δείξουμε, να επαναφέρουμε τη θανατική ποινή, να αυστηροποιήσουμε τις ποινές κοκ.) έχει αποδειχθεί σε άλλες χώρες ότι είναι ατελέσφορη. Όχι πως δεν πρέπει να υπάρχουν αυστηρές ποινές, αλλά οι εξοντωτικές ποινές δεν βοήθησαν ακριβώς επειδή το θύμα για να μιλήσει πρέπει να περάσει από τη βάσανο του τι επιπτώσεις θα επιφέρει η αποκάλυψή του σ’ αυτόν τον άνθρωπο που είναι δράστης, με τον οποίο είναι βεβαίως θυμωμένο αλλά τον αγαπάει κιόλας. Διαπιστώθηκε δηλαδή ότι σε χώρες όπου υπάρχει η θανατική καταδίκη ή όπου οι ποινές είναι εξοντωτικές το να βάλεις το παιδί-θύμα μπροστά στο δίλημμα «αν μιλήσω θα στείλω τον πατέρα μου στην ηλεκτρική καρέκλα» μάλλον αποτρέπει το θύμα από το να μιλήσει παρά το βοηθάει. Κάτι που πάρα πολύ συχνά βλέπουμε να συμβαίνει και στην Ελλάδα είναι ένα παιδί να ανασκευάζει την αρχική μαρτυρία ή να «θολώνει» η μνήμη του, γιατί ακριβώς βρίσκεται σε μια τέτοια συναισθηματική κατάσταση, πάρα πολύ ασταθή και αντιφατική.

Γι’ αυτό το λόγο στον αναπτυγμένο κόσμο οι κοινωνικές τεχνολογίες για την αντιμετώπιση του φαινομένου προσπαθούν να έχουν προτυποποιημένους τρόπους εξέτασης του παιδιού, ώστε από οπουδήποτε κι αν διατυπωθεί η πρώτη υπόνοια ή αναφορά, το σχολείο, την εισαγγελία ή οπουδήποτε αλλού, αντί να μένει αναξιοποίητη, να πηγαίνει άμεσα σε ένα εξειδικευμένο σημείο όπου γίνεται μία και μόνη αλλά προτυποποιημένη και από εξειδικευμένους ανθρώπους συνέντευξη -ιδιαίτερα στο πεδίο της σεξουαλικής κακοποίησης, όπου τα πράγματα είναι συχνά ασαφή και δεν υπάρχουν ευρήματα- και μετά το παιδί να μην εμπλέκεται ξανά στην πολυτραυματική δικανική διαδικασία αλλά να πηγαίνει να κάνει άλλα πράγματα, όπως θεραπεία για παράδειγμα. Και αυτό πρέπει να γίνει πάρα πολύ γρήγορα, ακριβώς για να αποφεύγουμε το πισωγύρισμα του παιδιού. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα αυτό δεν γίνεται είναι πάρα πολύ τραγικό. Σκεφθείτε ότι το πρώτο τέτοιο κέντρο άνοιξε στην Ευρώπη στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας το 1998. Το δεύτερο άνοιξε το 2003 στην Κροατία, που δεν είναι και πλούσια χώρα, την εποχή που η χώρα ήταν σε πόλεμο. Στην Τουρκία υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά τέτοια κέντρα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένα. Και μάλιστα, δυστυχώς, όταν πέρυσι το καλοκαίρι ενσωματώθηκε η κοινοτική οδηγία για τα θύματα στην ελληνική νομοθεσία, η ελληνική πολιτεία εισήγαγε μια νομοθετική ρύθμιση για να φτιαχτούν τέτοιες δομές, τις οποίες όμως ανέθεσε στην υπηρεσία επιμελητών ανηλίκων του Υπουργείου Δικαιοσύνης! Το γιατί δεν το ξέρω. Οι ίδιοι άλλωστε λέγανε ότι είναι αναρμόδιοι να το κάνουν και δεν είχαν εξάλλου καμιά εμπλοκή στις δικανικές εξετάσεις ανηλίκων θυμάτων. Το χειρότερο όμως είναι ότι το έκανε αυτό χωρίς να περιορίσει τη δυνατότητα των άλλων εμπλεκόμενων υπηρεσιών να καλέσουν το παιδί για να του πάρουνε κατάθεση. Αντί δηλαδή τις δεκατέσσερις κατά μέσο όρο καταθέσεις να τις περιορίσουμε σε μία στις δεκατέσσερις προσθέσαμε άλλη μια. Γενικά στην Ελλάδα υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα με το σύστημα υπηρεσιών.

