Είδαμε τον επιβλητικό «Μακμπέθ» του Δημήτρη Λιγνάδη

Πολιτισμός

Είδαμε τον επιβλητικό «Μακμπέθ» του Δημήτρη Λιγνάδη

Δύο είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία που καθορίζουν το στίγμα της παράστασης και είναι τα ίδια που, σε δεύτερη ανάγνωση, καταδεικνύουν τις αρετές και τα μειονεκτήματα της ερμηνείας που επεφύλαξε ο Δημήτρης Λιγνάδης στη σεξπιρική τραγωδία: η σκηνική όψη και ο ρόλος των τριών μαγισσών. Η σκηνογραφική εργασία της Εύας Νάθενα δημιουργεί εντυπωσιακές σκηνικές εικόνες, κατά κύριο λόγο λουσμένες στο πορφυρό χρώμα, εξυπηρετώντας προφανώς τις ανάγκες μιας μεγάλης παραγωγής, δεν μένει όμως σε αυτό το επίπεδο: το χρώμα που κατακλύζει τη σκηνή σχεδόν αυτονομείται, γίνεται ένα ακόμη πρόσωπο δίπλα στα πραγματικά πρόσωπα του έργου.

Έτσι, η όψη της παράστασης οπτικοποιεί με μεγαλειώδη τρόπο την -σκηνογραφική και σκηνοθετική- επιθυμία να δειχθεί πως ο κόσμος του «Μακμπέθ» είναι ένας κόσμος βουτηγμένος στο αίμα, ένας κόσμος όπου το βαθύ κόκκινο του αίματος και της εξουσίας, που εδώ ταυτίζονται, απλώνεται και διαβρώνει τους πάντες και τα πάντα. Αυτός ο μπούσουλας όμως μένει τελικά ανεκμετάλλευτος, αφού η παράσταση προσγειώνεται σε μια σχεδόν γραμμική παράθεση σκηνών, από τις οποίες λείπει ιδιαίτερα το υπερβατικό στοιχείο. Κι αυτό σε ένα έργο που δεν αναφέρεται απλώς σε υπερφυσικά στοιχεία, μάγισσες, ξόρκια και νεκροφάνειες· ο «Μακμπέθ» βάζει στον πυρήνα του το συθέμελο κλονισμό του φυσικού κόσμου, την πλήρη αποδιάρθρωση της φυσικής ισορροπίας και ηθικής από τους φόνους που διαπράττει ο ήρωας, ο μέχρι πρότινος πιστός στρατηγός του βασιλιά της Σκωτίας προκειμένου να πάρει τη θέση του.

Η παράσταση όμως παραείναι «ταχτοποιημένη» για να καταδείξει αυτόν τον τρομερό κλονισμό, ενώ και η απόφαση να αποδοθούν κωμικά οι τρεις μάγισσες (στους ρόλους οι Βασίλης Καραμπούλας, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Ράνια Οικονομίδου) θολώνει τον αιχμηρό, υπερβατικό ρόλο που έχουν στο έργο. Στην παράσταση παρουσιάζονται ως παιχνιδιάρικα δαιμόνια ή στη θέση των σεξπιρικών «τρελών», δηλαδή ως απολύτως λαϊκά -και γι’ αυτό γήινα- πρόσωπα που μπορεί να φιλοσοφούν για τη ζωή και το θάνατο αλλά δεν μπορούν στο ελάχιστο να επηρεάσουν κάτι από αυτά· το γεγονός δε ότι στα πρόσωπά τους συμπυκνώθηκαν οι ρόλοι κι άλλων δραματικών προσώπων του πρωτότυπου προκαλεί μάλλον σύγχυση.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η σκηνοθετική έμφαση στρέφεται στο ζευγάρι των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, στο ρόλο του σκηνοθέτη, σωστά δεν τους παρουσιάζει ως «τέρατα», αλλά εκκινείται από την επιθυμεί να δείξει τη σταδιακή καταβύθισή τους στην αλαζονεία και στις φρικωδέστερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η Μαρία Κίτσου, μάλιστα, στην πρώτη σκηνή εμφανίζει μάλλον συμπαθητική τη Λαίδη Μακμπέθ, για να βουλιάξει αργότερα στην ηδονή που αντλεί από την εξουσία ως αφροδισιακού. Ο Λιγνάδης με τη σειρά του ερμηνεύοντας τον Μακμπέθ αφήνει να διαφανεί το βάρος που αρχίζει να συσσωρεύεται μέσα του και μάλιστα είναι ένα ωραίο στοιχείο το γεγονός πως ο ήρωάς του δείχνει πιο άνετος μέσα στη στολή του στρατηγού παρά στο κοστούμι του βασιλιά. Από την άλλη, η προσέγγισή του παραείναι ψύχραιμη, σχεδόν αποστασιοποιημένη στην αποτύπωση ενός ανθρώπου που βυθίζεται στο απόλυτο κακό και, ταυτόχρονα, η Κίτσου δείχνει σε στιγμές παροπλισμένη στο ρόλο μιας διακοσμητικής συζύγου ή μιας γυναίκας της οποίας ο ψυχισμός μας διαφεύγει.

Έτσι, όσον αφορά τη συνολική ερμηνεία επί του έργου, η σκηνοθεσία μοιάζει μετέωρη. Τα κίνητρα των προσώπων δεν αποσαφηνίζονται, ενώ σε ακόμη μεγαλύτερη αφάνεια μένουν οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τους δύο πρωταγωνιστές. Το γεγονός πως στο ίδιο το έργο οι περισσότερες από τις αποτρόπαιες πράξεις, τις στυγερές δολοφονίες και τα αιματοκυλίσματα διαπράττονται εκτός σκηνής έχει αντίκτυπο στη σκηνική δράση, που εμφανίζεται σε σημεία απονευρωμένη, αλλά και στο ερμηνευτικό σύνολο της παράστασης· το κενό έρχεται να αναπληρώσει το αισθητικό κομμάτι, η δουλειά της Νάθενα, οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα και η μουσική του Μίνωα Μάτσα, όμως όσον αφορά τις ερμηνείες οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς δείχνουν απλώς να «παρουσιάζουν» τους ρόλους τους: Γιώργος Μπινιάρης (Ντάνκαν), Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Μακντάφ), Ορέστης Τζιόβας (Μπάνκουο), Γιάννης Χαριτοδιπλωμένος (Ρος), ενώ ο Τζέο Πακίτσας στους ρόλους των δύο παιδιών φέρνει μια μελαγχολική λυρικότητα στην παράσταση – μια παράσταση που αφήνει τελικά ως επίγευση την απόπειρα να προσεγγισθεί με εικαστικούς όρους και ερμηνευτική «ψυχραιμία» -σε υπερβολικό βαθμό όμως- ένα μεγαλειώδες έργο και με παράπλευρο κέρδος την εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου.

iΗ παράσταση προβάλλεται δωρεάν από την Παρασκευή 3 Απριλίου και κάθε Παρασκευή στις 9μ.μ. στις ακόλουθες ιστοσελίδες: www.n-t.gr του Εθνικού Θεάτρου, www.culture.gr του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, www.mindigital.gr του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.