Σύστημα κοινωνικής πρόνοιας ή ειδικότερα παιδικής προστασίας, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν υπήρξε ποτέ, ούτε υπάρχει στην Ελλάδα. Οι προνοιακές υπηρεσίες εξακολουθούν εν πολλοίς να είναι ο παρίας άλλων τομέων της Δημόσιας Διοίκησης. Υπάρχουν μονάχα ως επιμέρους Διευθύνσεις, τμήματα ή υπηρεσίες ενταγμένες στον χώρο της Υγείας, της Δικαιοσύνης και της Εκπαίδευσης ή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεν φτιάχτηκε ποτέ αυτοτελής τομέας πρόνοιας. Όποιος έχει ζήσει σε κοινωνία όπου υπάρχει αυτοτελής τομέας πρόνοιας καταλαβαίνει ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Να σας το πω και αλλιώς: φανταστείτε να επικρατούσε μία κατάσταση όπου σε μία περιοχή στο σχολείο να υπήρχανε μόνο φιλόλογοι και να διδάσκανε μόνο φιλολογικά μαθήματα, σε άλλο σχολείο να μην υπήρχε πίνακας, σε άλλο σχολείο να υπήρχανε συγγράμματα ενώ αλλού όχι, σε ένα άλλο σχολείο να μην διδάσκονταν καθόλου ελληνικά μαθήματα κοκ. Θα λέγαμε τότε ότι έχουμε σύστημα εκπαίδευσης; Αυτή είναι η κατάσταση της Πρόνοιας σήμερα στην Ελλάδα. Και δυστυχώς αυτό δεν φαίνεται να αναστρέφεται, μάλλον χειρότερο έχει γίνει στα χρόνια της κρίσης, γιατί σ’ αυτά τα χρόνια οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, γιατί ο κόσμος φυσικά έχει πολύ περισσότερα προβλήματα τέτοιου τύπου, ενώ οι υπηρεσίες αποψιλώθηκαν από ανθρώπινο δυναμικό και αποστερήθηκαν από υλικούς πόρους.

Θέλω να σας τονίσω την αντιδιαστολή αυτής της κατάστασης: κοντεύουν δέκα χρόνια πια που έχουμε μνημόνια και λιτότητα. Και εντάξει τον πρώτο χρόνο, φύγανε κάποιοι και δεν αντικαταστάθηκαν. Το δεύτερο φύγανε κάποιοι άλλοι. Τώρα πια έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση όπου πάρα πολλές υπηρεσίες έχουνε καταντήσει να είναι μονοπρόσωπες. Αν φύγει αυτός ο ένας, κλείνει και η υπηρεσία. Οπότε δηλαδή δεν υπάρχει πια στοιχειώδης δυνατότητα ανταπόκρισης στις αυξημένες ανάγκες. Αντιδιαστείλτε αυτήν την κατάσταση με εκείνη που επικρατεί στην πρώτη χώρα της Ευρώπης όπου ξεκίνησε η κρίση, την Ισλανδία. Εκεί, με το που ξεκίνησε η κρίση, μελετώντας τις μαθηματικά αναμενόμενες επιπτώσεις της (την αύξηση της παραβατικότητας των παιδιών, της ενδοοικογενειακής βίας, της βίας κατά των παιδιών, διαφόρων τέτοιων προβλημάτων), η απόφαση που πήρε η κοινωνία ήτανε, παρά την ανάγκη περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, οι δαπάνες και οι πόροι για την παιδική προστασία να ενισχυθούν αντί να μειωθούν, ακριβώς για να αντιμετωπιστούν οι προβλεπόμενες αυξημένες κοινωνικές ανάγκες. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι σε μια πενταετία από την έναρξη της κρίσης στην Ισλανδία όλοι τους οι δείκτες οι σχετικοί με την ψυχοκοινωνική ευεξία των παιδιών να πάνε καλύτερα από ό,τι πριν την κρίση. Αναφέρομαι στη χρήση αλκοόλ, τη χρήση ουσιών, την παραβατικότητα των εφήβων, τη σχολική διαρροή, τα περιστατικά βίας μέσα στην οικογένεια, όλα πάνε καλύτερα.

Συγκρίνετε τώρα αυτό με την ελληνική πραγματικότητα. Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε ένα τρομακτικό κατακερματισμό των ήδη ισχνών και ακόμα περισσότερο απισχνασμένων υπηρεσιών, οι οποίες δεν συνιστούν καν ένα ενιαίο σύστημα. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο μοντέλο για το πώς λειτουργούνε τα πράγματα για την προστασία του παιδιού. Πάρα πολύ συχνά υπάρχει μεγάλο περιθώριο ο καθένας να κάνει ό,τι νομίζει. Αλλά όταν έχεις να διαχειριστείς ένα παιδί το οποίο βρίσκεται σε τέτοια ευάλωτη κατάσταση θυματοποίησης, συνήθως από την οικογένειά του, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει ανεκτό, δεν μπορούμε να το επιτρέπουμε ως κοινωνία. Γιατί αυτό σημαίνει ότι θα γίνονται καθημερινά εγκλήματα.

Έχουμε ένα σύστημα πάρα πολύ αναχρονιστικό. Στη Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη ένα παιδί που θα πρέπει για κάποιους λόγους να απομακρυνθεί από το σπίτι του, κατά 80% θα πάει σε μια ανάδοχη οικογένεια. Σε μια ανάδοχη οικογένεια που δεν θα το πάρει για να το υιοθετήσει. Θα το έχει και θα το φιλοξενεί, σε ένα οικογενειακό όμως περιβάλλον, και ταυτοχρόνως θα αρχίσει μια εντατική παρέμβαση στη φυσική του οικογένεια με στόχο -ο οποίος επιτυγχάνεται πολλές φορές- να μπορέσει να επιστρέψει σε αυτήν με ασφάλεια.

Στην Ελλάδα ένα παιδί που απομακρύνεται έχει εξαιρετικά μικρή πιθανότητα να επιστρέψει στη φυσική του οικογένεια. Εντατική παρέμβαση στην οικογένεια ως επί το πλείστον δεν γίνεται. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός, αν δείτε τα νούμερα, ότι και για τα παιδιά που επιστρέφουν στις οικογένειές τους δεν αλλάζει σε τίποτα η κατάσταση, δηλαδή «τζάμπα» τα απομακρύναμε κατά κάποιον τρόπο. Τα περισσότερα παιδιά, αν δεν επιστρέψουν κατ’ αυτό τον τρόπο που λέμε, θα μείνουν σε ένα ιδρυματικό πλαίσιο. Σε ένα πλαίσιο κλειστής περίθαλψης, που θα είναι ίδρυμα. Και ξέρουμε και από τις διεθνείς στατιστικές της UNICEF ότι περίπου ένα στα τρία με τέσσερα παιδιά που θα μπουν στο ίδρυμα θα κακοποιηθούν σεξουαλικά από τα άλλα παιδιά του ιδρύματος και ότι ένα ποσοστό 85% θα κακοποιηθεί και σωματικά. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις (και κατά καιρούς έχουν δημοσιοποιηθεί τέτοια περιστατικά και στην Ελλάδα) τα παιδιά αυτά θα κακοποιηθούν και από τους εργαζόμενους, τους παράγοντες των διάφορων φορέων παιδικής φιλοξενίας ή εθελοντές των φορέων αυτών. Και πάει λέγοντας. Πρόκειται για μια κατάσταση πραγματικής περιφρόνησης απέναντι στο κοινωνικό κεφάλαιο του μέλλοντος της κοινωνίας που είναι τα παιδιά. Και νομίζω ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα πρέπει να αλλάξει με έναν συντεταγμένο και συγκεκριμένο τρόπο.

Καμιά φορά εμείς του χώρου της παιδικής προστασίας λέμε στις πολιτικές ηγεσίες ότι υπάρχουν κενά, καλύψτε τα! Αυτό ίσως σημαίνει ότι οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση είναι κατάλληλη; Όχι, δεν κάνουν όλες. Θα σας πω δυο παραδείγματα για να μην θεωρηθεί ότι πολιτικολογώ υπέρ της μιας ή της άλλης πολιτικής. Με την προηγούμενη κυβέρνηση υπήρξε μια κίνηση να καλυφθεί ένα κενό εικοσιπέντε χρόνων περίπου.

Ένας νόμος πριν εικοσιπέντε χρόνια έδινε την εξουσιοδότηση στον υπουργό να βγάλει μια υπουργική απόφαση για τις προδιαγραφές ποιότητας των χώρων παιδικής φιλοξενίας, δηλαδή των ιδρυμάτων.

Εικοσιπέντε χρόνια τώρα όμως δεν έχει συμβεί αυτό και ο καθένας πάλι κάνει ό,τι θέλει, με χειρότερη περίπτωση ίσως τα ιδρύματα για παιδιά με αναπηρία, αλλά και άλλα (ενν. ιδρύματα). Βγήκε μια υπουργική απόφαση από την προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία κατά τη γνώμη μου ήταν τελείως άστοχη και απαράδεκτη. Ήταν λες και νομοθετούσαν τη δεκαετία του ’50.

Η όλη φιλοσοφία αυτής της υπουργικής απόφασης ήταν απολύτως ιδρυματική και καλώς έγινε και αποσύρθηκε. Χρειάζεται μια κανονική, σύγχρονη ρύθμιση. Το ίδιο θα έλεγα δυστυχώς – και το ’χω γράψει – και για την νομοθετική πρωτοβουλία της παρούσας κυβέρνησης για την αναδοχή και την υιοθεσία, για την οποία δεν υπάρχει καν η παρρησία να ονομαστεί επιτέλους παιδοθεσία ή τεκνοθεσία. Και πάλι υπάρχει μια συστολή, μια δειλία στο να γίνουνε τομές, ώστε το σύστημα να προσανατολιστεί προς ένα κοινοτικό μοντέλο εναλλακτικών τοποθετήσεων, όπως σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο. Πρέπει να αλλάξουν αυτά τα πράγματα και νομίζω ότι υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρόν για οποιοδήποτε άτομο, υποκείμενο, συλλογικότητα κοινωνική ή επιστημονική θέλει να συνεισφέρει σ’ αυτήν την προσπάθεια.

Τα τελευταία χρόνια, γίνεται συχνά λόγος, μέσα από δημοσιεύματα και ντοκιμαντέρ για διακίνηση και σεξουαλική κακοποίηση παιδιών προσφύγων. Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, το ΙΥΠ συμμετέχει στην ανάπτυξη ενός προγράμματος του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με το ζήτημα αυτό. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για αυτά;

Θίγετε ένα ζήτημα για το οποίο θα είχαμε πάρα πολλά να πούμε. Γι’ αυτό θα προτιμούσα να το αφήσουμε για μια επόμενη συνέντευξη.

Και βέβαια! Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Νικολαΐδη!

Κι εγώ σας ευχαριστώ!

Η παραπάνω συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο 6ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, χειμώνας 2019.